Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Τα Ορλωφικά, και ο βιασμός της Πελοποννήσου από τους Αλβανούς.

 






Η Ακατερίνα Β'


Τα Ορλωφικά υποκινήθηκαν από τους Ρώσους ως κίνημα ανεξαρτησίας και διαδραματίστηκαν το 1770, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768– 1774), με εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη του τότε ελλαδικού, ηπειρωτικού και νησιωτικού χώρου, κυρίως όμως στην Πελοπόννησο. Θεωρήθηκαν δε από πολλούς ως η πρώτη σοβαρή προσπάθεια του ελληνικού στοιχείου για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού.

Ενώ οι προσπάθειες του τσάρου Πέτρου Α΄ του Μεγάλου Πέτρου (1672 – 1725) να βγει στη Βαλκανική είχαν σταματήσει στον Προύθο το 1711, οι Έλληνες και οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων που ήσαν υπόδουλοι των Τούρκων δεν έχασαν τις ελπίδες τους ότι οι Ρώσοι θα τους ελευθερώσουν, και με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768 από την τσαρίνα Αικατερίνη Β (1762 – 1796) οι ελπίδες τους αναπτερώθηκαν.

Ο Ελληνισμός είχε σοβαρούς δεσμούς με τη Ρωσία. Δραστηριοποιούνταν πολλοί Έλληνες εκεί ως έμποροι αλλά και αξιωματούχοι, δάσκαλοι της ελληνικής γλώσσας κλπ, και πολλούς είχε και η τσαρίνα στην Αυλή της. Ήταν πολύ φυσικό το ελληνικό στοιχείο  να προσδοκά και να πιέζει για βοήθεια της ορθόδοξης Ρωσίας στην αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, ενώ επίκαιροι ήσαν πάντα και οι χρησμοί του Αγαθάγγελου για το «ξανθό γένος» που θα απελευθέρωνε τον υπόδουλο Ελληνισμό. 

Η Ρωσία πάντα οραματιζόταν περιορισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα δυτικά, κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα με ελεύθερα παράλια για τη ναυσιπλοΐα της και διέξοδο προς το Αιγαίο, με παράλληλες εξεγέρσεις των λαών της Βαλκανικής που θα βοηθούσαν τα σχέδιά της, και θα τους υποστήριζε σαν ομόθρησκους.

Από τον καιρό της Αικατερίνης Α’, ο στρατάρχης Μύνιχ είχε εκπονήσει σχέδια για τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, τονίζοντας τη γοητεία που ασκούσε η μεγάλη ρωσική δύναμη στους Έλληνες, και πόσο χρήσιμο θα ήταν να εκμεταλλευτούν αυτόν τους τον ενθουσιασμό και να τους ξεσηκώσουν όταν θα βάδιζαν κατά της Κωνσταντινούπολης. Όταν μάλιστα αναρριχήθηκε στο θρόνο η Αικατερίνη Β’, υιοθέτησε τα σχέδια του  Μύνιχ. ενώ παράλληλα, ο ευειδής αρχηγός του πυροβολικού Γρηγόρης Ορλώφ που ήταν και ερωμένος της, την έπεισε για τα δίκαια του Ελληνισμού και της υπέβαλε τα σχέδια για τον ξεσηκωμό τού ελληνικού στοιχείου στα νησιά και στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, βεβαιώνοντάς την ότι αν η Ρωσία βοηθούσε την επανάσταση των Ελλήνων, και την Κωνσταντινούπολη θα έπαιρνε, και ο θρόνος του Βυζάντιου θα γινόταν δικός της.

Ο Ορλώφ, πριν από τη συνομωσία που είχε ανεβάσει την Αικατερίνη στο θρόνο, και στην οποία ήταν πρωτουργός στο φόνο του συζύγου της Πέτρου Γ’, συνυπηρετούσε στο πυροβολικό με τον «τυχοθήρα» κατά Κ. Σάθα, Γεώργιον Παπάζωλη από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, που είχε έλθει στην Πετρούπολη και είχε καταταγεί στο ρωσικό στρατό, και είχε συνδεθεί μαζί του με στενή φιλία. Όταν λοιπόν μετά την ενθρόνιση της Τσαρίνας, ο Ορλώφ είχε γίνει «το δεύτερο  της αυτοκρατορίας πρόσωπο», ο Παπάζωλης του είχε μιλήσει για την επανάσταση των Ελλήνων και τον είχε κάνει θερμό υποστηρικτή τους.

Η φιλόδοξη Τσαρίνα ήταν τόσο πολύ, απόλυτα σίγουρη ότι θα καταβρόχθιζε την οθωμανική αυτοκρατορία, ώστε εκ προοιμίου είχε προδιαγράψει και προκαθορίσει τις θέσεις των καινούργιων κτήσεων. «Η Πελοπόννησος μετά τών πέριξ νήσων μετεβάλλετο εις ρωσσικήν επαρχίαν, διοικουμένην υπό Γερουσίας εξαρτωμένης από τού ανακτοβουλίου τής Πετρουπόλεως» (1). Ήσαν βέβαιοι εκεί στη Ρωσία, ότι «μόνη η εμφάνισις τής ρωσσικής σημαίας ήθελε δώσει τό σύνθημα τής επαναστάσεως».

Ο Γκριγκόρι Ορλώφ που ήταν αρχηγός του πυροβολικού, χορήγησε τρία χρόνια άδεια στον Παπάζωλη για να κατέβει στον ελλαδικό χώρο και να προετοιμάσει την επανάσταση, και για τον ίδιο σκοπό έφυγαν για τη Βενετία οι αδελφοί Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ. Εγκατεστάθησαν εκεί και άρχισαν επαφές με το ελληνικό στοιχείο και πράκτορες που πηγαινοέρχονταν στη Πελοπόννησο, στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Όταν επεσήμανε τη δράση τους η ενετική Δημοκρατία, κατέφυγαν στην Τοσκάνη όπου και συνέχιζαν τις επαφές τους. Παράλληλα, πράκτορες της Αικατερίνης διέτρεχαν τη Μολδοβλαχία και τη Σερβία κατηχώντας τους χριστιανούς και προετοιμάζοντάς τους για τον ξεσηκωμό.

Ο Παπάζωλης αναχώρησε για το Μωρηά κατά τα τέλη το 1766. Πέρασε από Ήπειρο, Ακαρνανία, και κατέβηκε στην Πελοπόννησο. Έπρεπε να κατηχήσει τους τοπικούς άρχοντες, γιατί χωρίς αυτούς δεν ήταν δυνατόν να ξεσηκωθούν οι λαϊκές μάζες. Στη Μάνη που έμεινε πολλούς μήνες δεν βρήκε προθυμία για τα σχέδιά του. Οι Μανιάτες ήσαν επιφυλακτικοί. Επέμεναν ότι αν δεν εμφανιστούν ρωσικά στρατεύματα, δεν επαναστατούν. Τελικά όμως, υπεσχέθησαν ότι θα συμμετέχουν στον ξεσηκωμό του Μωρηά, μόνον όταν έλθουν ισχυρές ρωσικές δυνάμεις. Στην Καλαμάτα όπου προύχοντας ήταν ο μεγαλέμπορος Παναγιώτης Μπενάκις, ο Παπάζωλης βρήκε διαφορετική υποδοχή, σε φιλικό κλίμα. Όταν επέστρεψε στην Τεργέστη είχε μαζί του έγγραφο συμφωνητικό στο οποίο «Οι Μανιάτες υπόσχονταν να επαναστατήσουν και να ενισχύσουν τους Ρώσους με 100 χιλιάδες στρατό αν τους στείλει η τσαρίνα τα απαραίτητα όπλα, και έρθει ο ρωσικός στόλος στα πελοποννησιακά  παράλια» (2).

Τον Οκτώβρη του 1768 ο Σουλτάνος κήρυξε τον πόλεμο της Τουρκίας κατά της Ρωσίας,  και η Τσαρίνα εθεώρησε ότι μπορούσε πλέον να εφαρμόσει τα σχέδιά της για τους λαούς της Βαλκανικής που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία, και να τους ξεσηκώσει για αντιπερισπασμό. Το ρωσικό ναυτικό πόρρω απείχε από το να θεωρείται αξιόλογο, αλλά την επόμενη χρονιά, το 1769, δυο μοίρες (κατ’ άλλους τρεις) του άνοιξαν πανιά για τη Μεσόγειο, ενώ στις αρχές εκείνης της χρονιάς οι προύχοντες του Μωρηά, με αναφορά τους στην τσαρίνα, ζήτησαν την προστασία της. Οι φύλαρχοι μάλιστα της Μάνης, γράφανε ότι ποτέ δεν υποτάχτηκαν στους Τούρκους και ότι έχουν 40.000 στρατό. Λέγανε ακόμα οι προύχοντες του Μωρηά πως μπορούν να οπλιστούν 100 χιλιάδες που θα πολεμήσουν έξω από τον Ισθμό της Κορίνθου. (3)

Στις 28 Φλεβάρη του 1870, μοίρα του ρωσικού στόλου, αφού πέρασε από την Ιταλία και παρέλαβε τους δυο Ορλώφ, αγκυροβόλησε στο Οίτυλο και από εκεί οι Ορλώφ εκήρυξαν  την επανάσταση όχι γιατί οι Ρώσοι νοιάζονταν για να απελευθερώσουν τους Έλληνες, αλλά για να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στις τούρκικες δυνάμεις. Εκείνη η επανάσταση ονομάστηκε  Ορλώφεια ή Ορλωφικά-, επειδή οι αδελφοί Ορλώφ ήσαν οι υποκινητές και πρωτεργάτες της. 

Στις πρώτες όμως, επαφές μεταξύ Μανιατών και Ορλώφ, διαπιστώθηκαν επιφυλάξεις από τις δυο πλευρές, καχυποψία και διαφωνίες. Οι Έλληνες περίμεναν ρωσικά στρατεύματα και όπλα για να εξοπλιστούν χιλιάδες, βλέπουν όμως περίπου 600 Ρώσους  και τέσσερα κιβώτια όπλα. Οι Ορλώφ περίμεναν να αντικρύσουν χιλιάδες οπλισμένους, κι εδώ βρίσκονται αντιμέτωποι με επιφυλακτικούς Μανιάτες που τους ζητούν διαβεβαιώσεις ότι αν ξεσηκωθούν, δεν θα τους εγκαταλείψει στην τύχη τους η Ρωσία. Κατέληξαν τελικά σε συμφωνία και δημιούργησαν δύο σώματα ενόπλων, την Ανατολική και τη Δυτική Λεγεώνες της Σπάρτης, όπως τις ονόμασαν, όπου υποχρεώθηκαν να «ορκιστούν πίστην προς την αυτοκράτειρα τω Ρωσσιών». (4)

Άρχισαν οι συγκρούσεις, και την 1η Μαρτίου ξεκινά η πολιορκία της Κορώνης από το ρωσικό στόλο. Στις 5 Μαρτίου, η Λεγεώνα της οποίας ηγείτο ο Μυκονιάτης εμποροπλοίαρχος Αντώνης Ψαρός που ήταν και τοποτηρητής του Ρωσικού στόλου, κυρίευσε το Μιστρά, και εκεί έγιναν και οι πρώτες ανεξέλεγκτες σφαγές. Κατατρομαγμένοι οι Τούρκοι υπερασπιστές του φρουρίου, από την εμφάνιση των εξεγερμένων Ελλήνων που προπορεύονταν Ρώσοι αλλά και Έλληνες με ρωσικές στολές, εζήτησαν και συμφωνήθηκε συνθηκολόγηση. Καθώς όμως αποχωρούσαν με τις οικογένειές τους, στίφη Μανιατών που κατέβαιναν από τα βουνά για να λεηλατήσουν τη Σπάρτη, επέπεσαν κατά των Τούρκων, αρπάζοντας ό,τι είχαν, και σφάζοντας αδιακρίτως μικρούς και μεγάλους, γυναίκες άνδρες και μικρά παιδιά. «Διασπαρέντες εις την πόλιν διαρπάζουσιν αδιακρίτως πάσαν οικίαν, και φονεύουσι πάντα τον ανθιστάμενον. Ούτω δε λαφυραγωγήσαντες και καταφθείραντες τον Μισθράν οι Μανιάται επανέστρεψαν δρομαίοι είς τα όρη των. Τετρακόσιοι Οθωμανοί έπεσαν θύματα των λυσσαλέων τούτων επιδρομέων, οίτινες εκτός των άλλων κακουργιών ετέρποντο εκσφενδονίζοντες τα βρέφη από της κορυφής των μιναρέδων επί του λιθοστρώτου». (5)

Οι εξεγέρσεις γενικεύονται, ο κόσμος ξεσηκώνεται. Οι διαδόσεις και οι φήμες περί τα δρώμενα πολλαπλασιάζονται και υπερμεγεθύνονται, η τρίχα γίνεται τριχιά. Μιλάνε για αμέτρητα ρωσικά καράβια που πλημμύρισαν τις θάλασσες, για μιλιούνια Ρώσσων που προελαύνουν, και με την εμφάνισή τους και μόνο, οι Τούρκοι το βάζουν στα πόδια για να σωθούν. Με εντολή του Ορλώφ, ο Ψαρός εκστρατεύει κατά της Τριπολιτσάς με τη λεγεώνα του. Ο ενθουσιασμός στο ελληνικό στοιχείο ήταν ασυγκράτητος. Χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στη Σπάρτη για να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, πιστεύοντας ότι στη θέα τους και μόνο, οι Τούρκοι θα παραδοθούν. Οι δε Μανιάτες για τους οποίους το λάφυρο και η διαρπαγή ήταν θρησκεία, «παρέλαβον και τας γυναίκάς των φερούσας σάκκους κενούς προς μετακόμισιν της λείας». (6)

Στους έξι χιλιάδες ανερχόταν ο αριθμός των Ελλήνων που εφόρμησαν κατά της Τριπολιτσάς, στις 29 Μαρτίου του 1770, φορώντας και ρωσικές στολές πολλοί, ενώ τους ακολούθησαν και 57 Ρώσοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και πυροβολητές υπό τον λοχαγό Μπάρκωφ. Οι Τούρκοι όμως της Τριπολιτσάς δεν έχασαν την ψυχραιμία τους. Οργάνωσαν και ενίσχυσαν με μεγάλες δυνάμεις την άμυνά τους, και μόλις εμφανίστηκαν οι Έλληνες και άρχισαν να τους κανονιοβολούν, ο Τουρκαλβανός Οσμάν Μπέης που είχε την γενική αρχηγεία «αντελήφθη ότι οι Πελοποννήσιοι δεν ήσαν Ρώσσοι αλλά Μανιάται και Μωραΐται κακώς εξωπλισμένοι και αγύμναστοι … »

Οι Τούρκοι έσφαξαν πολλούς  από το ελληνικό στοιχείο της πόλης,  και με το αίμα τους βάψανε τα χέρια τους και τα πρόσωπά τους, αλλά και  τα κεφάλια των αλόγων τους, και εφόρμησαν  κατά των επιτιθεμένων αλαλάζοντες. Απόλεμοι και άπειροι οι Έλληνες δεν άντεξαν και πολύ την ορμή του τούρκικου ιππικού. Το βάλανε στα πόδια, εγκαταλείποντας εφόδια και πυρομαχικά, και διασκορπίστηκαν προσπαθώντας να σωθούν.

        

Η ναυμαχία του Τσεσμέ.

Επιστρέφοντας στην πόλη τα τούρκικα τμήματα λεηλάτησαν τα σπίτια των Ελλήνων και τους βάλανε φωτιά, ενώ μέσα σε δυο ώρες, τρεις χιλιάδες από αυτούς «άνευ διακρίσεως γένους και ηλικίας» τους περάσανε από μαχαίρι, και  τα πτώματά τους τα κάψανε στις φωτιές που καταβροχθίζανε τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους. (7) Οι Ρώσσοι υπό τον Μπάρκωφ και κάποιοι Έλληνες  οχυρωθέντες γύρω από τη ρωσική σημαία, πολέμησαν και πέσανε εκεί, εκτός από τον Μπάρκωφ και τρείς ακόμα, που  κατάφεραν να φύγουν και να μεταφέρουν τα κουρέλια της σημαίας στη Ναυαρχίδα τους. Στον Κορδάτο σελ 237, 238, σε υποσημείωση του Βλαχογιάννη, βλέπουμε ότι στην Τριπολιτσά ήσαν 500 οι Ρώσοι που πολεμήσανε ανδρείως και εσφάγησαν μέχρις ενός.


Η τραγική κατάληξη της Τριπολιτσάς προκάλεσε φόβο και τρόμο σε κάθε σημείο του Μωρηά, καθώς τα νέα μεταφέρθηκαν από τους φυγάδες, και σήμανε το τέλος της εξέγερσης. Πολύ σύντομα τα νέα απλώθηκαν στον ελλαδικό χώρο, όπου στο μεταξύ, οι Τούρκοι οργάνωναν το στρατό τους και κατέβαζαν ασκέρια Τουρκαλβανών. Άρχισαν επιθέσεις και  αντεπιθέσεις, και παντού νικούσαν τους αγύμναστους απειροπόλεμους και κακώς εξοπλισμένους, αλλά κυρίως, ανοργάνωτους Έλληνες. 

Στην Κρήτη οι επαναστάτες ηττήθηκαν, και τον Δασκαλογιάννη που ήταν επικεφαλής της εξέγερσης, τον έγδαραν οι Τούρκοι ζωντανό. Την Πάτρα που είχε καταληφθεί από τους επαναστάτες, την ξαναπήραν οι Τούρκοι από τους Κεφαλλονίτες και τους Ζακυνθινούς που την υπερασπίζονταν, και το βάλανε στα πόδια. Εκτός από τον Μητροπολίτη, σφάξανε  και 3.000 Πατρινούς. Στην Κορώνη, οι Αρβανίτες σφάξανε 400 Μανιάτες και αιχμαλωτίσανε τον αρχηγό τους τον Γιάννη Μαυρομιχάλη. (8) Στη Λάρισα, εξ αιτίας της διαφωνίας δυο τοπικών οπλαρχηγών, σφαγιάστηκαν μέσα σε μια ημέρα τρεις χιλιάδες άμαχοι πολίτες. (9)

Μόνο οι Μανιάτες προβάλανε οργανωμένη άμυνα. Νικήσανε τους Τουρκαρβανίτες όταν δοκίμασαν να καταλάβουν την Καλαμάτα, τους χτυπήσανε και αλλού όποτε αποπειράθηκαν να μπουν στη Μάνη, και καταφέρανε να κρατήσουν τον τόπο τους ελεύθερο.

Μετά την καταστροφή στην Τριπολιτσά, βλέποντας τα κύματα των Αλβανών να κατακλύζουν το Μωρηά, ο Ορλώφ αποφάσισε να πάρει το στόλο του και να φύγει. Κατηγορούσε τους Έλληνες για την αποτυχία, οι Έλληνες από την πλευρά τους τον κατηγόρησαν ότι τους ξεσήκωσε με ψέματα και τους παράτησε στην εκδικητική μανία των Τούρκων  και της Αρβανιτιάς. Όσο και να  προσπάθησε ο Παπάζωλης και άλλοι να τον πείσουν ότι τίποτα δεν χάθηκε ακόμα, ο Ορλώφ παρέμεινε ανένδοτος. Πήρε κάποιο κόσμο στα καράβια του, μαζί με μερικούς προύχοντες και δεσποτάδες, παρέμεινε όμως αδιάφορος και ανάλγητος ως προς την τύχη του λαού, που έμενε απροστάτευτος στις εγκληματικές διαθέσεις των Τουρκαλβανών. «Μας υποσχεθήκατε την ελευθερία μας και μας αφήνετε να μας σφάξουν οι Τούρκοι. Άσυλο μόνο σας ζητούμε … »,  φώναζαν τα πλήθη στην παραλία. (10) 

Όσοι είχαν παράδες, κατάφεραν να ναυλώσουν καΐκια και να περάσουν με τις οικογένειές τους στα νησιά και αλλού. Η φτωχολογιά που δεν είχε ούτε ψωμί, έμεινε έρμαιο στις εκδικητικά δολοφονικές διαθέσεις των Τουρκαλβανών.

Οι Ορλώφ, μετά την αποτυχία της εξέγερσης στον ελλαδικό χώρο, δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν με άδεια χέρια στην Τσαρίνα, και λίγο αργότερα, στις 5 Ιούλη εκείνης της χρονιάς (1770) και οι τρεις μοίρες του ρωσικού στόλου με αρχιναύαρχο τον Αλέξη Ορλώφ κατάφεραν να στριμώξουν και να καταστρέψουν τον Τουρκικό στόλο στο Τσεσμέ κοντά στη Χίο. Η καταστροφή του τουρκικού στόλου έκανε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη και θεωρήθηκε νίκη των Ελλήνων, γιατί πολλοί από τα πληρώματα και πρώτος μεταξύ τους ο αρχηγός των πυροβολητών Παναγιώτης Αλεξόπουλος, ήσαν Έλληνες.

Μετά τη ναυμαχία του Τσεσμέ οι Ορλώφ παρέμειναν με το στόλο τους στην Πάρο, ελέγχοντας πολλά από τα νησιά του Αιγαίου, μέχρι που στις 10/21 Ιουλίου 1774, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε, και στο βουλγαρικό χωριό Κιουτσούκ Καϊναρτζή υπογράφηκε ειρήνη που έμεινε στην ιστορία με αυτό το όνομα.

Παρόλο που από την υπογραφή της Συνθήκης του Καϊναρτζή το 1774 οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να αμνηστεύσουν όλους τους Χριστιανούς που πολέμησαν με τους Ρώσους, εξοργισμένος ο Σουλτάνος με τους Πελοποννήσιους –ιδιαίτερα για τις ωμότητες που διέπραξαν οι Μανιάτες, ισχυρίζονται κάποιοι– αποφάσισε να αναθέσει στους Αλβανούς να τους περάσουν από μαχαίρι παντός γένους και ηλικίας, και να εποικίσουν το νησί με Μουσουλμάνους. Με το ισχυρό όμως επιχείρημα κάποιων φιλελλήνων ότι «αν φονευθούν οι χριστιανοί, ποιος θα πληρώσει το χαράτσι;» άλλαξε γνώμη, αλλά άφησε το Μωρηά στην  αρπακτική μανία των Αλβανών.

Αμέσως με την εμφάνιση του ρωσικού στόλου στη Μάνη και τις πρώτες εξεγέρσεις, οι Τούρκοι απευθύνθηκαν στους Αλβανούς καλώντας τους να κατέβουν στο Μωρηά, με δικαίωμα ζωής πάνω στους ραγιάδες και την περιουσία τους, να τους τιμωρήσουν για την αποστασία και τη συμμετοχή τους στα Ορλωφικά, και να υπερασπιστούν την Τούρκικη κυριαρχία. Στίφη Αλβανών «οσφραινόμενα πλουσιωτάτην λείαν» εξόρμησαν μέσω της Στερεάς με κατεύθυνση το Μωρηά, σαρώνοντας την Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμά τους, καταστρέφοντας το Μεσολόγγι. Άλλα πολυάριθμα μπουλούκια σάρωσαν την Παρνασίδα και τη Λιβαδειά. Από την Μεγαρίδα εισέβαλαν στην Κορινθία, ένα άλλο σώμα από τη Ναυπακτία μπήκε στην Αχαΐα και εξαπολύθηκαν σφάζοντας και λεηλατώντας, κυριεύοντας μεγάλο μέρος του Μωρηά, πνίγοντας την ήδη πεθαμένη από την έναρξή της επανάσταση.

Εμπόδια δεν υπήρχαν για την Αλβανική λαίλαπα που παρεκτράπηκε σε βάρβαρη λεηλασία και απάνθρωπη καταστροφή, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του πολέμου το 1774. Λήστευαν, έσφαζαν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους, με τις ευλογίες της Οθωμανικής Εξουσίας.

 

Γκριγκόρι Ορλώφ

Έντρομοι οι απροστάτευτοι ραγιάδες τρέχανε στα βουνά στις σπηλιές και στα ρουμάνια να κρυφτούν, άλλοι που είχαν οικονομική ευχέρεια κατάφεραν να μεταναστεύσουν στα Εφτάνησα και στις Κυκλάδες, στη Ρωσία και την Αυστρία. Στα βόρεια παράλια της Αδριατικής, οι ελληνικές παροικίες πλήθαιναν. Μετανάστες κατέφυγαν στη Μολδοβλαχία, στην Ουγγαρία, την Πολωνία. Στον Κορδάτο σελ 258 βλέπουμε πως (σημ. για Δημητριείς) 80.000 οικογένειες από τον ελλαδικό χώρο μετανάστευσαν στην Αυστρία. Πάρα πολλοί καταφύγανε «στα ατελεύτητα εν Μικρά Ασία τσιφλίκια του Καραοσμάνογλου». (11)

Όταν τα πρώτα τμήματα των Αλβανών άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους φορτωμένα λάφυρα και πλούτη, άλλα, πολυαριθμότερα γεμάτα απληστία  για αρπαγές και πλουτισμό μπουλούκια, κατέβαιναν στον Μωρηά για να ξεσκίσουν τις σάρκες του. Τίποτε και κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τους δυστυχείς Μωραϊτες. «Έκαστος Αλβανός εκέκτητο προνόμιον το αρπάζειν, ατιμάζειν και φονεύειν όποιον ήθελεν». Ήσαν κράτος εν κράτει. 

Κάποιοι αναφέρουν ότι ο αριθμός των επιδραμόντων Αλβανών έφθασε και τις 120.000. Αρπάζανε γυναίκες από τα παιδιά και τους άντρες τους, αρπάζανε κορίτσια για να κορέσουν τις κτηνώδεις ορέξεις τους, κι αν τολμούσε να μιλήσει κάποιος που του παίρνανε την κόρη ή τη γυναίκα του τον σφάζανε. Αρπάζανε ολόκληρες οικογένειες, αρπάζανε τους κατοίκους ολόκληρων χωριών με τα κοπάδια και τα ζωντανά τους και τους πουλούσαν στους μπέηδες και τους αγάδες της Ρούμελης, ή τους μετέφεραν στην Αλβανία για να τους πουλήσουν στους μαύρους της Αφρικής ή σε εμπόρους σκλάβων. Πέρα από το ότι αρπάζανε και λαφυραγωγούσαν ό,τι εύρισκαν, μεταχειρίζονταν ανομολόγητα βασανιστήρια για να εξαναγκάσουν κάποιους να φανερώσουν πιθανές κρυψώνες χρημάτων ή κοσμημάτων. Μπήγανε ακίδες (σκλήθρες) από σκισμένα καλάμια κάτω από τα νύχια τους, τοποθετούσαν ασήκωτα βάρη από  πέτρες πάνω στην κοιλιά ή το στήθος τους και απολάμβαναν το θέαμα και τα ουρλιαχτά πόνου, αστεϊζόμενοι μεταξύ τους.

Ανάβανε φωτιές και στήνανε σούβλες που σιγοψήνανε τα θύματά τους μέχρι να μαρτυρήσουν πιθανά κρυμμένα έστω λίγα χρήματα ή κοσμήματα, οτιδήποτε που είχε κάποια αξία. Κρεμάγανε από ψηλά μια διπλή τριχιά, δένανε κάποιον από χέρια και πόδια και τον περιστρέφανε μέχρι να σφίξει η τριχιά. Την άφηναν ύστερα να ξεστρίβει με ταχύτητα, ώστε το θύμα να βασανίζεται από σκοτοδίνες με τις γρήγορες στροφές και να πέφτει με βρόντο στο δάπεδο, «προς άμετρον θυμηδιαν των βασανιστών». Ένα άλλο είδος βασανισμού ήταν να τους πετάνε μπρούμητα πάνω σε σκόνη – άσβεστο – ασβέστη για να πνίγονται, να μην μπορούν να αναπνεύσουν. Αναφέρονται και ένα είδος κεριών από ανθρώπινο λίπος τα οποία μοστράριζαν στους βασανιζόμενους, για να συνειδητοποιήσουν τι τους περιμένει αν επιμείνουν να μην συνεργάζονται… Εκείνη την εποχή, από αυτές τις περιπέτειες ο Μωρηάς ονομάστηκε κατακαϋμένος.

Όταν επί τέλους οι Αλβανοί συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε τι άλλο να πάρουν, υποχρέωναν ύστερα από βασανιστήρια τους Πελοποννήσιους να τους υπογράφουν χρεωστικά ομόλογα για εκατοντάδες χιλιάδες γρόσια, με τόκο 60/% το μήνα και με λήξη ορισμένου χρόνου. Και όταν έληγε ο χρόνος, αφού φυσικά δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη, τους πουλούσαν σαν κτήνη σε εξευτελιστική τιμή σε μακρινούς τόπους. Παίρνανε και ανθρώπους, τα παιδιά τους συνήθως για ενέχυρο για τα χρέη, και τους πήγαιναν στην Αλβανία μέχρι να πληρωθούν τα χρέη. Πολλοί από αυτά τα «ενέχυρα» χαθήκανε ή πουληθήκανε σκλάβοι.

Επί εννιά ολόκληρα χρόνια η αλβανική πανούκλα λεηλατούσε βίαζε, σκότωνε, σκλάβωνε και κατέστρεφε τα πάντα στον κατακαϋμένο το Μωρηά. Εκεί που πριν από λίγο υπήρχαν πόλεις και κωμοπόλεις πολυάνθρωπες και ευτυχισμένες, τώρα έβλεπε κανείς την ερήμωση του θανάτου και φλογισμένα ερείπια. Όλη η Πελοπόννησος είχε σχεδόν απογυμνωθεί από τους κατοίκους της, γιατί άλλοι είχαν σφαχτεί, άλλοι είχαν πουληθεί ως δούλοι και άλλοι είχαν μεταναστεύσει, ενώ κάποιοι κρύφτηκαν σε απρόσιτα βουνά και σε απόκρυφα σπήλαια, και 4–5 χιλιάδες περίπου γίνανε κλέφτες. Από 40 μέχρι 100 χιλιάδες υπολογίζουν κάποιες πηγές τους σκοτωμένους και πουλημένους ως σκλάβους Μωραϊτες.

Κάποιοι από τους Τουρκαρβανίτες είχαν αποφασίσει να κάνουν μόνιμη τη διαμονή τους στο Μωρηά κι όχι μόνο δεν υπολόγιζαν την Τούρκικη Εξουσία, την περιγελούσαν κιόλας. Επί πλέον, είχαν αρχίσει να βλάφτουν σοβαρά τους Τούρκους του Μωρηά. Τους ενοικιαστές των φόρων που δεν είχαν πλέον κέρδη, τους σπαχήδες που χάσανε τα εισοδήματά τους, και τους Τσιφλικάδες που δεν εύρισκαν χέρια για να καλλιεργήσουν  τα αμπελοχώραφά τους. Κι ακόμα, είχε μηδενιστεί σχεδόν και το χαράτσι για το Σουλτάνο.

Η Πύλη που δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλο αυτή την κατάσταση, έστειλε  στρατό και στόλο στο Μωρηά με επικεφαλής τον αρχιναύαρχο Γαζή Χασάν Τζεζαϊρλή για να τους διώξει. Εκείνον τον φιλέλληνα που, με την παρατήρησή του «αν σφάξουμε τους Πελοποννήσιους, ποιος θα πληρώνει το χαράτσι;», είχε αποτρέψει το Σουλτάνο να περάσει από μαχαίρι το χριστιανικό στοιχείο του Μωρηά... Ο Τζεζαϊρλής κάλεσε τους Αρβανίτες να φύγουν από την Πελοπόννησο, και οι Τσάμηδες υπάκουσαν και φύγανε. Οι Μπεκιάρηδες που ήσαν και καλοί πολεμιστές (σε 10.000 τους υπολογίζει ο Σάθας, σε 12.000 ο Θ. Κολοκοτρώνης, και ο Κανδηλώρος στον Αρματωλισμό της Πελοποννήσου), οχυρώθηκαν στην Τριπολιτσά που ήταν το κέντρο τους και απαίτησαν να τους καταβληθούν 10 χρόνων μισθοί, κι επί πλέον να τους εξοφληθούν τα χρεόγραφα των Πελοποννησίων. Αποφασισμένος να ξεμπερδεύει με δαύτους ο Σερασκέρης, ζήτησε βοήθεια και από τους Έλληνες, και πρόσφερε αμνηστία και στους κλέφτες αν συνεργαστούν για την εξόντωση των Αρβανιτάδων. Τρείς τέσσερεις χιλιάδες κλέφτες σπεύσανε και προσκύνησαν, ενώ σε πολλούς ο Γαζής πρόσφερε και δώρα. 

Μόνο ο Κωσταντἰνος Κολοκοτρώνης απέφυγε να παρουσιαστεί για να δηλώσει υποταγή. Έσπευσε όμως με χίλιους άντρες κι έπιασε τα Τρίκορφα κοντά στην Τριπολιτσά. Ο Γαζής με 6.000 Τούρκους και 3.000 κλέφτες χτύπησε στις 11 Ιουλίου του 1779 τους οχυρωμένους στην Τριπολιτσά Αρβανίτες και τους διέλυσε. Κάποιες απόπειρες που κάνανε (κατά τον Θ Κολοκοτρώνη) να φύγουν προς τα Τρίκορφα αποκρούστηκαν με τρομερές απώλειες. «Από 12.000, εφτακόσιοι επέρασαν εις το Δαδί» λέει στη Διήγηση ο Θ. Κολοκοτρώνης. Κι αφού Τούρκοι και Έλληνες πετσοκόψανε τους Αρβανίτες στην Τριπολιτσά, ο Γαζής έδωσε εντολή και χτίσανε μια πυραμίδα με 5.000 αρβανίτικα κρανία. Τα έχτισε στέρεα με λάσπη,  επί ποινή θανάτου για όποιον τα πειράξει, και την μακάβρια αυτή πυραμίδα, είκοσι χρόνια αργότερα την είδε και ο Πουκεβίλ. 

Μετά την πανωλεθρία στην Τριπολιτσά, φόβος και τρόμος κατέλαβε όσους ακόμα σκόρπιους Αρβανίτες υπήρχαν στον Ελλαδικό χώρο - υπήρχαν και τίμιοι που είχαν κάνει οικογένειες και νοικοκυριά – γιατί τους κυνηγούσε ο κόσμος, και πολλούς σκότωναν με τα ξύλα ή τους λιντσάριζαν. Κρύβονταν για να  γλιτώσουν, άλλαζαν τη φορεσιά τους και απέφευγαν να μιλάνε τη γλώσσα τους για να μην γνωρίζονται. Ένα χρόνο αργότερα, το 1780, ο Γαζής που δεν είχε ξεχάσει την άρνηση του Κ. Κολοκοτρώνη να υποταχθεί, αλλά και μη ανεχόμενος την ισχυρή του παρουσία, κατέβηκε στη Μάνη με 14.000 στρατό και τον εξόντωσε, μαζί και τον εξάδελφό του τον Παναγιώταρο Βενετσανάκη. «Στους 80 εκατέβη ο ίδιος ο καπετάνμπεης και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγίώταρον Βενετζιανάκη…. Επήγε το ασκέρι 14 χιλιάδες και τους επολιόρκησε … επολέμησαν 12 ημέραις και 12 νύκταις με ανδρείαν και γενναιότητα …» διηγείται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που τότε ήταν 10 χρόνων.

 Έτσι κάπως, τελείωσε τότε η Ρωσική εκστρατεία στον Ελλαδικό χώρο, η επονομασθείσα Ορλωφικά. 


--------------------------

Παραπομπἐς

1. ΚΩΝ ΣΑΘΑ    ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΕΛΛΑΣ 1453 -1821

2. Γιάνης Κορδάτος. Ιστορία της Ελλάδας τ ΙΧ σελ 229.

3. Γ.  Κορδάτος ομ σελ 232.

4. Σάθας σελ 482.

5. Σάθας σελ 485

6. Σάθας σελ. 493.

7. Τ. Κανδηλώρος Ο Αρματωλισμός της Πελοποννήσου σελ 73.

8. Κορδάτος ομ 238.

9.  Σάθας σελ 496, Κανδηλώρος ομ. σελ 72.

10. Σάθας ομ. σελ. 502.

11. Τ. Κανδηλώρος ομ. σελ 87.

 

 

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Το προσκύνημα του Μωρηά στον Ιμπραήμ

 

Τριπολιτσά

Τον καιρό που έκανε απόβαση ο Μπραήμης στην Πελοπόννησο, ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της νησιώτικης ολιγαρχίας και των καπεταναίων του Μωρηά βρισκόταν στο Ζενίθ, και οι Έλληνες «σκοτωνόμαστε σάν τά  σκυλιά εις τ’ αμπέλια» όπως παραστατικά γράφει ο Μακρυγιάννης

Η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τη βοήθεια  του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και την καθοδήγηση του Κωλέττη είχε εξαπολύσει ρουμελιώτικα στρατεύματα στην Πελοπόννησο με την εντολή να μην αφήσουν τίποτα όρθιο, και μια βδομάδα προτού μπει  ο Μπραήμης στο Μωρηά, φυλάκιζε τους πολιτικούς της αντιπάλους,  Κολοκοτρώνη, Δεληγιανναίους, Νοταράδες, Μητροπέτροβα και άλλους, στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.
                 Ενώ η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τον Μαυροκορδάτο και τις οδηγίες του Κωλέττη κατασπαταλά τα λεφτά του δανείου για να ισοπεδώσει την Πελοπόννησο και τους πολιτικούς της αντιπάλους, ο Ιμπραήμ πασάς εισπλέει ανενόχλητος με 50 πλοία στη Μεθώνη το πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη του 1825 και αποβιβάζει 4.000 στρατό, 600 ιππείς και σώμα ατάκτων, ενώ ύστερα από ένα μήνα με μια δεύτερη απόβαση φέρνει ακόμα 7.000 άνδρες και 400 ιππείς, εφόδια κλπ. 
                                  Αποφασίζει κάποτε η κυβέρνηση να αντιδράσει, στις 7 Απριλίου του 1825 γίνεται η περίφημη μάχη στο Κρεμμύδι – μεταξύ Μεθώνης και Πύλου – όπου τα ελληνικά στρατεύματα (και με πληγωμένη τη μαχητικότητα και το ηθικό των Πελοποννησίων)  ηττώνται κατά κράτος  από τους στραβαραπάδες του Μπραήμη. Ακολουθεί η Σφακτηρία, το Παλιόκαστρο, το Νιόκαστρο κλπ.
      Ο Μπραήμης σαρώνει παντού τις αντιστάσεις των Ελλήνων, ο κόσμος διαδηλώνει στο Ναύπλιο και απαιτεί από την κυβέρνηση να αμνηστεύσει τους φυλακισμένους οπλαρχηγούς – κάτι που ούτε να ακούσει δέχεται η νησιώτικη ολιγαρχία -  για να πολεμήσουν τις ορδές του Μπραήμη, οι εξελίξεις όμως τους αναγκάζουν να τους αμνηστεύσουν στις 12 ή 14 του Μάη και να αναθέσουν την αρχηγεία στον Πετρόμπεη και τον Κολοκοτρώνη.
Οι Ρουμελιώτες που θεωρούν ότι η παραμονή τους στο Μωρηά δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον πλέον, αποχωρούν για την πατρίδα τους για να προστατέψουν τις οικογένειές τους όπως λένε.
                      Η κατάσταση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά για τον Ελλαδικό χώρο που φαίνεται πως η επανάσταση ψυχορραγεί.
       Τον Απρίλη του 1826 με την ηρωική Έξοδο σφραγίζεται η πτώση του Μεσολογγίου και φαίνεται να έχει υποταχθεί η Ρούμελη, και μόνο στα ανατολικά στην Αθήνα, αντιστέκεται ακόμα στον Κιουταχή η φρουρά της Ακρόπολης υπό τον Γκούρα, ενώ ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Πελοπόννησο, και ξεκινάει την επιχείρηση «Προσκύνημα του Μωρηά».
Με το προσκύνημα ο Μπραήμης απέβλεπε στη συστηματική και πλήρη υποταγή της Πελοποννήσου στην Τούρκικη Εξουσία – όπως με επιτυχία είχε κάνει ο Κιουταχής στη Ρούμελη - και για να το πετύχει χρησιμοποίησε δυο στρατηγικές : Η πρώτη και πιο επικίνδυνη ήταν η υποταγή με ειρηνικά μέσα, παροχές κυρίως και αναγνώριση δικαιωμάτων, και ή δεύτερη ήταν η στρατηγική της Βίας. Έδινε μεγάλη σημασία στο προσκύνημα ολόκληρων περιοχών, για να μπορούν οι Τούρκοι να παρουσιάσουν τα προσκυνοχάρτια στις διπλωμάτες των δυνάμεων που ασχολούνταν με το ελληνικό ζήτημα και να υποστηρίζουν ότι τέτοιο θέμα δεν υπάρχει.
               Ταλαιπωρημένοι οι Μωραΐτες από τους δυο εμφύλιους του 1823 – 1825 που είχαν καταστρέψει την Πελοπόννησο, απογοητευμένοι από τις σαρωτικές νίκες του Ιμπραήμ πασά, και με χαμηλό έως ανύπαρκτο ηθικό από τις προσβολές που είχαν υποστεί από τα κυβερνητικά – ρουμελιώτικα κυρίως στρατεύματα που ακόμα ταλαιπωρούσαν τον τόπο, αλλά και από τις συμπεριφορές «των τρανών» προυχόντων και οπλαρχηγών που τους καταπίεζαν, έδειχναν πως δεν είχαν διάθεση να αντισταθούν στην υποταγή.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου.

Κάθε τόσο τους φορολογούσαν, τους έβαζαν να κάνουν αγγαρείες και γενικά τους φέρνονταν όπως και οι Τούρκοι. Γι’ αυτό μη έχοντας αναπτυγμένη την εθνική συνείδηση, παρασύρθηκαν από το καλόπιασμα του Ιμπραΐμ» ( Κορδάτος Ιστορία της Ελλάδας τ. Χ. σελ. 557). 
      Με όλα τούτα ήσαν εύκολη λεία στο προσκύνημα, και υπήρξε μεγάλος κίνδυνος να σβήσει η επανάσταση.
             Ο Μπραήμης προσπάθησε με το καλό και με προσφορές να κάνει τους Μωραΐτες να υποταχτούν, αποφεύγοντας να κάνει επιθέσεις στα χωριά, που έτσι κι αλλιώς ανυπεράσπιστα ήσαν.  «Υποσχόταν πενταετή φορολογική ασυδοσία, ανέγερση οικιών, χορήγηση βοών, ίππων και άλλων ωφελίμων». (Γάνης Κορδάτος τ. Χ. σελ 551).

              Δίνανε προσκυνοχάρτι οι Τούρκοι, το λεγόμενο « ράι μπουγιουρντί», που σήμαινε ότι ο ραγιάς αποδεχόταν και υποτασσόταν στην Τούρκικη Εξουσία. Και φυσικά, είχε και τα σχετικά ωφελήματα και παροχές. 

Ξεκίνησε από την περιοχή των Πατρών, Βοστίτσας και Καλαβρύτων που τις βρήκε ανυπεράσπιστες σχεδόν γιατί οι καλύτερες διαθέσιμες δυνάμεις και οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου είχαν στραφεί προς τον Κιουταχή που κατείχε την Αττική. Κατά τη διάρκεια της πορείας του, τα στρατεύματά του δεν ενοχλούσαν τους πληθυσμούς με επιθετικές ενέργειες ή λεηλασίες, παρά μόνο, οι προπορευόμενοι πράκτορές του εκθείαζαν τα πλεονεκτήματα του προσκυνήματος και την ασφάλεια και σιγουριά που τους παρείχε η τούρκικη Εξουσία.

Ιμπραήμ πασάς


Προσκυνούσαν μεμονωμένα άτομα, οικογένειες, ομάδες, χωριά, ολόκληρες περιοχές. Και επί πλέον, οργάνωναν ένοπλα σώματα που πολεμούσαν τους ομογενείς τους τους ραγιάδες υπό τις διαταγές των Τούρκων. 
        Ο Ιμπραήμ κρατούσε τις υποσχέσεις που έδινε, ενώ οι Έλληνες αγωνιστές, πολλές φορές ούτε φαγητό δεν είχαν. «Παρείχε εις τους ελληνικούς πληθυσμούς σπόρον διά την καλλιέργειαν των σιτηρών και υπέσχετο ότι θα επροστάτευε την ζωήν την τιμήν και την ιδιοκτησίαν εκείνων που θα προσήρχοντο να υπογράψουν τας δηλώσεις υποταγής», μας πληροφορεί ο Διον. Κόκκινος στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ τ. 6  σελ 121. 
Έστελνε τρόφιμα στα προσκυνημένα χωριά και είχε προστάξει «κανείς Τούρκος να μην πειράξει ραγιά και γεννηθεί το παραμικρόν παράπονον, διότι ο Τούρκος αυτός θα κρεμαστεί αμέσως». 
         Και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, στην ΔΙΗΓΗΣΗ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ μας πληροφορεί ότι «ο Ιμπραήμης τόσο έλκυσε τόν λαόν, Τούρκος δέν κόταε ούτε στάχυ νά κόψη. Καί όλα μέ τόν παρά. Καί τούς έδιδε προσκυνοχάρτια καί μέρος (χωράφια). Καί επροσκύνησαν όλοι οι καπεταναίοι – καί επροσκύνησαν οι καπεταναίοι τών αρχόντων». 
                 Καθώς βγήκε στην Πάτρα «… έκραξε τόν Νενέκο, καί ο Νενέκος επροσκύνησε καί τόν έβαλε μπροστά νά κάμη νά προσκυνήσουν, καί επροσκύνησαν καί τά δύο μέρη τών Καλαβρύτων, καί η Πάτρα όλη, καί μέρη της Βοστίτσας, καί ήλθε τό προσκύνημα έως τά Καλάβρυτα ….».
     Αλβανόφωνος οπλαρχηγός του Κοτζάμπαση της Πάτρας Μπενιζέλου Ρούφου, από τα Σούπατα της Αχαΐας ο Δημήτρης Νενέκος, είχε πολλούς γνωστούς και επηρέαζε πολύ τα Αρβανιτοχώρια της Αχαΐας. Ερωτοτροπούσε από καιρό με τους Τούρκους, και όταν του έκανε την προσφορά του ο Μπραήμης, πήγε μαζί του. «Με τη μεσολάβησή του, ο Ιμπραΐμ άφησε πολλούς αιχμαλώτους γνωστούς τού Νενέκου, και ο προδότης απόχτησε δύναμη και προβολή» μας πληροφορεί ο Γιάνης Κορδάτος τ. Χ σελ 550. Αναγνωριζόταν πλέον αρχηγός στα Αρβανιτοχώρια της Αχαΐας, και οργάνωσε σώμα από 2.000 προσκυνημένους ραγιάδες μισθοφόρους που τους καλοπλήρωνε, και ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους.
         Το παράδειγμα του Νενέκου ακολούθησαν όλοι σχεδόν οι καπεταναίοι των Κοτζαμπάσηδων, και το Προσκύνημα απλώθηκε σε ολόκληρη την Αχαΐα και άρχισε να επεκτείνεται στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. 
              Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι την κατάσταση τότε έσωσε ο Κολοκοτρώνης, που από τον Αρχιστράτηγο Τσωρτς είχε διοριστεί Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου. 

Κολοκοτρώνης

Σε αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο που «ουδέποτε η αποθάρρυνσις είχε φθάσει εις τοιούτον βαθμόν», μόνο ο Κολοκοτρώνης δεν έχασε το θάρρος του, μας πληροφορεί ο εξαίρετος ιστορικός Τάκης Αργ. Σταματόπουλος, στο βιβλίο του Ο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟΣ ΜΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ, «Και χωρίς υπερβολή, έσωσε την επανάσταση, που κινδύνευε να σβύσει και στην Πελοπόννησο, μετά το προσκύνημα όλης της Ρούμελης. Με τους άξιους συμπολεμιστές του Πλαπούτα, Νικηταρά, Πετιμεζαίους, Δ. Μελετόπουλο, τον Γ. Χελιώτη – Λόντο και άλλους … κινήθηκε μ’ αδάμαστη δραστηριότητα και «προσήνεγκε τελευταίαν και μεγάλην εις την Ελλάδα εκδούλευσιν». 

         Οργανώνοντας ένοπλα σώματα με έμπιστους οπλαρχηγούς για να χτυπήσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, προσπάθησε παράλληλα με ήπιο τρόπο να φέρει τους προσκυνημένους στον ίσιο δρόμο. Έστελνε επιστολές σε γνωστούς του, εγκυκλίους και υπομνήματα σε καπεταναίους χωριών και πόλεων εξηγώντας  τους εθνικούς κινδύνους από το προσκύνημα, χωρίς επιτυχία όμως, γιατί τα μίση και τα εμφύλια πάθη ήσαν ακόμα στην ημερησία διάταξη και οι αντιδράσεις πολλές.  
             Με τη στρατηγική της ήπιας προσέγγισης και των προσφορών, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να καταλάβει και το Μέγα Σπήλαιο που παρέμενε ανυπότακτο, οι άνθρωποι του Νενέκου πηγαινοέρχονταν ελεύθερα εκεί μέσα, και οι μισοί τουλάχιστον καλόγεροι ήθελαν να προσκυνήσουν, μας πληροφορεί ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως σελ. 601. «Οι Σπηλαιώται μοναχοί εσχίσθησαν εις δύο κόμματα, και το μέν ένα  ήθελαν να υπάγουν κατά τον αυτόν τρόπον προς τον Πασάν δια να προσκυνήσουν και να λάβουν «ράι μπουγιουρντί» διότι είχαν βαρεθή και δεν υπέφεραν πλέον τας καταχρήσεις των στρατιωτών και των λοιπών κατοίκων της επαρχίας Καλαβρύτων, οίτινες είχαν τας οικογενείας των εις την μονήν και από αυτήν ετρέφοντο, του δε άλλου κόμματος οι πατέρες ήσαν εναντίοι και δεν ήθελαν να υποταχθούν», ενώ πολλοί είχαν πιάσει τα όπλα, είχαν βγάλει τις στολές των μοναχών και είχαν ντυθεί με φουστανέλες και φέσια, δηλώνοντας έτοιμοι να πολεμήσουν και να αποκρούσουν τις επιθέσεις των στρατευμάτων του Μπραήμη. 
             Ζήτησαν και τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη, κι εκείνος έστειλε προς ενίσχυση του μοναστηριού τον υπασπιστή του Φωτάκο με ένα σώμα στρατιωτών και κάποιους οπλαρχηγούς, ενώ τη γενική αρχηγεία την ανέθεσε στον Νικόλαο Πετιμεζά που διατηρούσε σώμα 600 περίπου πολεμιστών. Ειδοποίησε παράλληλα και άλλους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στην περιοχή Αχαΐας και Κορίνθου να σπεύσουν προς τη Μονή. 
            Η θέση ήταν ισχυρή, απόρθητη, γι αυτό, «εκτός δε των εντός του μοναστηρίου οικογενειών, είχον  και εντός αυτού εις τα ριζώματα των βράχων συναχθή δια τον φόβον του Ιμβραήμ πολλαί χιλιάδες ψυχαί, άνδρες και γυναικόπαιδα…». Φωτ.605. 
              Αφού απέτυχαν οι προσπάθειες ειρηνικής υποταγής, στις 18 – 19 Ιουνίου με πάνω από 20.000 στρατό και δυο χιλιάδες τουρκοπροσκυνημένων υπό τον Νενέκο που γνώριζαν τα κατατόπια και ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους αραπάδες, ο Μπραήμης περικύκλωσε την περιοχή της Μονής. 
        Η μεγάλη επίθεση άρχισε ξημερώματα στις 24 Ιουνίου 1827, διήρκεσε ολόκληρη την ημέρα και οι επιθέσεις των στρατευμάτων του Μπραήμη και των τουρκοπροσκυνημένων αποκρούστηκαν όλες.
   
Μέγα Σπήλαιο.

 Οι ιστορικοί εξυμνούν την μαχητική ικανότητα και την ανδρεία που επέδειξαν πολλοί από τους καλογέρους εκείνη την ημέρα. «Οί μοναχοί επολέμησαν ακατάβλητοι μέ μαχητικήν ικανότητα ώς οί εμπειρότεροι τών πολεμιστών» Διον Κόκκινος, τ. 6, σελ 126. Και ο Φωτάκος σελ 609: «Οί καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς, σχεδόν διπλασίους.  Εκείνην δέ τήν ημέραν οί Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πόλεμον … ». 
                                  Μετά την αποτυχία του στο Μέγα Σπήλαιο, ο Ιμπραήμ απέσυρε τις δυνάμεις του και κατευθύνθηκε προς την Τριπολιτσά ενεργοποιώντας τη στρατηγική της απόλυτης βίας ρημάζοντας χώρες και χωριά, καίγοντας και καταστρέφοντας, σκοτώνοντας  κόσμο, αιχμαλωτίζοντας άνδρες και γυναικόπαιδα για τα σκλαβοπάζαρα. 
       Ο Κολοκοτρώνης έδινε άνισο αγώνα και προς τον Ιμπραήμ με τις υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις και τον οργανωμένο στρατό του, αλλά και προς την ντόπια αντίδραση που τον πολεμούσε λυσσαλέα. 
Δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους τουρκοπροσκυνημένους που τους εξόπλιζε ο Μπραήμης και ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους αραπάδες του επειδή γνώριζαν τα κατατόπια της περιοχής, αλλά και το πνεύμα ηττοπάθειας και υποταγής. Είχε επί  πλέον απέναντί του και πολλούς προύχοντες, όπως τους γνωστούς Αντρέηδες Λόντο και Ζαΐμη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους, και φυσικά τους ανθρώπους που εκείνοι επηρέαζαν. Και το κυριότερο,  τον υπέβλεπε δημοσίως και επισήμως η κυβέρνηση, που μέσω της περίφημης Αντικυβερνητικής Επιτροπής, με αναφορά της  στον Αρχιστράτηγο Τσωρτς τον κατηγορούσε για καταχρήσεις.(Διον Κόκκινος τ.6 σελ.121). Παράλληλα, για να τον σαμποτάρει στον αγώνα του ενάντια στο Προσκύνημα το κυβερνητικό εκείνο όργανο, έστελνε πολεμοφόδια και ενισχύσεις στον εχθρό του Αντρέα Λόντο αν και ήταν υπόδικος, αναγνωρίζοντας εκείνον για αρχηγό. 
          Εμπόδια στον Κολοκοτρώνη έφερναν και πολλοί τρανοί προύχοντες επειδή τον υποψιάζονταν ότι σχεδίαζε – αν του έρχονταν τα πράγματα βολικά – να καταργήσει το δημοκρατικό πολίτευμα και να γίνει Ηγεμόνας του Μωρηά. ΄Ήθελε, λέγανε πολλοί, να γίνει βασιλιάς. Δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι έπασχε από έλλειψη εχθρών. Δείτε κάποιους χαρακτηρισμούς που κάνει στα απομνημονεύματά του για τον Κολοκοτρώνη ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που υπήρξε και συμπέθερός του για ένα διάστημα: «… άνθρωπος αναλφάβητος, κούφος, μάταιος, ετεροκίνητος, θρασύδειλος, χωρίς κανέν πλεονέκτημα, ανατεθραμμένος εις τον άγριον ληστρικόν βίον. Που οινοποτή μάλιστα κάθε στιγμήν …». 
             Για να μπορέσει να αναστρέψει την κατάσταση στις προσκυνημένες περιοχές, ο Κολοκοτρώνης άσκησε την δική του τρομοκρατία. Έστελνε άνδρες του που κάνανε επιδρομές σε χωριά και τιμωρούσαν, ακόμα και κρέμαγαν αμετανόητους προσκυνημένους. Απειλούσε να κάψει τις περιουσίες τους, να κάψει ολόκληρα χωριά προσκυνημένα, να μην τους αφήσει σε χλωρό κλαρί αν δεν του παραδώσουν τα προσκυνοχάρτια. Έδωσε γραπτή εντολή σε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του να σκοτώσει τον Νενέκο, κήρυξε γενική επιστράτευση και έριξε το σύνθημα «τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους»! 
        Τον Νενέκο κατάφερε λίγο καιρό αργότερα, αρχές της επόμενης χρονιάς που είχε έρθει και ο Καποδίστριας, να τον σκοτώσει ο άνθρωπος που είχε την εντολή, ό Αθανάσιος Σαγιάς πρώτος του εξάδελφος που διαφωνούσαν για τα δικαιώματα της καπετανείας. 
                                  «Οι δε αρχοντοκοτσαμπάσηδες ηύραν εκ τούτου αιτίαν και κατηγόρησαν τον Κολοκοτρώνην εις τον Καπποδίστριαν, ότι έδωκεν άδειαν εις τον Σαγιάν να φονεύση τον Νενέκον, και δια τούτο αμάρτησεν». Φωτάκος σελ. 603). Ο Μπενιζέλος Ρούφος μάλιστα ο κοτσάμπασης της Αχαΐας πήγε γυρεύοντας τον κυβερνήτη που βρισκόταν σε μια αγγλική φρεγάτα στο Μεσολόγγι και έδωκε αναφορά κατά του Κολοκοτρώνη για το φόνο του Νενέκου, αλλά ο Καποδίστριας την αγνόησε. 
    Ο αγώνας του Κολοκοτρώνη αρχίζει να αποδίδει. Καταφέρνει να συγκεντρώσει οχτώ περίπου χιλιάδες πολεμιστές στη βορειοδυτική Πελοπόννησο κάτω από άξιους οπλαρχηγούς όπως ο Πλαπούτας, ο Γενναίος, ο Σισίνης, οι Πετιμεζαίοι και άλλοι, που τους εφοδιάζει με εφόδια και πυρομαχικά ο Γενικός Αρχιστράτηγος Τσωρτς και όχι η κυβέρνηση που τον σαμποτάρει, μεταστρέφεται το κλίμα της υποταγής, αναθαρρεί και ανυψώνεται το εθνικό φρόνημα, οπλαρχηγοί και ολόκληρες περιοχές επιστρέφουν και αποκηρύσσουν το προσκύνημα. Ο Κολοκοτρώνης στρέφεται προς την Ηλεία και την επαρχία της Καρύταινας (Γορτυνία), ενώ ο Ιμπραήμ από την Τριπολιτσά αποφασίζει να υποτάξει τη Μεσσηνία. Στέλνει τον Κεχαγιάμπεη εκεί και τους καλεί να προσκυνήσουν, οι Μεσσήνιοι περιφρονούν τις απειλές του και απαντούν περήφανα ότι αρνούνται την υποταγή. 
  Τον Νικηταρά είχε αφήσει εκεί ο Κολοκοτρώνης, στην πρώτη του όμως σύγκρουση με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ οι άνδρες του τον εγκαταλείπουν, αφού δεν είχαν ούτε πολεμοφόδια, ούτε καν ψωμί να φάνε. 
      Έτσι, παρόλο που στις 6 Ιουλίου 1827 είχε συμφωνηθεί ανακωχή στη Συνθήκη του Λονδίνου, δυο μήνες αργότερα κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου με 10.000 στρατό, 3.000 ιππικό και χίλια τσεκούρια, ο Κεχαγιάμπεης απλώνεται και καίει χωριά, ισοπεδώνει τα σπίτια, κόβει τα δένδρα από τη ρίζα τους, μεταβάλλει τη Μεσηνία σε κρανίου τόπο. Μετά την αποψίλωση της Μεσσηνίας, και καθώς στα παράλια της νότιας Πελοποννήσου έχουν εισπλεύσει οι στόλοι Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας, που του υπενθυμίζουν το 1ο άρθρο της Συνθήκης του Λονδίνου για την ανακωχή,  μετά και τη ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου του 1827 που οι στόλοι Αγγλίας Γαλλίας και Ρωσίας καταβυθίζουν το στόλο του, ο Μπραήμης ανακόπτει τις δραστηριότητές του, σταματάει το προσκύνημα και ο Μωρηάς ηρεμεί κάπως. 
               Παρόλα αυτά όμως, τον επόμενο Φεβρουάριο κατευθύνεται με το στρατό του στην Τριπολιτσά χωρίς να ενοχλεί τους κατοίκους των περιοχών στο πέρασμά του. Εφοδιάζει το στρατό με κασμάδες φτυάρια και άλλα απαραίτητα εργαλεία, και μέσα σε πέντε ημέρες με τη μουσική να παιανίζει, ισοπεδώνει ανενόχλητος τα τείχη που είχαν έως και οχτώ μέτρα  πλάτος. «Όλα δέ τά οικοδομήματα τής πόλεως τά κατέστρεψαν, καί εξ αυτών μόνον τής βρύσαις αφήκαν γεραίς» μας πληροφορεί ο Φωτάκος.

Ναυμαχία του Ναυαρίνου

Λέγεται ότι ο Κυβερνήτης διαμαρτυρήθηκε στις ξένες Δυνάμεις για την καταστροφή  αυτή του Ιμπραήμ, κι εκείνος αποκρίθηκε ότι αν αποζημιώσουν το Σουλτάνο για την καταστροφή του στόλου του στο Ναυαρίνο, τότε κι αυτός θα ξαναχτίσει τα τείχη και την πόλη.

Το Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς ο Μπραήμης αναχώρησε με το στρατό του για την Αίγυπτο, και έτσι τελείωσε ο ελληνισμός μαζί του.

 

 

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Καραϊσκάκης και το χούι του

 






Νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, που μετά το θάνατο του πρώτου της συζύγου είχε γίνει καλόγρια της Μονής του Αη Γιώργη της Σκουληκαριάς Άρτας ήταν ο Καραϊσκάκης  γι’ αυτό του έμεινε το προσωνύμιο «ο γιος της Καλογριάς». Πιθανότερος χρόνος γέννησής του  φαίνεται να είναι το 1782, ούτε όμως ο τόπος γέννησής του είναι απόλυτα εξακριβωμένος, ούτε και ο πραγματικός του πατέρας, που πιθανολογείται ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος ή Καραΐσκος, και από αυτόν πήρε το όνομα Καραϊσκάκης. Οχτώ χρονών ήταν όταν πέθανε η μάνα του, δύσκολα τα παιδικά χρόνια του «μούλου» χωρίς γονείς, καβγατζής, βλάστημος και βωμολόχος για να επιβιώσει, κλέφτης μόλις μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του, αρματολός αργότερα, πέφτει κάποτε και στα χέρια του Αλή πασά Ιωαννίνων που του χαρίζει τη ζωή και τον παίρνει στη δούλεψή του, κι εκεί στην Αυλή του Αλή πασά, εκτός από την εμπειρία του στις ίντριγκες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και όλα εκείνα που ήσαν απαραίτητα για να επιβιώσει και να αναδειχτεί κάποιος, μαθαίνει και λίγα γράμματα.  
                   Δραπετεύει κάποτε από τον Αλή πασά και καταφεύγει στο σώμα του Κατσαντώνη με έναν απώτερο πάντα στόχο: Να μπορέσει να κάνει το δικό του αρματολίκι. Γιατί, Αρματολίκι σημαίνει Εξουσία. Και Αρματολός είναι ο άτυπος αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Βάνει στο μάτι το αρματολίκι των Αγράφων και κατά το 1821 καταφέρνει να το οικειοποιηθεί.
Αυτοσαρκαζόταν για την καταγωγή του λέγοντας ότι είναι «μούλος», νόθος δηλαδή, και ότι η μάνα του «έφαγε σαράντα χιλιάδες πο@@@@@@» μέχρι να τον γεννήσει, ενώ έδειχνε να μην υπολογίζει και να μην σέβεται κανέναν. Μίλαγε χυδαία, έβριζε, χειρονομούσε.
        Οι εθνικοί μας ιστοριογράφοι, οι ιστορικοί δηλαδή της εποχής εκείνης φρόντισαν να μας μεταφέρουν τους μεταξύ των οπλαρχηγών διαλόγους σε μια  πολύ καθώς πρέπει γλώσσα, για να στέκεται και το εθνικό μας παραμύθι. Από όσο γνωρίζω μόνο ο Ν Κασομούλης μεταφέρει διαλόγους στη γλώσσα και το ύφος που ειπώθηκαν τότε.
 Ο Κωστής Παπαγιώργης στα Καπάκια σελ 170, 171, μας μεταφέρει έναν διάλογο μεταξύ Καραϊσκάκη και των οπλαρχηγών  Νότη Μπότζαρη και Νικ Στορνάρη που τον είχαν επισκεφθεί στο Αιτωλικό: 
-Καπεταναίοι εκστρατεύετε, δέν σάς ερωτώ διά πού λέει ο Καραϊσκάκης.
-Και ημείς δέν ηξεύρομεν, τού απήντησε ο Νότης. Πηγαίνομεν εις τόν Μαχαλάν καί όπου μάς διορίσει η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσομεν.
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Τό τζιογλάνι τού ρεΐζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης 
 (Μαυροκορδάτος); Ποίοι τόν έκαμαν κυβέρνησιν; Εγώ καί άλλοι δέν τόν γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανόητους καί τόν υπέγραψαν διά τάς ιδιοτελείας των; Ιδού ποίοι τόν υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, όπου όλα θέλεις νά έρχονται μέ τόν ζουρνά. Ο Σκαλτσάς όπου δέν είναι άλλο παρά καμπάνα μπάγκ μπάγκ. Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, όπου μόνο τό κεφάλι ξέρει νά ταράζη. Ο Μήτσος Κοντογιάννης η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80 χιλ. φοραίς την ώραν, ο ξεινόγαλο- Γιώργος Τζιόγκας όπου στραβώνει τά χείλια μέ τό τζιμπούκι καί δέν ηξεύρει τί τού γίνεται, καί ο αδελφός μου ο Στορνάρης ο ψεύτης; Δέν τήν υπέγραψεν ο πούτζος μου τήν εκστρατείαν σας!»
- «… Δέν φταίγεις εσύ, φταίγομεν ημείς όπου σού δίδομεν τήν τιμήν αυτήν μέ τήν επίσκεψίν μας, και εις ανταμοιβήν ακούομεν τάς ύβρεις σου. Ήξευρε λοιπόν ότι κανενού δεν εγάμησες τό κέρατον, παρά όλοι σού εγαμήσαμεν τό κέρατο, καί πάλι θά σέ γαμήσομεν», ήταν η απάντηση του Στορνάρη. 
            Λίγο αργότερα, απαντώντας ο Καραϊσκάκης σε επιστολή του Στορνάρη που τον καλούσε να επιτεθούν στα Τρίκαλα, του έδωσε διφορούμενη απάντηση στο ίδιο πάντα ύφος: «Αδελφέ, έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου (όργανα του τούρκικου ιππικού), έχει και τρουμπέταις (όργανα του ελληνικού), όποια θέλω θα μεταχειριστώ.
     Στο εξαίρετο βιβλίο του Νίκου Δ. Πλατή ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ, υπάρχει τρισέλιδο λήμμα για τον Καραϊσκάκη, και εκεί βλέπουμε ότι τα δυο κυβερνητικά σώματα τα παρουσίαζε σαν τα αρ@@@@@ του «λέγοντας ότι το έν αρχίδι του είναι το Εκτελεστικόν και το άλλο το Βουλευτικόν, και ο πούτζος του ο Πρόεδρος». Κατά τον Ελβετό εθελοντή Meyer εκδότη των Ελληνικών Χρονικών του Μεσολογγίου, ο Καραϊσκάκης ήταν «βάρβαρος και αμαθής» και «ικανός να καταστρέψει την πατρίδα μόνο και μόνο για να εκδικηθεί κάποιον».

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Κατά το τέλος του 1822 αρρωσταίνει από φυματίωση (ήταν χρόνια η ασθένειά του) και πηγαίνει στην Ιθάκη για να συμβουλευτεί γιατρούς, που του δίνουν μόλις 6 μήνες ζωής. Επιστρέφοντας λίγο αργότερα στο Μεσολόγγι ζητάει να τον διορίσουν αρχηγό των ελληνικών πλέον όπλων στην επαρχία των Αγράφων, ο  Μαυροκορδάτος όμως του το αρνείται. Δημιουργεί κάποια επεισόδια με τη φρουρά του Μεσολογγίου, οι άνδρες του διώχνουν τη φρουρά και καταλαμβάνουν το Βασιλάδι ( το νησάκι στη θάλασσα του Μεσολογγίου), «Αλλά το χειρότερο,  ήταν ότι εμφανίστηκαν πενήντα ένα τουρκικά πλοία (δύο ή επτά κατ’ άλλες πηγές) στο Βασιλάδι, ενώ συνάμα τριακόσιοι Τούρκοι κατευθύνθηκαν από τη Ναύπακτο προς το Μεσολόγγι». Καπάκια σελ 172 
«Ήθελε να του δώσουν το Αρματολίκι των Αγράφων « γράφει ο Γιάνης Κορδάτος στην ΙΣΤΟΡΙΑ της ΕΛΛΑΔΑΣ τ. Χ σελ 465, «και όταν είδε πως δεν του κάνουν τα χατίρια … άρχισε μυστικές επαφές με τους Τούρκους». Τον κατηγόρησαν για προδοσία και τον πέρασαν στρατοδικείο σε μια δίκη παρωδία αφού ο βασικός μάρτυρας άλλαξε δυο τρεις φορές την κατάθεσή του.
Ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του Καραϊσκάκης αναφέρει ένα ευτράπελο στιγμιότυπο από  εκείνη τη δίκη, που δείχνει πόσο απύθμενη ήταν στον Καραϊσκάκη η αθυροστομία του.
Στορνάρης: -«Αν έχουμε κάτι σίγουρο να τον δικάσουμε, όχι για τα λόγια που είπε».
-Καραϊσκάκης ( που τους περνούσε όλους γενεές δεκατέσσερεις): «Αν βάλετε θεμέλιο τα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω δεν γλυτώνω».
-Μεγαπάνου: «Βρε, γιατί τα λες; Το έχεις χούι που είσαι πια 50 χρονών; (42 – 43 ήταν)
-Καραϊσκάκης: «Και συ είσαι 80 χρονών, μα το χούι να γαμείς δεν το αφήνεις».
Καταλαβαίνετε τι έγινε, τον τραγέλαφο που επικράτησε μετά από εκείνη την ατάκα.
           Τελικά, με την απόφασή του το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος: «…. Έκαμεν εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου, έπιασε το φρούριον του Βασιλαδίου διώξας εκείθεν την φρουράν…».  . Τον καταδίκασε ως «επίβουλον της πατρίδος και προδότην, ….    », ειδοποιούσε τον κόσμο «ότι ο Καρα¨σκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα…. μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας». και τον διάταζε να εγκαταλείψει άμεσα την περιοχή. ( Κορδ 466)
Δεν τόλμησαν να τον φυλακίσουν γιατί το ένοπλο σώμα του που το είχε αυξήσει τις τελευταίες ημέρες ήταν εκεί. Καθώς υπήρχαν πληροφορίες ότι ερχόταν και ο Αντρέας Ίσκος από το Βάλτο, και αν ενώνονταν και με το σώμα του Τζαβέλλα οπότε θα υπερέβαιναν τα 2.000 ντουφέκια, ο κίνδυνος για ένοπλη σύρραξη ήταν άμεσος. ( Διον Κόκκινος Δ.σελ 165). Ο Καραϊσκάκης ζήτησε 6 ημέρες προθεσμία για να εφοδιαστεί το σώμα του, του δώσανε «μόνον σαράντα οχτώ ώρας» και έφυγε διωγμένος.
                         Εκείνη τη χρονιά «Στα 1823, λέει ο Καραϊσκάκης στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα τα ακόλουθα (δίνοντας ούτως ένα «ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας, αποκαλύπτοντάς μας συνάμα τις βρισιές που ήταν της μόδας στα χρόνια του): «Έλα σκατότουρκε… έλα, Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην – να χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!». Κολοκοτρωνέϊκο σελ108.

Λίγους μήνες αργότερα όμως, το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς (1824) ξεσπάει ο δεύτερος Εμφύλιος πόλεμος. Κουντουριώτηδες, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και συντροφία αποφασίζουν να ισοπεδώσουν την Πελοπόννησο, να την βιάσουν, να την ληστέψουν και να την φτωχύνουν, να την εξευτελίσουν. Υπό τις οδηγίες του Κωλέττη χρησιμοποιούν τις λίρες του αγγλικού δανείου που μόλις είχε εξασφαλίσει η χώρα, για να δωροδοκήσουν και να εξαγοράσουν αντιπάλους. Μοιράζουν λεφτά, διορισμούς και αξιώματα, στρατιωτικούς βαθμούς στο σωρό, σε απλούς οπλίτες μέχρι οπλαρχηγούς, ενώ φυλακίζουν τους ηγέτες των πολιτικών τους αντιπάλων. Ο Μακρυγιάννης, αστυνόμος των Αθηνών τότε, είναι από τους πρώτους που τρέχει. Του δίνουν 200 χιλιάδες γρόσια (εκείνος λέει ότι αρνήθηκε να τα πάρει)  τον κάνουν χιλίαρχο, και σε λίγο στρατηγό.

Ο Καραϊσκάκης που δεν εννοεί να χάσει τέτοιο πλιάτσικο, αλλά και την ευκαιρία να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Μαυροκορδάτο, σπεύδει αυτόκλητος, ενώ με επιστολή του στην κυβέρνηση (Διον. Κόκκινος Δ.523) δηλώνει ότι «… θά πολεμήσω διά τούς νόμους καί τήν πολιτικήν ύπαρξιν τού έθνους, καί έρχομαι αυθόρμητος είς τήν Πελοπόννησον επί τούτω».
             Τη συμπεριφορά του Καραϊσκάκη στην περιοχή της Κερπινής και των Καλαβρύτων, την περιοχή των Ζαΐμηδων, τις ωμότητες, το πλιάτσικο, την ακολασία και τις βιαιότητες, οι ιστορικοί εκείνης της εποχής – εκτός από τον Κασομούλη -  που πουλάνε εθνικό παραμύθι, αποφεύγουν να την σχολιάσουν. Για «λόγους εθνικής αιδημοσύνης» λέει ο Δ. Κόκκινος.
Αλλά και ο Δημήτρης Φωτιάδης στο εξαίρετο βιβλίο του Καραϊσκάκης, το μόνο που αναφέρει για τη δράση του στο ξεπάτωμα του Μωρηά είναι: «Ήταν και ο Καραϊσκάκης μαζί».

Α. Ζαΐμης

Ο Φωτάκος (σελ 346) μας πληροφορεί ότι λαφυραγώγησαν την Κερπινή και το αρχοντικό του Ζαΐμη, και ότι αρπαχτήκανε αναμεταξύ τους «επειδή οι ύστερον ερχόμενοι δεν εύρισκαν λάφυρα διότι τα είχαν αρπάσει οι ελθόντες πρότερον», αλλά και τα γέλια και τις ειρωνείες, τους χλευασμούς και τα πειράγματα που πέταγαν όταν ανεμίζανε τα ρούχα της Ζαΐμαινας που τα βγάζανε σε πλειστηριασμό.
Ο Μακρυγιάμννης που διορίζεται σωματοφύλακας του Κωλέττη αλλά προσπαθεί να το παίξει υπεράνω όλων στα απομνημονεύματά του, δεν χάνει την ευκαιρία να «καρφώσει» τον Καραϊσκάκη:
 «… τότε μπήκαν κι αυτήνοι καί πέρασαν τήν Βοστίτζα (Αίγιο) καί πήγαν εις τήν Κερπινή εις τό  σπίτι τού κυρίου Ζαΐμη καί ο Καραϊσκάκης τό κυβέρνησε, οπού δέν τού αφήκαν οι άνθρωποί του ούτε στάχτη μέσα’ καί οι άλλοι πήγαν εις τ’ άλλα σπίτια καί χωριά».
«Τό νά αξιοποιήση δε κάλαμος ανθρώπου» γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του, «τάς αρπαγάς, τάς κακώσεις, τάς βιαιοπραγίας, τάς παραβιάσεις υπάνδρων καί παρθένων γυναικών, τάς οποίας έπραξαν ο Γκούρας, ο Τζαβέλλας, ο Καραϊσκάκης καί συντροφία εις τάς επαρχίας εκείνας όθεν διέβησαν, είναι αδύνατον καθ’ ότι μήτε οι Τούρκοι επί τής επαναστάσεως μάς έπραξαν τοιαύτας αθεμιτουργίας…»
                 Ενώ η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τον Μαυροκορδάτο και τις οδηγίες του Κωλέττη κατασπαταλά τα λεφτά του δανείου για να ισοπεδώσει την Πελοπόννησο και τους πολιτικούς της αντιπάλους, ο Ιμπραήμ πασάς εισπλέει ανενόχλητος με 50 πλοία στη Μεθώνη το πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη του 1825 και αποβιβάζει 4.000 στρατό, 600 ιππείς και σώμα ατάκτων, ενώ ύστερα από ένα μήνα με μια δεύτερη απόβαση φέρνει ακόμα 7.000 άνδρες και 400 ιππείς, εφόδια κλπ.
                   Αποφασίζει κάποτε η κυβέρνηση να αντιδράσει, στις 7 Απριλίου του 1825 γίνεται η περίφημη μάχη στο Κρεμμύδι – μεταξύ Μεθώνης και Πύλου – όπου τα ελληνικά στρατεύματα (και με πληγωμένη τη μαχητικότητα και το ηθικό των Πελοποννησίων - ηττώνται κατά κράτος  από τους στραβαραπάδες του Μπραήμη. Ακολουθεί η Σφακτηρία, το Παλιόκαστρο, το Νιόκαστρο κλπ. 
Ο Μπραήμης σαρώνει παντού τις αντιστάσεις των Ελλήνων, ο κόσμος διαδηλώνει στο Ναύπλιο και απαιτεί από την κυβέρνηση να αμνηστεύσει τους φυλακισμένους οπλαρχηγούς – κάτι που ούτε να ακούσει δέχεται η νησιώτικη ολιγαρχία -  για να πολεμήσουν τις ορδές του Μπραήμη, οι εξελίξεις όμως τους αναγκάζουν να τους αμνηστεύσουν στις 12 ή 14 του Μάη και να αναθέσουν την αρχηγεία στον Πετρόμπεη και τον Κολοκοτρώνη.
Οι Ρουμελιώτες που θεωρούν ότι η παραμονή τους στο Μωρηά δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον πλέον, αποχωρούν για την πατρίδα τους για να προστατέψουν τις οικογένειές τους όπως λένε. Η κατάσταση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά για τον Ελλαδικό χώρο που φαίνεται πως η επανάσταση ψυχορραγεί.
           Τον Απρίλη του 1826 με την ηρωική Έξοδο σφραγίζεται η πτώση του Μεσολογγίου και φαίνεται να έχει υποταχθεί η Ρούμελη, και μόνο στα ανατολικά στην Αθήνα, αντιστέκεται ακόμα στον Κιουταχή η φρουρά της Ακρόπολης υπό τον Γκούρα, ενώ ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Πελοπόννησο και συνεχίζει αήττητος το έργο του.
      Κάπου εκεί φαίνεται πως ευαισθητοποιείται  ο Καραϊσκάκης, αρχίζει να ανεβαίνει το άστρο του, και μέσα στους επόμενους μήνες θα μεσουρανήσει.
                    Στο Μωρηά που με την Γ’ Εθνική Συνέλευση έχει  αλλάξει η κυβέρνηση και έχουν αναλάβει οι Πελοποννήσιοι, έχει παραμεριστεί ο Κουντουριώτης, έχει αποσυρθεί σε κάποιο νησί ο Μαυροκορδάτος, ενώ ο Κωλέττης «συνέπραττε πλέον με τους επικρατούντας μεταξύ των Πελοποννησίων Ζαΐμην, Κολοκοτρώνην και Λόντον». .
Έχουν συστήσει και μια Διοικητική Επιτροπή με δικτατορικά δικαιώματα για να παίρνει άμεσες αποφάσεις, και καθώς ο Καραϊσκάκης κατεβαίνει στο Ναύπλιο εκείνες τις ημέρες, προτείνεται  από τον Κωλέττη  στην Επιτροπή, και τον διορίζουν Γενικό Αρχηγό των κατά την Στερεάν Ελλάδα στρατοπέδων.
             Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο Ζαΐμης, προσωπικός εχθρός του Καραϊσκάκη που του είχε φερθεί με τα γνωστά στον εμφύλιο την περασμένη χρονιά και του είχε καταληστέψει τον οίκον του, αλλά, εκτιμώντας ο Ζαΐμης την κρισιμότητα της κατάστασης, αναγνωρίζοντας παράλληλα και τις ικανότητες του Καραϊσκάκη, βάζει πρώτος την υπογραφή για το διορισμό του, και οι δυο άνδρες ανταλλάσσουν ασπασμό για το καλό της πατρίδας.
Στις 20 Ιουλίου με 60 περίπου άνδρες ξεκινάει από το Ναύπλιο για τη Στερεά Ελλάδα. Σαλαμίνα πρώτα, μετά στρατόπεδο στην Ελευσίνα.
Αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες για να συγκροτήσει στρατόπεδο ανάμεσα σε σκόρπιους και άνεργους οπλαρχηγούς που κατατρύχονταν από αντιζηλίες, εμπάθειες και προσωπικά μίση, σε χιλιάδες περιφερόμενους αγωνιστές, απομεινάρια διαφόρων διαλυμένων σωμάτων και κατάλοιπα μπουλουκιών στους οποίους βασιλεύει η αναρχία, και πολλές φορές ορμάνε και ληστεύουν τους κατοίκους.
          Συλλαμβάνει την ιδέα να χτυπήσει και να αποκόψει τις πηγές ανεφοδιασμού του Κιουταχή, και στις 25 Οκτωβρίου αφού αφήνει εφεδρείες στο στρατόπεδο της Ελευσίνας, ξεκινάει με 3.500 άνδρες για τη Ρούμελη που έχει σχεδόν υποταχθεί.
Στη Βοιωτία, Φθιώτιδα, Φωκίδα, ανακόπτει τις τούρκικες εφοδιοπομπές και συνεχίζει αήττητος.
Ύστερα από νικηφόρα πορεία και επιχειρήσεις τεσσάρων μηνών που πολλές φορές οι άνδρες του τον μεταφέρουν με φορείο λόγω της αρρώστιας του μέσα στα χιόνια σε δύσβατα σημεία, επιστρέφει στην Ελευσίνα νικητής.
   Έχει απελευθερώσει πολλές περιοχές στις οποίες άφησε φρουρές, και κυρίως, κατάφερε με τις νίκες του να αναστηλώσει το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων και να συνενώσει τις μαχόμενες ελληνικές δυνάμεις. Πολλοί καπεταναίοι και οπλαρχηγοί σπεύδανε κοντά του από την ώρα που έφθασε στο Δίστομο, ακόμα και Σουλιώτες, Τζαβέλλας, Μποτσαραίοι και άλλοι.
       Η ισχυρότερη, η ιστορική σύγκρουση με τις τούρκικες δυνάμεις έγινε στην Αράχοβα που τρέχουν οι Τούρκοι να τον εγκλωβίσουν, αλλά ο Καραϊσκάκης αποδεικνύεται πιο έξυπνος και με περισσότερες στρατηγικές ικανότητες από τον Μουστάμπεη έναν από τους καλύτερους Σωματάρχες του Κιουταχή, και «από το μεγαλύτερον οτζάκι της Αλβανίας», και άλλους ανώτατους αξιωματικούς και τους εγκλωβίζει εκείνος.
Οι μάχες συνεχίζονται επί εφτά ημερόνυχτα από τους αποκλεισμένους Αλβανούς του Μουστάμπεη στους γκρεμούς τρης Αράχοβας, με την χειμωνιάτικη παγωνιά  και το ψιλόχιονο σε υψόμετρο που ξεπερνάει τα 1000 μέτρα να μην αντέχεται, κι επί πλέον μάχονταν θεονήστικοι «χωρίς ψωμί χωρίς νερό και χωρίς κανέν φουσέκι», ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει την Αράχοβα και ζεσταίνονταν περιοδικά σε σπίτια, παγώσανε τα ντουφέκια και πολεμούσαν με τα σπαθιά.

Κιουταχής

Όταν δυσκόλεψε πολύ η κατάσταση οι Αλβανοί ζητήσανε να τους αφήσουν οι Έλληνες να φύγουν, και να τους αφήσουν κάποια εφόδια και ζώα μεταφοράς.
Ο Καραϊσκάκης απαίτησε να αφήσουν όπλα αποσκευές, εφόδια κλπ, και να φύγουν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Κι επί πλέον, να παραδώσουν τα Σάλωνα και τη Λειβαδιά. Οι όροι του Καραϊσκάκη θεωρήθηκαν εξευτελιστικοί από τους Αλβανούς και τους απέρριψαν. Αργότερα όμως που στριμώχτηκαν ακόμα περισσότερο ενώ είχε τραυματιστεί θανάσιμα και ο ίδιος ο Μουστάμπεης, βέβαιοι πλέον ότι έστω και αν επιχειρήσουν απεγνωσμένη έξοδο με τα σπαθιά δεν θα γλιτώνανε από το λεπίδι των Ελλήνων, στείλανε έναν προσκυνημένο με συνοδεία Αλβανών, με την εντολή να δώσει πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια στον Καραϊσκάκη και να τους επιτρέψουν να φύγουν ανενόχλητοι.
Οι Έλληνες όμως αξίωσαν και τα χρήματα, και τα όπλα τους, και τις αποσκευές τους, εφόδια μεταφορικά ζώα κλπ, και την παράδοση Σαλώνων και Λειβαδιάς. Κρατήσανε και τον απεσταλμένο που ο Καραϊσκάκης είχε προηγούμενα μαζί του, και αφήσανε τους συνοδούς του να επιστρέψουν.
    Οι Τουρκαλβανοί που δεν μπορούσαν να δεχτούν τέτοιον εξευτελισμό, βέβαιοι πλέον ότι δεν τους μένει άλλη λύση, επιχείρησαν άτακτη έξοδο με τα σπαθιά – παγωμένα τα ντουφέκια δεν δουλεύανε -  αλλά οι Έλληνες τους μακελέψανε, κάπου χίλια τριακόσια άτομα. Πιάσανε και 200 αιχμαλώτους αλλά τους σφάξανε.
Πέρα από τα λάφυρα που πήραν οι Έλληνες, οπλισμός, εφόδια, αποσκευές, ζώα μεταφοράς και άλογα (εθησαύρισαν όλοι εξ ίσου οι Έλληνες από λάφυρα, ασημένια όπλα, χρυσά φορέματα), στήσανε πυραμίδα από 300 κεφάλια Αλβανών, και στη βάση της τοποθετήσανε πινακίδα που έγραφε: «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωμανών ανεγερθέν κατά το 1826 έτος Νοέμβρίου 24 εν Αράχωβα». Οι μνήμες από τη σφαγή στο Μεσολόγγι ήταν νωπές ακόμα.
Ο Καραϊσκάκης μαζί με την αναφορά του προς την κυβέρνηση που την συνυπογράφουν και 94 συμπολεμιστές καπεταναίοι και οπλαρχηγοί, έστειλε τα κεφάλια του Μουστάμπεη και του Κεχαγιά, αλλά και άλλων Οθωμανών αξιωματούχων, όπως επίσης και μερικές εκατοντάδες αυτιά περασμένα σε μπουρλιές σαν τσαπελόσυκα.
Η ιστορική νίκη στην Αράχοβα είχε μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, θεωρήθηκε ως η δεύτερη επανάσταση της υποταγμένης Ρούμελης. Στην Αίγινα που ήταν η έδρα της κυβέρνησης έγινε επίσημη δοξολογία, χτυπούσαν οι καμπάνες, πραγματικό πανηγύρι. Το όνομα Καραϊσκάκης βρισκόταν στο στόμα όλων των Ελλήνων.

Ο Καραϊσκάκης στην Αράχοβα

Με την επιστροφή του από τη Ρούμελη στις 23 Φεβρουαρίου οργανώνει το στρατόπεδο στο Κερατσίνι και ετοιμάζεται για τη μεγάλη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Κιουταχή.
Σε μια μικροσυμπλοκή όμως στις 22 του Απρίλη, ο Καραϊσκάκης που έσπευσε να ηρεμήσει τα πνεύματα για να μην αρχίσει πρόωρα η σύγκρουση, τραυματίστηκε στη βουβωνική χώρα από πυροβολισμό, και την επομένη, ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής πέθανε. Πιστός στον εαυτό του μέχρι την ώρα που πέθαινε, δεν παρέλειψε να «στολίζει» κανονικά και να απειλεί τους δολοφόνους του: «Ξέρω τον αίτιο, κι αν ζήσω του παίρνω το χάκι (εκδίκηση) ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσουνε τον πούτζο κι αυτός, τι κέρδισε;». Κολ/κο σελ 109.
Πίστευε, και υπάρχουν υπόνοιες που ποτέ δεν αποδείχτηκαν, ότι υπεύθυνοι για τη δολοφονία του ήσαν οι Μαυροκορδάτος, Κόχραν και Τσώρτς.
        Ατρόμητος και ριψοκίνδυνος ο Καραϊσκάκης είχε «την αίγλην δαιμονίου ανθρώπου των όπλων», εθεωρείτο άνθρωπος προικισμένος με μοναδικές στρατηγικές ικανότητες. Ήταν παντρεμένος δυο φορές με την Εγκολπία Σκυλοδήμου και την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου και είχε τρία παιδιά: Πηνελόπη, Ελένη και τον Σπυρίδωνα.
Δυστυχώς η πορεία του στη Εθνική υπόθεση ήταν πολύ βραχεία, αν συνυπολογίσουμε και την συμμετοχή του στον εμφύλιο, ούτε δυόμισι χρόνια δεν κράτησε.