Ο Σταυροκωσταντής πέρασε τη βίτσα
του στη διχάλα του στηχερού κι έπιασε την αλωναριά κοντράροντας με την πλάτη
του το ιδρωμένο κορμί του Ψαρή, του μουλαριού του που ήταν από τη μέσα μεριά
του αλωνιού κοντά στο στiχερό. Ξεθηλύκωσε ύστερα το κουμπί της αλωναριάς από τη
λαιμαριά του μουλαριού και την απόθεσε κι εκείνη πάνω στη διχάλα. Κρατώντας στη
συνέχεια με το αριστερό του χέρι τη λαιμαριά του Ψαρή έφερε το δεξί του στα
καπούλια του μουλαριού και το έσπρωξε κάνοντάς το να πισωπατήσει προς την έξω
μεριά του αλωνιού παρασύροντας και τα υπόλοιπα μουλάρια σ’ αυτή του την αργή
κίνηση. Μαθημένα τα ζώα στο αλώνι, συνέχισαν να πισωπατάνε κάτω από την πίεσή
του, διαγράφοντας μια κανονική στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών μέχρι που ο Ψαρής
βρέθηκε στην εξωτερική πλευρά της ζυγιάς, και η Ρούσα του στην εσωτερική κοντά
στο στηχερό. Γλίστρησε μπροστά από τα μουλάρια γρήγορα – γρήγορα σέρνοντας τα
χέρια του πάνω τους κι έπιασε τη λαιμαριά της Ρούσας ενώ με το
αριστερό του ξεκρέμασε την αλωναριά από
το στηχερό και με μια επιδέξια κίνηση πέρασε το κουμπί της θηλιάς στη
λαιμαριά του μουλαριού. Ξεκρέμασε τη βίτσα του από το στηχερό κι άφησε σιγά –
σιγά τα μπόσικα της αλωναριάς παροτρύνοντας τα ζωντανά να κινηθούνε τώρα προς
την αντίθετη κατεύθυνση. Καθώς ξετυλιγόταν από το στηχερό σε κάθε κύκλο του το
σκοινί, μεγάλωνε παράλληλα και ο κύκλος που κάνανε τα πέντε μουλάρια μέσα στο
αλώνι που άρχιζαν να βρίσκουν το ρυθμό τους.
Ο Κωσταντής ξάμωσε με μια κίνηση χορευτή τη Βίτσα του και το λουρί της
έκανε στράκα πάνω από τα μουλάρια χωρίς να τα αγγίξει.
- Εϊ, εϊ εϊ! Ωπ, ωπ χοπ! Άρχισε
να τους φωνάζει τρέχοντας πίσω τους δίνοντας χορευτικό ρυθμό στα παραγγέλματά
του, προσαρμόζοντάς τον στο τρέξιμό τους.
- Όξω Ψαρή μου, όξω λεβέντη
μου! Άπλω ,! Άπλω! φώναξε παροτρύνοντας το ζωντανό, κι εκείνο που καταλάβαινε
τι του ζητούσε ο κύριός του, τραβούσε φιλότιμα με το κορμί του και τα άλλα
ζωντανά προς το εξωτερικό του αλωνιού.
– Άϊντε χοπ, άϊντε χοπ!
συνέχισε τρέχοντας πίσω από τα μουλάρια που κάνανε κύκλους μέσα στο αλώνι,
ξαμώνοντας με κυκλικές κινήσεις τη βίτσα από πάνω τους πιέζοντάς τα να
επιταχύνουν το ρυθμό τους.
Και από τη Ρούσα του όμως είχε τις απαιτήσεις του και δεν την άφηνε κι
αυτήν παραπονεμένη:
- Άϊντε Ρουσούλα μου, άϊντε κουκλάρα μου! άϊντε χοπ!
Τα μουλάρια ανταποκρίνονταν στα παραγγέλματα και στα καλέσματά του λες
και καταλάβαιναν πως από αυτά εξαρτιόταν το αλώνι, και ήσαν τόσο αρμονικές οι
κινήσεις ζωντανών και αγωγιάτη σαν να είχαν προηγηθεί πολύωρες πρόβες.
Καμιά φορά χρειαζόταν ν’ αγριέψει ο Κωσταντής και να ανεβάσει τους
τόνους της φωνής του με στοργικές επιτιμήσεις:
- Ρουσούλαμ!!! Αχ μωρή Γαλιάντρα! Όξω μωρή! Άπλω, άπλω!!!
Στην άκρη πάνω στη Σφεντόνα του αλωνιού, τρεις χωριανοί του που είχαν
τα μουλάρια τους στο αλώνι και ο γιος του ο Γιαννούλης γυρόφερναν με τα
δικράνια τους σπρώχνοντας το γέννημα μέσα για να πατιέται από τα μουλάρια. Η
δουλειά τους είχε λιγοστέψει τώρα γιατί το αλώνι είχε «κάτσει», είχε χαμηλώσει
αρκετά και ήδη το είχαν γυρίσει και τρίτο δικράνι.
Τριάντα σαράντα μέτρα πιο πάνω, η Κωσταντού και οι δυο θυγατέρες της
ετοίμαζαν το τραπέζι κάτω από τον δασύ ίσκιο του αιωνόβιου πουρναριού.
Σε τούτα τα μέρη το πλούσιο
φαγητό στο αλώνι κάτω από τον δροσερό ίσκιο του πουρναριού ή της γκορτσιάς ήταν
κάτι το εξαιρετικό, ένα είδος ιεροτελεστίας που επαναλαμβανόταν όπως όλες οι
γιορτές μια φορά το χρόνο, στο αλώνισμα. Για τη σημερινή ημέρα η Κωσταντού είχε
ετοιμάσει τα καλύτερα φαγιά της και τώρα ικανοποιημένη και γεμάτη περηφάνια
στράφηκε και φώναξε στον άνδρα της:
- Ελάτε Κωσταντή, μαζωχτείτε για τραπέζι!
Ο Κωσταντής έδωσε τη Βίτσα στο γιό του που μπήκε στο αλώνι να
συνεχίσει στο πόδι του, και τράβηξε με τους άλλους για το πουρνάρι προσπαθώντας
ταυτόχρονα να τινάξουν με τα χέρια το άχυρο από πάνω τους. Ξαναμμένοι από τη
ζέστη και το άχυρο που τους έπνιγε ξάκρισαν γύρω από την αντρομίδα που είχε στρώσει η Κυρά κάτω από τον δασύ
ίσκιο του πουρναριού.
- Καλώς τους, κοπιάστε! τους
καλωσόρισε η Μαρία πρόσχαρα.
Γονατισμένη πάνω στην πολύχρωμη αντρομίδα που η ίδια είχε υφάνει στον αργαλειό
της πήρε να βάνει στραγγιχτές χυλοπίτες από μια τέσσα σε πήλινα πιάτα ενώ λίγο
πιο πέρα η μεγαλύτερη κόρη της η Φωτεινή έκαιγε χοιρινό λίπος σ’ ένα τηγάνι
πάνω σε μια μικρή φωτιά από ξερόκλαδα. Αφού γέμισε τα πιάτα η Κωσταντού έριξε
στο καθένα μπόλικη τριμμένη μυζήθρα και στη συνέχεια περιέλουσε το φαγητό με
ζεματιστό λίπος που τσίριζε καθώς έπεφτε στα πιάτα από το τηγάνι που της έφερε
η Φωτεινή. Άνοιξε τον τέντζερη που είχε μαγειρεμένο τον καλό της τον κόκορα που
τον φύλαγε για τη σημερινή ημέρα και αφού με επιδέξιες κινήσεις έβαλε τον
ανάλογο μεζέ στο κάθε πιάτο, τοποθέτησε από ένα μπροστά στους άνδρες που είχαν
βολευτεί κυκλικά πάνω στην αντρομίδα.
Ο Κωσταντής έκανε νόημα και αφού έκαναν το Σταυρό τους έπιασε το
καρβέλι και άρχισε να κόβει ψωμί.
- Καλοφάγωτο νοικοκυραίοι!
- Καλές διαφορές! Ευχήθηκαν οι αγωγιάτες.
- Να είσαστε καλά, και στα δικά σας, για στα χέρια σας! Αντευχήθηκαν ο
Κωσταντής και η γυναίκα του.
- Ξεκινάτε, τους παρότρυνε η Μαρία και σας ετοιμάζω και λίγο καγιανά.
Γύρισε μέσα στο τηγάνι το παστό χοιρινό που είχε μέσα σε ένα σαγάνι και το
έβαλε πάνω στη φωτιά. Καθώς ανακάτευε το περιεχόμενο του τηγανιού, η Φωτεινή
χτύπησε μερικά αβγά μέσα στο σαγάνι και τα γύρισαν κι αυτά μέσα στο τηγάνι που
είχε κάψει καλά. Τα αβγά, οι τσιγαρίδες και το καυτό χοιρινό λίπος έγιναν ένα
χαρμάνι τσιρίζοντας άγρια καθώς ψήνονταν και η πικάντικη μυρωδιά τους απλώθηκε
στον αέρα. Η Μαρία τοποθέτησε τον καγιανά στη μέση ανάμεσά τους όπως ήταν μέσα
στο τηγάνι χαμογελώντας με ικανοποίηση για τα επαινετικά τους σχόλια κι έπιασε
να γεμίζει κρασί τις πήλινες κούπες από την τσότρα.
Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά και τσουρούφλιζε τα πάντα ενώ διάχυτη
ήταν στην ατμόσφαιρα η μυρωδιά του πικάντικου τηγανισμένου χοιρινού και του
τριμμένου άχυρου.
- Εις υγεία και καλοφάγωτο!
- Χίλια μόδια! Ευχόταν ο άλλος δίπλα καθώς άδειαζε την κούπα.
Χίλια μόδια γέννημα βέβαια δεν μπορούσαν να βγουν στο αλώνι αφού το
μόδι αντιστοιχούσε σε τριακόσιες οκάδες, αλλά έτσι το ήθελε το έθιμο, αυτές να
είναι οι ευχές.
- Χίλια μόδια κι όξω ο σπόρος!
Αποφάγανε στα γρήγορα και σηκωθήκανε. Σε καμιά ώρα το αλώνι θα
γινότανε. Θα ξεζεύανε τα μουλάρια και θα τα τρίβανε από το λαιμό μέχρι τα
καπούλια με άχυρο για να φύγει το ξάναμα
και ο ιδρώτας από πάνω τους και ένας δυο θα τα πηγαίνανε για νερό ενώ οι
υπόλοιποι με τα δικράνια τους θα σηκώνανε το αλώνι. Έτσι όπως ήτανε τριμμένο το
σιτάρι και το άχυρο μαζί θα το σηκώνανε στη μέση του αλωνιού σε έναν μεγάλο
σωρό περιμένοντας να φυσήξει το ευλογημένο αεράκι για να το λιχνίσουν μέχρι να
ξεχωρίσει καθαρός ο καρπός από το άχυρο και να τον μεταφέρουν στο σπίτι στο
χωριό στο μεγάλο κασόνι έτοιμο για άλεσμα.
Απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο μου.