Το Βαλτέτσι είναι ένα μικρό χωριό χτισμένο σε 1000 μέτρα ύψος, 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης. Κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς (έτσι λεγόταν τότε η Τρίπολη) που ξεκίνησε τον Απρίλη του 1821, το Βαλτέτσι επειδή βρίσκεται σε φυσική οχυρή θέση επελέγη να αποτελέσει ένα από τα οχυρωμένα στρατόπεδα των Ελλήνων ικανά να αποτρέπουν τους πολιορκούμενους Τούρκους να σπάσουν τον αποκλεισμό και να εφοδιάζονται με τρόφιμα και ζωοτροφές, αλλά και να ενεργούν οι επαναστατημένοι Έλληνες διάφορες επιθετικές ενέργειες εναντίον τους.
Για να μιλήσουμε όμως για τη μάχη του Βαλτετσίου που τραγουδάει και η δημοτική μας παράδοση γιατί υπήρξε σταθμός στον Αγώνα του επαναστατημένου γένους, και που όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κολοκοτρώνης «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος, αν εχαλιώμεθα εκινδυνεύαμε να κάμωμε ορδί πλέον» (να στήσουμε στρατόπεδο ξανά), θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στην πρώτη μάχη που έγινε εκεί στις 24 του Απρίλη λίγες μόνο μέρες από την σύσταση του στρατοπέδου.
Αφηγείται ο Φωτάκος στα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ: «Εις το Βαλτέτσι τόσοι οπλαρχηγοί εσυνάχθησαν, όσοι ουδέποτε άλλοτε καθόλον τον αγώνα δεν εσυναθροίσθησαν εις αυτό το μέρος… εμετρήθημεν όλοι οι ευρεθέντες εκεί και είμεθα υπέρ τας δύο ήμισυ χιλιάδαις στρατιώται».
Αποφασίσανε λοιπόν να στήσουνε ορδί, στρατόπεδο εκεί, και επικεφαλείς ανέλαβαν με τα πολεμικά τους ασκέρια οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Αναγνωσταράς, ο Γιατράκος και άλλοι καπεταναίοι. Στις 24 του Απρίλη βγαίνουν 7 έως 9 χιλιάδες Τούρκοι από την Τριπολιτσά και γνωρίζοντας ότι οι επαναστάτες παρακολουθούν, καταφέρνουν να τους παραπλανήσουν δίνοντας την εντύπωση ότι κινούνται εναντίον του στρατοπέδου των Βερβενων, οπότε οι ενισχύσεις από Χρυσοβίτσι, Πιάνα κλπ κινούνται προς εκείνη την κατεύθυνση, και μέχρι να διαπιστωθεί το λάθος χάνεται πολύτιμος χρόνος. «Εστοχάσθημεν ότι θα πάνε εις τα Βέρβενα, λέει ο Κολοκοτρώνης, αντίκρυζε η πόρτα του Αναπλιού… και οι Τούρκοι δεν επήγαν από τα Βέρβενα αλλά ήλθαν εις το Βαλτέτσι. Όσο που να γυρίσω επιάστηκε ο πόλεμος εις το Βαλτέτσι».
Η φρουρά προβάλλει σχετική αντίσταση αλλά τελικά κάμπτεται καθώς πολλοί υπερασπιστές το βάζουν στα πόδια. Οι Τούρκοι καίνε το χωριό, ο Διον Κόκκινος λέει ότι μείνανε μόνοι τους οι οπλαρχηγοί μαχόμενοι στα βόρεια του χωριού. "Οι Τούρκοι μας επήραν το χωρίον Βαλτέτσι και μας έσπρωξαν κατά το βορεινόν μέρος σιμά του χωριού, όπου είναι ο δρόμος των Αραχαμιτών΄ εκεί επολέμησαν μόνοι των οι μεγάλοι καπεταναίοι και τους εσταμάτησαν, άλλως επίαναν ζωντανόν τον Κυριακούλην (Μαυρομιχάλην)" διηγείται κα ο Φωτάκος. Την κρίσιμη στιγμή καταφθάνει το σώμα του Πλαπούτα με 500 Καρυτινούς, Ζυγοβιστινούς Στεμνιτσιώτες και Ηραιάτες και αναγκάζει τους Τούρκους να υποχωρήσουν, ενώ ο Κολοκοτρώνης που καταφθάνει με τους εφίππους του, τους στρώνει στο κυνήγι μέχρι έξω από την Τριπολιτσά.
Οι Έλληνες τότε ήσαν ακόμα αμφιβόλου μαχητικής ικανότητας, κακώς εξοπλισμένοι και άοπλοι χωρίς ντουφέκια πολλοί, που πήγαιναν με την προσδοκία της λαφυραγώγησης και με το παραμικρό το βάζανε στα πόδια. «ήτον αρχές και δεν ήξευραν να πολεμήσουν» λέει ο Κολοκοτρώνης. Ήσαν και αρκετά δεισιδαίμονες. Πολύ παραστατικός είναι ο Φωτάκος που αφηγείται την τρομάρα τους όταν μετά τη μάχη αντίκρισαν δυο τεμαχισμένους νεκρούς. «Ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζυγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Εκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας, διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους …. την ακόλουθον ημέραν οι στρατιωται εδειλίασαν και κανένας εκτός των καπεταναίων δεν εξημερώθηκεν».
Μετά από την παρά λίγο διάλυση, το στρατόπεδο του Βαλτετσιού ενισχύεται με 1000 πολεμιστές και οργανώνονται τέσσερα ταμπούρια – προμαχώνες στους τρεις λόφους του και στην εκκλησία στην άκρη του χωριού. Το Μανιάτικο των Μαυρομιχαλαίων, των Καλαματιανών και άλλων Μεσσηνίων υπό τον Μητροπέτροβα και Παπατσώνην, αλλά και άλλων Αρκάδων με τον Π. Κατριβάνο και τον Αθ. Δαγρέ, το τρίτο με πολεμιστές από το Λεοντάρι και άλλους της επαρχίας υπό τον Ηλία Φλέσσα, και αυτό της εκκλησίας υπό τους αδελφούς Μπουραίους από Μεσσήνιους, Μανιάτες, Τριπολιτσιώτες και άλλους. Στήνονται φυλάκια – παρατηρητήρια στους γύρω λόφους και τα καταράχια για να παρατηρούν την έξοδο και την κατεύθυνση στρατευμάτων από την Τριπολιτσά και να ειδοποιούν με στήλες καπνού και φωτιές, ακόμα και με ντουφεκιές το ένα με το άλλο παρατηρητήριο, επιλέγονται οι καλύτεροι σκοπευτές και τους δίνονται οδηγίες να πυροβολούν τους μπροστάρηδες στα τούρκικα τμήματα, τους σημαιοφόρους και τους αγγελιοφόρους.
Συστήνεται η Εφορεία της Καρύταινας υπό τον Κανέλλο Δεληγιάννη και άλλους, με κύρια αποστολή την Επιμελητεία για τη συγκέντρωση τροφίμων απαραίτητων για την τροφοδοσία των στρατοπέδων, την πληρωμή των μισθών των Μανιατών και άλλες δραστηριότητες, ορίζονται σύνδεσμοι μεταξύ των στρατοπέδων, ενώ στα Μαγούλιανα, Βυτίνα, Ζυγοβίστι, Πιάνα, Στεμνίτσα, Αλωνίσταινα, οι γυναίκες ζυμώνουν και ψήνουν ψωμί για τους στρατιώτες. «Εκοιμώμουν στο Βαλτέτσι, εγευμάτιζα εις την Πιάνα και εδείπναγα στο Χρυσοβιτσι» λέει ο Κολοκοτρώνης που διορίζεται τότε αρχιστράτηγος των όπλων της (επαρχίας) Καρύταινας.
Ο Κεχαγιάμπεης που κατ΄ εντολή του Χουρσίτ πασά, είχε επιστρέψει από τα Γιάννενα με 4000 άνδρες όπου πολεμούσαν τον Αλή πασά που είχε κηρύξει αντάρτικο κατά του Σουλτάνου, και που στην πορεία του από την Πάτρα μέχρι την Τρίπολη είχε σαρώσει όλες τις επαναστατικές εστίες, αποφασίζει να τελειώνει με τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Το πρωινό της 12ης του Μάη εξαπολύει μια δύναμη 12000 πεζών και καβαλαραίων για να σβήσει το Βαλτέτσι από το χάρτη.
Τραγουδάει η δημοτική μας μούσα:
Στις έντεκα στις δώδεκα στις δεκατρείς του Μάη
Οι Τούρκοι ξεκινήσανε να πάνε στο Βαλτέτσι
Κολοκοτρώνης φώναξε από το Ρεζενίκο:
Γυρίστε πίσω μπέηδες, Βαλτέτσι δεν πατιέται!
Έμπειρος στρατιωτικός ο Κεχαγιάμπεης, χωρίζει τους επιτιθέμενους σε πέντε σώματα –κολώνες με ειδικές αποστολές για την επιχείρηση, με το ένα να ενεδρεύει για να αποτρέψει βοήθεια που πιθανόν να ερχόταν στο Βαλτέτσι από το στρατόπεδο των Βερβένων.
Ο παλικαράς Ρουμπής Μπαρδουνιώτης ξεκινάει με τρεις χιλιάδες Μπαρδουνιώτες και Φαναριώτες προτού φωτίσει το φως της ημέρας, για να μην τους δουν τα ελληνικά παρατηρητήρια. "Όλοι αυτοί" μας πληροφορεί ο Φωτάκος, "εξεσυνερίζοντο με τους Αλβανούς ποίος να κάμη περισσότεραις παλληκαριαίς, και δια τούτο εβγήκαν νύκτα κι επήγαν πρωτύτερα από τους άλλους εις το Βαλτέτσι". Προσβάλλουν τη φρουρά αλλά οι Έλληνες δεν αιφνιδιάζονται και πολεμάνε. Τα άλλα σώματα που ξεκινούν με το φως της ημέρας τα βλέπουν τα παρατηρητήρια και μεταδίδουν τις κινήσεις τους προς το Βαλτέτσι.
Ο Κολοκοτρώνης ξεκινάει με 800 από το στρατόπεδο του Χρυσοβιτσιού και φθάνοντας στο Βαλτέτσι, βρίσκεται στις πλάτες των Μπαρδουνιωτών του Ρουμπή και των Φαναριωτών του. Σε λίγο καταφθάνουν και τα άλλα τούρκικα σώματα στα νώτα του Κολοκοτρώνη. Ξεκινάει και ο Πλαπούτας ( το Κολιόπουλο που λέει ο Κολοκοτρώνης) από την Πιάνα με 800ους, αλλά φθάνοντας στη Δαβιά, τα παρατηρητήρια που έχουν παραπλανηθεί, του λένε ότι οι Τούρκου τραβάνε για το Λεβίδι. Παίρνει το δρόμο για Λεβίδι, αλλά στην Αλωνίσταινα ενημερώνεται από τσοπάνηδες ότι οι Τούρκοι πάνε στο Βαλτέτσι. Φθάνει τελικά με το σώμα του στο Βαλτέτσι με 4 ώρες καθυστέρηση και βρίσκεται στις πλάτες των Μπαρδουνιωτών του Ρουμπή, που τους κλείνει και τους χτυπάει.
Άγριος πόλεμος όλη την ημέρα με γιουρούσια πότε των αμυνομένων και πότε των επιτιθεμένων, οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και τέσσερα κανόνια, αλλά το ανάγλυφο του εδάφους δεν ευνοεί τη χρήση τους και με τις βολές τους κάνουν περισσότερη ζημιά στους δικούς τους. Οι Έλληνες πολεμάνε αποφασισμένοι να νικήσουν. Η Εφορεία έχει φέρει μπαρουτόβολα και τροφές για τους πολιορκημένους και ο Κολοκοτρώνης μηχανεύεται τρόπους για να σπάσει τον αποκλεισμό και να τους τα δώσει. « Το βράδυ παίρνω μερικούς και πάγω εις το καταράχι όπου ήτον οι σημαίες των Τουρκών΄ επήγα κοντά τους τουφέκισα με δίδουν (ρίξανε) τέσσερα τουφέκια. Ζωντανούς θα σας πιάσω, εγώ είμαι ο Κολοκοτρώνης! - Τι είσαι σύ; -Ο Κολοκοτρώνης! Άδειασαν τον τόπον΄ τότε εμβήκαμεν εις το Βαλτέτσι, εδώσαμεν φυσέκια, ψωμί, ό,τι αναγκαία ήτον εις εκείνους.»
Η μάχη συνεχίζεται, και την άλλη μέρα το πρωί καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, πλησιάζει βοήθεια που έρχεται από το στρατόπεδο των Βερβένων με τους Π.Γιατράκο, Γενναίο, Π. Ζαφειρόπουλο, Αντ Μαυρομιχάλη και τον Νικηταρά -που επέστρεφε από το Άργος όπου είχε πάει και χάλαγε Τζαμιά που ήσαν σκεπασμένα με μολύβι και το παίρνανε για να χύνουν βόλια- και καθώς φθάνουν στη λίμνη Τάκα, τους βλέπουν οι Τούρκοι, οι οποίοι, φοβούμενοι ότι θα εγκλωβιστούν από τα ελληνικά στρατεύματα και θα πάθουν πανωλεθρία, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την επιχείρηση Βαλτέτσι. Κάνουν κάποια σήματα με ανάφλεξη μπαρουτιού – φουμάδες – για να συνεννοηθούν και να αρχίσει η υποχώρηση, τα βλέπει ο Κολοκοτρωνης που αντιλαμβάνεται το σκοπό τους και βάζει τις φωνές: «Οι Τούρκοι θα φύγουν και ριχτείτε επάνω τους»! Οι Τούρκοι υποχωρούν ατάκτως, πετώντας ό,τι τους βαραίνει για να φύγουν γρήγορα και να γλιτώσουν από τους Έλληνες που τους παίρνουν στο κυνήγι, γεμίζουν οι ραχούλες και τα ρέματα πεσμένα κορμιά και κάθε είδους αντικείμενα από σκηνές και ρούχα μέχρι άρματα, και οι Έλληνες καταγάγουν εκείνη την ημέρα μια από τις λαμπρότερες νίκες που θα κρίνει την πορεία του Αγώνα.
514 νεκροί μένουν εκεί, έναντι 7 Ελλήνων, και είναι πάνω από 600 οι τραυματίες που σέρνουν στην Τριπολιτσά οι Τούρκοι, ενώ, πέρα από τα τέσσερα κανόνια τους, πετάνε κατά τη φυγή τους και όπλα με τα οποία εξοπλίζονται 4.000 Έλληνες πολεμιστές. Για τη σημασία εκείνης της μάχης, έγραψε και ο εκ των πρωταγωνιστών της Κανέλλος Δεληγιάννης: «Εις αυτήν (τη μάχη) χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Υπάρχουν αιτιάσεις για την στάση του Κεχαγιάμπεη σε τούτη την επιχείρηση. Γιατί, ενώ μπήκε ορμητικότατος στο Μωρηά κατεβαίνοντας από τα Γιάννενα και δεν του αντιστάθηκε κανείς μέχρι να φτάσει στην Τριπολιτσά, μετά ολιγώρησε και δεν επιτέθηκε αμέσως στις ελληνικές δυνάμεις στο Βαλτέτσι, δίνοντάς τους χρόνο να οργανωθούν κλπ. Ο Δημήτρης Φωτιάδης λέει ότι ολιγώρησε γιατί από όσα του είπαν οι Τριπολιτσιώτες, υποτίμησε τον αντίπαλο, υπολογίζοντας ότι με το που θα εκστρατεύσει εναντίον τους θα σκορπίσουν. Μια διαφορετική άποψη δίνει ο Ν. Δ. Πλατής στο μικροΜέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ του: "όντας (ο Κεχαγιάμπεης) αθεράπευτα ερωτευμένος με μια χανούμισα από τα χαρέμια του Χουρσίτ, αντί να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον των εξεγερμένων, θα χασομερήσει στη μυρωδάτη αγκαλιά της, χάνοντας την ευκαιρία ίσως να περάσει στην ιστορία ως ο καταπνίξας την Επανάσταση εν τη γενέσει της" .
Δείτε πώς μας μεταφέρει εκείνη την μάχη η δημοτική μας παράδοση:
Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια".