Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Ομορφοκλησιά











Στη λεωφόρο Βεΐκου στο Γαλάτσι.
Ο ναός που βλέπετε είναι του Αγίου Γεωργίου, χτίστηκε το 12ο αιώνα πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία, και λόγω της ομορφιάς του καθιερώθηκε σαν η «Εύμορφη Εκκλησία».


 Ομορφοκκλησιά λέγεται σήμερα και είναι διατηρητέο μνημείο. Είναι δε, ίδιος με τον ναό των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Καπνικαρέας.


Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Το αλώνι















Ο Σταυροκωσταντής  πέρασε τη βίτσα του στη διχάλα του στηχερού κι έπιασε την αλωναριά κοντράροντας με την πλάτη του το ιδρωμένο κορμί του Ψαρή, του μουλαριού του που ήταν από τη μέσα μεριά του αλωνιού κοντά στο στiχερό. Ξεθηλύκωσε ύστερα το κουμπί της αλωναριάς από τη λαιμαριά του μουλαριού και την απόθεσε κι εκείνη πάνω στη διχάλα. Κρατώντας στη συνέχεια με το αριστερό του χέρι τη λαιμαριά του Ψαρή έφερε το δεξί του στα καπούλια του μουλαριού και το έσπρωξε κάνοντάς το να πισωπατήσει προς την έξω μεριά του αλωνιού παρασύροντας και τα υπόλοιπα μουλάρια σ’ αυτή του την αργή κίνηση. Μαθημένα τα ζώα στο αλώνι, συνέχισαν να πισωπατάνε κάτω από την πίεσή του, διαγράφοντας μια κανονική στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών μέχρι που ο Ψαρής βρέθηκε στην εξωτερική πλευρά της ζυγιάς, και η Ρούσα του στην εσωτερική κοντά στο στηχερό. Γλίστρησε μπροστά από τα μουλάρια γρήγορα – γρήγορα σέρνοντας τα χέρια του  πάνω τους  κι έπιασε τη λαιμαριά της Ρούσας ενώ με το αριστερό του ξεκρέμασε την αλωναριά από  το στηχερό και με μια επιδέξια κίνηση πέρασε το κουμπί της θηλιάς στη λαιμαριά του μουλαριού. Ξεκρέμασε τη βίτσα του από το στηχερό κι άφησε σιγά – σιγά τα μπόσικα της αλωναριάς παροτρύνοντας τα ζωντανά να κινηθούνε τώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Καθώς ξετυλιγόταν από το στηχερό σε κάθε κύκλο του το σκοινί, μεγάλωνε παράλληλα και ο κύκλος που κάνανε τα πέντε μουλάρια μέσα στο αλώνι που άρχιζαν να βρίσκουν το ρυθμό τους.        
Ο Κωσταντής ξάμωσε με μια κίνηση χορευτή τη Βίτσα του και το λουρί της έκανε στράκα πάνω από τα μουλάρια χωρίς να τα αγγίξει.
- Εϊ, εϊ εϊ!  Ωπ, ωπ χοπ! Άρχισε να τους φωνάζει τρέχοντας πίσω τους δίνοντας χορευτικό ρυθμό στα παραγγέλματά του, προσαρμόζοντάς τον στο τρέξιμό τους. 
  - Όξω Ψαρή μου, όξω λεβέντη μου! Άπλω ,! Άπλω! φώναξε παροτρύνοντας το ζωντανό, κι εκείνο που καταλάβαινε τι του ζητούσε ο κύριός του, τραβούσε φιλότιμα με το κορμί του και τα άλλα ζωντανά προς το εξωτερικό του αλωνιού.
 – Άϊντε χοπ, άϊντε χοπ! συνέχισε τρέχοντας πίσω από τα μουλάρια που κάνανε κύκλους μέσα στο αλώνι, ξαμώνοντας με κυκλικές κινήσεις τη βίτσα από πάνω τους πιέζοντάς τα να επιταχύνουν το ρυθμό τους. 
Και από τη Ρούσα του όμως είχε τις απαιτήσεις του και δεν την άφηνε κι αυτήν παραπονεμένη:
- Άϊντε Ρουσούλα μου, άϊντε κουκλάρα μου! άϊντε χοπ! 
Τα μουλάρια ανταποκρίνονταν στα παραγγέλματα και στα καλέσματά του λες και καταλάβαιναν πως από αυτά εξαρτιόταν το αλώνι, και ήσαν τόσο αρμονικές οι κινήσεις ζωντανών και αγωγιάτη σαν να είχαν προηγηθεί πολύωρες πρόβες.
Καμιά φορά χρειαζόταν ν’ αγριέψει ο Κωσταντής και να ανεβάσει τους τόνους της φωνής του με στοργικές επιτιμήσεις:
- Ρουσούλαμ!!! Αχ μωρή Γαλιάντρα! Όξω μωρή! Άπλω, άπλω!!!
Στην άκρη πάνω στη Σφεντόνα του αλωνιού, τρεις χωριανοί του που είχαν τα μουλάρια τους στο αλώνι και ο γιος του ο Γιαννούλης γυρόφερναν με τα δικράνια τους σπρώχνοντας το γέννημα μέσα για να πατιέται από τα μουλάρια. Η δουλειά τους είχε λιγοστέψει τώρα γιατί το αλώνι είχε «κάτσει», είχε χαμηλώσει αρκετά και ήδη το είχαν γυρίσει και τρίτο δικράνι.   
Τριάντα σαράντα μέτρα πιο πάνω, η Κωσταντού και οι δυο θυγατέρες της ετοίμαζαν το τραπέζι κάτω από τον δασύ ίσκιο του αιωνόβιου πουρναριού.
 Σε τούτα τα μέρη το πλούσιο φαγητό στο αλώνι κάτω από τον δροσερό ίσκιο του πουρναριού ή της γκορτσιάς ήταν κάτι το εξαιρετικό, ένα είδος ιεροτελεστίας που επαναλαμβανόταν όπως όλες οι γιορτές μια φορά το χρόνο, στο αλώνισμα. Για τη σημερινή ημέρα η Κωσταντού είχε ετοιμάσει τα καλύτερα φαγιά της και τώρα ικανοποιημένη και γεμάτη περηφάνια στράφηκε και φώναξε στον άνδρα της:
- Ελάτε Κωσταντή, μαζωχτείτε για τραπέζι! 
Ο Κωσταντής έδωσε τη Βίτσα στο γιό του που μπήκε στο αλώνι να συνεχίσει στο πόδι του, και τράβηξε με τους άλλους για το πουρνάρι προσπαθώντας ταυτόχρονα να τινάξουν με τα χέρια το άχυρο από πάνω τους. Ξαναμμένοι από τη ζέστη και το άχυρο που τους έπνιγε ξάκρισαν γύρω από την αντρομίδα  που είχε στρώσει η Κυρά κάτω από τον δασύ ίσκιο του πουρναριού.
 - Καλώς τους, κοπιάστε! τους καλωσόρισε η Μαρία πρόσχαρα.
Γονατισμένη πάνω στην πολύχρωμη αντρομίδα που η ίδια είχε υφάνει στον αργαλειό της πήρε να βάνει στραγγιχτές χυλοπίτες από μια τέσσα σε πήλινα πιάτα ενώ λίγο πιο πέρα η μεγαλύτερη κόρη της η Φωτεινή έκαιγε χοιρινό λίπος σ’ ένα τηγάνι πάνω σε μια μικρή φωτιά από ξερόκλαδα. Αφού γέμισε τα πιάτα η Κωσταντού έριξε στο καθένα μπόλικη τριμμένη μυζήθρα και στη συνέχεια περιέλουσε το φαγητό με ζεματιστό λίπος που τσίριζε καθώς έπεφτε στα πιάτα από το τηγάνι που της έφερε η Φωτεινή. Άνοιξε τον τέντζερη που είχε μαγειρεμένο τον καλό της τον κόκορα που τον φύλαγε για τη σημερινή ημέρα και αφού με επιδέξιες κινήσεις έβαλε τον ανάλογο μεζέ στο κάθε πιάτο, τοποθέτησε από ένα μπροστά στους άνδρες που είχαν βολευτεί κυκλικά πάνω στην αντρομίδα.    
Ο Κωσταντής έκανε νόημα και αφού έκαναν το Σταυρό τους έπιασε το καρβέλι και άρχισε να κόβει ψωμί.
- Καλοφάγωτο νοικοκυραίοι!
- Καλές διαφορές! Ευχήθηκαν οι αγωγιάτες.
- Να είσαστε καλά, και στα δικά σας, για στα χέρια σας! Αντευχήθηκαν ο Κωσταντής και η γυναίκα του.
- Ξεκινάτε, τους παρότρυνε η Μαρία και σας ετοιμάζω και λίγο καγιανά. Γύρισε μέσα στο τηγάνι το παστό χοιρινό που είχε μέσα σε ένα σαγάνι και το έβαλε πάνω στη φωτιά. Καθώς ανακάτευε το περιεχόμενο του τηγανιού, η Φωτεινή χτύπησε μερικά αβγά μέσα στο σαγάνι και τα γύρισαν κι αυτά μέσα στο τηγάνι που είχε κάψει καλά. Τα αβγά, οι τσιγαρίδες και το καυτό χοιρινό λίπος έγιναν ένα χαρμάνι τσιρίζοντας άγρια καθώς ψήνονταν και η πικάντικη μυρωδιά τους απλώθηκε στον αέρα. Η Μαρία τοποθέτησε τον καγιανά στη μέση ανάμεσά τους όπως ήταν μέσα στο τηγάνι χαμογελώντας με ικανοποίηση για τα επαινετικά τους σχόλια κι έπιασε να γεμίζει κρασί τις πήλινες κούπες από την τσότρα.      
Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά και τσουρούφλιζε τα πάντα ενώ διάχυτη ήταν στην ατμόσφαιρα η μυρωδιά του πικάντικου τηγανισμένου χοιρινού και του τριμμένου άχυρου.
- Εις υγεία και καλοφάγωτο! 
- Χίλια μόδια! Ευχόταν ο άλλος δίπλα καθώς άδειαζε την κούπα.
Χίλια μόδια γέννημα βέβαια δεν μπορούσαν να βγουν στο αλώνι αφού το μόδι αντιστοιχούσε σε τριακόσιες οκάδες, αλλά έτσι το ήθελε το έθιμο, αυτές να είναι οι ευχές.
- Χίλια μόδια κι όξω ο σπόρος!
Αποφάγανε στα γρήγορα και σηκωθήκανε. Σε καμιά ώρα το αλώνι θα γινότανε. Θα ξεζεύανε τα μουλάρια και θα τα τρίβανε από το λαιμό μέχρι τα καπούλια  με άχυρο για να φύγει το ξάναμα και ο ιδρώτας από πάνω τους και ένας δυο θα τα πηγαίνανε για νερό ενώ οι υπόλοιποι με τα δικράνια τους θα σηκώνανε το αλώνι. Έτσι όπως ήτανε τριμμένο το σιτάρι και το άχυρο μαζί θα το σηκώνανε στη μέση του αλωνιού σε έναν μεγάλο σωρό περιμένοντας να φυσήξει το ευλογημένο αεράκι για να το λιχνίσουν μέχρι να ξεχωρίσει καθαρός ο καρπός από το άχυρο και να τον μεταφέρουν στο σπίτι στο χωριό στο μεγάλο κασόνι έτοιμο για άλεσμα.

 Απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο μου.


Γορτυνία,το φαράγγι της Γκούρας.











Πνεύμονας πράσινου και ζωής για την περιοχή με μια διαδρομή 13,5 χιλιομέτρων από το ξεκίνημα στον Αρτοζήνο το μυθικό βουνό από όπου τρέφανε και τον Δία ( Άρτος – Ζηνός), μέχρι την εκβολή του 3 – 4 χιλιόμετρα πιο κάτω από την Αετορράχη κοντά στο Καρασανέικο όπου και συναντάται με τον Τουθόα ή Λαγκαδινό ποταμό και εκβάλλουν στο Λάδωνα


Γεμάτη ζωή παλιότερα και με μουσική υπόκρουση από τα χιλιάδες τροκανοκούδουνα των κοπαδιών που βόσκιζαν εκεί, αλλά και από τους νερόμυλους όπου οι κάτοικοι των γύρω χωριών αλέθανε τα γεννήματά τους. Γεμάτη πηγές και σπηλιές με ιδιαίτερη ιστορία η 7όροφη Σπηλιά του Γιαννικούλια κρεμασμένη στα «βράχια της Παναγιάς» στην απέναντι πλευρά από την Αετορράχη












Έχει άμεση σχέση και συνορεύει με τα χωριά Σέρβου, Λυκούρεση, Ψάρι, Αράπηδες, Κοκκινορράχη Αετορράχη και Λυσσαρέα, και εκτός από την άγρια βλάστηση και το παρόχθιο δάσος όπως βλέπετε διαθέτει ακόμα και καταρράκτες. 

Στην πρώτη φωτό βλέπετε τους καταρράκτες κάτω από το Λυκούρεσι Στη δεύτερη έχουμε μια άποψη της Γκούρας από τη Λυσσαρέα. με φόντο τον Αρτοζήνο. Στην Τρίτη η Γιαννούλα απολαμβάνει την άγρια ομορφιά της Γκούρας.. Στην τέταρτη Τα βράχια της Παναγιάς όπου και σπηλιά του Γιαννικούλια απέναντι από τα Ζουλάτικα στις παρυφές του φαραγγιού.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Στη Ρόδο κατά την εορτή της Ενσωμάτωσης


Πριν από κάποιες δεκαετίες  με τη Γιαννούλα ντυμένη με παραδοσιακή στολή Μπονιάτισσας  (= από το χωριό Εμπωνα ) την ημέρα της καθιερωμένης παρέλασης για την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου
Τα Δωδεκάνησα που είναι 14 και μαζί με τις ακατοίκητες νησίδες φθάνουν τα 27, έχουν δεχτεί για πάνω από 600 χρόνια πολλούς επιδρομείς και κατακτητές, από Πέρσες, Σαρακηνούς Βενετούς Γενουάτες, Σταυροφόρους και Τούρκους, με τελευταίους τους Ιταλούς που τα είχαν πάρει το 1912 από τους Τούρκους, και τους Γερμανούς που τα κράτησαν μετά την κατάρρευση της Ιταλίας στο Β¨ Παγκόσμιο πόλεμο το 1943.
Στη Διάσκεψη Ειρήνης των νικητριών Δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Παρίσι το 1946, η Ελλάδα προέβαλλε το θέμα της Βορείου Ηπείρου, της διευθέτησης των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, των Δωδεκανήσων, και της Κύπρου.
Δικαιώθηκε στο θέμα των Δωδεκανήσων και στις 31 Μαρτίου του1947 έγινε η τελετή παράδοσης από τις βρετανικές αρχές στη Ρόδο ενώ στις 7 Μαρτίου 1948 γίνεται η τελετή της Ενσωμάτωσης με την Ελλάδα.


Η συγκομιδή των καρυδιών.






Στο Ψάρι (που εννοείται ότι είναι το κέντρο του κόσμου), τα καρύδια τα μαζεύουμε μετά τις πρώτες βροχές στο 10ήμερο περίπου που τρέχει από τέλος Σεπτέμβρη μέχρι 10 Οχτώβρη. Είναι η εποχή που μετά τις βροχές ωριμάζουν τα καρύδια , φουσκώνουν και ανοίγει η φλούδα τους. Αρχίζουν και πέφτουν με τον αέρα και τη βροχή, αλλά η διαδικασία απαιτεί ράβδισμα της καρυδιάς για να ρίξουμε όλα τα καρύδια και να τελειώνουμε. Ραβδίζουμε το δέντρο από το έδαφος με μια μακριά τέμπλα μέχρι ένα ορισμένο ύψος που φτάνουμε και αν είναι ψηλό ανεβαίνουμε στον κορμό του για να ραβδίσουμε τα κλαδιά που δεν φθάνουμε από κάτω, αλλά κι εκείνα της κορυφής, Το να ανέβει κανείς πάνω στην καρυδιά για να την ραβδίσει δεν είναι εύκολη υπόθεση, πρέπει να είναι ικανός να ισορροπεί στηριζόμενος στα πόδια του πάνω στα κλαδιά, αφού για να «ραβδίσει» χρειάζεται να κρατεί την τέμπλα – ένα ξύλινο ραβδί τριών τεσσάρων μέτρων -  και με τα δυο του χέρια, και κυρίως να επιλέγει με προσοχή το κλαδί πάνω στο οποίο θα στηρίζεται ενώ ραβδίζει.

Αφού «ρίξουμε» τα καρύδια που συνήθως με το πέσιμο τα περισσότερα αποβάλλουν τη φλούδα τα μαζεύουμε. Όσα δεν απογυμνώθηκαν με το πέσιμο τα πατάμε ελαφρά όπως βρίσκονται στο έδαφος και αποχωρίζονται εύκολα από  τη φλούδα, ενώ για κάποια δύσκολα που παραμένουν ακόμα στο… καβούκι τους χρήσιμο είναι να κρατάμε ένα μαχαιράκι της κουζίνας για να τα ανοίγουμε επί τόπου. Αλλά (για όσους βέβαια δεν τα γνωρίζουν αυτά), μην νομίζεται ότι με το να μαζέψουμε τα καρύδια τελειώσαμε .
Η διαδικασία της συγκομιδής σε αυτή την καρυδιά δεν σταματάει εκείνη την ημέρα. Είναι ευνόητο ότι η τέμπλα δεν φθάνει σε ‘όλες τις κορυφές των κλαδιών και κάποια καρύδια μένουν πάνω στο δένδρο θα συνεχίσουν να πέφτουν με τον αέρα ή τη βροχή, και από την επομένη πάλι θα περάσουμε ξανά κάτω από το δέντρο που ραβδίσαμε και θα μαζέψουμε δυο τρια κιλά ακόμα που πέσανε κατά τη διάρκεια της νύχτας, κι αυτό γίνεται συνεχώς τις επόμενες ημέρες μέχρι να εξαντληθούν τα καρύδια.

Αρχίζει μετά από αυτό το στάδιο μια άλλη επίπονη διαδικασία, το λιάσιμο. Πρέπει να απλώνουμε τα καρύδια στον ήλιο για μερικές ημέρες για να λιαστούν και να είναι έτοιμα για χρήση. Και λέω ότι είναι επίπονη διαδικασία γιατί πρέπει να εξασφαλίσουμε τον κατάλληλο χώρο που θα τα λιάζουμε, να τα απλώνουμε το πρωί _ βλέπετε τις εικόνες - και να τα μαζεύουμε το απόγευμα  γιατί τη νύχτα έχει υγρασία και φυσικά δεν μπορούμε να τα αφήνουμε έξω. Αυτή η διαδικασία, άπλωμα μάζεμα πρωί απόγευμα, συνεχίζεται για εφτά – οχτώ ημέρες για να έχουμε καλά αποτελέσματα, και στο μεταξύ, παράλληλα με το άπλωμα – μάζεμα φροντίζουμε να τα ξεσκαρτάρουμε και να πετάμε τα χαλασμένα καρύδια και όταν λιαστούνε καλά τα μαζεύουμε και… καλοφάγωτα!




Το γεφύρι της Σιδερίτησσας στη Ρόδο που φτιάξαμε το 1969

















… σε μια άγρια ρεματιά 7 – 8 χιλιόμετρα μετά το κεφαλοχώρι Έμπωνα προς τα χωριά Σιάννα - Μονόλιθο μέσα στο δάσος σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων στις νοτιοδυτικές παρυφές του Ατάβυρου που η ψηλότερη κορυφή του φθάνει στα 1215 μέτρα, και τη θέση οι κάτοικοι των όμορων χωριών τη λένε: «της Σιδερίτισσας» ή «στης Σιδερίτισσας», γιατί ο θρύλος λέει πως σε τούτη τη ρεματιά, στα βράχια λίγο πιο πάνω από το σημείο που κατασκευάζαμε το έργο, πολύ παλιότερα επί τουρκοκρατίας, κάποιος Τούρκος κρατούσε φυλακισμένη(;όμηρο);) σε μια σπηλιά που βρίσκεται εκεί, μια Ελληνίδα που είχε απαγάγει από τον Άγιο Ισίδωρο ορεινό χωριό της Ρόδου λίγα χιλιόμετρα ανατολικά από τη θέση του έργου.



 Οι γνώσεις μου για τούτο το μύθο σταματούν εδώ γιατί δυστυχώς, ο αγώνας για τον επιούσιο εκείνα τα χρόνια δεν μας άφηνε και πολλά περιθώρια για ιστορικές και λαογραφικές ανησυχίες! 
Σε τούτο το τεχνικό που αποτελείται από το Γεφύρι ύψους δέκα περίπου μέτρων και εκτεταμένους τοίχους αντιστήριξη για να στηριχτεί και ο περιφερειακός δρόμος, στην πρώτη φωτογραφία φαίνεται η ταπεινότητά μου που εξετάζει τον ξυλότυπο της οροφής. Βλέπετε, εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε ακόμα σιδεροσκαλωσιές ( μάλλον εγώ έφερα πρώτος σιδεροσκαλωσιές στη Ρόδο λίγο αργότερα το 1973 όταν έφτιαχνα την επέκταση του ξενοδοχείου «Κοράλι») και το να στηρίξεις τους 80 περίπου τόνους της πλάκας του γεφυριού σε τέτοιο ύψος ήταν σοβαρό πρόβλημα.










 Η δεύτερη φωτογραφία δείχνει να πλησιάζουμε στο κυρίως έργο στην κοίτη της ρεματιάς, η Τρίτη δείχνει την πρόοδο των εργασιών και η τέταρτη που έχω πάρει από τον διαδικτυακό φίλο Ρουβήμ τα βράχια του φαραγγιού ανάντι.


Potsdam Phono



Ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως με ενσωματωμένο πικάπ Philips (συνδυασμός και απόδοση High Fidelity για εκείνη την εποχή) που έπαιζε - και παίζει ακόμα – τους παλιούς δίσκους 33, 45, και εβδομήντα τόσων στροφών (Βινύλιο;) που πλέον έχουν αντικατασταθεί από κασέτες, cd κλπ. Ρ
Το έχω από τη δεκαετία του ’50. Και σε εκείνα τα χρόνια μέχρι το 1967 που αλυσοδέθηκε η Δημοκρατία από τη χούντα των συνταγματαρχών, με τούτο το εργαλείο είχαμε κάνει πολλά γλέντια σε πολλές συνοικίες στο Περιστέρι (Αττικής) σε σπίτια φίλων. Το φόρτωνα σε μια μοτοσυκλέτα - αυτές με το καλάθι δίπλα για όσους τις θυμούνται – και το μετέφερα στο σπίτι του φίλου ή της φίλης που θα κάναμε το γλέντι «ρεφενίζοντας και μην αμαρτάνοντας» φυσικά! 
Ωραία χρόνια με ειλικρινείς φιλίες και ωραίους αγώνες που περάσανε, φύγανε, ξεχαστήκανε! Ποιος ξέρει πλέον πόσοι από εκείνα τα αγόρια και κορίτσια είμαστε ακόμα στη ζωή…

Τα σταγονίδια της Χούντας, το πραξικόπημα της πιζάμας το 1975










Ψάχνοντας προχθές κάποιες παλιές φωτογραφίες από τη ζωή μου στη Ρόδο έπεσα πάνω σε τούτη εδώ που τραβήχτηκε κατά το τέλος του Φλεβάρη του 1975 σε διακομματική συγκέντρωση που πραγματοποιούσαμε κάτοικοι της Ρόδου στην πλατεία μπροστά από τη Νομαρχία διαμαρτυρόμενοι για τα «χουντικά σταγονίδια» που δρόσιζαν ακόμα το στρατό εξακολουθώντας ένα χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας να απειλούν τη δημοκρατία, και μιλούσα σε εκείνη τη συγκέντρωση ως Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Εσωτερικού. Του ΚΚΕ εσωτερικού που είχε προέλθει από τη διάσπαση με το ενιαίο ΚΚΕ
Δεν είναι μόνο που με έπιασε το συναισθηματικό μου με τούτη τη φωτογραφία που μου θύμισε παλιούς αγώνες και καλούς συντρόφους και φίλους, είναι και το ότι, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε, για τους νεώτερους τουλάχιστον θεωρώ χρήσιμο να πω δυο κουβέντες για τα περίφημα «σταγονίδια» και το πραξικόπημα που εξαρθρώθηκε στις 24 Φλεβάρη του 1975, που καθιερώθηκε να λέγεται και «πραξικόπημα της πιζάμας» γιατί η πολιτεία πρόλαβε και έπιασε τους πραξικοπηματίες στον ύπνο προτού κινηθούν.
Είναι γνωστό ότι η χούντα των συνταγματαρχών κατέρρευσε τον Ιούλη του 1974 αμέσως μετά την τραγωδία που προκάλεσε στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο, όμως ο στρατός και ο κρατικός μηχανισμός πόρω απείχαν από την αποχουντοποίηση και τον εκδημοκρατισμό, και απειλούσαν φανερά τη δημοκρατία.
Περιρρέουσες πληροφορίες μιλούσαν για χουντικούς θύλακες μέσα στο στρατό (κυκλοφορούσε ότι οι μονάδες καταδρομών παρέμεναν πιστές στη Χούντα), που σχεδίαζαν απαγωγή του τότε πρωθυπουργού Κ Καραμανλή για να εκβιάσουν την κατάσταση και να αναγκάσουν σε παραίτηση την κυβέρνησή του με σκοπό την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από όπου είχε αποχωρήσει μετά την κυπριακή τραγωδία, να απαιτήσουν την απελευθέρωση του έγκλειστου δικτάτορα Ιωαννίδη, αλλά και άλλων χουντικών αξιωματικών που διώκονταν.
Κυκλοφορούσε ότι ο Καραμανλής μέσω των αρχηγών των επιτελείων είχε «προγκίσει» τους αμετανόητους πραξικοπηματίες από τις αρχές κιόλας του Αυγούστου του 1974, αλλά η αποχουντοποίηση του στρατού δεν ήταν εύκολη υπόθεση οι χουντικοί δεν το βάζανε κάτω και συνέχιζαν τις προσπάθειες.
Αυτοί ήσαν τα περίφημα «σταγονίδια» στο στρατό – μάλλον ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης ο Ευάγγελος Αβέρωφ τους είχε αποδώσει αυτόν τον χαρακτηρισμό για να χαμηλώσει κάπως τις φήμες και την απήχησή τους – γεγονός όμως είναι πως και ο Αβέρωφ κοιμόταν με το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι του όπως διέδιδε, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ξενοκοιμόταν. Έφευγε κρυφά από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στην πλατεία Συντάγματος που έμενε, και κοιμόταν σε σπίτια φίλων του ή και σε κότερα ακόμα, για λόγους προφύλαξης και ασφάλειας
Με τα χουντικά λοιπόν σταγονίδια να μην το βάζουν κάτω φθάνουμε στο Φλεβάρη του 1975, την ημέρα όμως που είναι έτοιμο να εκδηλωθεί το πραξικόπημα κάποιοι από εκείνους τους αξιωματικούς ειδοποιούν την κυβέρνηση και το πρωινό της 24ης συλλαμβάνονται 37 αξιωματικοί και 150 αποστρατεύονται.
Αυτά μου θύμισε ετούτη η φωτογραφία, αναγνωρίζω το Μανώλη Βρατσάλη που στέκεται δίπλα μου την κυρία όμως που κρατεί το μικρόφωνο δεν την θυμάμαι πλέον.

21 Απριλίου 1967 η Χούντα των συνταγματαρχών







Δεν είναι καθόλου ευχάριστες οι μνήμες από εκείνη την αποφράδα ημέρα,
Και στο τραπέζι πριν λίγη ώρα με την κυρία Ελένη ( είχε την τύχη να απολαύσει τη φιλοξενία των συνταγματαρχών στα Γιούρα -  οι 2 αδελφές της μείνανε τρία συναπτά χρόνια) συζητούσαμε ότι ενώ ήταν κοινό μυστικό ότι η δικτατορία ήταν προ των πυλών, η Αριστερά τότε κοιμόταν ύπνο βαθύ. Απόδειξη ότι τους πιάσανε στον ύπνο και τους κουβαλούσαν με τις πιτζάμες στα γήπεδα (προθάλαμος για φυλακές και εξορίες) όπως το Μανώλη Γλέζο, το μακαρίτη Λεωνίδα Κύρκο τον Ηλία Ηλιού και άλλους.

Και κάτι φαιδρό και ιλαρό. Κάνα δυο μήνες πριν, κάποια Σπουδαστική οργάνωση έκανε ένα χορό στο ξενοδοχείο Ακροπόλ απέναντι από το Πολυτεχνείο, και θυμάμαι το Στρατηγό Παυσανία  Κατσώτα -  έσυρε μάλιστα και το χορό εκείνο το βράδυ – να λέει ότι δεν θα τολμήσουν να κάνουν πραξικόπημα γιατί θα βγεί ο κόσμος στους δρόμους  να τους πολεμήσει!
Λεπτομέρεια: Ο στρατηγός αργότερα  ήταν από τους πρώτους «συνομιλητές  ¨της Χούντας!


Τοπικές διάλεκτοι και ιδιωματισμοί. Η βίλα στην Έμπωνα της Ρόδου.










Η τοπική διάλεκτος και οι ιδιωματισμοί μιας περιοχής αποτελούν ιδιαίτερα στοιχεία του πολιτισμού μας, η άγνοια όμως της σημασίας έστω και μιας λέξης σε μια περιοχή μπορεί καμιά φορά να προκαλέσει παρεξηγήσεις και απρόβλεπτες καταστάσεις.
Σε τέτοιες καταστάσεις αμηχανίας ευτυχώς αλλά και αδυναμίας αλλού για να συνεννοηθώ και να επικοινωνήσω βρέθηκα κι εγώ πολλές φορές στη Ρόδο και στην Κάλυμνο τη δεκαετία του’60 όταν πήγα εκεί για κατασκευή τεχνικών έργων.
Τριάντα χρονών ήμουνα το 1967 όταν κηρύχτηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών, στέλεχος της Νεολαίας της ΕΔΑ – γραμματέας της νεολαίας ΕΔΑ Περιστερίου κλπ – και φυσικά τραβήχτηκε βίαια το χαλί κάτω από τα πόδια μου.
Η δικαιολογία των συνταγματαρχών για την κατάλυση της δημοκρατίας ήταν ότι
είχαν βρει αποθήκες και φορτηγά με όπλα με τα οποία η Αριστερά ετοιμαζόταν να καταλάβει βιαίως την Εξουσία και γι αυτό εκείνοι κατεβάσανε τα τανκς στους δρόμους και αλυσοδέσαμε τον ελληνικό λαό βάζοντάς τον στο γύψο. Δικαιολογίες και ψέματα φυσικά για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου, αφού δεν βρέθηκε ούτε ένα όπλο.
Τέλοσπάντων, ανατράπηκε η ζωή ημών των αριστερών και όχι μόνο, για άλλους κόπηκε μαχαίρι όπως λέει η λαϊκή θυμοσοφία, χιλιάδες πήρανε την άγουσα για φυλακές με στημένες κατηγορίες του Εμφυλίου  (ότι πχ εσχεδίαζαν την ανατροπή του καθεστώτος κλπ), άλλοι για τα ξερονήσια και άλλοι κρύβονταν προσπαθώντας να οργανώσουν μια κάποια αντίσταση κατά της Χούντας.
Με την σύζυγό μου κρυβόμαστε κι εμείς για ένα διάστημα με τη λογική να γλιτώσουμε τον πρώτο καιρό και με την ελπίδα να ηρεμήσει η κατάσταση, οι δουλειές μου φυσικά κοπήκανε και εξαντληθήκαμε οικονομικά, χαθήκανε και διακοπήκανε οι κοινωνικές μας σχέσεις και φιλίες, υπήρχε πλέον και άμεσο πρόβλημα επιβίωσης. 
Εμπειροτέχνης εργολάβος οικοδομών στο ξεκίνημα ήμουνα τότε - είχα κάνει μερικές δουλειές στο Περιστέρι στην Κολοκυθού κυρίως – αλλά οι δουλειές μου σταματήσανε, δεν έκανα ούτε μεροκάματο.
Η κα Ελένη πιάστηκε τελικά στο Περιστέρι από τη Χωροφυλακή (παρόλο που το Περιστέρι είχε Αστυνομία Πόλεων, αλλά είχαμε βλέπετε την τιμή εκτός από την Αστυνομία να μας κυνηγάει και η χωροφυλακή της ευρύτερης περιοχής) και στάλθηκε στη Γυάρο όπου βρήκε και τις άλλες δυο αδελφές της  που είχαν συλληφθεί πριν καμιά 20ριά ημέρες κι εκείνες - μείνανε στην ιστορία οι τρεις αδελφές Λερού όπως και οι τρείς αδελφές Μπενά που βγάλανε μερικά χρόνια στην εξορία -  εγώ όμως πρόσεχα τις κακοτοπιές και φυλαγόμουνα παρόλο που εκτός των άλλων δραστηριοτήτων μου τη νύχτα έριχνα και προκηρύξεις κατά της Χούντας.
Το πρόβλημα της επιβίωσης και βιοποριστικά πλέον γινόταν όλο και οξύτερο μέχρι που ένας θείος μου με πληροφόρησε πως η εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν έψαχνε για ένα συνεργείο που θα μπορούσε να κατασκευάσει τα τεχνικά (γεφύρια και τοίχους αντιστήριξης) σε τμήμα του περιφερειακού  άξονα Καλαβάρδα – Μονόλιθος της Ρόδου.
Η προοπτική να βρεθώ έξω από το επικίνδυνο και νοσηρό περιβάλλον της Αθήνας που τόσκιαζε η φοβέρα και ο χαφιεδισμός, και να έχω έστω και για λίγους μήνες δουλειά  παρουσιαζόταν πολύ ελκυστική, καθώς ούτε πέρασε από τη σκέψη μου ότι για 35 χρόνια θα έμενα και θα γινόμουν πολίτης της Ρόδου όπου και θα τελείωναν οι επαγγελματικές μου δραστηριότητες ενώ θα ξεκοβόμουν οριστικά από την ως τότε ζωή μου αφού θα έχανα τις επαγγελματικές μου σχέσεις και επαφές που είχα στην Αθήνα, αλλά κυρίως τους φίλους και τους συντρόφους μου σε αγώνες.
Πήγα στα γραφεία της εταιρείας στον Πειραιά, είδα τα σχέδια των τεχνικών, συμφωνήσαμε την αμοιβή μου ανά κυβικό μέτρο  μπετό, και αμ έπος αμ έργον!
Δανείστηκα 15000 δραχμές, φόρτωσα την μπετονιέρα μου – δεν υπήρχε ακόμα το έτοιμο μπετόν – την ξυλεία και τα εργαλεία μου σε ένα καράβι στον Πειραιά και νάμαι με δυο τρία αδέλφια μου στην Έμπωνα της Ρόδου αφού η εργολαβία ξεκινούσε λίγο έξω από το χωριό  στην τοποθεσία Σαραντάρι ή Βορεινό.
Στην Έμπωνα λοιπόν η έδρα μου που νοίκιασα ένα πρόχειρο δωμάτιο όπου έμενα με τα αδέλφια μου και ξεκίνησα το έργο χρησιμοποιώντας και ντόπιους εργάτες.

 Οι κάτοικοι της Έμπωνας όπως και τα περισσότερα χωριά της Ρόδου μιλούσαν τη δική τους διάλεκτο που αν πρόσεχε κανείς, απλή παραφθορά των αρχαίων ελληνικών ήταν. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι χρησιμοποιούσαν πολύ το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο των ρημάτων πχ λέγουσι(ν) είπασιν, εκάμασιν κλπ αντί του - λένε, είπαν, κάνανε ή έκαμαν – αλλά και πολλές τούρκικες και ιταλικές λέξεις. Το αυλάκι ή το χαντάκι το λέγανε κουνέτο, την ομπρέλα παρασόλι κλπ.
Η επικοινωνία με τον ντόπιο πληθυσμό δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ από τον ιδιαίτερο τρόπο που μιλούσαν αλλά και από τους ιδιωματισμούς που φυσικά τους αγνοούσαμε εμείς οι «ξένοι». «Ελάμπασεν το γαρί και έβαλέν με κάτω(ή χαμαί) έλεγε η άλλη, και άντε να καταλάβεις εσύ ότι είχε προγκίσει ο γάιδαρος και την είχε ρίξει κάτω (γαρί, γάρος = ο γάιδαρος).
Ακόμα μεγαλύτερες ήσαν οι δυσκολίες στο να επικοινωνήσω με τους Καλύμνιους όταν σε λίγο ανέλαβα μια μικρή (υπ)εργολαβία στην Κάλυμνο κοντά στα χωριά Αργυνώντας και Εμποριό.  Ο γρήγορος και συρτός τρόπος που μιλούσαν οι Καλύμνιοι τα αρχαΐζοντα αλλά φθαρμένα ελληνικά δυσκόλευε πολύ την επικοινωνία  και την συνεννόηση μαζί τους και τους παρακαλούσα να μιλάνε σιγά για να μπορώ να τους καταλαβαίνω. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που με έκανε να μην ξαναπάρω επόμενη δουλειά στην Κάλυμνο και να περιοριστώ στη Ρόδο.

Σε κάποια φάση λοιπόν στην Έμπωνα προέκυψε η ανάγκη να βρω ένα μεγαλύτερο σπίτι, και αφού βρήκα ένα πανωσήκωμα με εξαίρετη θέα πήγα ευχαριστημένος στο καφενείο του Μαρουλλάκη που βρίσκονταν και πολλά παιδιά από την Έμπωνα που τους χρησιμοποιούσα ως εργάτες στο έργο ‘οπως Γιώργος Κουντούρης, ο Γιάννης Παπασταματάκης, ο Γιώργος το Πουζανί όπως τον λέγανε που δεν θυμάμαι το επίθετό του, ο Γιουρντάνης ( Ιορδάνης ), ο Γιάννης Κατινάκης ( που μου ενοικίαζε το αμάξι του για μεταφορά του προσωπικού στο έργο) και πολλοί άλλοι που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, εξαίρετα παιδιά, εργατικοί άνθρωποι, φίλοι και μπεσαλήδες, και ευχαριστημένος και γελώντας μέχρι τα αυτιά μου τους είπα:
-Μάγκες, βρήκα μια πολλή ωραία βίλα!
Αυτομάτως διαπίστωσα ένα «κούμπωμα» στη στάση τους, μια κάποια δυσφορία και κάτι σαν αμηχανία. Τους είδα να ανταλλάσσουν αμήχανες ματιές, το Πουζανί μάλιστα με κοίταξε κάπως ιδιαίτερα κα έπνιξε ένα πονηρό χαμογελάκι. .
Είδα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και για να μου δοθεί χρόνος να καταλάβω τι συμβαίνει προσπάθησα να τους εξηγήσω τα πλεονεκτήματα της κατ’ ευφημισμό  βίλας που είχα ενοικιάσει, λέγοντάς τους και το όνομα του ιδιοκτήτη (Παπαηλίας αν θυμάμαι καλά), ότι είναι στον πάνω όροφο, ότι έχει εξαίρετη θέα κλπ, μελετώντας ταυτοχρόνως τα πρόσωπά τους για να βγάλω κάποια άκρη. Σεμνοί ανθρώποι, φαίνεται ότι προσπαθούσαν να μην με προσβάλουν. Τέλος πάντων, ύστερα από επιμονή μου, μου λέει το Πουζανί: Μάστορα μην πεις ξανά «βίλα» έξω που θα βγεις, ιδιαίτερα σε καμιά γυναίκα γιατί θα γίνει καμιά παρεξήγηση, μπορεί και να σε χτυπήσει κανείς!
Η εξήγηση; Απλή: Βίλα στην (τότε) τοπική διάλεκτο της Έμπωνα σήμαινε το ανδρικό μόριο!
Αφορμή για τούτο το σημειωματάκι στάθηκε η σημερινή (λαογραφική) ανάρτηση του Μπονιάτη φίλου Σταύρου Κωνσταντάκη η σχετική με το Μαριάκι που τη σταμάτησε κάποιος στο δρόμο (πριν πολλές πολλές δεκαετίες) και τη ρώτησε αν είναι μακριά η βίλα του Κοτσαύτη, και φυσικά έγινε… «το έλα να δεις», γιατί όπως σημειώνει και ο Σταύρος, «βίλα» στην τοπική διάλεκτο της Έμπωνα είχε εντελώς διαφορετική σημασία από την γνωστή.

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Αριστεροί στρατεύσιμοι Τάγματα Σκαπανέων.






Με το σημερινό μου σημείωμα θέλω να αναφερθώ στην αντίληψη που είχε το κράτος περί δημοκρατίας, ισονομίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ισοπολιτείας πριν μερικές δεκαετίες, και ειδικότερα τον τρόπο που αντιμετώπιζε τους αριστερούς στρατεύσιμους, παιδιά δλδ που καλούνταν να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.
Αλλά για να μπείτε (οι νεώτεροι) στο πνεύμα και το πολιτικό κλίμα εκείνης της εποχής θα πρέπει να γνωρίζετε ότι για τρεις ολόκληρες δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο, τις δεκαετίες δλδ του ’50, του ’60 και του ’70 ο αριστερών φρονημάτων πολίτης στις σχέσεις του με το κράτος δεν είχε δικαιώματα και οι πόρτες του δημοσίου ήσαν κλειστές γι αυτόν με κλειδιά και δικλείδες ασφαλείας που είχαν σφυρηλατήσει και εφάρμοζαν το κράτος και το παρακράτος που (το παρακράτος) ζούσε και βασίλευε, και σκότωνε, όπως για παράδειγμα το βουλευτή της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη το 1963 Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ο αριστερός δεν είχε δικαίωμα και δεν μπορούσε να διοριστεί σε δημόσια Υπηρεσία – το Δημόσιο, τράπεζες, Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας κλπ ήταν φέουδο των νικητών του Εμφυλίου και των παιδιών τους - και φυσικά δεν ήταν κατάλληλος για το Στρατό, το Ναυτικό ή την Αεροπορία, πολύ περισσότερο για την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή. Δεν μπορούσε - για παράδειγμα.- να μπει στο Πανεπιστήμιο, ακόμα και να βγάλει άδεια οδήγησης αν δεν είχε το περίφημο Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων ( η κλειδαριά και η δικλείδα ασφαλείας) Και που αυτό το Πιστοποιητικό δεν ήταν τίποτα άλλο από μια απλή βεβαίωση από την αστυνομία ή τον τελευταίο χωροφύλακα ότι δεν είσαι αντικοινωνικό στοιχείο, επικίνδυνος για τη δημόσια Τάξη, μαχαιροβγάλτης κλπ. Και όμως, ο αριστερός πολίτης δεν είχε πρόσβαση σε αυτή τη Βεβαίωση – κλειδί!
Έτσι λοιπόν, με αυτό το πνεύμα από τη δεκαετία του ’50 το κράτος είχε δημιουργήσει δυο στρατόπεδα για την υποδοχή των προβεβλημένων αριστερών στρατεύσιμων που ήσαν συνήθως στελέχη της Αριστερής Νεολαίας και τα χαρακτήριζε «επικίνδυνα δια την Δημοσίαν Τάξιν και Ασφάλειαν».
 Δημιούργησε λοιπόν τα Τάγματα Σκαπανέων Εράτυρας Κοζάνης και Κολινδρού Πιερίας στα οποία έστελνε τους αριστερών φρονημάτων φαντάρους με την ειδικότητα του Τυφεκιοφόρου Σκαπανέως ή του Ημιονηγού! Χωρίς όπλα φυσικά, σε μια ιδιότυπη ομηρία με βασικά συστατικά τα καψώνια και τους ξυλοδαρμούς, τη χειρονακτική εργασία και οτιδήποτε άλλο θεωρούσαν ότι μπορεί να μειώσει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά τους μέχρι να σπάσουν το ηθικό τους, να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να γίνουν όργανά τους.. Ειδικότερα το σπορ των ξυλοδαρμών – να σε χτυπάει ο άλλος κι εσύ να μην έχεις δικαίωμα ούτε τα ματόκλαδά σου να κινήσεις καθότι καραδοκούσε το στρατοδικείο – εξελίχθηκε σε τεχνικές ανωτέρου επιπέδου, και αντί να χτυπάν έναν έναν έπαιρναν οι Α Μ τους μισούς από τη Διμοιρία γύρω στα δέκα δεκαπέντε άτομα, τους μετέφεραν στα λουτρά του τάγματος που συνδέονταν με τα μαγειρεία, τους πλακώνανε με τα στειλιάρια και «που σε πονεί και που σε σφάζει»! Κι όταν τους πετάγανε έξω σέρνονταν για να φθάσουν στο θάλαμο.

Στο δικό μας στρατόπεδο στον Κολινδρό Πιερίας σκάβαμε άχρηστα ορύγματα στο βουνό, σπάζαμε βράχια ή κάναμε αποψίλωση με τα πτυοσκάπανα , αλλά και όταν χιόνιζε, για να μην καθόμαστε γκρεμίζαμε τους κορμούς των δένδρων που ήσαν χτισμένοι σαν είδος φράχτη σε μια περιοχή του στρατοπέδου για τις ανάγκες του σε ύψος δυο περίπου μέτρων και τους ξαναχτίζαμε. 
Τυφεκιοφόρος Σκαπανεύς η ειδικότητά μου άνευ όμως τυφεκίου, έπιανα με γυμνά χέρια από τη μια του άκρη τον χιονισμένο κορμό που αφού είχε βραχεί είχε πολλαπλασιαστεί το βάρος του, και από την άλλη ο ημιονηγός (μουλαράς) σύντροφος και φίλος τότε Γιώργος Κατηφόρης καθηγητής του Oxford University και αργότερα Ευρωβουλευτής και τον σηκώναμε να τον «χτίσουμε». Εννοείται ότι αυτά γίνονταν για να «σπάσουμε», να κάνουμε μια δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης τον ιδεών και του πιστεύω μας οπότε και το κράτος θα ήταν ικανοποιημένο αλλά και όποιος έσπαγε θα γλύτωνε από τα βάσανα. ¨Όχι μόνο κατά το διάστημα που ήμουν εκεί, αλλά ποτέ κανείς όσο λειτούργησε αυτό το στρατόπεδο δεν «έσπασε», και δυστυχώς μια ολόκληρη εποχή δεν περιγράφεται σε μια σελίδα,
Με την πρώτη φωτογραφία από το στρατόπεδο του Κολινδρού κάνω μια ακόμα προσπάθεια να φωτίσω καλύτερα το πολιτικό κλίμα της εποχής. Πλάι μου με το μπερέ είναι ο Στέφανος Βελδεμίρης από τη Θεσσαλονίκη στέλεχος της Νεολαίας της ΕΔΑ στην πολιτική του ζωή που τον αποκαλούσαμε «ο καλός στρατιώτης Σβέικ» λόγω της έμφυτης ευγένειας, της καλοσύνης και πολλών ακόμα προτερημάτων που τον χαρακτήριζαν
Απολύθηκε ο Στέφανος από τον Κολινδρό και όπως ήταν φυσικό εντάχθηκε αμέσως στην οργάνωση της περιοχής του. Στις 26/10/1961 εν όψει των εκλογών βίας και νοθείας της 29/ 10/61 ο Στέφανος με έναν ακόμα σύντροφό του από ένα ταξί έριχναν εκλογικό υλικό της ΕΔΑ. Αυτό όμως ένας χωροφύλακας το θεώρησε έγκλημα, και τραβώντας το υπηρεσιακό όπλο του έστειλε δυο σφαίρες στο κεφάλι του Στέφανού που έσβησε στο νοσοκομείο. Έτσι απλά, γιατί το κράτος έτσι εκπαίδευε τα όργανά του. Ακόμα, την Κυριακή των εκλογών στο εκλογικό κέντρο του χωριού Δεμίρη Αρκαδίας σκοτώνουν και το στρατιώτη Διονύσιο Κερπινιώτη
Αλλά και το παρακράτος μην νομίζετε ότι ολιγωρούσε. Τηλεγραφικά αναφέρω και την εν ψυχρώ δολοφονία του Μαραθωνοδρόμου βουλευτή της Αριστεράς γιατρού Γρηγόρη Λαμπράκη ύστερα από ενάμισι χρόνο στις 22/5/63 στη Θεσσαλονίκη, δημοσία, σε συγκέντρωση της Οργάνωσης Ειρήνης. Τηλεγραφικά επίσης αναφέρω ότι η απόφαση του δικαστηρίου για τη δολοφονία του Λαμπράκη στις 30/12/66 ήταν «ο θάνατός του ήταν εξ αμελείας» Και οι δυο φυσικοί δολοφόνοι του Κκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης αμνηστεύτηκαν από τη δικτατορία του 1967. Αυτό ήταν το πολιτικό κλίμα εκείνης της εποχής. Στη δεύτερη φωτογραφία ο πρώτος στο χορό είναι η ταπεινότητά μου, ακολουθεί ο Γιώργος Κατηφόρης, τρίτος είναι ο Μιχάλης Σίδος  και τέταρτος ο βιομήχανος επίπλων Δημήτρης Ραγιαδάκος. Στις άλλες δυο φωτογραφίες όλοι εμείς, τα καλά παιδιά του Κολυνδρού το 1960’.








Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Ηραία, το κράτος των Ηραιατών στην Αρκαδία.










Τα ίχνη της Ηραίας που αποτελεί τμήμα της Αρκαδίας χάνονται στα βάθη της προϊστορίας, αφού, αν πιστέψουμε τον Αριστοτέλη οι Αρκάδες υπήρχαν στη γη τους προτού ακόμα εμφανιστεί η Σελήνη στον ουρανό γι αυτό και τους λέει προσέληνους. Αλλά και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι «όταν δεν υπήρχαν όλα τα περιφερόμενα σώματα στον ουρανό, πριν εμφανιστούν οι φυλές της Δανάης και του Δευκαλίωνα, και υπήρχαν μόνο οι Αρκάδες, για τους οποίους λεγόταν ότι κατοικούσαν πάνω στα βουνά και τρέφονταν με βελανίδια πριν την ύπαρξη της σελήνης»
Προσέληνους χαρακτηρίζει τους Αρκάδες και ο Παυσανίας όταν πέρασε από την Ηραία το 176 π χ.

Οικιστής της είναι ο Ηραιεύς ένας από τους 50 γιους τού μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα, του γιου τού Πελασγού.

Τελευταία γεωγραφική ενότητα της Ηραίας ήταν ο πρώην ομώνυμος δήμος με 18 χωριά – δημοτικά διαμερίσματα στο δυτικό τμήμα του νομού Αρκαδίας στο τρίγωνο Αλφειός ποταμός – Λάδωνας και τη νοητή γραμμή που σχηματίζουν τα χωριά Αετορράχη Κοκκινοράχη Σέρβου Λυκούρεση Αράχωβα Ράφτης και Κοκορά που σήμερα διοικητικά υπάγονται στον δήμο Γορτυνίας με έδρα τη Δημητσάνα.

Παλαιότερα η Ηραία ήταν κράτος με αίγλη και οικονομική ευμάρεια που τα όριά του εκτείνονταν σε μια περιοχή από τα όρια της Μεγαλόπολης προς τα νότια, την Τουθόα (κοντά στα Τρόπαια ) προς τα βόρεια, και μέχρι τον Ερύμανθο στα όρια Αρκαδίας – Ηλείας προς τα δυτικά. Πρωτεύουσα του κράτους των Ηραιατών ήταν η Ηραία που βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Αγιάννης και στο Αναζήρι στις όχθες σχεδόν του Αλφειού στη δυτική Αρκαδία, και οι ιστορικοί λένε πως το κράτος των Ηραιατών ήκμασε κατά περιόδους από τον 7ο έως τον 3ο π χ αιώνα.

. Υπήρξε παράλληλα η Ηραία και σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος αφού από εκεί περνούσε η Ε’ Μυκηναϊκή Οδός (οδηγούσε και στη Λακωνία) που συνέδεε το Άργος με την Ολυμπία, ενώ διερχόταν εκεί και η αμαξιτή οδός που κατά την ρωμαϊκή εποχή συνέδεε την Μεγαλόπολη με την Ολυμπία, και γενικά από την Ηραία αραδιάζανε οι αθλητές που από διάφορα μέρη και μέσω Αρκαδίας συνέρρεαν στην αρχαία Ολυμπία και στο Λύκαιον, το ιερό όρος των Αρκάδων που κι εκεί γίνονταν αθλητικοί αγώνες.


Αξίζει να αναφέρουμε εδώ πως κατά την εποχή της ακμής του κράτους των Ηραιατών ανεδείχθησαν και 7 Ολυμιονίκες.
Κατά την εποχή του Σόλωνος (572 π.χ) το κράτος των Ηραιατών είχε συνάψει εκατονταετή Συνθήκη Ειρήνης με τους γείτονές του Ηλείους, και το 550 πχ έκοψε και το πρώτο αρκαδικό νόμισμα..Ο Πολύβιος μας πληροφορεί πως όταν κατά τον συμμαχικό πόλεμο κατέβηκε στην Πελοπόννησο ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε΄ για να βοηθήσει τους Αχαιούς που τους καταλήστευαν οι Αιτωλοί με τις επιδρομές τους (219 π χ), ήρθε στην Ηραία που την αγαπούσε και στην αγορά της πούλησε τη λεία και τα λάφυρα. Ακόμα, προτού αναχωρήσει από την περιοχή επισκεύασε τη μεγάλη γέφυρα στον Αλφειό που ένωνε (και ενώνει) την Ηραία με την Ηλεία ανάμεσα στο σημερινό Αναζήρι και το χωριό Σέκουλα.

Ο Παυσανίας επίσης στα Αρκαδικά του μας πληροφορεί πως στην Ηραία είχαν χτιστεί ναοί για τον Διόνυσο την Ήρα και τον Πάνα τον θεό των Αρκάδων, ενώ περικαλλείς αγορές και δενδροφυτευμένοι δρόμοι κοσμούσαν και διέσχιζαν την ωραία πόλη. Αναφέρεται ακόμα και στον πρώτο Ολυμπιονίκη με όπλα που ήταν ο Ηραιάτης Δαμάρετος.
Το κράτος των Ηραιατών ήταν μέλος της Αρκαδικής Ομοσπονδίας γνωστής ως Κοινόν των Αρκάδων αλλά μετά την διάλυσή της συμμάχησε με τη Σπάρτη και μαζί της σε σημαντικές μάχες νίκησε τους Αργείους, τους Μαντινείς και τους Ηλείους.

Δεν συμμετείχε στην υπό τον Επαμεινώνδα ίδρυση από 40 Αρκαδικές πόλεις της Μεγαλόπολης το 370 π χ που ιδρύθηκε για να αναχαιτίσει τις επιθέσεις των Σπαρτιατών κατά της Αρκαδίας αλλά ενίσχυσε τους Σπαρτιάτες στις επιθέσεις εναντίον της, γι αυτό και όταν απεσύρθησαν οι Σπαρτιάτες το 369 π χ οι Αρκάδες επετέθησαν εναντίον της Ηραίας και την κατέστρεψαν.

Επανέκαμψε κάπως κατά τις επόμενες δεκαετίες, έγινε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 240 π χ αλλά σταδιακά γνώρισε τη φθορά και την εγκατάλειψη μετά την επικράτηση των Ρωμαίων (146 π χ), και παρόλο που βρισκόταν σε παρακμή η Ηραία πραγματοποιεί κοπή νομισμάτων και στα ρωμαϊκά χρόνια ( αφού διέθετε το νομισματοκοπείο της) και αναφέρεται εκείνη την εποχή ως «τόπος με ωραίες επαύλεις ευπόρων πολιτών παρά τον Αλφειό».

Οι εύφορες παραποτάμιες κοιλάδες του Αλφειού και του Λάδωνα που κατά την ιστορική διαδρομή της Ηραίας έθρεψαν γενιές και γενιές, κι ενώ συνορεύουν με τα μισά σχεδόν χωριά της ερημώνουν σιγά σιγά και εγκαταλείπονται – ακόμα και τις ελιές παρατάνε πολλοί – και καμιά σοβαρή γεωργική δραστηριότητα δεν παρατηρείται πλέον εκεί.