Πιτσιρικάς ο Κολοκοτρώνης έζησε
τη «φτώχεια των γονέων». Η χήρα μάνα του και εδώ στην Αρκαδία που ήρθε από τη
Μάνη με τα παιδιά της ύφαινε επί πληρωμή για να εξασφαλίσει το ψωμί της
οικογένειάς της, ή έκοβε ξύλα στο δάσος (με το τσεκούρι και το χειροπρίονο) που
τα πήγαινε ο Μικρός στην Τριπολιτσά με το γαιδουράκι τους και τα πουλούσε.
Έτυχε κάποτε που είχε βρέξει πολύ, δεκατριών χρονών τότε ο Θοδωράκης, να πάει ένα φόρτωμα ξύλα στην Τριπολιτσά, και καθώς περνούσε μπροστά από μια παρέα νοικοκυραίων Τούρκων που ήσαν αραγμένοι σε μια στοά και απολάμβαναν τους (ν)αργιλέδες και το ραχάτι τους, να γλιστρήσουν οι οπλές του φορτωμένου ζώου πάνω στο καλντερίμι και να πεταχτούν κάποιες στάλες από τα λιμνάζοντα νερά πάνω σε έναν από τους Θαμώνες. Νευριασμένος ο Τούρκος άφησε το ναργιλέ του, σηκώθηκε και άστραψε μερικές σφαλιάρες στο παιδί, έτσι, για να… μάθει να φέρεται μπροστά στους Αφέντες. Ο Θοδωράκης συνέχισε το δρόμο του αμίλητος, αλλά εκείνες τις στιγμές αποφάσισε να εκδικηθεί τους Τούρκους. Με αυτές τις σκέψεις όταν μπόρεσε και πούλησε το φόρτωμα τα ξύλα, πήγε στο παζάρι και αγόρασε ένα φτηνοσουγιά, μια μικρή λάμα με ξύλινο χέρι πίσω που δεν μπορούσε ούτε ψωμί να κόψει κανείς. Και έμεινε στην παράδοση αυτό το είδος του σουγιά ως σουγιάς Κολοκοτρώνης, ή Κολοκοτρωναίικος σουγιάς. Ποιος μπορεί να ξέρει αν 38 χρόνια αργότερα την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβρη του 1821 που οι Τούρκοι περνούσαν από το λεπίδι των επαναστατημένων Ελλήνων, τη στιγμή που ο Κεχαγιάς εκλιπαρούσε «Κολοκοτρώνη, κάμε ινσάφι στην Τουρκιά, κόψε(σφάξε) μα άφσε κιόλα», ποιος μπορεί να ξέρει αν ο Κολοκοτρώνης αρχηγός των επαναστατημένων Ελλήνων θυμόταν ΚΑΙ εκείνον τον όρκο που είχε κάνει όταν αγόρασε το σουγιά.
Έτυχε κάποτε που είχε βρέξει πολύ, δεκατριών χρονών τότε ο Θοδωράκης, να πάει ένα φόρτωμα ξύλα στην Τριπολιτσά, και καθώς περνούσε μπροστά από μια παρέα νοικοκυραίων Τούρκων που ήσαν αραγμένοι σε μια στοά και απολάμβαναν τους (ν)αργιλέδες και το ραχάτι τους, να γλιστρήσουν οι οπλές του φορτωμένου ζώου πάνω στο καλντερίμι και να πεταχτούν κάποιες στάλες από τα λιμνάζοντα νερά πάνω σε έναν από τους Θαμώνες. Νευριασμένος ο Τούρκος άφησε το ναργιλέ του, σηκώθηκε και άστραψε μερικές σφαλιάρες στο παιδί, έτσι, για να… μάθει να φέρεται μπροστά στους Αφέντες. Ο Θοδωράκης συνέχισε το δρόμο του αμίλητος, αλλά εκείνες τις στιγμές αποφάσισε να εκδικηθεί τους Τούρκους. Με αυτές τις σκέψεις όταν μπόρεσε και πούλησε το φόρτωμα τα ξύλα, πήγε στο παζάρι και αγόρασε ένα φτηνοσουγιά, μια μικρή λάμα με ξύλινο χέρι πίσω που δεν μπορούσε ούτε ψωμί να κόψει κανείς. Και έμεινε στην παράδοση αυτό το είδος του σουγιά ως σουγιάς Κολοκοτρώνης, ή Κολοκοτρωναίικος σουγιάς. Ποιος μπορεί να ξέρει αν 38 χρόνια αργότερα την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβρη του 1821 που οι Τούρκοι περνούσαν από το λεπίδι των επαναστατημένων Ελλήνων, τη στιγμή που ο Κεχαγιάς εκλιπαρούσε «Κολοκοτρώνη, κάμε ινσάφι στην Τουρκιά, κόψε(σφάξε) μα άφσε κιόλα», ποιος μπορεί να ξέρει αν ο Κολοκοτρώνης αρχηγός των επαναστατημένων Ελλήνων θυμόταν ΚΑΙ εκείνον τον όρκο που είχε κάνει όταν αγόρασε το σουγιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου