Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Η ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοπόταμου το 1942




Στις 25 Νοέμβρη του 1942 ο Γοργοπόταμος στέλνει περήφανο χαιρετισμό στην Αλαμάνα. 

 Αν και στη μάχη της Αλαμάνας οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, η πεισματική αντίστασή τους και ιδίως ο μαρτυρικός και ηρωικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου έδωσε δύναμη στους Έλληνες να συνεχίσουν τον αγώνα και έπλασε έναν από τους πρώτους ηρωικούς θρύλους της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι συνέβη και με τον Γοργοπόταμο. Και μάλιστα, σε μια κρίσιμη καμπή για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο- και με την Ευρωπαική Ήπειρο να στενάζει κάτω απο την φασιστική μπότα. 

Δυό χρόνια πριν, στις 28 Οχτώβρη του 1940, οι φασιστικές ορδές του Μουσολίνι  είχαν ορμήσει από τα ελληνοαλβανικά σύνορα πιστεύοντας ότι θα κάνουν περίπατο στη χώρα μας. Σπάσανε τα μούτρα τους καθώς ο ελληνικός στρατός παρά το ότι υπολειπόταν κατά πολύ από τους Ιταλούς αριθμητικά σε έμψυχο υλικό αλλά και σε οπλισμό και Επιμελητεία, πρόβαλε ηρωική αντίσταση και δεν άργησε να τους στρώσει στο κυνήγι μέσα στην Αλβανία. 

Βαρύς εκείνος ο χειμώνας, επιστράτευση φτώχεια και ανέχεια. Τεσσάρων πέντε χρονών παιδί τότε εγώ, κι ακόμα θυμάμαι το βαρύ κλίμα που επικρατούσε στο χωριό μας, καθώς από κάθε σπίτι σχεδόν, υπήρχε και ένας επιστρατευμένος οικογενειάρχης που πολεμούσε στο Μέτωπο. Τρία μικρά παιδιά είχε ο πατέρας μου όταν επιστρατεύτηκε τον Νοέμβρη. Το τέταρτο γεννήθηκε δυο μήνες αργότερα, όταν πολεμούσε στο Μέτωπο. 
Δεν υπήρχε πληροφόρηση στην ύπαιθρο, δεν υπήρχαν τηλέφωνα και τα νέα για το Μέτωπο κυκλοφορούσαν από καμιά εφημερίδα που είχε διαβάσει κάποιος ταξιδιώτης, από τα γράμματα των στρατευμένων που φθάνανε καθυστερημένα στο χωριό, όποτε και αν φθάνανε, και από τις διαδόσεις. Λίγες λέξεις που κρύβανε ελπίδα περηφάνια και φόβο, και αφορούσαν όλες τον πόλεμο. "Πήραμε τη Χειμάρα!" πληροφορούσε τη μάνα μου η γειτόνισσα που έμπαινε στο σπίτι μας. "Έπεσε το Τεπελένι! Στο Τεπελένι και στην Γκορτσιά επέσανε πολλά κορμιά!" Και της γειτόνισσας εκείνης ο άντρας ή ο γιος πολεμούσε στο μέτωπο της Αλβανίας τότε, κυνηγώντας τους Ιταλούς φασίστες.
            Μέσα στα κορμιά που πέσανε μπορεί να ήταν κι εκείνος, μπορεί να ήταν ο πατέρας μου, ο αδελφός του που κι αυτός ήταν στο μέτωπο, ο γείτονας ή κάποιος συγγενής. Όλα τα χωριά πληρώσανε φόρο αίματος τότε, όλα είχαν νεκρούς και τραυματίες. Τον Απρίλη πλακώσανε και οι σιδερόφρακτες Μεραρχίες της Βέρμαχτ κι ενώ ο ελληνικός στρατός αντιστεκόταν σε όλα τα Μέτωπα, κάποιοι στρατηγοί υπογράψανε ανακωχή. Αλλά, παρόλο που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, ο ελληνικός λαός δεν έσκυψε το κεφάλι. Ίδρυσε σε λίγο το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό τον ΕΛΑΣ, τον ΕΔΕΣ, την ΕΚΚΑ και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις για να αντιμετωπίσει την τριπλή κατοχή από Ιταλούς Γερμανούς και Βουλγάρους, δημιουργώντας το μεγαλειώδες έπος της Εθνικής Αντίστασης, ένα από τα καλύτερα αντιστασιακά κινήματα στην Ευρώπη που στέναζε κάτω από την μπότα των ναζί. Οπότε προέκυψε ο Γοργοπόταμος. 




Ήταν κοινό μυστικό πως η κυριότερη γραμμή ανεφοδιασμού του Άφρικα Κορπς που υπό την ηγεσία του Ρόμμελ πολεμούσε στη βόρειο Αφρική, ήταν ο μοναδικός σιδηροδρομικός άξονας που μέσω Θεσσαλονίκης συνέδεε την Αθήνα με τη Γερμανία. Στη συνέχεια, τα εφόδια προωθούνταν στον Ρόμμελ είτε από τον Πειραιά – Κρήτη Τομπρούκ Βεγγάζη κλπ με νηοπομπές, είτε αεροπορικώς. Από τον ίδιο και μοναδικό σιδηροδρομικό άξονα εφοδιάζονταν και τα στρατεύματα κατοχής που βρίσκονταν στη νότια Ελλάδα. Το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής που έδρευε στην Αίγυπτο, αποφάσισε να σαμποτάρει την μοναδική αυτή οδό ανεφοδιασμού των Γερμανών. Έστειλε τρεις ομάδες σαμποτέρ. Οι   δυο πέσανε με αλεξίπτωτα στην περιοχή της Γκιώνας την νύχτα της 30ης Σεπτέμβρη του 1942. Η  τρίτη ένα μήνα αργότερα, στην περιοχή Καρπενησίου. Οι ομάδες είχαν από έναν ειδικό στις ανατινάξεις, έναν χειριστή ασυρμάτου, και έναν που να μιλάει ελληνικά, όπως ( ο ένας) ήταν ο λοχαγός Θέμης Μαρίνος. 

Ο κωδικός της επιχείρησης ήταν Hardling. Επικεφαλής ήταν ο γνωστός αργότερα Βρετανός συνταγματάρχης Εντι Μάιερς, και υπαρχηγός ο ταγματάρχης Γουντχάουζ. Οι σαμποτέρ επέλεξαν να ανατινάξουν την μεγάλη γέφυρα του Γοργοπόταμου, παραπόταμου του Σπερχειού στις υπώρειες του Παρνασσού, την οποία προστάτευε άριστα οχυρωμένη φρουρά από εκατό Ιταλούς και πέντε Γερμανούς καλά οχυρωμένους με βαρύ οπλισμό από βαριά πολυβόλα, οπλοπολυβόλα ακόμα και με δυο δίκαννα αντιαεροπορικά που είχαν την ικανότητα να βάλλουν και κατά επίγειων στόχων. Όπως ήταν επόμενο, όταν οι σαμποτέρ έκαναν κατόπτευση του στόχου διαπίστωσαν ότι για να μπορέσουν να υπονομεύσουν και να ανατινάξουν τη Γέφυρα, είχαν ανάγκη από τη βοήθεια ισχυρής δύναμης ενόπλων για να εξουδετερώσουν την ισχυρή ιταλική φρουρά. Οι Βρετανοί αξιωματικοί με τους Έλληνες συνδέσμους τους κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με τον συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα τον αρχηγό του ΕΔΕΣ, και όταν μίλησαν μαζί του διαπίστωσαν ότι δεν είχε την απαιτούμενη δύναμη ενόπλων για να καλύψει την επιχείρηση. 
Όπως περίτρανα αποδείχτηκε αργότερα, οι Εγγλέζοι καμιά διάθεση δεν είχαν να μπλέκουν με αριστερές οργανώσεις, αφού όμως ο Ζέρβας δεν είχε την απαιτούμενη για την επιχείρηση δύναμη ανταρτών, ήρθαν σε επαφή και με τον ΕΛΑΣ που ήταν αριστερή οργάνωση. Έτσι, στις 25 Νοέμβρη του 1942, επτά λεπτά μετά τις έντεκα το βράδυ, εξήντα δεξιοί αντάρτες του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα – σε πολλές πηγές ο αριθμός των ανταρτών που συμμετείχαν διαφέρει - και εκατόνπενήντα αριστεροί του ΕΛΑΣ υπό τον Άρη Βελουχιώτη, πρόσβαλαν την ιταλική φρουρά. Κατά τη διάρκεια της μάχης οι σαμποτέρ πέρασαν επάνω στη γέφυρα και τοποθέτησαν τα εκρηκτικά. Στις 1.30 κατάφεραν την πρώτη έκρηξη. Παρατηρώντας το αποτέλεσμα της ανατίναξης, οι Μάιερς και Γουντχάουζ εκτίμησαν ότι γρήγορα θα επισκευαζόταν η ζημιά, και έτσι αποφάσισαν να υπονομεύσουν και ένα δεύτερο βάθρο, το οποίο ανατίναξαν στη συνέχεια, προκαλώντας μεγαλύτερες φθορές, ώστε σύμφωνα και με τις οδηγίες που είχαν να απαιτείται πολύ περισσότερος χρόνος (τουλάχιστον 6 εβδομάδων) για την αποκατάστασή τους. Για να εμποδίσουν πιθανές ενισχύσεις κατά τη διάρκεια της μάχης, οι αντάρτες είχαν υπονομεύσει τις σιδηροδρομικές γραμμές σε απόσταση ενός χιλιομέτρου προς τα βόρια της γέφυρας και προς τα νότια. Κι όμως, ένα θωρακισμένο τραίνο από την κατεύθυνση της Λαμίας – Λιανοκλάδι, με ενισχύσεις, κατάφερε να περάσει. Έφτασε όμως στην κατεστραμμένη γέφυρα και γκρεμίστηκε στο κενό. 




 Μπορεί η καταστροφή της Γέφυρας του Γοργοπόταμου που κράτησε κομμένη για πάνω από ενάμισι μήνα τη σιδηροδρομική γραμμή, να μην είχε επίπτωση στον ανεφοδιασμό του Μετώπου της βόρειας Αφρικής, αφού οι Άγγλοι από τις 23 του Οκτώβρη είχαν εξαπολύσει την αντεπίθεσή τους και μέσα σ’ ένα μήνα είχαν εξουδετερώσει τον Ρόμμελ, τη ζημιά όμως στον εφοδιασμό των δυνάμεων κατοχής που βρίσκονταν στη νότια Ελλάδα την είχε κάνει. Για την αγωνιζόμενη Ευρώπη- και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η είδηση ότι Άγγλοι σαμποτέρ σε συνεργασία με Έλληνες αντάρτες, ανατίναξαν και απέκοψαν τη μόνη οδό ανεφοδιασμού των δυνάμεων κατοχής, είχε τεράστιο αντίκτυπο, αφού αναπτέρωνε το ηθικό των κατεχόμενων λαών και έδινε φτερά στα αντιστασιακά κινήματα. 

Το ότι ο φασιστικός Άξονας δεν ήταν ανίκητος είχε αρχίσει πλέον να φαίνεται καθαρά. Στο Ανατολικό Μέτωπο, ο Κόκκινος Στρατός είχε καθηλώσει δεκάδες γερμανικές μεραρχίες και τις πετσόκοβε συστηματικά, με αποκορύφωμα τη μάχη του Στάλιγκραντ. Στο Μέτωπο της βόρειας Αφρικής, Άγγλοι, Αμερικάνοι και ελεύθεροι Γάλλοι, εσάρωναν την Έρημο και είχαν στριμώξει τα υπολείμματα του Ρόμμελ στην Τύνιδα. Παντού τα αντιστασιακά κινήματα θέριευαν. Το άκουσμα της ανατίναξης του Γοργοπόταμου που ο Τσώρτσιλ από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου χαρακτήρισε σαν το μεγαλύτερο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη, άναβε φωτιές στις καρδιές των αγωνιζόμενων λαών και ιδιαίτερα των Ελλήνων που άκουγαν ότι το αντάρτικο ντουφέκι βροντάει πάνω στα βουνά και δίνει τόσο σοβαρές μάχες. Βέβαια, την εξουδετέρωση της φρουράς από Έλληνες αντάρτες δεν την κατάπιαν οι Ιταλοί. Ύστερα από δυο ημέρες, πήραν δεκατέσσερεις κρατούμενους από τις φυλακές της Λάρισας. Τους επτά τους εκτέλεσαν στα γκρεμισμένα βάθρα της γέφυρας. Τους υπόλοιπους, με δέκα ακόμα, τους εκτελέσανε στα Καστέλια Παρνασίδας. 

Ναπ. Ζέρβας



Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, το 1964, που τα πάθη από τον Εμφύλιο Πόλεμο δεν είχαν ακόμα κατακάτσει και προετοιμαζόταν η δικτατορία, η 29η Νοέμβρη ορίστηκε από την κυβέρνηση ως ημέρα γιορτασμού της ανατίναξης. Όλως τυχαία, και ενώ χιλιάδες κόσμου είχαν συρρεύσει στη Γέφυρα για να τιμήσουν την επέτειο (μέλη και οπαδοί της ΕΔΑ στην πλειοψηφία τους, της Νεολαίας Λαμπράκη, σωματεία της ΕΑΜικής Αντίστασης και χιλιάδες αντιστασιακοί), εκρηκτικός μηχανισμός εξερράγη σκοτώνοντας δεκατρείς ανθρώπους και τραυματίζοντας άλλους σαρανταπέντε. 
Είπαν ότι ήταν νάρκη ξεχασμένη από τον πόλεμο. Αλλά είχε τη «σφραγίδα» της CIA... 

Έτσι "σφραγίζεται" η Ιστορία. Με τέτοιους και άλλους τρόπους. Όπως την κατά καιρούς προσπάθεια να αποσιωπηθεί η συμμετοχή των ανταρτών του ΕΛΑΣ και του Άρη Βελουχιώτη στην επιχείρηση του Γοργοποτάμου, ή έστω να απομειωθεί η συνεισφορά και ο ρόλος τους. Αλλά ευτυχώς, υπάρχουν και οι πηγές. Όπως γράφει ο ίδιος ο Γουντχάουζ: « Χωρίς το Ζέρβα δεν θα γινόταν η επιχείρηση, χωρίς το Βελουχιώτη δεν θα πετύχαινε». 


 

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Αρκαδικά. Το Γεφύρι της Κυράς στο Λάδωνα

 

Φωτό από διαδίκτυο

Τον καιρό της Φραγκοκρατίας κάπου εφτά αιώνες από σήμερα, η Κυρά της Άκοβας ξεκίνησε από το Κάστρο της που ερείπια του υπάρχουν ακόμα κοντά στο Βυζίκι της Γορτυνίας να πάει βορειότερα, στο ποτάμι όμως τον Λάδωνα, ένα ξύλινο γεφύρι που υπήρχε για να ενώνει τις όχθες του ποταμού το είχε  παρασύρει το ρεύμα, και η κυρά με τη συνοδεία της αναγκάστηκαν να περάσουν μέσα από την κοίτη. Σε κάποια στιγμή όμως το άλογό της «μουλάρωσε» και καθώς σηκώθηκε στα πισινά του πόδια βράχηκε  μπέρτα  της, και αυτό το επεισόδιο ήταν η αφορμή να αποφασίσει η Κυρά να χτίσει εκεί ένα πέτρινο γεφύρι με δικά της έξοδα.

Η ΄Ακοβα, κοντά στο σημερινό Βυζίκι Γορτυνίας, ήταν μια από τις  Βαρωνίες που είχαν δημιουργηθεί μετά την κατάκτηση (το 1209) του Μωρηά από τους Φράγκους. Και είχε περισσότερες της μιας Κυράδες. 

                       Αναλυτικές περιγραφές για την βαρονία της Άκοβας και τις Κυράδες της, αλλά και για ολόκληρη την εποχή της Φραγκοκρατίας που  κράτησε από το 1204 που οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1391 που η περιοχή  κατελήφθη από  τους Οθωμανούς, υπάρχουν στο Χρονικόν του Μωρέως.

                      Περιγραφές όμως για εκείνη την εποχή γύρω από την Άκοβα  κάνει και ο Τάκης Κανδηλώρος στη ΓΟΡΤΥΝΙΑ του, που στο κεφάλαιο ΒΑΡΒΑΡΙΚΑΙ ΕΠΙΔΡΟΜΑΙ κάνει την υπόθεση ότι το Γεφύρι της Κυράς δεν το έχτισε καμία από τις Κυράδες της Άκοβας. Αναφέρεται σε κάποια «Βαρωνίδα… των υπολειφθέντων Φράγκων εν Αρκαδία πιθανώς δ’ ή κτίσασα τήν έπί τού βορείου Λάδωνος γέφυραν της «Κυράς», σωζομένην μέχρι τής σήμερον».

Εκεί στην Άκοβα είχε και το κάστρο της η Κυρά, που ήταν γνωστό και ως  Κάστρο της Μονοβύζας, γιατί, λένε, ήταν μονόστηθη για να μπορεί να πολεμάει καλύτερα.

Αυτό, τώρα, το «Μονοβύζα» για την εποχή που μιλάμε, δεν ξέρω αν σας δημιουργεί συνειρμούς με όσα ανέφερε ο ιστορικός Ελλάνικος τον 5ο πχ αιώνα ή ο Στράβωνας που αναφέρει ότι οι Αμαζόνες κόβανε  τον δεξιό τους  μαστό για να μην εμποδίζονται στην τοξοβολία ενώ κρατάγανε τον αριστερό για να θηλάζουν τα παιδιά τους.

Η Βαρώνη, λοιπόν, η Κυρά της Άκοβας στη θέση του παλιού ξύλινου – κατά μια άλλη εκδοχή ντράπηκε που υπήρχε στη βαρονία της ένα τέτοιο επικίνδυνο πέρασμα – κατασκεύασε με Τσάκωνες τεχνίτες ένα πέτρινο γεφύρι με δυο καμάρες. Αργότερα επί Τουρκοκρατίας έγιναν και άλλες προσθήκες με τελική κατάληξη κάπου εκεί κατά το 1908 να  ολοκληρώσουν τα γεφύρι Λαγκαδινοί μαστόροι. ¨Ένα γεφύρι με πέντε καμάρες όπως βλέπετε και στην εικόνα, 55 μέτρων μήκους και πλάτους 2.15 εκ, που βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από το χωριό Μυγδαλιά, την παλιά Γλανιτσά. Στο τρίγωνο που σχηματίζεται από τα χωριά Συριάμου, Πουρναριά και Μυγδαλια, στα βόρεια της Αρκαδίας.

                 Όπως συμβαίνει με πολλά μεγάλα γεφύρια του ελλαδικού χώρου που κατασκευή τους χάνεται στα βάθη των αιώνων, έτσι και από τούτο το γεφύρι δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι φήμες και  οι θρύλοι, που από γενιά σε γενιά και από αιώνα σε αιώνα μάς μεταφέρουν οι παραδόσεις, που μαρτυρούν ότι χρειάστηκε να θυσιαστούν άνθρωποι - .όμορφες γυναίκες συνήθως – για να θεμελιωθούν και να στεριώσουν. 

Υπάρχουν κι εδώ θρύλοι για τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν κατά την κατασκευή του γεφυριού όταν το αγριεμένο ποτάμι «κατέβαζε» και παράσερνε τη  δουλειά των μαστόρων, για το πουλάκι που πήγε κι έκατσε στη μια την όχθη, που δεν λαλούσε σαν  πουλί μηδέ και σαν αηδόνι, μον’ κελαηδούσε κι έλεγε μ’ ανθρωπινή κουβέντα, αν δεν στεριώσετε άνθρωπο γεφύρι δεν στεριώνει, κλπ, κλπ.

Κατά μια εκδοχή, για να στεριώσει το γεφύρι χτίσανε στα θεμέλια του την όμορφη γυναίκα του Πρωτομάστορα, ενώ ένας  άλλος θρύλος μαρτυρεί ότι στη μια άκρη του καρφώσανε έναν Αράπη και στην άλλη μια γυναίκα. Και όταν φουρτούνιαζε ο τόπος και κατέβαζε το ποτάμι, ακούγονταν εκεί τα κλάματα και τα γογγυτά του Αράπη.

Λίμνη Λάδωνα

Μετά τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης του Λάδωνα με την κατασκευή του Φράγματος για τις ανάγκες του Υ/Η εργοστασίου κατά τη δεκαετία του ’50, το γεφύρι για εννέα περίπου μήνες του χρόνου πλημμυρίζει και καλύπτεται από τα νερά, και για αυτό το λόγο σε μικρή απόσταση κατασκευάστηκε το 2002  η καινούργια γέφυρα που βλέπετε. Το γεφύρι ξαναβγαίνει πάνω από την επιφάνεια και γίνεται ορατό για τρεις περίπου μήνες του χρόνου, κατά το φθινόπωρο, όταν «κάθονται» τα νερά και κατεβαίνει η στάθμη της Λίμνης.

Και τότε, όταν πέφτει η στάθμη του νερού αποκαλύπτονται και ίχνη από διάφορα χτίρια που μαρτυράνε πως γύρω από το γεφύρι, στη μια ή στην άλλη όχθη υπήρχαν κοινωνικές δραστηριότητες. Υπήρχε νερόμυλος για το άλεσμα των δημητριακών, υπήρχαν χάνια για την φιλοξενία και την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών, και φυσικά υπήρχε διακίνηση ειδήσεων από τους ταξιδιώτες που φιλοξενούνταν στα χάνια

Η καινούργια γέφυρα

Μετά τη δημιουργία του φράγματος στήθηκε εκεί κοντά στο παλιό γεφύρι ένα είδος χειροκίνητου πορθμείου που μετέφερε ανθρώπους και ζώα, και κάπου εκεί στο 1973 αναβαθμίστηκε με μια μηχανή ποτίσματος, και λειτούργησε μέχρι την κατασκευή της καινούργιας γέφυρας.

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Το πλιάτσικο κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς

 


Το πλιάτσικο και τα λάφυρα παίξανε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Αγώνα στην Πελοπόννησο, ιδιαίτερα όμως κατά την πολιορκία και την Άλωση της Τριπολιτζάς. Οργανωμένος στρατός και όπλα δεν υπήρχαν στο ξεκίνημα της επανάστασης, και όταν ξεκινήσανε οι επιστρατεύσεις για να αντιπαρατεθούν σε μια τούρκικη φρουρά, όπως μαρτυρεί ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη και  πολύ αξιόπιστος Φωτάκος στα Απομνημονεύματα Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, «οί περισσότεροι άπό αυτούς ήσαν αρματωμένοι μέ μαχαίρας, τάς οποίας οί γύφτοι (σιδηρουργοί) τότε τάς έκαμαν καί  μέ σουγλιά. Πρίν πέσει ή Τριπολιτσά δέν είχαν όπλα οί Έλληνες ….. μέ ένα μόνον τουφέκι επήγαιναν δύο καί τρείς Έλληνες νά υπηρετήσουν κατά τήν αναλογίαν τήν οποίαν ετήρουν οί έφοροι τών επαρχιών … »

Έτσι, εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί στις πρώτες συγκρούσεις με τους Τούρκους, παρατούσαν την καταδίωξη του εχθρού και το ρίχνανε στο πλιάτσικο. Όπως στο Βαλτέτσι για παράδειγμα, δυο μόλις μήνες από την κήρυξη της επανάστασης στις δώδεκα – δεκατρείς του Μάη, που ενώ οι Έλληνες σε μια αντεπίθεση πετσοκόβανε και είχαν υποχρεώσει σε άτακτη φυγή  τους Τούρκους πολιορκητές  οι οποίοι πετούσαν όπλα και εφόδια αφήνοντας και 300 νεκρούς, αντί να συνεχίσουν την επίθεση και να τους προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά, ακόμα και να τους εξοντώσουν όλους, παράτησαν την  καταδίωξη, και όπως μαρτυρεί ο Κολοκοτρώνης στην Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής,  «έπεσαν είς τά λάφυρα και είς τούς σκοτωμένους και δεν ακολουθούσαν με προθυμίαν». Ίδια περίπου ιστορία λίγο αργότερα κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη λεγόμενη μάχη της Γράνας, όπως αφηγείται ο Κολοκοτρώνης. «έπειτα ήλθε καί τό μεγάλο σώμα τών Τουρκών, μέ τά φορτώματα, έως εξακόσια μουλάρια καί άλογα. Με τούς πεζούς καί καβαλλαραίους΄ τά φορτώματα τά είχαν είς την άκρη …. κάμνει γιουρούσι και ή περασμένη καβαλλαρία καί ή απέραστη. Σκοτώνουν ογδόντα καβαλλαραίους, και όλα τά φορτώματα  μένουν είς τήν  εξουσία των Ελλήνων. Οι Έλληνες εδόθησαν είς τά λάφυρα, καί εγλύτωσαν οί Τούρκοι, διότι δέν τούς επήραν κυνηγώντας. Επάσχισα μέ τό σπαθί, μέ τές κολακείες διά νά τούς κινήσω, πλήν δέν άκουαν καί έτσι εγλύτωσαν οι Τούρκοι».

Σιγά σιγά όμως, και καθώς οι τούρκικες φρουρές πέφτουν στα χέρια των επαναστατημένων ραγιάδων, και αποδεικνύεται ότι όχι μόνο αήττητες δεν είναι, αλλά και ότι  εύκολα μπορούν οι επαναστατημένοι ραγιάδες να τους νικήσουν και να πάρουν τα όπλα, τα ρούχα, τα άλογά  και όλα τα εφόδια τους, η προοπτική του πλιάτσικου και  της λαφυραγώγησης γίνεται όλο και πιο ελκυστική, και αποτελεί σοβαρό κίνητρο παλικαριάς και αυτοθυσίας στη φωτιά της μάχης. Για τον εξαθλιωμένο ραγιά  που ορμάει στη μάχη με ένα παλιομάχαιρο ή ένα ρόπαλο, το να βρεθεί μετά το τέλος της σύγκρουσης με ένα σπαθί, ένα ντουφέκι ή ένα άλογο, ακόμα και μια στολή που θα πάρει από τον σκοτωμένο εχθρό, τον εμψυχώνει και αλλάζει τη ζωή του.



Γενικά όμως, τα λάφυρα είχαν μεγάλη αξία και για το στρατό που δημιουργούσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Σκεφτείτε ότι στη μάχη στο Βαλτέτσι για παράδειγμα, που είχε 514 νεκρούς Τούρκους έναντι 7 Ελλήνων, οι επαναστάτες πήραν 4 κανόνια, και όπλα για να εξοπλιστούν τέσσερεις χιλιάδες πολεμιστές! Πέρα βέβαια από τα άλλα εφόδια, τρόφιμα και  στολές, σκηνές, άλογα κλπ.


Είναι γνωστό ένα περιστατικό με τον Κολοκοτρώνη που σε ώρα μάχης σε κάποιο στρατόπεδο παρουσιάστηκε κάποιος με μια γκλίτσα στο χέρι και του είπε ότι θέλει να πάει στη μάχη αλλά δεν έχει όπλο.

-Έχεις την γκλίτσα σου, του είπε εκείνος, άντε τράβα στη μάχη και σκότωσε κάνα παλιότουρκο να πάρεις τα όπλα του!

Κατά το βραδάκι παρατήρησε κάποιον ένοπλο ντυμένο «στην τρίχα» να περιφέρεται κοντά στη σκηνή του και του κίνησε την περιέργεια.

- Τι είσαι εσύ ρε Έλληνα;

- Δεν με γνωρίζεις στρατηγέ μου; Εγώ είμαι που ήρθα το πρωί και σου γύρεψα όπλο να πάω στη μάχη. Έκαμα όπως μου είπες, επήγα στη μάχη με τη γκλίτσα μου, κι επήρα και όπλα, και απ’ όλα!

             Η Τριπολιτσά ήταν το διοικητικό κέντρο του Μωρηά, το Αρχηγείο της Τούρκικης Εξουσίας, με αμύθητα πλούτη συγκεντρωμένα στο Σαράι και σε ισχυρές τούρκικες οικογένειες Μπέηδων και Αγάδων, και αυτά τα πλούτη καθορίσανε σε μεγάλο βαθμό την τύχη της και των Τούρκων που βρέθηκαν εκεί κατά την άλωση. Οι επαναστατημένοι ραγιάδες θεωρούσαν ότι αυτά τα πλούτη και οι θησαυροί που είχαν συσσωρεύσει εκεί οι Τούρκοι ύστερα από σκλαβιά αιώνων τους ανήκαν, και καθώς συνεχιζόταν η πολιορκία και φαινόταν σίγουρη η νίκη τους, χιλιάδες λαού συγκεντρώνονταν γύρω από τα τείχη με την ελπίδα να μπούνε μέσα και να πάρουν κι εκείνοι ό,τι μπορέσουν. Στους δέκα περίπου χιλιάδες ανερχόταν το ασκέρι – ακόμα τότε πόρω απείχε από να θεωρείται στρατός – των Ελλήνων, αλλά όπως μαρτυρεί ο Κολοκοτρώνης, «βλέπωντας οί Έλληνες ότι θά πέσει ή Τριπολιτσά εμαζώχτηκαν είκοσι χιλιάδες  …. είχαμε σχέδιον νά προβάλωμεν είς τούς Τούρκους τής Τριπολιτσάς νά παραδοθούν, και έτσι νά στελωμεν  ανθρώπους μέσα να μαζευθούν όλα τά λάφυρα, καί έπειτα νά τά μοιράσουμε κατ’ αναλογίαν είς διαφόρους επαρχίας καί νά βγάλουν διά τό έθνος, αλλά ποιός ήκουσε. Ή Καρύταινα(Γορτυνία) από τήν αρχήν τής πολιορκίας τής Τριπολιτσάς έως τήν πτώσιν της, έδωσε σαράντα ‘οκτώ χιλιάδες σφαχτά καί εράνους από τούς ευκατάστατους».

Ο Υψηλάντης θεωρούσε ότι τα πλούτη αυτά και τα λάφυρα ανήκουν στο έθνος και ήσαν απαραίτητα για τις πολεμικές ανάγκες, αλλά όπως θα δούμε στη συνέχεια υπήρχαν και άλλοι που κάνανε τα δικά τους ιδιοτελή σχέδια για τα αμύθητα πλούτη που βρίσκονταν στην Τριπολιτσά.

Έχοντας συνειδητοποιήσει οι Τούρκοι επίσημοι ότι δεν έρχεται η πολυπόθητη βοήθεια από τη Ρούμελη και δεν υπάρχει σωτηρία από τους επαναστατημένους ραγιάδες που πολιορκούσαν την πόλη, είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες οπλαρχηγούς για να παραδοθούν και να φύγουν με τις οικογένειές τους, και πολλοί τα κατάφεραν. Οι διαπραγματεύσεις  όμως τραβούσαν σε μάκρος, και οι πάνω από 30.000 ψυχές μέσα στην πόλη αρχίσανε να υποφέρουν από έλλειψη βασικών αγαθών.  Άρχισε έτσι ένα είδος μαύρης αγοράς έξω από τα τείχη όπου οι Έλληνες προσφέρανε είδη πρώτης ανάγκης,  σύκα σταφίδες ( και στην α’ γερμανική κατοχή η σταφίδα έσωσε πολύ κόσμο) και σε αντάλλαγμα παίρνανε από τους λιμοκτονούντες Τούρκους όπλα κυρίως, μπιστόλες, σπαθιά, και άλογα ακόμα.

Το σοβαρό όμως αλισβερίσι γινόταν μέσα στην πόλη που διάφοροι στρατιωτικοί και πολιτικοί αρχηγοί μπαίνανε ελεύθερα και έρχονταν σε επαφή με Τούρκους νοικοκυραίους, που στην απελπισία τους να εξασφαλίσουν τις οικογένειές τους τους δίνανε ό,τι και όσα τους ζητούσαν. Γράφει ο Φωτάκος :  «Ύπέρ τάς  δέκα ημέρας πρό τής εφόδου (ρεσάλτο) κατά διαταγήν τού ‘αρχηγού εύρισκόμουν μέσα είς τήν Τριπολιτσάν μέ τούς ‘Αλβανούς μπέηδες, μέ τόν Βελή Κογιάτζιο, μέ τόν Σαλιάγα  καί μέ τόν  ‘Ελμάς Βέτσον. ’Ενόσω ήμουν μέσα, ήρχοντο Έλληνες καί ’Ελληνίδες ΄απ’ τήν πόρτα τών Καλαβρύτων, τού ’Αγίου ’Αθανασίου καί τής Καρύταινας, ’αλλά ή τελευταία μόνον δούλευε. Τούς ερχομένους Έλληνας ΄από τήν πόρτα τούς ΄οδηγούσεν είς τό κατάλυμα (κονάκι) τού ’Ελμάς μπέη,όπου έμενα καί ’εγώ. Ο Μπέης τότε τούς έδιδεν ένα ’Αλβανόν διά συντροφίαν νά ‘υπάγη ΄ο καθένας είς τόν γνώριμόν του Τούρκον, τόν οποίον ήθελεν.Οί Τούρκοι άμα τούς έβλεπαν είς τά σπίτια των τούς εκαλοδέχοντο και τούς έδιδαν πολύτιμα πράγματα καί άρματα. 'αλλά διά νά τούς εύχαριστήσουν καί να φιλιωθούν με τούς ραγιάδες των τούς έδιδαν καί άλλα μέ σκοπόν νά τά φυλάξουν, μέ τήν ελπίδα, ότι θά τούς τά δώσουν πάλιν  όπίσω. Τό αυτό έκαμαν καί οί Τούρκισσαις μέ τής γυναίκες τών ραγιάδων. ‘Ο δε Άλβανός, ό οποίος τούς εσυντρόφευεν, ήτο είς χρέος νά τούς φέρη πάλιν είς τόν Μπέην, καί πάλιν νά τούς συνεβγάλη έως τήν πόρταν τού φρουρίου, διά νά μή πάθη κανένας Έλληνας τίποτε από τούς εντοπίους Τούρκους. Αύτό το πανηγύρι εγίνετο επί πολλάς ήμέρας». Ποιο σαφής για το αλισβερίσι και τις ελπίδες που πουλιόνταν, δεν θα μπορούσε να είναι ο Φωτάκος...


Μπουμπουλίνα

Εντύπωση τότε είχαν δημιουργήσει και οι επαφές και τα σούρτα-φέρτα της Μπουμπουλίνας και οι διαπραγματεύσεις της με πλούσιες οικογένειες της Τριπολιτσάς. Ο γνωστός Γερμανός ιστορικός Κάρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ αναφέρει: «Ήλθεν είς τό ‘ελληνικόν στρατόπεδον καί είς τήν Τρίπολιν αύτήν  έτι πρός τούτον ‘ιδίως τόν σκοπόν, όπως διαπραγματεθή μετά τών πλουσίων Ιουδαίων καί κολλυβιστών τής πόλεως καί καταφορτισθή διά λαμπρών δώρων ‘υπό τών συζύγων των αντί αορίστων επαγγελιών».


Για τις επιμέρους συμφωνίες της Μπουμπουλίνας με πλούσιες τούρκικες και εβραικές οικογένειες  κάνει λόγο και ο Καννέλος Δεληγιάννης, ο Κορδάτος, και άλλοι ιστορικοί. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης άφησε τους Αλβανούς να φύγουν ασφαλείς (λέγεται ότι για αντάλλαγμα πήραν με τον Πλαπούτα όλη την κινητή τους περιουσία που την φορτώσανε σε 15 βαριά μπαούλα)- και όλα τούτα τα πάρε δώσε, και γενικά το «ξάφρισμα» που κάνανε οι επιτήδειοι αρχηγοί στους Τούρκους, είχαν δημιουργήσει δυσφορία και στους στρατιώτες, αλλά και τον κόσμο που είχε συρρεύσει και είχε συγκεντρωθεί έξω από τα τείχη με την προσμονή του πλιάτσικου. Διάχυτη ήταν η αντίληψη στους στρατιώτες ότι ενώ η πόλη ήταν έτοιμη να παραδοθεί, οι αρχηγοί καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις «γιατί έλπιζαν πως οι Τούρκοι θα παραδίδονταν με παζαρέματα και θα μπαίνανε αυτοί πρώτοι στην πόλη και θα έπαιρναν τα πλούτη των μπέηδων και αγάδων» λέει ο Γιάννης Κορδάτος στην Ιστορία της Ελλάδας (τόμος Χ), και συνεχίζει: «φαίνεται πως οι Έλληνες στρατιώτες κατάλαβαν τα σχέδια των αρχηγών τους και αποφάσισαν να οργανώσουν μόνοι τους την έφοδο. Πρώτος ο Παν. Δούνιας από την Κυνουρία, μαζί με τους άλλους συντρόφους του που μισούσαν τους κοτζαμπάσηδες ανεβαίνουν στο κάστρο, πιάνουν την πόρτα του Ναυπίου και με έφοδο μπαίνουν στην Τριπολιτζά (23 Σ/βρη). Οι Τούρκοι τάχασαν και άρχισε θρήνος και κλαυθμός. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Άρχισαν σφαγές και λεηλασίες που βάσταξαν δέκα ημέρες …».

Μέσα στην παραζάλη του φανατισμού και της ομαδικής ψυχολογίας όλοι είχαν μεταβληθεί σε μαινόμενο όχλο πού έσφαζε, βίαζε Τουρκάλες και Τουρκοπούλες, άρπαχνε, γκρεμούσε και έβαζε φωτιές. Αποκαλυπτικός είναι και ο Βλαχογιάννης: «Οι Έλληνες αρχηγοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, άπό τόν πόθο τών λαφύρων, είχανε λησμονήσει τίς ’ωραίες νίκες τών πρώτων μηνών τής πολιορκίας καί μέ τήν ’αναμονή τής παράδοσης (τής Τριπολιτζάς) είχανε ρίξει τίς ψυχές τους στό μόλεμα τής τούρκικης καθημερινής ’επαφής, στό μαύλισμα τών δώρων καί τού παράνομου πλουτισμού, μέ ζημία τού ’απλού στρατιώτη καί χωριάτη, κι’ είχανε παραδοθή σ’ αύτού τού είδους τήν τυφλή πραγμάτεια … Κι’ ΄ενώ ’αλλάζανε λόγια αδελφικά καί φιλικά χαρίσματα (μέ τούς Τούρκους) ύποσχέσεις φιλίας καί προστασίας, καί δεχόντανε στά στρατόπεδα τούς ‘επίσημους (Τούρκους) μαζί μέ τούς θησαυρούς τους, χωρίς επίσημη παράδοση, οί χιλιάδες τών χωρικών πολεμιστών βλέποντας ‘αυτή τήν άνεπίσημη διαρπαγή μιάς πόλης πού δέν παραδόθηκε, πέσανε τυφλά μέ τίς σκουρολεπίδες καί τήν πήρανε, καί τήν περάσανε ‘από τό μαχαίρι, καί δέν ‘αφήσανε ζωντανή ψυχή. Κι’ ό πόλεμος ήτανε γιά τό λάφυρο κι΄αύτός, κατά τό παράδειγμα τών ‘αρχηγών τους καί αφεντάδων τους»

Σε οχτώ ημέρες από το ρεσάλτο ήρθε και ο Υψηλάντης από την Κόρινθο και προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη, κανένας όμως δεν τον άκουγε. «Οί Μοραΐτες προύχοντες παρά τίς διαταγές τού Υψηλάντη ξακολούθησαν νά αρπάζουν καί νά γυμνώνουν τά τουρκικά πλουσιόσπιτα. Άρπαξαν λίρες, χρυσά βραχιόλια, σκουκαρίκια, μαργαριτάρια, μπριλάντια και ό,τι άλλο πολύτιμο βρήκαν. Τέτοια ήταν ή μανία τής αρπαγής, πού έκοβαν από τίς πλούσιες Τουρκάλες τα χέρια και τα δάχτυλα για να πάρουν τα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια πού φορούσαν» λέει ο Κορδάτος. Βρήκε το μπελά του και από τους δικούς του στρατιώτες που τους είχε πάρει από την Τριπολιτσά και είχανε χάσει το μεγάλο πανηγύρι, κοντολογίς. Και όπως αναφέρει και ο Φωτάκος: « τά στρατεύματα τού Υψηλάντη … έκαμαν νέαν έφοδον εναντίον εκείνων οί οποίοι πρότερον ελαφυραγώγησαν τούς Τούρκους, καί πολλούς τών κατοίκων τής πόλεως εγύμνωσαν καί τούς άρπαξαν τά λάφυρα».

Είκοσι βαρυφορτωμένα μουλάρια και δυο καμήλες έστειλε από την Τριπολιτσά στον Πύργο του ο Πετρόμπεης, «οί δέ  Μανιάται αυτού εφόρτωναν τά αρπαχθέντα είς τάς γυναίκας των, αίτινες είχον προσδράμει εκεί από τά βουνά τής Μάνης…» μας πληροφορεί ο Μέντελσον. Αλλά, κάπως έτσι μας τα λέει και ο Φωτάκος. «Όλοι οι Μανιάται είχαν έλθει δια να τούς ξεπουπουλιάσουν…  όταν δέ πολλοί από αύτούς δέν εύρήκαν νά πάρουν λάφυρα ‘εφορτώθηκαν τής πόρταις τών σπιτιών»


Σχετικά με τις σφαγές που γίνανε για τα λάφυρα, ο Γιάνης Κορδάτος είναι σαφής: « Όσο γιά τίς ‘ομαδικές σφαγές τής Τριπολιτζάς δέν πρέπει νά ξεχνούμε καί τήν ενοχή τού Κολοκοτρώνη. Αύτός μέ τή Μπουμπουλίνα όχι μονάχα αρπάξανε από τίς Τουρκάλες και τίς ΄Εβραίϊσες τά πιό πολύτιμά τους χρυσαφικά αλλά καί διατάξανε γενική σφαγή για να μπορέσουν να πλιατσικολογήσουν ελεύτερα και με την ησυχία τους».

Σφάξανε οι Έλληνες  αδιακρίτως γυναίκες άνδρες μέχρι μωρά παιδιά, πολλοί Τούρκοι σκότωσαν μόνοι τους τις οικογένειές τους και βάλανε φωτιά στα σπίτια τους για να γλιτώσουν από το μίσος των ραγιάδων τους, αλλά δεν τους σφάξανε όλους, και πήραν και πολλούς σκλάβους και σκλάβες στα χωριά τους. Κυρίως η φτωχολογιά την πλήρωσε. Πολλοί ήσαν οι νοικοκυραίοι Τούρκοι που τα ακουμπήσανε στους κατάλληλους ανθρώπους και τη γλιτώσανε.


Για δέκα ολόκληρες μέρες συνεχίζονταν μέσα στην πόλη οι σφαγές οι βιασμοί και οι λεηλασίες. Πολλοί Τούρκοι υπέστησαν τα πάνδεινα, μέχρι που σουβλίζανε κάποιους για να αποκαλύψουν κρυμμένους θησαυρούς και κομποδέματα«Υπέρ τάς είκοσι χλιάδες Έλληνες ωπλισμένοι είχον συναχθεί εκείνην την εβδομάδαν είς την πολιορκίαν, οίτινες, ώς λυσσώντες λύκοι, εκδικούμενοι τούς τυράννους των, τούς κατέσφαζον άνευ διακρίσεως γένους ή προσώπου. Εισήλθαν δε και πολλοί άοπλοι με ρόπαλα, ως και γυναίκες από τα πλησιόχωρα, και ελαφυραγώγουν  και εφόνευον και αυτοί»,  στα λέει ο Καν Δεληγιάννης απομνημονεύματά του. Αλλά, η μεγάλη λεία αφορούσε τους επιφανείς, όπως τον Κιαμήλμπεη,  τα χαρέμια του Χουρσίτ και άλλους, που τους προφυλάξανε οι αρχηγοί και οι άρχοντες, της Μπουμπουλίνας μη εξαιρουμένης. Που όπως λέει και ο Φωτάκος, πριν από το ρεσάλτο μπαινοβγαίνανε στην Τριπολιτσά και κάνανε τις επί μέρους συμφωνίες. «Τού Σεχνετζίμπεη ή φαμελιά έμεινε μ’ εμέ, είκοσι τέσσερις άνθρωποι΄ τόν Κιαμήλμπεη τόν πήρε ό Γιατράκος – ό Κεχαγιάς έμεινε αι’χμάλωτος μέ τά χαρέμια καί τά περίλαβε ό Πετρόμπεης», λέει ο Κολοκοτρώνης. Και αλλού: «’Επειτα ‘από δέκα ημέρας ‘εβγήκαν όλοι οί Έλληνες μέ τά λάφυρα και επήγαν εις τες επαρχίες τους σκλάβους, σκλάβες». 

        Ο Φωτάκος μιλάει και για τους Τούρκους που γλιτώσανε:  «… και όμως τούς καλούς Τούρκους, όσοι πρότερον δέν τούς εκακομεταχειρίζοντο, τούς επήταν μαζύ των καί τούς επεριποιήθηκαν όσον τό δυνατόν καλλίτερα, τούς είχαν ομοτραπέζους των, τούς έσωσαν και τούς έστειλαν όπου ήθελαν». Υποστηρίζεται ότι σώθηκαν γύρω στους 8.000 Τούρκοι, πάρθηκαν και αιχμάλωτοι, σκλάβοι σκλάβες, όσο για τα θύματα των σφαγών, επικρατέστερη θεωρείται η γνώμη του Φιλήμονα και του Τρικούπη που τα υπολογίζουν γύρω στις 10. 000. 

      Έντεκα χιλιάδες ντουφέκια και πολλά κανόνια και άλογα πήραν οι Έλληνες τότε, χωριστά τα σπαθιά και τα γιαταγάνια, αλλά οι αμύθητοι θησαυροί σχεδόν εξανεμίστηκαν, και ελάχιστα μπήκαν στο εθνικό θησαυροφυλάκιο. Κι αφού μιλάμε για τα λάφυρα, να αναφέρω εδώ ότι κάποιο λάφυρο ήταν η αιτία που διαλύθηκε η πρώτη πολιορκία των Πατρών. «Άναψε μια γελοία φιλονικία ανάμεσα στο Γερμανό και τον Παπαδιαμαντόπουλο για κάποιο λάφυρο. Ο διάκος του Γερμανού ήθελε να πάρει από άνθρωπο του Παπαδιαμαντόπουλου ένα πολύτιμο σπαθί. Μπήκαν στη φιλονικία τα αφεντικά και το στράτευμα διαλύθηκε». (πηγή: Νίκος Δ. Πλατής το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ).



Καραϊσκάκης
Ακόμα, εκείνα τα λάφυρα της Τριπολιτσάς ρίξανε πολύ λάδι στη φωτιά του εθνικού διχασμού κατά το  1824 – 25 στη χώρα μας. Για να υποδαυλίσει τον εμφύλιο ο Ιωάννης Κωλέττης  και να ξεσηκώσει τους Ρουμελιώτες κατά των Μωραϊτών, γράφει στον Γκούρα: «Αδελφέ, οι μωραΐτες ελύσσαξαν από τα πολλά πλούτη, τα οποία ήρπασαν από τους Τούρκους της Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου, του Λάλα, της Κορίνθου, της Μονεμβασίας, του Νεοκάστρου και των λοιπών μερών και έγιναν ντερμπεήδες, και προσπαθούν ν’ αντικαταστήσουν τον Κιαμήλμπεην και τους λοιπούς μπέηδες και αγάδες. Και σεις τρέχετε αυτού χωρίς ψωμί, χωρίς τσαρούχι, χωρίς φορέματα, με μίαν παλαιόκαπαν καταβασανίζεσθε. Τι λοιπόν περιμένετε; Άλλην αρμοδιωτέραν και ευτυχεστέραν δια σας περίστασιν δεν θέλει εύρετε ποτέ, δια να πλουτίσετε μεγάλοι και μικροί. Τώρα άνοιξαν διά σας δύο πηγαί πλούτου, οι λίρες του δανείου και τα πλούσια λάφυρα του Μωρέως. Τι άλλο πλέον επιθυμείτε;». (Νίκος Δ. Πλατής μικροΜέγα

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ). 




Και κατέβηκαν οι Ρουμελιώτες στον Μωρηά (των Μακρυγιάννη και Καραϊσκάκη μη εξαιρούμενων) και κάψανε και λεηλατήσανε, δηώσανε και κακοποιήσανε, βιάσανε, σκοτώσανε και καταληστέψανε. Μέχρι τα βρακιά της Ζαΐμαινας βγάλανε σε κοινή θέα στην Αχαΐα, για να εξευτελίσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. 













Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Το νερό που πίναμε

 


              Η ύδρευση του χωριού μας στα χρόνια προτού φέρουμε το νερό από το Βυζίκι, από απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων το 1963, γινόταν από την πηγή της Μπουσμπούνας που βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του χωριού μέσα στη ρεματιά. Το νερό δεν πηγάζει εκεί που είναι χτισμένη η βρύση. Tο μαζέψανε οι Ψαραίοι από το σημείο που ανάβλυζε στα ριζά του κοντινού υψώματος και το μεταφέρανε εκεί με κουριαλό από κεραμίδια, χτίζοντας τη Μπουσμπούνα σε ανοιχτό χώρο, προφανώς για να είναι προσβάσιμη με άνεση από τις γυναίκες που συνωστίζονταν εκεί για να γιομίσουν τα βαρέλια και να κουβαλήσουν το πολύτιμο νερό στα σπίτια για τις ανάγκες των νοικοκυριών τους. Ήταν όμως αμφιβόλου ποιότητας. «Είχαν πεθάνει οι περισσότερες γυναίκες γιατί το νερό είχε μπενοκλάδι» λέει ο Ν. Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του.

             Η μεταφορά του νερού από τη βρύση στο σπίτι ήταν καθαρά γυναικεία υπόθεση, που όμως δεν ήταν καθόλου εύκολη αφού, και χρόνο πολύ απαιτούσε, αλλά και κόπο. Ο χρόνος ήταν πρόβλημα για τις περισσότερες νοικοκυρές που ήσαν μικρομάνες γιατί, πέρα από τον απαιτούμενο για τη μετάβαση και την επιστροφή από τη βρύση, υποχρεώνονταν πολλές φορές να στήνονται με τις ώρες (είχε μπασιά) για να έρθει η σειρά να γιομίσουν το βαρέλι τους. Έτσι, και τα παιδιά μένανε μόνα τους στο σπίτι, αλλά και το νοικοκυριό έμενε πίσω. Η προσπάθεια τώρα και ο κόπος, ανάλογα με τη θέση που βρίσκονταν τα σπίτια τους, ήταν μια άλλη θλιβερή ιστορία για τις περισσότερες γυναίκες. Με ξύλινα βαρέλια χωρητικότητας 30 – 40 οκάδων που τα ζαλώνονταν με σκοινί στην πλάτη, κουβαλούσαν από τη βρύση στα σπίτια το νερό,  αλλά καθώς το χωριό βρίσκεται χτισμένο στους πρόποδες του Αγιολιά, με κλίση τουλάχιστον 70%, και αν σκεφτούμε ότι τα σπίτια στον απάνω μαχαλά απέχουν τετρακόσια και πεντακόσια περίπου μέτρα από την Μπουσμπούνα, το να κουβαλήσει μια γυναίκα 40 οκάδες βάρος στην πλάτη, διπλωμένη σε σχήμα ορθής σχεδόν γωνίας, σε αυτή την ανηφόρα, ήταν πραγματικός άθλος. Μέτρο βάρους τούρκικης προέλευσης η οκά που καταργήθηκε το 1959, αντιστοιχούσε σε 400 δράμια ή 1280 γραμμάρια, οπότε καταλαβαίνετε ότι 40 οκάδες νερό αντιστοιχούσαν σε 51.200 κιλά βάρους. Προσθέστε τώρα και το απόβαρο του βαρελιού, και βγαίνει ένα σύνολο 55 έως 60 περίπου κιλών που κουβαλούσε στην πλάτη της η γυναίκα σε τούτη την ανηφόρα από τη Μπουσμπούνα μέχρι να το ξεζαλωθεί στο σπίτι της, που κατάφερνε και έφθανε με την ψυχή στο στόμα. 

            
Μπουσμπούνα

              Αναγκαστικά λοιπόν η Μπουσμπούνα γινόταν το κέντρο του χωριού για τον γυναικείο πληθυσμό, και όπως καταλαβαίνετε, στις σύντομες ή τις πολύωρες (όταν είχε μπασιά) συναντήσεις τους εκεί, οι γυναίκες για να πάρουν το πολύτιμο νεράκι, βρίσκανε την ευκαιρία να ανταλλάξουνε τις απόψεις τους για διάφορα θέματα, για κάποιο συνοικέσιο που ήταν σε εξέλιξη, για τα ράσινα που υφαίνει κάποια νοικοκυρά στον αργαλειό της, για μια σειρά τρέχοντα που απασχολούσαν το χωριό. Δεν λείπανε και οι καυγάδες αναμεταξύ τους, που προκαλούνταν από κάποια που βιαζόταν και απαιτούσε να παραβιάσει τη σειρά προτεραιότητας γιατί έπρεπε να γυρίσει νωρίς στο σπίτι και να κάψει το φούρνο αλλιώς θα της χάλαγε το ψωμί που είχε ζυμωμένο, ή από κάποια διένεξη και διαφορά απόψεων σε μια κουβέντα που είχαν ανοίξει, και τότε, εκτός από τα της σειράς, όπως, μωρή πήξια μωρή δείξια η μία, μωρή τέτοια μωρή αλλιώτικη η άλλη, πέφτανε και οι σχετικές κατάρες και ακούγονταν και σχετικά… «γαλλικά». 
             Καθώς τα σκέφτομαι τώρα αυτά και προσπαθώ να τα καταγράψω, εύκολα και πολύ λογικά αναδύεται το ερώτημα: γιατί το νερό κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες, το κουβαλούσαν μόνο οι γυναίκες. Γιατί δεν κάνανε και οι άνδρες αυτή τη δουλειά, έστω κατά τις εποχές που δεν είχαν δουλειές και ξημεροβραδιάζονταν στα μαγαζάκια (καφενεδάκια, κουτουκάκια κλπ.) του χωριού; Γιατί δεν φορτώνανε το βαρέλι στο μουλάρι τους – εννιά στις δέκα οικογένειες είχαν το μουλάρι τους ή έστω ένα γάιδαρο -  να καβαλικέψουν κι από πάνω και να πάνε να φέρουν νερό; Δεν βλέπω άλλη λογική απάντηση στο ερώτημα, παρά, στο ότι έτσι ήταν η εποχή τότε και οι κοινωνικές συνθήκες, και στο ότι οι άνδρες έπρεπε να ασκούνται στην κολιτσίνα (κοντσίνα, κολτσίνα)  στην πρέφα και στην ξερή στα καφενεία, ή να κρασοπίνουν και να διηγούνται ιστορίες όταν δεν είχαν άλλη δουλειά.  
           Πολυμελείς κατά κανόνα οι οικογένειες εκείνα τα χρόνια που σπάνια έβλεπες σπιτικό με λιγότερα από 5 παιδιά, και καθώς το χωριό έφτανε να έχει και πάνω από 350 κατοίκους, τα πέντε άντε έξι κυβικά νεράκι που κατέβαζε η Μπουσμπούνα δεν αρκούσε να καλύψει τις ανάγκες τους. Και όσο διαρκούσε ο χειμώνας βολεύονταν και με το βρόχινο νερό, αλλά και με το χιόνι που το ζεσταίνανε στη φωτιά και γινόταν νερό κατάλληλο για το νοικοκυριό. Κατά τους θερινούς μήνες όμως, που και της πηγής το νερό λιγόστευε, οι Ψαραίοι καταφεύγαμε στη βοήθεια δυο-τριών ακόμα πηγών: του Κουριαλού, του Αποστόλη, και του Κρεϊμάδ(ε)η, που βρίσκονταν στη ρεματιά στα βόρεια, σε απόσταση ένα έως δύο χιλιόμετρα  από το χωριό, ενώ ακόμα, πιο παλιά πηγαίνανε και στη Σκόζα, ενάμισι–δύο χιλιόμετρα προς στα νότια, εκεί που αρχίζει το Παλουμπόρεμα. Και σε εκείνες τις πηγές είχαν μαζέψει το νερό φέρνοντάς το σε προσβάσιμα σημεία, τοποθετώντας τις ανάλογες πελεκητές πέτρινες κορύτες σε ένα λιθόχτιστο πεζούλι, για να μπορεί ο κόσμος να γιομίζει τα βαρέλια του ή να ποτίζονται τα ζωντανά, κοπάδια γιδοπρόβατα, βόδια και γαϊδουρομούλαρα, κλπ. 
            
Βρύση Κουριαλού (τα υπολείματα)



Ο Βασίλης Στασινόπουλος ψάχνει τα ίχνη της Βρύσης Αποστόλη

Ό,τι μένει από την Βρύση Κρειμάδη

            Οι τρεις αυτές βρύσες στα βόρεια, βρίσκονται σε σειρά κατά μήκος της ρεματιάς, με πρώτη την του Κουριαλού, της οποίας όμως το νερό ήταν γλυφό και μόνο στην ανάγκη παίρνανε από εκεί οι Ψαραίοι, κυρίως όμως ποτίζανε τα ζωντανά τους. Ήταν και εύκολα προσβάσιμη τούτη η βρύση, αφού βρίσκεται πάνω σε αγροτικό μουλαρόδρομο. 
Λίγο πιο κάτω, μέσα στην ανώμαλη πλέον ρεματιά, συναντάμε τη βρύση του Αποστόλη, και σε μικρή ακόμα απόσταση τη βρύση του Κρεϊμάδη. Αντίθετα με του Κουριαλού που πηγάζει στην κοίτη της ρεματιάς, και οι δυο αυτές βρύσες πηγάζουν από τα βράχια στο πρανές της ρεματιάς, και το νερό τους είναι καλό. Ιδιαίτερα το νερό της πηγής του Κρεϊμάδη ήταν πολύ δροσερό προς το παγωμένο, και θυμάμαι πως οι μεγαλύτεροι μας συμβουλεύανε να είμαστε προσεκτικά εμείς τα παιδιά όταν σκύβαμε στην κορύτα για να πιούμε, γιατί το νερό, λέγανε, ήταν «βαρύ», και αν πίναμε απότομα υπήρχε κίνδυνος να πάθουμε ζημιά.

           Μέχρι του Κουριαλού, ο χωματόδρομος ήταν βατός και οι γυναίκες μπορούσαν στην ανάγκη να πάνε και να πάρουν νερό, που με μεγάλη δυσκολία το κουβαλούσαν στο χωριό, ζαλωμένες  το βαρέλι στην πλάτη. Στις πιο κάτω βρύσες όμως μέσα στην άγρια ρεματιά, στου Αποστόλη και στου Κρεϊμάδη, δύσκολα μπορούσε να κινηθεί κάποια γυναίκα ζαλωμένη το βαρέλι της. Μετά τον πόλεμο, από το 1950 και δώθε, κάποιες γυναίκες ή και άνδρες, πηγαίνανε στου Κρεϊμάδη φορτωμένα τα βαρέλια τους στο μουλάρι και τα γεμίζανε με χωνί, έτσι όπως ήσαν πάνω στο σαμάρι. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα και η βρύση του Κρεφτόχου με πολύ κρύο, παγωμένο σχεδόν νερό, στα βόρεια του χωριού, αλλά βρίσκεται πολύ μακριά από το χωριό. Πηγές ακόμα υπήρχαν και στο φαράγγι της Γκούρας, μη προσβάσιμες όμως στο χωριό λόγω απόστασης.

         Μπορεί τούτες οι περιφερειακές βρύσες, της Σκόζας, του Κουριαλού, του Αποστόλη και του Κρεϊμάδη να βρίσκονταν μακριά από το χωριό, σε αυτές όμως καταφεύγανε οι γυναίκες για να κάνουν την ολοκληρωμένη μπουγάδα τους. Όταν δηλαδή έπρεπε να πλύνουν πολλά ρούχα, ακόμα και στρωσίδια που δεν ήταν δυνατόν να τα πλύνουν στο σπίτι, λόγω ιδιαίτερα και της έλλειψης νερού. Παρέες ολόκληρες γυναικών φόρτωναν στο μουλάρι –το μεταφορικό μέσο εκείνων των εποχών-  τα ρούχα που είχαν για πλύσιμο, το λεβέτι και τη σκάφη την ξύλινη, την πλάκα και τον κόπανο, και την απαραίτητη στάχτη φυσικά για να κάνουν την αλισίβα τους.  Ήταν δε η αλισίβα, το σταχτόνερο που κάνανε βράζοντας νερό και στάχτη εκεί κατά τη διαδικασία της μπουγάδας, βασικό στοιχείο, γιατί και στη λεύκανση των ρούχων βοηθούσε, αλλά, και στο καθάρισμα, γιατί υποκαθιστούσε το σαπούνι. Απλώνονταν λοιπόν στο ρεματάκι από τη Μπουσμούνα μέχρι κάτω στου Πούσι, στη ρεματιά από του Κουριαλού μέχρι του Κρεϊμάδη, ή στη ρεματιά της Σκόζας, για να κάνουν τη μπουγάδα τους. Γιόμιζε η ατμόσφαιρα από τον καπνό και τη μυρωδιά του καμένου ξύλου που αναδίνανε οι φωτιές που ανάβανε για να βράσουνε το νερό στα λεβέτια, άναβε το κουβεντολόι στις συντροφιές των γυναικών, και ο αχός πολλές φορές από τον κόπανο μπερδευόταν με τα τραγούδια που λέγανε όλες μαζί για να βγάλουνε από μέσα τους τους καημούς τους. Από κάποια τέτοια σκηνή είναι ίσως εμπνευσμένο το γνωστό, γεμάτο καημούς τραγουδάκι της δημοτικής μας παράδοσης που αναφέρεται στην κόρη που έπλενε στον ποταμό:


Μάνα μια κόρη που είδα εγώ, στον ποταμό να πλένει, 
Μά είχε ασημένιο κόπανο, και πλάκα μαρμαρένια… κλπ.

          Δεν ήταν μόνο το νερό που βρίσκανε άφθονο οι γυναίκες σε τούτες τις ρεματιές για να κάνουν τη μπουγάδα τους, ήταν και η άπλα του χώρου, που τους επέτρεπε να απλώνουν τα πλυμένα ρούχα πάνω στις πέτρες και στους θάμνους, για να στεγνώνουν γρήγορα. Στο χωριό όμως, δεν ήσαν μόνο οι άνθρωποι που είχαν ανάγκη για νερό, ήσαν και τα ζωντανά. Από τα οικόσιτα μέχρι τα κοπάδια, τα βόδια και τα γαϊδουρομούλαρα κλπ. Και, τα κοπάδια ιδιαίτερα, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα αριθμούσαν χιλιάδες γιδοπρόβατα.Τα μικρά οικόσιτα, σκυλιά γατιά και κάνα μαρτινάκι (μαρτίνα = κατσίκα ή προβατίνα που την τρέφανε στο σπίτι όσοι δεν είχαν κοπάδια, εξασφαλίζοντας έτσι το γάλα για τα παιδιά τους και το κρέας από τα κατσίκια ή τα αρνάκια), τα  ποτίζανε στο σπίτι. Κάποιοι διατηρούσαν και περισσότερα μαρτίνια. Τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα τα ποτίζανε στα ρέματα, ανάλογα προς τα πού είχαν οι τσοπάνηδες τις στάνες τους. Εκείνοι που είχαν τις στάνες τους στα βόρεια και βορειοανατολικά του χωριού, ποτίζανε τα κοπάδια στη ρεματιά από Κουριαλού και προς τα κάτω, Τρία ρέματα κλπ, όπως επίσης και στο φαράγγι της Γκούρας. Κάποιοι άλλοι ποτίζανε και στο ρεματάκι που ξεκινούσε από τη Μπουσμπούνα, συνέχιζε στου Πούσι, στα Τρία ρέματα και κατέληγε στη Γκούρα. Όσοι είχανε τα κοπάδια τους προς τα νότια, τα ρίχνανε για νερό στη Σκόζα.

           Να σημειώσω ότι σε τούτα τα ρέματα, οι τσοπάνηδες του χωριού μας φρόντιζαν να ανοίγουν μικρές γούρνες κατά διαστήματα, που γεμίζανε νερό από τη ροή, διευκολύνοντας έτσι το πότισμα του κοπαδιού τους. Μάλιστα, στη ρεματιά της Σκόζας είχανε καραβώσει κάποτε μια μεγάλη γούρνα και οι πιτσιρικάδες ξεβρακώνονταν και κάνανε τα πρώτα τους μπάνια. Θυμάμαι ότι σε εκείνη τη ρεματιά πηγαίναμε πολλές φορές και μαζεύαμε καβούρια. Είχανε νερά τότε τα ρέματα, γιατί καλλιεργούσε τον τόπο ο κοσμάκης, δεν υπήρχαν δάση και τα νερά τρέχανε.

           Το νερό το είχαν ανάγκη φυσικά και τα γαϊδουρομούλαρα και τα βόδια. Σχεδόν όλα τα σπίτια στο χωριό είχαν από ένα μουλάρι ή ένα γάιδαρο για τις ανάγκες του σπιτιού, κάποιοι νοικοκυραίοι είχαν και δυο μουλάρια. Με το μουλάρι καλλιεργούσαν τα χτήματά τους κατά τις παλιότερες εποχές. Αλωνίζανε και μεταφέρανε τα γεννήματά τους, κουβαλούσανε τα ξύλα από τα χωράφια, που ήσαν απαραίτητα για τη θέρμανση το χειμώνα, πηγαίνανε στο μύλο για άλεσμα και κάνανε μια σειρά από βοηθητικές δουλειές. Σπιτικό χωρίς μουλάρι, χωρίς έστω ένα γάιδαρο, δεν στεκόταν εύκολα. Τα βόδια ή γελάδια τα χρησιμοποιούσαν για όργωμα και σπορά, και στην ανάγκη και αλώνισμα. Στο χωριό μας το βοδινό κρέας ήταν άγνωστο πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάπου εκεί στη δεκαετία του ’40, φουρκίστηκε ή τσακίστηκε ένα βόδι, και τότε είναι που πρωτοφάγανε κρέας βοδινό οι Ψαραίοι. Το βιδέλο, όπως το λέγανε τότε. Όχι όλα τα σπίτια του χωριού- πολλοί είχαν προκατάληψη και δεν θέλανε ούτε να ακούσουν για βοδινό κρέας. Και τούτα τα ζωντανά λοιπόν, θέλανε πότισμα, και φυσικά ήταν αδύνατο να ποτιστούνε στη Μπουσπούνα. Τα πηγαίναμε για νερό στις περιφερειακές βρύσες. 

         

Ό,τι μένει από το πηγάδι. 

Τη χρονιά του 1936, η Αδελφότητα των εν Αθήναις Ψαραίων έφτιαξε το πηγάδι του χωριού λίγες δεκάδες μέτρα πιο πάνω από τη Μπουσμπούνα, και εκεί από τότε ποτίζανε τα γαϊδουρομούλαρα, αλλά στήνονταν και γυναίκες καμιά φορά και κάνανε τη μπουγάδα τους. Ήταν πραγματικό κόσμημα για την εποχή, με μονοκόμματο μαρμάρινο επιστόμιο, με περίτεχνες από πατητή τσιμεντοκονία ποτίστρες, αλλά δυστυχώς η κακομοιριά μας το αχρήστευσε. Και τη Μπουσμπούνα και το πηγάδι, για να μην πω και τις άλλες βρύσες, Κουριαλού, Αποστόλη και Κρεϊμάδη, θα έπρεπε να τις συντηρούμε και να τις διατηρούμε, γιατί είναι στοιχεία της παράδοσης, της ζωής και του πολιτισμού μας.

 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Τότε που θερίζαμε και αλωνίζαμε τα γεννήματα στο Ψάρι.

 


        Γνωστό σε όλους ότι τούτος ο μήνας που διανύουμε, ο Ιούλιος, λέγεται και αλωνάρης, επειδή κατά την διάρκειά του κυρίως αλωνίζαμε κατά τις παλιές εποχές τα γεννήματα, σιτάρια, κριθάρια κλπ. Εδώ στο χωριό μας στο Ψάρι της Γορτυνίας, όπως και σε ολόκληρη την ύπαιθρο, τον άρτον τον επιούσιο τον φτιάχνανε στα σπίτια τους ο κοσμάκης, καλλιεργώντας δημητριακά στα  χωραφάκια τους. Αλωνίζανε μετά τα γεννήματα για να ξεχωρίσουν τον καρπό από την καλαμιά και το άχυρο, και τον αποθηκεύανε στα σπίτια τους. Σε νερόμυλους της περιοχής καταφεύγανε για να αλέσουν τα σιτάρια τα κριθάρια και τα αραποσίτια, και ζυμώνανε το ψωμάκι τους που το ψήνανε στους ξυλόφουρνους που σχεδόν κάθε σπίτι είχε στην αυλή του. Τον Ιούλη λοιπόν γινόταν το αλώνισμα, αλλά λόγω του ανάγλυφου της περιοχής και των καιρικών συνθηκών, πολλές φορές ο θερισμός που κυρίως γίνεται κατά τον προηγούμενο μήνα τον Ιούνιο - τον και θεριστή αποκαλούμενο -  καθυστερούσε και μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Ιούλη. 

        Να πούμε εδώ ότι ο θέρος και το αλώνισμα, όσες μέρες κρατούσαν αυτές οι δουλειές μέχρι να μεταφερθεί καθαρός ο καρπός από τα γεννήματα στα σπίτια, ήσαν διαδικασίες γιορτής με πανηγυρική ατμόσφαιρα για ολόκληρο τον αγροτικό κόσμο, γιατί ήταν οι ημέρες που βλέπανε συγκεντρωμένους τους κόπους τους που τους εξασφαλίζανε το ψωμί ολόκληρης της χρονιάς για την οικογένειά τους.
Κατά τη διάρκεια του θέρους και μέχρι να αλωνιστούν τα γεννήματα και να αποθηκευτεί ο καρπός στα σπίτια, γινόταν ένας αγώνας ταχύτητας, και για να προλάβουν τις δουλειές, αλλά και γιατί δεν λείπανε και οι ξαφνικές μπόρες και νεροποντές καμιά φορά. 
            Αν έπιανε μια βροχή και εύρισκε αθέριστα τα χωράφια προκαλούσε μεγάλη ζημιά, γιατί πέφτανε τα γεννήματα κάτω, ήταν δύσκολος  μετά ο θερισμός, και για να τα ρίξουνε στο αλώνι έπρεπε να αποξηραθούν τα στάχια και οι καλαμιές. Επί πλέον, οι καλοκαιρινές μπόρες που ήσαν ξαφνικές και βρίσκανε τον κοσμάκη στα χωράφια με τα δρεπάνια στα χέρια, πέρα από τις ζημιές στα γεννήματα, τις πλημμύρες κλπ, εγκυμονούσαν κινδύνους και για τη ζωή τους. Κάπου εκεί στη δεκαετία του 1950, μια καλοκαιρινή μπόρα σε διπλανό χωριό, στου Σαρακίνι Ηραίας, έστειλε μια οικογένεια με τα δρεπάνια στα χέρια κάτω από ένα δένδρο για να προστατευτούν από το χαλάζι. Ένας κεραυνός όμως που έπεσε στο δένδρο έκαψε δυο αδέρφια αγόρι κορίτσι δεκαοχτώ και είκοσι χρονών και μια συνομήλικη ξαδέλφη τους, ενώ μισοκαμμένη γλύτωσε η μητριά των δυο αδελφών.
            Αλλά και για το αλώνι ο κίνδυνος από τις καλοκαιρινές μπόρες ήταν μεγάλος. Γιατί, η διαδικασία του αλωνίσματος ήταν σχετικά χρονοβόρα και δεν τελείωνε σε μια ημέρα. Μετά από το αλώνισμα το γέννημα έμενε στο αλώνι μέχρι να λιχνιστεί, να ξεχωρίσει δηλαδή ο καρπός από το άχυρο, για να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί στα σπίτια. Και εκεί, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας που πολλές φορές καθυστερούσε γιατί δεν υπήρχε αέρας για το λίχνισμα, αν έπιανε μια βροχή ήταν καταστροφή. Δεν υπήρχε τότε το πλαστικό, και ο κόσμος έτρεχε να σκεπάσει το γέννημα που βρισκόταν στο αλώνι με κλινοσκεπάσματα, με μπατανίες σαγίσματα και κουβέρτες, με ό,τι τελοσπάντων έβρισκε, αλλά η ζημιά ήταν τεράστια, η βροχή διαπερνούσε αυτά τα πρόχειρα σκεπάσματα και το γέννημα βρεχόταν. Για να μπορέσουν μετά να το λιχνίσουν έπρεπε να το απλώσουν για να στεγνώσει, και καταλαβαίνει κανείς τα βάσανα αυτών των ανθρώπων που είχαν την ατυχία να βραχεί το αλώνι.


         Ο θερισμός ήταν κουραστική και επίπονη δουλειά. Γινόταν τον Ιούνιο που οι θερμοκρασίες είναι συνήθως πολύ ανεβασμένες, και απαιτούσε από τους θεριστάδες να δουλεύουν σκυφτοί, διπλωμένοι σχεδόν στα δύο. Γυναίκες και άνδρες ντύνονταν με όσο το δυνατόν ελαφρά και ανοιχτόχρωμα ρούχα με μακριά όμως μανίκια, φορώντας ψάθινα ή αυτοσχέδια καπέλα ακόμα και από χαρτιά οι άνδρες προσπαθώντας να έχουν καλυμμένο και το σβέρκο τους, και οι γυναίκες τύλιγαν το κεφάλι το λαιμό και ένα μέρος από το πρόσωπο με την τσεμπέρα τους.
        Όταν πηγαίνανε να θερίσουν ένα χωράφι, ολόκληρη η οικογένεια μικροί μεγάλοι ήταν εκεί, και μωρό ακόμα αν υπήρχε το παίρνανε κι αυτό με τη νάκα του που την κρεμούσαν σε κάποιο δένδρο ή την τοποθετούσαν σε προφυλαγμένο ίσκιο. Η δουλειά ξεκινούσε πρωί προτού σκάσει ο ήλιος και τελείωνε με τη δύση του, με μια μικρή διακοπή για το φαγητό και για λίγη ξεκούραση το μεσημέρι που η ζέστη χτυπούσε κόκκινο.

        Ο θερισμός γινόταν με τα δρεπάνια. Διπλωμένος σχεδόν στα δύο άπλωνε το αριστερό του χέρι εκείνος ή εκείνη που θέριζε, άνοιγε όσο μπορούσε την παλάμη και έπιανε όσα περισσότερα στάχια μπορούσε, και με μια γρήγορη κίνηση, χράπ τα έκοβε σε ύψος είκοσι περίπου εκατοστών με το δρεπάνι που χειριζόταν με το δεξί χέρι. Τέσσερεις πέντε τέτοιες χεριές σχημάτιζαν ένα χερόβολο με τα στάχια που είχε κόψει, και με μια επιδέξια κίνηση ξεχώριζε δυο τρεις καλαμιές μαζί και τύλιγε το χερόβολο που το άφηνε κάτω και προχωρούσε για το επόμενο. Ο νοικοκύρης που ερχόταν πίσω ή κάποιος άλλος ειδικός στο δεμάτιασμα μάζευε τα χερόβολα σχηματίζοντας τα δεμάτια, δέματα δηλαδή από χερόβολα με διάμετρο εβδομήντα – ογδόντα εκατοστά. Τα δεμάτια τα δένανε με τα «δεματικά» που τα φτιάχνανε από καλαμιά σίκαλης, που από το περασμένο βράδυ είχαν βάλει στο νερό για να «λουρώσει», να είναι δηλαδή μαλακή και εύκαμπτη. Τα δεμάτια έπρεπε να δένονται σφιχτά – και γι αυτό ασχολούνταν δυο με αυτή τη  δουλειά -  για να φορτώνονται εύκολα στα μουλάρια και να μεταφέρονται με ασφάλεια στο αλώνι.

       Έτυχε κάποτε να δένουν τα δεμάτια ο Τασ..κος – φλεγματώδης, και παροιμιώδης καλαμπουρτζής  -  με τη γυναίκα του σε ένα χωράφι τους στο κάτω μέρος της πεζούλας, και καθώς προσπαθούσαν να σφίξουν το δεμάτι πιέζοντας από την αντίθετη πλευρά ο καθένας τους, χρατς… σπάει το δεματικό και η Τασ..αινα που ήταν από την κάτω μεριά διαγράφει μια κωλοτούμπα και προσγειώνεται στην αποκάτω πεζούλα επάνω στις καλαμιές, κάνα μέτρο  χαμηλότερα! Ατάραχος ο Τασ…κος, αφού είδε ότι η γυναίκα του δεν είχε πάθει ζημιά, δεν έχασε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τον εαυτό του: "Τήρα να ιδείς ρε φίλε μου, καλά που δεν ήμουνα από την κάτω μεριά, θα σκοτωνόμουνα!"

        Πολλοί αντί για δεμάτια φτιάχνανε τις λεγόμενες «κουντούρες». Αντί δηλαδή να κάνουν χερόβολα και μετά δεμάτια, προσθέτανε τη μια χεριά πάνω στην άλλη σχηματίζοντας ένα μικρό δέμα από καλαμιές με τα στάχια τους, με διάμετρο τριάντα – σαράντα εκατοστών, το δένανε, και ήταν έτοιμο για φόρτωμα στο μουλάρι. Aν οι οικογένειες ήσαν ολιγομελείς και δεν μπορούσαν μόνοι τους να θερίσουν, τότε κάνανε ένα είδος σεμπριάς με κάποια άλλη οικογένεια, και θερίζανε τα χωράφια τους μαζί. ΄Ήσαν οι λεγόμενες δανεικαριές. Θερίζανε τα χωράφια της μιας οικογένειας και μετά πιάνανε τα χωράφια της αλληνής. 

Ένας άλλος τρόπος ήταν και ο θερισμός με «ξέλαση». Καλούσε κάποιος δέκα δεκαπέντε άτομα να θερίσει το χωράφι του, και τους πλήρωνε σε είδος, χρήμα, και με διάφορους άλλους τρόπους, ακόμα και με δανεικαριά,  με την υποχρέωση δηλαδή να πάει κάποιος από την οικογένεια και να ανταποδώσει την υποχρέωση όταν θα θερίζανε κι εκείνοι. Και μην νομίζετε ότι τόσοι πολλοί που πέφτανε στο χωράφι ήσαν μπουλούκι. Ο καθένας έπιανε ένα είδος οδηγού δύο μέτρα π.χ, και τραβούσε μπροστά θερίζοντας. Εργό τον λέγανε αυτό τον οδηγό, αλλά όπως και την ξέλαση ή το δεματικό δεν τα γνωρίζει ο μεγάλος Μπαμπινιώτης. 

        «Εργό τον έργό θέριζε, και τα δεμάτια έδενε», μας μεταφέρει η παράδοση. Τον εργό τους λοιπόν οι θεριστάδες, και άλλοι αγκομαχάγανε  για να είναι στην αράδα τους, να μην «κρεμάνε» πίσω, και άλλοι για να φανεί η επιδεξιότητά τους, να αναδειχτεί η αξία τους. Και κάπως έτσι αποχτούσαν κάποιοι τη φήμη ότι ήσαν το «πρώτο δρεπάνι», οι «πρώτοι θεριστάδες», και ήσαν περιζήτητοι στο θέρο.

          Αφόρητη η ζέστη, έτρεχε ο ιδρώτας και κολλάγανε τα ρούχα στο κορμί, άναβε η καλαμιά και το άγανο, άναβε ο τόπος ολόκληρος, πετάγανε σπίθες τα δρεπάνια από την κίνηση, και πολλές φορές σε πείσμα όλης αυτής της κούρασης κάποια ή κάποιος άρχιζε το τραγούδι. Έλεγε την πρώτη στροφή, τον πρώτο στίχο, και καθώς το πιάνανε οι άλλοι σαν αρχαίος χορός, το τραγούδι άναβε. Τραγουδώντας για την «παπαδοπούλα που θέριζε», για τον «ήλιο που αργεί να βασιλέψει και τον καταριέται η εργατιά», για «τα γεννήματα που γινήκανε, γινήκανε για θέρο», και άλλα τέτοια, τραγουδούσαν τους καημούς και τις ελπίδες τους, αλλά παράλληλα αντιδρούσανε και καταπολεμούσαν και την κούραση τους.

       Στο θέρο ήσαν όλοι απασχολημένοι. Οι μεγάλοι θερίζανε και δεματιάζανε, τα παιδιά κουβαλούσανε με τα μουλάρια τα δεμάτια στο αλώνι, τα μικρότερα κάνανε θελήματα, και αν ήταν και καμιά γιαγιά, έπαιρνε ένα τράσιτο και μάζευε στάχια στο θερισμένο. Για ένα δωδεκάχρονο αγόρι το να πάρει το μουλάρι φορτωμένο και να το οδηγήσει στο αλώνι και να λύσει τα δεμάτια να πέσουν  ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά και ευχάριστος περίπατος. Γιατί καθώς επέστρεφε στο χωράφι  καβάλα στο μουλάρι, εύρισκε την ευκαιρία να απολαύσει λίγο τζιρίκισμα σε κάποια σημεία που ο δρόμος σχημάτιζε καμιά σχετική ευθεία. Όπου, τζιρικάω, στα Ψαραίικα σημαίνει ότι καθώς είμαι καβάλα στο μουλάρι το πιέζω και καλπάζει. Ήμερο ζώο και υπάκουο μέλος της οικογένειας, συμμετείχε κι αυτό στην όλη διαδικασία και στην πανηγυρική ατμόσφαιρα, και σπάνια δυστροπούσε.

       Ανατολικά του χωριού εκτείνεται σε λίγα στρέμματα μια σχετικά υπερυψωμένη περιοχή που πήρε την ονομασία «στη Ράχη στα αλώνια». Την ονομάσανε έτσι οι Ψαραίοι, επειδή εκεί επιλέξανε να φτιάξουν τα πρώτα τους αλώνια. Ο λόγος είναι ότι βρίσκεται κοντά, συνορεύει με το χωριό, αλλά κυρίως, επειδή είναι υπερυψωμένη και ελεύθερη από παντού, την πιάνει και το παραμικρό ρεύμα αέρα που είναι απαραίτητο για το λίχνισμα του αλωνιού, τη διαδικασία δηλαδή και τις απαραίτητες εργασίες για το διαχωρισμό του καρπού από την καλαμιά και το άχυρο. 

        Ολόκληρο το χωριό έφτιαξε τα αλώνια του στη Ράχη, εδώ η μια οικογένεια, το ένα σόι, εκεί η άλλη, έτσι ώστε όλοι το  να αλωνίζουν τα γεννήματά τους. Διαμορφώνανε ένα χώρο επίπεδο και στρογγυλό με διάμετρο δώδεκα περίπου μέτρων, τον πατάγανε καλά με αυτοσχέδιο κύλινδρο από πέτρα, στήνανε ένα ξύλο με διάμετρο δέκα έως δεκαπέντε εκατοστά και ενάμισι μέτρο ύψος στη μέση, το λεγόμενο στηχερό, στρώνανε αυτό το χώρο με αραιωμένη σβουνιά, κοπριά δλδ από βόδια και μουλάρια, και αφού ξεραινόταν το μείγμα της σβουνιάς, το αλώνι ήταν έτοιμο  για τη διαδικασία του αλωνίσματος. Με την πάροδο του χρόνου κάποιοι νοικοκυραίοι που αποκτούσαν οικονομική άνεση αρχίσανε να φτιάχνουνε πέτρινα αλώνια, δικά τους, και επειδή στο αλώνι διεκπεραιώνονταν πολλές δουλειές φροντίζανε να τα φτιάχνουν σε χωράφια τους κοντά στο χωριό για να είναι εύκολα προσβάσιμα από ολόκληρη την οικογένεια.  αλώνια που το βασικό συστατικό κατασκευής τους ήταν η κοπριά των τετράποδων, εύκολα παθαίνανε ζημιές και χρειάζονταν συνεχείς επισκευές, ενώ τα πέτρινα αλώνια που στρώνονταν με μεγάλες πέτρες ήσαν αθάνατα. 

       Για να φτιάξουν το αλώνι επιλέγανε ένα σημείο στο πάνω μέρος του χωραφιού που το έπιανε το βοριαδάκι επειδή ήταν απαραίτητο για το λίχνισμα, και φροντίζανε να έχει ελεύθερο χώρο για να αποθηκευτούν τα δεμάτια καθώς τα κουβαλούσαν και από τα άλλα χωράφια τους. Τα τοποθετούσαν έτσι ώστε να δημιουργούν τις θημωνιές, δεμάτια δηλαδή χτισμένα κυκλικά, δίπλα και επάνω στα άλλα  που εφάπτονταν στο αλώνι, ώστε να μην καταλαμβάνουν πολύ χώρο και απομακρύνονται από το αλώνι, και να μπορούν εύκολα να τα απλώσουν όταν ερχόταν η ώρα για το αλώνισμα.

       Συνήθως σε ένα αλώνι αλωνίζανε περισσότερα από ένα νοικοκυριά, γι αυτό στήνανε τις θημωνιές με τάξη. Αλωνίζανε δηλαδή τα γεννήματά τους στο οικογενειακό τους αλώνι δυο και τρία αδέλφια, ή ακόμα, συνέβαινε ο νοικοκύρης που είχε το αλώνι να φιλοξενήσει κάποιους που δεν είχαν δικό τους . Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επιβάλλανε να χτίζονται με τάξη οι θημωνιές. Εννοείται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο καθένας περίμενε τη σειρά του για να αλωνίσει. Όταν ο νοικοκύρης τελείωνε το θερισμό στα χωράφια του, όριζε την ημέρα που θα αλωνίσει, και φρόντιζε να εξασφαλίσει τα μουλάρια που ήσαν απαραίτητα για το αλώνισμα.
        Ένα ελαφρύ αλώνι μπορούσε να γίνει και με δυο μουλάρια, το βαρύ όμως, το «φορτωμένο» αλώνι που είχε πολλά δεμάτια χρειαζόταν πέντε  και έξι  μουλάρια για να γίνει, και χρειαζόταν και χέρια που θα δουλεύανε τα δικράνια και θα τρέχανε και τα μουλάρια. Πρωί πρωί προτού σκάσει ο ήλιος ρίχνανε τα δεμάτια μέσα στο αλώνι και τα απλώνανε -αν δεν είχε υγρασία ο καιρός τα απλώνανε από την προηγούμενη ημέρα – σε ένα ύψος που κάλυπτε τα γόνατα των μουλαριών, και καμιά φορά έφθανε ως την κοιλιά τους. Στερέωνε ο νοικοκύρης ή όποιος άλλος κουμαντάριζε τα μουλάρια εκείνη τη στιγμή την αλωναριά στο στηχερό, και στη συνέχεια περνούσε τη θηλειά στη λαιμαριά του κάθε μουλαριού φροντίζοντας στη μέσα και την έξω μεριά της ζυγιάς να βάλει έμπειρα στο αλώνι μουλάρια, για να οδηγούνε αυτά που βρίσκονταν από μέσα. Άρχιζε μετά με φωνές και με τη βίτσα του να ξαμώνει τα μουλάρια, που ξεκινούσαν την πορεία τους πάνω  στα απλωμένα δεμάτια, από την έξω μεριά του αλωνιού, και σε κάθε κύκλο η αλωναριά τυλιγόταν στο στηχερό.
     Σε μερικούς κύκλους μάζευε η αλωναριά στο στηχερό, και τότε γινόταν αναστροφή των ζωντανών που ξεκινούσαν την αντίστροφη πορεία από το κέντρο  προς τα έξω. Σε λίγη ώρα τα απλωμένα δεμάτια  είχαν «καθίσει» από τα πέταλα μουλαριών κάτω από τα γόνατα, και μπορούσε να ξεκινήσει πλέον η  γρήγορη κίνησή τους, ο καλπασμός. Στο γύρω του αλωνιού, στη Σφεντόνα όπως λέγανε τις μεγάλες πλάκες που στεφανώνουν το αλώνι στον εξωτερικό του κύκλο, στέκονταν αραιά με τα δικράνια τους κάποιοι που ήσαν μέλη της οικογένειας ή αγωγιάτες που είχαν το μουλάρι τους στο αλώνι, και σπρώχνανε προς τα μέσα την καλαμιά, το άχυρο που είχε «κλωτσήσει» από τα μουλάρια. Η βοήθεια με τα δικράνια ήταν απαραίτητη, γιατί, πέρα από τη δουλειά που προσφέρανε εκεί στη Σφεντόνα, όταν «καθότανε» λίγο το αλώνι, η καλαμιά, έπρεπε να το γυρίσουν, να αναποδογυρίσουν δηλαδή την καλαμιά μέσα στο αλώνι για να πατιέται από τα ζωντανά. Βοηθούσαν επίσης μπαίνοντας στο αλώνι και οδηγώντας τα μουλάρια, αλλάζοντας ο ένας τον άλλον, γιατί δεν ήταν δυνατόν μόνος του ένας άνθρωπος να  τρέχει πίσω από τα μουλάρια ολόκληρη την ημέρα μέσα στην αφόρητη ζέστη, στο άγανο και την καλαμιά. Κάπου εκεί, όταν είχε κάτσει σχετικά το αλώνι αφού είχαν γυρίσει το «πρώτο δικράνι», και τα μουλάρια γυροφέρνανε καλπάζοντας, παρουσιαζόταν και η κυρά με τα σχετικά της τραταρίσματα, με ό,τι τέλοσπάντων   υπήρχε στο φτωχό νοικοκυριό , και ακούγονταν και οι ευχές για καλοφάγωτο και τέτοια.

      Το κολατσιό συνήθως γινόταν στο πόδι, αλλά το κυρίως φαγητό ήταν το κάτι άλλο. Στο χωριό μας το πλούσιο φαγητό στο αλώνι κάτω από τον δροσερό ίσκιο του πουρναριού ή της γκορτσιάς ήταν κάτι το εξαιρετικό, ένα είδος ιεροτελεστίας που επαναλαμβανόταν όπως όλες οι γιορτές μια φορά το χρόνο, κατά την ημέρα που αλωνίζαμε. Η Νοικοκυρά φρόντιζε να φυλάει έναν κόκορα για τούτη την ημέρα, και τις ανάλογες χυλοπίτες, και φυσικά, ποτέ δεν έλειπε το κρασί. Ερχότανε την ώρα του φαγητού βοηθούμενη και από κάποια κόρη της κουβαλώντας το φαγητό και όλα τα συμπράγκαλα. Έστρωνε κάτω από τον δασύ ίσκιο του πουρναριού την πολύχρωμη αντρομήδα που την είχε υφάνει μόνη της στον αργαλειό, και με την κόρη ετοιμάζανε τα πιατικά τους. Όταν ο νοικοκύρης έκρινε ότι ήταν ώρα για φαγητό, σταματάγανε τα μουλάρια μέσα στο αλώνι και τρίβανε τις πλάτες τους με χεριές άχυρο για να απορροφήσουν τον ιδρώτα που έτρεχε πάνω τους, περνούσανε την παλάμη τους χαϊδευτικά  πάνω τους μιλώντας τους ήρεμα σαν να ήθελαν να τους πουν ότι αναγνωρίζανε την προσφορά και την κούρασή τους, και τους κρεμάγανε τον τορβά με την τροφή στο στόμα. Τα ζωντανά λες και καταλαβαίνανε κι εκείνα, το είχαν ανάγκη εκείνο το χάδι και το διάλειμμα, ηρεμούσανε και πιάνανε να μασάνε το κριθάρι τους στον τορβά.

     Τινάζανε οι  άνδρες το άχυρο και το άγανο από πάνω τους και τραβούσαν προς το πουρνάρι. " Καλώς τους! Κοπιάστε! Τους καλωσόριζε η κυρά, γειά στα χέρια σας!¨. Έβαζε στραγγιχτές χυλοπίτες στα πιάτα τους που τις πασπάλιζε με μπόλικη μυζήθρα, έβαζε και το σχετικό μεζέ από τον κόκορα, έπιανε το καρβέλι ο νοικοκύρης και ξεκίναγε να κόβει ψωμί, και όταν σηκώνονταν και οι κούπες με το κρασί, ακούγονταν και οι ευχές: " Καλοφάγωτο νοικοκυραίοι, και με υγεία!" εύχονταν όλοι. "Χίλια μόδια!" ευχόταν ο ένας, "χίλια μόδια κι όξω ο σπόρος!" υπερθεμάτιζε ο διπλανός. Χίλια μόδια γέννημα βέβαια δεν μπορούσαν να βγουν στο αλώνι αφού το μόδι αντιστοιχούσε σε τριακόσιες οκάδες, αλλά έτσι το ήθελε το έθιμο, αυτό το πνεύμα να εκφράζουν οι ευχές.

Μετά από ώρες δουλειάς η καλαμιά κοβότανε, γινόταν άχυρο και ο καρπός ξεχώριζε. Το αλώνι είχε γίνει, ήταν έτοιμο. Ξεζεύανε τα μουλάρια και τα τρίβανε από το λαιμό μέχρι τα καπούλια  με άχυρο για να φύγει το ξάναμα και ο ιδρώτας από πάνω τους και ένας δυο τα πηγαίνανε για νερό ενώ οι υπόλοιποι με τα δικράνια τους σηκώνανε το αλώνι. Έτσι δηλαδή όπως ήτανε τριμμένο το σιτάρι και το άχυρο μαζί το σηκώνανε με τα δικράνια και τα ξυλόφτυαρα στη μέση του αλωνιού σε έναν μεγάλο σωρό, για να είναι έτοιμο για λίχνισμα.

         Από εκείνη την ώρα η οικογένεια δεν έφευγε από το αλώνι, περιμένοντας το ευλογημένο αεράκι, και όταν έπιανε να φυσάει ξεκινούσαν το λίχνισμα. Πετάγανε δηλαδή το μίγμα στον αέρα με τα δικράνια και ο καρπός έπεφτε κάτω κατακόρυφα λόγω της βαρύτητας, ενώ το άχυρο παρασυρόταν λίγο πιο πέρα. Στενάχωρη και επίπονη δουλειά που μπορούσε να διαρκέσει δυο και τρεις ημέρες, αφού για πολλές ώρες δεν φύσαγε, και πολλές φορές άμα έπιανε αεράκι λιχνίζανε και κατά τη διάρκεια της νύχτας.  Όταν ο καρπός καθάριζε από το άχυρο, και επειδή πάντα μένανε κομμάτια από στάχυα και κόμποι από καλαμιά, τον περνούσαν από το δρυμόνι, ένα μεγάλο κόσκινο με διάμετρο 80 εκατοστά έως ένα μέτρο.

Είχε ένα μεγάλο χαλκά, ένα αρβάλι στο έξω του μέρος, και από εκεί το στερεώνανε σε έναν πάσσαλο ή σε ένα δικράνι σε ύψος πάνω από ένα μέτρο, έριχνε ένας μέσα τον καρπό με το ξύλινο φτυάρι που ήταν ειδικό για χρήση στο αλώνι και ο άλλος κουνούσε το δρυμόνι παλινδρομικά για να κοσκινίζεται το γέννημα. Έπεφτε πλέον καθαρός ο καρπός κάτω, ενώ τα σκύβαλα τα συγκρατούσε αυτό το κοσκίνισμα. Από εκείνη την ώρα μπορούσαν να φορτώνουν τον καθαρό καρπό και να τον μεταφέρουν με τα μουλάρια στο σπίτι τους, αποθηκεύοντάς τον σε ένα μεγάλο ξύλινο κασόνι έτοιμο να μεταφερθεί στο μύλο για άλεσμα.  Και τα άχυρα επίσης που ήταν η απαραίτητη τροφή για τα γαϊδουρομούλαρα, μεταφέρονταν και αποθηκεύονταν στο χωριό στα υπόγεια και στα κατώγια , και το αλώνι καθάριζε. Αλωνίζανε λοιπόν σιτάρι, κριθάρι σίκαλη και βρώμη, αλλά οι δουλειές δεν τελείωναν εκεί. Στο αλώνι μεταφέρονταν τα φασόλια και τα ρεβύθια που σπέρνανε στα χωράφια τους, οι φακές, και τα αραποσίτια. Τα απλώνανε για να ξεραθούν και να μπορέσουν να τα καθαρίσουν, να τα αποφλοιώσουν.

       Είναι ευνόητο ότι από την ώρα που αρχίζανε να καταφτάνουν τα δεμάτια στο αλώνι,  δεν το αφήνανε ούτε στιγμή μόνο του οι νοικοκυραίοι, πολλοί κοιμούνταν εκεί. Για να φυλάνε τα γεννήματα από τα ζωντανά, που από την ώρα που θερίζονταν τα χωράφια βόσκιζαν ελεύθερα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά και από πιθανές κλοπές. Τα αραποσίτια τα θερίζανε τον Αύγουστο. Μαζεύανε τα τρουμπούκια σε Κόφες (μεγάλα κοφίνια) ή σε (μεγάλα) τσουβάλια της Ρίγας όπως τα λέγανε, και με τα μουλάρια τα κουβαλούσαν στο αλώνι.

Το ξεφλούδισμα (ξεφλίτσιαμα) γινόταν συνήθως βραδινές ώρες με ξέλαση, και ήταν ένα μικρό πανηγύρι, μια γιορτή που όλοι ήθελαν να συμμετέχουν.Κάθονταν κατάχαμα στο αλώνι, από δω οι γυναίκες από ‘κει οι άντρες και πιάνανε δουλειά, ανοίγανε στα δυο τη φλούδα και έμενε το τρουμπούκι (στέλεχος) με τον καρπό. Απλώνανε την άλλη μέρα τα αραποσίτια στο αλώνι να ξεραθούν, και μετά τα ξεσπυρίζανε, διαχωρίζανε δηλαδή τον καρπό από το τρουμπούκι, είτε στουμπίζοντάς τα με δυο κοντά ξύλα δεμένα σε σχετική απόσταση το ένα με το άλλο με σκοινί, είτε τρίβοντάς τα πάνω σε κάποιο ξύλο που του είχαν σκαλίσει δόντια για αυτήν ακριβώς τη δουλειά, είτε τρίβοντάς τα και με τα χέρια.

          Σε κάθε τέτοια ξέλαση που πολλές φορές τράβαγε μέχρι τις πρωινές ώρες ακούγονταν κάτω από το αμυδρό φως των άστρων και του φεγγαριού όλες οι ιστορίες του χωριού πραγματικές ή φανταστικές, για φόνους και απαγωγές γυναικών, για φαντάσματα και αερικά, και τόσα άλλα. Εξαντλούσαν αυτές οι βραδιές και όλο το ρεπερτόριο των τραγουδιών. Και φυσικά, δεν έλειπαν και τα φλερτάκια, και ένα «τυχαίο» άγγιγμα του χεριού άναβε φωτιές ολόκληρες και καλλιεργούσε ελπίδες και προσδοκίες.
      Μιλώντας για τα  αλώνια, θα ήταν παράλειψη  να μην αναφερθώ στους χορούς και τα γλέντια που περιστασιακά σε περιόδους γιορτών όπως οι απόκριες κλπ., στήνονταν στο Κολιαίικο αλώνι, όπου, πραγματικά μερικές φορές «καιγότανε το πελεκούδι». 

        Έναν αιώνα ζωής έχει το Ζαφειραίικο αλώνι στη Ρούγα όπως και άλλα πέτρινα αλώνια του χωριού και  παραμένουν άθικτα, ενώ από τα αλώνια που φτιάχνανε με κοπριά δεν υπάρχει ούτε ίχνος σήμερα. Υπολογίζω ότι στο Ψάρι και στην ευρύτερη περιοχή του χωριού πρέπει να υπάρχουν πάνω από 25 πέτρινα αλώνια, δύο από τα οποία, το Καταλώνι και το Κολιαίικο βρίσκονται μέσα στο χωριό.

(Σημ.: Το Δρυμόνι είναι από το αλώνι της Ρούγας, τις άλλες φωτογραφίες τις δανείστηκα από το διαδίκτυο)