Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Οι Απόκριες στο χωριό μας σε δύσκολους καιρούς του περασμένου αιώνα.


 Όταν μπαίνει ο Φλεβάρης και κάνει την εμφάνισή του το Τριώδιο, οι θύμισες μου γυρνάνε στα παλιά πολλές φορές, στα παιδικά μου χρόνια, στα γλέντια, τους χορούς και τις ευχάριστες στιγμές που ζούσαμε στο χωριό μας εκείνους τους δύσκολους καιρούς, κατά τη δεκαετία 1940 έως 1950.
            Δύσκολοι καιροί, γιατί εκείνη η δεκαετία ήταν η πιο τραγική και πιο καταστροφική για τη χώρα μας, αν αφήσουμε στην άκρη τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Είχαμε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατάληψη και τριπλή κατοχή της χώρας μας από Ιταλία Γερμανία και Βουλγαρία, τους σκοτωμούς και τους θανάτους από πείνα, όλη τη δυστυχία του πολέμου, κι επί πλέον επί τρία χρόνια τρωγόμαστε μεταξύ μας και βγάζαμε τα μάτια μας κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. 
     Αλλά είπαμε, όταν έμπαινα το Τριώδιο ξεκινάγανε και οι Αποκριές, και ήτανε τρεις βδομάδες χαράς, ξεγνοιασιάς και ξεφαντώματος, με φαγητά, τραγούδια, χορούς και μασκαρέματα. Ένα έθιμο και παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους χιλιάδες χρόνια πριν και συνδέονται με λατρείες και δοξασίες του Διόνυσου.                                  Απόκριες είναι το διάστημα των τριών εβδομάδων πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή που ξεκινάει από την Καθαρή Δευτέρα, μια περίοδος όπως την οριοθετεί η χριστιανική θρησκεία, που αρχίζει από την πρώτη Κυριακή του Φλεβάρη, την αποκαλούμενη «του Τελώνη και του Φαρισαίου. Αμολυτή λέγανε την πρώτη βδομάδα που ξεκίναγε από του Τελώνη και του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή του Ασώτου, και από εκείνες τις πρώτες μέρες ξεκινούσαν οι χαρές. Ένα από τα πρώτα, τα χαρούμενα δρώμενα της πρώτης βδομάδας της Αποκριάς ήταν και το σφάξιμο των γουρουνιών που τα τρέφανε ολόκληρη τη χρονιά, και άλλοι τα βαρήγανε κατά τα Χριστούγεννα, άλλοι στις Απόκριες. 
     Η διαδικασία με το σφάξιμο των γουρουνιών, σε συνδυασμό με τις αποκριάτικες μέρες ήταν κάτι σαν πανηγύρι αλλά και έθιμο, που έδινε την ευκαιρία στον κοσμάκη να ξεφύγουν λίγο από την καθημερινότητα, τη ζοφερή πραγματικότητα με τις αγροτικές δουλειές μέσα στο Φλεβαριάτικο καταχείμωνο, να φάνε και να πιούνε, να ξεσπάσουνε σε γλέντια και χαρές. Κι επειδή το σφάξιμο γουρουνιού από 80 μέχρι 150 οκάδες – οκά = 400 δράμια = 1κιλό και 282 γραμμάρια - δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά, ήταν ολόκληρη διαδικασία που απαιτούσε δεξιότητες αλλά και προετοιμασίες. 
Αν ο νοικοκύρης δεν είχε ιδιαίτερες ικανότητες στο χειρισμό του μαχαιριού, έπρεπε να βρουν έναν ειδικό για να το σφάξει, και μάλιστα να είναι γνωστός για το αλαφρύ χέρι του, κάπως σαν «αλαφροΐσκιωτος» για να πάει καλά το σφάξιμο, να πετύχει την αρτηρία με την πρώτη μαχαιριά και να μην βασανίζεται το ζωντανό, να μην ξεσηκώσει το χωριό με τις σπαραχτικές κραυγές του, να βγει καθαρό το κρέας, και μια σειρά άλλες εικασίες και δεισιδαιμονίες που περισσεύανε τότε στους κατοίκους της υπαίθρου. 

Απαραίτητος λοιπόν ο ειδικός που θα έσφαζε το γουρούνι, απαραίτητοι και δυο τρεις ακόμα για να το ακινητοποιήσουν αλλά και να το γδάρουν μετά, απαραίτητο βέβαια και ένα καλό «μαυρομάνικο» μαχαίρι. Το ίδιο αναγκαία και η φωτιά σε μια άκρη της αυλής που πάνω σε μια μεγάλη σιδεροστιά έβραζε το λεβέτι με νερό που χρειαζόταν για να μαδήσουνε το χοιρινό.                  Απόλυτα χρειαζούμενη ήταν και μια ξύλινη πόρτα από κάνα υπόγειο ξεκρεμασμένη που πάνω της θα τοποθετούσαν το σφάγιο για να το γδάρουν. Μόλις έπαυε το γουρούνι να αναπνέει, ο σφάχτης τού αφαιρούσε το «καρύδι» από τον λαιμό, τον λάρυγγα που τον λέγανε και καρούτζαφλα, και τη φούσκα την ουροδόχο κύστη με τα αμελέτητα, τα γλυκάδια, (κατρουλήθρα την λένε στη δεύτερη πατρίδα μου τη Ρόδο εκεί στην Έμπωνα) και κάποιος του περνούσε ένα λεμόνι στο στόμα. Το καρύδι και τα αμελέτητα τα έπαιρνε η νοικοκυρά και αφού τα ξέπλενε λίγο να φύγουν τα αίματα τα έβαζε στην άκρη στα κάρβουνα εκεί που έβραζε το λεβέτι φροντίζοντας να ψηθούν χωρίς να της καούνε, και ήταν η πρώτη τσίκνα, η ομηρική κνίσα, που ανέβαινε στην ατμόσφαιρα. Τη φούσκα που την περιμένανε ανυπόμονα οι πιτσιρικάδες την αρπάζανε και την συγκυλάγανε λίγο στο σβηστό τζάκι σε κρύα στάχτη, την φουσκώνανε και φτιάχνανε ένα μπαλόνι με το οποίο αρχίζανε το παιχνίδι. 
                       Καθώς συνεχίζονταν οι εργασίες για το μάδημα του σφάγιου, το ξεκοίλιασμα και το καθάρισμα, το κρέμασμα στο πατερό του σπιτιού, η κυρά είχε ψήσει το καρύδι του στα κάρβουνα και πρόσφερε από ένα μεζεδάκι στον καθένα. Έτσι, για να νοστιμίσει το στόμα τους, να πιούν και από ένα ποτήρι κρασί να στυλωθούν στα πόδια τους. Με το κρασί αρχίζανε και τα «καλοφάγωτα, και του χρόνου, και στα δικά σας», όλες οι σχετικές ευχές, κι αν τύχαινε να περνάει κάνας συγχωριανός, τις ίδιες ευχές φώναζε κι εκείνος από το δρόμο Αμέσως μετά που βγάζανε τα εντόσθια του σφάγιου, ξεχώριζε η νοικοκυρά ένα μέρος από τη συκωταριά το έπλενε και το έκοβε σε μπουκιές, το έβαζε στο μεγάλο χάλκινο τηγάνι του σπιτιού με λίγο κρασάκι και λίγη μυρωδάτη ρίγανη που φύτρωνε άφθονη στις ραχούλες και στα περάσματα, και κατευθείαν στη φωτιά. Ώσπου να ταχτοποιήσουν το σφαχτό και να το κρεμάσουν στο πατερό με το κεφάλι κάτω, θα είχαν ψηθεί και τα συκωτάκια και θα στρωνόταν το τραπέζι. 
                         Ο καπνός από τις φωτιές στις αυλές που ανέβαινε στον αέρα, σημάδι ότι κι εκεί σφάζουν, η τσίκνα και η μυρωδιά από κρέας που ψήνεται, οι οιμωγές των χοιρινών καθώς έμπαινε το μαχαίρι στο λαιμό τους, οι ευχές και τα χωρατά, οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, δημιουργούσανε μια εύθυμη, πανηγυρική ατμόσφαιρα, πραγματικά αποκριάτικη. Είπαμε για την πιτσιρικαρία, τα μικρά που κάνανε τη φούσκα του γουρουνιού μπάλα και το ρίχνανε στο παιγνίδι, παιγνίδια όμως όπως ήταν φυσικό οργανώνανε και τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι, παρέες - παρέες και μάλιστα πολλά και διάφορα. Ήταν τα αγωνιστικά παιγνίδια που μετράγανε και τις ικανότητες και τις επιδόσεις του καθενός, όπως το τρέξιμο, το πήδημα - άλμα εις μήκος και εις ύψος. Ήταν η πάλη και το ρίξιμο του λιθαριού, ο κουτσοκαλόγερος, η αμπάριζα και άλλα. Το λιθάρι όχι σπάνια το ρίχνανε και οι μεγάλοι μπροστά από κάνα καφενείο του χωριού που περνάγανε την ώρα τους, όταν δεν είχαν δουλειά, για να ξεδώσουν και να σπάσουν τη μονοτονία. 
Ένα χαρούμενο και πλακατζίδικο παιγνίδι ήταν η ξυλογαϊδάρα που στήνανε τα παιδιά σε δυο τρεις αυλές και παίζανε. 
              Μεγαλύτερες πλάκες όμως είχε το Μπιζ. Αυτός που έκανε τη μάνα στεκόταν όρθιος τοποθετώντας ανοιχτή και όρθια την αριστερή παλάμη του δίπλα από το αριστερό του μάτι για να μην βλέπει τους συμπαίκτες που στέκονταν πάντα σε εκείνη την πλευρά του. Η διαδικασία του παιγνιδιού απαιτούσε να περάσει και το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του ΄μασχάλη και να το κρατήσει κολλητό πάνω της με την παλάμη ανοιχτή προς τα έξω και πάνω, προς τον ώμο του. Εκεί σε αυτό το σημείο πάνω στην δεξιά του παλάμη, έπρεπε να δέχεται ένα και μοναδικό χτύπημα και με ανοιχτή την παλάμη από κάποιον παίχτη, και τη στιγμή που δινόταν το χτύπημα, έπρεπε όλοι ταυτοχρόνως να τον πλησιάσουν με σηκωμένο το δείχτη του δεξιού τους χεριού μπροστά στο πρόσωπό του φωνάζοντας: Μπιζ!!!!!! Για να τον ζαλίζουν, να τον μπερδεύουν και να μην μπορεί να επισημάνει εκείνον που του είχε καταφέρει το χτύπημα. 
Η μαγκιά και καθήκον σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, του παίχτη που στεκόταν ακίνητος και δεχόταν το χτύπημα «παίζοντας» τη μάνα, ήταν να επισημάνει εκείνον που του είχε καταφέρει το χτύπημα. Αν τον αναγνώριζε, καθήκοντα της μάνας αναλάμβανε εκείνος που τον είχε χτυπήσει, και το παιγνίδι συνεχιζόταν έτσι. Αν όμως δεν αναγνώριζε ποιος του είχε καταφέρει το μπιζ, έπρεπε να συνεχίσει τα καθήκοντα της μάνας και να τις «τρώει» μέχρι να αναγνωρίσει ποιος τον χτυπούσε. Εννοείται πως παιγνίδι μπορούσε να γίνεται και από το άλλο του ώμο. Έτσι κάπως τράβαγε αυτό το παιχνίδι, αλλά συνέβαινε και καμιά κουτσικέλα από κάναν «έξυπνο» καμιά φορά, ή κάναν πολύ φίλο αυτουνού που έκανε τη μάνα. Καθώς λοιπόν η «μάνα» έπαιρνε θέση και σήκωνε την αριστερή του παλάμη για να μην βλέπει τους παίχτες από αριστερά, ο «πονηρός» έκανε νόημα να του κάνουν χώρο, ξάμωνε το χέρι του με την άνεσή του και τραβούσε ένα τόσο δυνατό χτύπημα, που ο φουκαράς που το δεχόταν έβλεπε τον ουρανό σφοντύλι! Αν τύχαινε να είναι καλοζυγισμένο το χτύπημα, τον σήκωνε στον αέρα και τον πέταγε κάτω. Επόμενο ήταν να ακολουθήσει και το σχετικό καβγαδάκι, αλλά εύκολα ξεπερνιόταν. 
Μικροί μεγάλοι λοιπόν χαρούμενοι γιατί το καλούσαν οι ημέρες και το πνεύμα της Αποκριάς, και όλο και κάποια παρέα ξεκίναγε το τραγούδι σε καμιά αυλή .η μέσα στο πάτωμα, και δεν αργούσε κι ο χορός. . Και όταν λέμε μέσα στο σπίτι στο πάτωμα, μην πάει ο νους σας σε τίποτα μεγάλα σπίτια. Πέντε μέτρα πλάτος και το πολύ 10 μέτρα μάκρος χτίζονταν τότε τα σπίτια, πενήντα τετραγωνικά μέτρα όλα κι όλα. Το μισό το έπιανε το χειμωνιάτικο με το τζάκι με ένα μικρό χωλάκι στην είσοδο, και μια μικρή αποθήκη στη μέση. Τα χωρίσματα, οι μεσάντρες, ήσαν ξύλινα. Το υπόλοιπο του σπιτιού γύρω στα 25 τετραγωνικά ήταν η σάλα. Εκεί στο πάτωμα της σάλας γίνονταν τα γλέντια και οι χοροί, οι γάμοι και άλλες γιορτές. Άμα ήταν καλός ο καιρός όμως γέμιζε και η αυλή. Λίγος ο χώρος, πολύς ο κόσμος, αλλά εκείνα τα χρόνια ταιριάζανε τα χνώτα τους, ήσαν πολλά που τους ενώνανε, δεν μεγαλοκρατούσαν όπως οι άνθρωποι της σημερινής εποχής.

 Από κοντά ξεπετάγονταν και οι Μπούλες, οι μασκαράδες. Νέοι άνδρες ντύνονταν γυναικεία και καμιά παντρεμένη καμιά φορά ντυνόταν άνδρας. Χτυπητά χρώματα, περίεργα ρούχα, αστείες φιγούρες, αεικίνητες και χαρούμενες, μουντζουρωμένα πρόσωπα ή καλυμμένα που προκαλούσαν γέλιο και ευθυμία. Οι μασκαρεμένοι κάνανε και καμιά άσεμνη χειρονομία μεταξύ τους και πειράγματα που προκαλούσαν γέλια και χαρούμενη διάθεση, και γι αυτό ίσως, ανύπαντρες δεν ντύνονταν μπούλες. Όλα μπορεί να ήταν φτωχικά, η διάθεση όμως για τραγούδι, χορό και ομαδικό ξεφάντωμα περίσσευαν, και το κρασάκι που οι Ψαραίοι το φτιάχνανε από τα αμπέλια τους έρρεε ασταμάτητα.
 Και μην σκέπτεστε σερβίτσια, δίσκους και κρυστάλλινα ποτήρια. Έβγαινε ο νοικοκύρης ή η κυρά με την κανάτα στο χέρι και δυο τρία ποτήρια στο άλλο, και κέρναγε τον κόσμο. Ολόκληρες παρέες και με μπούλες γυρνάγανε το χωριό τραγουδώντας, και χωρατεύοντας. «Εκίνησε η λεβεντουριά, και πάει στον πέρα μαχαλά που είν’ τα κορίτσια τα καλά», έλεγε ένα χαρούμενο τραγουδάκι. 
 Χαρούμενα και σκωπτικά ήσαν τα τραγούδια και οι χοροί εκείνων των ημερών. Πάρτε μια ιδέα από το γνωστό τραγουδάκι «πως το τρίβουν το πιπέρι» : 
 Πως το τρίβουν το πιπέρι
 » του διαβόλου οι καλογέροι; 
- Με τη φτέρνα τους το τρίβουν 
» και το ψιλοκοσκινίζουν … 
Αμέσως οι χορευτές έπρεπε να κάνουν κινήσεις με το τακούνι ότι τρίβουν κάτι….. το πιπέρι προφανώς, Και να κινούν και τα δυο τους χέρια σαν να κρατούσαν κόσκινο και κοσκίνιζαν. 
» Πως το τρίβουν το πιπέρι 
» του διαβόλου οι καλογέροι; 
- Με το γόνα τους το τρίβουν
 και το ψιλοκρησαρίζουν
Αυτομάτως ο χορός έπρεπε να γονατίσει και να κάνει κινήσεις σαν να προσπαθεί με το γόνατο, κλπ, κλπ
 Πως το τρίβουν το πιπέρι »
 του διαβόλου οι καλογέροι;
 _Με τον κώλο τους το τρίβουν… …
 και ο χορός έπρεπε να χαμηλώσει στο πάτωμα, να αυτοσχεδιάζει και να μιμείται με κυκλικές κινήσεις.. 
Καταλαβαίνετε τα καλαμπούρια, τα χωρατά, και κάποιες όλο υπονοούμενα σατυρικές μπηχτές που πέφτανε από κάποιους/ες, με τα οποία ευχαριστιόνταν και διασκέδαζαν, γιατί ήταν οι ημέρες τέτοιες που δεν χωράγανε παρεξηγήσεις.
 Οι μόνες που ξινίζανε τα μούτρα τους με χαρούμενες γκριμάτσες και χαχανητά σεμνοτυφίας, και πετάγονταν έξω από τέτοιους χορούς, ήσαν οι κοπελιές, οι μικρές και οι ανύπαντρες, αντίθετα με τις παντρεμένες που πλειοδοτούσαν σε χωρατά και το απολάμβαναν. Στη δεύτερη βδομάδα έπεφτε (και πέφτει) η Τσικνοπέμπτη, που είχε την τιμητική της γιατί βρίσκεται ανάμεσα στην Τετάρτη και την Παρασκευή που είναι νηστήσιμες ημέρες. Τρώγανε ο κοσμάκης ό,τι κρεατικό τους βρισκόταν. 

+Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, και την Καθαρά Δευτέρα πάλι βγαίνανε οι κομπανίες μαζί και μπούλες στο χωριό από γειτονιά – άμα περνάγανε μπροστά από σπίτι που είχε πένθος κόβανε το τραγούδι και τα χωρατά - σε γειτονιά γλεντοκοπώντας, έβγαινε και κάνας Γκρας κι έπεφτε κάνα σπάρο στον αέρα, άναβε και καιγόταν το πελεκούδι. 
 Εκείνη την τελευταία Κυριακή φροντίζανε να καταναλώνουν ό,τι κρεατικό και νηστήσιμο είχαν στο σπιτικό τους, γιατί η επομένη ημέρα ήταν η Καθαρή Δευτέρα, η απόλυτη νηστεία. 
 Η καθαρή Δευτέρα που κατά τη χριστιανική παράδοση καθάριζε τους πιστούς σωματικά και πνευματικά, σηματοδοτούσε το τέλος της Αποκριάς και την αρχή της νηστείας που διαρκούσε 40 ημέρες, και πολλοί χριστιανοί Τετάρτη και Παρασκευή νηστεύανε ακόμα και το λάδι. Λαγάνες δεν γνώριζαν τότε τα χωριά μας, τρώγανε το ψωμάκι τους, και νηστήσιμα πλέον φαγητά μέχρι το Πάσχα.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Όταν ο Ηρακλής γκάστρωσε τις 50 κόρες του βασιλιά Θέσπιου.

 





Μια φορά κι έναν καιρό που βασίλευε ο Θέσπιος στις Θεσπιές, κάπου εκεί κοντά στην περιοχή της Θήβας, και ζούσαν όλοι καλά στο βασίλειό του, φάνηκε ένα απόκοσμο θεριό, ένα τεράστιο λιοντάρι που κατασπάραζε τα βόδια και τα άλλα ζωντανά του Αμφιτρύωνα και του Θέσπιου

Ήταν λέει τόσο τρομερό το θεριό, που οι κυνηγοί, τρόμαζαν  και στη σκέψη μόνο να βγουν και να το κυνηγήσουν. Κατέβαινε με την άνεσή του από τον Κιθαιρώνα, κατασπάραζε τα ζωντανά, κατέστρεφε τις καλλιέργειες και ξαναγυρνούσε ανενόχλητο στη φωλιά του πάνω στο βουνό.

Δεκαοχτάχρονος περίπου τότε ο Ηρακλής, αποφάσισε να απαλλάξει τη χώρα από αυτή την πληγή, και παρουσιάστηκε στο Θέσπιο δηλώνοντάς του ότι θα κυνηγήσει το λιοντάρι και θα το εξοντώσει. Άλλο που δεν ήθελε ο βασιλιάς, να γλιτώσει από τη μάστιγα και τις καταστροφές που προκαλούσε  το τρομερό θεριό. Και επειδή είχε και 50 όμορφες κόρες, του φάνηκε καλή η ιδέα να τις βάλει να συνευρεθούν μαζί του για να αποχτήσει απογόνους από τον ημίθεο.

Του πρόσφερε λοιπόν φιλοξενία για 50 ημέρες όσο κράτησε το κυνήγι του θηρίου, και για να τον τιμήσει όπως του είπε, του παραχωρούσε μία από τις κόρες του για να του κρατάει συντροφιά στις μοναχικές νύχτες του. Κι έτσι, κάθε βράδυ που γύριζε κουρασμένος από το κυνήγι ο Ηρακλής, ο Θέσπιος του έστελνε και μία από τις κόρες του να κοιμηθεί μαζί του

 Κι επειδή ως γνωστόν ηλεκτρικό και τηλεόραση δεν υπήρχαν τότε, και όπως και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι (Διογένης) υποστηρίζανε ότι «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή ομοία», πιστεύοντας ο Ηρακλής ότι ήταν η ίδια κόρη που κοιμόταν μαζί του κάθε νύχτα, κοιμήθηκε με όλες, και έτσι σε λίγο γεννήθηκαν οι πενήντα γιοί του. Μάλιστα, παρόλο που η μία από τις κόρες του Θέσπιου, η τελευταία προφανώς, αρνήθηκε να υποκύψει και να παραχωρήσει την παρθενιά της στον Ηρακλή, η μεγαλύτερη γέννησε δίδυμα, κι έτσι  τα παιδιά που γεννήθηκαν ήσαν πενήντα. 

Ο Ηρακλής θύμωσε, γιατί θεώρησε ότι τον πρόσβαλε η στάση της κόρης που αρνήθηκε να κοιμηθεί μαζί του, και την καταδίκασε να μείνει σε όλη της τη ζωή παρθένα. Όρισε δε να τον υπηρετεί ως Ιέρεια σε ναό που ιδρύθηκε προς τιμήν του στις Θεσπιές.

Υποστηρίζεται και η εκδοχή ότι ο ήρωας σε μια μόνο νύχτα κοιμήθηκε και με τις πενήντα κόρες, ενώ κατά άλλη, ότι σε επτά νύχτες έγινε η συνεύρεση μαζί τους.

Αφού σκότωσε το θηρίο ο Ηρακλής εγκατέλειψε τον Θέσπιο και τις κόρες του που στους εννιά μήνες γεννήσανε τα παιδιά του …. και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, όπως λέγανε, όπως τελειώνανε παλιά τα παραμύθια.

 Σημ. Ο Ημίθεος ήρωας σεβάστηκε  τη θέληση και το δικαίωμα της κόρης που δεν θέλησε να κοιμηθεί μαζί του, και την τιμώρησε καταδικάζοντάς την να μείνει σε ολόκληρη τη ζωή της παρθένα. Σκεφθείτε τώρα πως θα την αντιμετώπιζε ένας σύγχρονος Ελληναράς. Θα την είχε πλακώσει στις σφαλιάρες, θα την είχε βιάσει, και πολύ πιθανόν θα την  σκότωνε. Διότι, ποια είσαι εσύ μωρή που θα μου πεις εμένα όχι!

 

Πηγές: Για να μην πελαγοδρομείτε στην Google, θα βρείτε όλα τα παραπάνω στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ της Εκδοτικής Αθηνών, στον 4ο τόμο, σελ. 25.