Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Τα Ορλωφικά, και ο βιασμός της Πελοποννήσου από τους Αλβανούς.

 






Η Ακατερίνα Β'


Τα Ορλωφικά υποκινήθηκαν από τους Ρώσους ως κίνημα ανεξαρτησίας και διαδραματίστηκαν το 1770, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768– 1774), με εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη του τότε ελλαδικού, ηπειρωτικού και νησιωτικού χώρου, κυρίως όμως στην Πελοπόννησο. Θεωρήθηκαν δε από πολλούς ως η πρώτη σοβαρή προσπάθεια του ελληνικού στοιχείου για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού.

Ενώ οι προσπάθειες του τσάρου Πέτρου Α΄ του Μεγάλου Πέτρου (1672 – 1725) να βγει στη Βαλκανική είχαν σταματήσει στον Προύθο το 1711, οι Έλληνες και οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων που ήσαν υπόδουλοι των Τούρκων δεν έχασαν τις ελπίδες τους ότι οι Ρώσοι θα τους ελευθερώσουν, και με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768 από την τσαρίνα Αικατερίνη Β (1762 – 1796) οι ελπίδες τους αναπτερώθηκαν.

Ο Ελληνισμός είχε σοβαρούς δεσμούς με τη Ρωσία. Δραστηριοποιούνταν πολλοί Έλληνες εκεί ως έμποροι αλλά και αξιωματούχοι, δάσκαλοι της ελληνικής γλώσσας κλπ, και πολλούς είχε και η τσαρίνα στην Αυλή της. Ήταν πολύ φυσικό το ελληνικό στοιχείο  να προσδοκά και να πιέζει για βοήθεια της ορθόδοξης Ρωσίας στην αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, ενώ επίκαιροι ήσαν πάντα και οι χρησμοί του Αγαθάγγελου για το «ξανθό γένος» που θα απελευθέρωνε τον υπόδουλο Ελληνισμό. 

Η Ρωσία πάντα οραματιζόταν περιορισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα δυτικά, κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα με ελεύθερα παράλια για τη ναυσιπλοΐα της και διέξοδο προς το Αιγαίο, με παράλληλες εξεγέρσεις των λαών της Βαλκανικής που θα βοηθούσαν τα σχέδιά της, και θα τους υποστήριζε σαν ομόθρησκους.

Από τον καιρό της Αικατερίνης Α’, ο στρατάρχης Μύνιχ είχε εκπονήσει σχέδια για τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, τονίζοντας τη γοητεία που ασκούσε η μεγάλη ρωσική δύναμη στους Έλληνες, και πόσο χρήσιμο θα ήταν να εκμεταλλευτούν αυτόν τους τον ενθουσιασμό και να τους ξεσηκώσουν όταν θα βάδιζαν κατά της Κωνσταντινούπολης. Όταν μάλιστα αναρριχήθηκε στο θρόνο η Αικατερίνη Β’, υιοθέτησε τα σχέδια του  Μύνιχ. ενώ παράλληλα, ο ευειδής αρχηγός του πυροβολικού Γρηγόρης Ορλώφ που ήταν και ερωμένος της, την έπεισε για τα δίκαια του Ελληνισμού και της υπέβαλε τα σχέδια για τον ξεσηκωμό τού ελληνικού στοιχείου στα νησιά και στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, βεβαιώνοντάς την ότι αν η Ρωσία βοηθούσε την επανάσταση των Ελλήνων, και την Κωνσταντινούπολη θα έπαιρνε, και ο θρόνος του Βυζάντιου θα γινόταν δικός της.

Ο Ορλώφ, πριν από τη συνομωσία που είχε ανεβάσει την Αικατερίνη στο θρόνο, και στην οποία ήταν πρωτουργός στο φόνο του συζύγου της Πέτρου Γ’, συνυπηρετούσε στο πυροβολικό με τον «τυχοθήρα» κατά Κ. Σάθα, Γεώργιον Παπάζωλη από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, που είχε έλθει στην Πετρούπολη και είχε καταταγεί στο ρωσικό στρατό, και είχε συνδεθεί μαζί του με στενή φιλία. Όταν λοιπόν μετά την ενθρόνιση της Τσαρίνας, ο Ορλώφ είχε γίνει «το δεύτερο  της αυτοκρατορίας πρόσωπο», ο Παπάζωλης του είχε μιλήσει για την επανάσταση των Ελλήνων και τον είχε κάνει θερμό υποστηρικτή τους.

Η φιλόδοξη Τσαρίνα ήταν τόσο πολύ, απόλυτα σίγουρη ότι θα καταβρόχθιζε την οθωμανική αυτοκρατορία, ώστε εκ προοιμίου είχε προδιαγράψει και προκαθορίσει τις θέσεις των καινούργιων κτήσεων. «Η Πελοπόννησος μετά τών πέριξ νήσων μετεβάλλετο εις ρωσσικήν επαρχίαν, διοικουμένην υπό Γερουσίας εξαρτωμένης από τού ανακτοβουλίου τής Πετρουπόλεως» (1). Ήσαν βέβαιοι εκεί στη Ρωσία, ότι «μόνη η εμφάνισις τής ρωσσικής σημαίας ήθελε δώσει τό σύνθημα τής επαναστάσεως».

Ο Γκριγκόρι Ορλώφ που ήταν αρχηγός του πυροβολικού, χορήγησε τρία χρόνια άδεια στον Παπάζωλη για να κατέβει στον ελλαδικό χώρο και να προετοιμάσει την επανάσταση, και για τον ίδιο σκοπό έφυγαν για τη Βενετία οι αδελφοί Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ. Εγκατεστάθησαν εκεί και άρχισαν επαφές με το ελληνικό στοιχείο και πράκτορες που πηγαινοέρχονταν στη Πελοπόννησο, στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Όταν επεσήμανε τη δράση τους η ενετική Δημοκρατία, κατέφυγαν στην Τοσκάνη όπου και συνέχιζαν τις επαφές τους. Παράλληλα, πράκτορες της Αικατερίνης διέτρεχαν τη Μολδοβλαχία και τη Σερβία κατηχώντας τους χριστιανούς και προετοιμάζοντάς τους για τον ξεσηκωμό.

Ο Παπάζωλης αναχώρησε για το Μωρηά κατά τα τέλη το 1766. Πέρασε από Ήπειρο, Ακαρνανία, και κατέβηκε στην Πελοπόννησο. Έπρεπε να κατηχήσει τους τοπικούς άρχοντες, γιατί χωρίς αυτούς δεν ήταν δυνατόν να ξεσηκωθούν οι λαϊκές μάζες. Στη Μάνη που έμεινε πολλούς μήνες δεν βρήκε προθυμία για τα σχέδιά του. Οι Μανιάτες ήσαν επιφυλακτικοί. Επέμεναν ότι αν δεν εμφανιστούν ρωσικά στρατεύματα, δεν επαναστατούν. Τελικά όμως, υπεσχέθησαν ότι θα συμμετέχουν στον ξεσηκωμό του Μωρηά, μόνον όταν έλθουν ισχυρές ρωσικές δυνάμεις. Στην Καλαμάτα όπου προύχοντας ήταν ο μεγαλέμπορος Παναγιώτης Μπενάκις, ο Παπάζωλης βρήκε διαφορετική υποδοχή, σε φιλικό κλίμα. Όταν επέστρεψε στην Τεργέστη είχε μαζί του έγγραφο συμφωνητικό στο οποίο «Οι Μανιάτες υπόσχονταν να επαναστατήσουν και να ενισχύσουν τους Ρώσους με 100 χιλιάδες στρατό αν τους στείλει η τσαρίνα τα απαραίτητα όπλα, και έρθει ο ρωσικός στόλος στα πελοποννησιακά  παράλια» (2).

Τον Οκτώβρη του 1768 ο Σουλτάνος κήρυξε τον πόλεμο της Τουρκίας κατά της Ρωσίας,  και η Τσαρίνα εθεώρησε ότι μπορούσε πλέον να εφαρμόσει τα σχέδιά της για τους λαούς της Βαλκανικής που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία, και να τους ξεσηκώσει για αντιπερισπασμό. Το ρωσικό ναυτικό πόρρω απείχε από το να θεωρείται αξιόλογο, αλλά την επόμενη χρονιά, το 1769, δυο μοίρες (κατ’ άλλους τρεις) του άνοιξαν πανιά για τη Μεσόγειο, ενώ στις αρχές εκείνης της χρονιάς οι προύχοντες του Μωρηά, με αναφορά τους στην τσαρίνα, ζήτησαν την προστασία της. Οι φύλαρχοι μάλιστα της Μάνης, γράφανε ότι ποτέ δεν υποτάχτηκαν στους Τούρκους και ότι έχουν 40.000 στρατό. Λέγανε ακόμα οι προύχοντες του Μωρηά πως μπορούν να οπλιστούν 100 χιλιάδες που θα πολεμήσουν έξω από τον Ισθμό της Κορίνθου. (3)

Στις 28 Φλεβάρη του 1870, μοίρα του ρωσικού στόλου, αφού πέρασε από την Ιταλία και παρέλαβε τους δυο Ορλώφ, αγκυροβόλησε στο Οίτυλο και από εκεί οι Ορλώφ εκήρυξαν  την επανάσταση όχι γιατί οι Ρώσοι νοιάζονταν για να απελευθερώσουν τους Έλληνες, αλλά για να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στις τούρκικες δυνάμεις. Εκείνη η επανάσταση ονομάστηκε  Ορλώφεια ή Ορλωφικά-, επειδή οι αδελφοί Ορλώφ ήσαν οι υποκινητές και πρωτεργάτες της. 

Στις πρώτες όμως, επαφές μεταξύ Μανιατών και Ορλώφ, διαπιστώθηκαν επιφυλάξεις από τις δυο πλευρές, καχυποψία και διαφωνίες. Οι Έλληνες περίμεναν ρωσικά στρατεύματα και όπλα για να εξοπλιστούν χιλιάδες, βλέπουν όμως περίπου 600 Ρώσους  και τέσσερα κιβώτια όπλα. Οι Ορλώφ περίμεναν να αντικρύσουν χιλιάδες οπλισμένους, κι εδώ βρίσκονται αντιμέτωποι με επιφυλακτικούς Μανιάτες που τους ζητούν διαβεβαιώσεις ότι αν ξεσηκωθούν, δεν θα τους εγκαταλείψει στην τύχη τους η Ρωσία. Κατέληξαν τελικά σε συμφωνία και δημιούργησαν δύο σώματα ενόπλων, την Ανατολική και τη Δυτική Λεγεώνες της Σπάρτης, όπως τις ονόμασαν, όπου υποχρεώθηκαν να «ορκιστούν πίστην προς την αυτοκράτειρα τω Ρωσσιών». (4)

Άρχισαν οι συγκρούσεις, και την 1η Μαρτίου ξεκινά η πολιορκία της Κορώνης από το ρωσικό στόλο. Στις 5 Μαρτίου, η Λεγεώνα της οποίας ηγείτο ο Μυκονιάτης εμποροπλοίαρχος Αντώνης Ψαρός που ήταν και τοποτηρητής του Ρωσικού στόλου, κυρίευσε το Μιστρά, και εκεί έγιναν και οι πρώτες ανεξέλεγκτες σφαγές. Κατατρομαγμένοι οι Τούρκοι υπερασπιστές του φρουρίου, από την εμφάνιση των εξεγερμένων Ελλήνων που προπορεύονταν Ρώσοι αλλά και Έλληνες με ρωσικές στολές, εζήτησαν και συμφωνήθηκε συνθηκολόγηση. Καθώς όμως αποχωρούσαν με τις οικογένειές τους, στίφη Μανιατών που κατέβαιναν από τα βουνά για να λεηλατήσουν τη Σπάρτη, επέπεσαν κατά των Τούρκων, αρπάζοντας ό,τι είχαν, και σφάζοντας αδιακρίτως μικρούς και μεγάλους, γυναίκες άνδρες και μικρά παιδιά. «Διασπαρέντες εις την πόλιν διαρπάζουσιν αδιακρίτως πάσαν οικίαν, και φονεύουσι πάντα τον ανθιστάμενον. Ούτω δε λαφυραγωγήσαντες και καταφθείραντες τον Μισθράν οι Μανιάται επανέστρεψαν δρομαίοι είς τα όρη των. Τετρακόσιοι Οθωμανοί έπεσαν θύματα των λυσσαλέων τούτων επιδρομέων, οίτινες εκτός των άλλων κακουργιών ετέρποντο εκσφενδονίζοντες τα βρέφη από της κορυφής των μιναρέδων επί του λιθοστρώτου». (5)

Οι εξεγέρσεις γενικεύονται, ο κόσμος ξεσηκώνεται. Οι διαδόσεις και οι φήμες περί τα δρώμενα πολλαπλασιάζονται και υπερμεγεθύνονται, η τρίχα γίνεται τριχιά. Μιλάνε για αμέτρητα ρωσικά καράβια που πλημμύρισαν τις θάλασσες, για μιλιούνια Ρώσσων που προελαύνουν, και με την εμφάνισή τους και μόνο, οι Τούρκοι το βάζουν στα πόδια για να σωθούν. Με εντολή του Ορλώφ, ο Ψαρός εκστρατεύει κατά της Τριπολιτσάς με τη λεγεώνα του. Ο ενθουσιασμός στο ελληνικό στοιχείο ήταν ασυγκράτητος. Χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στη Σπάρτη για να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, πιστεύοντας ότι στη θέα τους και μόνο, οι Τούρκοι θα παραδοθούν. Οι δε Μανιάτες για τους οποίους το λάφυρο και η διαρπαγή ήταν θρησκεία, «παρέλαβον και τας γυναίκάς των φερούσας σάκκους κενούς προς μετακόμισιν της λείας». (6)

Στους έξι χιλιάδες ανερχόταν ο αριθμός των Ελλήνων που εφόρμησαν κατά της Τριπολιτσάς, στις 29 Μαρτίου του 1770, φορώντας και ρωσικές στολές πολλοί, ενώ τους ακολούθησαν και 57 Ρώσοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και πυροβολητές υπό τον λοχαγό Μπάρκωφ. Οι Τούρκοι όμως της Τριπολιτσάς δεν έχασαν την ψυχραιμία τους. Οργάνωσαν και ενίσχυσαν με μεγάλες δυνάμεις την άμυνά τους, και μόλις εμφανίστηκαν οι Έλληνες και άρχισαν να τους κανονιοβολούν, ο Τουρκαλβανός Οσμάν Μπέης που είχε την γενική αρχηγεία «αντελήφθη ότι οι Πελοποννήσιοι δεν ήσαν Ρώσσοι αλλά Μανιάται και Μωραΐται κακώς εξωπλισμένοι και αγύμναστοι … »

Οι Τούρκοι έσφαξαν πολλούς  από το ελληνικό στοιχείο της πόλης,  και με το αίμα τους βάψανε τα χέρια τους και τα πρόσωπά τους, αλλά και  τα κεφάλια των αλόγων τους, και εφόρμησαν  κατά των επιτιθεμένων αλαλάζοντες. Απόλεμοι και άπειροι οι Έλληνες δεν άντεξαν και πολύ την ορμή του τούρκικου ιππικού. Το βάλανε στα πόδια, εγκαταλείποντας εφόδια και πυρομαχικά, και διασκορπίστηκαν προσπαθώντας να σωθούν.

        

Η ναυμαχία του Τσεσμέ.

Επιστρέφοντας στην πόλη τα τούρκικα τμήματα λεηλάτησαν τα σπίτια των Ελλήνων και τους βάλανε φωτιά, ενώ μέσα σε δυο ώρες, τρεις χιλιάδες από αυτούς «άνευ διακρίσεως γένους και ηλικίας» τους περάσανε από μαχαίρι, και  τα πτώματά τους τα κάψανε στις φωτιές που καταβροχθίζανε τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους. (7) Οι Ρώσσοι υπό τον Μπάρκωφ και κάποιοι Έλληνες  οχυρωθέντες γύρω από τη ρωσική σημαία, πολέμησαν και πέσανε εκεί, εκτός από τον Μπάρκωφ και τρείς ακόμα, που  κατάφεραν να φύγουν και να μεταφέρουν τα κουρέλια της σημαίας στη Ναυαρχίδα τους. Στον Κορδάτο σελ 237, 238, σε υποσημείωση του Βλαχογιάννη, βλέπουμε ότι στην Τριπολιτσά ήσαν 500 οι Ρώσοι που πολεμήσανε ανδρείως και εσφάγησαν μέχρις ενός.


Η τραγική κατάληξη της Τριπολιτσάς προκάλεσε φόβο και τρόμο σε κάθε σημείο του Μωρηά, καθώς τα νέα μεταφέρθηκαν από τους φυγάδες, και σήμανε το τέλος της εξέγερσης. Πολύ σύντομα τα νέα απλώθηκαν στον ελλαδικό χώρο, όπου στο μεταξύ, οι Τούρκοι οργάνωναν το στρατό τους και κατέβαζαν ασκέρια Τουρκαλβανών. Άρχισαν επιθέσεις και  αντεπιθέσεις, και παντού νικούσαν τους αγύμναστους απειροπόλεμους και κακώς εξοπλισμένους, αλλά κυρίως, ανοργάνωτους Έλληνες. 

Στην Κρήτη οι επαναστάτες ηττήθηκαν, και τον Δασκαλογιάννη που ήταν επικεφαλής της εξέγερσης, τον έγδαραν οι Τούρκοι ζωντανό. Την Πάτρα που είχε καταληφθεί από τους επαναστάτες, την ξαναπήραν οι Τούρκοι από τους Κεφαλλονίτες και τους Ζακυνθινούς που την υπερασπίζονταν, και το βάλανε στα πόδια. Εκτός από τον Μητροπολίτη, σφάξανε  και 3.000 Πατρινούς. Στην Κορώνη, οι Αρβανίτες σφάξανε 400 Μανιάτες και αιχμαλωτίσανε τον αρχηγό τους τον Γιάννη Μαυρομιχάλη. (8) Στη Λάρισα, εξ αιτίας της διαφωνίας δυο τοπικών οπλαρχηγών, σφαγιάστηκαν μέσα σε μια ημέρα τρεις χιλιάδες άμαχοι πολίτες. (9)

Μόνο οι Μανιάτες προβάλανε οργανωμένη άμυνα. Νικήσανε τους Τουρκαρβανίτες όταν δοκίμασαν να καταλάβουν την Καλαμάτα, τους χτυπήσανε και αλλού όποτε αποπειράθηκαν να μπουν στη Μάνη, και καταφέρανε να κρατήσουν τον τόπο τους ελεύθερο.

Μετά την καταστροφή στην Τριπολιτσά, βλέποντας τα κύματα των Αλβανών να κατακλύζουν το Μωρηά, ο Ορλώφ αποφάσισε να πάρει το στόλο του και να φύγει. Κατηγορούσε τους Έλληνες για την αποτυχία, οι Έλληνες από την πλευρά τους τον κατηγόρησαν ότι τους ξεσήκωσε με ψέματα και τους παράτησε στην εκδικητική μανία των Τούρκων  και της Αρβανιτιάς. Όσο και να  προσπάθησε ο Παπάζωλης και άλλοι να τον πείσουν ότι τίποτα δεν χάθηκε ακόμα, ο Ορλώφ παρέμεινε ανένδοτος. Πήρε κάποιο κόσμο στα καράβια του, μαζί με μερικούς προύχοντες και δεσποτάδες, παρέμεινε όμως αδιάφορος και ανάλγητος ως προς την τύχη του λαού, που έμενε απροστάτευτος στις εγκληματικές διαθέσεις των Τουρκαλβανών. «Μας υποσχεθήκατε την ελευθερία μας και μας αφήνετε να μας σφάξουν οι Τούρκοι. Άσυλο μόνο σας ζητούμε … »,  φώναζαν τα πλήθη στην παραλία. (10) 

Όσοι είχαν παράδες, κατάφεραν να ναυλώσουν καΐκια και να περάσουν με τις οικογένειές τους στα νησιά και αλλού. Η φτωχολογιά που δεν είχε ούτε ψωμί, έμεινε έρμαιο στις εκδικητικά δολοφονικές διαθέσεις των Τουρκαλβανών.

Οι Ορλώφ, μετά την αποτυχία της εξέγερσης στον ελλαδικό χώρο, δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν με άδεια χέρια στην Τσαρίνα, και λίγο αργότερα, στις 5 Ιούλη εκείνης της χρονιάς (1770) και οι τρεις μοίρες του ρωσικού στόλου με αρχιναύαρχο τον Αλέξη Ορλώφ κατάφεραν να στριμώξουν και να καταστρέψουν τον Τουρκικό στόλο στο Τσεσμέ κοντά στη Χίο. Η καταστροφή του τουρκικού στόλου έκανε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη και θεωρήθηκε νίκη των Ελλήνων, γιατί πολλοί από τα πληρώματα και πρώτος μεταξύ τους ο αρχηγός των πυροβολητών Παναγιώτης Αλεξόπουλος, ήσαν Έλληνες.

Μετά τη ναυμαχία του Τσεσμέ οι Ορλώφ παρέμειναν με το στόλο τους στην Πάρο, ελέγχοντας πολλά από τα νησιά του Αιγαίου, μέχρι που στις 10/21 Ιουλίου 1774, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε, και στο βουλγαρικό χωριό Κιουτσούκ Καϊναρτζή υπογράφηκε ειρήνη που έμεινε στην ιστορία με αυτό το όνομα.

Παρόλο που από την υπογραφή της Συνθήκης του Καϊναρτζή το 1774 οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να αμνηστεύσουν όλους τους Χριστιανούς που πολέμησαν με τους Ρώσους, εξοργισμένος ο Σουλτάνος με τους Πελοποννήσιους –ιδιαίτερα για τις ωμότητες που διέπραξαν οι Μανιάτες, ισχυρίζονται κάποιοι– αποφάσισε να αναθέσει στους Αλβανούς να τους περάσουν από μαχαίρι παντός γένους και ηλικίας, και να εποικίσουν το νησί με Μουσουλμάνους. Με το ισχυρό όμως επιχείρημα κάποιων φιλελλήνων ότι «αν φονευθούν οι χριστιανοί, ποιος θα πληρώσει το χαράτσι;» άλλαξε γνώμη, αλλά άφησε το Μωρηά στην  αρπακτική μανία των Αλβανών.

Αμέσως με την εμφάνιση του ρωσικού στόλου στη Μάνη και τις πρώτες εξεγέρσεις, οι Τούρκοι απευθύνθηκαν στους Αλβανούς καλώντας τους να κατέβουν στο Μωρηά, με δικαίωμα ζωής πάνω στους ραγιάδες και την περιουσία τους, να τους τιμωρήσουν για την αποστασία και τη συμμετοχή τους στα Ορλωφικά, και να υπερασπιστούν την Τούρκικη κυριαρχία. Στίφη Αλβανών «οσφραινόμενα πλουσιωτάτην λείαν» εξόρμησαν μέσω της Στερεάς με κατεύθυνση το Μωρηά, σαρώνοντας την Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμά τους, καταστρέφοντας το Μεσολόγγι. Άλλα πολυάριθμα μπουλούκια σάρωσαν την Παρνασίδα και τη Λιβαδειά. Από την Μεγαρίδα εισέβαλαν στην Κορινθία, ένα άλλο σώμα από τη Ναυπακτία μπήκε στην Αχαΐα και εξαπολύθηκαν σφάζοντας και λεηλατώντας, κυριεύοντας μεγάλο μέρος του Μωρηά, πνίγοντας την ήδη πεθαμένη από την έναρξή της επανάσταση.

Εμπόδια δεν υπήρχαν για την Αλβανική λαίλαπα που παρεκτράπηκε σε βάρβαρη λεηλασία και απάνθρωπη καταστροφή, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του πολέμου το 1774. Λήστευαν, έσφαζαν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους, με τις ευλογίες της Οθωμανικής Εξουσίας.

 

Γκριγκόρι Ορλώφ

Έντρομοι οι απροστάτευτοι ραγιάδες τρέχανε στα βουνά στις σπηλιές και στα ρουμάνια να κρυφτούν, άλλοι που είχαν οικονομική ευχέρεια κατάφεραν να μεταναστεύσουν στα Εφτάνησα και στις Κυκλάδες, στη Ρωσία και την Αυστρία. Στα βόρεια παράλια της Αδριατικής, οι ελληνικές παροικίες πλήθαιναν. Μετανάστες κατέφυγαν στη Μολδοβλαχία, στην Ουγγαρία, την Πολωνία. Στον Κορδάτο σελ 258 βλέπουμε πως (σημ. για Δημητριείς) 80.000 οικογένειες από τον ελλαδικό χώρο μετανάστευσαν στην Αυστρία. Πάρα πολλοί καταφύγανε «στα ατελεύτητα εν Μικρά Ασία τσιφλίκια του Καραοσμάνογλου». (11)

Όταν τα πρώτα τμήματα των Αλβανών άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους φορτωμένα λάφυρα και πλούτη, άλλα, πολυαριθμότερα γεμάτα απληστία  για αρπαγές και πλουτισμό μπουλούκια, κατέβαιναν στον Μωρηά για να ξεσκίσουν τις σάρκες του. Τίποτε και κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τους δυστυχείς Μωραϊτες. «Έκαστος Αλβανός εκέκτητο προνόμιον το αρπάζειν, ατιμάζειν και φονεύειν όποιον ήθελεν». Ήσαν κράτος εν κράτει. 

Κάποιοι αναφέρουν ότι ο αριθμός των επιδραμόντων Αλβανών έφθασε και τις 120.000. Αρπάζανε γυναίκες από τα παιδιά και τους άντρες τους, αρπάζανε κορίτσια για να κορέσουν τις κτηνώδεις ορέξεις τους, κι αν τολμούσε να μιλήσει κάποιος που του παίρνανε την κόρη ή τη γυναίκα του τον σφάζανε. Αρπάζανε ολόκληρες οικογένειες, αρπάζανε τους κατοίκους ολόκληρων χωριών με τα κοπάδια και τα ζωντανά τους και τους πουλούσαν στους μπέηδες και τους αγάδες της Ρούμελης, ή τους μετέφεραν στην Αλβανία για να τους πουλήσουν στους μαύρους της Αφρικής ή σε εμπόρους σκλάβων. Πέρα από το ότι αρπάζανε και λαφυραγωγούσαν ό,τι εύρισκαν, μεταχειρίζονταν ανομολόγητα βασανιστήρια για να εξαναγκάσουν κάποιους να φανερώσουν πιθανές κρυψώνες χρημάτων ή κοσμημάτων. Μπήγανε ακίδες (σκλήθρες) από σκισμένα καλάμια κάτω από τα νύχια τους, τοποθετούσαν ασήκωτα βάρη από  πέτρες πάνω στην κοιλιά ή το στήθος τους και απολάμβαναν το θέαμα και τα ουρλιαχτά πόνου, αστεϊζόμενοι μεταξύ τους.

Ανάβανε φωτιές και στήνανε σούβλες που σιγοψήνανε τα θύματά τους μέχρι να μαρτυρήσουν πιθανά κρυμμένα έστω λίγα χρήματα ή κοσμήματα, οτιδήποτε που είχε κάποια αξία. Κρεμάγανε από ψηλά μια διπλή τριχιά, δένανε κάποιον από χέρια και πόδια και τον περιστρέφανε μέχρι να σφίξει η τριχιά. Την άφηναν ύστερα να ξεστρίβει με ταχύτητα, ώστε το θύμα να βασανίζεται από σκοτοδίνες με τις γρήγορες στροφές και να πέφτει με βρόντο στο δάπεδο, «προς άμετρον θυμηδιαν των βασανιστών». Ένα άλλο είδος βασανισμού ήταν να τους πετάνε μπρούμητα πάνω σε σκόνη – άσβεστο – ασβέστη για να πνίγονται, να μην μπορούν να αναπνεύσουν. Αναφέρονται και ένα είδος κεριών από ανθρώπινο λίπος τα οποία μοστράριζαν στους βασανιζόμενους, για να συνειδητοποιήσουν τι τους περιμένει αν επιμείνουν να μην συνεργάζονται… Εκείνη την εποχή, από αυτές τις περιπέτειες ο Μωρηάς ονομάστηκε κατακαϋμένος.

Όταν επί τέλους οι Αλβανοί συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε τι άλλο να πάρουν, υποχρέωναν ύστερα από βασανιστήρια τους Πελοποννήσιους να τους υπογράφουν χρεωστικά ομόλογα για εκατοντάδες χιλιάδες γρόσια, με τόκο 60/% το μήνα και με λήξη ορισμένου χρόνου. Και όταν έληγε ο χρόνος, αφού φυσικά δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη, τους πουλούσαν σαν κτήνη σε εξευτελιστική τιμή σε μακρινούς τόπους. Παίρνανε και ανθρώπους, τα παιδιά τους συνήθως για ενέχυρο για τα χρέη, και τους πήγαιναν στην Αλβανία μέχρι να πληρωθούν τα χρέη. Πολλοί από αυτά τα «ενέχυρα» χαθήκανε ή πουληθήκανε σκλάβοι.

Επί εννιά ολόκληρα χρόνια η αλβανική πανούκλα λεηλατούσε βίαζε, σκότωνε, σκλάβωνε και κατέστρεφε τα πάντα στον κατακαϋμένο το Μωρηά. Εκεί που πριν από λίγο υπήρχαν πόλεις και κωμοπόλεις πολυάνθρωπες και ευτυχισμένες, τώρα έβλεπε κανείς την ερήμωση του θανάτου και φλογισμένα ερείπια. Όλη η Πελοπόννησος είχε σχεδόν απογυμνωθεί από τους κατοίκους της, γιατί άλλοι είχαν σφαχτεί, άλλοι είχαν πουληθεί ως δούλοι και άλλοι είχαν μεταναστεύσει, ενώ κάποιοι κρύφτηκαν σε απρόσιτα βουνά και σε απόκρυφα σπήλαια, και 4–5 χιλιάδες περίπου γίνανε κλέφτες. Από 40 μέχρι 100 χιλιάδες υπολογίζουν κάποιες πηγές τους σκοτωμένους και πουλημένους ως σκλάβους Μωραϊτες.

Κάποιοι από τους Τουρκαρβανίτες είχαν αποφασίσει να κάνουν μόνιμη τη διαμονή τους στο Μωρηά κι όχι μόνο δεν υπολόγιζαν την Τούρκικη Εξουσία, την περιγελούσαν κιόλας. Επί πλέον, είχαν αρχίσει να βλάφτουν σοβαρά τους Τούρκους του Μωρηά. Τους ενοικιαστές των φόρων που δεν είχαν πλέον κέρδη, τους σπαχήδες που χάσανε τα εισοδήματά τους, και τους Τσιφλικάδες που δεν εύρισκαν χέρια για να καλλιεργήσουν  τα αμπελοχώραφά τους. Κι ακόμα, είχε μηδενιστεί σχεδόν και το χαράτσι για το Σουλτάνο.

Η Πύλη που δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλο αυτή την κατάσταση, έστειλε  στρατό και στόλο στο Μωρηά με επικεφαλής τον αρχιναύαρχο Γαζή Χασάν Τζεζαϊρλή για να τους διώξει. Εκείνον τον φιλέλληνα που, με την παρατήρησή του «αν σφάξουμε τους Πελοποννήσιους, ποιος θα πληρώνει το χαράτσι;», είχε αποτρέψει το Σουλτάνο να περάσει από μαχαίρι το χριστιανικό στοιχείο του Μωρηά... Ο Τζεζαϊρλής κάλεσε τους Αρβανίτες να φύγουν από την Πελοπόννησο, και οι Τσάμηδες υπάκουσαν και φύγανε. Οι Μπεκιάρηδες που ήσαν και καλοί πολεμιστές (σε 10.000 τους υπολογίζει ο Σάθας, σε 12.000 ο Θ. Κολοκοτρώνης, και ο Κανδηλώρος στον Αρματωλισμό της Πελοποννήσου), οχυρώθηκαν στην Τριπολιτσά που ήταν το κέντρο τους και απαίτησαν να τους καταβληθούν 10 χρόνων μισθοί, κι επί πλέον να τους εξοφληθούν τα χρεόγραφα των Πελοποννησίων. Αποφασισμένος να ξεμπερδεύει με δαύτους ο Σερασκέρης, ζήτησε βοήθεια και από τους Έλληνες, και πρόσφερε αμνηστία και στους κλέφτες αν συνεργαστούν για την εξόντωση των Αρβανιτάδων. Τρείς τέσσερεις χιλιάδες κλέφτες σπεύσανε και προσκύνησαν, ενώ σε πολλούς ο Γαζής πρόσφερε και δώρα. 

Μόνο ο Κωσταντἰνος Κολοκοτρώνης απέφυγε να παρουσιαστεί για να δηλώσει υποταγή. Έσπευσε όμως με χίλιους άντρες κι έπιασε τα Τρίκορφα κοντά στην Τριπολιτσά. Ο Γαζής με 6.000 Τούρκους και 3.000 κλέφτες χτύπησε στις 11 Ιουλίου του 1779 τους οχυρωμένους στην Τριπολιτσά Αρβανίτες και τους διέλυσε. Κάποιες απόπειρες που κάνανε (κατά τον Θ Κολοκοτρώνη) να φύγουν προς τα Τρίκορφα αποκρούστηκαν με τρομερές απώλειες. «Από 12.000, εφτακόσιοι επέρασαν εις το Δαδί» λέει στη Διήγηση ο Θ. Κολοκοτρώνης. Κι αφού Τούρκοι και Έλληνες πετσοκόψανε τους Αρβανίτες στην Τριπολιτσά, ο Γαζής έδωσε εντολή και χτίσανε μια πυραμίδα με 5.000 αρβανίτικα κρανία. Τα έχτισε στέρεα με λάσπη,  επί ποινή θανάτου για όποιον τα πειράξει, και την μακάβρια αυτή πυραμίδα, είκοσι χρόνια αργότερα την είδε και ο Πουκεβίλ. 

Μετά την πανωλεθρία στην Τριπολιτσά, φόβος και τρόμος κατέλαβε όσους ακόμα σκόρπιους Αρβανίτες υπήρχαν στον Ελλαδικό χώρο - υπήρχαν και τίμιοι που είχαν κάνει οικογένειες και νοικοκυριά – γιατί τους κυνηγούσε ο κόσμος, και πολλούς σκότωναν με τα ξύλα ή τους λιντσάριζαν. Κρύβονταν για να  γλιτώσουν, άλλαζαν τη φορεσιά τους και απέφευγαν να μιλάνε τη γλώσσα τους για να μην γνωρίζονται. Ένα χρόνο αργότερα, το 1780, ο Γαζής που δεν είχε ξεχάσει την άρνηση του Κ. Κολοκοτρώνη να υποταχθεί, αλλά και μη ανεχόμενος την ισχυρή του παρουσία, κατέβηκε στη Μάνη με 14.000 στρατό και τον εξόντωσε, μαζί και τον εξάδελφό του τον Παναγιώταρο Βενετσανάκη. «Στους 80 εκατέβη ο ίδιος ο καπετάνμπεης και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγίώταρον Βενετζιανάκη…. Επήγε το ασκέρι 14 χιλιάδες και τους επολιόρκησε … επολέμησαν 12 ημέραις και 12 νύκταις με ανδρείαν και γενναιότητα …» διηγείται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που τότε ήταν 10 χρόνων.

 Έτσι κάπως, τελείωσε τότε η Ρωσική εκστρατεία στον Ελλαδικό χώρο, η επονομασθείσα Ορλωφικά. 


--------------------------

Παραπομπἐς

1. ΚΩΝ ΣΑΘΑ    ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΕΛΛΑΣ 1453 -1821

2. Γιάνης Κορδάτος. Ιστορία της Ελλάδας τ ΙΧ σελ 229.

3. Γ.  Κορδάτος ομ σελ 232.

4. Σάθας σελ 482.

5. Σάθας σελ 485

6. Σάθας σελ. 493.

7. Τ. Κανδηλώρος Ο Αρματωλισμός της Πελοποννήσου σελ 73.

8. Κορδάτος ομ 238.

9.  Σάθας σελ 496, Κανδηλώρος ομ. σελ 72.

10. Σάθας ομ. σελ. 502.

11. Τ. Κανδηλώρος ομ. σελ 87.