Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα









Λίγο πολύ όλοι κάτι έχουμε ακούσει για την εβραϊκή εκδοχή του κατακλυσμού που περιγράφεται στην Αγία Γραφή. Όπου, ο θεός δυσαρεστημένος από την ανθρωπότητα που ήταν βουτηγμένη στη διαφθορά και στην αμαρτία  αποφάσισε να την καταστρέψει, που ειδοποίησε τον ευσεβή Νώε να φτιάξει την περίφημε Κιβωτό και εκτός από την γυναίκα του τους τρεις γιούς του και τις γυναίκες τους, να πάρει και ένα ζευγάρι από τα κάθε είδους ζωντανά που ζούσαν τότε πάνω στη γη και να κλειστούν στην κιβωτό για να επιβιώσουν από τον κατακλυσμό και να συνεχιστεί η αναπαραγωγή, να αναγεννηθεί το ανθρώπινο γένος αλλά και τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, για την μεγάλη πλημμύρα που έπνιξε την ανθρωπότητα, για το ότι η κιβωτός του Νώε προσάραξε στην κορυφή του Αραράτ κτλπ – κτλπ.

Τούτη η θεωρία – δεν γνωρίζω τι γίνεται τώρα, αλλά – στα χρόνια μου διδασκόταν στα σχολεία και φυσικά και από την Αγία Γραφή.
 Η ελληνική εκδοχή για τον κατακλυσμό από όσο γνωρίζω ποτέ δεν διδάχτηκε.
Σύμφωνα λοιπόν με την Ελληνική Μυθολογία, πριν από 9.000 χρόνια περίπου και όταν στην Φθία της Θεσσαλίας βασίλευε ο συνετός Δευκαλίων γιος του Τιτάνα Προμηθέα με την γυναίκα του την Πύρρα, ο Θεός Δίας απογοητευμένος και εξοργισμένος από το ανθρώπινο γένος που ζούσε μέσα στην διαφθορά αποφάσισε να το καταστρέψει με έναν μεγάλο κατακλυσμό. Ο Προμηθέας όμως ειδοποίησε τον Δευκαλίωνα για τις προθέσεις του θεού Δία και τον συμβούλεψε να φτιάξει μια λάρνακα, ένα είδος κιβωτού, και να πάρει μέσα και πολλά εφόδια για να επιπλεύσουν από τον κατακλυσμό και να επιβιώσουν.

Να θυμίσω εδώ ότι ο Προμηθέας φίλος και σε πολλά σύμμαχος των ανθρώπων είναι εκείνος που παράκουσε την εντολή των θεών και έδωσε στον άνθρωπο το μυστικό της φωτιάς ( και πολλά ακόμα) που όμως έκανε κακή χρήση της, και τον τιμώρησε ο Δίας δίνοντας εντολή στον Ήφαιστο να τον δέσει πάνω σε ένα βράχο στον Καύκασο όπου κάθε μέρα ένας γύπας τού έτρωγε τα συκώτια του αλλά επειδή ήταν αθάνατος τη νύχτα ξαναγίνονταν και γι αυτό υπέφερε συνεχώς μέχρι που ημίθεος Ηρακλής έσπασε τις αλυσίδες και τον ελευθέρωσε.
Εννιά ημέρες και εννιά νύχτες έβρεχε (και όταν λέμε ημερόνυχτα μην φανταστείτε τίποτα 24ωρα), πνίγηκε η ανθρωπότητα από τον τρομερό κατακλυσμό, αλλά την 10η ημέρα καθώς υποχωρήσανε οι πλημμύρες η κιβωτός προσάραξε στην κορυφή του Παρνασσού και ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα πατήσανε ξηρά.
Η πρώτη τους σκέψη ήταν να θυσιάσουν στον Φύξιο Δία που ήταν προστάτης των φυγάδων ευχόμενοι και παρακαλώντας να ξαναγεννηθεί το ανθρώπινο γένος, και ο θεός Δίας ευχαριστημένος για την ευσέβειά τους έστειλε τον Ερμή
(μία από τις εκδοχές) για να τους πληροφορήσει ότι θα πραγματοποιούσε την ευχή τους.
Μια άλλη ισχυρή εκδοχή λέει ότι μόλις βγήκανε από την κιβωτό ο Δευκαλίωνας κει η Πύρρα πήγανε στους Δελφούς στο ιερό της Θέμιδας (μάλλον δεν είχε φθάσει εκεί ο κατακλυσμός) και παρακαλέσανε τους Θεούς για να ξαναγεννηθεί το ανθρώπινο γένος.
Και επειδή χρησμούς έδινε το Μαντείο των Δελφών (τι πίνανε άραγε;) ο χρησμός της θεάς ήταν πως: «για να γίνει αυτό θα έπρεπε να καλύψουν τα πρόσωπά τους και να πετάνε πίσω από την πλάτη τους τα οστά της μητέρας τους».
Διερμηνεύοντας τον χρησμό θεώρησαν ότι τα οστά της μητέρας τους είναι οι πέτρες που προέρχονται από τα σπλάχνα της μάνας Γης, και καθώς βάδιζαν έριχναν πέτρες πίσω τους, κι εκείνες που έριχνε ο Δευκαλίων μεταμορφώνονταν σε άνδρες, ενώ οι πέτρες της Πύρρας μεταμορφώνονταν σε γυναίκες, και έτσι ξεκίνησε ξανά η αναγέννηση του ανθρώπινου γένους πριν από 9.000 χρόνια. 

Τα παιδιά του Δευκαλίωνα και της Πύρρας που γεννήθηκαν τότε ήταν ο Ελλην, ο Αμφικτύων, η Πρωτογένεια και η Μελανθώ, η Θυία και η Πανδώρα, και ο Έλληνας έγινε ο γενάρχης των Ελλήνων.
Για πολλά από τα αναφερόμενα εδώ υπάρχουν και άλλες εκδοχές, όπως πχ η των Μεγαριέων που υποστηρίζει ότι από τον κατακλυσμό σώθηκε μόνο ο Μέγαρος που προσάραξε στα Γεράνια όρη, άλλη που λέει ότι ο Δίας εξοργίστηκε και αποφάσισε να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος επειδή πάνω στο όρος Λύκαιο της Αρκαδίας που τότε ακόμα δεν είχε αυτό το όνομα επισκεπτόμενος τους γιούς του Λυκάονα τον τάισαν ανθρώπινο κρέας, ότι ή κιβωτός σταμάτησε πάνω στο όρος Αίτνα, στον Άθω της Χαλκιδικής ή στον Όθρυ της Θεσσαλίας, ότι ΄στις μακρινές εκείνες εποχές γίνανε και άλλοι κατακλυσμοί κλπ κλπ.
Ακόμα, για το σημείο που υπάρχουν οι Στήλες του Ολυμπίου Διός η μυθολογία λέει ότι ο Δευκαλίων είχε στήσει βωμό για να τιμήσει τον Δία επειδή ο Ιλισσός είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού. Αργότερα ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος είχε θεμελιώσει τον ναό που εφτά αιώνες πιο ύστερα τον αποπεράτωσε ο λάτρης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού Ρωμαίος αυτοκράτορας Ανδριανός.
Τέλος, αργότερα αναφέρεται ένας ακόμα Δευκαλίωνας που ήταν γιος του Βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης, που συμμετείχε στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου.

Πηγές  από την Google
Wikipedia
mixani touxronou.gr
helinikogenos.blogspot.com
pronews




Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Σελίδες από τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα το 1944



 



Τα κανόνια από τα εγγλέζικα πολεμικά στο Φάληρο όργωναν με τις οβίδες τους τη γειτονιά λες και είχαν βαλθεί να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Ήταν ένας συστηματικός βομβαρδισμός κατοικημένης περιοχής όπως συνήθιζαν εδώ και μέρες οι Εγγλέζοι, αδιαφορώντας για τους αμάχους που θάβανε κάτω από τα ερείπια που προκαλούσαν τα κανόνια τους, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να
ισοπεδώσουν μαζί με τα φτωχόσπιτα και τις παράγκες, και το φρόνημα του αδούλωτου λαού της Αθήνας. Κι από πάνω, τα πολεμικά τους αεροπλάνα  που σάρωναν ανενόχλητα τον αθηναϊκό ουρανό αφού ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε ούτε ένα αντιαεροπορικό, διάλεγαν με την ησυχία τους τούς στόχους τους, χαμήλωναν και πολυβολούσαν τις θέσεις του και γενικά ό,τι έβλεπαν να κινείται.  
Ολόκληρη η Αθήνα, πότε σε μια συνοικία πότε σε άλλη, αλλά και ταυτοχρόνως πολλές φορές, ήταν ένα τεράστιο πεδίο μάχης, όπου οι Εγγλέζοι συνεπικουρούμενοι από την ντόπια αντίδραση και τις ένοπλες συμμορίες της επιχειρούσαν αποφασισμένοι να εξοντώσουν με κάθε θυσία τον ΕΛΑΣ και να κάμψουν το φρόνημα του λαού που τον στήριζε. Έφερναν συνεχώς νέες στρατιωτικές μονάδες από το ιταλικό μέτωπο που τις αποβίβαζαν στον Πειραιά και στο Φάληρο, και τις έριχναν στη συνέχεια στη μάχη της Αθήνας και του Πειραιά, βομβαρδίζοντας παράλληλα αδιακρίτως κατοικημένες περιοχές με όλμους και κανόνια, τανκς και αεροπλάνα, και από τα πολεμικά τους πλοία στο Φάληρο και τον Πειραιά.

Το τάγμα είχε καταλάβει αυτή την περιοχή  ύστερα από μια αιφνιδιαστική έφοδο τη νύχτα, με σοβαρές απώλειες και από τις δυο πλευρές και είχαν απωθήσει τους  Βρετανούς, που όμως φαίνεται πως ήταν πολύ σημαντική για τους στρατηγικούς τους σχεδιασμούς, και με το που φώτισε ο θεός την ημέρα είχαν ξεκινήσει τους βομβαρδισμούς από τα πολεμικά πλοία.
Αλλά το κανονίδι είχε ανάψει σε ολόκληρη  σχεδόν την ανατολική Αθήνα. Τεράστιες στήλες καπνού σηκώνονταν στην Καισαριανή και το Δουργούτι που τις βομβάρδιζε με όλμους και πυροβόλα η Ορεινή Ταξιαρχία και οι επανεξοπλισμένοι ταγματασφαλίτες από του Γουδή, παράλληλα με τα εγγλέζικα πολεμικά από το Φάληρο, ενώ δεν έμενε αδρανής και πολεμική τους αεροπορία που επιχειρούσε από το Χασάνι.
Είχαν ανεβάσει κι ένα κανόνι πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης κι από κει έκαναν επιλογή στόχων με την άνεσή τους σε όποια συνοικία τους βόλευε, ενώ άλλοι στρατιώτες δοκίμαζαν τις σκοπευτικές τους ικανότητες κατά μεμονωμένων αμάχων κάτω στην πόλη,  σε ένα κύκλο γύρω από την Ακρόπολη που η ακτίνα του έφθανε άνετα στο Μεταξουργείο, βέβαιοι για την ασφάλειά τους αφού ο ΕΛΑΣ δεν τους πυροβολούσε για να μην προκαλέσει βλάβες στα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Με μια διμοιρία από είκοσι μαχητές, δυο οπλοπολυβόλα, τα αυτόματα και τα λιανοντούφεκα και μερικά μπουκάλια βενζίνης που ήταν και το μοναδικό τους αντιαρματικό όπλο, αστεία πράγματα βέβαια μπροστά στα κανόνια των πολεμικών, την πολεμική αεροπορία, τα τανκς και όλο τον βαρύ και σύγχρονο οπλισμό των Βρετανών, ο Δήμος κάλυπτε αυτό το δρόμο, και τώρα σκεφτόταν πως ήσαν τυχεροί που δεν είχε εμφανιστεί ακόμα κάποιο σπιτφάιρ.


Δεν γνώριζε αν υπήρχαν απώλειες στο τάγμα και σε αμάχους από τους βομβαρδισμούς, από τις στήλες καπνού όμως που έβλεπε στην ευρύτερη περιοχή καταλάβαινε ότι είχαν χτυπηθεί πολλά χτίρια. Κι εδώ που βρισκόταν, σε ακτίνα περίπου εκατόν πενήντα μέτρων περίπου γύρω του ήδη κάποιες οβίδες είχαν καταστρέψει δυο χτίρια και είχαν ισοπεδώσει φτωχόσπιτα, ενώ είχαν προκαλέσει και τον  τραυματισμό δυο γυναικών, χωρίς να καταφέρουν να κάμψουν το ηθικό των  αμάχων.
Αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός τη νύχτα αφού είχαν απωθήσει τους Εγγλέζους, η περιοχή είχε πλημμυρίσει από άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, που καλωσόριζαν χαρούμενοι τους ΕΛΑΣίτες λες και συναντούσαν τα παιδιά ή τα αδέλφια τους, ενώ μέλη της τοπικής οργάνωσης και του εφεδρικού ΕΛΑΣ συζήτησαν με τη διοίκηση του λόχου και πήραν οδηγίες για να στήσουν ένα οδόφραγμα στο δρόμο, προς την κατεύθυνση που υπήρχε κίνδυνος να εμφανιστούν οι Εγγλέζοι και τα ντόπια τσιράκια τους. 
Ένα πραγματικό μελίσσι από ανθρώπους που κινούνταν αδιάκοπα μέσα στη νύχτα κουβαλώντας τα πιο απίθανα υλικά, με καρότσια, στα χέρια στην πλάτη και στους ώμους, έστησε σε χρόνο ρεκόρ το οδόφραγμα, και σε λίγο, ήρθαν  γυναίκες κουβαλώντας σε μικρές κατσαρόλες ζεστό τσάι και χαμομήλι ακόμα και ένα κομμάτι ψωμί, ή ένα γλυκό  για να φιλέψουν τους μαχητές του ΕΛΑΣ
Από τις πρώτες μέρες που βρέθηκε με το τάγμα του στη φωτιά των Δεκεμβριανών ο Δήμος, είχε εκπλαγεί και υποκλινόταν στο μεγαλείο ψυχής του αθηναϊκού λαού, στην πίστη, την υπομονή και τη θέλησή του να αντισταθεί στην καινούργια κατοχή, να αγωνιστεί στο πλευρό του ΕΛΑΣ για να νικηθεί η αντίδραση.

Ο τρόπος και η ζεστή τους διάθεση όταν τους πλησίαζαν στα οδοφράγματα ή στα πρόχειρα αμπριά τους για να τους φιλέψουν κάτι φαγώσιμο ή ένα γλυκό, η προθυμία να κουβαλούν υλικά από το πουθενά για το χτίσιμο και το στήσιμο οδοφραγμάτων για τα αγγλικά άρματα μάχης και τα τεθωρακισμένα, η ταχύτητα, το θάρρος και η ετοιμότητά τους να περισυλλέγουν τους τραυματίες μέσα στη μάχη και να βρίσκουν κάθε απίθανο μέσον για να τους μεταφέρουν σε νοσοκομείο, όπου υπήρχε δυνατότητα, ακόμα και να στήνουν με έρανο πρόχειρα νοσοκομεία εκ του μηδενός,  ήσαν πρωτόγνωρες καταστάσεις για το Δήμο. Έπεφταν μέσα στη φωτιά της μάχης να τους ειδοποιήσουν για την εμφάνιση κάποιου εχθρικού τμήματος ή τη θέση ενός εχθρικού πολυβόλου, να τους πληροφορήσουν για αδιέξοδα, ή να τους υποδείξουν περάσματα μέσα από αυλές και σπίτια.
Με διαταγή του αντιστράτηγου Σκόμπυ,  Αρχιστράτηγου  των εν Ελλάδι Δυνάμεων  Ξηράς, οι Βρετανοί απαιτήσανε για την πρώτη του Δεκέμβρη τον αφοπλισμό και αποστράτευση των ενόπλων αντιστασιακών δυνάμεων, και βγάλανε και τα τανκς στους Αθηναϊκούς δρόμους.  
Οι υπουργοί του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας παραιτήθηκαν  διαμαρτυρόμενοι, καταγγέλλοντας ως μονομερή τον επιδιωκόμενο αφοπλισμό, θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατόν η χώρα να πάει σε ελεύθερες εκλογές με αφοπλισμένες τις δυνάμεις της εθνικής αντίστασης, χωρίς παράλληλα να διαλυθούν και να αφοπλιστούν οι πραιτωριανοί της Ορεινής Ταξιαρχίας, η χωροφυλακή που υπηρέτησε τις κατοχικές δυνάμεις,  οι Χίτες, η Ειδική Ασφάλεια και η Αστυνομία, και οι διάφορες  ένοπλες συμμορίες εθνικοφρόνων, και το ΕΑΜ κάλεσε τον Αθηναϊκό λαό σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας για την επομένη 3 του Δεκέμβρη. Η κυβέρνηση Παπανδρέου απαγόρευσε το συλλαλητήριο, ο αθηναϊκός λαός όμως που θεώρησε αδιανόητη την απαγόρευση, την αγνόησε και πλημμύρισε τους  δρόμους της Αθήνας. Η αστυνομία του Παπανδρέου που η πλειοψηφία  της ευσυνείδητα είχε υπηρετήσει τους Γερμανούς, για να ανακόψει και να εμποδίσει τη λαοπλημμύρα πυροβόλησε εν ψυχρώ στην πλατεία Συντάγματος στο κέντρο της Αθήνας κατά των άοπλων διαδηλωτών σκοτώνοντας τριάντα περίπου άνδρες και γυναίκες, και τραυματίζοντας εκατόν σαράντα.
 

Στην πάνδημη κηδεία των θυμάτων την επόμενη μέρα στις 4 του Δεκέμβρη, ξανά πυροβολισμοί στο άοπλο πλήθος, με σαράντα σκοτωμένους και εβδομήντα τραυματίες.

  

 Την νύχτα αρχίζουν πλέον συντονισμένες επιθέσεις κατά αστυνομικών τμημάτων σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ οι Εγγλέζοι αφοπλίζουν με προδοσία ένα σύνταγμα του ΕΛΑΣ στη Φιλοθέη. Η σύγκρουση γενικεύεται, δυνάμεις του ΕΛΑΣ συρρέουν προς την Αθήνα, ενώ οι Εγγλέζοι αποβιβάζουν συνεχώς νέες δυνάμεις στον Πειραιά και στο Φάληρο, που τις παίρνουν από το ιταλικό μέτωπο.
Θεωρητικά, τις πρώτες μέρες ο ΕΛΑΣ συγκρούεται με την  ντόπια αντίδραση που τον στρατό της αποτελούν οι Ορεινή ταξιαρχία, η χωροφυλακή, η Αστυνομία Πόλεων, η Ειδική Ασφάλεια, οι Χίτες, η Εθνοφυλακή που στελεχώνεται από ακροδεξιούς αξιωματικούς και επανδρώνεται ακόμα και από ταγματασφαλίτες και δωσίλογους που ντύνονται εθνοφύλακες, και από διάφορες άλλες ένοπλες ακροδεξιές συμμορίες.
Ο σοβαρός όμως αντίπαλος είναι οι Εγγλέζοι, που πέρα από τον επισιτισμό και τον εξοπλισμό με σύγχρονα όπλα και ανεφοδιασμό που παρέχουν αφειδώς στον  ιδιότυπο αυτό στρατό της αντίδρασης , πέρα από τα τανκς που βγάλανε στην Αθήνα από την πρώτη του Δεκέμβρη, και το σύνταγμα του ΕΛΑΣ που αφοπλίσανε ύστερα από δυο μέρες, από τις 4 του Δεκέμβρη με τα αεροπλάνα τους πολυβολούν όποια μονάδα του ΕΛΑΣ κινείται. Στις 6 και 7 πολυβολούν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στου Γουδή, στου Μακρυγιάννη με τις ερπύστριες των τανκς λιώνουν τους ΕΛΑΣίτες που πολεμούν τους χωροφύλακες, και δεν χάνουν ευκαιρία να χτυπήσουν όπου μπορούν.
Παρόλα αυτά, και για πολλές μέρες ακόμα  η ηγεσία του ΕΑΜ εξακολουθεί να  θεωρεί τους Εγγλέζους συμμάχους, και παραβλέπει την ωμή στρατιωτική τους επέμβαση στη χώρα και τον ανοιχτό πόλεμο που  έχουν εξαπολύσει κατά του ΕΛΑΣ, ενώ δεν λαβαίνει υπόψη του προειδοποιήσεις και εισηγήσεις αξιωματικών του ΕΛΑΣ που λένε ότι πρέπει να τσακίσουμε τους Εγγλέζους τώρα, γιατί αργότερα αυτό θα είναι αδύνατο. Όχι μόνο αυτό, αλλά η ηγεσία επιμένει και προειδοποιεί πως όποιος χτυπήσει Εγγλέζους θα θεωρηθεί προβοκάτορας. 

Ο βομβαρδισμός από τα πολεμικά σταμάτησε κάποια στιγμή, και ο Δήμος έριξε μια ματιά στις θέσεις της διμοιρίας. Από την εμπειρία που είχε αποχτήσει πολεμώντας είκοσι μέρες τώρα στις γειτονιές και τους δρόμους της Αθήνας, αλλά και από τον βομβαρδισμό που είχε προηγηθεί, ήταν βέβαιος πως σε λίγο θα έκαναν την εμφάνισή τους οι Εγγλέζοι και θα προσπαθούσαν να ξαναπάρουν τη θέση που είχαν χάσει τη νύχτα.
Αποφάσισε να αλλάξει θέση στο ένα από τα δυο του οπλοπολυβόλα και να το εγκαταστήσει στον όροφο ενός κατεστραμμένου σπιτιού, υπολογίζοντας πως από αυτό το σημείο θα είχε καλύτερο έλεγχο της περιοχής, ενώ το άλλο θα έμενε στο οδόφραγμα. Έδινε τις τελευταίες οδηγίες στον Κασσιάρα για τη θέση που θα έπρεπε να πιάσει, όταν ξέσπασε η επίθεση του εχθρού κατά των θέσεων του τάγματος, με άρματα μάχης τεθωρακισμένα και πεζικό. Τα κανόνια των τανκς, τα αυτόματα, τα πολυβόλα και οι χειροβομβίδες επιτιθεμένων και αμυνομένων, μέσα σε ελάχιστα λεπτά δημιούργησαν σκηνικό κόλασης.

 
 Στη θέση της διμοιρίας το άρμα εμφανίστηκε στα εκατό μέτρα περίπου με μια ομάδα πεζικάριων στα πλάγια του που πυροβολούσαν ασταμάτητα, αλλά τρεις από αυτούς έπεσαν αμέσως χτυπημένοι από τα πυρά της διμοιρίας και ελεύθερων σκοπευτών του εφεδρικού ΕΛΑΣ που τους σημάδευαν από διάφορα σημεία, ενώ οι άλλοι πρόλαβαν και καλύφτηκαν.
Ο Δήμος δάγκωσε τα χείλη του στη σκέψη ότι δεν είχαν αντιαρματικό με το οποίο θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα άρμα μάχης, και φυσικά δεν γινόταν λόγος για τα λιανοντούφεκα που ούτε το χρώμα του δεν μπορούσαν να ξύσουν με τα πυρά τους.
Το ατσάλινο θηρίο κινήθηκε αργά λίγο μπροστά, διστακτικά, λες και ήθελε να ελέγξει την περιοχή μπροστά του με τα πολυβόλα του να ξερνάνε πυρωμένο ατσάλι, και ο Μπουρλέκας έκανε νόημα σε έναν από τους άνδρες της ομάδας του που κρατούσε στο χέρι του μια αυτοσχέδια βόμβα, ένα μπουκάλι γεμάτο βενζίνη. Τη στιγμή που το άρμα έφθασε στο ύψος τους, ο νεαρός ΕΛΑΣίτης άναψε το στουπί που προεξείχε από το μπουκάλι, πετάχτηκε σκυφτός και με δυο σάλτους βρέθηκε πάνω του. Είχε καταφέρει να πιαστεί με το ελεύθερο χέρι του από τον πυργίσκο όταν δέχτηκε πυρά από το ίδιο το άρμα ή από τους πεζικάριους της δύναμής του, και το άψυχο κορμί του γλίστρησε στο οδόστρωμα, ενώ το μπουκάλι με τη βενζίνη που είχε χτυπηθεί, λαμπάδιασε χαμηλά στην ατσάλινη θωράκιση του άρματος και σε λίγο έσβησε χωρίς να του προκαλέσει καμιά ζημιά. Το άρμα συνέχισε την κίνησή του εστιάζοντας το τεράστιο κανόνι του  πάνω στο οδόφραγμα, και με την οβίδα που του έστειλε τίναξε το μεγαλύτερο μέρος του σε χιλιάδες κομμάτια στον αέρα, μαζί με όσους από τους υπερασπιστές του δεν πρόλαβαν να το εγκαταλείψουν όταν είδαν τον κίνδυνο.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Δήμος, μόλις κατάφερε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον φλεγόμενο πίδακα με τα πυρωμένα σίδερα, τα αδρανή υλικά, τα ξύλα, και τις κομματιασμένες σάρκες των ανδρών του που αιωρούνταν ακόμα στον αέρα, στράφηκε προς το άρμα που κινιόταν αργά, και είδε έναν άνδρα να πετάγεται σκυφτός με ταχύτητα αστραπής προς το μέρος του κρατώντας ένα χοντρό ύφασμα στο χέρι του, μάλλον κουβέρτα. Κατάλαβε πως ήταν ολόκληρη ομάδα από εφεδροελασίτες της Αθήνας, αφού δυο ακόμα μαχητές πυροβολούσαν προς τους στρατιώτες που βρίσκονταν έξω από το άρμα καλύπτοντας έτσι το σύντροφό τους. Ο άνδρας με τη διπλωμένη κουβέρτα σίμωσε σκυφτός στο πλάι του ατσάλινου θηρίου, διπλωμένος στα δυο σχεδόν,  και κατάφερε να την κολλήσει   στην ερπύστρια που τράβηξε το χοντρό ύφασμα με την κίνηση, και σε δευτερόλεπτα φρακάρισε. Ο χειριστής του μαρσάρισε, και έκανε μια δυο κινήσεις προσπαθώντας  να κινήσει το άρμα, αλλά μάταια, είχε ακινητοποιηθεί.
Ένας άλλος μαχητής, ένα παιδί δεκαέξι – δεκαεφτά χρονών, πήδησε με δυο άλματα πάνω στο άρμα κρατώντας ένα μπουκάλι βενζίνη στο χέρι του με αναμμένο το στουπί, και το κοπάνησε πάνω στο άνοιγμα του πυργίσκου.  Προτού ολοκληρώσει την κίνησή του ο νεαρός μαχητής είχε  πηδήσει κιόλας στο δρόμο τρέχοντας να καλυφθεί, ενώ η έκρηξη της αυτοσχέδιας βόμβας τύλιξε το άρμα σε έναν τεράστιο φλεγόμενο σωρό.  Ανατριχιαστικά ουρλιαχτά ακούστηκαν από το εσωτερικό του, και μια φλεγόμενη φιγούρα που κατάφερε να πεταχτεί έξω από τον πυργίσκο και να κυλιστεί στο οδόστρωμα, ξεψύχησε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ενώ μια δεύτερη δεν ολοκλήρωσε την προσπάθειά της και έμεινε διπλωμένη στον πυργίσκο, μισή μέσα και μισή έξω, και συνέχισε να καίγεται από την τεράστια πύρινη γλώσσα που έβγαινε από το κουφάρι του.  
Ο Δήμος έτρεξε προς το διαλυμένο οδόφραγμα και ό,τι είχε απομείνει από αυτό, και βρήκε τον ομαδάρχη του πάνω από τα συντρίμια να κρατά με το δεξί του χέρι και να περιεργάζεται το οπλοπολυβόλο, ενώ ένας από τους άνδρες του προσπαθούσε να του επιδέσει το  ξώφαλτσο τραύμα που είχε στον ώμο του.
Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του καθώς το βλέμμα του έπεσε πάνω στα  διαμελισμένα κορμιά του πολυβολητή και του γεμιστή του
  - Προσπάθησαν να μαζέψουν το οπλοπολυβόλο και τα πυρομαχικά όταν είδαν το κανόνι να στρέφεται εναντίον μας, είπε ο ομαδάρχης, αλλά δεν τα κατάφεραν να ολοκληρώσουν την προσπάθεια. Έχουμε δυο ακόμα τραυματίες που τους  πήραν οι εφεδροελασίτες για να τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο.  
- Δουλεύει αυτό; ρώτησε ο Δήμος δείχνοντας με ένα νεύμα το οπλοπολυβόλο.
Πικρή γκριμάτσα  εμφανίστηκε στο πρόσωπο του ομαδάρχη. .
- Δουλεύει συναγωνιστή ανθυπολοχαγέ, αλλά τι μπορεί να κάνει απέναντι στα θωρακισμένα; Μάλλον θα έπρεπε να στήσουμε μια ταμπέλα εδώ που να λέει «απαγορεύεται η διέλευση των τανκς».
Δεν πρόλαβε να απαντήσει στο πικρόχολο σχόλιο του ομαδάρχη του καθώς νέος καταιγισμός πυρών ξέσπασε στη θέση που κρατούσε μπροστά η ομάδα του Μπουρλέκα, και ένα δεύτερο άρμα μάχης εμφανίστηκε με ολόκληρη διμοιρία πεζικού που ανταπέδιδε τα πυρά πυροβολώντας συνεχώς. Πλησίασε αμέσως το φλεγόμενο ακόμα άρμα που στο εσωτερικό του είχαν αρχίσει να σκάνε τα πυρομαχικά από την υπερθέρμανση, και  με δυο αποφασιστικές  κινήσεις το απώθησε στην άκρη του δρόμου. Στάθηκε ύστερα ακίνητο, και με το κανόνι του άρχισε να στέλνει οβίδες και να ισοπεδώνει τα σπίτια κατά την κρίση του σκοπευτή του, ενώ και τα μυδράλια του χτυπούσαν αδιακρίτως ό,τι κινιόταν.
Έτυχε εκείνη την ημέρα, 3 του Γενάρη πλέον του 1945, να αρχίσει και η σύμπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, υποχώρηση στην ουσία, που κατέρρεαν κάτω από την συντριπτική  σε δύναμη πυρός υπεροχή των 80 000 Εγγλέζων που είχαν συγκεντρωθεί από τα τέλη του Δεκέμβρη, και των είκοσι περίπου χιλιάδων πραιτωριανών της κυβέρνησης, αλλά και από την σοβαρή πλέον έλλειψη πυρομαχικών και εφοδίων, και το τάγμα πήρε εντολή να συμπτυχθεί προς την Ελευσίνα.
Σημ: Από ανέκδοτο βιβλίο μου.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Απομεινάρια της παλιάς Αθήνας. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός.






Περήφανα απομεινάρια ενός από τους πιο λαμπρούς ναούς της αρχαιότητας, εφτακόσια μέτρα από το κέντρο της Αθήνας στην βορεινή πλευρά του Ιλισού, που μέσα στο φαράγγι του όπως μαρτυρεί η αρχαία παράδοση απορροφήθηκαν τα νερά τού (κατά την αρχαία ελληνική εκδοχή) κατακλυσμού. Του αποκαλούμενου κατακλυσμού του Δευκαλίωνα (κατά  μία εκδοχή, γιατί υπάρχουν και άλλες παραλλαγές)  που όπως λέει ο μύθος, την εποχή που βασίλευε στη Θεσσαλία ο Δευκαλίων ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει όλη τη γενιά των ανθρώπων (wikipedia.org) που ήταν διεφθαρμένη κλπ.

Ο μυθικός γενάρχης των Ελλήνων Δευκαλίωνας – στον κατακλυσμό σώθηκε ο ίδιος και η γυναίκα του η Πύρρα - για να τιμήσει τον Δία έστησε βωμό παραδίπλα και κατά τον 6ο π.χ. αιώνα ο τύραννος των Αθηναίων Πεισίστρατος εθεμελίωσε τον ναό που όμως έμεινε ατελής.
Τον ολοκλήρωσε πολύ αργότερα κατά τον 2ο μ.χ. αιώνα ο λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός και τον αφιέρωσε στον Δία. 

Ο ναός ήταν κορινθιακού ρυθμού από πεντελικό μάρμαρο,  είχε 96 μέτρα μήκος με 104 κίονες που είχαν 2.60 μ διάμετρο και 17 μέτρα ύψος.
Η εικόνα που βλέπετε είναι χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη


Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

Τουρκία, τα Σεπτεμβριανά του 1955


H 6 του Σεπτέμβρη είναι η μαύρη επέτειος των τραγικών γεγονότων που  προκάλεσαν οι Τούρκοι στον ελληνισμό  της Πόλης κυρίως, αλλά και  της Σμύρνης στις 6 και 7 Σεπτέμβρη του 1955. 
             Κατευθυνόμενος τουρκικός όχλος οπλισμένος με τσεκούρια, λοστούς και ρόπαλα, κασμάδες και φτυάρια, μπιτόνια βενζίνης κλπ,  είχε εξαπολυθεί τότε εναντίον των Ελλήνων αξιωματικών του κλιμακίου (ΝΑΤΟ) της Σμύρνης και των οικογενειών τους αλλά και ολοκλήρου του ελληνικού στοιχείου και στην Πόλη, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας, προβαίνοντας σε βιασμούς ανδρών και γυναικών, βανδαλισμούς και εξανδραποδισμούς, καταστροφές των περιουσιών τους και άλλα θεάρεστα. 
              Τα ελληνικά ΜΜΕ και η τότε κυβέρνηση προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το θέμα, που όμως δεν μπορούσε να κουκουλωθεί και να περάσει απαρατήρητο, και γίνανε  κάποιες διαμαρτυρίες τις πρώτες ώρες, προαναγγέλλοντας και κινητοποιήσεις σωματείων για συγκεντρώσεις που θα εκφράζανε την αγανάκτηση του κόσμου.
                             Σημαδιακή όμως υπήρξε και για μένα εκείνη η ημέρα, καθώς δεκαεννιάχρονος τεχνίτης Σοβατζής τότε, ήμουν γενικός γραμματέας του σωματείου μου των σοβατζήδων – Σύνδεσμος Αμμοκονιαστών Αθηνών –  συμμετείχα με την υπογραφή μου για λογαριασμό του σωματείου μου σε έγγραφη διαμαρτυρία 22 ακόμα σωματείων του Εργατικού Κέντρου Αθηνών για τις τουρκικές αυτές  ωμότητες σε βάρος του ελληνικού στοιχείου η οποία δημοσιεύτηκε στις πρωινές εφημερίδες της επομένης.
 Κατά το  απόγευμα που πήγα στο  γραφείο του σωματείου μου στο Εργατικό Κέντρο και προτού προλάβω να ανοίξω τα χαρτιά για τη συνήθη γραφική εργασία, να σου δυο Ασφαλίτες από το «Συνδικαλιστικό» της Ασφάλειας που κινητοποιήθηκε για να τρομοκρατήσει τα σωματεία και να μην γίνουν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας  – εκείνα τα χρόνια η Ασφάλεια παρακολουθούσε δημοσίως τα πάντα, των Πανεπιστημίων συμπεριλαμβανομένων με το περίφημο «Σπουδαστικό» – οι οποίοι άρχισαν να με επιπλήττουν και να με απειλούν επειδή είχα υπογράψει το κείμενο διαμαρτυρίας  μαζί με τα άλλα σωματεία.
        Τέλοσπάντων, άμαθος ακόμα από τα τερτίπια του μετεμφυλιακού κράτους και παρακράτους και άπειρος, αλλά και χωρίς να γνωρίζω φόβο – λόγω ηλικίας προφανώς – κατέληξα να τους επιπλήξω λέγοντάς τους: Καλά, δεν ντρεπόσαστε, Έλληνες αστυνομικοί που αντί να με επαινείτε γιατί συμμετέχω με τη διαμαρτυρία μου κατά των τουρκικών ωμοτήτων σε βάρος του ελληνισμού με απειλείτε κι από  πάνω;
Κι έτσι, εκείνη την ημέρα έμαθα από τους δυο αυτούς Ασφαλίτες του «Συνδικαλιστικού» ότι είμαι κομμουνιστής!
      Το ωραίο είναι ότι στην πρώτη συνεδρίαση του ΔΣ, και επειδή κυριαρχούσαν ακόμα στο συνδικαλιστικό κίνημα οι εμφυλιοπολεμικοί Μακρής πρόεδρος της ΓΣΕΕ και Λυκιαρδόπουλος πρόεδρος της Ομοσπονδίας Οικοδόμων, τα «άκουσα» και από τους δεξιούς συναδέλφους!
Και, έτσι για την ιστορία, να θυμίσω:
Οι Τούρκοι απέδωσαν στους κομμουνιστές τα γεγονότα, ο ισχυρισμός τους όμως κατέρρευσε αμέσως από τις αναφορές των ξένων πρεσβειών στις κυβερνήσεις τους, που καταλόγισαν τις ευθύνες στην Τουρκική κυβέρνηση και τον όχλο.
Το εγκληματικό πογκρόμ των Τούρκων εκείνη την ημέρα είχε ως αποτέλεσμα:
-Τον φόνο 16 και τον τραυματισμό 32 Ελλήνων.
- Τον βιασμό 12 Ελληνίδων.
- Τον βιασμό και την περιτομή πολλών ανδρών, αλλά
και την περιτομή πολλών ιερέων.
- Την καταστροφή και λεηλασία χιλιάδων ελ. εμπορικών καταστημάτων
-Την λεηλασία και καταστροφή χιλίων περίπου ελληνικών κατοικιών
- την καταστροφή εκκλησιών, εργοστασίων κλπ.
Την αξία των καταστροφών - εκτός από τους βιασμούς, φόνους και τραυματίες - η τότε κυβέρνηση Παπάγου υπολόγισε σε πεντακόσια εκατομμύρια δολάρια. Οι αποζημιώσεις όμως που δόθηκαν δεν κάλυψαν ούτε το 20%.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Το πανηγύρι στο χωριό μας παλιότερα και τώρα





                    Για να μιλήσουμε για τα πανηγύρια στα χωριά μας, τις μικρές κοινότητες της Ηραίας, θα πρέπει να γυρίσουμε νοερά πίσω στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, σε εποχές που οι συνθήκες ζωής ήσαν εντελώς διαφορετικές από την σημερινή. Σε εποχές που δεν υπήρχαν ακόμα συγκοινωνίες στη Γορτυνία και που οι επικοινωνίες γίνονταν μέσω των ταχυδρομείων με γράμματα (επιστολές) που καμιά φορά φθάνανε στον παραλήπτη τους (και αν φθάνανε) ύστερα από μήνες. Αυτοκίνητο, σταθερά και κινητά τηλέφωνα, ραδιόφωνο τηλεόραση και διαδίκτυο, ηλεκτρονική ενημέρωση και όλα αυτά που απολαμβάνουμε σήμερα, η γενιά μου στα μικράτα της ούτε στα όνειρα της δεν μπορούσε να τα φανταστεί.
            Απομονωμένα ζούσαν τα χωριά μας εκείνες τις εποχές επιβιώνοντας οι κάτοικοι  με την οικιακή τους οικονομία που στηριζόταν στη γεωργία και την μικροκτηνοτροφία με μοναδικό μεταφορικό μέσο το μουλάρι και το γαϊδούρι, και που οι οχτώ από τις δέκα οικογένειες συνήθως δεν κατάφερναν να εξασφαλίζουν το απαραίτητο ψωμί της χρονιάς για τις πολυμελείς οικογένειές τους. Σε τέτοιες συνθήκες φτώχειας, απομόνωσης και σκληρής βιοπάλης το πανηγύρι ήταν η κορυφαία ετήσια λατρευτική εκδήλωση στον προστάτη Άγιο ή Αγία του χωριού, παράλληλα όμως και ημέρα γλεντιού, φαγητού και ξεφαντώματος των κατοίκων.
        Και όταν μιλάμε για γλέντια και ξεφαντώματα μην πάει ο νους σας στις σημερινές εικόνες των πανηγυριών με τις σούβλες, τις ψητές γουρνοπούλες και τα καζάνια που βράζουνε τις γκιόσες, ή στις άμεμπτες εξυπηρετήσεις από εταιρίες Κέττερινκ. Ούτε και στις ζυγές τα όργανα με τα ηλεκτρονικά τους βοηθήματα τα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα όπως τα βλέπουμε στα σημερινά πανηγύρια. Αυτά αρχίσανε από το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και εδώθε.
     
          Την ημέρα του πανηγυριού  κάποιοι που είχαν ένα μαγαζάκι στο χωριό στήνανε τον πάγκο τους που πουλάγανε κρασί στις ανδρικές παρέες προσφέροντας και κάνα μεζέ για το κρασί τους, κάποιος άλλος έστηνε έναν πάγκο και πούλαγε καραμέλες και γλειφιτζούρια για τα παιδιά αλλά και καμιά σφεντόνα, κάποιος έφερνε να πουλήσει κάτι άλλο- εκεί στον προαύλιο και τον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας κάτω από τα πουρνάρια, αφού ισιώνανε κάπως το χώμα. Θυμάμαι την εντύπωση που είχε κάνει κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’40 στο χωριό μας το ότι ένας Καρασαναίος είχε φέρει και πούλαγε καρπούζι. Που πρώτη φορά το βλέπαμε.
      Ούτε πανηγυρίστρες όπως πχ έχουν διαμορφωθεί σήμερα στου Ψάρι, στου Ράφτη και σε όλα σχεδόν τα χωριά υπήρχαν τότες. Πάντα βρισκότανε ένα κλαρίνο και ένα ούτι που ξεκινάγανε το γλέντι μετά την εκκλησία, και αν υπήρχε και βιολί κάνανε την καλύτερη ορχήστρα και ο μπουχός από το χορό σηκωνόταν σύννεφο!
    Κάποιες ευκαιρίες για ομαδικό γλέντι και ξεφάντωμα  παρουσιάζονταν στις απόκριες που ντύνονταν και μπούλες (μασκαράδες), και σε μικρότερη κλίμακα στους γάμους, στο πανηγύρι όμως παράλληλα με το ομαδικό, κυριαρχούσε το αυθόρμητο και το συλλογικό, δεμένα με την παράδοση και την πολιτισμική ταυτότητα του χωριού. Οι άνδρες που σκοτώνονταν ολόκληρο το χρόνο και σε όλες τις εποχές του στη δουλειά είχαν κι αυτοί δικαίωμα εκείνη την ημέρα να φάνε και να πιούνε κάτι παραπάνω, να τραγουδήσουνε και να χορέψουνε, να μιλήσουνε με τους συγχωριανούς, να αστειευτούν και να ξεδώσουν. Και για τις γυναίκες λέφτερες και παντρεμένες η ημέρα του πανηγυριού ήταν μια ευκαιρία να περιποιηθούνε κάπως ιδιαίτερα τον εαυτό τους, να ντυθούνε με τις καλύτερες φορεσιές τους, να τραγουδήσουνε και να χορέψουν χωρίς φραγμούς
          Στα παλιότερα χρόνια, αγόρια και κορίτσια δεν επιτρεπόταν ούτε να κοιτάξει το ένα το άλλο, στο πανηγύρι όμως παρουσιαζόταν η ευκαιρία να ανταμωθούν και να πιαστούνε στο χορό, να χορέψουν και να τραγουδήσουνε, να δείξουν και τις χορευτικές τους δεξιότητες η να τραγουδήσουν τα τραγούδια που τους άρεσαν, να εντυπωσιάσουν, και ναι, και για κάποιο ανεπαίσθητο άγγιγμα στο χέρι, εκεί στο χορό. Η λέξη «καμάκι» ήταν άγνωστη ακόμα, οι όλο σημασία φλογερές ματιές και τα νυφοδιαλέγματα όμως ήσαν στην ημερησία διάταξη εκείνη την ημέρα. Χορεύανε ομαδικά σε ζυγές (κύκλους ) με σεβασμό στους άλλους, ιδιαίτερα σε εκείνον ή εκείνη που σέρνανε πρώτοι το χορό κάνοντας τις φιγούρες τους, και μόλις τελείωνε το τραγούδι που χόρευαν πηγαίνανε στο τέλος του κύκλου παραχωρώντας τη σειρά στον επόμενο.

                 Το πανηγύρι δεν ήταν μόνο για τους ντόπιους η κορυφαία, η μοναδική ευκαιρία της χρονιάς για το συλλογικό τους αντάμωμα, τις ώρες ξεγνοιασιάς, τον χορό, το ομαδικό τραγούδι και το ξεφάντωμα. Ήταν μια ευκαιρία μια φορά το χρόνο να επικοινωνήσουν και με γειτονικά χωριά, να συναντηθούν με συγγενείς από γάμους κυρίως και φίλους που έρχονταν σαν προσκυνητές την ημέρα εκείνη, άλλοι ποδαράτο και άλλοι  καβάλα πάνω στα μουλάρια τους με τις πολύχρωμες χάντρες στα καπίστρια τους και τα σαμάρια τους τα σκεπασμένα με περίτεχνα πλουμιστά κιλίμια ή κουβέρτες υφασμένα στον αργαλειό,  πραγματικά έργα τέχνης.
                 Μετά τον πόλεμο οι κοινωνικές συνθήκες αρχίζουν να αλλάζουν. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 αρχίζει η μετανάστευση, πολλά νέα παιδιά φεύγουν για το εξωτερικό, Αυστραλία Γερμανία Καναδά κλπ, θεριεύει όμως και το κύμα της αστυφιλίας και μικροί και μεγάλοι εγκαταλείπουν τα χωριά και φεύγουν στις πόλεις για μια καλύτερη ζωή. Οι Ψαραίοι καταφεύγουμε στην Αθήνα κυρίως κάνοντας δουλειές του ποδαριού στην αρχή, πολλοί απορροφούνται στην πώληση λαχείων Λαϊκού και Συντακτών που άκμαζε εκείνη την εποχή, άλλοι στην πώληση εφημερίδων και ακόμα περισσότεροι βρίσκουν εύκολα μεροκάματο στο γιαπί, καθώς η οικοδομή είναι ο κλάδος που αναπτύσσεται αλματωδώς. Σαν ανειδίκευτοι εργάτες στην αρχή, που μέσα σε δυο τρία χρόνια το πολύ αρκετοί γίνονται τεχνίτες, χτιστάδες, σοβατζήδες, καλουπατζήδες κλπ.
                      Η νόστος όμως για το χωριό, ο καημός για τους δικούς του και τα πάτρια, τα άγια χώματα, είναι ισχυρά συναισθήματα ριζωμένα βαθιά μέσα στην ψυχή του Έλληνα, και το πανηγύρι παίζει συνδετικό ρόλο και γίνεται πόλος έλξης των ξενιτεμένων για το χωριό. Δύσκολα χρόνια, σκληρός ο αγώνας για την επιβίωση, αλλά, είτε δουλειές του ποδαριού κάνει κάποιος στην Αθήνα είτε μεροκαματιάρης είναι, θέλει να έρθει στο χωριό  τ’ Αγιαννιού στις 29 Αυγούστου που γίνεται το πανηγύρι, να ιδεί τους δικούς του, να προσκυνήσει τη χάρη του και να χορέψει, να ρίξει κάνα χαρτονόμισμα στα όργανα όταν χορέψει, να κάνει κάνα κέρασμα, να δειχτεί και να φανεί στο χωριό με το κουστούμι του ότι είναι «κύριος» πλέον, ότι είναι κάποιος. Το ότι η συγκοινωνία φθάνει μόνο μέχρι τη Δημητσάνα και θα χρειαστεί  να κάνει τρεις τέσσερεις ώρες πορεία μέσα από μουλαρόδρομους για να φθάσει στο χωριό, λίγο μετράει.
                     Από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα το βιοτικό επίπεδο καλυτερεύει σταδιακά, εμφανίζονται και τα πρώτα Ι. Χ αυτοκίνητα που κάνουν πιο εύκολη την επικοινωνία και την κυκλοφορία των ανθρώπων, κυκλοφορεί χρήμα στα χωριά, και με την συμβολή και των ξενιτεμένων που επισκέπτονται τα χωριά τους εκείνες τις ημέρες που τιμούν τον προστάτη Άγιο τους κατά τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες, τα πανηγύρια βελτιώνονται πολύ. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, αφού ηλεκτροδοτείται η  Αρκαδία βελτιώνονται και οι κομπανίες των μουσικών και οι ζυγές τα όργανα με μεγάφωνα μικρόφωνα και ενισχυτές, και όταν πανηγυρίζουν οι Ψαραίοι τα κλαρίνα ακούγονται στου Σέρβου, έξι εφτά χιλιόμετρα απόσταση σε ευθεία γραμμή πάνω από τα ρουμάνια και τις βουνοκορφές και αντίστροφα. Πέφτει πολλή χαρτούρα στα κλαρίνα όχι μόνο από εκείνους που σέρνουν πρώτοι το χορό με κάθε τραγούδι, αλλά και από συγγενείς όταν χορεύει κάποιος δικός τους. Η γιαγιά π.χ θα σηκωθεί να ρίξει το κατιτίς της στα όργανα όταν χορεύει  η εγγονή της, ή η πεθερά όταν χορεύει η νύφη ή ο γαμπρός, και άλλα τέτοια.



        Ο προστάτης Άγιος των Ψαραίων, ο Αγιάννης ο νηστευτής, τιμάται με αυστηρή νηστεία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι πιστοί γλεντάνε και χορεύουνε νηστικοί. Από νωρίς την παραμονή, με τη φροντίδα της Αδελφότητας των Ψαραίων, βράζουν σε φωτιές από χοντρά ξύλα καζάνια με γίδα και προβατίνα, στον θαυμάσια διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας, ψήνεται και καμιά γουρνοπούλα στο φούρνο,και μετά τον εσπερινό ξεκινάει το φαγοπότι, εκεί στην εξαίρετη και ευρύχωρη πανηγυρίστρα, σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό τοπίο κάτω από τα αιωνόβια πουρνάρια και τις καρυδιές. Είναι έτοιμη και η εξέδρα με τα όργανα στη θέση τους, και μετά το φαγητό αρχινάει ομαδικός συλλογικός χορός με γνήσια παραδοσιακή δημοτική μουσική που κρατάει μέχρι τις πρωινές ώρες.
                 Την επομένη, ανήμερα τ’ Αγιαννιού μετά την δοξολογία, γίνονται από τους πιστούς οι προσφορές και τα τάματα στην εκκλησία, όπως και οι διάφορες ανακοινώσεις της Αδελφότητας Ψαραίων και αργότερα προσφέρονται αυστηρώς νηστήσιμα εδέσματα. Το παραδοσιακό φαγητό των Ψαραίων την ημέρα τ’ Αγιαννιού είναι πατατούλες στο φούρνο με ντομάτα και κρεμμύδι χωρίς λάδι. Το απόγευμα μετά τον εσπερινό, το πανηγύρι συνεχίζεται με τον κόσμο να απολαμβάνει τα νηστήσιμα ενώ τα καζάνια με τα σφαχτά βράζουνε δίπλα από την πανηγυρίστρα. Κατά τις 10 το βράδυ συνήθως, ο παπάς ανακοινώνει στους Ψαραίους ότι επειδή είναι καλοί χριστιανοί και πιστοί, ο Άγιος δεν θα είχε αντίρρηση, έτσι για το καλό της ημέρας, να αρτυθούνε μια δυο ώρες, πριν από τις δώδεκα που αλλάζει η ημέρα.. Είναι το σύνθημα για να ορμήσει ο κόσμος στα βραστά και τα ψητά και σε λίγο αρχίζουν τα κλαρίνα και οι χοροί που πολλές φορές κρατάνε μέχρι το πρωί.

                    Γνωστό πλέον στην περιοχή το Ψαραίικο πανηγύρι για την συλλογική του έκφραση και την αυστηρή προσήλωσή του στην παράδοση, προσελκύει πολύ κόσμο από τα γύρω χωριά καθώς οι επισκέπτες γνωρίζουν ότι δεν  θα αντιμετωπίζουν πρόβλημα πάρκινγκ,  ότι θα βρούνε άνετα τραπέζι και θα φάνε εξαίρετα φαγητά σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να σηκωθούν με την παρέα τους και να χορέψουν χωρίς περιορισμούς, αφού στην πίστα ξεδιπλώνονται πολλές δίπλες (ζυγές, κύκλοι) χορού και ότι θα περάσουν μια αξέχαστη βραδιά.  





Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Οι γάμοι στο χωριό μας τον περασμένο αιώνα


Κατά κανόνα οι γάμοι στο χωριό μας γίνονταν με συνοικέσια. Όχι γιατί δεν ερωτεύονταν τα νιάτα, αλλά γιατί υπερίσχυαν τα συμφέροντα που μεταφράζονταν σε προίκα, και αυτά τα κουμαντάριζαν οι γονείς.
Γεωργοί και μικροκτηνοτρόφοι ήσαν τότε οι κάτοικοι στα χωριά μας και για να ανοίξει σπιτικό ένα ζευγάρι και να βγάζει το ψωμί του είχε ανάγκη από έναν μικρό έστω  κλήρο γης όπου σπέρνανε και καλλιεργούσαν σιτάρι κριθάρι αραποσίτι βρώμη αλλά και κουκιά ρεβίθια και φασόλια ξερικά πάντα γιατί νερά δεν είχε το χωριό μας, και συνήθως το γέννημα που αποκόμιζαν από τα χωραφάκια τους ποτέ δεν αρκούσε για να βγάλουν τη χρονιά.
Έτσι, τον κύριο ρόλο στην προίκα, το νάχτι όπως την λέγανε εκείνες τις εποχές, παίζανε τα χωράφια, αν όμως υπήρχαν και μετρητά ήσαν καλοδεχούμενα ενώ υπολογίσιμα ήσαν και τα ρούχα που ετοίμαζε η νύφη και η μάνα της στον αργαλειό, από εσώρουχα μέχρι και τα απαραίτητα κλινοσκεπάσματα.
Μέχρι το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα κάποιοι στα χωριά μας και για λόγους καθαρά συμφέροντος δεν διστάζανε να κλέψουνε τη γυναίκα που ήθελαν, για να εκβιάσουν τους δικούς της ότι αφού ο απαγωγέας κοιμήθηκε μαζί της είναι «μεταχειρισμένη» πλέον και ποιος να την παντρευτεί, και έτσι αναγκαστικά συμφωνούσαν συνήθως και γινότανε ο γάμος δίνοντας βέβαια την προίκα που απαιτούσε ο απαγωγέας. Μια τέτοια απαγωγή που όμως δεν ευοδώθηκε επιχειρήθηκε και μάλιστα δυο φορές στις αρχές της δεκαετίας του ’40 στο χωριό μας.

Σημαντικό ρόλο στο να πετύχει ένα συμπεθέριασμα και να γίνει ένας γάμος εκείνα τα χρόνια έπαιζε η προξενήτρα που αναλόγως πλησίαζε τη νύφη, τον γαμπρό ή τα συμπεθέρια, και με διάφορους τρόπους εκθείαζε εκείνον ή εκείνην  που εκπροσωπούσε. Μετράγανε βέβαια και τα προτερήματα της νύφης και του γαμπρού, η νύφη έπρεπε να ήταν άξια και όμορφη, «να ξέρει ρόκα κι αργαλειό, να ξέρει να κεντάει» όπως μαρτυράει η δημοτική μας παράδοση, και προπάντων, να τραγουδάει και να ξέρει να χορεύει.
Ο χορός και το τραγούδι μετράγανε και στον άνδρα φυσικά (και γενικά στους Αρκάδες από την αρχαιότητα), ‘όπως και η αξιοσύνη του, από ποιο σόι ήταν, πόσα χωράφια ή γιδοπρόβατα είχε, η ομορφιά του και η τσαχπινιά του και πολλά ακόμα.
Δεν παντρεύονταν μεταξύ τους οι συγγενήδες, τα ξαδέλφια δηλαδή πρώτα και δεύτερα, αλλά από τρίτα και μετά θεωρούσαν ότι η συγγένεια δεν κράταγε. Τρίτα τέταρτα (ξαδέρφια) λέγανε «πάρτα πέτατα»! Ακόμα, δεν παντρεύονταν μεταξύ τους τα βαφτιστήρια του ίδιου νονού, όπως επίσης και τα παιδιά του με τα παιδιά των κουμπάρων του.
Υπήρχαν πολλές φορές δυσκολίες είτε γιατί ο γαμπρός έπρεπε να πάει στρατιώτης, είτε γιατί είχε ανύπαντρες αδελφές που έπρεπε πρώτα να «φύγουν’ εκείνες για να πάρει κι αυτός σειρά.
Όταν μετά από πολλά σουρταφέρτα η προξενήτρα ή ο προξενητής  κατάφερνε να κλείσει τη συμφωνία για την προίκα, κάνανε οι γονείς το προικοχάρτι στο οποίο αναφέρονταν επακριβώς και με λεπτομέρειες η προίκα που θα έπαιρνε η νύφη,                                                               και στη συνέχεια ανάλογα βέβαια τους νοικοκυραίους  γίνονταν τα αρρεβωνιάσματα είτε με την παρουσία και τις ευλογίες του παπά του χωριού, είτε τα κάνανε μόνοι τους οι συμπεθέροι σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο.  
Σαν αποφασιζόταν η ημερομηνία του γάμου ο γαμπρός και η νύφη στέλνανε τα καλέσματα στους δικούς τους και σχεδόν πάντα όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήσαν  καλεσμένοι στο γάμο άλλοι από τη νύφη και άλλοι από το γαμπρό. Και γίνονταν τα καλέσματα με αμύγδαλα, καρύδια ή και κουφέτα.
Ο γάμος κράταγε σχεδόν πάνω από βδομάδα και ξεκίναγε από την προηγούμενη Κυριακή που γυναίκες συγγενείς και φίλοι της οικογένειας του γαμπρού κουβαλάγανε ζαλιές τα ξύλα που ήσαν απαραίτητα για να βράσουν τα κρέατα και να φουρνίσουν τα ψωμιά που θα καταναλώνονταν στα τραπεζώματα.
Την Δευτέρα στέλνανε τα καλέσματα και την Τρίτη ή την Πέμπτη αναπιάνανε τα προζύμια, ζυμώνανε τα ψωμιά με καθάρειο αλεύρι, τους βάζανε σουσάμι ζάχαρη και άλλα, τους κάνανε ωραία χαρούμενα κεντίδια, βάζανε μέσα και καρύδια καμιά φορά και τα φουρνίζανε. Μόλις τελειώνανε με τα ψωμιά την Πέμπτη ψαίνανε στου γαμπρού το σπίτι και την κουλούρα της νύφης με ιδιαίτερη φροντίδα και με ωραία κεντίδια φτιαγμένη, και εννοείται ότι το τραγούδι δεν σταμάταγε και στηνόταν και κάνας έκτακτος χορός από λέφτερες και παντρεμένες. Η Πέμπτη ακόμα πρέπει να ήταν η ημέρα που συγγενήδες και φιλενάδες της νύφης βγαίνανε και φέρνανε τη βάγια ( κλαριά και φύλα δάφνης) απαραίτητα για να γεμίζουν τα μαξιλάρια και τα στρώματα, και όπως καταλαβαίνετε, με τούτα και με κείνα όλο το χωριό βρισκόταν στο πόδι.
Στου Μπουγιάτι (Λυσσαρέα), από ό,τι μου είπαν η Κατερίνα και ο Κώστας Μητρόπουλος, την Πέμπτη το βράδυ συμπεθεριό από το σόι του γαμπρού πηγαίνανε τραγουδώντας στο  σπίτι της νύφης και λέγανε τα καλορίζικα, βλέπανε τα προικιά,  ασημώνανε κιόλας με κουφέτα αλλά και με λεφτά.. Λίγο πολύ τα ίδια γίνονταν στα χωριά μας, όταν βέβαια οι συμπεθέροι ήσαν «βασταμένοι». Στου Σέρβου που ήταν μεγαλύτερο χωριό και με περισσότερους νοικοκυραίους γινόσαντε με μεγαλύτερες τυπικότητες. Οι Σερβαίοι ‘όπως μαρτυρεί ο Θ. Κ Τρουπής φτιάχνανε και κανίσκι του παπά που του το πήγαινε σε ένα τράσιτο κάποιο παιδί με «μια σπάλα κριάς μια τσιότρα κρασί και ένα κουλούρι καθάρειο ψωμί». Τέτοιες πολυτέλειες στου Ψάρι δεν φαίνεται να είχαμε. Για τα Ψαραίικα κάνει κάποιες αναφορές στο βιβλίο του «Ψάρι Ηραίας Γορτυνίας» ο Ν. Ζαφειρόπουλος, και κάποια τα συζητήσαμε με την Αρετή και τον Καλαμάτα, αλλά λογικό είναι οι θύμισες  για πριν από το μισό του περασμένου αιώνα να έχουν ξεθωριάσει πλέον.

Την Παρασκευή στο σπίτι της νύφης εντένανε (ντύνανε, ετοιμάζανε) τα προικιά. Με τραγούδια, φυσικά, χαρές και πειράγματα μεταξύ τους οι γυναίκες, οι λέφτερες αλλά και οι παντρεμένες.
Το Σάββατο ξεκινάγανε από του γαμπρού συμπεθέροι, στενοί συγγενείς του με μουλάρια όμορφα στολισμένα με τις πολύχρωμες χάντρες και τα μάτια, τις χανάκες και τα γκριγκινέλια στα καπίστρια τους, με τα πλουμιστά χεράμια ή τις πιο φανταχτερές κουβέρτες στα σαμάρια τους υφασμένες στον αργαλειό, για να πάνε να πάρουνε τα προικιά από το σπίτι της νύφης. Μπροστά πάει ο πεθερός της νύφης με την πολυκεντημένη και μυρωδάτη κουλούρα μέσα σε ένα πλουμιστό με φούντες και μπιχλιμπίδια τράσιτο υφασμένο στον αργαλειό, που υποτίθεται ότι την μοιράζονται με τη νύφη όταν φθάσουν στο σπίτι της,  αλλά στην πραγματικότητα  αγωνίζονται ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι που αργότερα τα μοιράζουν μπουκιά - μπουκιά στους καλεσμένους τους.
Εννοείται πως από το συμπεθεριό που πάει να πάρει τα προικιά δεν λείπει και εκείνος που έχει μαζί του το προικοχάρτι, και κατά την παραλαβή γίνεται ενδελεχής έλεγχος να μην λείπει ούτε μια… μπελερίνα.
  Το έθιμο θέλει, επιστρέφοντας το συμπεθεριό με τα προικιά, να πετάνε  το πρώτο μαξιλάρι στα κεραμίδια του γαμπρού.
Αρχίζει το φαγοπότι και οι χοροί και στα δυο σπίτια, στου γαμπρού και στης νύφης μέχρι πρωίας.
Εδώ πρέπει να πω ότι οι καλεσμένοι και του γαμπρού και της νύφης πέρα από το όποιο δώρο της ανάλογα και των δυνατοτήτων της η κάθε οικογένεια στα νιογάμπρια, έπρεπε να πάνε και το ανάλογο κανίσκι  για τη συμμετοχή τους στα φαγοπότια. Όπου, κανίσκι ήταν το κρέας κυρίως αλλά και ψωμί και κρασί.
Οι οικογένειες εκείνα τα χρόνια ήσαν πολυμελείς, κι ένας νοικοκύρης  υπολογίζοντας τα στόματα που είχε, έπρεπε να πάει ολόκληρο σφαχτό. Μικρότερη οικογένεια πήγαινε και μισό, ή συνεννοούνταν με κάποιους άλλους και πήγαιναν ολόκληρο σφαχτό. Κι επειδή η ζωοκλοπή ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια, περιττό να πούμε ότι εξαιτίας των γάμων αναστενάζανε οι στάνες των γειτονικών χωριών. Να σημειώσω ότι ο θεσμός αυτός για το κανίσκι ήρθε στα μέρη μας μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, τον φέρανε μάλλον οι πρόσφυγες.
Και της νύφης και του γαμπρού οι οικογένειες, τα μαγειρέματα, τα κρέατα που έπρεπε να βράσουν έξω στα λεβέτια με χοντρά ξύλα αλλά και αυτά που ψήνονταν στο φούρνο τα αναθέτανε σε ανθρώπους με εμπειρία, ενώ κάποιοι άλλοι επειδή καρέκλες και τραπέζια ήσαν άγνωστα στα χωριά μας από την δεκαετία του’40 και κάτω,  αγωνίζονταν με σανίδια που μαζεύανε από το χωριό, μαδέρια και πορτοπαραθυρόφυλλα για να στήσουν υποτυπώδη τραπέζια και καθίσματα για να κάθονται άνετα επί τόσες ώρες οι καλεσμένοι και να απολαμβάνουν το φαγητό, να τραγουδάνε, και να υπάρχει χώρος και για χορό.
Στου γαμπρού το σπίτι και στις νύφης εκείνες τις ημέρες συμμετείχε στις χαρές ολόκληρο το χωριό, οι κάτοικοι  τις στενοχώριες και τα προβλήματα που ποτέ δεν απολείπανε τα αφήνανε στο σπίτι τους,  έρχονταν πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, τρώγανε και τραγουδάγανε, χορεύανε και αστειεύονταν απολαμβάνοντας εκείνες τις χαρούμενες στιγμές και κάποιοι υπερέβαιναν τον εαυτόν τους στην προσπάθεια να μεταδώσουνε κέφι στον κόσμο. Κάποιοι «ανακάλυπταν» έναν ατυχή συμπέθερο από το άλλο στρατόπεδο που περνούσε τυχαία τάχα απ΄ έξω για να τους κατασκοπεύσει, και στήνανε ολόκληρη παράσταση προσπαθώντας  να τον σαμαρώσουν ενώ εκείνος έκανε πως αντιστεκότανε, ή και τον μουντζουρώνανε στο πρόσωπο. Κάποιος άλλος  καβάλα στο μουλάρι του προσπαθούσε να μπει μέσα εκεί που τρώγανε, το σαμαρωμένο ζωντανό με τον καβαλάρη δεν χοράγανε να περάσουνε την πόρτα, το κέφι όμως έδινε κι έπαιρνε. Κι αυτά τα από καρδιάς χαρούμενα δρώμενα καταλήγανε καμιά φορά και σε  κάνα μικροατύχημα όπως τότε στου Σαρακίνι που εκεί που αναπιάνανε τα προζύμια, ο Μαυρέλιας στην προσπάθειά του με ένα άλμα να περάσει το προζύμι πάνω από το πατερό της στέγης καρφώθηκε στο τσιγκέλι που κρεμόταν από το πατερό και το είχαν για να κρεμάνε τα σφαχτά, και αυτό το όλο κέφι και χαρά άλμα του παρά λίγο να το πληρώσει με τη ζωή του.

Την Κυριακή ετοιμάζανε τη νύφη και κατά το απόγευμα όταν ο ήλιος βρισκόταν καμιά τριχιά ψηλά, πέρναγε μπροστά από το σπίτι της ο γαμπρός με τους δικούς του – ολόκληρο το συμπεθεριό – τραγουδώντας και τραβούσαν προς την εκκλησιά. Ακολουθούσε η νύφη με τους δικούς της, γινόταν το μυστήριο, και βγαίνοντας παντρεμένοι πλέον από την εκκλησιά στήνανε χορό με την συμμετοχή του ιερέως και στενών συγγενών τους.
Το γλέντι και το φαγοπότι συνεχιζόταν στο σπίτι του γαμπρού πλέον, και κατά τα μεσάνυχτα το ζευγάρι αποσυρόταν για να ξαπλώσει. Μικρά ήσαν τα σπίτια τότε και αφού το γλέντι συνεχιζόταν, οι νεόνυμφοι αποσύρονταν σε κάποιο διπλανό σπίτι, όχι γιατί δεν άντεχαν από την κούραση αλλά γιατί το έθιμο απαιτούσε σημάδι ότι η νύφη ήταν αγνή παρθένα.
Ύστερα από σχετική ώρα οι συμπεθέρες παρουσίαζαν ένα ματωμένο σεντόνι ή ένα γυναικείο πουκάμισο με αίματα, σημάδι ότι πάνω σε αυτά δόθηκε η μάχη και παρέδωσε η νύφη την παρθενιά της, κι αφού κάποιος από το σόι του γαμπρού τράβαγε μια ντουφεκιά στον αέρα για να γνωστοποιηθεί σε ολόκληρο το χωριό το χαρμόσυνο γεγονός, το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τις πρωινές ώρες, όσο αντέχανε. Το πρωί η νύφη κι ο γαμπρός περνάγανε και χαιρετάγανε όλον τον κόσμο σε κάθε σπίτι και την Τρίτη γίνονταν τα λεγόμενα Πιστρόφια, που σήμαιναν επίσκεψη των νιόπαντρων στους γονείς της νύφης για φαγητό.
Την Τρίτη κράταγε ακόμα ο γάμος καθώς λέφτερες και παντρεμένες αδειάζανε τα προικιά, τα στρώματα, τα μαξιλάρια κλπ τραγουδώντας και μετά πηγαίνανε στη βρύση με κάποια ρούχα της νύφης, βάζανε ένα παιδί που είχε και τους δυο γονείς κι έπλενε την κορύτα και στη συνέχεια έριχνε μέσα ένα κέρμα ο γαμπρός που έπρεπε να το πιάσει μέσα στο νερό με το στόμα της η νύφη και κάπως έτσι τέλειωναν οι διαδικασίες του γάμου.
Μην ξεχνάμε και τους συχαρικιάρηδες που ήταν θεσμός σχεδόν σε γάμους που η νύφη ήταν από άλλο χωριό, και όταν την έφερναν, δυο τρείς νέοι κυρίως με γερά και όμορφα μουλάρια τρέχανε μπροστά από το συμπεθεριό μα αναγγείλουν τον ερχομό της, κι όταν φθάνανε στο σπίτι του γαμπρού βγαίνανε και τους κερνούσαν με τη τσιότρα ενώ στο πρώτο μουλάρι κρεμάγανε μεταξωτά μαντήλια.