Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Λυσσαρέα Αρκαδίας - το παλιό Μπουγιάτι



Όμορφο Γορτυνιακό χωριό στην ορεινή Ηραία χτισμένο αμφιθεατρικά στους Λόφους του Σκουλαρά (Αγ Παρασκευής) και του προφήτη Ηλία στα 660 περίπου υψμτρ με ωραία πετρόχτιστα σπίτια πιστά στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Γορτυνίας. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Σαρακίνι, Ψάρι, Αράπηδες, Κοκκινοράχη και Όχθια στις παρυφές της Γκούρας, του φαραγγιού – χείμαρου που ξεκινάει από τον μυθικό Αρτοζήνο στην περιοχή του Σέρβου και μετά από διαδρομή 13.5 χλμ καταλήγει στον Τουθόα χαμηλότερα στο Καρασαναίικο.
Το χωριό φαίνεται να πρωτοκατοικήθηκε γύρω στα 1550 από μικροκτηνοτρόφους που αργότερα ξεχερσώσανε τμήματα της περιοχής και ασχολήθηκαν και με την καλλιέργεια της γης για να επιβιώσουν,
Τον καιρό της Τουρκοκρατίας, στα βόρεια του χωριού στα βράχια της Γκούρας, «στης Παναγιάς τα βράχια» όπως το λένε αλλά και «στης Φούσιας», Μπουγιαταίοι και κάτοικοι των γειτονικών χωριών χτίσανε μια επταώροφη σπηλιά μέσα στα κοιλώματα των βράχων και μια άλλη με τρία πατώματα παρα δίπλα για να καταφεύγουν εκεί, να κρύβονται και να προφυλάγονται σε ώρες ανάγκης από τους Τούρκους, και λέγεται πως κατέφευγε εκεί και ο Κολοκοτρώνης. Ο Σπ. Τρικούπης αναφέρει ότι κατά την μεγάλη επιδρομή του Ιμπραήμ πασά στο Μωρηά το 1825 «ο Κολοκοτρώνης επορεύθη εις Μπουγιάτι όπου συνέλεξεν ικανούς στρατιώτας και συνήλθον και διάφοροι οπλαρχηγοί …»
Πέρα από την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της γης οι Μπουγιαταίοι στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα αναπτύξανε παράδοση στο χτίσιμο της πέτρας και έφθασε εποχή που από το χωριό φεύγανε και 10 μπουλούκια για «μαστοριά». Παρέες δηλαδή, ομάδες ανθρώπων, συνεργεία ολόκληρα μαστόρων της πέτρας και βοηθών τους με τα γαϊδουρομούλαρά τους που ξενιτεύονταν για μήνες σε γειτονικούς νομούς για να χτίσουν κατοικίες, δημόσια χτίρια, γεφύρια κλπ.





Στο διάβα της μακραίωνης ζωής των Μπουγιαταίων όπως συνέβαινε στα χωριά προτού καταδικαστούν στην ερήμωση αναπτύχθηκαν διάφορα επαγγέλματα που αναλόγως απασχολούσαν έναν ή και περισσότερους ανθρώπους. Όπως για παράδειγμα οι μαραγκοί που φτιάχνανε πατώματα και στέγες, πορτοπαράθυρα σκάλες και έπιπλα, αλλά και οι ξυλογλύπτες που κάνανε τα ξυλόγλυπτα τέμπλα στις εκκλησίες.
Του (το) Μπουγιάτι διέθετε καλούς τεχνίτες κατεργασίας του σίδερου τους λεγόμενους γύφτους που φτιάχνανε ή επισκευάζανε κασμάδες τσάπες και ξινάρια, υνιά για τα αλέτρια αλλά και πέταλα για τα αλογομούλαρα, διάφορα εργαλεία και εξαρτήματα ακόμα και μαχαίρια. Κάθε χρόνο προτού ξεκινήσει το όργωμα και ο σπαρτός, οι κασμάδες τα υνιά κλπ έπρεπε να περάσουν από το γύφτο για ατσάλωμα και οι Ψαραίοι ήμασταν από τους καλύτερους πελάτες τους.
Απαραίτητοι ήσαν και οι καλαντζήδες ( καλαϊτζήδες) οι γνωστοί γανωτήδες που γάνωναν τα χαλκώματα (τενζέρια τηγάνια και τσουκάλια, σαγάνια τέσσες και ταψιά, λεβέτια κλπ), οι οποίοι καλαντζήδες όταν είχαν ευχέρεια περιόδευαν και στα χωριά για να ασκήσουν το επάγγελμά τους.
Το ίδιο απαραίτητοι στο χωριό ήσαν και οι τσαγκάρηδες που επισκευάζανε τα παπούτσια, οι γνωστοί μπαλωματήδες. Απαραίτητα εργαλεία ένα μικρό τραπεζάκι, η φαλτσέτα το σφυρί και το αμόνι, μερικά προκάκια, η παπουτσοκλωνά και το σουγλί, κερί για την κλωστή και καμιά φόλα (κομμάτι από δέρμα) από παλιοπάπουτσα για να μπαλώνει τις τρύπες στα παπούτσια. Φυσικά υπήρχαν και οι τεχνίτες που φτιάχνανε καινούργια παπούτσια. κλπ. Δεν γνωρίζω ακριβώς για τους Μπουγιαταίους μπαλωματήδες, αλλά υπήρχαν και περιοδεύοντες που φορτώνονταν το τραπεζάκι στον ώμο με τα τσαμασίρια τους και περιόδευαν τα χωριά επισκευάζοντας παπούτσια, και ένας τέτοιος και πολύ συμπαθής κατά την πρώτη γερμανική κατοχή ήταν ο Σπυράκος (Σπύρος Σπαγάκος) από του Λυκούρεση.
Υπήρχαν ακόμα εκείνοι που φτιάχνανε τα σαμάρια για τα γαϊδουρομούλαρα, αλλά κι εκείνοι που πεταλώνανε τα μουλάρια.
Και να μην ξεχνάμε τους αγωγιάτες. Κάποιος με το μουλάρι του αναλάβαινε να μεταφέρει ένα φορτίο, κρασί πχ, να πάει ένα φόρτωμα για άλεσμα στο μύλο, να πάει να οργώσει ή να αλωνίσει, ή να μεταφέρει κάποιον σε άλλο χωριό, και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Και μια σειρά άλλα ακόμα επαγγέλματα που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν, ‘όπως πχ οι Μαμές, οι εμπειρικές εκείνες που ξεγεννούσαν τις γυναίκες του χωριού, οι καμινιαρέοι που καίγανε καμίνια για να φτιάχνουν ασβέστι απαραίτητο για τις οικοδομές, οι καρβουνιαρέοι κλπ.
Το χωριό που έφθασε να έχει πάνω από 650 κατοίκους διέθετε και πολλά μαγαζιά από καφενεία και κουτούκια για κρασί μέχρι γενικού εμπορίου, και θυμάμαι ότι την δεκαετία του’40 μπορούσες να βρει κανείς στο μαγαζί του Μαρίνη του Χριστιανού από παστό μπακαλιάρο και υφάσματα μέχρι βελόνες ή μπογιές για τη βαφή των ρούχων.




Να αναφέρω τέλος εδώ ότι πολλές οικογένειες Μπουγιαταίων κατά το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα παρόλο που η ζωή ήταν πολύ δύσκολη προσπαθήσανε να δώσουνε μια κάποια διέξοδο στη φτώχεια και τη μιζέρια θέτοντας σαν στόχο να σπουδάσουν ένα από τα παιδιά τους.
Η παιδεία όμως εκείνες τις εποχές δεν ήταν δωρεάν όπως είναι σήμερα και το να σπουδάσει κάποιος από τα χωριά μας ήτανε άπιαστο όνειρο.

Παρόλα αυτά, κάποιοι με θυσίες, πολλές στερήσεις, υπομονή και θέληση, καταφέρανε να αντιμετωπίσουνε τα έξοδα στέλνοντας τα παιδιά τους στο σχολαρχείο και στο Γυμνάσιο στη Δημητσάνα ή στα Λαγκάδια και μετά στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης, και να έχουμε στη συνέχεια ίσως και πάνω από 15 δασκάλους από το χωριό αλλά και παπάδες
Μετά τη λήξη του πολέμου και από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 το Μπουγιάτι ακολουθεί την κοινή μοίρα της εσωτερικής μετανάστευσης, της αστυφιλίας της εγκατάλειψης και της ερήμωσης, και σήμερα Ιούλιο μήνα να μην συγκεντρώνει ούτε 30 κατοίκους και αυτούς απόμαχους της ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου