Επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία σημαίνει η λέξη, αλλά επειδή μάστορας είναι ο τεχνίτης, μαστοριά είναι η τέχνη. Τον παλιό καιρό όμως η φράση «πάνε για μαστοριά», «λείπουνε στη μαστοριά», αναφερόταν σε μια ομάδα, ένα μπουλούκι ανθρώπων που φεύγανε από το χωριό τους και πήγαιναν σε κάποια άλλη περιοχή, σε γειτονικό πολλές φορές νομό της Πελοποννήσου για να χτίσουν ένα σπίτι ή μια αποθήκη, ένα σχολείο ή μια εκκλησία, ένα γεφύρι ή κάποιο άλλο τεχνικό έργο με κύριο δομικό υλικό την πέτρα.
Και
μην σκεφτείτε ότι αυτό το μπουλούκι το αποτελούσαν απλοί αγρότες. Εν αρχή ήν ο Μπουλουκτσής,
ο αρχιμάστορας, πολύ καλός τεχνίτης της πέτρας συνήθως, που εύρισκε τις δουλειές,
οργάνωνε το μπουλούκι στο χωριό του και
το μετακινούσε στον τόπο που θα χτίζανε το έργο. Ακολουθούσαν δυο τουλάχιστον ζευγάρια χτιστάδων πέτρας (χτίζανε
το ντουβάρι, τον τοίχο, κατά ζευγάρια). Στη φάτσα δούλευε ο καλύτερος μάστορας ο
αρχαιότερος, στην εσωτερική πλευρά ο νεότερος, οι ανάλογοι βοηθοί μαστορόπουλα που θα τους τροφοδοτούσαν με πέτρα και λάσπη στις
σκαλωσιές, ένας ειδικός στην εξόρυξη της πέτρας ( η εξόρυξη γινόταν σε κάποιο
κοντινό σημείο) που τον λέγανε νταμαριτζή, κάποιοι βοηθοί που θα μετέφεραν με
τα γαϊδουρομούλαρα την πέτρα και την άμμο στο έργο, ένας ή περισσότεροι ειδικοί στο πελέκημα της πέτρας, οι πελεκάνοι, αναλόγως βέβαια το έργο για να πελεκάνε τα αγκωνάρια για τις
γωνιές του οικοδομήματος και τα πορτοπαράθυρα,
και κάνας δικός τους πιτσιρικάς για τα θελήματα.
Άνθρωποι και γαϊδουρομούλαρα
ταξιδεύανε ποδαράτο- και αν σκεφτεί κανείς ότι ένα μπουλούκι που μπορεί να
απαρτιζόταν από 15 ή 30 ανθρώπους ξεκινούσε από τη Γορτυνία και έπρεπε να
διανύσει μια απόσταση εκατόν πενήντα-διακοσίων χιλιομέτρων σε μουλαρόδρομους για να πάει στο Άργος ή και πιο
μακριά, το ταξίδι διαρκούσε κάποια ημερόνυχτα και φυσικά οι διανυκτερεύσεις
ήσαν υπαίθριες.
Μικροκτηνοτρόφοι και αγρότες με μικρές ιδιοκτησίες ήσαν οι κάτοικοι της ορεινής Γορτυνίας. Φτώχεια και ανέχεια, χρήμα δεν κυκλοφορούσε, τα χωραφάκια τους που τα καλλιεργούσαν με το αλέτρι και το ξινάρι δεν καταφέρνανε πολλές φορές να θρέψουν τις πολυμελείς οικογένειες ολόκληρη τη χρονιά, και αυτός ήταν ο σπουδαιότερος λόγος των εποχιακών τούτων μετακινήσεων κατά τον 19ο μέχρι και την δεκαετία του ’50 του 20ου αιώνα. Σπουδαίος επίσης λόγος ήταν και η ανάγκη στην ελεύθερη πλέον, μετά το 1821 χώρα για χτίσιμο κατοικιών και εκκλησιών, σχολείων και γεφυριών, και άλλων δημόσιων έργων. Κι ακόμα, επειδή ο θεός όταν έπλασε τον κόσμο, όση πέτρα του περίσσεψε την έριξε εδώ στην ορεινή Γορτυνία, έχοντας πλέον οι κάτοικοί της καλή σχέση μαζί της, γίνονταν καλοί τεχνίτες στην επεξεργασία και στη χρήση της. Με την πρώτη ματιά, με το άστραμα λέγαμε, πριν ακόμα σηκώσουν την πέτρα στα χέρια τους γνωρίζανε σε ποια πλευρά βρίσκεται το πρόσωπό της (ναι, η πέτρα για τον μάστορα έχει πρόσωπο), την πελεκάγανε, την πλάθανε όπως θέλανε.
Φημισμένοι μαστόροι της πέτρας με πλούσια
αρχιτεκτονική παράδοση ειδικοί στο χτίσιμο γεφυριών πάνω σε ορμητικά ποτάμια,
στο χτίσιμο περίτεχνων εκκλησιών, κατοικιών και άλλων έργων ήσαν οι Λαγκαδινοί- και όπως διάβασα κάπου φτάσανε σε μια
εποχή να οργανώνουν 150 με 200 μπουλούκια. Τόσο διαδεδομένη ήταν η φήμη τους
που όταν κάποτε δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο ρώτησε τα παιδιά να του πουν ποιος
έφτιαξε τον κόσμο, «οι Λαγκαδινοί
μαστόροι» απάντησαν εν χορώ τα παιδιά! Και άλλα όμως χωριά εδώ στην
ορεινή Γορτυνία όπως του Σέρβου, η Λυσσαρέα (Μπουγιάτι), η Αετορράχη
(Ζουλάτικα), το Βρετεμπούγα που το κάψανε οι Γερμανοί το 1943 και μετονομάστηκε
Δόξα, και άλλα ακόμα αναπτύξανε παράδοση στο χτίσιμο πέτρας και στα μπουλούκια
που πηγαίνανε για Μαστοριά. Για τα μπουλούκια των Σερβαίων και τη
Μαστοριά, ο αείμνηστος δάσκαλος και
λογοτέχνης Θοδωρής Τρουπής είχε κάνει πολλές δημοσιεύσεις στο περιοδικό Μωρηάς
που εξέδιδε, αλλά είχε εκδώσει και βιβλίο με τίτλο "Οι άνθρωποι της σκαλωσιάς". Οι
Μπουγιαταίοι (Λυσσαρέα) υποστηρίζουν ότι το χωριό τους συγκροτούσε μέχρι 10
μπουλούκια που ξεκινούσαν μετά το Πάσχα, μετά τον Δεκαπενταύγουστο και μετά του Αγιοδημητριού.
Να αναφέρω εδώ ότι μετά το 1821 και κατά τη διάρκεια του αγώνα, σημαντική ήταν η προσφορά των Γορτύνιων μαστόρων και σε οχυρωματικά έργα όπως ταμπούρια, φρούρια κλπ. Και βέβαια με τόσες μετακινήσεις, με τόσον κόσμο σε σκαλωσιές και νταμάρια φυσικό ήταν να υπάρχουν και ατυχήματα. Από το χωριό μου το Ψάρι, ένας πρωτομάστορας κάπου εκεί στη δεκαετία του ’40, είχε πάρει και τον 15χρονο γιό του μαζί στη Μεσσηνία, και σε μια αποξήλωση στέγης, ένα μεγάλο ξύλο (πατερό) πλάκωσε το παιδί που λίγο έλειψε να πεθάνει από ασφυξία. Αξίζει να αναφέρω επίσης, ότι η πληρωμή στη Μαστοριά συμπληρωνόταν και σε είδος, λάδι π.χ που στην ορεινή Γορτυνία δεν υπήρχε παραγωγή ή και σε άλλα αγαθά. Ένας φουκαράς Σερβαίος μάλιστα, που είχε κουβαλήσει ζαλωμένος ένα πήλινο δοχείο με λάδι από τη Μεσσηνία, παραπάτησε έξω από το χωριό, έσπασε το πιθάρι χύθηκε το λάδι και μέσα στη φτώχεια τους, η γυναίκα του καθώς δεν υπήρχαν τα απορρυπαντικά τότε, είδε κι απόειδε ώσπου να ξεπλύνει τα ρούχα του από τα λάδια.
Τα μπουλούκια ή ομάδες είχαν και
τη δική τους διάλεκτο με πιο διαδεδομένα τα Μπουλιάρικα ή Ρεκουνιώτικα (χωριό Ρεκούνι είναι το σημερινό Λευκοχώρι
Γορτυνίας) για να μην τους
καταλαβαίνουν οι ανεπιθύμητοι όταν κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Αν την ώρα της
δουλειάς θέλανε π. χ να μιλήσουνε για τον ιδιοκτήτη ή την κυρά, λέγανε ο Κότης,
η Κότενα, αλλά και Βερδήλω. Όπως και οι Στεμνιτσιώτες με ένα είδος
ανασυλλαβισμού που η Στεμνίτσα π.χ γίνεται Μεστίτσα και άντε εσύ μετά να
καταλάβεις τι λέει ο … ποιητής!.
Σημ: Το σημείωμα τούτο το έγραψα
στη μνήμη του Μπάρμπα μου Ντίνου Παπαδημητρίου από τα Ζουλάτικα, που έφυγε
πλήρης ημερών σε ηλικία 105 χρόνων, το περασμένο Φθινόπωρο. Πετράς από τα
γεννοφάσκια του, άριστος μάστορας, εδίδαξε γενιές μαστόρων (είχα την τύχη να θητεύσω κι εγώ μαζί του) και όταν κατά τη
δεκαετία του ’60 η πέτρα άρχισε να παραγκωνίζεται και να κυριαρχεί το τούβλο
σαν δομικό υλικό τοίχων, ο Μπάρμπα Ντίνος πολύ σύντομα ήταν από τους πρώτους τουβλάδες. Κάπου εκεί στη δεκαετία
του’40, είχε έρθει με τα αδέρφια του και είχαν χτίσει, με πέτρα βέβαια, το σπίτι
του πατέρα μου στο Ψάρι.