Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Το πανηγύρι στο χωριό μας παλιότερα και τώρα





                    Για να μιλήσουμε για τα πανηγύρια στα χωριά μας, τις μικρές κοινότητες της Ηραίας, θα πρέπει να γυρίσουμε νοερά πίσω στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, σε εποχές που οι συνθήκες ζωής ήσαν εντελώς διαφορετικές από την σημερινή. Σε εποχές που δεν υπήρχαν ακόμα συγκοινωνίες στη Γορτυνία και που οι επικοινωνίες γίνονταν μέσω των ταχυδρομείων με γράμματα (επιστολές) που καμιά φορά φθάνανε στον παραλήπτη τους (και αν φθάνανε) ύστερα από μήνες. Αυτοκίνητο, σταθερά και κινητά τηλέφωνα, ραδιόφωνο τηλεόραση και διαδίκτυο, ηλεκτρονική ενημέρωση και όλα αυτά που απολαμβάνουμε σήμερα, η γενιά μου στα μικράτα της ούτε στα όνειρα της δεν μπορούσε να τα φανταστεί.
            Απομονωμένα ζούσαν τα χωριά μας εκείνες τις εποχές επιβιώνοντας οι κάτοικοι  με την οικιακή τους οικονομία που στηριζόταν στη γεωργία και την μικροκτηνοτροφία με μοναδικό μεταφορικό μέσο το μουλάρι και το γαϊδούρι, και που οι οχτώ από τις δέκα οικογένειες συνήθως δεν κατάφερναν να εξασφαλίζουν το απαραίτητο ψωμί της χρονιάς για τις πολυμελείς οικογένειές τους. Σε τέτοιες συνθήκες φτώχειας, απομόνωσης και σκληρής βιοπάλης το πανηγύρι ήταν η κορυφαία ετήσια λατρευτική εκδήλωση στον προστάτη Άγιο ή Αγία του χωριού, παράλληλα όμως και ημέρα γλεντιού, φαγητού και ξεφαντώματος των κατοίκων.
        Και όταν μιλάμε για γλέντια και ξεφαντώματα μην πάει ο νους σας στις σημερινές εικόνες των πανηγυριών με τις σούβλες, τις ψητές γουρνοπούλες και τα καζάνια που βράζουνε τις γκιόσες, ή στις άμεμπτες εξυπηρετήσεις από εταιρίες Κέττερινκ. Ούτε και στις ζυγές τα όργανα με τα ηλεκτρονικά τους βοηθήματα τα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα όπως τα βλέπουμε στα σημερινά πανηγύρια. Αυτά αρχίσανε από το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και εδώθε.
     
          Την ημέρα του πανηγυριού  κάποιοι που είχαν ένα μαγαζάκι στο χωριό στήνανε τον πάγκο τους που πουλάγανε κρασί στις ανδρικές παρέες προσφέροντας και κάνα μεζέ για το κρασί τους, κάποιος άλλος έστηνε έναν πάγκο και πούλαγε καραμέλες και γλειφιτζούρια για τα παιδιά αλλά και καμιά σφεντόνα, κάποιος έφερνε να πουλήσει κάτι άλλο- εκεί στον προαύλιο και τον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας κάτω από τα πουρνάρια, αφού ισιώνανε κάπως το χώμα. Θυμάμαι την εντύπωση που είχε κάνει κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’40 στο χωριό μας το ότι ένας Καρασαναίος είχε φέρει και πούλαγε καρπούζι. Που πρώτη φορά το βλέπαμε.
      Ούτε πανηγυρίστρες όπως πχ έχουν διαμορφωθεί σήμερα στου Ψάρι, στου Ράφτη και σε όλα σχεδόν τα χωριά υπήρχαν τότες. Πάντα βρισκότανε ένα κλαρίνο και ένα ούτι που ξεκινάγανε το γλέντι μετά την εκκλησία, και αν υπήρχε και βιολί κάνανε την καλύτερη ορχήστρα και ο μπουχός από το χορό σηκωνόταν σύννεφο!
    Κάποιες ευκαιρίες για ομαδικό γλέντι και ξεφάντωμα  παρουσιάζονταν στις απόκριες που ντύνονταν και μπούλες (μασκαράδες), και σε μικρότερη κλίμακα στους γάμους, στο πανηγύρι όμως παράλληλα με το ομαδικό, κυριαρχούσε το αυθόρμητο και το συλλογικό, δεμένα με την παράδοση και την πολιτισμική ταυτότητα του χωριού. Οι άνδρες που σκοτώνονταν ολόκληρο το χρόνο και σε όλες τις εποχές του στη δουλειά είχαν κι αυτοί δικαίωμα εκείνη την ημέρα να φάνε και να πιούνε κάτι παραπάνω, να τραγουδήσουνε και να χορέψουνε, να μιλήσουνε με τους συγχωριανούς, να αστειευτούν και να ξεδώσουν. Και για τις γυναίκες λέφτερες και παντρεμένες η ημέρα του πανηγυριού ήταν μια ευκαιρία να περιποιηθούνε κάπως ιδιαίτερα τον εαυτό τους, να ντυθούνε με τις καλύτερες φορεσιές τους, να τραγουδήσουνε και να χορέψουν χωρίς φραγμούς
          Στα παλιότερα χρόνια, αγόρια και κορίτσια δεν επιτρεπόταν ούτε να κοιτάξει το ένα το άλλο, στο πανηγύρι όμως παρουσιαζόταν η ευκαιρία να ανταμωθούν και να πιαστούνε στο χορό, να χορέψουν και να τραγουδήσουνε, να δείξουν και τις χορευτικές τους δεξιότητες η να τραγουδήσουν τα τραγούδια που τους άρεσαν, να εντυπωσιάσουν, και ναι, και για κάποιο ανεπαίσθητο άγγιγμα στο χέρι, εκεί στο χορό. Η λέξη «καμάκι» ήταν άγνωστη ακόμα, οι όλο σημασία φλογερές ματιές και τα νυφοδιαλέγματα όμως ήσαν στην ημερησία διάταξη εκείνη την ημέρα. Χορεύανε ομαδικά σε ζυγές (κύκλους ) με σεβασμό στους άλλους, ιδιαίτερα σε εκείνον ή εκείνη που σέρνανε πρώτοι το χορό κάνοντας τις φιγούρες τους, και μόλις τελείωνε το τραγούδι που χόρευαν πηγαίνανε στο τέλος του κύκλου παραχωρώντας τη σειρά στον επόμενο.

                 Το πανηγύρι δεν ήταν μόνο για τους ντόπιους η κορυφαία, η μοναδική ευκαιρία της χρονιάς για το συλλογικό τους αντάμωμα, τις ώρες ξεγνοιασιάς, τον χορό, το ομαδικό τραγούδι και το ξεφάντωμα. Ήταν μια ευκαιρία μια φορά το χρόνο να επικοινωνήσουν και με γειτονικά χωριά, να συναντηθούν με συγγενείς από γάμους κυρίως και φίλους που έρχονταν σαν προσκυνητές την ημέρα εκείνη, άλλοι ποδαράτο και άλλοι  καβάλα πάνω στα μουλάρια τους με τις πολύχρωμες χάντρες στα καπίστρια τους και τα σαμάρια τους τα σκεπασμένα με περίτεχνα πλουμιστά κιλίμια ή κουβέρτες υφασμένα στον αργαλειό,  πραγματικά έργα τέχνης.
                 Μετά τον πόλεμο οι κοινωνικές συνθήκες αρχίζουν να αλλάζουν. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 αρχίζει η μετανάστευση, πολλά νέα παιδιά φεύγουν για το εξωτερικό, Αυστραλία Γερμανία Καναδά κλπ, θεριεύει όμως και το κύμα της αστυφιλίας και μικροί και μεγάλοι εγκαταλείπουν τα χωριά και φεύγουν στις πόλεις για μια καλύτερη ζωή. Οι Ψαραίοι καταφεύγουμε στην Αθήνα κυρίως κάνοντας δουλειές του ποδαριού στην αρχή, πολλοί απορροφούνται στην πώληση λαχείων Λαϊκού και Συντακτών που άκμαζε εκείνη την εποχή, άλλοι στην πώληση εφημερίδων και ακόμα περισσότεροι βρίσκουν εύκολα μεροκάματο στο γιαπί, καθώς η οικοδομή είναι ο κλάδος που αναπτύσσεται αλματωδώς. Σαν ανειδίκευτοι εργάτες στην αρχή, που μέσα σε δυο τρία χρόνια το πολύ αρκετοί γίνονται τεχνίτες, χτιστάδες, σοβατζήδες, καλουπατζήδες κλπ.
                      Η νόστος όμως για το χωριό, ο καημός για τους δικούς του και τα πάτρια, τα άγια χώματα, είναι ισχυρά συναισθήματα ριζωμένα βαθιά μέσα στην ψυχή του Έλληνα, και το πανηγύρι παίζει συνδετικό ρόλο και γίνεται πόλος έλξης των ξενιτεμένων για το χωριό. Δύσκολα χρόνια, σκληρός ο αγώνας για την επιβίωση, αλλά, είτε δουλειές του ποδαριού κάνει κάποιος στην Αθήνα είτε μεροκαματιάρης είναι, θέλει να έρθει στο χωριό  τ’ Αγιαννιού στις 29 Αυγούστου που γίνεται το πανηγύρι, να ιδεί τους δικούς του, να προσκυνήσει τη χάρη του και να χορέψει, να ρίξει κάνα χαρτονόμισμα στα όργανα όταν χορέψει, να κάνει κάνα κέρασμα, να δειχτεί και να φανεί στο χωριό με το κουστούμι του ότι είναι «κύριος» πλέον, ότι είναι κάποιος. Το ότι η συγκοινωνία φθάνει μόνο μέχρι τη Δημητσάνα και θα χρειαστεί  να κάνει τρεις τέσσερεις ώρες πορεία μέσα από μουλαρόδρομους για να φθάσει στο χωριό, λίγο μετράει.
                     Από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα το βιοτικό επίπεδο καλυτερεύει σταδιακά, εμφανίζονται και τα πρώτα Ι. Χ αυτοκίνητα που κάνουν πιο εύκολη την επικοινωνία και την κυκλοφορία των ανθρώπων, κυκλοφορεί χρήμα στα χωριά, και με την συμβολή και των ξενιτεμένων που επισκέπτονται τα χωριά τους εκείνες τις ημέρες που τιμούν τον προστάτη Άγιο τους κατά τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες, τα πανηγύρια βελτιώνονται πολύ. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, αφού ηλεκτροδοτείται η  Αρκαδία βελτιώνονται και οι κομπανίες των μουσικών και οι ζυγές τα όργανα με μεγάφωνα μικρόφωνα και ενισχυτές, και όταν πανηγυρίζουν οι Ψαραίοι τα κλαρίνα ακούγονται στου Σέρβου, έξι εφτά χιλιόμετρα απόσταση σε ευθεία γραμμή πάνω από τα ρουμάνια και τις βουνοκορφές και αντίστροφα. Πέφτει πολλή χαρτούρα στα κλαρίνα όχι μόνο από εκείνους που σέρνουν πρώτοι το χορό με κάθε τραγούδι, αλλά και από συγγενείς όταν χορεύει κάποιος δικός τους. Η γιαγιά π.χ θα σηκωθεί να ρίξει το κατιτίς της στα όργανα όταν χορεύει  η εγγονή της, ή η πεθερά όταν χορεύει η νύφη ή ο γαμπρός, και άλλα τέτοια.



        Ο προστάτης Άγιος των Ψαραίων, ο Αγιάννης ο νηστευτής, τιμάται με αυστηρή νηστεία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι πιστοί γλεντάνε και χορεύουνε νηστικοί. Από νωρίς την παραμονή, με τη φροντίδα της Αδελφότητας των Ψαραίων, βράζουν σε φωτιές από χοντρά ξύλα καζάνια με γίδα και προβατίνα, στον θαυμάσια διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας, ψήνεται και καμιά γουρνοπούλα στο φούρνο,και μετά τον εσπερινό ξεκινάει το φαγοπότι, εκεί στην εξαίρετη και ευρύχωρη πανηγυρίστρα, σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό τοπίο κάτω από τα αιωνόβια πουρνάρια και τις καρυδιές. Είναι έτοιμη και η εξέδρα με τα όργανα στη θέση τους, και μετά το φαγητό αρχινάει ομαδικός συλλογικός χορός με γνήσια παραδοσιακή δημοτική μουσική που κρατάει μέχρι τις πρωινές ώρες.
                 Την επομένη, ανήμερα τ’ Αγιαννιού μετά την δοξολογία, γίνονται από τους πιστούς οι προσφορές και τα τάματα στην εκκλησία, όπως και οι διάφορες ανακοινώσεις της Αδελφότητας Ψαραίων και αργότερα προσφέρονται αυστηρώς νηστήσιμα εδέσματα. Το παραδοσιακό φαγητό των Ψαραίων την ημέρα τ’ Αγιαννιού είναι πατατούλες στο φούρνο με ντομάτα και κρεμμύδι χωρίς λάδι. Το απόγευμα μετά τον εσπερινό, το πανηγύρι συνεχίζεται με τον κόσμο να απολαμβάνει τα νηστήσιμα ενώ τα καζάνια με τα σφαχτά βράζουνε δίπλα από την πανηγυρίστρα. Κατά τις 10 το βράδυ συνήθως, ο παπάς ανακοινώνει στους Ψαραίους ότι επειδή είναι καλοί χριστιανοί και πιστοί, ο Άγιος δεν θα είχε αντίρρηση, έτσι για το καλό της ημέρας, να αρτυθούνε μια δυο ώρες, πριν από τις δώδεκα που αλλάζει η ημέρα.. Είναι το σύνθημα για να ορμήσει ο κόσμος στα βραστά και τα ψητά και σε λίγο αρχίζουν τα κλαρίνα και οι χοροί που πολλές φορές κρατάνε μέχρι το πρωί.

                    Γνωστό πλέον στην περιοχή το Ψαραίικο πανηγύρι για την συλλογική του έκφραση και την αυστηρή προσήλωσή του στην παράδοση, προσελκύει πολύ κόσμο από τα γύρω χωριά καθώς οι επισκέπτες γνωρίζουν ότι δεν  θα αντιμετωπίζουν πρόβλημα πάρκινγκ,  ότι θα βρούνε άνετα τραπέζι και θα φάνε εξαίρετα φαγητά σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να σηκωθούν με την παρέα τους και να χορέψουν χωρίς περιορισμούς, αφού στην πίστα ξεδιπλώνονται πολλές δίπλες (ζυγές, κύκλοι) χορού και ότι θα περάσουν μια αξέχαστη βραδιά.