Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Οι γάμοι στο χωριό μας τον περασμένο αιώνα


Κατά κανόνα οι γάμοι στο χωριό μας γίνονταν με συνοικέσια. Όχι γιατί δεν ερωτεύονταν τα νιάτα, αλλά γιατί υπερίσχυαν τα συμφέροντα που μεταφράζονταν σε προίκα, και αυτά τα κουμαντάριζαν οι γονείς.
Γεωργοί και μικροκτηνοτρόφοι ήσαν τότε οι κάτοικοι στα χωριά μας και για να ανοίξει σπιτικό ένα ζευγάρι και να βγάζει το ψωμί του είχε ανάγκη από έναν μικρό έστω  κλήρο γης όπου σπέρνανε και καλλιεργούσαν σιτάρι κριθάρι αραποσίτι βρώμη αλλά και κουκιά ρεβίθια και φασόλια ξερικά πάντα γιατί νερά δεν είχε το χωριό μας, και συνήθως το γέννημα που αποκόμιζαν από τα χωραφάκια τους ποτέ δεν αρκούσε για να βγάλουν τη χρονιά.
Έτσι, τον κύριο ρόλο στην προίκα, το νάχτι όπως την λέγανε εκείνες τις εποχές, παίζανε τα χωράφια, αν όμως υπήρχαν και μετρητά ήσαν καλοδεχούμενα ενώ υπολογίσιμα ήσαν και τα ρούχα που ετοίμαζε η νύφη και η μάνα της στον αργαλειό, από εσώρουχα μέχρι και τα απαραίτητα κλινοσκεπάσματα.
Μέχρι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα κάποιοι στα χωριά μας και για λόγους καθαρά συμφέροντος δεν διστάζανε να κλέψουνε τη γυναίκα που ήθελαν, για να εκβιάσουν τους δικούς της ότι αφού ο απαγωγέας κοιμήθηκε μαζί της είναι «μεταχειρισμένη» πλέον και ποιος να την παντρευτεί, και έτσι αναγκαστικά συμφωνούσαν συνήθως και γινότανε ο γάμος δίνοντας βέβαια την προίκα που απαιτούσε ο απαγωγέας. Μια τέτοια απαγωγή που όμως δεν ευοδώθηκε επιχειρήθηκε και μάλιστα δυο φορές στις αρχές της δεκαετίας του ’40 στο χωριό μας.

Σημαντικό ρόλο στο να πετύχει ένα συμπεθέριασμα και να γίνει ένας γάμος εκείνα τα χρόνια έπαιζε η προξενήτρα που αναλόγως πλησίαζε τη νύφη, τον γαμπρό ή τα συμπεθέρια, και με διάφορους τρόπους εκθείαζε εκείνον ή εκείνην  που εκπροσωπούσε. Μετράγανε βέβαια και τα προτερήματα της νύφης και του γαμπρού, η νύφη έπρεπε να ήταν άξια και όμορφη, «να ξέρει ρόκα κι αργαλειό, να ξέρει να κεντάει» όπως μαρτυράει η δημοτική μας παράδοση, και προπάντων, να τραγουδάει και να ξέρει να χορεύει.
Ο χορός και το τραγούδι μετράγανε και στον άνδρα φυσικά (και γενικά στους Αρκάδες από την αρχαιότητα), ‘όπως και η αξιοσύνη του, από ποιο σόι ήταν, πόσα χωράφια ή γιδοπρόβατα είχε, η ομορφιά του και η τσαχπινιά του και πολλά ακόμα.
Δεν παντρεύονταν μεταξύ τους οι συγγενήδες, τα ξαδέλφια δηλαδή πρώτα και δεύτερα, αλλά από τρίτα και μετά θεωρούσαν ότι η συγγένεια δεν κράταγε. Τρίτα τέταρτα (ξαδέρφια) λέγανε «πάρτα πέτατα»! Ακόμα, δεν παντρεύονταν μεταξύ τους τα βαφτιστήρια του ίδιου νονού, όπως επίσης και τα παιδιά του με τα παιδιά των κουμπάρων του.
Υπήρχαν πολλές φορές δυσκολίες είτε γιατί ο γαμπρός έπρεπε να πάει στρατιώτης, είτε γιατί είχε ανύπαντρες αδελφές που έπρεπε πρώτα να «φύγουν’ εκείνες για να πάρει κι αυτός σειρά.
Όταν μετά από πολλά σουρταφέρτα η προξενήτρα ή ο προξενητής  κατάφερνε να κλείσει τη συμφωνία για την προίκα, κάνανε οι γονείς το προικοχάρτι στο οποίο αναφέρονταν επακριβώς και με λεπτομέρειες η προίκα που θα έπαιρνε η νύφη,                                                               και στη συνέχεια ανάλογα βέβαια τους νοικοκυραίους  γίνονταν τα αρρεβωνιάσματα είτε με την παρουσία και τις ευλογίες του παπά του χωριού, είτε τα κάνανε μόνοι τους οι συμπεθέροι σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο.  
Σαν αποφασιζόταν η ημερομηνία του γάμου ο γαμπρός και η νύφη στέλνανε τα καλέσματα στους δικούς τους και σχεδόν πάντα όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήσαν  καλεσμένοι στο γάμο άλλοι από τη νύφη και άλλοι από το γαμπρό. Και γίνονταν τα καλέσματα με αμύγδαλα, καρύδια ή και κουφέτα.
Ο γάμος κράταγε σχεδόν πάνω από βδομάδα και ξεκίναγε από την προηγούμενη Κυριακή που γυναίκες συγγενείς και φίλοι της οικογένειας του γαμπρού κουβαλάγανε ζαλιές τα ξύλα που ήσαν απαραίτητα για να βράσουν τα κρέατα και να φουρνίσουν τα ψωμιά που θα καταναλώνονταν στα τραπεζώματα.
Την Δευτέρα στέλνανε τα καλέσματα και την Τρίτη ή την Πέμπτη αναπιάνανε τα προζύμια, ζυμώνανε τα ψωμιά με καθάρειο αλεύρι, τους βάζανε σουσάμι ζάχαρη και άλλα, τους κάνανε ωραία χαρούμενα κεντίδια, βάζανε μέσα και καρύδια καμιά φορά και τα φουρνίζανε. Μόλις τελειώνανε με τα ψωμιά την Πέμπτη ψαίνανε στου γαμπρού το σπίτι και την κουλούρα της νύφης με ιδιαίτερη φροντίδα και με ωραία κεντίδια φτιαγμένη, και εννοείται ότι το τραγούδι δεν σταμάταγε και στηνόταν και κάνας έκτακτος χορός από λέφτερες και παντρεμένες. Η Πέμπτη ακόμα πρέπει να ήταν η ημέρα που συγγενήδες και φιλενάδες της νύφης βγαίνανε και φέρνανε τη βάγια ( κλαριά και φύλα δάφνης) απαραίτητα για να γεμίζουν τα μαξιλάρια και τα στρώματα, και όπως καταλαβαίνετε, με τούτα και με κείνα όλο το χωριό βρισκόταν στο πόδι.
Στου Μπουγιάτι (Λυσσαρέα), από ό,τι μου είπαν η Κατερίνα και ο Κώστας Μητρόπουλος, την Πέμπτη το βράδυ συμπεθεριό από το σόι του γαμπρού πηγαίνανε τραγουδώντας στο  σπίτι της νύφης και λέγανε τα καλορίζικα, βλέπανε τα προικιά,  ασημώνανε κιόλας με κουφέτα αλλά και με λεφτά.. Λίγο πολύ τα ίδια γίνονταν στα χωριά μας, όταν βέβαια οι συμπεθέροι ήσαν «βασταμένοι». Στου Σέρβου που ήταν μεγαλύτερο χωριό και με περισσότερους νοικοκυραίους γινόσαντε με μεγαλύτερες τυπικότητες. Οι Σερβαίοι ‘όπως μαρτυρεί ο Θ. Κ Τρουπής φτιάχνανε και κανίσκι του παπά που του το πήγαινε σε ένα τράσιτο κάποιο παιδί με «μια σπάλα κριάς μια τσιότρα κρασί και ένα κουλούρι καθάρειο ψωμί». Τέτοιες πολυτέλειες στου Ψάρι δεν φαίνεται να είχαμε. Για τα Ψαραίικα κάνει κάποιες αναφορές στο βιβλίο του «Ψάρι Ηραίας Γορτυνίας» ο Ν. Ζαφειρόπουλος, και κάποια τα συζητήσαμε με την Αρετή και τον Καλαμάτα, αλλά λογικό είναι οι θύμισες  για πριν από το μισό του περασμένου αιώνα να έχουν ξεθωριάσει πλέον.

Την Παρασκευή στο σπίτι της νύφης εντένανε (ντύνανε, ετοιμάζανε) τα προικιά. Με τραγούδια, φυσικά, χαρές και πειράγματα μεταξύ τους οι γυναίκες, οι λέφτερες αλλά και οι παντρεμένες.
Το Σάββατο ξεκινάγανε από του γαμπρού συμπεθέροι, στενοί συγγενείς του με μουλάρια όμορφα στολισμένα με τις πολύχρωμες χάντρες και τα μάτια, τις χανάκες και τα γκριγκινέλια στα καπίστρια τους, με τα πλουμιστά χεράμια ή τις πιο φανταχτερές κουβέρτες στα σαμάρια τους υφασμένες στον αργαλειό, για να πάνε να πάρουνε τα προικιά από το σπίτι της νύφης. Μπροστά πάει ο πεθερός της νύφης με την πολυκεντημένη και μυρωδάτη κουλούρα μέσα σε ένα πλουμιστό με φούντες και μπιχλιμπίδια τράσιτο υφασμένο στον αργαλειό, που υποτίθεται ότι την μοιράζονται με τη νύφη όταν φθάσουν στο σπίτι της,  αλλά στην πραγματικότητα  αγωνίζονται ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι που αργότερα τα μοιράζουν μπουκιά - μπουκιά στους καλεσμένους τους.
Εννοείται πως από το συμπεθεριό που πάει να πάρει τα προικιά δεν λείπει και εκείνος που έχει μαζί του το προικοχάρτι, και κατά την παραλαβή γίνεται ενδελεχής έλεγχος να μην λείπει ούτε μια… μπελερίνα.
  Το έθιμο θέλει, επιστρέφοντας το συμπεθεριό με τα προικιά, να πετάνε  το πρώτο μαξιλάρι στα κεραμίδια του γαμπρού.
Αρχίζει το φαγοπότι και οι χοροί και στα δυο σπίτια, στου γαμπρού και στης νύφης μέχρι πρωίας.
Εδώ πρέπει να πω ότι οι καλεσμένοι και του γαμπρού και της νύφης πέρα από το όποιο δώρο της ανάλογα και των δυνατοτήτων της η κάθε οικογένεια στα νιογάμπρια, έπρεπε να πάνε και το ανάλογο κανίσκι  για τη συμμετοχή τους στα φαγοπότια. Όπου, κανίσκι ήταν το κρέας κυρίως αλλά και ψωμί και κρασί.
Οι οικογένειες εκείνα τα χρόνια ήσαν πολυμελείς, κι ένας νοικοκύρης  υπολογίζοντας τα στόματα που είχε, έπρεπε να πάει ολόκληρο σφαχτό. Μικρότερη οικογένεια πήγαινε και μισό, ή συνεννοούνταν με κάποιους άλλους και πήγαιναν ολόκληρο σφαχτό. Κι επειδή η ζωοκλοπή ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια, περιττό να πούμε ότι εξαιτίας των γάμων αναστενάζανε οι στάνες των γειτονικών χωριών. Να σημειώσω ότι ο θεσμός αυτός για το κανίσκι ήρθε στα μέρη μας μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, τον φέρανε μάλλον οι πρόσφυγες.
Και της νύφης και του γαμπρού οι οικογένειες, τα μαγειρέματα, τα κρέατα που έπρεπε να βράσουν έξω στα λεβέτια με χοντρά ξύλα αλλά και αυτά που ψήνονταν στο φούρνο τα αναθέτανε σε ανθρώπους με εμπειρία, ενώ κάποιοι άλλοι επειδή καρέκλες και τραπέζια ήσαν άγνωστα στα χωριά μας από την δεκαετία του’40 και κάτω,  αγωνίζονταν με σανίδια που μαζεύανε από το χωριό, μαδέρια και πορτοπαραθυρόφυλλα για να στήσουν υποτυπώδη τραπέζια και καθίσματα για να κάθονται άνετα επί τόσες ώρες οι καλεσμένοι και να απολαμβάνουν το φαγητό, να τραγουδάνε, και να υπάρχει χώρος και για χορό.
Στου γαμπρού το σπίτι και στις νύφης εκείνες τις ημέρες συμμετείχε στις χαρές ολόκληρο το χωριό, οι κάτοικοι  τις στενοχώριες και τα προβλήματα που ποτέ δεν απολείπανε τα αφήνανε στο σπίτι τους,  έρχονταν πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, τρώγανε και τραγουδάγανε, χορεύανε και αστειεύονταν απολαμβάνοντας εκείνες τις χαρούμενες στιγμές και κάποιοι υπερέβαιναν τον εαυτόν τους στην προσπάθεια να μεταδώσουνε κέφι στον κόσμο. Κάποιοι «ανακάλυπταν» έναν ατυχή συμπέθερο από το άλλο στρατόπεδο που περνούσε τυχαία τάχα απ΄ έξω για να τους κατασκοπεύσει, και στήνανε ολόκληρη παράσταση προσπαθώντας  να τον σαμαρώσουν ενώ εκείνος έκανε πως αντιστεκότανε, ή και τον μουντζουρώνανε στο πρόσωπο. Κάποιος άλλος  καβάλα στο μουλάρι του προσπαθούσε να μπει μέσα εκεί που τρώγανε, το σαμαρωμένο ζωντανό με τον καβαλάρη δεν χοράγανε να περάσουνε την πόρτα, το κέφι όμως έδινε κι έπαιρνε. Κι αυτά τα από καρδιάς χαρούμενα δρώμενα καταλήγανε καμιά φορά και σε  κάνα μικροατύχημα όπως τότε στου Σαρακίνι που εκεί που αναπιάνανε τα προζύμια, ο Μαυρέλιας στην προσπάθειά του με ένα άλμα να περάσει το προζύμι πάνω από το πατερό της στέγης καρφώθηκε στο τσιγκέλι που κρεμόταν από το πατερό και το είχαν για να κρεμάνε τα σφαχτά, και αυτό το όλο κέφι και χαρά άλμα του παρά λίγο να το πληρώσει με τη ζωή του.

Την Κυριακή ετοιμάζανε τη νύφη και κατά το απόγευμα όταν ο ήλιος βρισκόταν καμιά τριχιά ψηλά, πέρναγε μπροστά από το σπίτι της ο γαμπρός με τους δικούς του – ολόκληρο το συμπεθεριό – τραγουδώντας και τραβούσαν προς την εκκλησιά. Ακολουθούσε η νύφη με τους δικούς της, γινόταν το μυστήριο, και βγαίνοντας παντρεμένοι πλέον από την εκκλησιά στήνανε χορό με την συμμετοχή του ιερέως και στενών συγγενών τους.
Το γλέντι και το φαγοπότι συνεχιζόταν στο σπίτι του γαμπρού πλέον, και κατά τα μεσάνυχτα το ζευγάρι αποσυρόταν για να ξαπλώσει. Μικρά ήσαν τα σπίτια τότε και αφού το γλέντι συνεχιζόταν, οι νεόνυμφοι αποσύρονταν σε κάποιο διπλανό σπίτι, όχι γιατί δεν άντεχαν από την κούραση αλλά γιατί το έθιμο απαιτούσε σημάδι ότι η νύφη ήταν αγνή παρθένα.
Ύστερα από σχετική ώρα οι συμπεθέρες παρουσίαζαν ένα ματωμένο σεντόνι ή ένα γυναικείο πουκάμισο με αίματα, σημάδι ότι πάνω σε αυτά δόθηκε η μάχη και παρέδωσε η νύφη την παρθενιά της, κι αφού κάποιος από το σόι του γαμπρού τράβαγε μια ντουφεκιά στον αέρα για να γνωστοποιηθεί σε ολόκληρο το χωριό το χαρμόσυνο γεγονός, το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τις πρωινές ώρες, όσο αντέχανε. Το πρωί η νύφη κι ο γαμπρός περνάγανε και χαιρετάγανε όλον τον κόσμο σε κάθε σπίτι και την Τρίτη γίνονταν τα λεγόμενα Πιστρόφια, που σήμαιναν επίσκεψη των νιόπαντρων στους γονείς της νύφης για φαγητό.
Την Τρίτη κράταγε ακόμα ο γάμος καθώς λέφτερες και παντρεμένες αδειάζανε τα προικιά, τα στρώματα, τα μαξιλάρια κλπ τραγουδώντας και μετά πηγαίνανε στη βρύση με κάποια ρούχα της νύφης, βάζανε ένα παιδί που είχε και τους δυο γονείς κι έπλενε την κορύτα και στη συνέχεια έριχνε μέσα ένα κέρμα ο γαμπρός που έπρεπε να το πιάσει μέσα στο νερό με το στόμα της η νύφη και κάπως έτσι τέλειωναν οι διαδικασίες του γάμου.
Μην ξεχνάμε και τους συχαρικιάρηδες που ήταν θεσμός σχεδόν σε γάμους που η νύφη ήταν από άλλο χωριό, και όταν την έφερναν, δυο τρείς νέοι κυρίως με γερά και όμορφα μουλάρια τρέχανε μπροστά από το συμπεθεριό μα αναγγείλουν τον ερχομό της, κι όταν φθάνανε στο σπίτι του γαμπρού βγαίνανε και τους κερνούσαν με τη τσιότρα ενώ στο πρώτο μουλάρι κρεμάγανε μεταξωτά μαντήλια.








Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Το βιβλίο του Βασ. Κ. Αναστασόπουλου για το Ψάρι ηραίας


Είναι το βιβλίο του Ψαραίου Βασίλη Κων. Αναστασόπουλου που παρουσίασε στο Γαλάτσι στις 20 του περασμένου Μάη.
Ένα εξαίρετο πόνημα στο οποίο ο συγγραφέας με επιστημονικό τρόπο αλλά και σεβασμό στην παράδοση και σε γραπτές πηγές παρουσιάζει στοιχεία για το Ψάρι Ηραίας από την ίδρυσή του σχεδόν, για το χώρο που χτίστηκε ο πρώτος οικισμός και τις μεταβολές του, για τη ζωή, τους αγώνες επιβίωσης τις σχέσεις και τις συμπεριφορές, τις συνήθειες και τις ασχολίες των κατοίκων του στην μακραίωνη πορεία του μέχρι σήμερα.
Με αναφορές και ονόματα Ψαραίων σε Οθωμανικά Κατάστιχα απογραφής του 1461 – 1574, αναφορές σε πολλές άλλες γραπτές πηγές όπως, της Ακαδημίας Αθηνών και τα Γενικά Αρχεία του κράτους, σε έργα κορυφαίων επιστημόνων όπως του Χ. Σακελλαρίδη, του Τάσου Γριτσόπουλου και άλλων, σε ιστορικές και λαογραφικές εκδόσεις της ευρύτερης  περιοχής, σε Μητρώα αρρένων των γύρω χωριών και  σε πρακτικά της Κοινότητας Ψάρι.
Πολύ καλή δουλειά επίσης έχει κάνει ο Βασίλης Κων Αναστασόπουλος και με τα τοπωνύμια της περιοχής του χωριού μας που μας δείχνουν την πορεία των κατοίκων του και τις διάφορες φυλετικές ομάδες που τους συνέθεταν στο πέρασμα των αιώνων αλλά και την ιστορία του, που αποτελεί και μέρος της ιστορίας της ευρύτερης περιοχής, ανατρέχοντας σε στοιχεία και από το Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Δημητράκου, αλλά και ελληνοαλβανικών, ελληνοβουλγαρικών και άλλων λεξικών.
 Το βιβλίο τούτο είναι πολύ χρήσιμο όχι μόνο σε εμάς τους Ψαραίους για να γνωρίζουμε τον τόπο και την ταυτότητά μας, αλλά και σε ερευνητές και ιστοριοδίφες της Γορτυνίας και όχι μόνο.
Στον δικό μας Βασίλη, στον γιο της Μαρίνας και του Κωστή Αναστασόπουλου έχω να πω ένα μεγάλο Εύγε, να τον συγχαρώ για την δουλειά του και να του ευχηθώ να είναι το βιβλίο του καλοτάξιδο.


Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Λυσσαρέα Αρκαδίας - το παλιό Μπουγιάτι



Όμορφο Γορτυνιακό χωριό στην ορεινή Ηραία χτισμένο αμφιθεατρικά στους Λόφους του Σκουλαρά (Αγ Παρασκευής) και του προφήτη Ηλία στα 660 περίπου υψμτρ με ωραία πετρόχτιστα σπίτια πιστά στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Γορτυνίας. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Σαρακίνι, Ψάρι, Αράπηδες, Κοκκινοράχη και Όχθια στις παρυφές της Γκούρας, του φαραγγιού – χείμαρου που ξεκινάει από τον μυθικό Αρτοζήνο στην περιοχή του Σέρβου και μετά από διαδρομή 13.5 χλμ καταλήγει στον Τουθόα χαμηλότερα στο Καρασαναίικο.
Το χωριό φαίνεται να πρωτοκατοικήθηκε γύρω στα 1550 από μικροκτηνοτρόφους που αργότερα ξεχερσώσανε τμήματα της περιοχής και ασχολήθηκαν και με την καλλιέργεια της γης για να επιβιώσουν,
Τον καιρό της Τουρκοκρατίας, στα βόρεια του χωριού στα βράχια της Γκούρας, «στης Παναγιάς τα βράχια» όπως το λένε αλλά και «στης Φούσιας», Μπουγιαταίοι και κάτοικοι των γειτονικών χωριών χτίσανε μια επταώροφη σπηλιά μέσα στα κοιλώματα των βράχων και μια άλλη με τρία πατώματα παρα δίπλα για να καταφεύγουν εκεί, να κρύβονται και να προφυλάγονται σε ώρες ανάγκης από τους Τούρκους, και λέγεται πως κατέφευγε εκεί και ο Κολοκοτρώνης. Ο Σπ. Τρικούπης αναφέρει ότι κατά την μεγάλη επιδρομή του Ιμπραήμ πασά στο Μωρηά το 1825 «ο Κολοκοτρώνης επορεύθη εις Μπουγιάτι όπου συνέλεξεν ικανούς στρατιώτας και συνήλθον και διάφοροι οπλαρχηγοί …»
Πέρα από την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της γης οι Μπουγιαταίοι στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα αναπτύξανε παράδοση στο χτίσιμο της πέτρας και έφθασε εποχή που από το χωριό φεύγανε και 10 μπουλούκια για «μαστοριά». Παρέες δηλαδή, ομάδες ανθρώπων, συνεργεία ολόκληρα μαστόρων της πέτρας και βοηθών τους με τα γαϊδουρομούλαρά τους που ξενιτεύονταν για μήνες σε γειτονικούς νομούς για να χτίσουν κατοικίες, δημόσια χτίρια, γεφύρια κλπ.





Στο διάβα της μακραίωνης ζωής των Μπουγιαταίων όπως συνέβαινε στα χωριά προτού καταδικαστούν στην ερήμωση αναπτύχθηκαν διάφορα επαγγέλματα που αναλόγως απασχολούσαν έναν ή και περισσότερους ανθρώπους. Όπως για παράδειγμα οι μαραγκοί που φτιάχνανε πατώματα και στέγες, πορτοπαράθυρα σκάλες και έπιπλα, αλλά και οι ξυλογλύπτες που κάνανε τα ξυλόγλυπτα τέμπλα στις εκκλησίες.
Του (το) Μπουγιάτι διέθετε καλούς τεχνίτες κατεργασίας του σίδερου τους λεγόμενους γύφτους που φτιάχνανε ή επισκευάζανε κασμάδες τσάπες και ξινάρια, υνιά για τα αλέτρια αλλά και πέταλα για τα αλογομούλαρα, διάφορα εργαλεία και εξαρτήματα ακόμα και μαχαίρια. Κάθε χρόνο προτού ξεκινήσει το όργωμα και ο σπαρτός, οι κασμάδες τα υνιά κλπ έπρεπε να περάσουν από το γύφτο για ατσάλωμα και οι Ψαραίοι ήμασταν από τους καλύτερους πελάτες τους.
Απαραίτητοι ήσαν και οι καλαντζήδες ( καλαϊτζήδες) οι γνωστοί γανωτήδες που γάνωναν τα χαλκώματα (τενζέρια τηγάνια και τσουκάλια, σαγάνια τέσσες και ταψιά, λεβέτια κλπ), οι οποίοι καλαντζήδες όταν είχαν ευχέρεια περιόδευαν και στα χωριά για να ασκήσουν το επάγγελμά τους.
Το ίδιο απαραίτητοι στο χωριό ήσαν και οι τσαγκάρηδες που επισκευάζανε τα παπούτσια, οι γνωστοί μπαλωματήδες. Απαραίτητα εργαλεία ένα μικρό τραπεζάκι, η φαλτσέτα το σφυρί και το αμόνι, μερικά προκάκια, η παπουτσοκλωνά και το σουγλί, κερί για την κλωστή και καμιά φόλα (κομμάτι από δέρμα) από παλιοπάπουτσα για να μπαλώνει τις τρύπες στα παπούτσια. Φυσικά υπήρχαν και οι τεχνίτες που φτιάχνανε καινούργια παπούτσια. κλπ. Δεν γνωρίζω ακριβώς για τους Μπουγιαταίους μπαλωματήδες, αλλά υπήρχαν και περιοδεύοντες που φορτώνονταν το τραπεζάκι στον ώμο με τα τσαμασίρια τους και περιόδευαν τα χωριά επισκευάζοντας παπούτσια, και ένας τέτοιος και πολύ συμπαθής κατά την πρώτη γερμανική κατοχή ήταν ο Σπυράκος (Σπύρος Σπαγάκος) από του Λυκούρεση.
Υπήρχαν ακόμα εκείνοι που φτιάχνανε τα σαμάρια για τα γαϊδουρομούλαρα, αλλά κι εκείνοι που πεταλώνανε τα μουλάρια.
Και να μην ξεχνάμε τους αγωγιάτες. Κάποιος με το μουλάρι του αναλάβαινε να μεταφέρει ένα φορτίο, κρασί πχ, να πάει ένα φόρτωμα για άλεσμα στο μύλο, να πάει να οργώσει ή να αλωνίσει, ή να μεταφέρει κάποιον σε άλλο χωριό, και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Και μια σειρά άλλα ακόμα επαγγέλματα που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν, ‘όπως πχ οι Μαμές, οι εμπειρικές εκείνες που ξεγεννούσαν τις γυναίκες του χωριού, οι καμινιαρέοι που καίγανε καμίνια για να φτιάχνουν ασβέστι απαραίτητο για τις οικοδομές, οι καρβουνιαρέοι κλπ.
Το χωριό που έφθασε να έχει πάνω από 650 κατοίκους διέθετε και πολλά μαγαζιά από καφενεία και κουτούκια για κρασί μέχρι γενικού εμπορίου, και θυμάμαι ότι την δεκαετία του’40 μπορούσες να βρει κανείς στο μαγαζί του Μαρίνη του Χριστιανού από παστό μπακαλιάρο και υφάσματα μέχρι βελόνες ή μπογιές για τη βαφή των ρούχων.




Να αναφέρω τέλος εδώ ότι πολλές οικογένειες Μπουγιαταίων κατά το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα παρόλο που η ζωή ήταν πολύ δύσκολη προσπαθήσανε να δώσουνε μια κάποια διέξοδο στη φτώχεια και τη μιζέρια θέτοντας σαν στόχο να σπουδάσουν ένα από τα παιδιά τους.
Η παιδεία όμως εκείνες τις εποχές δεν ήταν δωρεάν όπως είναι σήμερα και το να σπουδάσει κάποιος από τα χωριά μας ήτανε άπιαστο όνειρο.

Παρόλα αυτά, κάποιοι με θυσίες, πολλές στερήσεις, υπομονή και θέληση, καταφέρανε να αντιμετωπίσουνε τα έξοδα στέλνοντας τα παιδιά τους στο σχολαρχείο και στο Γυμνάσιο στη Δημητσάνα ή στα Λαγκάδια και μετά στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης, και να έχουμε στη συνέχεια ίσως και πάνω από 15 δασκάλους από το χωριό αλλά και παπάδες
Μετά τη λήξη του πολέμου και από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 το Μπουγιάτι ακολουθεί την κοινή μοίρα της εσωτερικής μετανάστευσης, της αστυφιλίας της εγκατάλειψης και της ερήμωσης, και σήμερα Ιούλιο μήνα να μην συγκεντρώνει ούτε 30 κατοίκους και αυτούς απόμαχους της ζωής.