Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Νεράιδες και Αερικά.



- "Ήτανε πολύ πριν το χίλια εννιακόσια, πάνε καμιά εξηνταριά χρόνια από τώρα", άρχισε τη διήγηση του ο γερο Θανάσης. "Στη Γορτυνίτσα ήτανε παγεμένος σώγαμπρος ένας αδελφός του πατέρα μου, ο μπάρμπας μου ο Λιάς και πάντρευε τότε τον πρώτο του γιό, τον ξάδερφό μου τον Δημητράκη. Είχαμε, που λέτε, αποφασίσει να πάμε στο γάμο μαζί με τον αδερφό μου και τις φαμελιές μας και, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορήγαμε να πάμε με άδεια τα χέρια, είμαστε τόσα στόματα"

- "Έπρεπε δηλαδή να πάτε το κανίσκι σας μπάρμπα Θανάση, έτσι;" παρατήρησε κάποιος από την παρέα.
- "Ποιο κανίσκι ρε", τον αντίκοψε ο γερο Θανάσης, "δεν γινόσαντε αυτά τα πράγματα τότε. Αυτά τα έθιμα ήρθανε πολύ αργότερα, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, μπορώ να σου ειπώ και μετά το είκοσι - είκοσι δύο, μετά δηλαδή από τη Μικρασιατική καταστροφή... Από την πίσω μεριά του Φονιά", ξανάρχισε ο γέροντας τη διήγηση του, "μισή ώρα δρόμο από την κορυφή που ξεκινάει η Φούρκα το ταξίδι της για τον Παραπoνιάρη, είχανε τα στανοτόπια τους οι Γκέκηδες από τη Μπεντενίτσα και κάποτε που έτυχε να περάσω από κει κοντά, μου μπήκε ο διάβολος πως ένα σφαχτό από αφτούνη τη στάνη θα ‘λεγε πολλά τραγούδια. Ήμουνα δεν ήμουνα καμιά τριανταριά χρονών και το μυαλό το είχα πάνω από τη σκούφια, τότε. Τέλος πάντων, είχα υποσχεθεί και στον αδελφό μου ότι το σφαχτό για το γάμο ήταν δική μου δουλειά, και έτσι, την προηγούμενη που θα έπρεπε να φύγουμε για το γάμο εγώ κατέβαινα νυχτιάτικα από το Φονιά, φορτωμένος μια γκιόσα καμιά τριανταριά οκάδες, που την είχα αρπάξει από τη στάνη των Γκέκηδων και της είχα κομμένο το λαιμό. 
Κούνησε το κεφάλι του αργά και κοίταξε την ομήγυρη.
-"Ήταν ένας παλιόκαιρος ρε παιδιά, τι να σας ειπώ, έβρεχε με το τουλούμι λες και χάλαγε ο Θεός τον κόσμο. Από τη μια μεριά, με βολεύανε η βροχή και το σκοτάδι, γιατί με τέτοια κοσμοχαλασιά, θα έφτανα στο χωριό χωρίς να με πάρει ανθρώπου μάτι, από την άλλη όμως, κινδύνευα να γκρεμοτσακιστώ μέσα στις γράνες στον κατήφορο που ερχόμουνα, αλλά και να πνιγώ σε κανένα ρέμα έτσι που ήσαν φουσκωμένα από τα νερά που πέφτανε. Με τα πολλά, που λέτε, με τη βοήθεια της γκλίτσας μου, με τη σφαγμένη παλιόγιδα στην πλάτη και την ψυχή στα δόντια, πέφτω στην κατηφοριά και φτάνω κοντά στον μύλο του Αντριά. Μπορεί να ήμουνα παλικάρι, αλλά με τόσες οκάδες φόρτωμα στην πλάτη μου να βολοδέρνω νυχτιάτικα με αυτή τη κοσμοχαλασιά μέσα στις γιδόστρατες τόσες ώρες που δεν έβλεπα τη μύτη μου και έβρισκα το δρόμο ψάχνοντας τον με την γκλίτσα μου, βρεγμένος μέχρι το κόκαλο και ψόφιος από την κούραση, είχα αρχίσει να φοβάμαι πως δεν θα τα κατάφερνα να κουβαλήσω το σφαχτό μέχρι το χωριό. Για καλή μου τύχη, καθώς εζύγωνα στο μύλο η βροχή είχε σταματήσει και είχε αρχίσει να ξανοίγει κάπως ο τόπος, από το λιγοστό φως που ξεχύνεται όταν σταματάει η βροχή και διαλύονται τα σύννεφα. Ροβόλαγα, που λέτε, από την από πάνω μεριά του Μύλου και σκεφτόμουνα πως θα κατάφερνα να περάσω τον Παραπονιάρη, όταν σε μια στιγμή, μπραφ!"
Σηκώνει τα χέρια του, σαν για να δείξει το μέγεθος, το μεγαλείο, ο γέρο Θανάσης. Τα μάτια του λάμπουν, οι δε άλλοι, τον κοιτούν με κομμένη την ανάσα, καθώς συνεχίζει συνομωτικά την αφήγηση του.
-"...κάνει στην πέρα μεριά προς το Σφεντάμι μια πανύψηλη Νεράιδα ντυμένη στα κάτασπρα και στα πλουμιστά, και πηδάει που λέτε με τα φορέματα της να ανεμίζουνε απάνου στα βράχια και χάνεται. Την άλλη στιγμή, αλλού εγώ, αλλούθε η Γκλίτσα μου κι αλλούθε το σφαχτό. Κατάλαβα πως κουτρουβάλαγα κατά το ρέμα, χεσμένος από την τρομάρα μου και μόλις που πρόλαβα κι αρπάχτηκα από κάτι κλαριά, αλλιώς θα ‘φτανα κάτω, μέσα στο νερό. Μπουσουλώντας που λέτε με τα τέσσερα, κατάφερα και ξανανέβηκα στο μονοπάτι, αφού μάζεψα στο μεταξύ και την γκλίτσα μου που γυάλιζε το ραβδί της μέσα στη νύχτα. Στην πέρα μεριά στο Σφεντάμι δεν φαινότανε τίποτα, ούτε νεράιδα ούτε διάβολος. Ευτυχώς το σφαχτό είχε μείνει εδεκεί που μου έπεσε. Όπως σας είπα ήμουνα νέος απάνω στα καλά μου, είχα και το μυαλό απόξω από τη σκούφια μου και δεν πίστευα σε αερικά και άλλους τέτοιους δαιμόνους. Έτσι, ενώ πίστευα πως είχα ιδεί για μια στιγμή μια θεόρατη νεράιδα να πηδάει στα βράχια, από την άλλη τώρα που είχα συνέλθει, ο εαυτός μου μού έλεγε πως αυτά είναι ανοησίες είναι αφύσικα, δεν έχουν λογική και επομένως κάτι λάθος θα είχα κάνει, κάτι άλλο θα είχε πάρει το μάτι μου. Στάθηκα στο σημείο που ήταν πεσμένο το σφαχτό και έκανα ένα δύο βήματα μπρος και ξανά προς τα πίσω, κοιτάζοντας ακριβώς απέναντι ν’ ανακαλύψω τι διάβολο είχα ιδωμένο. Με το ένα μου χέρι ακουμπισμένο πάνω σε ένα παλιομπίστολο που είχα περασμένο στο σελάχι μου και με το άλλο στηριζόμενος στη γκλίτσα μου αλαφροπάταγα μπρος πίσω πεισματωμένος σαν παλιομούλαρο, μέχρι που τα μάτια μου αρχίσανε να δακρύζουν από την προσπάθεια και με τσούζανε, ενώ πάγωνε ο ιδρώτας μου και είχα αρχίσει να τρέμω από το κρύο. Δεν φαινόταν τίποτα απέναντι, παρά οι όχθες της ρεματιάς και τα βράχια"
-"Εμ βέβαια! Σε είδε η νεράιδα ολόκληρο μαντράχαλο με τις μουστάκες σου, τη φουστανέλα και το σελάχι σου, με τη μπιστόλα και το μαχαίρι σου και το ‘βαλε στα πόδια από την τρομάρα της!", κάρφωσε το γερο Θανάση ένας άλλος ηλικιωμένος, που δεν έφτανε όμως τα χρόνια του. 
- "Σκάσε συ και άκου!", τον αντέκοψε εκείνος. "Τη νεράιδα την ξαναείδα, δεν είχα προλάβει να κάνω τέσσερα πέντε βήματα προς τα κάτω, φορτωμένος ξανά την γκιόσα, και φάνηκε ακριβώς απέναντι από το Μύλο, στην όχθη της ρεματιάς. Μόνο που δεν ήταν νεράιδα, αλλά ένας καταρράχτης νερού τρία τέσσερα μέτρα ψηλός, που κατέβαινε από το Σφεντάμι και γκρεμιζότανε από τα βράχια στο ρέμα αφρισμένος. Έτσι όπως είχε σταματήσει η βροχή και ο τόπος είχε ξαστερώσει, τα αφρισμένα νερά που γκρεμιζόντουσαν από το βράχο φαινόντουσαν κάτασπρα μέσα στη νύχτα. Σταμάτησα πάλι στον τόπο, καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί. Έκανα ένα δύο βήματα πάλι προς τα πίσω, έτσι φορτωμένος όπως ήμουνα και ο καταρράχτης δεν φαινόταν, κρυβόταν από κάποιο βράχο. Ξανά ένα δύο βήματα μπροστά και, να’ σου ο καταρράχτης αφρισμένος και κάτασπρος, που εγώ στην βιασύνη και την κούραση μου τον είχα πάρει για νεράιδα. Παρόλη την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόμουνα, γέλασα με τον εαυτό μου και ξεκίνησα γρήγορα, αισθανόμενος ότι, το μεγάλο βάρος είχε φύγει από πάνω μου". 
- "Θες να πεις, παππούλη, πως δεν ήτανε νεράιδα αυτό που είδες στην αρχή;" ρώτησε το γεροΘανάση ένα δεκαπεντάχρονο εγγονάκι του που παρακολουθούσε με κατάνυξη την αφήγηση.
- "Τι νεράιδες και αερικά και πράσινα άλογα, παιδάκι μου",απάντησε ο γέρος "τίποτα από αυτά δεν υπάρχει! Αυτά είναι για τους ανόητους! Υπάρχει μόνο η πλάση του Θεού και τα πλάσματα του! Τηράτε να ιδείτε πως δημιουργούνται αυτές οι ιστορίες για αερικά και τέτοια", συνέχισε με σοβαρό ύφος "Εγώ κατέβαινα ψόφιος από την κούραση μέσα στην κοσμοχαλασιά, φορτωμένος ένα κλεμμένο σφαχτό. Τα μάτια μου κάνανε πουλάκια στην προσπάθεια να βρίσκουν το δρόμο, είχα και το φόβο του κλεψιμέϊκου που κουβάλαγα στην πλάτη, και ξαφνικά, πιάνει η άκρη του ματιού μου τον καταρράχτη του νερού που γκρεμιζόταν κάτασπρος από τους αφρούς απέναντι στα βράχια και δεν χρειαζόταν και πολύ σ’ αυτή την κατάσταση που ήμουνα, να τον πάρω για νεράιδα. Έτσι γίνονται αυτές οι ιστορίες, τις πλάθει ο φόβος του ανθρώπου, ο φόβος και η αγραμματοσύνη του και το ότι δεν ξέρει να εξηγήσει πολλά φυσικά φαινόμενα. Όλα τα χωριά μας, ολόκληρη η Ελλαδίτσα μας είναι γεμάτη με ιστορίες για νεράιδες και φαντάσματα, αερικά, βρικόλακες και άλλα τέτοια. Κι εγώ, αν δεν είχα το θάρρος να το ψάξω το πράγμα και το ‘βαζα στα πόδια, θα ορκιζόμουνα ύστερα πως αυτό το πράγμα που είχα ιδωμένο ήτανε νεράιδα".


(Απόσπασμα απο το ανέκδοτο ακόμα, βιβλίο μου)

Αλκυονίδες ημέρες, Αλκυόνη.


Κόρη του θεού των ανέμων Αιόλου και της Ενάρετης ήταν κατά τη μυθολογία η πανέμορφη Αλκυόνη που ζούσε ευτυχισμένη με τον άντρα της τον Κήυκα.
Το λάθος του νεαρού ζευγαριού ήταν πως από την πολλή ευτυχία τους πίστεψαν ότι μοιάζανε με τους θεούς και παρασυρθήκανε τόσο πολύ που φτάσανε να αποκαλούν Δία τον άντρα της, η κοπελιά και Ήρα εκείνος, την όμορφη γυναίκα του. Οι θεοί όμως οργίστηκαν για αυτή τους την ασέβεια. Ιδιαίτερα ο Δίας «ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων», που μια ήρεμη ημέρα  κοπάνησε μια καταιγίδα και ένα κεραυνό στο πλεούμενο του Κήυκα που διέλυσε το καράβι και ο νέος πνίγηκε στα μανιασμένα κύματα.


Η Αλκυόνη έτρεξε περίλυπη στην παραλία που βρήκε στα βράχια μόνο κομμάτια ξύλων από το καράβι αλλά δεν εννοούσε να ξεκολλήσει και συνέχισε να ψάχνει και να θρηνεί για τον άντρα της μέχρι που ο Δίας τη λυπήθηκε και δείχνοντας τη μεγαλοθυμία του τη μεταμόρφωσε σε θαλασσοπούλι που ζει στα βράχια κοντά στη θάλασσα. Η δυστυχία όμως της Αλκυόνης συνεχίστηκε αφού τα αυγά της που γεννούσε το χειμώνα και τα πουλιά της τα αρπάζανε τα κύματα και φυσικά δεν μπορούσε να σταματήσει τους θρήνους και τους κοπετούς. Πάλι έδειξε τη μεγαλοθυμία του ο Δίας και πρόσταξε να ηρεμεί για δεκαπέντε ημέρες ο καιρός για να μπορεί η Αλκυόνη να γεννάει και να κλωσάει τα αυγά της.

Ετούτες οι ζεστές ημέρες με ήλιο που εμφανίζονται εκεί γύρω στις 15 Δεκέμβρη μέχρι 15 του Γενάρη επικράτησε να λέγονται Αλκυονίδες. Κατά μια άλλη εκδοχή,  συνδέονται με το θαλάσσιο πουλί Αλκυόνη στον αστερισμό των Πλειάδων που μεσουρανεί αυτή την εποχή και είναι ορατός τις νύχτες που δεν υπάρχουν σύννεφα.

Οι Στήλες του Ολυμπίου Διός.


Περήφανα απομεινάρια ενός από τους πιο λαμπρούς ναούς της αρχαιότητας στη βορεινή όχθη του Ιλισσού που μέσα στο φαράγγι του, όπως μαρτυρεί η αρχαία παράδοση, απορροφήθηκαν τα νερά του Κατακλυσμού.

Ο Δευκαλίωνας για να τιμήσει το Δία έστησε βωμό παραδίπλα και τον ναό εθεμελίωσε ο Πεισίστρατος, που τον αποπεράτωσε εφτά αιώνες αργότερα ο Ανδριανός.

Χαρακτικό του πάλαι ποτέ φίλου από την αείμνηστη ΕΔΑ Γ. Φαρσακίδη.

Υ. Γ. Ο επιδραμών αργότερον Χριστιανισμός και το παπαδαρείον του φαίνεται πως δεν βρήκαν κατάλληλη τη θέση να χτίσουν μια εκκλησία πάνω στα ερείπια του ναού όπως με μανία κάνανε καταστρέφοντας κάθε μνημείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Πολύ πιθανό να φοβηθήκανε μην πέσουν οι κολώνες στο κεφάλι τους!

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Η Λήδα και ο κύκνος.


Γνωστός με διάφορες εκδοχές ο μύθος του Δία που ερωτεύτηκε τη Λήδα σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω.
Επειδή η Λήδα δεν συναινούσε στις ερωτικές του διαθέσεις, για να την καταφέρει ο παμπόνηρος Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο με αποτέλεσμα να ξυπνήσει κάποια στιγμή η Αρχόντισσα από την ερεθιστική ανάσα ενός πάλλευκου τεράστιου κύκνου που την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του.

Ο επικρατέστερος μύθος λέει πως ο Δίας είδε τη Λήδα στον Ταΰγετο και την ερωτεύτηκε.
Την πλησιάζει λοιπόν και της τα «ρίχνει»:
έρετε Μεγαλειοτάτη, εγώ έχω καλές προθέσεις για Σας, και άλλα τέτοια που όμως δεν συγκινούν τη Λήδα που όπως κάθε σοβαρή κυρία τον αποπαίρνει!
-Για ποια με περάσατε κύριε, του λέει και του δείχνει την έξοδο του παλατιού γυρνώντας του την πλάτη.
Λούζεται την πρώτη κρυάδα ο Δίας αλλά επειδή κατά τη… μυθολογία καμία κυρία δεν κατάφερε να του αντισταθεί, κάθεται και ξύνει τα … γένια του για να κατεβάσει ιδέες και να μπορέσει να καμακώσει την ωραία βασίλισσα. Του κατεβαίνει λοιπόν η φαεινή ιδέα να ζητήσει τη βοήθεια της Αφροδίτης της θεάς της Ομορφιάς και του Έρωτα που τυχαίνει να είναι κόρη του και τρέχει σ’ εκείνη.
-Ρε Αφροδιτάκι, της λέει, το γκομενάκι μου το παίζει σκληρή και δεν μου στέκεται, τι διάβολο θα κάνω με δαύτην;
- Αμάν ρε Πατέρα, αναφωνεί η Αφροδίτη, δεν θα σοβαρευτείς ποτέ εσύ; Τέλοσπάντων, για να ιδούμε τι θα κάνουμε.
Θεά του Έρωτα η Αφροδίτη, κωλοπετσωμένη γύρω από τέτοια προβλήματα βρίσκει αμέσως τη λύση.
-Τήρα να ιδείς τι θα κάνουμε, του λέει, και του εξηγεί το σχέδιό της.
Σύμφωνα λοιπόν με το σχέδιο της Αφροδίτης της θεάς της Ομορφιάς και του Έρωτα, και πάντα κατά τη Μυθολογία, μεταμορφώνει η κυρία ( συγνώμη, η θεά) το Δία σε κύκνο, παίρνει κι εκείνη τη μορφή γερακιού, κι αρχίζει το γεράκι να κυνηγάει (τάχα) τον κύκνο! Μπροστά λοιπόν ο κατάλευκος και «τρομαγμένος» κύκνος και πίσω το αγριεμένο γεράκι πάνω στις πλαγιές του Ταΰγετου, εδώ σ’ έχω, εκεί σ’ έχω, και φθάνουν να πετούν πάνω από το παλάτι του Τυνδάρεω! Βλέπει η σπλαχνική βασίλισσα τον τρομαγμένο κύκνο που τρέμει το φυλλοκάρδι του, κι αισθάνεται συμπόνια και διάθεση να τον προστατέψει! Ανοίγει την αγκαλά της κλείνοντας το πουλί μέσα στους κόλπους της, και λίγο αργότερα από αυτήν την ένωση γεννήθηκαν δυο αυγά. Από το ένα γεννήθηκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη - τα παιδιά του Δία, και από το άλλο ο Κάστωρ και η Κλυταιμνήστρα, τα παιδιά του Τυνδάρεω.


Αυτόν το μύθο προσπάθησα στα νιάτα μου να χαράξω πάνω στο ξύλο δανειζόμενος το σκίτσο κάποιου αρχαίου καλλιτέχνη. Τέλοσπάντων, ατζαμής εγώ, το ξύλο ακατάλληλο για ξυλογλυπτική _ Ιρόκο απομεινάρι από κάποιο πάγκο που έφτιαχνα στο σπίτι μου - μήπως είχα και χρήματα εκείνη την εποχή να αγοράσω το κατάλληλο ξύλο; Και βγήκε αυτό που βλέπετε στη φωτογραφία.


Υ.Γ. 
Μεταξύ μας τώρα, το πρόβλημα με τα εξωσυζυγικά γκαστρώματα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι το είχαν αναγάγει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα κάποιος θεός είχε χώσει την … ουρά του!

Αλφειός


Είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Πελοποννήσου με μήκος διαδρομής 116 χιλιόμετρα. Πηγάζει στο Ασεατικό Πεδίο κοντά στο Λεοντάριο της Μεγαλόπολης στους πρόποδες του Ταΰγετου και εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος κοντά στο Κατάκολο Ηλείας, ενώ κατά τη διαδρομή του που για ένα μεγάλο διάστημα αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ Αρκαδίας και Ηλείας δέχεται τα νερά παραπόταμων και ποταμών όπως ο Ελισσώνας, ο Λούσιος, ο Λάδωνας ο Ερύμανθος και ο Κλαδέος.

Θεϊκό ποτάμι με πλούσια παρουσία στη μυθολογία ο Αλφειός, η Βικιπαίδεια, το arcadia.ceid και άλλες ιστοσελίδες μας πληροφορούν ότι ήταν κατά τον Πλούταρχο απόγονος του Ήλιου και της Ρόδου ενώ κατά τον Ησίοδο ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. .΄Οσοι/ες γνωρίζετε και το μύθο του Ηρακλή με την κόπρο του Αυγεία θα θυμάστε ότι ο Ηρακλής εξέτρεψε τα νερά του Αλφειού για να καθαρίσει (μέσα σε μια ημέρα παρακαλώ) την κοπριά και τη βρομιά από τα τρεις χιλιάδες βόδια στους στάβλους του ανεπρόκοπου Αυγεία.
Κατά μια εκδοχή στις όχθες του χαμηλά από την Ανδρίτσαινα στην Αλίφειρα γεννήθηκε η Αθηνά θεά της σοφίας της στρατηγικής και του πολέμου (που βγήκε ενήλικη και οπλισμένη από το κεφάλι του Δία), ενώ κατά μια άλλη εκδοχή στις όχθες του γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος από τη Σεμελη και τον Δία. Από τις όχθες του Αλφειού επίσης λέγεται ότι ο Ερμής έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα.
Ερωτικός θεός και όχι μόνο ο Αλφειός (και κατ εξοχήν Αρκαδικό ποτάμι) στην Αρκαδία λατρευόταν περισσότερο και από τον Δία. Είχε και έναν άτυχο έρωτα με την Άρτεμη τη θεά του κυνηγιού, τη βασίλισσα των βουνών και των δασών που δεν τον ήθελε και αναγκάστηκε να το χωνέψει και να δεχτεί την απόρριψη, δεν ήταν όμως το ίδιο με την Αρέθουσα νύμφη και ακόλουθο της Αρτέμιδας που την συνάντησε μέσα στα αρκαδικά δάση καθώς κυνηγούσε (κυνηγός κι εκείνη) και την ηράσθη σφόδρα. Της έπεσε από κοντά της όμορφης νύμφης αλλά εκείνη δεν ενέδιδε και το ‘βαλε στα πόδια. Από κοντά ο ερωτοχτυπημένος Αλφειός περάσανε το Ιόνιο και κάπου εκεί στην Ορτυγία στις Συρακούσες με τη βοήθεια της θεάς Αρτέμιδας η όμορφη Αρέθουσα για να γλιτώσει μεταμορφώθηκε σε πηγή. Και ο Αλφειός όμως μεταμορφώθηκε σε ποτάμι, και από τότε όπως λέει η μυθολογία μόλις χύνεται στο Ιόνιο μεταμορφώνεται σε υποθαλάσσιο ρεύμα και τρέχει προς τη Σικελία για να ενωθεί με τα νερά της αγαπημένης του Αρέθουσας.


Στις όχθες αλλά και στην πλούσια και εύφορη κοιλάδα του Αλφειού με τις φυσικές ομορφιές και τα ειδυλλιακά τοπία γεννήθηκαν κατά το πέρασμα των αιώνων και ζήσανε εκατομμύρια άνθρωποι, ανθίσανε και ακμάσανε πολιτισμοί και πόλεις κράτη μέχρι που φθάσαμε στο σήμερα, στην εποχή της εγκατάλειψης και ερήμωσης της υπαίθρου.

Αρκαδικά.Της Κυράς το γιοφύρι.




Τον καιρό της Φραγκοκρατίας κάπου εφτά αιώνες από σήμερα, η Κυρά της Άκοβας ξεκίνησε από το Κάστρο της που ερείπια του υπάρχουν ακόμα κοντά στο Βυζίκι της Γορτυνίας να πάει βορειότερα, στο ποτάμι όμως τον Λάδωνα, ένα ξύλινο γεφύρι που υπήρχε για να ενώνει τις όχθες του ποταμού το είχε παρασύρει το ρεύμα και η κυρά με τη συνοδεία της αναγκάστηκαν να περάσουν μέσα από την κοίτη. Σε κάποια στιγμή όμως το άλογό της «μουλάρωσε» και καθώς σηκώθηκε στα πισινά του πόδια βράχηκε μπέρτα της, και αυτό το επεισόδιο ήταν η αφορμή να αποφασίσει η Κυρά να χτίσει εκεί ένα πέτρινο γεφύρι με δικά της έξοδα.


Η ΄Ακοβα ήταν μια από τις Βαρωνίες που είχαν δημιουργηθεί μετά την κατάκτηση (το 1209) του Μωρηά από τους Φράγκους - η Φραγκοκρατία κράτησε από το 1204 που οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1391 που η περιοχή κατελήφθη από τους Οθωμανούς, και το κάστρο της ήταν γνωστό και ως Κάστρο της Μονοβύζας, γιατί, λένε, ήταν μονόστηθη για να μπορεί να πολεμάει καλύτερα. Αυτό, τώρα, το «Μονοβύζα» για την εποχή που μιλάμε, δεν ξέρω αν σας δημιουργεί συνειρμούς με όσα ανέφερε ο ιστορικός Ελλάνικος τον 5ο πχ αιώνα ή ο Στράβωνας που αναφέρει ότι οι Αμαζόνες κόβανε τον δεξιό τους μαστό για να μην εμποδίζονται στην τοξοβολία ενώ κρατάγανε τον αριστερό για να θηλάζουν τα παιδιά τους.



Η Βαρώνη, λοιπόν, η Κυρά της Άκοβας κατασκεύασε με Τσάκωνες τεχνίτες ένα πέτρινο γεφύρι με δυο καμάρες, και αργότερα επί Τουρκοκρατίας έγιναν και άλλες προσθήκες με τελική κατάληξη κάπου εκεί κατά το 1908 να ολοκληρώσουν τα γεφύρι Λαγκαδινοί μαστόροι. ¨Ένα γεφύρι με πέντε καμάρες όπως βλέπετε και στην εικόνα, 55 μέτρων μήκους και πλάτους 2.15 εκ. Μετά τη δημιουργία της λίμνης του Λάδωνα κατά τη δεκαετία του’50 το γεφύρι κατά την Άνοιξη που λιώνουν τα χιόνια πλημμυρίζει και καλύπτεται από τα νερά για αυτό το λόγο σε μικρή απόσταση κατασκευάστηκε η καινούργια γέφυρα που βλέπετε.


Πληροφορίες για το θέμα βρίσκετε πολλές  μέσω της Google ειδικότερα στα: kalavryta news.com, στο facebook.com/ladonas river.gr και αλλού.

Από τη Γορτυνία στη Νεμέα Κορινθίας.


Για να πάμε εμείς οι Γορτύνιοι στην Αθήνα ακολουθούμε τη συνήθη διαδρομή Βυτίνα Αρκαδίας - Λεβίδι - και μπαίνουμε στην Εθνική Οδό λίγο έξω από την Τρίπολη από όπου μέσω Κορίνθου φθάνουμε στην Αθήνα. Αυτό το ταξίδι το κάνουμε τουλάχιστον τέσσερεις φορές το χρόνο από εικοσαετίας με την κυρία Ελένη, αλλά καμιά φορά που θέλουμε να ξεφύγουμε λίγο από τη ρουτίνα, να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε θαυμάσια θέα από ψηλά, αντί να τραβήξουμε προς Αρτεμήσιο ακολουθούμε την παλιά διαδρομή μέσω Νεμέας.


Από το Λεβίδι δηλαδή, αντί να τραβήξουμε προς Τρίπολη στρίβουμε αριστερά, φθάνουμε στην ιστορική κωμόπολη Κανδήλα και ανεβαίνουμε στο όρος Ολίγυρτος που η ψηλότερη κορυφή του φθάνει τα 1935 μέτρα. Ανεβαίνοντας τις στροφές του Ολίγυρτου έχουμε θαυμάσια θέα προς τα αρκαδικά βουνά ιδιαίτερα προς τις χιονοσκέπαστες αυτή την εποχή κορυφές του Μαινάλου, μια θέα πραγματικά φανταστική. Από τον Ολίγυρτο που βρίσκεται στα σύνορα Αρκαδίας – Κορινθίας – Αργολίδας αρχίζει η κατάβαση με κατεύθυνση τη Νεμέα, και εδώ ξετυλίγεται μια άλλη φαντασμαγορική θέα προς την εύπορη πεδιάδα που ξανοίγεται χαμηλότερα. Όπως καταλαβαίνετε, η απεριόριστη και φανταστική θέα προς τα αρκαδικά βουνά στην ανάβαση αλλά και προς τα κορινθιακά κυρίως τοπία αλλά και τα της Αργολίδας στην κατάβαση είναι ο ισχυρός λόγος που μας κάνει να προτιμάμε την ήσυχη αυτή διαδρομή.
1000 περίπου μέτρα χαμηλότερα βλέπουμε το κεφαλοχώρι Σκοτεινή που φαίνεται στις εικόνες. Και λέγεται Σκοτεινή γιατί – η επικρατέστερη άποψη – σκοτεινιάζει σχεδόν προτού πέσει ο ήλιος, από τα βουνά που την περιβάλλουν αν και είναι χτισμένη σε υψόμετρο 650 μέτρων. 



Διασχίζοντας την εύφορη κοιλάδα που απλώνεται μπροστά από τη Σκοτεινή προς τη Στυμφαλία, δεν αργούμε να φθάσουμε στον τεράστιο αμπελώνα στην πεδιάδα της Νεμέας, και βρισκόμαστε στην πόλη που κατά τη μυθολογία μας ο Ηρακλής σκότωσε το μυθικό λιοντάρι, το λιοντάρι της Νεμέας. Με μια ελαφριά στροφή προς τα αριστερά βγαίνουμε από τη Νεμέα και μπαίνουμε στην Εθνική Οδό, κι αφού διασχίσουμε άλλα εκατόν δέκα τόσα χιλιόμετρα φθάνουμε στο κλεινόν άστυ. Μια ευχάριστη διαδρομή από το Λεβίδι μέχρι τη Νεμέα χωρίς κυκλοφορία που είναι και σοβαρός λόγος να μπορεί ο οδηγός να απολαύσει την ανεπανάληπτη θέα στα βουνά της Αρκαδίας, της Αργολίδας και της Κορινθίας..

Το καταραμένο τζαμί


Στη διασταύρωση των εμπορικών δρόμων Αθηνάς και Ερμού απλώνεται μια από τις πιο χαρακτηριστικές και γραφικές πλατείες της Αθήνας. το «Μοναστηράκι» που δεν πρέπει να υπάρχει Αθηναίος πολίτης που να μην έχει περάσει από εκεί.
 Και τούτο, γιατί από εκεί ξεκινάει η οδός Ηφαίστου όπου από παλιά γινότανε και γίνεται ακόμα - και λίγο πιο κάτω στην πλατεία Αβησσυνίας - το Κυριακάτικο αλλά και καθημερινό παζάρι το γνωστό Γιουσουρούμ όπου μπορούσε και μπορεί να βρει κανείς από αντίκες μέχρι φθηνά μεταχειρισμένα ρούχα, παλιά βιβλία, και ό,τι κανείς μπορεί να βάλει στο νου του.

Λίγο πιο ‘κει από την πλατεία πάνω σε αρχαία ίσως ερείπια βρίσκεται το Τούρκικο τζαμί που βλέπετε, που ανήγειρε το 1759 ο τότε κυβερνήτης της Αθήνας ο βοεβόδας Μουσταφά Αγά Τζισδαράκης, και για να φτιάξει ασβέστη ή μαρμαροκονίαμα για το χτίσιμο, γκρέμισε έναν Κίονα, μια κολώνα από τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Υπήρχε όμως μια πρόληψη εκείνη την εποχή, ή φήμες, ότι οι καταστροφές στα αρχαία Μνημεία που φαίνεται πως οι Τούρκοι τα σέβονταν, προκαλούσαν συμφορές. Και πράγματι την επόμενη χρονιά από το χτίσιμο του χτιρίου το 1760 ξέσπασε επιδημία πανώλης στην Αθήνα που αποδόθηκε στην ιεροσυλία που είχε γίνει στο Ναό του Ολυμπίου Διός από τον βοεβόδα που κι αυτός τιμωρήθηκε από τη διοίκηση για την πράξη του, και το τέμενος καθιερώθηκε σαν « το Καταραμένο Τζαμί»

Το 1915 ο γνωστός αρχιτέκτονας Αναστάσιος Ορλάνδος αναστήλωσε και ανανέωσε το χτίριο που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, και το βλέπετε εδώ σε χαρακτικό του πάλαι ποτέ φίλου Γ Φαρσακίδη.

Λαγκάδια


Κεφαλοχώρι της Γορτυνίας χτισμένο σε πλαγιά με κλίση 70 μοιρών σε υψόμετρο 980 μ με ιστορία και προσφορά στον αγώνα της Εθνεγερσίας του 1821 αλλά και από τους γνωστούς Λαγκαδινούς μαστόρους του (πετράδες) γνωστό.
Λέγανε μάλιστα παλιότερα ότι ρώτησε κάποτε ο δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο:
-Παιδιά ποιος έχτισε τον κόσμο;
ι Λαγκαδινοί μαστόροι! απάντησαν εν χορό τα παιδιά!


Κατά τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο μετά το 1821 τον αποκαλούμενο και «Πόλεμο των Προεστών» εκεί μεταξύ 1824 και 1825, οι Άγγλοι που είχαν δώσει τα δάνεια έριξαν το βάρος τους στη νησιώτικη κεφαλαιοκρατία, και ο Κουντουριώτης με την παρέα του σκορπώντας αφειδώς τις αγγλικές λίρες των δανείων έφερε στίφη εξαθλιωμένων Ρουμελιωτών, που με επικεφαλής τον Κωλέτη και τον Γκούρα εξαπολύθηκαν και λεηλατούσαν, έκαιγαν και εδήωναν το Μωρηά τιμώντας ιδιαίτερα τη Γορτυνία, σπέρνοντας την καταστροφή το φόβο και τον τρόμο στους αντιπάλους τους. 

Στα έρημα Λαγκάδια ο Κωλέτης άραξε για αρκετές ημέρες στο αρχοντικό των Δεληγιανναίων, και οι άνδρες του καταστρέφανε ό,τι είχε ακόμη μείνει όρθιο. Τόσο ήταν το μίσος κατά των αντιπάλων τους και τέτοια η μανία καταστροφής, που για να γδάρουν τα χοιρινά που σφάζανε για να φάνε, αντί για νερό ( το βραστό νερό είναι απαραίτητο για το γδάρσιμο του γουρουνιού) βράζανε κρασί που το τραβούσαν με τους κουβάδες από τις δεξαμενές και τα βαρέλια.!

Οι 212 εκτελεσμένοι πατριώτες στις Βίγλες.



 Δέκα περίπου χιλιόμετρα έξω από τη Μεγαλόπολη στον παλιό δρόμο Τρίπολης – Μεγαλόπολης στη θέση Βίγλες βρίσκεται το μνημείο  που στήθηκε για να τιμά τη μνήμη των 212 Ελλήνων πατριωτών που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στην πρώτη γερμανική κατοχή.

Στις 23 Φλεβάρη του 1944 ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ με 37 μαχητές υπό τον ανθυπολοχαγό Γ. Κερκεμέζο έστησε ενέδρα λίγες δεκάδες μέτρα χαμηλότερα από εδώ και προσέβαλε γερμανική δύναμη τριάντα περίπου ανδρών σε 7 αυτοκίνητα που εμφανίστηκαν σε λίγο, 3 επιβατηγά (κούρσες τα λέει ο Κερκεμέζος στην αναφορά του) και 4 φορτηγά. Σκοτώθηκαν όλοι οι Γερμανοί οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν αξιωματικοί και λεηλατήθηκαν όλα τα στρατιωτικά εφόδια, οπλισμός κλπ ενώ το ΕΛΑΣίτικο τμήμα δεν είχε ούτε μια απώλεια, ακόμα και στις αψιμαχίες που είχε με γερμανική δύναμη που κατέφθασε σε λίγο και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει προς Βάγγου – Λυκόχια – Ζυγοβίστι.





Την επομένη, 24 Φλεβάρη 1944 οι Γερμανοί πήραν από τις φυλακές της Τρίπολης 209 πατριώτες που κρατούνταν για την αντιστασιακή τους δράση, αριστεροί και κομμουνιστές οι περισσότεροι, πιάσανε και 3 αγρότες στο δρόμο και τους μετέφεραν εδώ όπου τους παρέταξαν και τους σκότωσαν με τα πολυβόλα που στήσανε στις κορυφές. Κάπου έχω διαβάσει ότι τους έστηναν ανά τριάδες και τους θέριζαν με τις ριπές των πολυβόλων. Οι εκτελεσμένοι πατριώτες ήσαν Αρκάδες Λάκωνες και Μεσσήνιοι, ενώ ανάμεσά τους υπήρχαν και 15 Μεγαλοπολίτες. Την ίδια ημέρα οι Γερμανοί κατέβηκαν στη Μεγαλόπολη και συνέλαβαν αδιακρίτως άνδρες και γυναίκες που τους μετέφεραν στο σημείο της εκτέλεσης και τους υποχρέωσαν να σκάψουν λάκκους και να ενταφιάσουν τους εκτελεσμένους απαγορεύοντας να ψαλθεί νεκρώσιμη ακολουθία.

Αυτά, να τα βλέπουν και οι νεώτεροι και να μαθαίνουν τι κάνανε οι Γερμανοί στη χώρα μας κατά την πρώτη γερμανική κατοχή. Και να μαθαίνουν ότι ο ελληνικός λαός τότε πήρε τα όπλα και τους πολέμησε, δεν έσκυψε το κεφάλι όπως κάνει σήμερα προσδεμένος στο άρμα της Γερμανίας, στη Γερμανική Ευρώπη, ακολουθώντας τις εντολές της φράου Μέρκελ και λοιπόν Διεθνών Αρπακτικών, και βεβαιως, των ντόπιων συνεργατών τους.



Ανδρίτσαινα.


Αρκαδική κωμόπολη στα σύνορα Αρκαδίας – Μεσσηνίας – Ηλείας, με τα αρχοντικά της, τα πλακόστρωτα σοκάκια της, με την Τρανή της Βρύση την αρχαιότερη στο Μωρηά που χτίστηκε το1724, την ιστορική βιβλιοθήκη της με τις σπάνιες εκδόσεις και τους 40 000 τόμους βιβλίων, που σήμερα διοικητικά ανήκει στον νομό Ηλείας.
Σύμφωνα με την παράδοση και όπως πληροφορούμαστε από την Βικιπαίδεια, ένας Κρητικός τσοπάνης ο Ανδρίτσος έχτισε κάποτε ένα χάνι – πανδοχείο σε μια πηγή κοντά σε έναν πλάτανο στα δυτικά του Λυκαίου όρους, που μετά τον θάνατό του το διατήρησε η χήρα του και έγινε γνωστό ως το χάνι της Ανδρίτσαινας. Με τον καιρό χτίστηκαν σπίτια εκεί γύρω και ο οικισμός ονομάστηκε Ανδρίτσαινα.
Αναπτύχθηκε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τον 12ο και 13ο αιώνα, και κατά την επανάσταση της Εθνεγερσίας ανέπτυξε σημαντική δράση με αποτέλεσμα το 1826 ο Μπραΐμης που είχε πάρει σβάρνα το Μωρηά και σκλάβωνε εδήωνε και έσφαζε, να την κάψει.
Για ολόκληρο σχεδόν τον περασμένο αιώνα αναδείχτηκε σε σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής μέχρι που υπέκυψε στην κοινή μοίρα που θέλει την ύπαιθρο να ερημώνει.


Όμορφος τόπος – σε καμιά 15αριά χλμ πιο πάνω στην κορυφή του Λυκαίου βρίσκεται και ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα – μου αρέσει να την επισκέπτομαι με την κα Ελένη γιατί κατά την επιστροφή στα πάτρια εδάφη της Γορτυνίας και μέχρι να κατέβουμε στον Αλφειό απολαμβάνουμε θαυμάσια θέα από τη μισή σχεδόν Πελοπόννησο.

Οι μπόρες και οι καταιγίδες του Ιούνη.


Συνηθισμένες στην περιοχή μας οι καλοκαιρινές μπόρες και καταιγίδες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και μάλιστα παλιότερα που ο κόσμος στην ύπαιθρο ζούσε από τις αγροτικές ενασχολήσεις του ήσαν ο φόβος και ο τρόμος των αγροτών.
Μήνας του θερισμού ο Ιούνιος αφού τότε ωρίμαζαν τα γεννήματα που έπρεπε μετά το θερισμό να μεταφερθούν στα αλώνια για τη διαδικασία του αλωνίσματος ώστε να ξεχωρίσουν τον καρπό από την καλαμιά. Μικροί μεγάλοι, ολόκληρη η οικογένεια κατά τη διάρκεια του θερισμού βρίσκονταν στα χωράφια. Άλλοι θερίζανε, άλλοι δένανε χερόβολα και δεμάτια, τα πιτσιρίκια μαζεύανε τα στάχια που πέφτανε στο χωράφι από τους θεριστάδες, τα μεγαλύτερα παιδιά από 10 χρονών και πάνω κουβαλούσαν τα δεμάτια στα αλώνια με τα γαϊδουρομούλαρα και τα άλογα. Διαδικασία που κρατούσε μερικές ημέρες αφού κάποιος μπορεί να διέθετε και 5 χωράφια σε διαφορετικά σημεία.
Γινόταν αγώνας δρόμου να θερίσουν και να αλωνίσουν, γιατί αν τους έπιανε μια καλοκαιρινή βροχή κι εύρισκε αθέριστο το χωράφι έστρωνε τα γεννήματα κάτω και μετά δεν κάνανε ούτε για σανό. Κίνδυνος από τις βροχές και τις καλοκαιρινές μπόρες υπήρχε και για τα θημωνιασμένα γεννήματα που περίμεναν τη σειρά τους στο αλώνι αλλά και για εκείνα που είχαν αλωνιστεί αλλά δεν είχε τελειώσει ακόμα το λίχνισμα για να ξεχωρίσει ο καρπός από το άχυρο και να μεταφερθούν στα σπίτια.
Οι καλοκαιρινές όμως μπόρες του Ιούνη με τους κεραυνούς και τις πλημμύρες τους προκαλούσαν πολλές φορές και ατυχήματα με θύματα. Μια τέτοια τραγική ιστορία με θύματα τρία παιδιά από καλοκαιρινή μπόρα που συνέβη σε ένα από τα χωριά μας της ορεινής Ηραίας κατά το τέλος της δεκαετίας του’40 παραμένει ακόμα στη μνήμη των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής όχι μόνο για τα θύματα που χάθηκαν αλλά και για τους συνειρμούς που δημιουργήθηκαν στον απλό κόσμο σχετικά με την Θεία Δίκη. Τον Ιούνιο του 1949, τα παιδιά με τη μάνα τους και άλλους συγγενείς τους θερίζανε στο χωράφι, και καθώς ξέσπασε η καλοκαιρινή μπόρα τρέξανε με τα δρεπάνια τους κάτω από ένα πουρνάρι να προφυλαχτούν αλλά ένας κεραυνός που έπεσε στο δένδρο έκαψε τα δυο αδέλφια 21 χρονών το αγόρι και 18 το κορίτσι, έκαψε ακόμα μια εξαδέλφη τους 18 χρονών και τη μάνα τους που όμως επέζησε.
Πολλοί από τους παλιούς που θυμούνται το τραγικό γεγονός με το θάνατο εκείνων των παιδιών μιλούν ακόμα για θαύμα και θεία δίκη. Με δυο λόγια: Την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα ένα χρόνο πριν είχε εκτελεστεί στην Τρίπολη μετά από απόφαση στρατοδικείου ένας συγχωριανός τους αριστερός. Στη δίκη του καθώς εξεταζόταν ως μάρτυρας κατηγορίας η μία από τα δυο αδέλφια ( μια από τις στημένες δίκες στα στρατοδικεία του Εμφυλίου), ο κατηγορούμενος συγχωριανός της που καταδικάστηκε και εκτελέστηκε της είχε παρατηρήσει: « Μαρία λες ψέματα, δεν σκέφτεσαι πως μπορεί να υπάρχει θεός και να ρίξει φωτιά να σε κάψει;». Ακριβώς ένα χρόνο πριν την ίδια ώρα. Για αυτό ο κόσμος τοτε μιλούσε για Θεία Δίκη.

Μια άλλη θλιβερή περίπτωση όπως με πληροφόρησε ο συμπατριώτης και καλός διαδικτυακός φίλος Φώτης Σερεμέτης, συνέβη στο χωριό Αετορράχη της Γορτυνίας το 1965 όταν από καλοκαιρινή κακοκαιρία πλημμύρισε ένας χείμαρρος (ξερόρεμα ήταν) και έπνιξε τρία αδελφάκια ηλικίας 12, 14, και 16 χρόνων που προσπάθησαν να σώσουν από τη φουσκονεριά τις γίδες τους.
Νωπές ακόμα είναι και οι μνήμες από το τραγικό ατύχημα στον Λούσιο πριν λίγα χρόνια που φούσκωσε ξαφνικά και έπνιξε ολόκληρη ομάδα νέων ανθρώπων που βρέθηκαν να κάνουν πορεία στην κοίτη του.

Προσοχή λοιπόν στις καλοκαιρινές μπόρες!

Η Μονομαχία του Κολοκοτρώνη με τον Ιπμραήμ πασσά.


Τον καιρό που ο Τρομερός Μπραήμης (1825) εδήωνε έκαιγε έσφαζε και εξανδραπόδιζε την Πελοπόννησο, οι Έλληνες τον πολεμούσαν με κλεφτοπόλεμο αφού δεν μπορούσαν να αντιπαρατάξουν τακτικό στρατό στις ορδές του Αιγύπτιου στρατηλάτη, και το Μανιάκι όπου ο Παπαφλέσσας παρέταξε 1600 μαχητές ίσως είναι η εξαίρεση.

Ο Ιμπραήμ πασσάς λοιπόν έγραψε στον Κολοκοτρώνη που ήταν Αρχιστράτηγος του Αγώνα και τον ρωτούσε γιατί δεν στέκεται να δώσει μάχη εκ του συστάδην.
-Πάρε όσους θέλεις εσύ, να πάρω κι εγώ άλλους τόσους, ή αν αγαπάς έλα μοναχός σου, κι εγώ μοναχός μου και όποιος πέσει, του απάντησε εκείνος.
Στην κυβέρνηση που του παραπονιότανε γιατί δεν έδινε μάχη με τον Μπραΐμη, έγραψε:
-Αν χάσω σ’ έναν πόλεμο τέσσερες – πέντε χιλιάδες Έλληνες, που θα βρω άλλη δύναμη να πολεμήσω τον οχτρό; Ο Μπραΐμης όμως και δέκα χιλιάδες αν χάσει βρίσκει άλλες".
( Ν Σπηλιάδου Β΄ σελ 401)


Σχετικά, τώρα με το ιστορικό γεγονός κατά την διάρκεια του Εμφυλίου, με την απόφαση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας Πελοποννήσου να μετατρέψει τρεις χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες τον Δεκέμβρη του !948 σε τακτικό στρατό χωρίς πυρομαχικά και σύγχρονο οπλισμό, και να τους αντιπαρατάξει σε 60 000(ναι εξήντα χιλιάδες) άνδρες του κυβερνητικού στρατού - στρατό, χωροφυλακή Χιτομάϋδες, πλιατσικολόγους ταγματασφαλίτες δοσίλογους, παλιούς συνεργάτες των γερμανών, εξοπλισμένους (και υποχρεωτικά) πολίτες, άριστα εξοπλισμένους και με αφθονία πυρομαχικών, με Πολεμικό Ναυτικό και Πολεμική αεροπορία ( τον ανεφοδιασμό τους σε οπλισμό πυρομαχικά και άλλα στρατιωτικά εφόδια είχαν αναλάβει οι Αμερικανοί!)με αποτέλεσμα να εξοντωθούν μέχρις ενός, δείχνει πως, είτε η ηγεσία των ανταρτών σνόμπαρε τον Κολοκοτρώνη, είτε, ότι η ιστορία εκδικείται αμείλικτα.

Καρύταινα



Καρύταινα, το Τολέδο της Ελλάδας.

Γνώρισε μεγάλες δόξες τον καιρό της φραγκοκρατίας – 13ος αιώνας – με τον Γάλλο ιππότη Γοδεφρείδο ντε Μπρυγιέρ κ.α.
Το κάστρο της χτίστηκε επί φραγκοκρατίας κατά τα μέσα του 13ου αιώνα από τον Γάλλο ιππότη Γοδεφρείδο ντε Μπρυγιέρ. Ύστερα από 80 χρόνια καταλαμβάνεται από τους Βυζαντινούς ενώ το 1460 το παίρνουν οι Τούρκοι. Αργότερα, και για τριάντα περίπου χρόνια το κατέχουν οι Ενετοί.
Το 1821 στη μάχη της Καρύταινας υπό τον Κολοκοτρώνη το καταλαμβάνουν οι Έλληνες που κατά το 1826 το οχυρώνει και στους πρόποδες φτιάχνει το σπίτι του αφού χρησιμοποιεί την Καρύταινα σαν έδρα και ορμητήριο στην περιοχή.
Όποιος είχε την τύχη να διαβάσει το Χρονικόν του Μωρέως θα διαπίστωσε πως επί φραγκοκρατίας η Καρύταινα ήταν το κέντρο του Μωρηά. Εκείνη η εποχή περιγράφεται με πολύ γλαφυρότητα από τον γασμούλο συγγραφέα στο Χρονικόν του Μωρέως, και αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε. Θα γελάσετε κιόλας διαβάζοντας να παραπονιέται ο συγγραφέας του Χρονικού που οι Γορτύνιοι – Σκορτούς τους αποκαλούσαν τότε – δεν έβγαιναν με τις πανοπλίες τα άλογα και τα ακόντιά τους να αντιμετωπίσουν σε μονομαχίες τους (ληστές και άρπαγες) ιππότες αλλά τους πολεμούσαν με χωσιές (ενέδρες)κλπ. 
Γνωστό έμεινε από εκείνη την εποχή και «το Καρυτινό ντουφέκι»
Η Καρύταινα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας (άσχετα από το ότι ποτέ δεν γίναμε ανεξάρτητο κράτος). Μου είπαν ότι περνώντας κάποτε ο Καζαντζάκης από εκεί την αποκάλεσε «Τολέδο της Ελλάδος».

Ο Λάδωνας, η Δάφνη, ο Λεύκιππος και ο Απόλλωνας.



Αρκαδικό κατ' εξοχήν ποτάμι ο μυθικός Λάδωνας, πηγάζει λίγο έξω από τα σύνορα της Αρκαδίας στα Λυκούρια της Αχαΐας στο Χελμό, και ύστερα από διαδρομή εξήντα πέντε περίπου χιλιομέτρων χύνεται στον Αλφειό, χαμηλά στην Τριποταμιά. 

Τις πηγές του, την πηγή του καλύτερα από όπου αναβλύζουν τεράστιες ποσότητες νερού και είναι προσβάσιμη με αυτοκίνητο αξίζει τον κόπο να την επισκεφτεί κανείς αν τον φέρει ο δρόμος προς την Κλειτορία. 

 Αξιοθέατη επίσης είναι και η λίμνη του Λάδωνα χαμηλότερα πίσω από τα Τρόπαια μήκους δεκαπέντε χιλιομέτρων, όπως και ο υδροηλεκτρικός σταθμός κοντά στου Βούτση. 



Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, ο θεός - ποταμός Λάδωνας είναι συνδεδεμένος πολύ με τον τραγοπόδαρο Πάνα τον θεό των Αρκάδων που περιφερόταν στην περιοχή (τραγοπόδαρος ο Παν και τραγόμορφος, αλλά με εκείνον τον αυλό του που έπαιζε κάτω από τα δένδρα μέσα στα σκιερά αρκαδικά δάση δεν άφηνε γκόμενα για γκόμενα, τέλος πάντων), αλλά και με άλλες θεότητες όπως η Άρτεμις, η Δήμητρα ο Άρης και η Αφροδίτη. Εδώ όμως θα αναφερθώ στη γνωστή ιστορία με τη μία από τις δυο κόρες του Λάδωνα τη Δάφνη (που στην αρχή ετούτης της ιστορίας δεν είχε αυτό το όνομα αλλά το χρησιμοποιώ για τη διευκόλυνση της διήγησης), και το Λεύκιππο, το γιο του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου.
Ο Λεύκιππος λοιπόν το βασιλόπουλο - κάπου στην περιοχή του Λάλα πρέπει να βρισκόταν η Πίσα - ηράσθη σφόδρα κατά τη μυθολογία μας την πανέμορφη Δάφνη, φαίνεται όμως πως έπεσε στην περίπτωση, αφού εκείνη αποστρεφόταν το ανδρικό φύλο. Τι να κάνει, τι να κάνει το βασιλόπουλο που δεν είχε ιδέα για τις προτιμήσεις της ομορφονιάς και με τίποτα δεν μπορούσε να την πλησιάσει, και που όπως καταμαρτυρεί ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του, είχε αφήσει μακριά μαλλιά για να τα αφιερώσει στον Αλφειό, τα έπλεξε κατά πως συνηθίζανε οι παρθένες και παρουσιάστηκε στην κοπελιά ως κόρη του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου που ήθελε να συνδεθεί φιλικά μαζί της και να κυνηγάνε παρέα. Κάτι η ευγενική καταγωγή της βασιλοπούλας, κάτι οι ικανότητες που έδειχνε στο κυνήγι, αρχίσανε τα ματς μουτς οι δυο παρθένες και τις αγκαλιές, και όπως λέει ο Τάκης Κανδηλώρος στη 'Γορτυνία' του που την έγραψε το 1898, ποιος ξέρει τι τράβαγε ο δύστηνος Λεύκιππος δεχόμενος τις αγκαλιές και τα αδελφικώτατα φιλιά της Δάφνης! 
Τέλος πάντων, κάποια μέρα μετά από το κυνήγι η Δάφνη αποφάσισε να κάνουν ένα μπάνιο με τις θεραπαινίδες της στα 'δροσερά και διαυγή του Λάδωνος νερά', αλλά που να τολμήσει να γδυθεί ο ταλαίπωρος Λεύκιππος που παρίστανε την παρθένα! Τα κορίτσια όμως που δεν καταλαβαίνανε τους λόγους της άρνησης της φιλενάδας τους να γδυθεί, αστειευόμενα και γελώντας ξεκίνησαν να την γδύνουν με τη βία. Τη γδύσανε λοιπόν και έκπληκτα μπροστά στο θέαμα που αντίκρισαν πλακώσανε με τα ξιφίδια τους το ερωτευμένο βασιλόπουλο και που σε πονεί και που σε σφάζει, το κάνανε σουρωτήρι. Και τώρα, μη βάλει ο νους σας ότι ξέμπλεξε τόσο εύκολα η Δάφνη. Ήτανε και ο Απόλλωνας που την ήθελε και μόλις είδε ότι εξέλειπε ο αντεραστής του έγινε αφόρητα επίμονος. Η παρθένος όμως που όπως είπαμε ούτε να ακούει δεν ήθελε για άνδρες τον απέφευγε, αλλά έφθασε κάποια στιγμή να αισθάνεται την καυτή ανάσα του στο σβέρκο της, και απελπισμένη ότι μπορεί να γλιτώσει ζήτησε τη βοήθεια του πατέρα της. Κι ο Λάδωνας, θεός κι εκείνος, για να γλιτώσει την κόρη του από τον ερωτύλο θεό της έδωσε τη μορφή του γνωστού φυτού της δόξας και της τιμής, της Δάφνης. Όμορφο φυτό που γίνεται δένδρο (οι παλαιότεροι στο χωριό μου τη λέγανε βάγια) αλλά με πολύ πικρή γεύση.
Κι έτσι όμως ο Απόλλωνας αγκάλιαζε με πάθος την πανέμορφη Δάφνη αλλά η πικρή γεύση του φυτού τον απόδιωχνε, μέχρι που το πήρε απόφαση και έστρεψε αλλού τα αισθηματικά του ενδιαφέροντα. Έτσι, η κόρη του Λάδωνα έμεινε γνωστή με τούτο το όνομα: Δάφνη.




Στην πρώτη εικόνα βλέπετε το ποτάμι στην παλιά γέφυρα Τουμπίτσι, στην δεύτερη το Γεφύρι της Κυράς .

ΟΧΘΙΑ


Όχθια, παλιότερα Καραχασάνι.
Καρασάνι το άκουγα από τη δεκαετία του1940 που περνούσα από εκεί και έπινα νεράκι κι έτρωγα και κάνα πιάτο φαΐ από τους φιλόξενους κατοίκους του, και έτσι μου έχει μείνει.
Γραφικότατο και πανέμορφο χωριουδάκι, χτισμένο ( κρεμασμένο κυριολεκτικά) στα 450 μέτρα ύψος αντικρίζει τη Φολόη, το ποτάμι Τουθόα (το λένε και Λαγκαδινό) και χαμηλότερα το Λάδωνα.
Πρωτοκατοικήθηκε πιθανόν κατά το 1440 επί Εμμανουήλ Κομνηνού και όπως προανέφερα έχει φιλότιμους και φιλόξενους κατοίκους. Γνήσιους Αρκάδες, γιατί οι Αρκάδες το φιλότιμο και τη φιλοξενία τα έχουν στο αίμα τους, και δεν το λέω εγώ μόνο, το έχουν πει πριν από δυο περίπου χιλιάδες χρόνια ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του, ο Πολύβιος και πολλοί αξιόλογοι ακόμα πνευματικοί άνθρωποι.

Η κόπρος του Αυγεία



Είναι μια φράση που στην εποχή που ζούμε έχει εντελώς αλληγορική σημασία που τη λέμε συνήθως για να υποδηλώσουμε – τονίσουμε τη μεγάλη διαφθορά που επικρατεί στο χώρο στον οποίο αναφερόμαστε. Πως λέμε π.χ. ότι στο χώρο της Υγείας, ΚΕΕΛΠΝΟ κλπ βρωμάει και ζέχνει (όπως ακούγεται στην εξεταστική της Βουλής) από σκάνδαλα υπερτιμολογήσεων φαρμάκων, διασπάθιση εκατομμυρίων, διορισμούς υμετέρων κλπ.
Κι επειδή πολλοί αγνοούν την πραγματική της σημασία της φράσης αξίζει να πούμε δυο λόγια για το ιστορικό της.



Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν σύμφωνα με τη μυθολογία μας, τη Wikipedia και το Google που μας δίνουν τα στοιχεία, ήτανε ένας βασιλιάς στην αρχαία Ήλιδα στην Πελοπόννησο, ο Αυγείας που είχε κληρονομήσει πολλά κοπάδια από τον πατέρα του και είχε και ένα τεράστιο στάβλο με τρεις χιλιάδες βόδια ο οποίος στάβλος όμως για πάνω από τριάντα χρόνια δεν είχε καθαριστεί από την κοπριά των ζώων που σωρευόταν εκεί, και αποτελούσε κίνδυνο για την υγεία των κατοίκων της περιοχής, λένε μάλιστα ότι είχε πέσει και λοιμός.
Ο πονηρός Ευρυσθέας ο βασιλιάς της Τίρυνθας (Πελοπόννησος πάλι) που δεν χώνευε τον Ηρακλή τον εξάδελφό του ( σε ένα ξέσπασμα τρέλας είχε σκοτώσει την οικογένειά του), επιδιώκοντας τη φυσική του εξόντωση με τους άθλους που του αναθέτει, αλλά και για να τον ταπεινώσει, του δίνει εντολή να πάει στο βασίλειο του Αυγεία και μέσα σε μια ημέρα να καθαρίσει τους στάβλους από την επί τριάντα και πάνω χρόνια σωρευμένη κοπριά, βέβαιος ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Ηρακλής θα έσκαγε από τη βρωμιά αφού μόνο με χειρωνακτική εργασία μπορούσε να αδειάσει ο στάβλος, και στη χειρότερη, δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει. 
Κατεβαίνει στην Ήλιδα ο Ηρακλής και χωρίς να αναφέρει στον Αυγεία ότι τον στέλνει ο Ευρυσθέας, του λέει ότι αναλαμβάνει να διώξει την κοπριά από το στάβλο μέσα σε μόνο μια ημέρα, υπό τον όρο ότι θα λάβει ως αμοιβή το ένα δέκατο των ζώων. Ο Αυγείας που ξέρει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο αφού ούτε μπουλντόζες ούτε φορτηγά υπήρχαν τότε, γελάει από μέσα του και συμφωνεί. Ο Ηρακλής βάζει το μυαλό του να δουλέψει, και καθώς διαπιστώνει ότι η περιοχή με το στάβλο βρίσκεται ανάμεσα σχεδόν σε δυο ποτάμια τον Αλφειό και τον Πηνειό συλλαμβάνει το σχέδιο, παίρνει το Φιλέα το γιο του Αυγεία για μάρτυρα, ανοίγει (μία εκδοχή) τρύπες στο στάβλο (τι στάβλος, 3000 βόδια χώραγε), και με την … θεϊκή (αφού ήταν ημίθεος) δύναμη που διαθέτει αλλά και τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς κατά μια άλλη εκδοχή εκτρέπει τα νερά του Αλφειού και του Πηνειού και τα περνάει μέσα από το στάβλο που δεν αφήνουν ούτε ίχνος από κοπριά,

Αυτή ήταν η Κόπρος του Αυγεία/ου, αλλά ας δούμε και τη συνέχεια που λίγο ενδιαφέρον παρουσιάζει: Ο Αυγείας που δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη ( δεν ήταν και νοικοκύρης παναθεμά τον, κληρονομιά τα βρήκε!) και του έρχεται ο ουρανός σφοντύλι αρνείται να δώσει την συμφωνημένη αμοιβή στον Ηρακλή, μπλέκουν στα δικαστήρια κλπ κλπ. Προτού βγει η απόφαση ο Αυγείας που στο μεταξύ έχει μάθει τη συμφωνία Ηρακλή - Ευρυσθέα διώχνει το Φιλέα και τον Ηρακλή από την Ήλιδα ( τη γράφουν και Ίλιδα). Ο μύθος λέει πως χρόνια αργότερα ο Ηρακλής κατακτά την Ήλιδα και σκοτώνει τον Αυγεία, άλλος ότι τον συγχωρεί, άλλος ότι τον παραδίδει στο Φιλέα κλπ

Και επειδή όλοι οι μύθοι έχουν τη δική τους σημασία, εδώ έχουμε το συμβολισμό της κάθαρσης από τη βρωμιά που υπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή, και τα νερά των ποταμών την κάθαρση συμβολίζουν.
Αλλά και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος, ο μύθος λέει ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, πρέπει να βάζει το μυαλό του να δουλεύει, να το στύβει για να βρει λύσεις, να δουλεύει με σχέδιο, με πρόγραμμα. Στην εικόνα που την πήρα από το Google (Χείλων) ο Ηρακλής εκτρέπει τον Αλφειό.

Αρκαδία. Το φαράγγι του Λούσιου ποταμού.









Μυθικό ποτάμι ο Λούσιος ένας από τους παραπόταμους του Αλφειού, διασχίζει για 27 χιλιόμετρα τα βουνά της Γορτυνίας ξεκινώντας από την Αγία Παρασκευή κοντά στα Λαγκάδια και χύνεται στον Αλφειό βδ της Καρύταινας.
Οι πρώτες πηγές του βρίσκονται στην Αγία Παρασκευή, αλλά και λίγο νοτιότερα στην Καρκαλού στην περιοχή της αρχαίας Θεισόας. Ακριβώς εκεί στην Καρκαλού σύμφωνα με τη μυθολογία μας οι νύμφες Αγνώ Θεισόα και Νέδα, κάτω από τις σκιερές ιτιές και λυγαριές, λεύκες και πλατάνια που φύτρωναν στις όχθες του ποταμού, έλουζαν στα κρύα νερά του τον Δία όταν ήταν μωρό, και από εκεί φαίνεται ότι πήρε ο Λούσιος το όνομά του. Ο Δίας φαίνεται πως είχε πολλούς δεσμούς με την περιοχή γιατί δυτικότερα υψώνεται ο Αρτοζήνος μια από τις βουνοκορφές του Μαινάλου σε ύψος 1365μ και κατά τη μυθολογία πάντα, από εκεί προμηθευόταν το ψωμί του. Αρτοζήνος – άρτος Διός - Ζηνός. Ο Ζεύς του Διός, τω Ζηνί κλπ. Στη διαδρομή του ο Λούσιος που κατά τόπους οι όχθες του όπως μαρτυρεί ο Σπύρος Σεργόπουλος από τη Δημητσάνα ενώνονται με 15 γεφύρια, διατρέχει ένα τοπίο μοναδικού φυσικού κάλους φορτωμένο με ιστορικά πολιτισμικά και θρησκευτικά μνημεία που έχει χαρακτηριστεί περιοχή ενιαίου αρχαιολογικού χώρου και προστατεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ λέγεται και Άγιο Όρος της Πελοποννήσου.

Λίγα χιλιόμετρα μετά την Καρκαλού, στις όχθες του Λούσιου πάνω στα ερείπια της αρχαίας Τεύθιδος σε υψόμετρο 950 μ είναι χτισμένη η ιστορική Δημητσάνα.

Νοτιότερα, κάτω από το ξωκλήσι του Αγιάννη βρίσκεται το Μουσείο Υδροκίνησης από όπου μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα για τις δραστηριότητες και παλιότερους τρόπους ζωής που εξελίσσονταν στο ποτάμι και γενικότερα στην περιοχή, για τους αλευρόμυλους και τις νεροτριβές, τα ταμπάκικα και τους μπαρουτόμυλους που κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού κατά των Τούρκων γράψανε τη δική τους ιστορία παρασκευάζοντας μπαρούτι για τις ανάγκες του Αγώνα.

300 - 400 μέτρα ανατολικότερα κοντά στο Μοναστήρι των Αιμυαλών βρίσκεται ο ιστορικός ληνός των Κολοκοτρωναίων που μαρτυρεί το χαμό μιας ομάδας κλεφτών υπό τον Γιάννη Κολοκοτρώνη τον επιλεγόμενο Ζορμπά,
αδελφό του αρχηγού της επανάστασης στο Μωρηά ύστερα από προδοσία ενός καλόγερου της Μονής την 1η Φλεβάρη του 1806. Δυτικά, κοντά στις βραχώδεις όχθες του Λούσιου σε υψόμετρο 1050μ βρίσκεται η ιστορική επίσης Ζάτουνα ενώ χαμηλά και νοτιοανατολικά βρίσκεται το Παλιοχώρι. Στα βράχια πάνω από το ποτάμι υπάρχουν Μοναστήρια που η ίδρυσή τους χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως η παλιά εγκαταλειμμένη Μονή του Φιλοσόφου που ιδρύθηκε το 963, η νεότερη Μονή του Φιλοσόφου που κρέμεται πάνω από το ποτάμι και ιδρύθηκε τον 18ο αιώνα, όπως και η Μονή του Προδρόμου του 16ου αιώνα..



Χαμηλότερα κοντά στο χωριό Ατσίχολος στη δεξιά όχθη μετά το γεφύρι του Κόκκορη βρίσκονται τα ερείπια του Ασκληπιείου της αρχαίας Γόρτυνας που άκμασε κατά τον 4ο πχ αιώνα, και όπου έχουν αποκαλυφθεί από τους αρχαιολόγους τμήματα οχυρωματικού περιβόλου, δημόσια κτίρια, λουτρικές εγκαταστάσεις κ.α. Ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» του μας πληροφορεί ότι το ποτάμι μετά τη Γόρτυνα ονομαζόταν Γορτύνιος, και ότι «Γορτύνιος δε προήκει και ες πλέον ψυχρότητος, μάλιστα σε ώρα θέρους». Μας λέει δλδ ότι το ποτάμι είναι πιο παγωμένο κατά το καλοκαίρι.
Λίγο ψηλότερα από τον Λούσιο, 8 χιλιόμετρα νοτιότερα της Δημητσάνας σε υψόμετρο 1100 μ βρίσκεται και η ιστορική κωμόπολη Στεμνίτσα (Υψούς) που έστω και για λίγο μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη πρωτεύουσα της επαναστατημένης Ελλάδας αφού εκεί συνήλθε το καλοκαίρι του 1821 η Παμπελοποννησιακή Γερουσία!