Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Το πλιάτσικο κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς

 


Το πλιάτσικο και τα λάφυρα παίξανε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Αγώνα στην Πελοπόννησο, ιδιαίτερα όμως κατά την πολιορκία και την Άλωση της Τριπολιτζάς. Οργανωμένος στρατός και όπλα δεν υπήρχαν στο ξεκίνημα της επανάστασης, και όταν ξεκινήσανε οι επιστρατεύσεις για να αντιπαρατεθούν σε μια τούρκικη φρουρά, όπως μαρτυρεί ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη και  πολύ αξιόπιστος Φωτάκος στα Απομνημονεύματα Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, «οί περισσότεροι άπό αυτούς ήσαν αρματωμένοι μέ μαχαίρας, τάς οποίας οί γύφτοι (σιδηρουργοί) τότε τάς έκαμαν καί  μέ σουγλιά. Πρίν πέσει ή Τριπολιτσά δέν είχαν όπλα οί Έλληνες ….. μέ ένα μόνον τουφέκι επήγαιναν δύο καί τρείς Έλληνες νά υπηρετήσουν κατά τήν αναλογίαν τήν οποίαν ετήρουν οί έφοροι τών επαρχιών … »

Έτσι, εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί στις πρώτες συγκρούσεις με τους Τούρκους, παρατούσαν την καταδίωξη του εχθρού και το ρίχνανε στο πλιάτσικο. Όπως στο Βαλτέτσι για παράδειγμα, δυο μόλις μήνες από την κήρυξη της επανάστασης στις δώδεκα – δεκατρείς του Μάη, που ενώ οι Έλληνες σε μια αντεπίθεση πετσοκόβανε και είχαν υποχρεώσει σε άτακτη φυγή  τους Τούρκους πολιορκητές  οι οποίοι πετούσαν όπλα και εφόδια αφήνοντας και 300 νεκρούς, αντί να συνεχίσουν την επίθεση και να τους προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά, ακόμα και να τους εξοντώσουν όλους, παράτησαν την  καταδίωξη, και όπως μαρτυρεί ο Κολοκοτρώνης στην Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής,  «έπεσαν είς τά λάφυρα και είς τούς σκοτωμένους και δεν ακολουθούσαν με προθυμίαν». Ίδια περίπου ιστορία λίγο αργότερα κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη λεγόμενη μάχη της Γράνας, όπως αφηγείται ο Κολοκοτρώνης. «έπειτα ήλθε καί τό μεγάλο σώμα τών Τουρκών, μέ τά φορτώματα, έως εξακόσια μουλάρια καί άλογα. Με τούς πεζούς καί καβαλλαραίους΄ τά φορτώματα τά είχαν είς την άκρη …. κάμνει γιουρούσι και ή περασμένη καβαλλαρία καί ή απέραστη. Σκοτώνουν ογδόντα καβαλλαραίους, και όλα τά φορτώματα  μένουν είς τήν  εξουσία των Ελλήνων. Οι Έλληνες εδόθησαν είς τά λάφυρα, καί εγλύτωσαν οί Τούρκοι, διότι δέν τούς επήραν κυνηγώντας. Επάσχισα μέ τό σπαθί, μέ τές κολακείες διά νά τούς κινήσω, πλήν δέν άκουαν καί έτσι εγλύτωσαν οι Τούρκοι».

Σιγά σιγά όμως, και καθώς οι τούρκικες φρουρές πέφτουν στα χέρια των επαναστατημένων ραγιάδων, και αποδεικνύεται ότι όχι μόνο αήττητες δεν είναι, αλλά και ότι  εύκολα μπορούν οι επαναστατημένοι ραγιάδες να τους νικήσουν και να πάρουν τα όπλα, τα ρούχα, τα άλογά  και όλα τα εφόδια τους, η προοπτική του πλιάτσικου και  της λαφυραγώγησης γίνεται όλο και πιο ελκυστική, και αποτελεί σοβαρό κίνητρο παλικαριάς και αυτοθυσίας στη φωτιά της μάχης. Για τον εξαθλιωμένο ραγιά  που ορμάει στη μάχη με ένα παλιομάχαιρο ή ένα ρόπαλο, το να βρεθεί μετά το τέλος της σύγκρουσης με ένα σπαθί, ένα ντουφέκι ή ένα άλογο, ακόμα και μια στολή που θα πάρει από τον σκοτωμένο εχθρό, τον εμψυχώνει και αλλάζει τη ζωή του.



Γενικά όμως, τα λάφυρα είχαν μεγάλη αξία και για το στρατό που δημιουργούσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Σκεφτείτε ότι στη μάχη στο Βαλτέτσι για παράδειγμα, που είχε 514 νεκρούς Τούρκους έναντι 7 Ελλήνων, οι επαναστάτες πήραν 4 κανόνια, και όπλα για να εξοπλιστούν τέσσερεις χιλιάδες πολεμιστές! Πέρα βέβαια από τα άλλα εφόδια, τρόφιμα και  στολές, σκηνές, άλογα κλπ.


Είναι γνωστό ένα περιστατικό με τον Κολοκοτρώνη που σε ώρα μάχης σε κάποιο στρατόπεδο παρουσιάστηκε κάποιος με μια γκλίτσα στο χέρι και του είπε ότι θέλει να πάει στη μάχη αλλά δεν έχει όπλο.

-Έχεις την γκλίτσα σου, του είπε εκείνος, άντε τράβα στη μάχη και σκότωσε κάνα παλιότουρκο να πάρεις τα όπλα του!

Κατά το βραδάκι παρατήρησε κάποιον ένοπλο ντυμένο «στην τρίχα» να περιφέρεται κοντά στη σκηνή του και του κίνησε την περιέργεια.

- Τι είσαι εσύ ρε Έλληνα;

- Δεν με γνωρίζεις στρατηγέ μου; Εγώ είμαι που ήρθα το πρωί και σου γύρεψα όπλο να πάω στη μάχη. Έκαμα όπως μου είπες, επήγα στη μάχη με τη γκλίτσα μου, κι επήρα και όπλα, και απ’ όλα!

             Η Τριπολιτσά ήταν το διοικητικό κέντρο του Μωρηά, το Αρχηγείο της Τούρκικης Εξουσίας, με αμύθητα πλούτη συγκεντρωμένα στο Σαράι και σε ισχυρές τούρκικες οικογένειες Μπέηδων και Αγάδων, και αυτά τα πλούτη καθορίσανε σε μεγάλο βαθμό την τύχη της και των Τούρκων που βρέθηκαν εκεί κατά την άλωση. Οι επαναστατημένοι ραγιάδες θεωρούσαν ότι αυτά τα πλούτη και οι θησαυροί που είχαν συσσωρεύσει εκεί οι Τούρκοι ύστερα από σκλαβιά αιώνων τους ανήκαν, και καθώς συνεχιζόταν η πολιορκία και φαινόταν σίγουρη η νίκη τους, χιλιάδες λαού συγκεντρώνονταν γύρω από τα τείχη με την ελπίδα να μπούνε μέσα και να πάρουν κι εκείνοι ό,τι μπορέσουν. Στους δέκα περίπου χιλιάδες ανερχόταν το ασκέρι – ακόμα τότε πόρω απείχε από να θεωρείται στρατός – των Ελλήνων, αλλά όπως μαρτυρεί ο Κολοκοτρώνης, «βλέπωντας οί Έλληνες ότι θά πέσει ή Τριπολιτσά εμαζώχτηκαν είκοσι χιλιάδες  …. είχαμε σχέδιον νά προβάλωμεν είς τούς Τούρκους τής Τριπολιτσάς νά παραδοθούν, και έτσι νά στελωμεν  ανθρώπους μέσα να μαζευθούν όλα τά λάφυρα, καί έπειτα νά τά μοιράσουμε κατ’ αναλογίαν είς διαφόρους επαρχίας καί νά βγάλουν διά τό έθνος, αλλά ποιός ήκουσε. Ή Καρύταινα(Γορτυνία) από τήν αρχήν τής πολιορκίας τής Τριπολιτσάς έως τήν πτώσιν της, έδωσε σαράντα ‘οκτώ χιλιάδες σφαχτά καί εράνους από τούς ευκατάστατους».

Ο Υψηλάντης θεωρούσε ότι τα πλούτη αυτά και τα λάφυρα ανήκουν στο έθνος και ήσαν απαραίτητα για τις πολεμικές ανάγκες, αλλά όπως θα δούμε στη συνέχεια υπήρχαν και άλλοι που κάνανε τα δικά τους ιδιοτελή σχέδια για τα αμύθητα πλούτη που βρίσκονταν στην Τριπολιτσά.

Έχοντας συνειδητοποιήσει οι Τούρκοι επίσημοι ότι δεν έρχεται η πολυπόθητη βοήθεια από τη Ρούμελη και δεν υπάρχει σωτηρία από τους επαναστατημένους ραγιάδες που πολιορκούσαν την πόλη, είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες οπλαρχηγούς για να παραδοθούν και να φύγουν με τις οικογένειές τους, και πολλοί τα κατάφεραν. Οι διαπραγματεύσεις  όμως τραβούσαν σε μάκρος, και οι πάνω από 30.000 ψυχές μέσα στην πόλη αρχίσανε να υποφέρουν από έλλειψη βασικών αγαθών.  Άρχισε έτσι ένα είδος μαύρης αγοράς έξω από τα τείχη όπου οι Έλληνες προσφέρανε είδη πρώτης ανάγκης,  σύκα σταφίδες ( και στην α’ γερμανική κατοχή η σταφίδα έσωσε πολύ κόσμο) και σε αντάλλαγμα παίρνανε από τους λιμοκτονούντες Τούρκους όπλα κυρίως, μπιστόλες, σπαθιά, και άλογα ακόμα.

Το σοβαρό όμως αλισβερίσι γινόταν μέσα στην πόλη που διάφοροι στρατιωτικοί και πολιτικοί αρχηγοί μπαίνανε ελεύθερα και έρχονταν σε επαφή με Τούρκους νοικοκυραίους, που στην απελπισία τους να εξασφαλίσουν τις οικογένειές τους τους δίνανε ό,τι και όσα τους ζητούσαν. Γράφει ο Φωτάκος :  «Ύπέρ τάς  δέκα ημέρας πρό τής εφόδου (ρεσάλτο) κατά διαταγήν τού ‘αρχηγού εύρισκόμουν μέσα είς τήν Τριπολιτσάν μέ τούς ‘Αλβανούς μπέηδες, μέ τόν Βελή Κογιάτζιο, μέ τόν Σαλιάγα  καί μέ τόν  ‘Ελμάς Βέτσον. ’Ενόσω ήμουν μέσα, ήρχοντο Έλληνες καί ’Ελληνίδες ΄απ’ τήν πόρτα τών Καλαβρύτων, τού ’Αγίου ’Αθανασίου καί τής Καρύταινας, ’αλλά ή τελευταία μόνον δούλευε. Τούς ερχομένους Έλληνας ΄από τήν πόρτα τούς ΄οδηγούσεν είς τό κατάλυμα (κονάκι) τού ’Ελμάς μπέη,όπου έμενα καί ’εγώ. Ο Μπέης τότε τούς έδιδεν ένα ’Αλβανόν διά συντροφίαν νά ‘υπάγη ΄ο καθένας είς τόν γνώριμόν του Τούρκον, τόν οποίον ήθελεν.Οί Τούρκοι άμα τούς έβλεπαν είς τά σπίτια των τούς εκαλοδέχοντο και τούς έδιδαν πολύτιμα πράγματα καί άρματα. 'αλλά διά νά τούς εύχαριστήσουν καί να φιλιωθούν με τούς ραγιάδες των τούς έδιδαν καί άλλα μέ σκοπόν νά τά φυλάξουν, μέ τήν ελπίδα, ότι θά τούς τά δώσουν πάλιν  όπίσω. Τό αυτό έκαμαν καί οί Τούρκισσαις μέ τής γυναίκες τών ραγιάδων. ‘Ο δε Άλβανός, ό οποίος τούς εσυντρόφευεν, ήτο είς χρέος νά τούς φέρη πάλιν είς τόν Μπέην, καί πάλιν νά τούς συνεβγάλη έως τήν πόρταν τού φρουρίου, διά νά μή πάθη κανένας Έλληνας τίποτε από τούς εντοπίους Τούρκους. Αύτό το πανηγύρι εγίνετο επί πολλάς ήμέρας». Ποιο σαφής για το αλισβερίσι και τις ελπίδες που πουλιόνταν, δεν θα μπορούσε να είναι ο Φωτάκος...


Μπουμπουλίνα

Εντύπωση τότε είχαν δημιουργήσει και οι επαφές και τα σούρτα-φέρτα της Μπουμπουλίνας και οι διαπραγματεύσεις της με πλούσιες οικογένειες της Τριπολιτσάς. Ο γνωστός Γερμανός ιστορικός Κάρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ αναφέρει: «Ήλθεν είς τό ‘ελληνικόν στρατόπεδον καί είς τήν Τρίπολιν αύτήν  έτι πρός τούτον ‘ιδίως τόν σκοπόν, όπως διαπραγματεθή μετά τών πλουσίων Ιουδαίων καί κολλυβιστών τής πόλεως καί καταφορτισθή διά λαμπρών δώρων ‘υπό τών συζύγων των αντί αορίστων επαγγελιών».


Για τις επιμέρους συμφωνίες της Μπουμπουλίνας με πλούσιες τούρκικες και εβραικές οικογένειες  κάνει λόγο και ο Καννέλος Δεληγιάννης, ο Κορδάτος, και άλλοι ιστορικοί. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης άφησε τους Αλβανούς να φύγουν ασφαλείς (λέγεται ότι για αντάλλαγμα πήραν με τον Πλαπούτα όλη την κινητή τους περιουσία που την φορτώσανε σε 15 βαριά μπαούλα)- και όλα τούτα τα πάρε δώσε, και γενικά το «ξάφρισμα» που κάνανε οι επιτήδειοι αρχηγοί στους Τούρκους, είχαν δημιουργήσει δυσφορία και στους στρατιώτες, αλλά και τον κόσμο που είχε συρρεύσει και είχε συγκεντρωθεί έξω από τα τείχη με την προσμονή του πλιάτσικου. Διάχυτη ήταν η αντίληψη στους στρατιώτες ότι ενώ η πόλη ήταν έτοιμη να παραδοθεί, οι αρχηγοί καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις «γιατί έλπιζαν πως οι Τούρκοι θα παραδίδονταν με παζαρέματα και θα μπαίνανε αυτοί πρώτοι στην πόλη και θα έπαιρναν τα πλούτη των μπέηδων και αγάδων» λέει ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία της Ελλάδας (τόμος Χ), και συνεχίζει: «φαίνεται πως οι Έλληνες στρατιώτες κατάλαβαν τα σχέδια των αρχηγών τους και αποφάσισαν να οργανώσουν μόνοι τους την έφοδο. Πρώτος ο Παν. Δούνιας από την Κυνουρία, μαζί με τους άλλους συντρόφους του που μισούσαν τους κοτζαμπάσηδες ανεβαίνουν στο κάστρο, πιάνουν την πόρτα του Ναυπίου και με έφοδο μπαίνουν στην Τριπολιτζά (23 Σ/βρη). Οι Τούρκοι τάχασαν και άρχισε θρήνος και κλαυθμός. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Άρχισαν σφαγές και λεηλασίες που βάσταξαν δέκα ημέρες …».

Μέσα στην παραζάλη του φανατισμού και της ομαδικής ψυχολογίας όλοι είχαν μεταβληθεί σε μαινόμενο όχλο πού έσφαζε, βίαζε Τουρκάλες και Τουρκοπούλες, άρπαχνε, γκρεμούσε και έβαζε φωτιές. Αποκαλυπτικός είναι και ο Βλαχογιάννης: «Οι Έλληνες αρχηγοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, άπό τόν πόθο τών λαφύρων, είχανε λησμονήσει τίς ’ωραίες νίκες τών πρώτων μηνών τής πολιορκίας καί μέ τήν ’αναμονή τής παράδοσης (τής Τριπολιτζάς) είχανε ρίξει τίς ψυχές τους στό μόλεμα τής τούρκικης καθημερινής ’επαφής, στό μαύλισμα τών δώρων καί τού παράνομου πλουτισμού, μέ ζημία τού ’απλού στρατιώτη καί χωριάτη, κι’ είχανε παραδοθή σ’ αύτού τού είδους τήν τυφλή πραγμάτεια … Κι’ ΄ενώ ’αλλάζανε λόγια αδελφικά καί φιλικά χαρίσματα (μέ τούς Τούρκους) ύποσχέσεις φιλίας καί προστασίας, καί δεχόντανε στά στρατόπεδα τούς ‘επίσημους (Τούρκους) μαζί μέ τούς θησαυρούς τους, χωρίς επίσημη παράδοση, οί χιλιάδες τών χωρικών πολεμιστών βλέποντας ‘αυτή τήν άνεπίσημη διαρπαγή μιάς πόλης πού δέν παραδόθηκε, πέσανε τυφλά μέ τίς σκουρολεπίδες καί τήν πήρανε, καί τήν περάσανε ‘από τό μαχαίρι, καί δέν ‘αφήσανε ζωντανή ψυχή. Κι’ ό πόλεμος ήτανε γιά τό λάφυρο κι΄αύτός, κατά τό παράδειγμα τών ‘αρχηγών τους καί αφεντάδων τους»

Σε οχτώ ημέρες από το ρεσάλτο ήρθε και ο Υψηλάντης από την Κόρινθο και προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη, κανένας όμως δεν τον άκουγε. «Οί Μοραΐτες προύχοντες παρά τίς διαταγές τού Υψηλάντη ξακολούθησαν νά αρπάζουν καί νά γυμνώνουν τά τουρκικά πλουσιόσπιτα. Άρπαξαν λίρες, χρυσά βραχιόλια, σκουκαρίκια, μαργαριτάρια, μπριλάντια και ό,τι άλλο πολύτιμο βρήκαν. Τέτοια ήταν ή μανία τής αρπαγής, πού έκοβαν από τίς πλούσιες Τουρκάλες τα χέρια και τα δάχτυλα για να πάρουν τα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια πού φορούσαν» λέει ο Κορδάτος. Βρήκε το μπελά του και από τους δικούς του στρατιώτες που τους είχε πάρει από την Τριπολιτσά και είχανε χάσει το μεγάλο πανηγύρι, κοντολογίς. Και όπως αναφέρει και ο Φωτάκος: « τά στρατεύματα τού Υψηλάντη … έκαμαν νέαν έφοδον εναντίον εκείνων οί οποίοι πρότερον ελαφυραγώγησαν τούς Τούρκους, καί πολλούς τών κατοίκων τής πόλεως εγύμνωσαν καί τούς άρπαξαν τά λάφυρα».

Είκοσι βαρυφορτωμένα μουλάρια και δυο καμήλες έστειλε από την Τριπολιτσά στον Πύργο του ο Πετρόμπεης, «οί δέ  Μανιάται αυτού εφόρτωναν τά αρπαχθέντα είς τάς γυναίκας των, αίτινες είχον προσδράμει εκεί από τά βουνά τής Μάνης…» μας πληροφορεί ο Μέντελσον. Αλλά, κάπως έτσι μας τα λέει και ο Φωτάκος. «Όλοι οι Μανιάται είχαν έλθει δια να τούς ξεπουπουλιάσουν…  όταν δέ πολλοί από αύτούς δέν εύρήκαν νά πάρουν λάφυρα ‘εφορτώθηκαν τής πόρταις τών σπιτιών»


Σχετικά με τις σφαγές που γίνανε για τα λάφυρα, ο Γιάνης Κορδάτος είναι σαφής: « Όσο γιά τίς ‘ομαδικές σφαγές τής Τριπολιτζάς δέν πρέπει νά ξεχνούμε καί τήν ενοχή τού Κολοκοτρώνη. Αύτός μέ τή Μπουμπουλίνα όχι μονάχα αρπάξανε από τίς Τουρκάλες και τίς ΄Εβραίϊσες τά πιό πολύτιμά τους χρυσαφικά αλλά καί διατάξανε γενική σφαγή για να μπορέσουν να πλιατσικολογήσουν ελεύτερα και με την ησυχία τους».

Σφάξανε οι Έλληνες  αδιακρίτως γυναίκες άνδρες μέχρι μωρά παιδιά, πολλοί Τούρκοι σκότωσαν μόνοι τους τις οικογένειές τους και βάλανε φωτιά στα σπίτια τους για να γλιτώσουν από το μίσος των ραγιάδων τους, αλλά δεν τους σφάξανε όλους, και πήραν και πολλούς σκλάβους και σκλάβες στα χωριά τους. Κυρίως η φτωχολογιά την πλήρωσε. Πολλοί ήσαν οι νοικοκυραίοι Τούρκοι που τα ακουμπήσανε στους κατάλληλους ανθρώπους και τη γλιτώσανε.


Για δέκα ολόκληρες μέρες συνεχίζονταν μέσα στην πόλη οι σφαγές οι βιασμοί και οι λεηλασίες. Πολλοί Τούρκοι υπέστησαν τα πάνδεινα, μέχρι που σουβλίζανε κάποιους για να αποκαλύψουν κρυμμένους θησαυρούς και κομποδέματα«Υπέρ τάς είκοσι χλιάδες Έλληνες ωπλισμένοι είχον συναχθεί εκείνην την εβδομάδαν είς την πολιορκίαν, οίτινες, ώς λυσσώντες λύκοι, εκδικούμενοι τούς τυράννους των, τούς κατέσφαζον άνευ διακρίσεως γένους ή προσώπου. Εισήλθαν δε και πολλοί άοπλοι με ρόπαλα, ως και γυναίκες από τα πλησιόχωρα, και ελαφυραγώγουν  και εφόνευον και αυτοί»,  στα λέει ο Καν Δεληγιάννης απομνημονεύματά του. Αλλά, η μεγάλη λεία αφορούσε τους επιφανείς, όπως τον Κιαμήλμπεη,  τα χαρέμια του Χουρσίτ και άλλους, που τους προφυλάξανε οι αρχηγοί και οι άρχοντες, της Μπουμπουλίνας μη εξαιρουμένης. Που όπως λέει και ο Φωτάκος, πριν από το ρεσάλτο μπαινοβγαίνανε στην Τριπολιτσά και κάνανε τις επί μέρους συμφωνίες. «Τού Σεχνετζίμπεη ή φαμελιά έμεινε μ’ εμέ, είκοσι τέσσερις άνθρωποι΄ τόν Κιαμήλμπεη τόν πήρε ό Γιατράκος – ό Κεχαγιάς έμεινε αι’χμάλωτος μέ τά χαρέμια καί τά περίλαβε ό Πετρόμπεης», λέει ο Κολοκοτρώνης. Και αλλού: «’Επειτα ‘από δέκα ημέρας ‘εβγήκαν όλοι οί Έλληνες μέ τά λάφυρα και επήγαν εις τες επαρχίες τους σκλάβους, σκλάβες». 

        Ο Φωτάκος μιλάει και για τους Τούρκους που γλιτώσανε:  «… και όμως τούς καλούς Τούρκους, όσοι πρότερον δέν τούς εκακομεταχειρίζοντο, τούς επήταν μαζύ των καί τούς επεριποιήθηκαν όσον τό δυνατόν καλλίτερα, τούς είχαν ομοτραπέζους των, τούς έσωσαν και τούς έστειλαν όπου ήθελαν». Υποστηρίζεται ότι σώθηκαν γύρω στους 8.000 Τούρκοι, πάρθηκαν και αιχμάλωτοι, σκλάβοι σκλάβες, όσο για τα θύματα των σφαγών, επικρατέστερη θεωρείται η γνώμη του Φιλήμονα και του Τρικούπη που τα υπολογίζουν γύρω στις 10. 000. 

      Έντεκα χιλιάδες ντουφέκια και πολλά κανόνια και άλογα πήραν οι Έλληνες τότε, χωριστά τα σπαθιά και τα γιαταγάνια, αλλά οι αμύθητοι θησαυροί σχεδόν εξανεμίστηκαν, και ελάχιστα μπήκαν στο εθνικό θησαυροφυλάκιο. Κι αφού μιλάμε για τα λάφυρα, να αναφέρω εδώ ότι κάποιο λάφυρο ήταν η αιτία που διαλύθηκε η πρώτη πολιορκία των Πατρών. «Άναψε μια γελοία φιλονικία ανάμεσα στο Γερμανό και τον Παπαδιαμαντόπουλο για κάποιο λάφυρο. Ο διάκος του Γερμανού ήθελε να πάρει από άνθρωπο του Παπαδιαμαντόπουλου ένα πολύτιμο σπαθί. Μπήκαν στη φιλονικία τα αφεντικά και το στράτευμα διαλύθηκε». (πηγή: Νίκος Δ. Πλατής το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ).



Καραϊσκάκης
Ακόμα, εκείνα τα λάφυρα της Τριπολιτσάς ρίξανε πολύ λάδι στη φωτιά του εθνικού διχασμού κατά το  1824 – 25 στη χώρα μας. Για να υποδαυλίσει τον εμφύλιο ο Ιωάννης Κωλέττης  και να ξεσηκώσει τους Ρουμελιώτες κατά των Μωραϊτών, γράφει στον Γκούρα: «Αδελφέ, οι μωραΐτες ελύσσαξαν από τα πολλά πλούτη, τα οποία ήρπασαν από τους Τούρκους της Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου, του Λάλα, της Κορίνθου, της Μονεμβασίας, του Νεοκάστρου και των λοιπών μερών και έγιναν ντερμπεήδες, και προσπαθούν ν’ αντικαταστήσουν τον Κιαμήλμπεην και τους λοιπούς μπέηδες και αγάδες. Και σεις τρέχετε αυτού χωρίς ψωμί, χωρίς τσαρούχι, χωρίς φορέματα, με μίαν παλαιόκαπαν καταβασανίζεσθε. Τι λοιπόν περιμένετε; Άλλην αρμοδιωτέραν και ευτυχεστέραν δια σας περίστασιν δεν θέλει εύρετε ποτέ, δια να πλουτίσετε μεγάλοι και μικροί. Τώρα άνοιξαν διά σας δύο πηγαί πλούτου, οι λίρες του δανείου και τα πλούσια λάφυρα του Μωρέως. Τι άλλο πλέον επιθυμείτε;». (Νίκος Δ. Πλατής μικροΜέγα

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ). 




Και κατέβηκαν οι Ρουμελιώτες στον Μωρηά (των Μακρυγιάννη και Καραϊσκάκη μη εξαιρούμενων) και κάψανε και λεηλατήσανε, δηώσανε και κακοποιήσανε, βιάσανε, σκοτώσανε και καταληστέψανε. Μέχρι τα βρακιά της Ζαΐμαινας βγάλανε σε κοινή θέα στην Αχαΐα, για να εξευτελίσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους.