Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020





 Σελίδες από την εποποιΐα του 1940 - 41

Όπλισε το Βάλτερ και έμεινε ακίνητος, λουφάζοντας μέσα στους θάμνους, σα ζώο του δάσους, αψηφώντας το τσουχτερό φλεβαριάτικο κρύο.

Πριν ένα χρόνο σχεδόν, κυνηγούσε τους Ιταλούς στο Αλβανικό Μέτωπο, τους κοκορόφτερους Ιταλούς, με τα οχτώ εκατομμύρια λόγχες, όπως περηφανευόταν ο Αρχηγός τους ο Μουσολίνι, που νόμιζαν πως θα έκαναν περίπατο στην Ελλάδα.  

Την μονάδα του την είχαν προωθήσει στο Αλβανικό μέτωπο στα μέσα Νοέμβρη του ’40, όταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε πεισθεί πως η Ελλάδα δεν επρόκειτο να δεχθεί βουλγαρική επίθεση.

                Τι αγώνας κι αυτός! Στις τρεις ημέρες μετά που φτάσανε στο μέτωπο πολεμώντας πέτρα-πέτρα, βράχο-βράχο, με υπεράνθρωπες προσπάθειες μπήκανε στην Κορυτσά! Στις είκοσι δύο του Νοέμβρη. Συνέχισαν το κυνήγι των  Ιταλών με την ψυχή στα δόντια, με αντιπάλους, όχι μόνο τους υπεράριθμους Ιταλούς και την Αεροπορία τους, αλλά και τον αγριότερο χειμώνα των τελευταίων είκοσι χρόνων.

Μια τρομερή βαρυχειμωνιά που έφραζε τις διαβάσεις με τα χιόνια και δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν τα μαχόμενα τμήματα του ελληνικού στρατού που στερούνταν μηχανοκίνητων και προσπαθούσαν να μεταφέρουν μέσα από τα χιονισμένα κατσάβραχα και τα άγρια ρουμάνια τα πυρομαχικά με τα μουλάρια.

Έβλεπες την προσπάθεια που έκανε το ζώο, έβλεπες στα μάτια του την εξάντληση και το λυπόσουνα... που γκρεμοτσακιζότανε φορτωμένο ανήμπορο να αντιδράσει, όσο ανήμπορος ήσουνα και συ να το βοηθήσεις... Και σε απόκρημνα σημεία και διαβάσεις που δεν μπορούσαν να φτάσουν τα μουλάρια, έτρεχαν οι γυναίκες της περιοχής και κουβαλούσαν τα πυρομαχικά ζαλωμένες στην πλάτη.

Χιλιάδες φαντάρους αχρήστευσε αυτός ο τρομερός χειμώνας με τα κρυοπαγήματα, πολύ περισσότερους από όσους αχρήστευσαν τα ιταλικά πυρά. Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο... Παραμονές Δεκέμβρη στις είκοσι δύο, ένα μήνα μετά την Κορυτσά, ο ελληνικός στρατός πήρε την Χειμάρα. Αρχές Γενάρη, μπροστά στην Κλεισούρα, ο Δήμος τραυματίστηκε. Ακόμα και τώρα δεν έχει καταλάβει γιατί δεν πετάξαμε τους Ιταλούς στην θάλασσα. Ένα μήνα στο νοσοκομείο, και ύστερα αντί να τον στείλουν στο Αλβανικό μέτωπο, τον ξαναστείλανε στη Μακεδονία, στα Οχυρά. Πεζικό Επιφανείας για προστασία των Οχυρών. Άλλη εποποιία εκεί. Φτιαγμένα τα Οχυρά για να αντιμετωπίσουν την Βουλγάρικη απειλή, δεν είχαν καμιά πιθανότητα να αντέξουν μπροστά στην τεράστια ατσάλινη μηχανή του Χίτλερ.

Με την έναρξη βέβαια του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβρη του ’40, η γραμμή Μεταξά έπαυε να έχει οποιαδήποτε αξία, γιατί ήταν αδύνατο να οργανωθεί σοβαρή άμυνα σ’ όλο αυτό το τεράστιο τόξο των ελληνικών συνόρων από  το Ιόνιο ως τον Έβρο, εναντίων των τριών Αυτοκρατοριών, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Κι όμως, το θάρρος, η πίστη και η γενναιότητα των Ελλήνων, καθήλωσαν για τρεις ημέρες εκεί στα Οχυρά την πρωτοφανή και ακατάβλητη ως τότε πολεμική μηχανή της Βέρμαχτ, προκαλώντας της τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Πολλά από τα φρούρια άντεξαν και αντιστάθηκαν ως την ημέρα της ανακωχής, παρά την τεράστια πίεση που δεχτήκανε από ξηράς και αέρος, και παρά την ανυπαρξία της αεροπορίας μας. Κάποια άλλα οχυρά πέσανε μέχρι του τελευταίου πολεμιστή. Στο Κέλκαγια, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, βρήκαν τους τελευταίους Έλληνες υπερασπιστές, άλλους αποπνιγμένους και άλλους ως και τον φρούραρχο, λιπόθυμους από έλλειψη οξυγόνου.

Μέσα στον ορυμαγδό από τις βόμβες των Στούκας που αλώνιζαν ανενόχλητα στον αέρα, τις οβίδες των κανονιών και τα βλήματα των όλμων, το γάζωμα των αυτόματων και των πολυβόλων, το Πεζικό Επιφανείας προστάτευε τα Οχυρά απ’ έξω.

Εκτός από το πεζικό των Γερμανών που έκανε συνεχείς εφόδους, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν με ειδικές αποστολές για να ανατινάξουν τα πολυβολεία και τα Οχυρά με κάθε μέσον.

Χρησιμοποιώντας ακόμα και ηλεκτρικά τρυπάνια, άνοιγαν τρύπες στο μπετόν, που τις γέμιζαν με εκρηκτικά και ανατίναζαν τα Οχυρά στον αέρα. Αλλού έριχναν αέρια αποπνιγμού και χειροβομβίδες μέσα από τις πολεμίστρες, αλλού έχτιζαν τις πολεμίστρες και τις οπές αερισμού για να σκάσουν μέσα στα Οχυρά οι υπερασπιστές τους από έλλειψη οξυγόνου, όπως στο Κέλκαγια. Εδώ το πάλεμα, όταν δεν προλάβαινες να πυροβολήσεις, γινόταν με την ξιφολόγχη, με νύχια και με δόντια. Σε μια τέτοια επιχείρηση Αλεξιπτωτιστών, πολεμώντας ο Δήμος μέσα από ένα λάκκο που είχε ανοίξει η βόμβα ενός Στούκας, κι όπως τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν σαν σπουργίτια στον αέρα προτού προλάβουν να πέσουν, είχε ρίξει άψυχο δίπλα του ένα Γερμανό Αλεξιπτωτιστή. Από αυτόν είχε πάρει το Βάλτερ που κρατούσε  τώρα στα χέρια του.

Τρεις μέρες τιτανομαχία στα Οχυρά, φωτιά και αίμα, σάρκες κομματιασμένες και  ατσάλι, κουρνιαχτός και τρόμος. Ύστερα σύγχυση. Οι στρατηγοί είχαν υπογράψει Συνθηκολόγηση. Άλλοι πολεμούσαν ακόμα και άλλοι είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής.

Ο Δήμος δεν χρειάστηκε τότε να το πολυσκεφτεί. Μπουλούκια-μπουλούκια κατέβαιναν οι φαντάροι προς τα κάτω. Ακόμα ήσαν ελεύθεροι να φύγουν, να πάνε στα σπίτια τους.

Ο Χίτλερ, λόγω της γενναιότητας, λέει, που επέδειξε ο ελληνικός στρατός στο Μέτωπο, δεν  τον θεωρούσε αιχμάλωτο. Ασυναίσθητα καθώς λούφαζε μέσα στους θάμνους κούνησε το κεφάλι του και ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. Μπορεί ο Χίτλερ να αναγνώρισε την ανδρεία και την αυταπάρνηση του Έλληνα στρατιώτη, δεν έγινε όμως το ίδιο από κάποιες γυναίκες  των ακριτικών περιοχών, που στην απελπισία και την τρομάρα τους, βλέποντας να εγκαταλείπονται στο έλεος των εισβολέων, κατηγορούσαν για δειλία τους Έλληνες φαντάρους που έφευγαν για τον τόπο τους ...

-  Δε βαριέσαι, τα ‘χει αυτά ο πόλεμος, σκέφτηκε με πίκρα. Μήπως σε άλλες περιοχές, όπως έφευγαν, δεν είδαν τη συμπόνια στα πρόσωπα των γυναικών, όπως στις Σέρρες, που τους περίμεναν με μια κανάτα νερό στα χέρια, όπως το ‘θελε η παράδοση για το στρατό;

Εκεί στις Σέρρες, μέσα στην ανακατωσούρα, είχε ακούσει να φωνάζει κάποιος το όνομα του:

-  Διαμαντόπουλε !

Ήταν ο λοχαγός του με μια ομάδα αξιωματικών.

- Κύριοι συνάδελφοι, είχε στραφεί ο λοχαγός του στους άλλους αξιωματικούς,    ‘από δω ο Διαμαντόπουλος, ο καλύτερος σκοπευτής μου.

  Γύρισε και έβαλε το ένα του χέρι προστατευτικά πάνω στην πλάτη του Δήμου καθώς συνέχισε:

- ‘Εφύτεψε πολλούς Γερμανούς στο Οχυρό να το φυλάνε με τα κόκαλα τους...’

Ο λοχαγός του... Παλικάρι με τα όλα του. Ολόκληρο λόχο Γερμανών είχαν στριμώξει σε ένα φαράγγι δίπλα στο Οχυρό και τους είχαν αιχμαλωτίσει, εκατόν είκοσι από δαύτους, μα σαν τους μαντρώσανε, ο λοχαγός του άκουσε έκπληκτος τον αξιωματικό τους να του λέει με συγκαταβατικό χαμόγελο:

- ‘Εντάξει, είμαστε αιχμάλωτοι σας, αλλά και σεις είστε αιχμάλωτοι του Γερμανικού στρατού. Του είχε δείξει ένα ισχυρότατο για την εποχή και τα ελληνικά δεδομένα ραδιόφωνο που κρατούσε στο χέρι του, από όπου επαναλαμβανόταν η είδηση: ‘Οι Γερμανοί μπαίνουνε στη Θεσσαλονίκη... οι στρατηγοί της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας είχαν δώσει διαταγή για κατάπαυση πυρός.... ‘

-  Διαμαντόπουλε, εμείς αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τον πόλεμο και τραβάμε για το μέτωπο της Αλβανίας. Είσαι; τον είχε ρωτήσει ο λοχαγός του.

Ήταν. Στο κάτω - κάτω, πιο κοντά θα ήταν από κει προς την ιδιαίτερη πατρίδα του την Πελοπόννησο. Από τις όχθες του Στρυμόνα είχαν βγει στην Χαλκιδική, και από κει, δρόμο για την Ήπειρο. Στην Άρτα όμως, μια βόμβα που χτύπησε το καμιόνι που τους μετέφερε, σκότωσε τους περισσότερους, μαζί και τον λοχαγό του. Χαμός.

Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος είχε ήδη δώσει διαταγή κατάπαυσης του  πυρός σε όλο το Μέτωπο, και ο Δήμος είχε πάρει το δρόμο προς την Πάτρα. Χιλιάδες φαντάροι έφευγαν προς τα κάτω, από χωράφια και φαράγγια, με τη σύγχυση στο μυαλό τους για το αν θα πρέπει να κρύβονται ή όχι. Σε είκοσι μέρες ο Δήμος ήταν στο χωριό του με μοναδικά κειμήλια από τον πόλεμο το τραύμα του, τη χλαίνη και το Βάλτερ που κρατούσε αυτή τη στιγμή στο χέρι του περιμένοντας τους Ιταλούς. Το Βάλτερ, που το είχε κρατήσει πάνω του ώσπου να φτάσει στο χωριό του, αψηφώντας τους κινδύνους.

Διακόσια μέτρα μακριά καθώς έστριβε ο δρόμος, φάνηκαν οι Ιταλοί στρατιώτες με το μουλάρι. Έρχονταν με το πάσο τους, συζητώντας μεγαλόφωνα.

Περίμενε σαν τον κυνηγό στο φύλαγμα. Καθώς πλησίαζαν άφησε δίπλα του το πιστόλι και έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους, για να ζεσταθούν τα δάχτυλά του. Εκατό μέτρα... Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στο Βάλτερ και κοκάλωσε ακίνητος. Πενήντα μέτρα... διέκρινε καθαρά τα χαρακτηριστικά τους.

Τριάντα μέτρα... είκοσι.... τώρα!

Πυροβόλησε τους δύο στρατιώτες, όπως ήταν κουρνιασμένος ακίνητος μέσα στους θάμνους.

 

Σημ: Απόσπασμα από το σχετικό με την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο βιβλίο μου που ετοιμάζω.

 

 

 

 

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

 Η συγκομιδή των καρυδιών.


Στο Ψάρι (που εννοείται ότι είναι το κέντρο του κόσμου), τα καρύδια τα μαζεύουμε μετά τις πρώτες βροχές στο 10ήμερο περίπου που τρέχει από τέλος Σεπτέμβρη μέχρι 10 Οχτώβρη. Είναι η εποχή που μετά τις βροχές ωριμάζουν τα καρύδια , φουσκώνουν και ανοίγει η φλούδα τους. Αρχίζουν και πέφτουν με τον αέρα και τη βροχή, αλλά η διαδικασία απαιτεί ράβδισμα της καρυδιάς για να ρίξουμε όλα τα καρύδια και να τελειώνουμε. Ραβδίζουμε το δέντρο από το έδαφος με μια μακριά τέμπλα μέχρι ένα ορισμένο ύψος που φτάνουμε και αν είναι ψηλό ανεβαίνουμε στον κορμό του για να ραβδίσουμε τα κλαδιά που δεν φθάνουμε από κάτω, αλλά κι εκείνα της κορυφής, Το να ανέβει κανείς πάνω στην καρυδιά για να την ραβδίσει δεν είναι εύκολη υπόθεση, πρέπει να είναι ικανός να ισορροπεί στηριζόμενος στα πόδια του πάνω στα κλαδιά, αφού για να «ραβδίσει» χρειάζεται να κρατεί την τέμπλα – ένα ξύλινο κοντάρι τριών τεσσάρων μέτρων -  και με τα δυο του χέρια, και κυρίως να επιλέγει με προσοχή το κλαδί πάνω στο οποίο θα στηρίζεται ενώ ραβδίζει.

Αφού «ρίξουμε» τα καρύδια που συνήθως με το πέσιμο τα περισσότερα αποβάλλουν τη φλούδα τα μαζεύουμε. Όσα δεν απογυμνώθηκαν με το πέσιμο τα πατάμε ελαφρά όπως βρίσκονται στο έδαφος και αποχωρίζονται εύκολα από  τη φλούδα, ενώ για κάποια δύσκολα που παραμένουν ακόμα στο… καβούκι τους χρήσιμο είναι να κρατάμε ένα μαχαιράκι της κουζίνας για να τα ανοίγουμε επί τόπου. Αλλά (για όσους βέβαια δεν τα γνωρίζουν αυτά), μην νομίζεται ότι με το να μαζέψουμε τα καρύδια τελειώσαμε .

Η διαδικασία της συγκομιδής σε αυτή την καρυδιά δεν σταματάει εκείνη την ημέρα. Είναι ευνόητο ότι η τέμπλα δεν φθάνει σε ‘όλες τις κορυφές των κλαδιών και κάποια καρύδια μένουν πάνω στο δένδρο θα συνεχίσουν να πέφτουν με τον αέρα ή τη βροχή, και από την επομένη πάλι θα περάσουμε ξανά κάτω από το δέντρο που ραβδίσαμε και θα μαζέψουμε δυο τρια κιλά ακόμα που πέσανε κατά τη διάρκεια της νύχτας, κι αυτό γίνεται συνεχώς τις επόμενες ημέρες μέχρι να εξαντληθούν τα καρύδια. 



Συμβαίνει όμως καμιά φορά η καρυδιά να έχει ψηλώσει πολύ οπότε χρειάζεται κλάδεμα. Πρέπει δηλ κατά τη διαδικασία συγκομιδής των καρυδιών να κοπούν οι κλάδοι που έχουν αναπτυχθεί πολύ, και δεν είναι εύκολο να ανέβει κάποιος να τους ραβδίσει, όπως επίσης δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. 


Πρέπει να ανέβεις ψηλά και να στηρίζεσαι πολύ καλά για να μπορέσεις να κόψεις τα κλαδιά με το αλυσοπρίονο, και να τα τραβήξεις κάτω γιατί συνήθως σκαλώνουν πάνω στο δένδρο. Μετά, τα κλαδιά αυτά, αφού βέβαια μαζέψουμε τα καρύδια που έχουν επάνω τους, τα κλαδέματα χρειάζονται ειδική διαχείριση. 

Να τα ξεκλαρίσουμε, να συγκεντρώσουμε χωριστά τους κορμούς για να τους τεμαχίσουμε για το τζάκι - η καρυδιά όταν ξεραθεί κάνει πολύ καλή φωτιά -  και χωριστά τα απόκλαρα που από 1η Νοέμβρη και ύστερα μπορούμε να τα κάψουμε





Αρχίζει μετά από αυτό το στάδιο μια άλλη επίπονη διαδικασία, το λιάσιμο. Πρέπει να απλώνουμε τα καρύδια στον ήλιο για μερικές ημέρες για να λιαστούν και να είναι έτοιμα για χρήση. Και λέω ότι είναι επίπονη διαδικασία γιατί πρέπει να εξασφαλίσουμε τον κατάλληλο χώρο που θα τα λιάζουμε, να τα απλώνουμε το πρωί _ βλέπετε τις εικόνες - και να τα μαζεύουμε το απόγευμα  γιατί τη νύχτα έχει υγρασία και φυσικά δεν μπορούμε να τα αφήνουμε έξω. Αυτή η διαδικασία, άπλωμα μάζεμα πρωί απόγευμα, συνεχίζεται για εφτά – οχτώ ημέρες για να έχουμε καλά αποτελέσματα, και στο μεταξύ, παράλληλα με το άπλωμα – μάζεμα φροντίζουμε να τα ξεσκαρτάρουμε και να πετάμε τα χαλασμένα καρύδια και όταν λιαστούνε καλά τα μαζεύουμε και… καλοφάγωτα!

 


Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας

Μπροστά στο Ανατολικό Αέτωμα που με μια σύνθεση από 21 μορφές αναπαριστά στιγμές λίγο πριν από το ξεκίνημα της αρματοδρομίας μεταξύ του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου και του Πέλοπα.

Ο μύθος όπως αναφέρεται και στον Οδηγό Αρχαιοτήτων που παρέχεται στο Μουσείο από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων  έχει ως εξής περίπου:

Ο βασιλιάς της Πίσας Οινόμαος είχε δυο παιδιά τον Λεύκιππο και την Ιπποδάμεια. Γνωστή είναι η ιστορία του Λεύκιππου που σαν μεγάλωσε αγάπησε παράφορα την κόρη του Λάδωνα μια από τις νύμφες της θεάς Αρτέμιδας που όμως εκείνη δεν έτρεφε καμία συμπάθεια για τους άνδρες και δεν ανταποκρινόταν στα αισθήματά του. Στην απελπισία του το νεαρό βασιλόπουλο και διάδοχος του βασιλείου της Πίσας, για να μπορεί να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη του μεταμφιέστηκε σε μια πολύ όμορφη παρθένο και παρουσιάστηκε στην κόρη του Λάδωνα ( που μετά από αυτήν την ιστορία πήρε το όνομα Δάφνη) λέγοντάς της ότι είναι κόρη του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου και θέλει να βρίσκεται μαζί της, να κυνηγάνε μαζί, να γίνουν φίλες.  Ο Παυσανίας αναφέρει μάλιστα ότι τα μαλλιά του που τα είχε αφήσει μακριά για να τα αφιερώσει στον Αλφειό τα έπλεξε κατά πως συνηθίζανε οι παρθένες, και, κάτι η ευγενική καταγωγή της βασιλοπούλας, κάτι οι ικανότητες που έδειχνε στο κυνήγι, κατάφερε να γίνουν κολλητές φίλες. Κάποια ημέρα όμως μετά το κυνήγι η κόρη του Λάδωνα αποφάσισε να δροσιστούνε στα δροσερά νερά του ποταμού με τις θεραπαινίδες της , κι ενώ πρόθυμες όλες γδύθηκαν, ο Λεύκιππος που παρίστανε την παρθένο δεν έβγαζε τα ρούχα του. Οι παρθένες που δεν καταλαβαίνανε τους λόγους αυτής του της αντίδρασης πέσανε επάνω του και τον έγδυσαν, και οργισμένες από τη θέα του ανδρικού κορμιού ανάμεσά τους τον κατέσφαξαν με τα ξιφίδια τους.

Έτσι λοιπόν, μετά το θάνατο του Λεύκιππου το βασίλειο της Πίσας έμενε χωρίς διάδοχο ενώ παράλληλα ο Οινόμαος πληροφορήθηκε από το  μαντείο ότι θα τον σκότωνε πριν από το γάμο ο άνδρας που θα νυμφευόταν την κόρη του.

Ο Οινόμαος που κατά μια άλλη εκδοχή είχε ερωμένη του την Ιπποδάμεια το σκέφτηκε το πρόβλημα και αποφάσισε πώς παρά τον χρησμό του μαντείου που πρόβλεπε τον θάνατό του θα μπορούσε ο ίδιος να αλλάξει το πεπρωμένο και να δρομολογήσει τις εξελίξεις κατά το δοκούν.

Έχοντας φτερωτά άλογα που του είχε χαρίσει ο πατέρας του ο Άρης και ήταν αδύνατο να νικηθούν, σκέφτηκε να κάνει αγώνες  αρματοδρομίας μεταξύ εκείνου και των μνηστήρων που θα ενδιαφέρονταν για την Ιπποδάμεια μέσα από τους οποίους αφού ο ίδιος θα ήταν νικητής θα τους εξουδετέρωνε.

Διακήρυξε λοιπόν πως όποιος ήθελε να νυμφευθεί την Ιπποδάμεια και να γίνει βασιλιάς της Πίσας θα έπρεπε να συναγωνιστεί μαζί του σε αρματοδρομία με αφετηρία το Ιερό του Δία της Ολυμπίας και τέρμα τον Ισθμό της Κορίνθου.

 Αν νικούσε ο μνηστήρας θα έπαιρνε την Ιπποδάμεια και το βασίλειο της Πίσας, ενώ αν νικούσε ο Οινόμαος θα τον φόνευε.

Έτσι λοιπόν νίκησε και σκότωσε δεκατρείς μνηστήρες σε ισάριθμες αρματοδρομίες κόβοντας τα κεφάλια τους που τα κάρφωνε σε πασσάλους γύρω από το ανάκτορό του ή στον ναό του Άρη μέχρι που εμφανίστηκε ο Πέλοπας από τη Φρυγία νόμιμος γιος του Τάνταλου αλλά φυσικός γιος του Ποσειδώνα – κατά μία άλλη εκδοχή ήταν απόγονος του Ώλενου και είχε βασιλέψει στην αρχαία Ώλενο της Αχαΐας – και ζήτησε από τον Οινόμαο την Ιπποδάμεια για σύζυγό του συμφωνώντας να τον συναγωνιστεί  στην αρματοδρομία. Από τη μια λοιπόν ο Οινόμαος με τα φτερωτά τα αήττητα άλογα, και από την άλλη ο Πέλοπας που ζήτησε τη βοήθεια του φυσικού του πατέρα για τούτον τον αγώνα και ο Ποσειδώνας του έδωσε ένα τέθριππο άρμα που τα άλογά του δεν κουράζονταν ποτέ και με αυτό νίκησε και σκότωσε τον Οινόμαο.



Άλλη εκδοχή ( που την βλέπουμε στη Wikipedia.org) και αλλού υποστηρίζει ότι ο Πέλοπας εξαγόρασε τον Μυρτίλο τον ηνίοχο του Οινόμαου τάζοντάς του το μισό βασίλειο της Πίσας ή την Ιπποδάμεια για μια νύχτα, και εκείνος αντικατέστησε τη σφήνα στον άξονα του τέθριππου του Οινόμαου με κέρινη, και όταν ξεκίνησε ο αγώνας το άρμα ανετράπη και ο Οινόμαος σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε κλπ.

Μετά τον φόνο του Οινόμαου ο Πέλοπας με την Ιπποδάμεια που κατά μια εκδοχή τον είχε ερωτευτεί και συμμετείχε στη συνομωσία με τον ηνίοχο κατά του πατέρα της διέφυγαν στην πατρίδα του Πέλοπα παίρνοντας και τον Μυρτίλο μαζί τους. Κατά την μυθολογία μας πάντα, Πέλοπας δεν φέρθηκε άδικα μόνο στον Οινόμαο που τον σκότωσε με πονηριά, αλλά εξαπάτησε και στον Μυρτίλο που όχι μόνο δεν τήρησε τη συμφωνία μαζί του να του δώσει την πανέμορφη Ιπποδάμεια για μια νύχτα όπως του είχε υποσχεθεί ή το μισό βασίλειο της Πίσας, αλλά τον δολοφόνησε ρίχνοντάς τον από ένα βράχο στη θάλασσα, και κατά μια εκδοχή από εκείνη την ιστορία με τον φόνο του Μυρτίλου πήρε το όνομά του το Μυρτώο Πέλαγος. Ο Πέλοπας έζησε καλά με την Ιπποδάμεια και κυριάρχησε στην περιοχή. Θεωρείται ο ιδρυτής των Ολυμπακών αγώνων στην κοιλάδα του Αλφειού ενώ και η Ιπποδάμεια ίδρυσε τα Ηραία καθιερώνοντας την διεξαγωγή αγώνων προς τιμήν της θεάς Ήρας κάθε τέσσερα χρόνια στους οποίους συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες.

Εδώ λοιπόν στο Ανατολικό Αέτωμα στη σύνθεση κυριαρχεί στη μέση το μεγαλόπρεπο σώμα του Δία και δεξιά του αγέρωχος, βέβαιος για τη νίκη στέκεται ο Οινόμαος και δίπλα του η σύζυγός του Στερόπη. Παραδίπλα φαίνεται το τέθριππο άρμα με τα φτερωτά άλογα, ο Μυρτίλος κλπ. Αριστερά του Δία  στέκεται ο πανέμορφος Πέλοπας και δίπλα του η Ιπποδάμεια. Στη συνέχεια το άρμα του Πέλοπα με τα 4 άλογα κλπ.