Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Το νερό που πίναμε

 


              Η ύδρευση του χωριού μας στα χρόνια προτού φέρουμε το νερό από το Βυζίκι, από απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων το 1963, γινόταν από την πηγή της Μπουσμπούνας που βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του χωριού μέσα στη ρεματιά. Το νερό δεν πηγάζει εκεί που είναι χτισμένη η βρύση. Tο μαζέψανε οι Ψαραίοι από το σημείο που ανάβλυζε στα ριζά του κοντινού υψώματος και το μεταφέρανε εκεί με κουριαλό από κεραμίδια, χτίζοντας τη Μπουσμπούνα σε ανοιχτό χώρο, προφανώς για να είναι προσβάσιμη με άνεση από τις γυναίκες που συνωστίζονταν εκεί για να γιομίσουν τα βαρέλια και να κουβαλήσουν το πολύτιμο νερό στα σπίτια για τις ανάγκες των νοικοκυριών τους. Ήταν όμως αμφιβόλου ποιότητας. «Είχαν πεθάνει οι περισσότερες γυναίκες γιατί το νερό είχε μπενοκλάδι» λέει ο Ν. Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του.

             Η μεταφορά του νερού από τη βρύση στο σπίτι ήταν καθαρά γυναικεία υπόθεση, που όμως δεν ήταν καθόλου εύκολη αφού, και χρόνο πολύ απαιτούσε, αλλά και κόπο. Ο χρόνος ήταν πρόβλημα για τις περισσότερες νοικοκυρές που ήσαν μικρομάνες γιατί, πέρα από τον απαιτούμενο για τη μετάβαση και την επιστροφή από τη βρύση, υποχρεώνονταν πολλές φορές να στήνονται με τις ώρες (είχε μπασιά) για να έρθει η σειρά να γιομίσουν το βαρέλι τους. Έτσι, και τα παιδιά μένανε μόνα τους στο σπίτι, αλλά και το νοικοκυριό έμενε πίσω. Η προσπάθεια τώρα και ο κόπος, ανάλογα με τη θέση που βρίσκονταν τα σπίτια τους, ήταν μια άλλη θλιβερή ιστορία για τις περισσότερες γυναίκες. Με ξύλινα βαρέλια χωρητικότητας 30 – 40 οκάδων που τα ζαλώνονταν με σκοινί στην πλάτη, κουβαλούσαν από τη βρύση στα σπίτια το νερό,  αλλά καθώς το χωριό βρίσκεται χτισμένο στους πρόποδες του Αγιολιά, με κλίση τουλάχιστον 70%, και αν σκεφτούμε ότι τα σπίτια στον απάνω μαχαλά απέχουν τετρακόσια και πεντακόσια περίπου μέτρα από την Μπουσμπούνα, το να κουβαλήσει μια γυναίκα 40 οκάδες βάρος στην πλάτη, διπλωμένη σε σχήμα ορθής σχεδόν γωνίας, σε αυτή την ανηφόρα, ήταν πραγματικός άθλος. Μέτρο βάρους τούρκικης προέλευσης η οκά που καταργήθηκε το 1959, αντιστοιχούσε σε 400 δράμια ή 1280 γραμμάρια, οπότε καταλαβαίνετε ότι 40 οκάδες νερό αντιστοιχούσαν σε 51.200 κιλά βάρους. Προσθέστε τώρα και το απόβαρο του βαρελιού, και βγαίνει ένα σύνολο 55 έως 60 περίπου κιλών που κουβαλούσε στην πλάτη της η γυναίκα σε τούτη την ανηφόρα από τη Μπουσμπούνα μέχρι να το ξεζαλωθεί στο σπίτι της, που κατάφερνε και έφθανε με την ψυχή στο στόμα. 

            
Μπουσμπούνα

              Αναγκαστικά λοιπόν η Μπουσμπούνα γινόταν το κέντρο του χωριού για τον γυναικείο πληθυσμό, και όπως καταλαβαίνετε, στις σύντομες ή τις πολύωρες (όταν είχε μπασιά) συναντήσεις τους εκεί, οι γυναίκες για να πάρουν το πολύτιμο νεράκι, βρίσκανε την ευκαιρία να ανταλλάξουνε τις απόψεις τους για διάφορα θέματα, για κάποιο συνοικέσιο που ήταν σε εξέλιξη, για τα ράσινα που υφαίνει κάποια νοικοκυρά στον αργαλειό της, για μια σειρά τρέχοντα που απασχολούσαν το χωριό. Δεν λείπανε και οι καυγάδες αναμεταξύ τους, που προκαλούνταν από κάποια που βιαζόταν και απαιτούσε να παραβιάσει τη σειρά προτεραιότητας γιατί έπρεπε να γυρίσει νωρίς στο σπίτι και να κάψει το φούρνο αλλιώς θα της χάλαγε το ψωμί που είχε ζυμωμένο, ή από κάποια διένεξη και διαφορά απόψεων σε μια κουβέντα που είχαν ανοίξει, και τότε, εκτός από τα της σειράς, όπως, μωρή πήξια μωρή δείξια η μία, μωρή τέτοια μωρή αλλιώτικη η άλλη, πέφτανε και οι σχετικές κατάρες και ακούγονταν και σχετικά… «γαλλικά». 
             Καθώς τα σκέφτομαι τώρα αυτά και προσπαθώ να τα καταγράψω, εύκολα και πολύ λογικά αναδύεται το ερώτημα: γιατί το νερό κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες, το κουβαλούσαν μόνο οι γυναίκες. Γιατί δεν κάνανε και οι άνδρες αυτή τη δουλειά, έστω κατά τις εποχές που δεν είχαν δουλειές και ξημεροβραδιάζονταν στα μαγαζάκια (καφενεδάκια, κουτουκάκια κλπ.) του χωριού; Γιατί δεν φορτώνανε το βαρέλι στο μουλάρι τους – εννιά στις δέκα οικογένειες είχαν το μουλάρι τους ή έστω ένα γάιδαρο -  να καβαλικέψουν κι από πάνω και να πάνε να φέρουν νερό; Δεν βλέπω άλλη λογική απάντηση στο ερώτημα, παρά, στο ότι έτσι ήταν η εποχή τότε και οι κοινωνικές συνθήκες, και στο ότι οι άνδρες έπρεπε να ασκούνται στην κολιτσίνα (κοντσίνα, κολτσίνα)  στην πρέφα και στην ξερή στα καφενεία, ή να κρασοπίνουν και να διηγούνται ιστορίες όταν δεν είχαν άλλη δουλειά.  
           Πολυμελείς κατά κανόνα οι οικογένειες εκείνα τα χρόνια που σπάνια έβλεπες σπιτικό με λιγότερα από 5 παιδιά, και καθώς το χωριό έφτανε να έχει και πάνω από 350 κατοίκους, τα πέντε άντε έξι κυβικά νεράκι που κατέβαζε η Μπουσμπούνα δεν αρκούσε να καλύψει τις ανάγκες τους. Και όσο διαρκούσε ο χειμώνας βολεύονταν και με το βρόχινο νερό, αλλά και με το χιόνι που το ζεσταίνανε στη φωτιά και γινόταν νερό κατάλληλο για το νοικοκυριό. Κατά τους θερινούς μήνες όμως, που και της πηγής το νερό λιγόστευε, οι Ψαραίοι καταφεύγαμε στη βοήθεια δυο-τριών ακόμα πηγών: του Κουριαλού, του Αποστόλη, και του Κρεϊμάδ(ε)η, που βρίσκονταν στη ρεματιά στα βόρεια, σε απόσταση ένα έως δύο χιλιόμετρα  από το χωριό, ενώ ακόμα, πιο παλιά πηγαίνανε και στη Σκόζα, ενάμισι–δύο χιλιόμετρα προς στα νότια, εκεί που αρχίζει το Παλουμπόρεμα. Και σε εκείνες τις πηγές είχαν μαζέψει το νερό φέρνοντάς το σε προσβάσιμα σημεία, τοποθετώντας τις ανάλογες πελεκητές πέτρινες κορύτες σε ένα λιθόχτιστο πεζούλι, για να μπορεί ο κόσμος να γιομίζει τα βαρέλια του ή να ποτίζονται τα ζωντανά, κοπάδια γιδοπρόβατα, βόδια και γαϊδουρομούλαρα, κλπ. 
            
Βρύση Κουριαλού (τα υπολείματα)



Ο Βασίλης Στασινόπουλος ψάχνει τα ίχνη της Βρύσης Αποστόλη

Ό,τι μένει από την Βρύση Κρειμάδη

            Οι τρεις αυτές βρύσες στα βόρεια, βρίσκονται σε σειρά κατά μήκος της ρεματιάς, με πρώτη την του Κουριαλού, της οποίας όμως το νερό ήταν γλυφό και μόνο στην ανάγκη παίρνανε από εκεί οι Ψαραίοι, κυρίως όμως ποτίζανε τα ζωντανά τους. Ήταν και εύκολα προσβάσιμη τούτη η βρύση, αφού βρίσκεται πάνω σε αγροτικό μουλαρόδρομο. 
Λίγο πιο κάτω, μέσα στην ανώμαλη πλέον ρεματιά, συναντάμε τη βρύση του Αποστόλη, και σε μικρή ακόμα απόσταση τη βρύση του Κρεϊμάδη. Αντίθετα με του Κουριαλού που πηγάζει στην κοίτη της ρεματιάς, και οι δυο αυτές βρύσες πηγάζουν από τα βράχια στο πρανές της ρεματιάς, και το νερό τους είναι καλό. Ιδιαίτερα το νερό της πηγής του Κρεϊμάδη ήταν πολύ δροσερό προς το παγωμένο, και θυμάμαι πως οι μεγαλύτεροι μας συμβουλεύανε να είμαστε προσεκτικά εμείς τα παιδιά όταν σκύβαμε στην κορύτα για να πιούμε, γιατί το νερό, λέγανε, ήταν «βαρύ», και αν πίναμε απότομα υπήρχε κίνδυνος να πάθουμε ζημιά.

           Μέχρι του Κουριαλού, ο χωματόδρομος ήταν βατός και οι γυναίκες μπορούσαν στην ανάγκη να πάνε και να πάρουν νερό, που με μεγάλη δυσκολία το κουβαλούσαν στο χωριό, ζαλωμένες  το βαρέλι στην πλάτη. Στις πιο κάτω βρύσες όμως μέσα στην άγρια ρεματιά, στου Αποστόλη και στου Κρεϊμάδη, δύσκολα μπορούσε να κινηθεί κάποια γυναίκα ζαλωμένη το βαρέλι της. Μετά τον πόλεμο, από το 1950 και δώθε, κάποιες γυναίκες ή και άνδρες, πηγαίνανε στου Κρεϊμάδη φορτωμένα τα βαρέλια τους στο μουλάρι και τα γεμίζανε με χωνί, έτσι όπως ήσαν πάνω στο σαμάρι. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα και η βρύση του Κρεφτόχου με πολύ κρύο, παγωμένο σχεδόν νερό, στα βόρεια του χωριού, αλλά βρίσκεται πολύ μακριά από το χωριό. Πηγές ακόμα υπήρχαν και στο φαράγγι της Γκούρας, μη προσβάσιμες όμως στο χωριό λόγω απόστασης.

         Μπορεί τούτες οι περιφερειακές βρύσες, της Σκόζας, του Κουριαλού, του Αποστόλη και του Κρεϊμάδη να βρίσκονταν μακριά από το χωριό, σε αυτές όμως καταφεύγανε οι γυναίκες για να κάνουν την ολοκληρωμένη μπουγάδα τους. Όταν δηλαδή έπρεπε να πλύνουν πολλά ρούχα, ακόμα και στρωσίδια που δεν ήταν δυνατόν να τα πλύνουν στο σπίτι, λόγω ιδιαίτερα και της έλλειψης νερού. Παρέες ολόκληρες γυναικών φόρτωναν στο μουλάρι –το μεταφορικό μέσο εκείνων των εποχών-  τα ρούχα που είχαν για πλύσιμο, το λεβέτι και τη σκάφη την ξύλινη, την πλάκα και τον κόπανο, και την απαραίτητη στάχτη φυσικά για να κάνουν την αλισίβα τους.  Ήταν δε η αλισίβα, το σταχτόνερο που κάνανε βράζοντας νερό και στάχτη εκεί κατά τη διαδικασία της μπουγάδας, βασικό στοιχείο, γιατί και στη λεύκανση των ρούχων βοηθούσε, αλλά, και στο καθάρισμα, γιατί υποκαθιστούσε το σαπούνι. Απλώνονταν λοιπόν στο ρεματάκι από τη Μπουσμούνα μέχρι κάτω στου Πούσι, στη ρεματιά από του Κουριαλού μέχρι του Κρεϊμάδη, ή στη ρεματιά της Σκόζας, για να κάνουν τη μπουγάδα τους. Γιόμιζε η ατμόσφαιρα από τον καπνό και τη μυρωδιά του καμένου ξύλου που αναδίνανε οι φωτιές που ανάβανε για να βράσουνε το νερό στα λεβέτια, άναβε το κουβεντολόι στις συντροφιές των γυναικών, και ο αχός πολλές φορές από τον κόπανο μπερδευόταν με τα τραγούδια που λέγανε όλες μαζί για να βγάλουνε από μέσα τους τους καημούς τους. Από κάποια τέτοια σκηνή είναι ίσως εμπνευσμένο το γνωστό, γεμάτο καημούς τραγουδάκι της δημοτικής μας παράδοσης που αναφέρεται στην κόρη που έπλενε στον ποταμό:


Μάνα μια κόρη που είδα εγώ, στον ποταμό να πλένει, 
Μά είχε ασημένιο κόπανο, και πλάκα μαρμαρένια… κλπ.

          Δεν ήταν μόνο το νερό που βρίσκανε άφθονο οι γυναίκες σε τούτες τις ρεματιές για να κάνουν τη μπουγάδα τους, ήταν και η άπλα του χώρου, που τους επέτρεπε να απλώνουν τα πλυμένα ρούχα πάνω στις πέτρες και στους θάμνους, για να στεγνώνουν γρήγορα. Στο χωριό όμως, δεν ήσαν μόνο οι άνθρωποι που είχαν ανάγκη για νερό, ήσαν και τα ζωντανά. Από τα οικόσιτα μέχρι τα κοπάδια, τα βόδια και τα γαϊδουρομούλαρα κλπ. Και, τα κοπάδια ιδιαίτερα, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα αριθμούσαν χιλιάδες γιδοπρόβατα.Τα μικρά οικόσιτα, σκυλιά γατιά και κάνα μαρτινάκι (μαρτίνα = κατσίκα ή προβατίνα που την τρέφανε στο σπίτι όσοι δεν είχαν κοπάδια, εξασφαλίζοντας έτσι το γάλα για τα παιδιά τους και το κρέας από τα κατσίκια ή τα αρνάκια), τα  ποτίζανε στο σπίτι. Κάποιοι διατηρούσαν και περισσότερα μαρτίνια. Τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα τα ποτίζανε στα ρέματα, ανάλογα προς τα πού είχαν οι τσοπάνηδες τις στάνες τους. Εκείνοι που είχαν τις στάνες τους στα βόρεια και βορειοανατολικά του χωριού, ποτίζανε τα κοπάδια στη ρεματιά από Κουριαλού και προς τα κάτω, Τρία ρέματα κλπ, όπως επίσης και στο φαράγγι της Γκούρας. Κάποιοι άλλοι ποτίζανε και στο ρεματάκι που ξεκινούσε από τη Μπουσμπούνα, συνέχιζε στου Πούσι, στα Τρία ρέματα και κατέληγε στη Γκούρα. Όσοι είχανε τα κοπάδια τους προς τα νότια, τα ρίχνανε για νερό στη Σκόζα.

           Να σημειώσω ότι σε τούτα τα ρέματα, οι τσοπάνηδες του χωριού μας φρόντιζαν να ανοίγουν μικρές γούρνες κατά διαστήματα, που γεμίζανε νερό από τη ροή, διευκολύνοντας έτσι το πότισμα του κοπαδιού τους. Μάλιστα, στη ρεματιά της Σκόζας είχανε καραβώσει κάποτε μια μεγάλη γούρνα και οι πιτσιρικάδες ξεβρακώνονταν και κάνανε τα πρώτα τους μπάνια. Θυμάμαι ότι σε εκείνη τη ρεματιά πηγαίναμε πολλές φορές και μαζεύαμε καβούρια. Είχανε νερά τότε τα ρέματα, γιατί καλλιεργούσε τον τόπο ο κοσμάκης, δεν υπήρχαν δάση και τα νερά τρέχανε.

           Το νερό το είχαν ανάγκη φυσικά και τα γαϊδουρομούλαρα και τα βόδια. Σχεδόν όλα τα σπίτια στο χωριό είχαν από ένα μουλάρι ή ένα γάιδαρο για τις ανάγκες του σπιτιού, κάποιοι νοικοκυραίοι είχαν και δυο μουλάρια. Με το μουλάρι καλλιεργούσαν τα χτήματά τους κατά τις παλιότερες εποχές. Αλωνίζανε και μεταφέρανε τα γεννήματά τους, κουβαλούσανε τα ξύλα από τα χωράφια, που ήσαν απαραίτητα για τη θέρμανση το χειμώνα, πηγαίνανε στο μύλο για άλεσμα και κάνανε μια σειρά από βοηθητικές δουλειές. Σπιτικό χωρίς μουλάρι, χωρίς έστω ένα γάιδαρο, δεν στεκόταν εύκολα. Τα βόδια ή γελάδια τα χρησιμοποιούσαν για όργωμα και σπορά, και στην ανάγκη και αλώνισμα. Στο χωριό μας το βοδινό κρέας ήταν άγνωστο πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάπου εκεί στη δεκαετία του ’40, φουρκίστηκε ή τσακίστηκε ένα βόδι, και τότε είναι που πρωτοφάγανε κρέας βοδινό οι Ψαραίοι. Το βιδέλο, όπως το λέγανε τότε. Όχι όλα τα σπίτια του χωριού- πολλοί είχαν προκατάληψη και δεν θέλανε ούτε να ακούσουν για βοδινό κρέας. Και τούτα τα ζωντανά λοιπόν, θέλανε πότισμα, και φυσικά ήταν αδύνατο να ποτιστούνε στη Μπουσπούνα. Τα πηγαίναμε για νερό στις περιφερειακές βρύσες. 

         

Ό,τι μένει από το πηγάδι. 

Τη χρονιά του 1936, η Αδελφότητα των εν Αθήναις Ψαραίων έφτιαξε το πηγάδι του χωριού λίγες δεκάδες μέτρα πιο πάνω από τη Μπουσμπούνα, και εκεί από τότε ποτίζανε τα γαϊδουρομούλαρα, αλλά στήνονταν και γυναίκες καμιά φορά και κάνανε τη μπουγάδα τους. Ήταν πραγματικό κόσμημα για την εποχή, με μονοκόμματο μαρμάρινο επιστόμιο, με περίτεχνες από πατητή τσιμεντοκονία ποτίστρες, αλλά δυστυχώς η κακομοιριά μας το αχρήστευσε. Και τη Μπουσμπούνα και το πηγάδι, για να μην πω και τις άλλες βρύσες, Κουριαλού, Αποστόλη και Κρεϊμάδη, θα έπρεπε να τις συντηρούμε και να τις διατηρούμε, γιατί είναι στοιχεία της παράδοσης, της ζωής και του πολιτισμού μας.