Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

 


Έλληνες έμποροι και ναυτικοί τροφοδοτούσαν το στρατό του Μπραήμη όταν εδήωνε και ερήμωνε το Μωρηά.

Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε για τον Μπραΐμη, τον γεννημένο στην Καβάλα  γνωστό ελληνοαλβανό Ιμπραήμ Πασά αντιβασιλέα της Αιγύπτου, που τον καιρό που οι Έλληνες τρώγονταν και βγάζανε τα μάτια αναμεταξύ τους έσπερνε το θανατικό και την ερήμωση στον κατακαημένο το Μωρηά καταφέρνοντας να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και να την εξαφανίσει από τον πολιτικό χάρτη, και αν δεν αποφάσιζαν Βρετανοί  Γάλλοι και Ρώσοι να βουλιάξουν το στόλο του στο Ναυαρίνο στις 20 Οχτώβρη του 1827 είναι πολύ πιθανό να μην υπήρχε συνέχεια.

Με 35.000 στρατό από το Φλεβάρη του 1825 που ήρθε με το στόλο του στο Μοριά έκανε συστηματική γενοκτονία καίγοντας, σκλαβώνοντας και σκοτώνοντας,  κατέστρεφε τα πάντα κόβοντας ακόμα και τα οπωροφόρα δένδρα για να λιμοκτονεί ο κόσμος ενώ είχε γεμίσει την Αίγυπτο με χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες σκλάβους που πουλιούνταν στα  σκλαβοπάζαρα της Μεθώνης και Κορώνης στη νότια Πελοπόννησο.

Μέσες άκρες γνωστά είναι τούτα, αλλά, δες τε κι εσείς τι διαβάζω στο «μικροΜέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ» του εξαίρετου συγγραφέα και ιστοριοδίφη Νίκου Δ. Πλατή από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ ΑΘΉΝΑ 2019:


Τέτοια καταστροφή και ερήμωση, γράφει, είχε καταφέρει στο Μοριά – σκόπευε υποστηρίζουν κάποιοι να τον εποικήσει με Άραβες -  που δεν εύρισκε τίποτα πλέον εκεί για την τροφοδοσία του στρατού του τον χειμώνα του 1827 - 28 και «θα λιμοκτονούσε ή θα έπρεπε να εγκαταλείψει το Μοριά, αν δεν κατόρθωνε να εξασφαλίσει μεγάλες ποσότητες τροφίμων από τα Επτάνησα και κυρίως τη Ζάκυνθο χάρη και στην καθοριστική βοήθεια που έλαβε από Έλληνες εμπόρους της ευρύτερης περιοχής, Πενήντα περίπου Επτανησιώτικες βάρκες, αποκλειστικά επανδρωμένες με Έλληνες, χρησιμοποιούντανε συνεχώς επί πολλούς μήνες για να μεταφέρουν τρόφιμα στο στρατό του Ιμπραήμ στην Ελλάδα…»

Τούτα όπως σημειώνει ο συγγραφέας τα αντλεί από την ιστορία του Φίνλευ Β 138, και βοηθούν υποθέτω να καταλάβουμε τι είδους ράτσα είμαστε εμείς οι Έλληνες.

 

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Της Καστανίτσας οι ξανθιές τ’ Αηβασιλιού οι ρούσες.

 

 



 Στις 27 Ιούλη 1943 οι αντάρτες σε νικηφόρα επιχείρηση κατά των Ιταλών κατακτητών στην περιοχή στην τοποθεσία «Σταυρός» κοντά στο κεφαλοχώρι Κοσμάς είχαν προξενήσει απώλειες ολόκληρου λόχου. Οι Ιταλοί δεν μπορέσανε να αντιδράσουν αφού σε  ενάμισι μήνα αργότερα στις 8 Σεπ/ου 1943 η Ιταλία συνθηκολόγησε.

Με τους Γερμανούς όμως τα πράγματα αγριεύουν τους επόμενους μήνες και στις 13 του Γενάρη κρεμάνε σε φανοστάτες δένδρα και μπαλκόνια 11 πατριώτες στους Άγιους Ταξιάρχες της Τρίπολης, και 19 στην Ψηλή Βρύση της Τεγέας σε μουριές του χωριού, που τους άρπαξαν μέσα από τις φυλακές ύστερα από υπόδειξη φασίστα συνεργάτη τους κατοίκου της περιοχής, ενώ η προπαγάνδα των γερμανοντυμένων οργιάζει: δεν θα στήνονταν οι κρεμάλες αν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ δεν χτυπάγανε τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους…

Στις αρχές του Γενάρη επικουρούμενοι και από ταγματασφαλίτες εκστρατεύουν στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο, και παρά την γενναία αντίσταση των ανταρτών που δεν μπορούν όμως να δώσουν πολύωρες μάχες με ισχυρές δυνάμεις λόγω κυρίως της έλλειψης πυρομαχικών και βαρέων όπλων, καταφέρνουν να κάψουν τα πεντακόσια σπίτια στο κεφαλοχώρι Κοσμά της Αρκαδίας, ενώ οι κάτοικοί του τηρώντας την αντάρτικη τακτική και τις οδηγίες να αδειάζουν τα χωριά όταν απειλούνται από επιδρομές, όχι μόνο γλιτώνουν στις σπηλιές και τα δάση της περιοχής, αλλά καταφέρνουν όσο οι αντάρτες απασχολούσαν τους Γερμανούς να βγάλουν από το χωριό και να περισώσουν τα ζώα και τα σημαντικότερα από τα υπάρχοντά τους.

                               Της Καστανίτσας οι ξανθιές

                               και τ’ Αηβασίλη οι ρούσες              

                               κι οι μαυρομάτες του Κοσμά

                               οι γαϊτανοφρυδούσες            

 

                               Τα ρούχα σας μη βάψετε,

                                μην τα φορέστε μαύρα

                                κι αν τα χωριά σας γίνανε

                                καινούργια Άγια Λαύρα.

                               

                                Τα σπίτια σας κι αν κάψανε

                                 Κι αν πήραν τα προικιά σας,

                                 Η ανταρτοσύνη να είν’ καλά

                                 Και πάλι είναι δικά σας

…τραγούδαγε λίγο αργότερα όλος ο ελεύθερος Μωρηάς τιμώντας την αντίσταση και το αδούλωτο πνεύμα των κατοίκων του Πάρνωνα κατά των Ιταλών και των Γρρμανών κατακτητών, και το θυμάμαι να το τραγουδάμε και να το χορεύουμε και στο χωριό μου. 

Παραδοσιακό Αρκαδικό χωριό φωλιασμένο στα 840 υψμτ στις πλαγιές του Πάρνωνα στα σύνορα Αρκαδίας Λακωνίας η Καστάνιτσα, είναι ένα από τα Τσακωνοχώρια  που ιδρύθηκαν  από τους Τσάκωνες. Γαστένιτσα είναι το όνομά της στα Τσακώνικα ενώ παλιότερα λεγόταν Καστανίτσα.

Για τους νεότερους που πιθανό να αγνοούν, ΕΑΜ  ήταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο που ιδρύθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής, Ιταλικής, Γερμανικής και Βουλγάρικης. Αντιστασιακή οργάνωση που ιδρύθηκε από το ΚΚΕ και κόμματα της Αριστεράς στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις, και έφθασε να ακολουθείτε από δυο εκατομμύρια Έλληνες. 

               Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός - ΕΛΑΣ - ήταν το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ και ιδρύθηκε λίγους μήνες αργότερα στις 16 Φλεβάρη του 1942. Εθελοντικός στρατός ήταν ο ΕΛΑΣ, έδωσε πολλές μάχες με τους κατακτητές μέχρι την απελευθέρωση, και έφθασε να έχει εκατό χιλιάδες αξιωματικούς και οπλίτες στις τάξεις του.

Πηγές: Υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία για εκείνη την εποχή που αναφέρεται στο ιστορικό της αντίστασης, ενδεικτικά αναφέρω την ΝΕΚΡΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ του Κ,Παπακωνσταντίνου, ΟΙ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ του Κωνσταντίνου Μπρούσαλη. Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ του Γιάννη Λέφα κ.α. 

 

 


Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

 


Οι μπόρες και οι καταιγίδες του Ιούνη.

Συνηθισμένες στην περιοχή μας οι καλοκαιρινές μπόρες και καταιγίδες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και μάλιστα παλιότερα που ο κόσμος στην ύπαιθρο ζούσε από τις αγροτικές ενασχολήσεις του ήσαν ο φόβος και ο τρόμος των αγροτών.
Μήνας του θερισμού ο Ιούνιος αφού τότε ωρίμαζαν τα γεννήματα που έπρεπε μετά το θερισμό να μεταφερθούν στα αλώνια για τη διαδικασία του αλωνίσματος ώστε να ξεχωρίσουν τον καρπό από την καλαμιά. Μικροί μεγάλοι, ολόκληρη η οικογένεια κατά τη διάρκεια του θερισμού βρίσκονταν στα χωράφια. Άλλοι θερίζανε, άλλοι δένανε χερόβολα και δεμάτια, τα πιτσιρίκια μαζεύανε τα στάχια που πέφτανε στο χωράφι από τους θεριστάδες, τα μεγαλύτερα παιδιά από 10 χρονών και πάνω κουβαλούσαν τα δεμάτια στα αλώνια με τα γαϊδουρομούλαρα και τα άλογα. Διαδικασία που κρατούσε μερικές ημέρες αφού κάποιος μπορεί να διέθετε και 5 χωράφια σε διαφορετικά σημεία. 

Γινόταν αγώνας δρόμου να θερίσουν και να αλωνίσουν, γιατί αν τους έπιανε μια καλοκαιρινή βροχή κι εύρισκε αθέριστο το χωράφι έστρωνε τα γεννήματα κάτω και μετά δεν κάνανε ούτε για σανό. Κίνδυνος από τις βροχές και τις καλοκαιρινές μπόρες υπήρχε και για τα θημωνιασμένα γεννήματα που περίμεναν τη σειρά τους στο αλώνι αλλά και για εκείνα που είχαν αλωνιστεί αλλά δεν είχε τελειώσει ακόμα το λίχνισμα για να ξεχωρίσει ο καρπός από το άχυρο και να μεταφερθούν στα σπίτια.

Οι καλοκαιρινές όμως μπόρες του Ιούνη με τους κεραυνούς και τις πλημμύρες τους προκαλούσαν πολλές φορές και ατυχήματα με θύματα.

Μια τέτοια τραγική ιστορία με θύματα τρία παιδιά από καλοκαιρινή μπόρα που συνέβη σε ένα από τα χωριά μας της ορεινής Ηραίας κατά το τέλος της δεκαετίας του’40 παραμένει ακόμα στη μνήμη των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής όχι μόνο για τα θύματα που χάθηκαν αλλά και για τους συνειρμούς που δημιουργήθηκαν στον απλό κόσμο σχετικά με την Θεία Δίκη. Τον Ιούνιο του 1949 τα παιδιά με τη μάνα τους και άλλους συγγενείς τους θερίζανε στο χωράφι, και καθώς ξέσπασε η καλοκαιρινή μπόρα τρέξανε με τα δρεπάνια τους κάτω από ένα πουρνάρι να προφυλαχτούν αλλά ένας κεραυνός που έπεσε στο δένδρο έκαψε τα δυο αδέλφια 21 χρονών το αγόρι και 18 το κορίτσι, έκαψε ακόμα μια εξαδέλφη τους 18 χρονών και τη μάνα τους που όμως επέζησε.
Πολλοί από τους παλιούς που θυμούνται το τραγικό γεγονός με το θάνατο εκείνων των παιδιών μιλούν ακόμα για θαύμα και θεία δίκη. Με δυο λόγια: Την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα ένα χρόνο πριν είχε εκτελεστεί στην Τρίπολη μετά από απόφαση στρατοδικείου ένας συγχωριανός τους αριστερός. Στη δίκη του καθώς εξεταζόταν ως μάρτυρας κατηγορίας η μία από τα δυο αδέλφια ( μια από τις στημένες δίκες στα στρατοδικεία του Εμφυλίου), ο κατηγορούμενος συγχωριανός της που καταδικάστηκε και εκτελέστηκε της είχε παρατηρήσει: « Μαρία λες ψέματα, δεν σκέφτεσαι πως μπορεί να υπάρχει θεός και να ρίξει φωτιά να σε κάψει;». Ακριβώς ένα χρόνο πριν την ίδια ώρα. Για αυτό ο κόσμος το΄τε μιλούσε για Θεία Δίκη.
Μια άλλη θλιβερή περίπτωση όπως με πληροφόρησε ο συμπατριώτης και καλός διαδικτυακός φίλος Fwtis Seremetis συνέβη στο χωριό Αετορράχη της Γορτυνίας το 1965 όταν από καλοκαιρινή κακοκαιρία πλημμύρισε ένας χείμαρρος (ξερόρεμα ήταν) και έπνιξε τρία αδελφάκια ηλικίας 12, 14, και 16 χρόνων που προσπάθησαν να σώσουν από τη φουσκονεριά τις γίδες τους.
Νωπές ακόμα είναι και οι μνήμες από το τραγικό ατύχημα στον Λούσιο πριν λίγα χρόνια που φούσκωσε ξαφνικά και έπνιξε ολόκληρη ομάδα νέων ανθρώπων που βρέθηκαν να κάνουν πορεία στην κοίτη του.
Προσοχή λοιπόν στις καλοκαιρινές μπόρες!

 




 



Καλικάντζαροι, καρκαντζέλια, κωλοβελόνηδες, με αμέτρητα ακόμα ονόματα και παρατσούκλια.

Κακομούτσουνα όντα, μικροκαμωμένα δαιμόνια, τρομερά ή αστεία στην εμφάνιση, ξεβράκωτα ή ντυμένα με κουρέλια, ασουλούπωτα, κουτσά στραβά κι ανάποδα κουβαλώντας πάνω τους περισσή ασχήμια

Βγαίνουν από τη γη τη νύχτα, στους μύλους στα τρίστρατα τα ρέματα και τα ποτάμια κατά το δωδεκαήμερο από παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τις 6 του Γενάρη που «τα νερά είναι αβάφτιστα» για να ανακατώσουν τους ανθρώπους, να προξενήσουν ζημιές στα σπίτια και τα νοικοκυριά τους από κακία ή κάνοντας την πλάκα τους, πηδάνε σε στέγες σπάζοντας τα κεραμίδια ή χώνονται στις καμινάδες, γκρεμίζουνε τον τέντζερη με το φαγητό πάνω από την σιδεροστιά στο τζάκι, βρωμίζουνε τα φαγητά, τα κάνουν όλα μπάχαλο, και εξαφανίζονται προτού φωτίσει, όταν ο κόκορας λαλεί για Τρίτη φορά.

Γλιτώνουμε από τούτα τα παράξενα όντα με τους αγιασμούς των υδάτων στις 6 του Γενάρη την ημέρα των Φώτων όπου το βάζουνε στα πόδια τρομοκρατημένα και όπου φύγει φύγει για να ξανά χωθούν στη γη.

«Φύγετε να φύγουμε

έρχεται ο τρελόπαπας

με την αγιαστούρα του….»

Μεταφέρει τον τρόμο τους καθώς εξαφανίζονται η λαϊκή μας παράδοση.

Χρόνια μας πολλά!

 

Το σφάξιμο των γουρουνιών στο Ψάρι στα παλιά τα χρόνια κατά τις Αποκριές

 





Εκείνη η βδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη που σφάζαμε τα γουρούνια στο χωριό μου το Ψάρι Ηραίας στη Γορτυνία, σε συνδυασμό και με τις αποκριές ήταν κάτι σαν πανηγύρι,   αλλά και έθιμο   που έδινε την ευκαιρία στους Ψαραίους να ξεφύγουν λίγο από την καθημερινότητα, τη ζοφερή πραγματικότητα με τις αγροτικές δουλειές μέσα στο Φλεβαριάτικο καταχείμωνο, να φάνε και να πιούνε, να ξεσπάσουνε σε γλέντια και χαρές. Καθώς η οικονομία στα περισσότερα χωριά της ορεινής Αρκαδίας ήταν καθαρά οικιακή και ο κόσμος ζούσε με ό,τι παρήγε στον τόπο του, η εκτροφή των χοιρινών κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χρόνου που τα σφάζανε για να εξασφαλίσουν το κρέας της χρονιάς για την οικογένεια, αλλά και την αρτυμή των φαγητών τους με το λίπος τους αφού λάδια και βούτυρα στα περισσότερα σπίτια δεν υπήρχαν, ήταν μια σοβαρή βοήθεια για να βγάλει η οικογένεια τη χρονιά. 



Κάθε οικογένεια κατά την αρχή της Άνοιξης φρόντιζε να αγοράσει ένα  μικρό χοιρινό που ακόμα βύζαινε τη μάνα του, είτε από γυρολόγους που περνούσαν, είτε κατεβαίνοντας κάποιος για αυτόν τον λόγο στα χαμηλότερα χωριά σε εύπορες περιοχές στα σύνορα συνήθως Αρκαδίας – Ηλείας, ή στην Ολυμπία. Η εκτροφή του χοιρινού όσο ήταν μικρό γινόταν με πλύμα, ένα μίγμα από νερό και πίτουρο συνήθως, που μπορεί να εμπλουτιζόταν με αποφάγια και περισσεύματα από γάλα ή τυροκομικά (από όσους είχαν γιδοπρόβατα), αλλά μεγαλώνοντας, εκτός από το πλύμα έτρωγε βελάνι και (α)γκόρτσα, και καθώς ήταν ελεύθερο να περιφέρεται έξω από το σπίτι και σε ολόκληρο το χωριό, δεν περιφρονούσε και τα ανθρώπινα περιττώματα που τα εύρισκε μπόλικα σε απόμερα σημεία αφού τρεχούμενο νερό, εσωτερικές τουαλέτες βόθροι και όλα αυτά τα αγαθά του πολιτισμού μας ήσαν άγνωστα. 

Μόλις τσάπωνε λίγο το χοιρινό έπρεπε να το μουνουχίσουν, να το στειρώσουν δηλαδή για να τρέφεται καλύτερα και να μην μυρίζει βαρβατίλα το κρέας του, και για αυτή τη δουλειά υπήρχαν ειδικοί  και στα γύρω χωριά.                

 Το τρέφανε λοιπόν το χοιρινό με επιμέλεια (κάπως έτσι είχε αποχτήσει την προσωνυμία «θρεφτάρι») για να μεγαλώσει κανονικά και να δώσει το απαραίτητο κρέας και λίπος όταν ερχόταν η ώρα να το σφάξουν, και καταφέρνανε να θρέψουν χοιρινά που ζυγίζανε συνήθως από 80 μέχρι και 150 οκάδες (οκά: 400 δράμια = 1282 γραμμάρια).                          Αλλά το σφάξιμο γουρουνιού από 80 μέχρι 150 οκάδες δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά, ήταν ολόκληρη διαδικασία που απαιτούσε δεξιότητες αλλά και προετοιμασίες. Δεξιότητες στον χειρισμό του μαχαιριού και γνώσεις έπρεπε να είχε εκείνος που θα το έσφαζε, για να ξέρει σε ποιο σημείο και πως θα χτυπήσει με το μαχαίρι ώστε να ξεψυχήσει γρήγορα το ζωντανό. Και φυσικά ένα γουρούνι με τόσο βάρος, για να το ακινητοποιήσουν απαιτούνταν συνήθως τρεις και τέσσερεις άνδρες.         Στο πέρασμα των χρόνων πολλές φορές είχε συμβεί να ξεφύγει κάποιο χοιρινό μισοσφαγμένο και να τρέχει αιμορραγώντας μέσα στο χωριό (ξέφραγες οι περισσότερες αυλές εκείνα τα χρόνια) με τις σπαρακτικές κραυγές του να σκίζουν την ατμόσφαιρα, προκαλώντας ευχάριστη αναστάτωση στο χωριό, ειρωνικά σχόλια και πειράγματα για εκείνους που τρέχανε να το πιάσουν. Θυμάμαι που ένας γείτονάς μας μια χρονιά για να γλιτώσει τη φασαρία με το σφάξιμο το ντουφέκισε, τα σκάγια όμως δεν το «κρατήσανε», και καθώς οι αυλή ήταν κατηφορική με αναβαθμίδες και το λαβωμένο ζωντανό έτρεχε πάνω κάτω ουρλιάζοντας ή γκρεμιζόταν από τη φόρα και την αγωνία του να γλιτώσει, έγινε χαμός μέχρι να μπορέσει με μερικές ακόμα ντουφεκιές να το αποτελειώσει.

Το μάδημα.

                      

 Απαραίτητος λοιπόν ο ειδικός που θα έσφαζε το γουρούνι, απαραίτητοι και δυο τρεις ακόμα για να το ακινητοποιήσουν και να το γδάρουν μετά, απαραίτητο βέβαια και ένα καλό «μαυρομάνικο» μαχαίρι. Το ίδιο αναγκαία και η φωτιά σε μια άκρη της αυλής που πάνω σε μια μεγάλη σιδεροστιά έβραζε το λεβέτι με νερό που  χρειαζόταν για να μαδήσουνε το χοιρινό. Άλλη θλιβερή ιστορία αυτή με το νερό. Υδρευόταν τότε το χωριό μας από την Μπουσμπούνα την πηγή μας στο κάτω μέρος του χωριού και το μετέφεραν οι γυναίκες συνήθως με ξυλοβάρελα που τα ζαλώνονταν με σκοινί στην πλάτη.

                            Το πλαστικό δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του, τα δοχεία ήταν δυσεύρετα και το νοικοκυριό έπρεπε να βολευτεί με τις τριάντα - σαράντα περίπου οκάδες νερό που έπαιρνε το βαρέλι, άντε και μια βαρέλα ακόμα γύρω στις 5 οκάδες. Αλλά το να φθάσει το νερό στο σπίτι ήταν δεν ήταν και εύκολη δουλειά, αφού και στην πηγή έβγαινε λίγο, και οι γυναίκες στήνονταν στη σειρά (είχε μπασιά όπως λέγανε) για να γεμίσουν το βαρέλι τους. Τα σπίτια στον απάνω μαχαλά όπου και το πατρικό μου απέχουν 400  περίπου μέτρα από την Μπουσμπούνα και οι γυναίκες ανεβαίνανε αυτήν την ανηφορική διαδρομή που έχει τουλάχιστον 70% κλίση ζαλωμένες το βαρέλι, με διπλωμένο σχεδόν το κορμί τους.

Ακινητοποιούσαν λοιπόν το ζωντανό και το έσφαζε ο ειδικός, αλλά ώσπου να ξεψυχήσει, οι πονεμένες οιμωγές του δονούσαν την ατμόσφαιρα και ξεσηκώνανε το χωριό. Καθώς το σφάξιμο των γουρουνιών γινόταν κυρίως κατά την πριν από την Τσικνοπέμπτη εβδομάδα – λίγοι τα σφάζανε τα Χριστούγεννα - σκεφτείτε,  ότι μπορεί εκείνη τη στιγμή αυτή η διαδικασία να επαναλαμβανόταν παράλληλα  σε τρία τέσσερα σπίτια ακόμα, και βάλτε στο νου σας το κλάμα και τις απελπισμένες κραυγές των ανήμπορων ζωντανών μέχρι να ξεψυχήσουν.

Μόλις έπαυε το γουρούνι να αναπνέει, ο σφάχτης τού αφαιρούσε  το «καρύδι» από τον λαιμό, τον λάρυγγα που τον λέγανε και καρούτζαφλα, και τη φούσκα την ουροδόχο κύστη με τα αμελέτητα, τα γλυκάδια, (κατρουλήθρα την λένε στη δεύτερη πατρίδα μου τη Ρόδο εκεί στην Έμπωνα) και κάποιος του περνούσε ένα λεμόνι στο στόμα.

Το καρύδι και τα αμελέτητα τα έπαιρνε η νοικοκυρά και αφού τα ξέπλενε λίγο να φύγουν τα αίματα τα έβαζε στην άκρη στα κάρβουνα εκεί που έβραζε το λεβέτι φροντίζοντας να ψηθούν χωρίς να της καούνε, ενώ τη φούσκα που την περιμένανε ανυπόμονα οι πιτσιρικάδες την αρπάζανε και την συγκυλάγανε λίγο στο σβηστό τζάκι σε κρύα στάχτη, την φουσκώνανε και φτιάχνανε ένα μπαλόνι σαν  μπάλα, είδος πολυτέλειας για τον τότε μικρόκοσμο και αρχίζανε το παιγνίδι.

Στη συνέχεια οι άνδρες σηκώνανε το σφάγιο και το τοποθετούσαν πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο που είχαν ετοιμάσει εκεί στην αυλή με το φύλο κάποιας πόρτας ή με σανίδια, που ήταν απαραίτητος γιατί επάνω του θα μαδούσαν το χοιρινό, και φρόντιζαν να είναι επικλινής για να φεύγουν τα νερά που χρησιμοποιούσαν για το μάδημα, αλλά και ελεύθερος γύρω  - γύρω για να κινούνται και να εργάζονται.

Αμέσως άρχιζε άλλη μια δύσκολη και λεπτή διαδικασία το μάδημα, η απαλλαγή του σφάγιου από το τρίχωμά του, που γινόταν με καλά, ακονισμένα μαχαίρια και βραστό νερό με το οποίο καταβρέχανε με πολύ προσοχή το τρίχωμα και το ξύνανε με τα μαχαίρια με τρόπο και επιδεξιότητα ώστε να μην πληγώνουν το δέρμα, ούτε όμως και να «αρπάξει» από το καυτό νερό. Πετυχαίνοντας σωστή διαβροχή με το βραστό νερό – πολλές φορές σκεπάζανε το σφάγιο εκεί στο μάδημα με κάποιο χοντρό ρούχο για να «φαφατιάζει» το δέρμα -  αλλά και επιδέξια χρήση των μαχαιριών καταφέρνανε να ξεριζώνονται οι τρίχες χωρίς να κόβονται μέσα στο δέρμα.

Στα παλιότερα και πιο δύσκολα χρόνια πριν το τέλος του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα που η φτώχεια και η ανέχεια χτυπάγανε κόκκινο, επειδή το δέρμα στη ράχη του χοίρου είναι πολύ σκληρό το παίρνανε και φτιάχνανε κάτι σαν μοκασίνια, τα γουρνοτσάρουχα, που προσαρμόζονταν με δερμάτινα λουριά στα πόδια και στην ανάγκη τα φορούσαν αντί για παπούτσια.

Τελειώνοντας το μάδημα και αφού το πλένανε εκεί στον πάγκο, ο ειδικός άνοιγε το σφάγιο στην κοιλιά και αφαιρούσαν με προσοχή έντερα πατσά εντόσθια κλπ, και κάπου εκεί ερχόταν και η κυρά με ένα δίσκο με το πικάντικο μεζεδάκι που είχε βγάλει από τα κάρβουνα, το καρύδι και τα γλυκάδια, και την κανάτα με το κόκκινο κρασί και τις σχετικές κούπες. Λίγος ο μεζές, ίσα για να νοστιμίσει το στόμα τους με το κριτσάνισμα του μισοψημένου γουρνολάρυγγα, αρκετός όμως για να σκορπίσει κέφι και να αδειάσουνε οι πρώτες κούπες με το ευλογημένο κρασάκι  από τα δικά τους αμπέλια και να πέσουνε και οι πρώτες ευχές:

-Καλοφάγωτο νοικοκυραίοι!  Και του χρόνου! Άντε, καλές Απόκριες! Χρόνια πολλά!

Η κυρά έπαιρνε σε ένα ταψί τη συκωταριά  πρώτα – πρώτα  και αμέσως ξάκριζε κάποια μεζεδάκια που αφού τα ξέπλενε τα έριχνε  στο μεγάλο τηγάνι με το μακρύ χέρι και τα έβαζε πάνω στη σιδεροστιά.

Δεν ξεχνούσε καθώς καθάριζε τη συκωταριά να ξεχωρίσει και κάνα δυο μεζεδάκια – σπλήνα πλεμόνι και κάνα κομματάκι άντερο - για το σκύλο του σπιτιού που περίμενε υπομονετικά σε μια άκρη μπροστά στο δρόμο εποπτεύοντας την κίνηση, και που τα άρπαζε στον αέρα καθώς του τα πετούσε και τα μασούλαγε περιχαρής.

                       Ώσπου οι άνδρες να καθαρίσουνε το σφάγιο και να βγάλουν έντερα πατσά και λοιπά, να το ζυγίσουν και να το κρεμάσουνε στο πατερό με το κεφάλι προς τα κάτω που θα έμενε δυο τρεις ημέρες για να στραγγίσει και να είναι έτοιμο για τεμάχισμα, είχαν ψηθεί και τα  συκωτάκια  και όλη η συντροφιά απολάμβανε  τη νοστιμιά τους. Και μην πάει ο νους σας σε τραπέζια και σερβίτσια, στο πόδι συνήθως με ένα πιάτο μπροστά τους εκεί στην αυλή και με ένα καρβέλι ψωμί από τον φούρνο του σπιτιού ρίχνανε τις πιρουνιές τους απολαμβάνοντας τα πικάντικα μεζεδάκια σχολιάζοντας το τελικό βάρος και το πάχος του γουρουνιού, το πόσες οκάδες καθαρό κρέας και πόσο  λίπος υπολογίζανε να βγάλει, για το ποιοι άλλοι σφάζανε σήμερα, και άλλα τέτοια σχετικά με την ημέρα. 

                               Όλα τούτα μέσα και κάτω από μια χαρούμενη και πανηγυρική ατμόσφαιρα, όπου κυριαρχούσε ο καπνός από τις φωτιές που καίγανε σε κάποιες αυλές, ανακατεμένος με την  κνίσα από τα μεζεδάκια που ψήνανε ή τηγανίζανε οι νοικοκυραίοι, τα σκουξίματα από τα ζωντανά που έμπαινε το μαχαίρι στο λαιμό τους, οι φωνές και τα χωρατά, τα παιγνίδια και οι χαρούμενες φωνές των παιδιών.

Αργότερα η νοικοκυρά αφού έπλενε τα έντερα θα έφτιαχνε λουκάνικα με ψιλοκομμένο κρέας και διάφορα καρυκεύματα, αλλά  και την απαραίτητη οματιά με το παχυάντερο που την έψηνε στο φούρνο με σιτάρι και ψιλοκομμένο κρέας, μαϊντανό μάραθο και δυόσμο, λίγη καυκαλήθρα, κρεμμυδάκι, κανελογαρίφαλα, πιπέρι και καμιά φλούδα πορτοκάλι αν βρισκόταν, και γινόταν ένα πράμα που εκείνοι που το τρώγανε γλείφανε  και τα δάχτυλά τους.

                        Ύστερα από τρεις περίπου ημέρες αφού είχε στεγνώσει το σφάγιο εκεί όπως κρεμόταν, ξεκινάγανε τη διαδικασία για το «λιώσιμο», να παστώσουνε δηλαδή το κρέας για να φτιάξουνε το «άλειμα», την τσιγαρίδα.  Το «ξεφερτσιάζανε» αφαιρώντας με λεπτές λουρίδες το δέρμα του ( και για να μην ξεχνιόμαστε φέρτσα ή σγόρτσα το λέγαμε οι Ψαραίοι, και το λίπος λίγδα), και στη συνέχεια σε λουρίδες πάλι αφαιρούσαν το παχύ λίπος που το περίβαλλε. Μετά το τεμαχίζανε βάζοντας χωριστά τα πόδια και το κεφάλι και χωριστά το κρέας αφαιρώντας του τα κόκκαλα, βράζανε στο λεβέτι το καθαρό κρέας και τις σκόρτσες, τις λουρίδες δλδ το δέρμα που τις κόβανε σε μικρά κομμάτια που  με λίγο νερό, με κάνα μπαχαρικό ακόμα και λίγα λουκάνικα για να νοστιμίσει , κάποιοι ανάλογα τους νοικοκυραίους βάζανε και κρασί ή ξύδι, αφαιρούσαν σε κάποια φάση  αφαιρούσαν το λίπος που το σουρώνανε και το αποθηκεύανε, και βράζανε καλά το κρέας προσθέτοντας και πολύ αλάτι χοντρό  και το παστώνανε αφού δεν υπήρχαν ψυγεία, και το αποθηκεύανε σε δοχεία – πήλινα κατά το δυνατόν, λαήνες κλπ – αλλά και τις γνωστές μας λάτες (ντενεκέδες)  εξασφαλίζοντας το κρέας της χρονιάς για την οικογένεια, αλλά και το απαραίτητο λίπος για να αρταίνουν τα φαγητά τους. Η έμπειρη νοικοκυρά τοποθετούσε με τάξη το κρέας στις λαήνες  - που το καλύπτανε με το λίπος για να διατηρείται - βάζοντας αλλού το καθαρό κρέας, αλλού τις φέρτσες και αλλού τα λουκάνικα, ώστε ανάλογα την περίσταση, να ξέρει που θα βάλει το πιρούνι για να βγάλει και τον σωστό μεζέ.

Τίποτα δεν περίσσευε για να πετάξουν από το χοιρινό. Με τα πόδια και το κεφάλι φτιάχνανε τον πατσά που όταν πάγωνε γινόταν η γνωστή πηχτή. Από την Μπόλια παίρνανε εκείνο το λίπος της το «βασιλικό» που χρησίμευε να επαλείφουν άρβυλα, ζώνες, δερμάτινα εξαρτήματα στο σαμάρι του μουλαριού κλπ για να μαλακώνουν, ενώ με διάφορα     υπολείμματα  φτιάχνανε σαπούνι.


 





 Ψαραίικα

Καλημέρα με την Ανατολή από το Ψάρι
... που γιορτάζει σήμερα και πανηγυρίζει τον Άη Γιάννη.
Ο ήλιος μάς βγαίνει από τον Αρτοζήνο, το βουνό από όπου κατά τη μυθολογία μας χαμηλότερα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις προμηθεύονταν τον άρτο για να θρέψουνε το Δία(κρυφά βέβαια για να μην τον ανακαλύψει ο πατέρας του ο κρόνος που έτρωγε τα παιδιά του και τον... μασήσει). Αρτοζήνος λοιπόν από το άρτος του Ζηνός( ο Ζεύς του Διός τον Ζήνα του Ζηνός κτλπ).




Είπα πανηγυρίζει το Ψάρι σήμερα, οι μυημένοι όμως γνωρίζουν ότι το πανηγύρι κρατάει τρεις ημέρες, με τις βραστές του γίδες, τα ψητά του, τον ζεστό του από το ζωμό των βραστών τραχανά και πολλά άλλα.

 


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020



 Εμεις οι Αρκάδες οι προσέληνοι.

Καλά είναι γραμμένο, με ένα λ, γιατί υποδηλοί και προσδιορίζει την ύπαρξη των Αρκάδων πριν από τη Σελήνη! Έτσι τουλάχιστον αναφέρει ο Αριστοτέλης ισχυριζόμενος ότι οι Αρκάδες υπήρχαν στη γη τους πολύ πριν κατοικηθεί από τους Έλληνες και προτού ακόμα εμφανιστεί η Σελήνη στον ουρανό! Γι αυτό τους ονόμασε προσέληνους. Αλλά και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι «όταν δεν υπήρχαν όλα τα περιφερόμενα σώματα στον ουρανό, πριν εμφανιστούν οι φυλές της Δανάης και του Δευκαλίωνα, και υπήρχαν μόνο οι Αρκάδες, για τους οποίους λεγόταν ότι κατοικούσαν πάνω στα βουνά και τρέφονταν με βελανίδια, πριν την ύπαρξη της  σελήνης».

Ο Παυσανίας στα αρκαδικά του μας πληροφορεί ότι πρώτος ηγεμόνας των Αρκάδων υπήρξε ο ισόθεος Πελασγός που επινόησε την κατασκευή καλυβιών για να ζεσταίνονται, να μην κρυώνουν και να μην βρέχονται οι Αρκάδες.

Επινόησε επίσης την κατασκευή ενδυμάτων από δέρματα προβάτων, και το κυριότερο, την τροφή από καρπό δρυών (βελανίδια). Ο Πελασγός είχε φυτρώσει από τη γη, ενώ άλλοι διατείνονταν πως ήταν γιος  του  Δία και της Νιόβης.

Αργότερα, ένας άλλος ηγεμόνας ο Αρκάς, γιος της Καλλιστούς μοναχοκόρης του Λυκάονα.( μοναχοκόρη αλλά ο Λυκάων είχε και 49 αγόρια!) εισήγαγε τον ήμερο καρπό από σιτάρι, έμαθε τους ανθρώπους να φτιάχνουν ψωμί και να υφαίνουν ενδύματα αφού και ο ίδιος είχε διδαχθεί το  γνέσιμο  από  τον Αρισταίο.

Πελασγία λεγόταν η χώρα παλιότερα αλλά  επί ηγεμονίας Αρκά ονομάστηκε Αρκαδία. Η Αρκαδία είχε  μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή αλλά δεν είχε πρόσβαση στη θάλασσα. Προς  τα βόρεια κατείχε και την περιοχή των Καλαβρύτων, τους  Λουσσούς (Σουδενά) την Κλειτορία και τον όγκο των Αροανίων. Προς τα νότια την Αλίφειρα, Φιγάλαια Βάσσες Θεισόα και την περιοχή της Ανδρίτσαινας ενώ στα ανατολικά έφθανε στη δυτική Κορινθία, στις περιοχές Φενεού  Στυμφάλου και στο όρος Κυλλήνη, στις περιοχές Σκοτεινής και Αλέας.

Αλλά και ο μεθοδικός Πολύβιος πλέκει εγκώμια για τους Αρκάδες στο 4ο βιβλίο του αναφέροντας μέσα σε άλλα ότι είναι φιλόξενοι, φιλότιμοι και χορευταράδες και αγαπούν  τη μουσική.

Αυτά τα ολίγα για εμάς τους Αρκάδες και την Αρκαδία για να μην μας περνάτε όπως μας βλέπετε! Άλλωστε, για την Αρκαδία δεν θα αρκούσαν ολόκληρες βιβλιοθήκες κι εγώ ούτε αρμόδιος ούτε ιστορικός είμαι.

ΥΓ. Όσο για το βελανίδι (βελάνι στη Γορτυνία), πέρα από τη μυθολογία, ο γράφων και εκατοντάδες  χιλιάδες συμπολίτες μας κατά τη διάρκεια της πρώτης γερμανικής κατοχής το 1941 – 1942 το φάγαμε για να επιβιώσουμε από την πείνα αλεσμένο και ψημένο ψωμί. Και  όσο ακόμα ήταν ζεστό από το φούρνο τρωγόταν, όταν όμως ξεραινόταν δεν το «πέρναγε» ούτε Γκρας, το ισχυρότατο εκείνο ντουφέκι των αρχών του περασμένου αιώνα με τις μεγάλου διαμετρήματος σφαίρες.