Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Το προσκύνημα του Μωρηά στον Ιμπραήμ

 

Τριπολιτσά

Τον καιρό που έκανε απόβαση ο Μπραήμης στην Πελοπόννησο, ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της νησιώτικης ολιγαρχίας και των καπεταναίων του Μωρηά βρισκόταν στο Ζενίθ, και οι Έλληνες «σκοτωνόμαστε σάν τά  σκυλιά εις τ’ αμπέλια» όπως παραστατικά γράφει ο Μακρυγιάννης

Η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τη βοήθεια  του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και την καθοδήγηση του Κωλέττη είχε εξαπολύσει ρουμελιώτικα στρατεύματα στην Πελοπόννησο με την εντολή να μην αφήσουν τίποτα όρθιο, και μια βδομάδα προτού μπει  ο Μπραήμης στο Μωρηά, φυλάκιζε τους πολιτικούς της αντιπάλους,  Κολοκοτρώνη, Δεληγιανναίους, Νοταράδες, Μητροπέτροβα και άλλους, στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.
                 Ενώ η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τον Μαυροκορδάτο και τις οδηγίες του Κωλέττη κατασπαταλά τα λεφτά του δανείου για να ισοπεδώσει την Πελοπόννησο και τους πολιτικούς της αντιπάλους, ο Ιμπραήμ πασάς εισπλέει ανενόχλητος με 50 πλοία στη Μεθώνη το πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη του 1825 και αποβιβάζει 4.000 στρατό, 600 ιππείς και σώμα ατάκτων, ενώ ύστερα από ένα μήνα με μια δεύτερη απόβαση φέρνει ακόμα 7.000 άνδρες και 400 ιππείς, εφόδια κλπ. 
                                  Αποφασίζει κάποτε η κυβέρνηση να αντιδράσει, στις 7 Απριλίου του 1825 γίνεται η περίφημη μάχη στο Κρεμμύδι – μεταξύ Μεθώνης και Πύλου – όπου τα ελληνικά στρατεύματα (και με πληγωμένη τη μαχητικότητα και το ηθικό των Πελοποννησίων)  ηττώνται κατά κράτος  από τους στραβαραπάδες του Μπραήμη. Ακολουθεί η Σφακτηρία, το Παλιόκαστρο, το Νιόκαστρο κλπ.
      Ο Μπραήμης σαρώνει παντού τις αντιστάσεις των Ελλήνων, ο κόσμος διαδηλώνει στο Ναύπλιο και απαιτεί από την κυβέρνηση να αμνηστεύσει τους φυλακισμένους οπλαρχηγούς – κάτι που ούτε να ακούσει δέχεται η νησιώτικη ολιγαρχία -  για να πολεμήσουν τις ορδές του Μπραήμη, οι εξελίξεις όμως τους αναγκάζουν να τους αμνηστεύσουν στις 12 ή 14 του Μάη και να αναθέσουν την αρχηγεία στον Πετρόμπεη και τον Κολοκοτρώνη.
Οι Ρουμελιώτες που θεωρούν ότι η παραμονή τους στο Μωρηά δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον πλέον, αποχωρούν για την πατρίδα τους για να προστατέψουν τις οικογένειές τους όπως λένε.
                      Η κατάσταση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά για τον Ελλαδικό χώρο που φαίνεται πως η επανάσταση ψυχορραγεί.
       Τον Απρίλη του 1826 με την ηρωική Έξοδο σφραγίζεται η πτώση του Μεσολογγίου και φαίνεται να έχει υποταχθεί η Ρούμελη, και μόνο στα ανατολικά στην Αθήνα, αντιστέκεται ακόμα στον Κιουταχή η φρουρά της Ακρόπολης υπό τον Γκούρα, ενώ ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Πελοπόννησο, και ξεκινάει την επιχείρηση «Προσκύνημα του Μωρηά».
Με το προσκύνημα ο Μπραήμης απέβλεπε στη συστηματική και πλήρη υποταγή της Πελοποννήσου στην Τούρκικη Εξουσία – όπως με επιτυχία είχε κάνει ο Κιουταχής στη Ρούμελη - και για να το πετύχει χρησιμοποίησε δυο στρατηγικές : Η πρώτη και πιο επικίνδυνη ήταν η υποταγή με ειρηνικά μέσα, παροχές κυρίως και αναγνώριση δικαιωμάτων, και ή δεύτερη ήταν η στρατηγική της Βίας. Έδινε μεγάλη σημασία στο προσκύνημα ολόκληρων περιοχών, για να μπορούν οι Τούρκοι να παρουσιάσουν τα προσκυνοχάρτια στις διπλωμάτες των δυνάμεων που ασχολούνταν με το ελληνικό ζήτημα και να υποστηρίζουν ότι τέτοιο θέμα δεν υπάρχει.
               Ταλαιπωρημένοι οι Μωραΐτες από τους δυο εμφύλιους του 1823 – 1825 που είχαν καταστρέψει την Πελοπόννησο, απογοητευμένοι από τις σαρωτικές νίκες του Ιμπραήμ πασά, και με χαμηλό έως ανύπαρκτο ηθικό από τις προσβολές που είχαν υποστεί από τα κυβερνητικά – ρουμελιώτικα κυρίως στρατεύματα που ακόμα ταλαιπωρούσαν τον τόπο, αλλά και από τις συμπεριφορές «των τρανών» προυχόντων και οπλαρχηγών που τους καταπίεζαν, έδειχναν πως δεν είχαν διάθεση να αντισταθούν στην υποταγή.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου.

Κάθε τόσο τους φορολογούσαν, τους έβαζαν να κάνουν αγγαρείες και γενικά τους φέρνονταν όπως και οι Τούρκοι. Γι’ αυτό μη έχοντας αναπτυγμένη την εθνική συνείδηση, παρασύρθηκαν από το καλόπιασμα του Ιμπραΐμ» ( Κορδάτος Ιστορία της Ελλάδας τ. Χ. σελ. 557). 
      Με όλα τούτα ήσαν εύκολη λεία στο προσκύνημα, και υπήρξε μεγάλος κίνδυνος να σβήσει η επανάσταση.
             Ο Μπραήμης προσπάθησε με το καλό και με προσφορές να κάνει τους Μωραΐτες να υποταχτούν, αποφεύγοντας να κάνει επιθέσεις στα χωριά, που έτσι κι αλλιώς ανυπεράσπιστα ήσαν.  «Υποσχόταν πενταετή φορολογική ασυδοσία, ανέγερση οικιών, χορήγηση βοών, ίππων και άλλων ωφελίμων». (Γάνης Κορδάτος τ. Χ. σελ 551).

              Δίνανε προσκυνοχάρτι οι Τούρκοι, το λεγόμενο « ράι μπουγιουρντί», που σήμαινε ότι ο ραγιάς αποδεχόταν και υποτασσόταν στην Τούρκικη Εξουσία. Και φυσικά, είχε και τα σχετικά ωφελήματα και παροχές. 

Ξεκίνησε από την περιοχή των Πατρών, Βοστίτσας και Καλαβρύτων που τις βρήκε ανυπεράσπιστες σχεδόν γιατί οι καλύτερες διαθέσιμες δυνάμεις και οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου είχαν στραφεί προς τον Κιουταχή που κατείχε την Αττική. Κατά τη διάρκεια της πορείας του, τα στρατεύματά του δεν ενοχλούσαν τους πληθυσμούς με επιθετικές ενέργειες ή λεηλασίες, παρά μόνο, οι προπορευόμενοι πράκτορές του εκθείαζαν τα πλεονεκτήματα του προσκυνήματος και την ασφάλεια και σιγουριά που τους παρείχε η τούρκικη Εξουσία.

Ιμπραήμ πασάς


Προσκυνούσαν μεμονωμένα άτομα, οικογένειες, ομάδες, χωριά, ολόκληρες περιοχές. Και επί πλέον, οργάνωναν ένοπλα σώματα που πολεμούσαν τους ομογενείς τους τους ραγιάδες υπό τις διαταγές των Τούρκων. 
        Ο Ιμπραήμ κρατούσε τις υποσχέσεις που έδινε, ενώ οι Έλληνες αγωνιστές, πολλές φορές ούτε φαγητό δεν είχαν. «Παρείχε εις τους ελληνικούς πληθυσμούς σπόρον διά την καλλιέργειαν των σιτηρών και υπέσχετο ότι θα επροστάτευε την ζωήν την τιμήν και την ιδιοκτησίαν εκείνων που θα προσήρχοντο να υπογράψουν τας δηλώσεις υποταγής», μας πληροφορεί ο Διον. Κόκκινος στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ τ. 6  σελ 121. 
Έστελνε τρόφιμα στα προσκυνημένα χωριά και είχε προστάξει «κανείς Τούρκος να μην πειράξει ραγιά και γεννηθεί το παραμικρόν παράπονον, διότι ο Τούρκος αυτός θα κρεμαστεί αμέσως». 
         Και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, στην ΔΙΗΓΗΣΗ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ μας πληροφορεί ότι «ο Ιμπραήμης τόσο έλκυσε τόν λαόν, Τούρκος δέν κόταε ούτε στάχυ νά κόψη. Καί όλα μέ τόν παρά. Καί τούς έδιδε προσκυνοχάρτια καί μέρος (χωράφια). Καί επροσκύνησαν όλοι οι καπεταναίοι – καί επροσκύνησαν οι καπεταναίοι τών αρχόντων». 
                 Καθώς βγήκε στην Πάτρα «… έκραξε τόν Νενέκο, καί ο Νενέκος επροσκύνησε καί τόν έβαλε μπροστά νά κάμη νά προσκυνήσουν, καί επροσκύνησαν καί τά δύο μέρη τών Καλαβρύτων, καί η Πάτρα όλη, καί μέρη της Βοστίτσας, καί ήλθε τό προσκύνημα έως τά Καλάβρυτα ….».
     Αλβανόφωνος οπλαρχηγός του Κοτζάμπαση της Πάτρας Μπενιζέλου Ρούφου, από τα Σούπατα της Αχαΐας ο Δημήτρης Νενέκος, είχε πολλούς γνωστούς και επηρέαζε πολύ τα Αρβανιτοχώρια της Αχαΐας. Ερωτοτροπούσε από καιρό με τους Τούρκους, και όταν του έκανε την προσφορά του ο Μπραήμης, πήγε μαζί του. «Με τη μεσολάβησή του, ο Ιμπραΐμ άφησε πολλούς αιχμαλώτους γνωστούς τού Νενέκου, και ο προδότης απόχτησε δύναμη και προβολή» μας πληροφορεί ο Γιάνης Κορδάτος τ. Χ σελ 550. Αναγνωριζόταν πλέον αρχηγός στα Αρβανιτοχώρια της Αχαΐας, και οργάνωσε σώμα από 2.000 προσκυνημένους ραγιάδες μισθοφόρους που τους καλοπλήρωνε, και ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους.
         Το παράδειγμα του Νενέκου ακολούθησαν όλοι σχεδόν οι καπεταναίοι των Κοτζαμπάσηδων, και το Προσκύνημα απλώθηκε σε ολόκληρη την Αχαΐα και άρχισε να επεκτείνεται στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. 
              Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι την κατάσταση τότε έσωσε ο Κολοκοτρώνης, που από τον Αρχιστράτηγο Τσωρτς είχε διοριστεί Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου. 

Κολοκοτρώνης

Σε αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο που «ουδέποτε η αποθάρρυνσις είχε φθάσει εις τοιούτον βαθμόν», μόνο ο Κολοκοτρώνης δεν έχασε το θάρρος του, μας πληροφορεί ο εξαίρετος ιστορικός Τάκης Αργ. Σταματόπουλος, στο βιβλίο του Ο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟΣ ΜΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ, «Και χωρίς υπερβολή, έσωσε την επανάσταση, που κινδύνευε να σβύσει και στην Πελοπόννησο, μετά το προσκύνημα όλης της Ρούμελης. Με τους άξιους συμπολεμιστές του Πλαπούτα, Νικηταρά, Πετιμεζαίους, Δ. Μελετόπουλο, τον Γ. Χελιώτη – Λόντο και άλλους … κινήθηκε μ’ αδάμαστη δραστηριότητα και «προσήνεγκε τελευταίαν και μεγάλην εις την Ελλάδα εκδούλευσιν». 

         Οργανώνοντας ένοπλα σώματα με έμπιστους οπλαρχηγούς για να χτυπήσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, προσπάθησε παράλληλα με ήπιο τρόπο να φέρει τους προσκυνημένους στον ίσιο δρόμο. Έστελνε επιστολές σε γνωστούς του, εγκυκλίους και υπομνήματα σε καπεταναίους χωριών και πόλεων εξηγώντας  τους εθνικούς κινδύνους από το προσκύνημα, χωρίς επιτυχία όμως, γιατί τα μίση και τα εμφύλια πάθη ήσαν ακόμα στην ημερησία διάταξη και οι αντιδράσεις πολλές.  
             Με τη στρατηγική της ήπιας προσέγγισης και των προσφορών, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να καταλάβει και το Μέγα Σπήλαιο που παρέμενε ανυπότακτο, οι άνθρωποι του Νενέκου πηγαινοέρχονταν ελεύθερα εκεί μέσα, και οι μισοί τουλάχιστον καλόγεροι ήθελαν να προσκυνήσουν, μας πληροφορεί ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως σελ. 601. «Οι Σπηλαιώται μοναχοί εσχίσθησαν εις δύο κόμματα, και το μέν ένα  ήθελαν να υπάγουν κατά τον αυτόν τρόπον προς τον Πασάν δια να προσκυνήσουν και να λάβουν «ράι μπουγιουρντί» διότι είχαν βαρεθή και δεν υπέφεραν πλέον τας καταχρήσεις των στρατιωτών και των λοιπών κατοίκων της επαρχίας Καλαβρύτων, οίτινες είχαν τας οικογενείας των εις την μονήν και από αυτήν ετρέφοντο, του δε άλλου κόμματος οι πατέρες ήσαν εναντίοι και δεν ήθελαν να υποταχθούν», ενώ πολλοί είχαν πιάσει τα όπλα, είχαν βγάλει τις στολές των μοναχών και είχαν ντυθεί με φουστανέλες και φέσια, δηλώνοντας έτοιμοι να πολεμήσουν και να αποκρούσουν τις επιθέσεις των στρατευμάτων του Μπραήμη. 
             Ζήτησαν και τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη, κι εκείνος έστειλε προς ενίσχυση του μοναστηριού τον υπασπιστή του Φωτάκο με ένα σώμα στρατιωτών και κάποιους οπλαρχηγούς, ενώ τη γενική αρχηγεία την ανέθεσε στον Νικόλαο Πετιμεζά που διατηρούσε σώμα 600 περίπου πολεμιστών. Ειδοποίησε παράλληλα και άλλους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στην περιοχή Αχαΐας και Κορίνθου να σπεύσουν προς τη Μονή. 
            Η θέση ήταν ισχυρή, απόρθητη, γι αυτό, «εκτός δε των εντός του μοναστηρίου οικογενειών, είχον  και εντός αυτού εις τα ριζώματα των βράχων συναχθή δια τον φόβον του Ιμβραήμ πολλαί χιλιάδες ψυχαί, άνδρες και γυναικόπαιδα…». Φωτ.605. 
              Αφού απέτυχαν οι προσπάθειες ειρηνικής υποταγής, στις 18 – 19 Ιουνίου με πάνω από 20.000 στρατό και δυο χιλιάδες τουρκοπροσκυνημένων υπό τον Νενέκο που γνώριζαν τα κατατόπια και ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους αραπάδες, ο Μπραήμης περικύκλωσε την περιοχή της Μονής. 
        Η μεγάλη επίθεση άρχισε ξημερώματα στις 24 Ιουνίου 1827, διήρκεσε ολόκληρη την ημέρα και οι επιθέσεις των στρατευμάτων του Μπραήμη και των τουρκοπροσκυνημένων αποκρούστηκαν όλες.
   
Μέγα Σπήλαιο.

 Οι ιστορικοί εξυμνούν την μαχητική ικανότητα και την ανδρεία που επέδειξαν πολλοί από τους καλογέρους εκείνη την ημέρα. «Οί μοναχοί επολέμησαν ακατάβλητοι μέ μαχητικήν ικανότητα ώς οί εμπειρότεροι τών πολεμιστών» Διον Κόκκινος, τ. 6, σελ 126. Και ο Φωτάκος σελ 609: «Οί καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς, σχεδόν διπλασίους.  Εκείνην δέ τήν ημέραν οί Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πόλεμον … ». 
                                  Μετά την αποτυχία του στο Μέγα Σπήλαιο, ο Ιμπραήμ απέσυρε τις δυνάμεις του και κατευθύνθηκε προς την Τριπολιτσά ενεργοποιώντας τη στρατηγική της απόλυτης βίας ρημάζοντας χώρες και χωριά, καίγοντας και καταστρέφοντας, σκοτώνοντας  κόσμο, αιχμαλωτίζοντας άνδρες και γυναικόπαιδα για τα σκλαβοπάζαρα. 
       Ο Κολοκοτρώνης έδινε άνισο αγώνα και προς τον Ιμπραήμ με τις υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις και τον οργανωμένο στρατό του, αλλά και προς την ντόπια αντίδραση που τον πολεμούσε λυσσαλέα. 
Δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους τουρκοπροσκυνημένους που τους εξόπλιζε ο Μπραήμης και ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους αραπάδες του επειδή γνώριζαν τα κατατόπια της περιοχής, αλλά και το πνεύμα ηττοπάθειας και υποταγής. Είχε επί  πλέον απέναντί του και πολλούς προύχοντες, όπως τους γνωστούς Αντρέηδες Λόντο και Ζαΐμη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους, και φυσικά τους ανθρώπους που εκείνοι επηρέαζαν. Και το κυριότερο,  τον υπέβλεπε δημοσίως και επισήμως η κυβέρνηση, που μέσω της περίφημης Αντικυβερνητικής Επιτροπής, με αναφορά της  στον Αρχιστράτηγο Τσωρτς τον κατηγορούσε για καταχρήσεις.(Διον Κόκκινος τ.6 σελ.121). Παράλληλα, για να τον σαμποτάρει στον αγώνα του ενάντια στο Προσκύνημα το κυβερνητικό εκείνο όργανο, έστελνε πολεμοφόδια και ενισχύσεις στον εχθρό του Αντρέα Λόντο αν και ήταν υπόδικος, αναγνωρίζοντας εκείνον για αρχηγό. 
          Εμπόδια στον Κολοκοτρώνη έφερναν και πολλοί τρανοί προύχοντες επειδή τον υποψιάζονταν ότι σχεδίαζε – αν του έρχονταν τα πράγματα βολικά – να καταργήσει το δημοκρατικό πολίτευμα και να γίνει Ηγεμόνας του Μωρηά. ΄Ήθελε, λέγανε πολλοί, να γίνει βασιλιάς. Δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι έπασχε από έλλειψη εχθρών. Δείτε κάποιους χαρακτηρισμούς που κάνει στα απομνημονεύματά του για τον Κολοκοτρώνη ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που υπήρξε και συμπέθερός του για ένα διάστημα: «… άνθρωπος αναλφάβητος, κούφος, μάταιος, ετεροκίνητος, θρασύδειλος, χωρίς κανέν πλεονέκτημα, ανατεθραμμένος εις τον άγριον ληστρικόν βίον. Που οινοποτή μάλιστα κάθε στιγμήν …». 
             Για να μπορέσει να αναστρέψει την κατάσταση στις προσκυνημένες περιοχές, ο Κολοκοτρώνης άσκησε την δική του τρομοκρατία. Έστελνε άνδρες του που κάνανε επιδρομές σε χωριά και τιμωρούσαν, ακόμα και κρέμαγαν αμετανόητους προσκυνημένους. Απειλούσε να κάψει τις περιουσίες τους, να κάψει ολόκληρα χωριά προσκυνημένα, να μην τους αφήσει σε χλωρό κλαρί αν δεν του παραδώσουν τα προσκυνοχάρτια. Έδωσε γραπτή εντολή σε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να σκοτώσει τον Νενέκο, κήρυξε γενική επιστράτευση και έριξε το σύνθημα «τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους»! 
        Τον Νενέκο κατάφερε λίγο καιρό αργότερα, αρχές της επόμενης χρονιάς που είχε έρθει και ο Καποδίστριας, να τον σκοτώσει ο άνθρωπος που είχε την εντολή, ό Αθανάσιος Σαγιάς πρώτος του εξάδελφος που διαφωνούσαν για τα δικαιώματα της καπετανείας. 
                                  «Οι δε αρχοντοκοτσαμπάσηδες ηύραν εκ τούτου αιτίαν και κατηγόρησαν τον Κολοκοτρώνην εις τον Καπποδίστριαν, ότι έδωκεν άδειαν εις τον Σαγιάν να φονεύση τον Νενέκον, και δια τούτο αμάρτησεν». Φωτάκος σελ. 603). Ο Μπενιζέλος Ρούφος μάλιστα ο κοτσάμπασης της Αχαΐας πήγε γυρεύοντας τον κυβερνήτη που βρισκόταν σε μια αγγλική φρεγάτα στο Μεσολόγγι και έδωκε αναφορά κατά του Κολοκοτρώνη για το φόνο του Νενέκου, αλλά ο Καποδίστριας την αγνόησε. 
    Ο αγώνας του Κολοκοτρώνη αρχίζει να αποδίδει. Καταφέρνει να συγκεντρώσει οχτώ περίπου χιλιάδες πολεμιστές στη βορειοδυτική Πελοπόννησο κάτω από άξιους οπλαρχηγούς όπως ο Πλαπούτας, ο Γενναίος, ο Σισίνης, οι Πετιμεζαίοι και άλλοι, που τους εφοδιάζει με εφόδια και πυρομαχικά ο Γενικός Αρχιστράτηγος Τσωρτς και όχι η κυβέρνηση που τον σαμποτάρει, μεταστρέφεται το κλίμα της υποταγής, αναθαρρεί και ανυψώνεται το εθνικό φρόνημα, οπλαρχηγοί και ολόκληρες περιοχές επιστρέφουν και αποκηρύσσουν το προσκύνημα. Ο Κολοκοτρώνης στρέφεται προς την Ηλεία και την επαρχία της Καρύταινας (Γορτυνία), ενώ ο Ιμπραήμ από την Τριπολιτσά αποφασίζει να υποτάξει τη Μεσσηνία. Στέλνει τον Κεχαγιάμπεη εκεί και τους καλεί να προσκυνήσουν, οι Μεσσήνιοι περιφρονούν τις απειλές του και απαντούν περήφανα ότι αρνούνται την υποταγή. 
  Τον Νικηταρά είχε αφήσει εκεί ο Κολοκοτρώνης, στην πρώτη του όμως σύγκρουση με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ οι άνδρες του τον εγκαταλείπουν, αφού δεν είχαν ούτε πολεμοφόδια, ούτε καν ψωμί να φάνε. 
      Έτσι, παρόλο που στις 6 Ιουλίου 1827 είχε συμφωνηθεί ανακωχή στη Συνθήκη του Λονδίνου, δυο μήνες αργότερα κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου με 10.000 στρατό, 3.000 ιππικό και χίλια τσεκούρια, ο Κεχαγιάμπεης απλώνεται και καίει χωριά, ισοπεδώνει τα σπίτια, κόβει τα δένδρα από τη ρίζα τους, μεταβάλλει τη Μεσηνία σε κρανίου τόπο. Μετά την αποψίλωση της Μεσσηνίας, και καθώς στα παράλια της νότιας Πελοποννήσου έχουν εισπλεύσει οι στόλοι Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας, που του υπενθυμίζουν το 1ο άρθρο της Συνθήκης του Λονδίνου για την ανακωχή,  μετά και τη ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου του 1827 που οι στόλοι Αγγλίας Γαλλίας και Ρωσίας καταβυθίζουν το στόλο του, ο Μπραήμης ανακόπτει τις δραστηριότητές του, σταματάει το προσκύνημα και ο Μωρηάς ηρεμεί κάπως. 
               Παρόλα αυτά όμως, τον επόμενο Φεβρουάριο κατευθύνεται με το στρατό του στην Τριπολιτσά χωρίς να ενοχλεί τους κατοίκους των περιοχών στο πέρασμά του. Εφοδιάζει το στρατό με κασμάδες φτυάρια και άλλα απαραίτητα εργαλεία, και μέσα σε πέντε ημέρες με τη μουσική να παιανίζει, ισοπεδώνει ανενόχλητος τα τείχη που είχαν έως και οχτώ μέτρα  πλάτος. «Όλα δέ τά οικοδομήματα τής πόλεως τά κατέστρεψαν, καί εξ αυτών μόνον τής βρύσαις αφήκαν γεραίς» μας πληροφορεί ο Φωτάκος.

Ναυμαχία του Ναυαρίνου

Λέγεται ότι ο Κυβερνήτης διαμαρτυρήθηκε στις ξένες Δυνάμεις για την καταστροφή  αυτή του Ιμπραήμ, κι εκείνος αποκρίθηκε ότι αν αποζημιώσουν το Σουλτάνο για την καταστροφή του στόλου του στο Ναυαρίνο, τότε κι αυτός θα ξαναχτίσει τα τείχη και την πόλη.

Το Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς ο Μπραήμης αναχώρησε με το στρατό του για την Αίγυπτο, και έτσι τελείωσε ο ελληνισμός μαζί του.