Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Ο Κολοκοτρωναίικος σουγιάς


Πιτσιρικάς ο Κολοκοτρώνης έζησε τη «φτώχεια των γονέων». Η χήρα μάνα του και εδώ στην Αρκαδία που ήρθε από τη Μάνη με τα παιδιά της ύφαινε επί πληρωμή για να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειάς της, ή έκοβε ξύλα στο δάσος (με το τσεκούρι και το χειροπρίονο) που τα πήγαινε ο Μικρός στην Τριπολιτσά με το γαιδουράκι τους και τα πουλούσε.
Έτυχε κάποτε που είχε βρέξει πολύ, δεκατριών χρονών τότε ο Θοδωράκης, να πάει ένα φόρτωμα ξύλα στην Τριπολιτσά, και καθώς περνούσε μπροστά από μια παρέα νοικοκυραίων Τούρκων που ήσαν αραγμένοι σε μια στοά και απολάμβαναν τους (ν)αργιλέδες και το ραχάτι τους, να γλιστρήσουν οι οπλές του φορτωμένου ζώου πάνω στο καλντερίμι και να πεταχτούν κάποιες στάλες από τα λιμνάζοντα νερά πάνω σε έναν από τους Θαμώνες. Νευριασμένος ο Τούρκος άφησε το ναργιλέ του, σηκώθηκε και άστραψε μερικές σφαλιάρες στο παιδί, έτσι, για να… μάθει να φέρεται μπροστά στους Αφέντες. Ο Θοδωράκης συνέχισε το δρόμο του αμίλητος, αλλά εκείνες τις στιγμές αποφάσισε να εκδικηθεί τους Τούρκους. Με αυτές τις σκέψεις όταν μπόρεσε και πούλησε το φόρτωμα τα ξύλα, πήγε στο παζάρι και αγόρασε ένα φτηνοσουγιά, μια μικρή λάμα με ξύλινο χέρι πίσω που δεν μπορούσε ούτε ψωμί να κόψει κανείς. Και έμεινε στην παράδοση αυτό το είδος του σουγιά ως σουγιάς Κολοκοτρώνης, ή Κολοκοτρωναίικος σουγιάς. Ποιος μπορεί να ξέρει αν 38 χρόνια αργότερα την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβρη του 1821 που οι Τούρκοι περνούσαν από το λεπίδι των επαναστατημένων Ελλήνων, τη στιγμή που ο Κεχαγιάς εκλιπαρούσε «Κολοκοτρώνη, κάμε ινσάφι στην Τουρκιά, κόψε(σφάξε) μα άφσε κιόλα», ποιος μπορεί να ξέρει αν ο Κολοκοτρώνης αρχηγός των επαναστατημένων Ελλήνων θυμόταν ΚΑΙ εκείνον τον όρκο που είχε κάνει όταν αγόρασε το σουγιά.

Οι προφητάδες


Γνωστή είναι η φιλία που συνέδεε πριν από την επανάσταση τον Κολοκοτρώνη με τους Τουρκαλβανούς Λαλαίους.
Κάποτε, στου Λάλα που ήσαν κλεισμένοι στον πύργο, ο Κολοκοτρώνης και ένας ανεψιός του Αλή Φαρμάκη, του λέει ο Τουρκαλαβανός:
-Κρίμας οπού δεν είσαι Τούρκος, μέγας αφέντης θα γινόσουν
-Αν γενώ Τούρκος, ρωτάει ο Κολοκοτρώνης, θα με σουνουτέψουν;
-Βέβαια΄
-Εμάς όταν μας βαφτίζουν μας κόβουν από τα μαλλιά της κεφαλής μας τρίχες και τις βάζουν εις το εικόνισμα του Χριστού. Αν γένω Τούρκος εις τον άλλον κόσμον θα με τραβούν ο Χριστός από τα μαλλιά και ο Μωάμεθ από την…( εδώ στη σημερινή εποχή δεν βάζουμε ούτε μπιπ!) και δεν θέλω να βάλω εις παρόμοιαν διαφορά δυο τέτοιους προφητάδες. 
Σημ. παρμένο από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη γραμμένα Τερτσέτη.

Η μπέσα


Γνωστές οι καλές σχέσεις του Κολοκοτρώνη με τους Αλβανούς και η μπέσα του. Ας δούμε μια πτυχή αυτής της πλευράς από την άλωση της Τριπολιτσάς, όπως μας την δίνει ο Φωτάκος στα απομνημονεύματα που έγραψε για τον Κολοκοτρώνη:
«Αλβανοί υπέρ τους 300 εκλείσθησαν μέσα εις τα καταλύματα (κονάκια) του Σεραγιού και κατά το δείλι εζήτησαν τον Κολοκοτρώνην ως φίλον των και πιστόν δια να παραδοθούν. Ήλθεν ο Κολοκοτρώνης, αλλά διότι δεν τον εγνώριζαν, επειδή και δεν ήτο κανένας μπουλούμπασης Αλβανός από εκείνους, οι οποίοι τον εγνώριζαν, να τους βεβαιώση, δεν έδιδαν πίστιν. Ο Κολοκοτρώνης τους έλεγε: «μα τον Θεόν μα τα τέσσερα κιτάπια του Θεού, μα τον προφήτην Χασρέτ Ισά (Χριστόν) εγώ είμαι». Αλλά αυτοί πάλιν δεν τον επίστευαν. Τότε τους είπε και αυτός, επειδή δεν παρεδίδοντο, «να είναι το κρίμα εις τον λαιμόν τους και ότι εγώ δεν είμαι παραβάτης (της μπέσας)»
Έφυγεν έπειτα ο αρχηγός και οι στρατιώται αμέσως έβαλαν φωτιά εις τα κονάκια και τους έκαψαν όλους»

Αδελφέ Γύφτο!


Τον καιρό του ξεσηκωμού του γένους οι καπεταναίοι είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους. Τον Οδυσσέα Αντρούτσο οι φίλοι του τον ελέγανε Γεροχουλιάρι (χουλιάρι = κουτάλι, αλλά και ανακατωσούρης) για τις πονηριές και τα τερτίπια του. Το Γκούρα τον ελέγανε γέροντα για τη φρονιμάδα του, και τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του τον λέγανε γύφτο. «Αδερφέ Γύφτο» έγραφε ο Αντρούτσος στον Κολοκοτρώνη σε ένα γράμμα του!

Οι καταραμένοι κλέφτες.


Γνωστός είναι ο αφορισμός της κλεφτουριάς από την Εκκλησία το 1804 ύστερα μάλιστα από διαμαρτυρίες που κάνανε οι προύχοντες και προεστοί του Μωρηά στον Πασσά, γνωστός ο διωγμός και οι θυσίες των Κολοκοτρωναίων ως απόρροια του αφορεσμού, ιδιαίτερα η προδοσία από τον καλόγερο του μοναστηριού των Αιμυαλών ανάμεσα Στεμνίτσα Δημητσάνα όπου στο πατητήρι που έμεινε γνωστό ως ο ληνός των Κολοκοτρωναίων από τότε, σκοτώσανε οι Τούρκοι τον αδελφό του Θ Κολοκοτρώνη τον Γιάννη τον επιλεγόμενο Ζορμπά και τον ξάδερφό τους τον Κουντάνη μαζί με άλλους το Φλεβάρη του 1806.
Αργότερα έτυχε στη Ζάκυνθο που είχαν καταφύγει, (υπό αγγλική κατοχή τότε η Ζάκυνθος) να διαβάζει ο Κολοκοτρώνης το Ευαγγέλιο στην αγγλική έκδοση, και σε κάποια στιγμή ο Δικαίος Φλέσσας που καθόταν δίπλα του τον σκουντάει και του λέει: 
_ Μην διαβάζεις , δεν πρέπει, έχει αφορισμόν ο Πατριάρχης. Εσύ που διαβάζεις είσαι καταραμένος, οργισμένος από τον θεόν.
Ο Κολοκοτρώνης έκανε πως δεν δίνει σημασία και συνέχισε το διάβασμα οπότε και τον ξανασκουντάει ο Φλέσσας. επιμένοντας να του θυμίσει ότι είναι αφορισμένος και καταραμένος, μην υπολογίζοντας βέβαια ότι του έριχνε αλάτι στη βαθειά πληγή του.
Ε, ποιος είδε το θεό και δεν τον εφοβήθηκε! προτού τελειώσει τη φράση του ο Φλέσσας πετάγεται ο Κολοκοτρώνης και τον αρπάζει από τη μαλούθρα ( τα μαύρα περίσσεια μαλλιά του όπως αφηγείται στα απομνημονεύματά του ο Γ Τερτσέτης), τον πλακώνει κάτω και είδανε και πάθανε οι φίλοι τους να τον γλιτώσουν από την οργή του!

Μωρή ζουρλή!



Τον καιρό του ξεσηκωμού επήγε μια γυναίκα στον Κολοκοτρώνη και του ζήτησε να της κάνει κάποια χάρη, κάποια εξυπηρέτηση που για εκείνη είχε ζωτική σημασία.
-Αφέντη μου, του λέει, κάνε μου ετούτο το καλό και σκλάβα σου να γίνω!
-Τι λες μωρή ζουρλή, της λέει ο Κολοκοτρώνης, σκλάβα μου! Για τη λευτεριά πολεμάμε και θες να γίνεις σκλάβα μου!

Το αίμα των Κολοκοτρωναίων και η εμπάθεια του στρατηγού Μακρυγιάννη



Γνωστοί οι αγώνες και οι θυσίες των Κολοκοτρωναίων στην προσπάθεια να αποτινάξει ο ελληνισμός τον τουρκικό ζυγό, αλλά και οι διωγμοί και ο αφανισμός τους από τους Τούρκους και τα μεγάλα τζάκια του Μωρηά που καλοπερνάγανε με τους Τούρκους και βγάζανε φλύκταινες στο άκουσμα και μόνο κάποιας κουβέντας για απελευθέρωση των Ελλήνων. Και φθάσανε τα μεγάλα τζάκια και οι Προύχοντες του Μωρηά να ζητήσουν τη βοήθεια των Τούρκων και της Εκκλησίας για τον αφανισμό της κλεφτουριάς!

Οι γέροντες κι οι προεστοί, κι οι προύχοντες του τόπου
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στο Βασιλιά στην Πόλι:
«Άκουσε Αφέντη Βασιληά και πολυχρονεμένε:
Οι κλέφτες πούνε στον Μωρηά γινήκαν βασιλειάδες
Ο Θοδωράκης βασιληάς και ο Γιάννης είν Βεζύρης
… μαρτυρεί η δημοτική μας  παράδοση..

Μετά τον αφορισμό  από την Εκκλησία ο διωγμός της Κλεφτουριάς είναι πάνδημος, οι χριστιανοί το θεωρούν καθήκον να καταδίδουν τους κλέφτες στα τούρκικα αποσπάσματα.
Τούρρκοι, Ρωμαίοι, στ’ άρματα! Τους κλέφτες να σκοτώστε,
Τους κλέφτες τους αρματωλούς, τους Κολοκοτρωναίους!
Γνωστή και η προδοσία του καλόγερου στο ληνό του Μοναστηριού των Αιμυαλών ανάμεσα Δημητσάνα – Στεμνίτσα εδώ στη Γορτυνία που ενώ πρόσφερε φαγητό σε μια ομάδα Κολοκοτρωναίων υπό τον ατίθασο Γιάννη αδελφό του Θ. Κολοκοτρώνη, στη συνέχεια έστειλε έναν βοηθό του στη Στεμνίτσα να ειδοποιήσει το απόσπασμα και ο ίδιος έτρεξε να ειδοποιήσει  στη Δημητσάνα, με αποτέλεσμα τα τούρκικα αποσπάσματα να εγκλωβίσουν τους Κολοκοτρωναίους στο ληνό.
Τους κάλεσαν να πετάξουν τα’ άρματα και να παραδοθούν μα εκείνοι αρνήθηκαν. Έτσι, οι Τούρκοι:

Ρίξαν φωτιά μεσ’ το ληνό κουβάρια θειαφοκέρι,
Πιάσαν οι κληματόβεργες κι ο Γιάννης τραγουδάει:
Τώρα να ιδής Μπουλούμπαση, να ιδής πως προσκυνάνε
….
Και το τουφέκι του άδειασεν έκαμ’ ένα γιουρούσι.


Εφτά Κολοκοτρωναίους σκοτώσανε εκεί οι Τούρκοι που τους κόψανε τα κεφάκια και τα στείλανε στην Τρίπολι..
Κι όταν το Μάη του 1806 ο Θ. Κολοκοτρώνης κατόρθωσε να διαφύγει στη Ζάκυνθο που ήταν υπό αγγλική κατοχή, είχε κοντά του μόνο 7 από τους 36 συγγενείς που είχε στο σώμα του στην Αρκαδία.. Αργότερα, κατά τον δεύτερο μετά το 1821 εμφύλιο πόλεμο εκεί μεταξύ 1824 και 1825 τον αποκαλούμενο και «Πόλεμο των Προεστών», ο Κουντουριώτης και η παρέα του σκορπώντας αφειδώς τις αγγλικές λίρες των δανείων, για να υποτάξουν και να εξευτελίσουν τους Καπεταναίους κατέβασαν στίφη εξαθλιωμένων Ρουμελιωτών που με επικεφαλής τον Κωλέτη και τον Γκούρα  εξαπολύθηκαν και λεηλατούσαν, έκαιγαν και εδήωναν το Μωρηά, σπέρνοντας την καταστροφή το φόβο και τον τρόμο στους αντιπάλους τους, και σε μια σύγκρουση στην Αρκαδία με το σώμα του στρατηγού Μακρυγιάννη που υπηρετούσε πιστά τον Κουντουριώτη σκοτώθηκε και ο γιος του Κολολκοτρώνη Πάνος. Δείτε πως αναφέρεται στο τραγικό γεγονός στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μακρυγιάννης:  «… πέσαμε εις τα Καλύβια της Τροπολιτζάς. Εκεί άφησα τους ανθρώπους μου, ήταν ο Βάσιος εκεί. Θέλησε να τους πολεμήσει ο Πάνος ο Κολοκοτρώνης και τον σκότωσαν. Αυτό είναι  το αίμα οπού χύθηκε Κολοκοτρωναίικον δια την λευτεριά της Ελλάδος».
Έτσι λοιπόν, το μόνο αίμα Κολοκοτρωναίικο που χύθηκε για την πατρίδα κατά τον στρατηγό, είναι αυτό  του Πάνου, και καλώς βέβαια έγινε αφού τον σκοτώσαν οι δικοί του!
 Τόση εμπάθεια και τέτοιου μεγέθους μικρότητα από έναν μεγάλο άνδρα!

Υ.Γ 1: Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη τα πρωτοδιάβασα κάπου εκεί στα 1960 και μου είχε κάνει εντύπωση η εμπάθεια του στρατηγού για τους Κολοκοτρωναίους. Αλλά τότε, εντυπωσιασμένοι όλοι από τα απομνημονεύματα μιλούσαν για το μεγαλείο του αγωνιστή, τον άδολο πατριώτη, τον ανιδιοτελή, τον «ξένον προς πάσαν βλέψιν προσωπικών ωφελημάτων». κλπ.  Αργότερα τα ξαναδιάβασα και είχα την περιέργεια να διαβάσω  περισσότερα και για το στρατηγό, γι αυτό έστω και τώρα αφού μου δίνεται η ευκαιρία με το Fb βγάζω αυτό το «απωθημένο» από μέσα μου.

Υ.Γ 2: Βορειότερα, στην περιοχή των Καλαβρύτων – Αχαΐα, βγάλανε σε δημοπρασία τα βρακιά της Ζαΐμαινας για να εξευτελίσουν την οικογένεια. Λέει ο Μακρυγιάννης καρφώνοντας τον Καραϊσκάκη: «.. και πήγαν εις την Κερπινή εις το σπίτι του κυρίου Ζαΐμη, και ο Καραϊσκάκης το κυβέρνησε οπού δεν του αφήσαν οι άνθρωποί του ούτε στάχτη μέσα, και οι άλλοι πήγαν εις τ’ άλλα σπίτια και χωριά».




Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Το μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών



Κατηφορίζοντας στην Πανεπιστημίου συναντάμε στα δεξιά μας το ωραιότατο νεοκλασικό μέγαρο της Ακαδημίας, που έγινε από δωρεά του Σίμωνα Σίνα ο οποίος είχε το όραμα να δημιουργηθεί Ακαδημία των Επιστημών των Γραμμάτων και των Τεχνών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Το σχεδίασε ο Δανός αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν και την κατασκευή του επέβλεψε ο Ε. Τσίλερ. Το μέγαρο ξεκίνησε να χτίζεται το 1859 και οι εργασίες του ολοκληρώθηκαν ύστερα από 26 χρόνια το 1885 ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι όταν πέθανε ο Σίνας το 1876, ανέλαβε να τελειώσει το έργο η χήρα του δωρητή Ιφιγένεια.
Ο Χάνσεν εμπνεύστηκε το έργο από την κλασική αρχιτεκτονική του 5ου αθηναϊκού αιώνα ‘όπως εμφανίζεται στα μνημεία της Ακρόπολης. Μαρμαρωμένοι στον προαύλιο χώρο αριστερά και δεξιά ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης φαίνονται βυθισμένοι στους στοχασμούς τους ενώ πάνω από τις δυο τεράστιες ιωνικού ρυθμού στήλες με φόντο τον Λυκαβητό αγναντεύουν την Αθήνα οι θεϊκοί προστάτες της σοφίας και της τέχνης, η Προμαχος Αθηνά και ο Απόλλωνας ο κιθαρωδός.

Το κεντρικό αέτωμα που παρουσιάζει τη γέννηση της θεάς Αθηνάς δουλεύτηκε από τον Λ. Δρόσο που έκανε ολόκληρο το γλυπτικό μέρος της πλούσιας διακόσμησης του μεγάρου
Σιναία Ακαδημία λεγόταν από τότε παρόλο που η Ακαδημία στη χώρα μας ιδρύθηκε ύστερα από σαράντα περίπου χρόνια τον Μάρτη του 1926, και μέχρι τότε και κατά καιρούς το μέγαρο στέγασε το Νομισματικό Μουσείο, το Βυζαντινό Μουσείο και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Η Ακαδημία Αθηνών μαζί με την Εθνική Βιβλιοθήκη που πλαισιώνουν το αυστηρά νεοκλασικού ρυθμού κτίριο του Πανεπιστημίου αποτελούν και τα τρία μαζί ένα από τα ωραιότερα οικοδομικά κοσμήματα της σύγχρονης Αθήνας.
Η απεικόνιση είναι χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη.


Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Αναμνήσεις από την παλιά Αθήνα


Στης πλάκας τις ανηφοριές
Που γέρνουν οι κληματαριές.
Τα χιλιοτραγουδισμένα στενά δρομάκια της «Παλιάς Αθήνας» που κούρνιασε στα ριζά του Ιερού Βράχου
Παλιές εκκλησίες και ταβερνάκια, ξεθωριασμένα αρχοντικά με το χαγιάτι και την αυλή που μοσχοβολάει βασιλικό και γαζία. Φτωχογειτονιές που σκαρφαλώνουνε, ίδια ασπρισμένοι περιστεριώνες πάνω στα βράχια.
Είναι η «Πλάκα η παλιά» που αντιστέκεται στον κοσμοπολιτισμό και στο χρόνο.
Μπορείς να περάσεις αλησμόνητη βραδιά, ανάλογα με την τσέπη και το προσωπικό σου γούστο. Μέσα σε ταβέρνες πολυτελείας, στο ημίφως ενός «νάιτ κλαμπ», ή αν είσαι αδιόρθωτος νοσταλγός του παλιού σε ένα από τα κουτουκάκια της.
Κάτω από την κληματαριά, με τους ήχους κάποιας κιθάρας παλιάς, με το τηγανισμένο μπακαλιαράκι μπροστά σου και την «μισή» της «Θεϊκής ξανθής» της ρετσίνας.
Διαβαίνοντας ύστερα τα στενορύμια της, ίσως νοιώσεις ακόμα μέσα στο σβήσιμο κάποιας παλιάς μελωδίας να ξεψυχάει μαζί μια ολόκληρη εποχή και να παραδίνει τη σκυτάλη της στο καινούργιο.
Χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Η μάχη στο Βαλτέτσι Αρκαδίας το 1821






Το Βαλτέτσι είναι ένα μικρό χωριό χτισμένο σε 1000 μέτρα ύψος, 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης. Κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς (έτσι λεγόταν τότε η Τρίπολη) που ξεκίνησε τον Απρίλη του 1821, το Βαλτέτσι επειδή βρίσκεται σε φυσική οχυρή θέση επελέγη να αποτελέσει ένα από τα οχυρωμένα στρατόπεδα των Ελλήνων ικανά  να αποτρέπουν τους πολιορκούμενους Τούρκους να σπάσουν τον αποκλεισμό και να εφοδιάζονται με τρόφιμα και ζωοτροφές, αλλά και να ενεργούν οι επαναστατημένοι Έλληνες διάφορες επιθετικές ενέργειες εναντίον τους.
           Για να μιλήσουμε όμως για τη μάχη του Βαλτετσίου που τραγουδάει και η δημοτική μας παράδοση γιατί υπήρξε σταθμός στον Αγώνα του επαναστατημένου γένους, και που όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κολοκοτρώνης «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος, αν εχαλιώμεθα εκινδυνεύαμε να κάμωμε ορδί  πλέον» (να στήσουμε στρατόπεδο ξανά), θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στην πρώτη μάχη που έγινε εκεί στις 24 του Απρίλη λίγες μόνο μέρες από την σύσταση του στρατοπέδου.
     Αφηγείται ο Φωτάκος στα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ: «Εις το Βαλτέτσι τόσοι οπλαρχηγοί εσυνάχθησαν, όσοι ουδέποτε άλλοτε καθόλον τον  αγώνα δεν εσυναθροίσθησαν εις αυτό το μέρος… εμετρήθημεν όλοι οι  ευρεθέντες εκεί και είμεθα υπέρ τας δύο ήμισυ χιλιάδαις στρατιώται». 
     Αποφασίσανε λοιπόν να στήσουνε ορδί, στρατόπεδο εκεί, και επικεφαλείς  ανέλαβαν με τα πολεμικά  τους ασκέρια οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Αναγνωσταράς, ο Γιατράκος και  άλλοι καπεταναίοι. Στις 24 του Απρίλη βγαίνουν 7 έως 9 χιλιάδες Τούρκοι από την Τριπολιτσά  και γνωρίζοντας ότι οι επαναστάτες παρακολουθούν, καταφέρνουν να τους  παραπλανήσουν δίνοντας την εντύπωση ότι κινούνται εναντίον του στρατοπέδου των Βερβενων, οπότε οι ενισχύσεις από Χρυσοβίτσι,  Πιάνα κλπ κινούνται προς εκείνη την κατεύθυνση, και μέχρι να διαπιστωθεί το λάθος χάνεται πολύτιμος χρόνος. «Εστοχάσθημεν ότι θα πάνε εις τα  Βέρβενα, λέει ο Κολοκοτρώνης,  αντίκρυζε η πόρτα του Αναπλιού… και οι Τούρκοι δεν επήγαν από τα Βέρβενα αλλά ήλθαν εις το Βαλτέτσι. Όσο που να γυρίσω επιάστηκε ο πόλεμος εις το Βαλτέτσι».
    Η φρουρά προβάλλει σχετική αντίσταση αλλά τελικά κάμπτεται καθώς πολλοί υπερασπιστές το βάζουν στα πόδια. Οι Τούρκοι καίνε  το χωριό, ο Διον Κόκκινος λέει ότι μείνανε μόνοι τους οι οπλαρχηγοί μαχόμενοι στα βόρεια του χωριού. "Οι Τούρκοι μας επήραν το χωρίον Βαλτέτσι και μας έσπρωξαν κατά το βορεινόν μέρος σιμά του χωριού, όπου είναι ο δρόμος των Αραχαμιτών΄  εκεί επολέμησαν μόνοι των οι μεγάλοι καπεταναίοι και τους εσταμάτησαν, άλλως επίαναν ζωντανόν τον Κυριακούλην (Μαυρομιχάλην)" διηγείται κα ο Φωτάκος. Την κρίσιμη στιγμή καταφθάνει το σώμα του Πλαπούτα με 500 Καρυτινούς, Ζυγοβιστινούς Στεμνιτσιώτες και Ηραιάτες και αναγκάζει τους Τούρκους να υποχωρήσουν, ενώ ο Κολοκοτρώνης που καταφθάνει με τους εφίππους του, τους στρώνει στο κυνήγι μέχρι έξω από την Τριπολιτσά.
           Οι Έλληνες τότε ήσαν ακόμα αμφιβόλου μαχητικής ικανότητας, κακώς εξοπλισμένοι και άοπλοι χωρίς ντουφέκια πολλοί, που πήγαιναν με την προσδοκία της λαφυραγώγησης και με το παραμικρό το βάζανε στα πόδια. «ήτον αρχές και δεν ήξευραν να πολεμήσουν» λέει ο Κολοκοτρώνης. Ήσαν και αρκετά δεισιδαίμονες. Πολύ παραστατικός είναι ο Φωτάκος που αφηγείται την τρομάρα τους όταν μετά τη μάχη αντίκρισαν δυο τεμαχισμένους νεκρούς. «Ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Εκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας, διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους …. την ακόλουθον ημέραν οι στρατιωται εδειλίασαν και κανένας εκτός των καπεταναίων δεν εξημερώθηκεν».



Μετά από την παρά λίγο διάλυση, το στρατόπεδο του Βαλτετσιού ενισχύεται με 1000 πολεμιστές και οργανώνονται τέσσερα ταμπούρια – προμαχώνες στους τρεις λόφους του και στην εκκλησία στην άκρη του χωριού. Το Μανιάτικο των Μαυρομιχαλαίων, των Καλαματιανών και άλλων Μεσσηνίων  υπό τον Μητροπέτροβα και Παπατσώνην, αλλά και άλλων Αρκάδων με τον Π. Κατριβάνο και τον Αθ. Δαγρέ, το τρίτο με πολεμιστές από το Λεοντάρι και άλλους της επαρχίας υπό τον Ηλία Φλέσσα, και αυτό της εκκλησίας υπό τους αδελφούς Μπουραίους από Μεσσήνιους, Μανιάτες, Τριπολιτσιώτες και άλλους. Στήνονται φυλάκια – παρατηρητήρια στους γύρω  λόφους και τα καταράχια για να παρατηρούν την έξοδο και την κατεύθυνση στρατευμάτων από την Τριπολιτσά και να ειδοποιούν με στήλες καπνού και φωτιές, ακόμα και με ντουφεκιές το ένα με το άλλο παρατηρητήριο, επιλέγονται οι καλύτεροι σκοπευτές και τους δίνονται οδηγίες να πυροβολούν τους μπροστάρηδες στα τούρκικα τμήματα, τους σημαιοφόρους και τους αγγελιοφόρους.
Συστήνεται η Εφορεία της Καρύταινας υπό τον Κανέλλο Δεληγιάννη και άλλους, με κύρια αποστολή την Επιμελητεία για τη συγκέντρωση τροφίμων απαραίτητων για την τροφοδοσία των στρατοπέδων, την πληρωμή των μισθών των Μανιατών και άλλες δραστηριότητες, ορίζονται σύνδεσμοι μεταξύ των στρατοπέδων, ενώ στα Μαγούλιανα, Βυτίνα, Ζυγοβίστι, Πιάνα, Στεμνίτσα, Αλωνίσταινα, οι γυναίκες ζυμώνουν και ψήνουν ψωμί για τους στρατιώτες. «Εκοιμώμουν στο Βαλτέτσι, εγευμάτιζα εις την Πιάνα και εδείπναγα στο Χρυσοβιτσι» λέει ο Κολοκοτρώνης που διορίζεται τότε αρχιστράτηγος των όπλων της (επαρχίας) Καρύταινας.
         Ο Κεχαγιάμπεης που κατ΄ εντολή του Χουρσίτ πασά, είχε επιστρέψει  από τα Γιάννενα με 4000 άνδρες όπου πολεμούσαν τον Αλή πασά που είχε κηρύξει αντάρτικο κατά του Σουλτάνου, και που στην πορεία του από την Πάτρα μέχρι την Τρίπολη είχε σαρώσει όλες τις επαναστατικές εστίες, αποφασίζει να τελειώνει με τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Το πρωινό της 12ης του Μάη εξαπολύει μια δύναμη 12000 πεζών και καβαλαραίων για να  σβήσει το Βαλτέτσι από το χάρτη. 
Τραγουδάει η δημοτική μας μούσα: 
Στις έντεκα στις δώδεκα στις δεκατρείς του Μάη
Οι Τούρκοι ξεκινήσανε να πάνε στο Βαλτέτσι
Κολοκοτρώνης φώναξε από το Ρεζενίκο:
 Γυρίστε πίσω μπέηδες, Βαλτέτσι δεν πατιέται!


Έμπειρος στρατιωτικός ο Κεχαγιάμπεης, χωρίζει τους επιτιθέμενους σε πέντε σώματα –κολώνες με ειδικές αποστολές για την επιχείρηση, με το ένα να ενεδρεύει για να αποτρέψει βοήθεια που πιθανόν να ερχόταν στο Βαλτέτσι από το στρατόπεδο των Βερβένων.

Ο παλικαράς Ρουμπής Μπαρδουνιώτης ξεκινάει με τρεις χιλιάδες Μπαρδουνιώτες και Φαναριώτες προτού φωτίσει το φως της ημέρας, για να μην τους δουν τα ελληνικά παρατηρητήρια. "Όλοι αυτοί" μας πληροφορεί ο Φωτάκος, "εξεσυνερίζοντο με τους Αλβανούς ποίος να κάμη περισσότεραις παλληκαριαίς, και δια τούτο εβγήκαν νύκτα κι επήγαν πρωτύτερα από τους άλλους εις το Βαλτέτσι". Προσβάλλουν τη φρουρά αλλά οι Έλληνες δεν αιφνιδιάζονται και πολεμάνε. Τα άλλα σώματα που ξεκινούν με το φως της ημέρας τα βλέπουν τα παρατηρητήρια και μεταδίδουν τις κινήσεις τους προς το Βαλτέτσι.
       Ο Κολοκοτρώνης ξεκινάει με 800 από το στρατόπεδο του Χρυσοβιτσιού και φθάνοντας στο Βαλτέτσι, βρίσκεται στις πλάτες των Μπαρδουνιωτών του Ρουμπή και των Φαναριωτών του. Σε λίγο καταφθάνουν και τα άλλα τούρκικα σώματα στα νώτα του Κολοκοτρώνη. Ξεκινάει και ο Πλαπούτας ( το Κολιόπουλο που λέει ο Κολοκοτρώνης) από την Πιάνα με 800ους, αλλά φθάνοντας στη Δαβιά, τα παρατηρητήρια που έχουν παραπλανηθεί, του λένε ότι οι Τούρκου τραβάνε για το Λεβίδι. Παίρνει το δρόμο για Λεβίδι, αλλά στην Αλωνίσταινα  ενημερώνεται από τσοπάνηδες ότι οι Τούρκοι πάνε στο Βαλτέτσι. Φθάνει τελικά με το σώμα του στο Βαλτέτσι με 4 ώρες καθυστέρηση και βρίσκεται στις πλάτες των Μπαρδουνιωτών του Ρουμπή, που τους κλείνει και τους χτυπάει.
       Άγριος πόλεμος όλη την ημέρα με γιουρούσια πότε των αμυνομένων και πότε των επιτιθεμένων, οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και τέσσερα κανόνια, αλλά το ανάγλυφο του εδάφους δεν ευνοεί τη χρήση τους και με τις βολές τους κάνουν περισσότερη ζημιά στους δικούς τους. Οι Έλληνες πολεμάνε αποφασισμένοι να νικήσουν. Η Εφορεία έχει φέρει μπαρουτόβολα και τροφές για τους πολιορκημένους και ο Κολοκοτρώνης μηχανεύεται τρόπους για να σπάσει τον αποκλεισμό και να τους  τα δώσει. « Το βράδυ παίρνω μερικούς και πάγω εις το καταράχι  όπου ήτον οι σημαίες των Τουρκών΄ επήγα κοντά τους τουφέκισα με δίδουν (ρίξανε) τέσσερα τουφέκια. Ζωντανούς θα σας πιάσω, εγώ είμαι ο Κολοκοτρώνης! - Τι είσαι σύ; -Ο Κολοκοτρώνης! Άδειασαν τον τόπον΄ τότε εμβήκαμεν εις το Βαλτέτσι, εδώσαμεν φυσέκια, ψωμί, ό,τι αναγκαία ήτον εις εκείνους
        Η μάχη συνεχίζεται, και την άλλη μέρα το πρωί καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, πλησιάζει βοήθεια που έρχεται από το στρατόπεδο των Βερβένων με τους Π.Γιατράκο, Γενναίο, Π. Ζαφειρόπουλο, Αντ Μαυρομιχάλη και τον Νικηταρά  -που επέστρεφε από το Άργος όπου είχε πάει και χάλαγε Τζαμιά που ήσαν σκεπασμένα με μολύβι και το παίρνανε για να χύνουν βόλια- και καθώς φθάνουν στη λίμνη Τάκα, τους βλέπουν οι Τούρκοι, οι οποίοι,  φοβούμενοι ότι θα εγκλωβιστούν  από τα ελληνικά στρατεύματα και θα πάθουν πανωλεθρία, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την επιχείρηση Βαλτέτσι. Κάνουν κάποια σήματα με ανάφλεξη μπαρουτιού – φουμάδες – για να συνεννοηθούν και να αρχίσει η υποχώρηση, τα βλέπει ο Κολοκοτρωνης που αντιλαμβάνεται το σκοπό τους και βάζει τις φωνές: «Οι Τούρκοι θα φύγουν και ριχτείτε επάνω τους»!  Οι Τούρκοι υποχωρούν ατάκτως, πετώντας  ό,τι τους βαραίνει  για να φύγουν γρήγορα  και να γλιτώσουν από τους Έλληνες που τους παίρνουν στο κυνήγι, γεμίζουν οι ραχούλες και τα ρέματα πεσμένα κορμιά και κάθε είδους αντικείμενα από σκηνές και ρούχα μέχρι άρματα, και οι Έλληνες καταγάγουν εκείνη την ημέρα μια από τις λαμπρότερες νίκες που θα κρίνει την πορεία του Αγώνα. 
        514 νεκροί μένουν εκεί, έναντι 7 Ελλήνων, και είναι πάνω από 600 οι τραυματίες που σέρνουν στην Τριπολιτσά οι  Τούρκοι, ενώ, πέρα από τα τέσσερα κανόνια τους, πετάνε κατά τη φυγή τους και όπλα με τα οποία εξοπλίζονται 4.000 Έλληνες πολεμιστές. Για τη σημασία εκείνης της μάχης, έγραψε και ο εκ των πρωταγωνιστών της Κανέλλος Δεληγιάννης: «Εις αυτήν (τη μάχη) χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».  

       Υπάρχουν αιτιάσεις για την στάση του Κεχαγιάμπεη σε τούτη την επιχείρηση. Γιατί, ενώ μπήκε ορμητικότατος στο Μωρηά κατεβαίνοντας από τα Γιάννενα και δεν του αντιστάθηκε κανείς μέχρι να φτάσει στην Τριπολιτσά, μετά ολιγώρησε και δεν επιτέθηκε αμέσως στις ελληνικές δυνάμεις στο Βαλτέτσι, δίνοντάς τους χρόνο να οργανωθούν κλπ. Ο Δημήτρης Φωτιάδης λέει ότι ολιγώρησε γιατί από όσα του είπαν οι Τριπολιτσιώτες, υποτίμησε τον αντίπαλο, υπολογίζοντας ότι με το που θα εκστρατεύσει εναντίον τους θα σκορπίσουν. Μια διαφορετική άποψη δίνει ο Ν. Δ. Πλατής στο μικροΜέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ του: "όντας (ο Κεχαγιάμπεης) αθεράπευτα ερωτευμένος με μια χανούμισα από τα χαρέμια του Χουρσίτ, αντί να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον των εξεγερμένων, θα χασομερήσει στη μυρωδάτη αγκαλιά της, χάνοντας την ευκαιρία ίσως να  περάσει στην ιστορία ως ο καταπνίξας την Επανάσταση εν τη γενέσει της" . 

Δείτε πώς μας μεταφέρει εκείνη την μάχη η δημοτική μας παράδοση: 

Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια".


Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Μεγαλόπολη Αρκαδίας




Ωραία πόλη της Αρκαδίας με εξαίρετη ρυμοτομία και άνετους δρόμους, την θαυμάσια κεντρική πλατεία και τους ευγενέστατους κατοίκους της, χτισμένη σε 430 υψμτ στη θέση που βρισκόταν η Μεγάλη Πόλη που ιδρύθηκε το 370 π.χ με προτροπή του Θηβαίου Επαμεινώνδα για να αναχαιτίσει τους Σπαρτιάτες που εποφθαλμιούσαν και ενοχλούσαν  συνεχώς τους Αρκάδες,
Εποικίστηκε υποχρεωτικά τότε από Αρκάδες, αλλά υπήρξαν και πολλοί όπως οι Τρικολωνείς, οι Λυκοσουρείς, οι Τραπεζούντιοι και οι Λυκαιάτες που παρόλο που κινδύνευαν να θανατωθούν από το κοινό των Αρκάδων αρνήθηκαν να αφήσουν τον τόπο και τις περιουσίες τους και να κατοικήσουν στη Μεγάλη Πόλη. Χτυπητό παράδειγμα οι Τραπεζούντιοι που αρνούμενοι να εποικίσουν τη νέα πόλη και για να γλιτώσουν το θάνατο μπήκαν σε καράβια και κατέφυγαν στον Εύξεινο Πόντο στην Τραπεζούντα που είχε ιδρυθεί από τους Μιλήσιους κατά τον 7ο π. χ. αιώνα και ενσωματώθηκαν εκεί.
Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή της όπως μας πληροφορεί η Βικιπαίδεια,  το 223 πχ ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ο Γ την κατέλαβε και την κατέστρεψε. Το 208 πχ την ανοικοδόμησε ο στρατηγός της  Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμην, αλλά αργότερα η πόλη εγκαταλείφτηκε οριστικά.
Τον καιρό της τουρκοκρατίας κατοικείτο από Τούρκους και ονομαζόταν Σινάνο μέχρι το 1836 που με βασιλικό διάταγμα του ελληνικού κράτους ονομάστηκε Μεγαλόπολη.
Σύμφωνα με  την απογραφή του 2011 η πόλη είχε  5779 κατοίκους, ενώ οι δυο τρεις Μεγαλοπολίτες που ρώτησα μου είπαν πως οι κάτοικοι μαζί με τα… προάστια υπολογίζονται γύρω στους 8000, και σήμερα είναι σημαντικό ενεργειακό κέντρο αφού από το 1965 λειτουργεί εκεί ο ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός της ΔΕΗ με τέσσερεις μονάδες παραγωγής συνολικής ισχύος 850 MW.
 Το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο  λειτουργεί με καύσιμο που παράγεται από τον λιγνίτη που εξορύσσεται εκεί, και από καταβολής του, από την έναρξη της λειτουργίας του, θα έπρεπε στις καμινάδες του να έχει τα ειδικά φίλτρα που προβλέπονται στη μελέτη κατασκευής τους για την προστασία της υγείας των κατοίκων της περιοχής αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος 

Αυτά τα φίλτρα δεν μπήκαν ποτέ προς όφελος της εταιρείας προφανώς (το ίδιο συμβαίνει και στους ΑΗΣ Πτολεμαΐδας και Κοζάνης της ΔΕΗ) με συνέπεια από τα δεκατρία περίπου εκατομμύρια τόνους λιγνίτη που εξορύσσονται ετησίως στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης για τις ανάγκες λειτουργίας του ΑΗΣ, δισεκατομμύρια σωματιδίων παράγωγων του λιγνίτη που εκλύονται, να εκτοξεύονται από τις καμινάδες τους και να διαχέονται στην ατμόσφαιρα, να επιβαρύνεται το φυσικό περιβάλλον με σοβαρές οικολογικές επιπτώσεις αλλά και η υγεία των κατοίκων σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων (καρδιοπάθειες και εγκεφαλικά κλπ}.Μια ιδέα για το τι «ξερνάνε’ οι καμινάδες – μανιτάρια παίρνετε από τις φωτογραφίες.