Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Τον καιρό της Χούντας, το πέρασμα του Ισθμού.





Η δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967, «το πραξικόπημα για την κατάλυση της Δημοκρατίας» όπως χαρακτηρίστηκε από την Ε’ Αναθεωρητική των Ελλήνων Βουλή το 1975, είχε κηρυχθεί από μερικούς εν ενεργεία συνταγματάρχες του στρατού ονομάζοντάς το «εθνοσωτήριον επανάστασιν» που την έκαναν για να γλιτώσουν τη χώρα από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ισχυρίστηκαν ότι είχαν κατάσχει μερικά φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα όπλα με τα οποία οι κομμουνισταί θα κατέλυαν την νόμιμον εξουσίαν και θα κατελάμβανον την χώραν, και άλλα τέτοια, ποτέ όμως δεν παρουσίασαν τα όπλα που υποτίθεται ότι είχαν βρει, όπως ποτέ δεν βρέθηκαν και τα περίφημα χημικά όπλα που ισχυρίστηκαν οι Αμερικανοί ότι είχε ο Σαντάμ Χουσεϊν και με αυτή τη δικαιολογία τον δολοφόνησαν, διέλυσαν και καταλήστεψαν το Ιράκ.

Καταργήσανε τη Δημοκρατία και αλυσοδέσανε τον ελληνικό λαό για εφτά ολόκληρα χρόνια οι συνταγματάρχες μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1974 που εισέβαλαν οι Τούρκοι στην Κύπρο και υποδούλωσαν ένα μεγάλο τμήμα της επικράτειας της, οπότε κατέρρευσαν υπό το βάρος των εξελίξεων και εγκατέλειψαν κακήν κακώς την εξουσία.

Στέλεχος της Νεολαίας της ΕΔΑ, οργανωτικός Γραμματέας της Νεολαίας του Δυτικού Τομέα της Αθήνας και Γραμματέας της Νεολαίας Περιστερίου ήμουν τότε, και για πολλά χρόνια βρισκόμουν στο στόχαστρο της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής στη Δυτική Αθήνα.

Αριστερό κόμμα η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) που είχε δημιουργηθεί μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, συμμετείχαν σε αυτήν και κομμουνιστές αφού το ΚΚΕ ήταν παράνομο, δρούσε και πολιτευόταν σε ημιπαράνομες συνθήκες και πολλά μέλη και στελέχη της διώκονταν με κάθε τρόπο από το μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος. Συλλαμβάνονταν με τις πιο απίθανες δικαιολογίες, τρομοκρατούνταν δέρνονταν και προπηλακίζονταν, και κάποιες φορές τους αγώνες τους για κοινωνική δικαιοσύνη ίσες ευκαιρίες και διαφάνεια, για Ειρήνη και Αμνηστία που τόσο είχε ανάγκη η χώρα αφού χιλιάδες δημοκρατικοί πολίτες και αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης βρίσκονταν στις φυλακές και εξορίες σε ξερονήσια, τους πλήρωσαν με την ζωή τους. Τηλεγραφικά αναφέρω τις δολοφονίες των Γρηγόρη Λαμπράκη και Στέφανου Βελδεμίρη στη Θεσσαλονίκη, του Σωτήρη Πέτρουλα στην Αθήνα, του Διονύση Κερπινιώτη στην Αρκαδία.

Στο Αστυνομικό τμήμα Αιγάλεω είχα προσαχθεί δυο τρεις φορές, στα υπόγεια μπουντρούμια όμως του ΙΖ Παράρτηματος Ασφαλείας Περιστερίου είχα (σαν Περιστεριώτης που ήμουν) την τιμητική μου, με είχαν ξυλοφορτώσει άγρια πολλές φορές και δυο φορές με είχαν υποβάλει στο μαρτύριο της φάλαγγας.

Ο στρατηγός βουλευτής της ΕΔΑ Γεράσιμος Αυγερόπουλος με είχε παρουσιάσει στον Εισαγγελέα και στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης διαμαρτυρόμενος για τις σε βάρος μου αδικαιολόγητες βιαιοπραγίες κλπ αλλά ο υπουργός: Μα τι λέτε στρατηγέ μου, η αστυνομία δεν δέρνει πολίτες!

Με τη Χωροφυλακή της Ανθούπολης Περιστερίου εκτός από τις αδικαιολόγητες προσαγωγές και ξυλοδαρμούς, είχα δημιουργήσει και προσωπικά με τον υπομοίραρχο διοικητή του Σταθμού γιατί σε αντιπαράθεση που είχα μαζί του στην πλατεία Αγίου Ιεροθέου και σε επήκοο πολλών πολιτών, σε απειλή του θα σηκώσει το χέρι του και θα με κοντύνει μια πιθαμή, αποφασισμένος να του δώσω ένα μάθημα που θα το θυμόταν σε ολόκληρη τη ζωή του αν δοκίμαζε να κινηθεί τον είχα προκαλέσει: «Τόλμα να κουνήσεις το χέρι σου και θα δεις ποιος θα κοντύνει» . Δεν είχε τολμήσει, αλλά στην δικτατορία έστειλε στις 11 τη νύχτα ομάδα χωροφυλάκων στον Αγιαντώνη στο Περιστέρι που ήταν το σπίτι μας (δεν είχαν δικαιοδοσία εκεί ήταν η Αστυνομία Πόλεων) και αρπάξανε την κυρία Ελένη στέλεχος της Σπουδάζουσας Νεολαίας που την στείλανε συστημένη στη Γυάρο όπου βρήκε και τις δυο αδελφές της που μείνανε εξόριστες τρία ολόκληρα χρόνια. Γνωστές τότε στους εξόριστους/ες από τον χαρακτηρισμό που τους είχε προσδώσει ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος ως «οι τρεις αδελφές του Τσέχωφ».

Και με την Χωροφυλακή Νέων Λιοσίων (σημερινό Ίλιον) είχα προβλήματα, ξυλοδαρμούς και προσαγωγές, και με τέτοιες και τόσο στενές σχέσεις με τις του αντικομουνισμού διωκτικές αρχές δεν χρειαζόταν και πολύ σκέψη για να αποφασίσουμε πως πρέπει να εξαφανιστούμε από το σπίτι το γρηγορότερο δυνατόν, και να φυλαχτούμε τις πρώτες ημέρες ώσπου να ησυχάσει και να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.

Κρυφτήκαμε κάνα δυο βδομάδες στην Αθήνα οι ασφαλίτες του Περιστερίου μας έψαχναν στο σπίτι, αποφασίσαμε να πάμε για λίγο στο χωριό μου στην Αρκαδία, και, να ‘μαστε πάνω στην παλιά γέφυρα του Ισθμού μέσα σε ένα από εκείνα τα παλιά λεωφορεία που κάνανε τη συγκοινωνία, σταματημένοι από το στρατό για έλεγχο.

Στον Ισθμό, που συζητώντας κάπου πριν λίγες μέρες ότι θα υπάρχουν μπλόκα εκεί και δεν θα μπορούσαμε να περάσουμε, είχα πετάξει με την ανεμελιά του νέου και άπειρου: Έλα μωρέ, εγώ τον Ισθμό τον περνάω – ήμουν, βλέπετε καλώς κολυμβητής και 31 μόνο χρόνων – και κολυμπώντας, τι θα κάνω όμως με την γυναίκα μου! Είχαμε καταλήξει όμως ότι μάλλον δεν κινδυνεύουμε να μας πιάσουνε εκεί γιατί θα πρέπει να έχουν χιλιάδες ονόματα σαν σε τηλ κατάλογο, πράγμα που φαινόταν αδύνατο.

Τέλοσπάντων, ένας ανθυπολοχαγός με δυο φαντάρους μπήκαν από την πίσω πόρτα του λεωφορείου, ταυτότητες παρακαλώ κλπ. Κι εγώ μόλις είδα το μικρό χαρτί που κρατούσε καμουφλαρισμένο στην αριστερή του παλάμη ο αν/γός, σκέφτηκα ότι το πολύ να έχει 10 – 15 ονόματα μεγαλοστελεχών, άρα εμείς δεν κινδυνεύουμε, και καθησύχασα και την γυναίκα μου. Ο έλεγχος τελείωσε ομαλά, κατέβηκαν οι στρατιωτικοί και κατευθύνθηκαν προς το τέλος του λεωφορείου για να ελέγξουν το επόμενο κι εγώ με την κυρία Ελένη ανασάναμε ήσυχοι. Στη δεξιά πλευρά του λεωφορείου καθόμαστε στη μέση περίπου, και καθώς με την άκρη του ματιού μου έπιασα τη γνωστή φιγούρα ενός χωροφύλακα με δερμάτινο αμάνικο σακάκι που προχωρούσε στην πίσω πόρτα του λεωφορείου με δυο ακόμα συναδέλφους του, ο κόσμος έφυγε κάτω από τα πόδια μου.

Ήταν για πολλά χρόνια ένας από τους διώκτες μου από τη Χωροφυλακή στις περιοχές Ανθούπολης και Νέων Λιοσίων και δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσω από δαύτον.

-Μας πιάσανε, είπα στη γυναίκα μου.

-Ταυτότητες παρακαλώ, άκουσα τον γνωστό μου χωροφύλακα στο πίσω μέρος του λεωφορείου, και βέβαιος ότι πιαστήκαμε στη φάκα, ασυναίσθητα άφησα την ταυτότητά μου να πέσει μπροστά στα πόδια μου και έσκυψα προσπαθώντας τάχα να την μαζέψω. Ε, και; Τι περίμενα; Σε λίγα δευτερόλεπτα, άντε σε δυο τρία λεπτά οι χωροφύλακες θα ήσαν πάνω από το κεφάλι μου και ήμουν υποχρεωμένος να τους αντικρύσω κατά πρόσωπο. Ούτε ο από μηχανής θεός των αρχαίων Ελλήνων δεν μας γλίτωνε. Και, ώ του θαύματος!!! Σαν μέσα σε όνειρο έτσι όπως ήμουνα σκυμμένος με το κεφάλι μου να ακουμπάει σχεδόν στα παπούτσια μου και έκανα πως ψάχνω για την ταυτότητα άκουσα φωνή απέξω: «Αφήστε ρε τον κόσμο να φύγει, μόλις τελείωσα τον έλεγχο, έχει φρακάρει η κυκλοφορία εδώ!» Κατάλαβα ότι ο ανθυπολοχαγός ήταν που τους φώναζε και διατήρησα την ψυχραιμία μου παραμένοντας σκυμμένος μπροστά στα πόδια μου

- Συγνώμη κύριε ανθυπολοχαγέ, άκουσα τον χωροφύλακα, κατεβαίνουμε!

Από το θόρυβο κατάλαβα ότι είχαν κατέβει από την πίσω πόρτα, και από φόβο μην με πάρει κάνα μάτι δεν σήκωσα το κορμί μου στο κάθισμα μέχρι που ξεκίνησε το λεωφορείο.

Γλιτώσαμε λοιπόν μέσα από τη φάκα, αλλά οι κίνδυνοι παραμόνευαν. Κι αυτό επιβεβαιώθηκε λίγες ώρες αργότερα στη Δημητσάνα κοντά στο χωριό μου.

Αλλάξαμε λεωφορείο στην Τρίπολη και πήραμε ένα άλλο που έκανε δρομολόγιο Τρίπολη – Δημητσάνα μέχρι Σέρβου. Στη Δημητσάνα κάναμε ολιγόλεπτη στάση στην πλατεία εκεί που και τώρα σταματούν τα λεωφορεία για να κατέβουν κάποιοι επιβάτες, κι ενώ περιμέναμε να ξεκινήσει για του Σέρβου πλέον – αν θυμάμαι καλά εκείνες τις στιγμές μέσα στο λεωφορείο παραμέναμε μόνο εγώ και η Ελένη – να σου ένας χωροφύλακας από έξω να με κοιτάζει επίμονα στο παράθυρο

_ Κάπου σε ξέρω εσένα, μου λέει.

Του είπα ότι δεν γνωριζόμαστε, ότι ήμουν από την περιοχή, πιο κάτω βρίσκεται το χωριό μου, αυτός επέμενε να με κοιτάζει και κάθε λίγο και λιγάκι να μου λέει ότι κάπου με ξέρει.

Ούτε εγώ τον γνώριζα, υπέθεσα ότι θα ήταν κάποιος που είχε υπηρετήσει στην Ανθούπολη ή στα Λιόσια και με είχε συναντήσει εκεί, για μένα όμως το να με πιάσουν εκείνες τις ώρες στη Δημητσάνα νόμιζα – κακώς βέβαια και λάθος μου – ότι σήμαινε λιντσάρισμα. Λέω ότι σκεφτόμουνα λάθος γιατί σχετικά με τη Δημητσάνα είχα μείνει είκοσι χρόνια πριν στο 1948 στην αιχμή του Εμφυλίου πολέμου που υπήρχε φανατισμός και είχα δει εκεί πτώματα ανταρτών να τα σέρνουν πίσω από τα αμάξια της χωροφυλακής. Και καθώς η ψυχολογική πίεση, το στρεσάρισμα και η κούραση της ημέρας δεν ήσαν καλοί σύμβουλοι, αποφάσισα πως αν με αναγνώριζε ο χωροφύλακας και δοκίμαζε να με συλλάβει θα τον εξουδετέρωνα και θα πηδούσα κάτω από τον τοίχο αντιστήριξης της πλατείας να διαφύγω προς το φαράγγι του Λούσιου. Άλλο λάθος, γιατί ο τοίχος αυτός είναι πανύψηλος και αν πηδούσα εκεί θα εύρισκα σίγουρο θάνατο.

Ευτυχώς δεν με θυμήθηκε ο χωροφύλακας και το λεωφορείο ξεκίνησε ενώ εγώ και η γυναίκα μου κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι του Σέρβου είχαμε τα μάτια μας καρφωμένα προς τα πίσω μήπως φανεί κάνα περιπολικό της Χωροφυλακής να έρχεται στο κατόπι μας. Το ίδιο και όταν φτάσαμε στου Σέρβου παρακολουθούσαμε με αγωνία μήπως μας περιμένουν χωροφύλακες εκεί που σταματούσε το λεωφορείο. Ήταν ησυχία, κατεβήκαμε με την Ελένη και το κόψαμε για του Ψάρι τον κατήφορο από το Μύλο της Τρουπούς. Εκεί σε εκείνα τα βράχια την Ελένη την πέρασα σηκωτή για να κατέβουμε στη Γκούρα. Ούτε παπούτσια της προκοπής είχαμε – η Ελένη φορούσε τακούνια _ τέλοσπάντων κάναμε αυτά τα 7 – 8 χιλιόμετρα μέσα στα κατσάβραχα, φθάσαμε στο χωριό περνώντας Γκούρα – τρία ρέματα – Κουριαλού – Καταλώνι και στο πρώτο σπίτι η Κόλιαινα που μας είδε να περνάμε έμεινε αποσβολωμένη και μόλις της μίλησα έκανε το σταυρό της λες και έβλεπε φάντασμα. Ήρθε κοντά και με έψαχνε στα χέρια και τους αγκώνες, δεν πίστευε ότι ήμουν ζωντανός. Αργότερα μάθαμε ότι είχαν κυκλοφορήσει απίστευτης φαντασίας και … καλής προαίρεσης ιστορίες στο χωριό, ότι με είχαν σκοτώσει σε συμπλοκές οι χωροφύλακες, ότι είχα σκοτώσει πολλούς αστυνομικούς και διέφευγα, ότι μου είχαν κόψει χέρια ή πόδια, τέτοια τρελά. Το ίδιο πιο πάνω που η Χαρίκλεια είχε σταθεί και σταυροκοπιόταν καθώς πλησιάζαμε.

Ο πατέρας μου έλλειπε όταν πήγαμε σπίτι αλλά όταν σε λίγο ήρθε και με αντίκρυσε στη βεράντα με κοίταζε παγωμένος με απλανές βλέμμα μην πιστεύοντας ότι είμαι ζωντανός. Τέλοσπάντων, μείναμε καμιά βδομάδα το πολύ 10 ημέρες στο χωριό, δεν μας σήκωνε το κλίμα, επιστρέψαμε στην Αθήνα όπου σε λίγες ημέρες αρπάξανε την κυρία Ελένη ενώ εγώ συνέχισα να κρύβομαι – αντίθετα με κάποιους που ανυπομονούσαν ή εκφράζανε την αδημονία τους γιατί ακόμα δεν τους έχουν συλλάβει - δεν εννοούσα να πιαστώ.

Δεν με πιάσανε, αργότερα πήγα στη Ρόδο, αλλά η ζωή μας βιάστηκε, κλαδεύτηκε. Επιβιώσαμε στη Ρόδο - απολύθηκε και η Ελένη – αλλά χάσαμε τους φίλους και όλες τις δημόσιες σχέσεις, γνωριμίες κλπ που είχαμε στην Αθήνα σαν νέοι άνθρωποι, και, ξένοι στη Ρόδο που όσο ήταν η δικτατορία δεν τολμάγαμε να πούμε το όνομά μας, σε δύσκολες καταστάσεις, ξεκινήσαμε από την αρχή.