Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Οι γάμοι στο χωριό μας τον περασμένο αιώνα


Κατά κανόνα οι γάμοι στο χωριό μας γίνονταν με συνοικέσια. Όχι γιατί δεν ερωτεύονταν τα νιάτα, αλλά γιατί υπερίσχυαν τα συμφέροντα που μεταφράζονταν σε προίκα, και αυτά τα κουμαντάριζαν οι γονείς.
Γεωργοί και μικροκτηνοτρόφοι ήσαν τότε οι κάτοικοι στα χωριά μας και για να ανοίξει σπιτικό ένα ζευγάρι και να βγάζει το ψωμί του είχε ανάγκη από έναν μικρό έστω  κλήρο γης όπου σπέρνανε και καλλιεργούσαν σιτάρι κριθάρι αραποσίτι βρώμη αλλά και κουκιά ρεβίθια και φασόλια ξερικά πάντα γιατί νερά δεν είχε το χωριό μας, και συνήθως το γέννημα που αποκόμιζαν από τα χωραφάκια τους ποτέ δεν αρκούσε για να βγάλουν τη χρονιά.
Έτσι, τον κύριο ρόλο στην προίκα, το νάχτι όπως την λέγανε εκείνες τις εποχές, παίζανε τα χωράφια, αν όμως υπήρχαν και μετρητά ήσαν καλοδεχούμενα ενώ υπολογίσιμα ήσαν και τα ρούχα που ετοίμαζε η νύφη και η μάνα της στον αργαλειό, από εσώρουχα μέχρι και τα απαραίτητα κλινοσκεπάσματα.
Μέχρι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα κάποιοι στα χωριά μας και για λόγους καθαρά συμφέροντος δεν διστάζανε να κλέψουνε τη γυναίκα που ήθελαν, για να εκβιάσουν τους δικούς της ότι αφού ο απαγωγέας κοιμήθηκε μαζί της είναι «μεταχειρισμένη» πλέον και ποιος να την παντρευτεί, και έτσι αναγκαστικά συμφωνούσαν συνήθως και γινότανε ο γάμος δίνοντας βέβαια την προίκα που απαιτούσε ο απαγωγέας. Μια τέτοια απαγωγή που όμως δεν ευοδώθηκε επιχειρήθηκε και μάλιστα δυο φορές στις αρχές της δεκαετίας του ’40 στο χωριό μας.

Σημαντικό ρόλο στο να πετύχει ένα συμπεθέριασμα και να γίνει ένας γάμος εκείνα τα χρόνια έπαιζε η προξενήτρα που αναλόγως πλησίαζε τη νύφη, τον γαμπρό ή τα συμπεθέρια, και με διάφορους τρόπους εκθείαζε εκείνον ή εκείνην  που εκπροσωπούσε. Μετράγανε βέβαια και τα προτερήματα της νύφης και του γαμπρού, η νύφη έπρεπε να ήταν άξια και όμορφη, «να ξέρει ρόκα κι αργαλειό, να ξέρει να κεντάει» όπως μαρτυράει η δημοτική μας παράδοση, και προπάντων, να τραγουδάει και να ξέρει να χορεύει.
Ο χορός και το τραγούδι μετράγανε και στον άνδρα φυσικά (και γενικά στους Αρκάδες από την αρχαιότητα), ‘όπως και η αξιοσύνη του, από ποιο σόι ήταν, πόσα χωράφια ή γιδοπρόβατα είχε, η ομορφιά του και η τσαχπινιά του και πολλά ακόμα.
Δεν παντρεύονταν μεταξύ τους οι συγγενήδες, τα ξαδέλφια δηλαδή πρώτα και δεύτερα, αλλά από τρίτα και μετά θεωρούσαν ότι η συγγένεια δεν κράταγε. Τρίτα τέταρτα (ξαδέρφια) λέγανε «πάρτα πέτατα»! Ακόμα, δεν παντρεύονταν μεταξύ τους τα βαφτιστήρια του ίδιου νονού, όπως επίσης και τα παιδιά του με τα παιδιά των κουμπάρων του.
Υπήρχαν πολλές φορές δυσκολίες είτε γιατί ο γαμπρός έπρεπε να πάει στρατιώτης, είτε γιατί είχε ανύπαντρες αδελφές που έπρεπε πρώτα να «φύγουν’ εκείνες για να πάρει κι αυτός σειρά.
Όταν μετά από πολλά σουρταφέρτα η προξενήτρα ή ο προξενητής  κατάφερνε να κλείσει τη συμφωνία για την προίκα, κάνανε οι γονείς το προικοχάρτι στο οποίο αναφέρονταν επακριβώς και με λεπτομέρειες η προίκα που θα έπαιρνε η νύφη,                                                               και στη συνέχεια ανάλογα βέβαια τους νοικοκυραίους  γίνονταν τα αρρεβωνιάσματα είτε με την παρουσία και τις ευλογίες του παπά του χωριού, είτε τα κάνανε μόνοι τους οι συμπεθέροι σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο.  
Σαν αποφασιζόταν η ημερομηνία του γάμου ο γαμπρός και η νύφη στέλνανε τα καλέσματα στους δικούς τους και σχεδόν πάντα όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήσαν  καλεσμένοι στο γάμο άλλοι από τη νύφη και άλλοι από το γαμπρό. Και γίνονταν τα καλέσματα με αμύγδαλα, καρύδια ή και κουφέτα.
Ο γάμος κράταγε σχεδόν πάνω από βδομάδα και ξεκίναγε από την προηγούμενη Κυριακή που γυναίκες συγγενείς και φίλοι της οικογένειας του γαμπρού κουβαλάγανε ζαλιές τα ξύλα που ήσαν απαραίτητα για να βράσουν τα κρέατα και να φουρνίσουν τα ψωμιά που θα καταναλώνονταν στα τραπεζώματα.
Την Δευτέρα στέλνανε τα καλέσματα και την Τρίτη ή την Πέμπτη αναπιάνανε τα προζύμια, ζυμώνανε τα ψωμιά με καθάρειο αλεύρι, τους βάζανε σουσάμι ζάχαρη και άλλα, τους κάνανε ωραία χαρούμενα κεντίδια, βάζανε μέσα και καρύδια καμιά φορά και τα φουρνίζανε. Μόλις τελειώνανε με τα ψωμιά την Πέμπτη ψαίνανε στου γαμπρού το σπίτι και την κουλούρα της νύφης με ιδιαίτερη φροντίδα και με ωραία κεντίδια φτιαγμένη, και εννοείται ότι το τραγούδι δεν σταμάταγε και στηνόταν και κάνας έκτακτος χορός από λέφτερες και παντρεμένες. Η Πέμπτη ακόμα πρέπει να ήταν η ημέρα που συγγενήδες και φιλενάδες της νύφης βγαίνανε και φέρνανε τη βάγια ( κλαριά και φύλα δάφνης) απαραίτητα για να γεμίζουν τα μαξιλάρια και τα στρώματα, και όπως καταλαβαίνετε, με τούτα και με κείνα όλο το χωριό βρισκόταν στο πόδι.
Στου Μπουγιάτι (Λυσσαρέα), από ό,τι μου είπαν η Κατερίνα και ο Κώστας Μητρόπουλος, την Πέμπτη το βράδυ συμπεθεριό από το σόι του γαμπρού πηγαίνανε τραγουδώντας στο  σπίτι της νύφης και λέγανε τα καλορίζικα, βλέπανε τα προικιά,  ασημώνανε κιόλας με κουφέτα αλλά και με λεφτά.. Λίγο πολύ τα ίδια γίνονταν στα χωριά μας, όταν βέβαια οι συμπεθέροι ήσαν «βασταμένοι». Στου Σέρβου που ήταν μεγαλύτερο χωριό και με περισσότερους νοικοκυραίους γινόσαντε με μεγαλύτερες τυπικότητες. Οι Σερβαίοι ‘όπως μαρτυρεί ο Θ. Κ Τρουπής φτιάχνανε και κανίσκι του παπά που του το πήγαινε σε ένα τράσιτο κάποιο παιδί με «μια σπάλα κριάς μια τσιότρα κρασί και ένα κουλούρι καθάρειο ψωμί». Τέτοιες πολυτέλειες στου Ψάρι δεν φαίνεται να είχαμε. Για τα Ψαραίικα κάνει κάποιες αναφορές στο βιβλίο του «Ψάρι Ηραίας Γορτυνίας» ο Ν. Ζαφειρόπουλος, και κάποια τα συζητήσαμε με την Αρετή και τον Καλαμάτα, αλλά λογικό είναι οι θύμισες  για πριν από το μισό του περασμένου αιώνα να έχουν ξεθωριάσει πλέον.

Την Παρασκευή στο σπίτι της νύφης εντένανε (ντύνανε, ετοιμάζανε) τα προικιά. Με τραγούδια, φυσικά, χαρές και πειράγματα μεταξύ τους οι γυναίκες, οι λέφτερες αλλά και οι παντρεμένες.
Το Σάββατο ξεκινάγανε από του γαμπρού συμπεθέροι, στενοί συγγενείς του με μουλάρια όμορφα στολισμένα με τις πολύχρωμες χάντρες και τα μάτια, τις χανάκες και τα γκριγκινέλια στα καπίστρια τους, με τα πλουμιστά χεράμια ή τις πιο φανταχτερές κουβέρτες στα σαμάρια τους υφασμένες στον αργαλειό, για να πάνε να πάρουνε τα προικιά από το σπίτι της νύφης. Μπροστά πάει ο πεθερός της νύφης με την πολυκεντημένη και μυρωδάτη κουλούρα μέσα σε ένα πλουμιστό με φούντες και μπιχλιμπίδια τράσιτο υφασμένο στον αργαλειό, που υποτίθεται ότι την μοιράζονται με τη νύφη όταν φθάσουν στο σπίτι της,  αλλά στην πραγματικότητα  αγωνίζονται ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι που αργότερα τα μοιράζουν μπουκιά - μπουκιά στους καλεσμένους τους.
Εννοείται πως από το συμπεθεριό που πάει να πάρει τα προικιά δεν λείπει και εκείνος που έχει μαζί του το προικοχάρτι, και κατά την παραλαβή γίνεται ενδελεχής έλεγχος να μην λείπει ούτε μια… μπελερίνα.
  Το έθιμο θέλει, επιστρέφοντας το συμπεθεριό με τα προικιά, να πετάνε  το πρώτο μαξιλάρι στα κεραμίδια του γαμπρού.
Αρχίζει το φαγοπότι και οι χοροί και στα δυο σπίτια, στου γαμπρού και στης νύφης μέχρι πρωίας.
Εδώ πρέπει να πω ότι οι καλεσμένοι και του γαμπρού και της νύφης πέρα από το όποιο δώρο της ανάλογα και των δυνατοτήτων της η κάθε οικογένεια στα νιογάμπρια, έπρεπε να πάνε και το ανάλογο κανίσκι  για τη συμμετοχή τους στα φαγοπότια. Όπου, κανίσκι ήταν το κρέας κυρίως αλλά και ψωμί και κρασί.
Οι οικογένειες εκείνα τα χρόνια ήσαν πολυμελείς, κι ένας νοικοκύρης  υπολογίζοντας τα στόματα που είχε, έπρεπε να πάει ολόκληρο σφαχτό. Μικρότερη οικογένεια πήγαινε και μισό, ή συνεννοούνταν με κάποιους άλλους και πήγαιναν ολόκληρο σφαχτό. Κι επειδή η ζωοκλοπή ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια, περιττό να πούμε ότι εξαιτίας των γάμων αναστενάζανε οι στάνες των γειτονικών χωριών. Να σημειώσω ότι ο θεσμός αυτός για το κανίσκι ήρθε στα μέρη μας μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, τον φέρανε μάλλον οι πρόσφυγες.
Και της νύφης και του γαμπρού οι οικογένειες, τα μαγειρέματα, τα κρέατα που έπρεπε να βράσουν έξω στα λεβέτια με χοντρά ξύλα αλλά και αυτά που ψήνονταν στο φούρνο τα αναθέτανε σε ανθρώπους με εμπειρία, ενώ κάποιοι άλλοι επειδή καρέκλες και τραπέζια ήσαν άγνωστα στα χωριά μας από την δεκαετία του’40 και κάτω,  αγωνίζονταν με σανίδια που μαζεύανε από το χωριό, μαδέρια και πορτοπαραθυρόφυλλα για να στήσουν υποτυπώδη τραπέζια και καθίσματα για να κάθονται άνετα επί τόσες ώρες οι καλεσμένοι και να απολαμβάνουν το φαγητό, να τραγουδάνε, και να υπάρχει χώρος και για χορό.
Στου γαμπρού το σπίτι και στις νύφης εκείνες τις ημέρες συμμετείχε στις χαρές ολόκληρο το χωριό, οι κάτοικοι  τις στενοχώριες και τα προβλήματα που ποτέ δεν απολείπανε τα αφήνανε στο σπίτι τους,  έρχονταν πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, τρώγανε και τραγουδάγανε, χορεύανε και αστειεύονταν απολαμβάνοντας εκείνες τις χαρούμενες στιγμές και κάποιοι υπερέβαιναν τον εαυτόν τους στην προσπάθεια να μεταδώσουνε κέφι στον κόσμο. Κάποιοι «ανακάλυπταν» έναν ατυχή συμπέθερο από το άλλο στρατόπεδο που περνούσε τυχαία τάχα απ΄ έξω για να τους κατασκοπεύσει, και στήνανε ολόκληρη παράσταση προσπαθώντας  να τον σαμαρώσουν ενώ εκείνος έκανε πως αντιστεκότανε, ή και τον μουντζουρώνανε στο πρόσωπο. Κάποιος άλλος  καβάλα στο μουλάρι του προσπαθούσε να μπει μέσα εκεί που τρώγανε, το σαμαρωμένο ζωντανό με τον καβαλάρη δεν χοράγανε να περάσουνε την πόρτα, το κέφι όμως έδινε κι έπαιρνε. Κι αυτά τα από καρδιάς χαρούμενα δρώμενα καταλήγανε καμιά φορά και σε  κάνα μικροατύχημα όπως τότε στου Σαρακίνι που εκεί που αναπιάνανε τα προζύμια, ο Μαυρέλιας στην προσπάθειά του με ένα άλμα να περάσει το προζύμι πάνω από το πατερό της στέγης καρφώθηκε στο τσιγκέλι που κρεμόταν από το πατερό και το είχαν για να κρεμάνε τα σφαχτά, και αυτό το όλο κέφι και χαρά άλμα του παρά λίγο να το πληρώσει με τη ζωή του.

Την Κυριακή ετοιμάζανε τη νύφη και κατά το απόγευμα όταν ο ήλιος βρισκόταν καμιά τριχιά ψηλά, πέρναγε μπροστά από το σπίτι της ο γαμπρός με τους δικούς του – ολόκληρο το συμπεθεριό – τραγουδώντας και τραβούσαν προς την εκκλησιά. Ακολουθούσε η νύφη με τους δικούς της, γινόταν το μυστήριο, και βγαίνοντας παντρεμένοι πλέον από την εκκλησιά στήνανε χορό με την συμμετοχή του ιερέως και στενών συγγενών τους.
Το γλέντι και το φαγοπότι συνεχιζόταν στο σπίτι του γαμπρού πλέον, και κατά τα μεσάνυχτα το ζευγάρι αποσυρόταν για να ξαπλώσει. Μικρά ήσαν τα σπίτια τότε και αφού το γλέντι συνεχιζόταν, οι νεόνυμφοι αποσύρονταν σε κάποιο διπλανό σπίτι, όχι γιατί δεν άντεχαν από την κούραση αλλά γιατί το έθιμο απαιτούσε σημάδι ότι η νύφη ήταν αγνή παρθένα.
Ύστερα από σχετική ώρα οι συμπεθέρες παρουσίαζαν ένα ματωμένο σεντόνι ή ένα γυναικείο πουκάμισο με αίματα, σημάδι ότι πάνω σε αυτά δόθηκε η μάχη και παρέδωσε η νύφη την παρθενιά της, κι αφού κάποιος από το σόι του γαμπρού τράβαγε μια ντουφεκιά στον αέρα για να γνωστοποιηθεί σε ολόκληρο το χωριό το χαρμόσυνο γεγονός, το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τις πρωινές ώρες, όσο αντέχανε. Το πρωί η νύφη κι ο γαμπρός περνάγανε και χαιρετάγανε όλον τον κόσμο σε κάθε σπίτι και την Τρίτη γίνονταν τα λεγόμενα Πιστρόφια, που σήμαιναν επίσκεψη των νιόπαντρων στους γονείς της νύφης για φαγητό.
Την Τρίτη κράταγε ακόμα ο γάμος καθώς λέφτερες και παντρεμένες αδειάζανε τα προικιά, τα στρώματα, τα μαξιλάρια κλπ τραγουδώντας και μετά πηγαίνανε στη βρύση με κάποια ρούχα της νύφης, βάζανε ένα παιδί που είχε και τους δυο γονείς κι έπλενε την κορύτα και στη συνέχεια έριχνε μέσα ένα κέρμα ο γαμπρός που έπρεπε να το πιάσει μέσα στο νερό με το στόμα της η νύφη και κάπως έτσι τέλειωναν οι διαδικασίες του γάμου.
Μην ξεχνάμε και τους συχαρικιάρηδες που ήταν θεσμός σχεδόν σε γάμους που η νύφη ήταν από άλλο χωριό, και όταν την έφερναν, δυο τρείς νέοι κυρίως με γερά και όμορφα μουλάρια τρέχανε μπροστά από το συμπεθεριό μα αναγγείλουν τον ερχομό της, κι όταν φθάνανε στο σπίτι του γαμπρού βγαίνανε και τους κερνούσαν με τη τσιότρα ενώ στο πρώτο μουλάρι κρεμάγανε μεταξωτά μαντήλια.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου