Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Νεράιδες και Αερικά.



- "Ήτανε πολύ πριν το χίλια εννιακόσια, πάνε καμιά εξηνταριά χρόνια από τώρα", άρχισε τη διήγηση του ο γερο Θανάσης. "Στη Γορτυνίτσα ήτανε παγεμένος σώγαμπρος ένας αδελφός του πατέρα μου, ο μπάρμπας μου ο Λιάς και πάντρευε τότε τον πρώτο του γιό, τον ξάδερφό μου τον Δημητράκη. Είχαμε, που λέτε, αποφασίσει να πάμε στο γάμο μαζί με τον αδερφό μου και τις φαμελιές μας και, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορήγαμε να πάμε με άδεια τα χέρια, είμαστε τόσα στόματα"

- "Έπρεπε δηλαδή να πάτε το κανίσκι σας μπάρμπα Θανάση, έτσι;" παρατήρησε κάποιος από την παρέα.
- "Ποιο κανίσκι ρε", τον αντίκοψε ο γερο Θανάσης, "δεν γινόσαντε αυτά τα πράγματα τότε. Αυτά τα έθιμα ήρθανε πολύ αργότερα, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, μπορώ να σου ειπώ και μετά το είκοσι - είκοσι δύο, μετά δηλαδή από τη Μικρασιατική καταστροφή... Από την πίσω μεριά του Φονιά", ξανάρχισε ο γέροντας τη διήγηση του, "μισή ώρα δρόμο από την κορυφή που ξεκινάει η Φούρκα το ταξίδι της για τον Παραπoνιάρη, είχανε τα στανοτόπια τους οι Γκέκηδες από τη Μπεντενίτσα και κάποτε που έτυχε να περάσω από κει κοντά, μου μπήκε ο διάβολος πως ένα σφαχτό από αφτούνη τη στάνη θα ‘λεγε πολλά τραγούδια. Ήμουνα δεν ήμουνα καμιά τριανταριά χρονών και το μυαλό το είχα πάνω από τη σκούφια, τότε. Τέλος πάντων, είχα υποσχεθεί και στον αδελφό μου ότι το σφαχτό για το γάμο ήταν δική μου δουλειά, και έτσι, την προηγούμενη που θα έπρεπε να φύγουμε για το γάμο εγώ κατέβαινα νυχτιάτικα από το Φονιά, φορτωμένος μια γκιόσα καμιά τριανταριά οκάδες, που την είχα αρπάξει από τη στάνη των Γκέκηδων και της είχα κομμένο το λαιμό. 
Κούνησε το κεφάλι του αργά και κοίταξε την ομήγυρη.
-"Ήταν ένας παλιόκαιρος ρε παιδιά, τι να σας ειπώ, έβρεχε με το τουλούμι λες και χάλαγε ο Θεός τον κόσμο. Από τη μια μεριά, με βολεύανε η βροχή και το σκοτάδι, γιατί με τέτοια κοσμοχαλασιά, θα έφτανα στο χωριό χωρίς να με πάρει ανθρώπου μάτι, από την άλλη όμως, κινδύνευα να γκρεμοτσακιστώ μέσα στις γράνες στον κατήφορο που ερχόμουνα, αλλά και να πνιγώ σε κανένα ρέμα έτσι που ήσαν φουσκωμένα από τα νερά που πέφτανε. Με τα πολλά, που λέτε, με τη βοήθεια της γκλίτσας μου, με τη σφαγμένη παλιόγιδα στην πλάτη και την ψυχή στα δόντια, πέφτω στην κατηφοριά και φτάνω κοντά στον μύλο του Αντριά. Μπορεί να ήμουνα παλικάρι, αλλά με τόσες οκάδες φόρτωμα στην πλάτη μου να βολοδέρνω νυχτιάτικα με αυτή τη κοσμοχαλασιά μέσα στις γιδόστρατες τόσες ώρες που δεν έβλεπα τη μύτη μου και έβρισκα το δρόμο ψάχνοντας τον με την γκλίτσα μου, βρεγμένος μέχρι το κόκαλο και ψόφιος από την κούραση, είχα αρχίσει να φοβάμαι πως δεν θα τα κατάφερνα να κουβαλήσω το σφαχτό μέχρι το χωριό. Για καλή μου τύχη, καθώς εζύγωνα στο μύλο η βροχή είχε σταματήσει και είχε αρχίσει να ξανοίγει κάπως ο τόπος, από το λιγοστό φως που ξεχύνεται όταν σταματάει η βροχή και διαλύονται τα σύννεφα. Ροβόλαγα, που λέτε, από την από πάνω μεριά του Μύλου και σκεφτόμουνα πως θα κατάφερνα να περάσω τον Παραπονιάρη, όταν σε μια στιγμή, μπραφ!"
Σηκώνει τα χέρια του, σαν για να δείξει το μέγεθος, το μεγαλείο, ο γέρο Θανάσης. Τα μάτια του λάμπουν, οι δε άλλοι, τον κοιτούν με κομμένη την ανάσα, καθώς συνεχίζει συνομωτικά την αφήγηση του.
-"...κάνει στην πέρα μεριά προς το Σφεντάμι μια πανύψηλη Νεράιδα ντυμένη στα κάτασπρα και στα πλουμιστά, και πηδάει που λέτε με τα φορέματα της να ανεμίζουνε απάνου στα βράχια και χάνεται. Την άλλη στιγμή, αλλού εγώ, αλλούθε η Γκλίτσα μου κι αλλούθε το σφαχτό. Κατάλαβα πως κουτρουβάλαγα κατά το ρέμα, χεσμένος από την τρομάρα μου και μόλις που πρόλαβα κι αρπάχτηκα από κάτι κλαριά, αλλιώς θα ‘φτανα κάτω, μέσα στο νερό. Μπουσουλώντας που λέτε με τα τέσσερα, κατάφερα και ξανανέβηκα στο μονοπάτι, αφού μάζεψα στο μεταξύ και την γκλίτσα μου που γυάλιζε το ραβδί της μέσα στη νύχτα. Στην πέρα μεριά στο Σφεντάμι δεν φαινότανε τίποτα, ούτε νεράιδα ούτε διάβολος. Ευτυχώς το σφαχτό είχε μείνει εδεκεί που μου έπεσε. Όπως σας είπα ήμουνα νέος απάνω στα καλά μου, είχα και το μυαλό απόξω από τη σκούφια μου και δεν πίστευα σε αερικά και άλλους τέτοιους δαιμόνους. Έτσι, ενώ πίστευα πως είχα ιδεί για μια στιγμή μια θεόρατη νεράιδα να πηδάει στα βράχια, από την άλλη τώρα που είχα συνέλθει, ο εαυτός μου μού έλεγε πως αυτά είναι ανοησίες είναι αφύσικα, δεν έχουν λογική και επομένως κάτι λάθος θα είχα κάνει, κάτι άλλο θα είχε πάρει το μάτι μου. Στάθηκα στο σημείο που ήταν πεσμένο το σφαχτό και έκανα ένα δύο βήματα μπρος και ξανά προς τα πίσω, κοιτάζοντας ακριβώς απέναντι ν’ ανακαλύψω τι διάβολο είχα ιδωμένο. Με το ένα μου χέρι ακουμπισμένο πάνω σε ένα παλιομπίστολο που είχα περασμένο στο σελάχι μου και με το άλλο στηριζόμενος στη γκλίτσα μου αλαφροπάταγα μπρος πίσω πεισματωμένος σαν παλιομούλαρο, μέχρι που τα μάτια μου αρχίσανε να δακρύζουν από την προσπάθεια και με τσούζανε, ενώ πάγωνε ο ιδρώτας μου και είχα αρχίσει να τρέμω από το κρύο. Δεν φαινόταν τίποτα απέναντι, παρά οι όχθες της ρεματιάς και τα βράχια"
-"Εμ βέβαια! Σε είδε η νεράιδα ολόκληρο μαντράχαλο με τις μουστάκες σου, τη φουστανέλα και το σελάχι σου, με τη μπιστόλα και το μαχαίρι σου και το ‘βαλε στα πόδια από την τρομάρα της!", κάρφωσε το γερο Θανάση ένας άλλος ηλικιωμένος, που δεν έφτανε όμως τα χρόνια του. 
- "Σκάσε συ και άκου!", τον αντέκοψε εκείνος. "Τη νεράιδα την ξαναείδα, δεν είχα προλάβει να κάνω τέσσερα πέντε βήματα προς τα κάτω, φορτωμένος ξανά την γκιόσα, και φάνηκε ακριβώς απέναντι από το Μύλο, στην όχθη της ρεματιάς. Μόνο που δεν ήταν νεράιδα, αλλά ένας καταρράχτης νερού τρία τέσσερα μέτρα ψηλός, που κατέβαινε από το Σφεντάμι και γκρεμιζότανε από τα βράχια στο ρέμα αφρισμένος. Έτσι όπως είχε σταματήσει η βροχή και ο τόπος είχε ξαστερώσει, τα αφρισμένα νερά που γκρεμιζόντουσαν από το βράχο φαινόντουσαν κάτασπρα μέσα στη νύχτα. Σταμάτησα πάλι στον τόπο, καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί. Έκανα ένα δύο βήματα πάλι προς τα πίσω, έτσι φορτωμένος όπως ήμουνα και ο καταρράχτης δεν φαινόταν, κρυβόταν από κάποιο βράχο. Ξανά ένα δύο βήματα μπροστά και, να’ σου ο καταρράχτης αφρισμένος και κάτασπρος, που εγώ στην βιασύνη και την κούραση μου τον είχα πάρει για νεράιδα. Παρόλη την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόμουνα, γέλασα με τον εαυτό μου και ξεκίνησα γρήγορα, αισθανόμενος ότι, το μεγάλο βάρος είχε φύγει από πάνω μου". 
- "Θες να πεις, παππούλη, πως δεν ήτανε νεράιδα αυτό που είδες στην αρχή;" ρώτησε το γεροΘανάση ένα δεκαπεντάχρονο εγγονάκι του που παρακολουθούσε με κατάνυξη την αφήγηση.
- "Τι νεράιδες και αερικά και πράσινα άλογα, παιδάκι μου",απάντησε ο γέρος "τίποτα από αυτά δεν υπάρχει! Αυτά είναι για τους ανόητους! Υπάρχει μόνο η πλάση του Θεού και τα πλάσματα του! Τηράτε να ιδείτε πως δημιουργούνται αυτές οι ιστορίες για αερικά και τέτοια", συνέχισε με σοβαρό ύφος "Εγώ κατέβαινα ψόφιος από την κούραση μέσα στην κοσμοχαλασιά, φορτωμένος ένα κλεμμένο σφαχτό. Τα μάτια μου κάνανε πουλάκια στην προσπάθεια να βρίσκουν το δρόμο, είχα και το φόβο του κλεψιμέϊκου που κουβάλαγα στην πλάτη, και ξαφνικά, πιάνει η άκρη του ματιού μου τον καταρράχτη του νερού που γκρεμιζόταν κάτασπρος από τους αφρούς απέναντι στα βράχια και δεν χρειαζόταν και πολύ σ’ αυτή την κατάσταση που ήμουνα, να τον πάρω για νεράιδα. Έτσι γίνονται αυτές οι ιστορίες, τις πλάθει ο φόβος του ανθρώπου, ο φόβος και η αγραμματοσύνη του και το ότι δεν ξέρει να εξηγήσει πολλά φυσικά φαινόμενα. Όλα τα χωριά μας, ολόκληρη η Ελλαδίτσα μας είναι γεμάτη με ιστορίες για νεράιδες και φαντάσματα, αερικά, βρικόλακες και άλλα τέτοια. Κι εγώ, αν δεν είχα το θάρρος να το ψάξω το πράγμα και το ‘βαζα στα πόδια, θα ορκιζόμουνα ύστερα πως αυτό το πράγμα που είχα ιδωμένο ήτανε νεράιδα".


(Απόσπασμα απο το ανέκδοτο ακόμα, βιβλίο μου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου