Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Μαστοριά, η αγιοδουλειά.




           Επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία σημαίνει η λέξη, αλλά επειδή μάστορας είναι ο τεχνίτης, μαστοριά είναι η τέχνη. Τον παλιό καιρό όμως η φράση «πάνε για μαστοριά», «λείπουνε στη μαστοριά», αναφερόταν σε μια ομάδα, ένα μπουλούκι ανθρώπων που φεύγανε από το χωριό τους και πήγαιναν σε κάποια άλλη περιοχή, σε γειτονικό πολλές φορές νομό της Πελοποννήσου για να χτίσουν ένα σπίτι ή μια αποθήκη, ένα σχολείο ή μια εκκλησία, ένα γεφύρι ή κάποιο άλλο τεχνικό έργο με κύριο δομικό υλικό την πέτρα.
             Και μην σκεφτείτε ότι αυτό το μπουλούκι το αποτελούσαν απλοί αγρότες. Εν αρχή ήν ο Μπουλουκτσής, ο αρχιμάστορας, πολύ καλός τεχνίτης της πέτρας συνήθως, που εύρισκε τις δουλειές,  οργάνωνε το μπουλούκι στο χωριό του και το μετακινούσε στον τόπο που θα χτίζανε το έργο. Ακολουθούσαν δυο τουλάχιστον ζευγάρια χτιστάδων πέτρας (χτίζανε το ντουβάρι, τον τοίχο, κατά ζευγάρια). Στη φάτσα δούλευε ο καλύτερος μάστορας ο αρχαιότερος, στην εσωτερική πλευρά ο νεότερος, οι ανάλογοι βοηθοί μαστορόπουλα που θα τους τροφοδοτούσαν με πέτρα και λάσπη στις σκαλωσιές, ένας ειδικός στην εξόρυξη της πέτρας ( η εξόρυξη γινόταν σε κάποιο κοντινό σημείο) που τον λέγανε νταμαριτζή, κάποιοι βοηθοί που θα μετέφεραν με τα γαϊδουρομούλαρα την πέτρα και την άμμο στο έργο, ένας ή  περισσότεροι ειδικοί στο πελέκημα της πέτρας, οι πελεκάνοι, αναλόγως βέβαια το έργο για να πελεκάνε τα αγκωνάρια για τις γωνιές του οικοδομήματος και τα  πορτοπαράθυρα, και κάνας δικός τους πιτσιρικάς για τα θελήματα.
       Άνθρωποι και γαϊδουρομούλαρα ταξιδεύανε ποδαράτο- και αν σκεφτεί κανείς ότι ένα μπουλούκι που μπορεί να απαρτιζόταν από 15 ή 30 ανθρώπους ξεκινούσε από τη Γορτυνία και έπρεπε να διανύσει μια απόσταση εκατόν πενήντα-διακοσίων χιλιομέτρων σε μουλαρόδρομους για να πάει στο Άργος ή και πιο μακριά, το ταξίδι διαρκούσε κάποια ημερόνυχτα και φυσικά οι διανυκτερεύσεις ήσαν υπαίθριες.

     Μικροκτηνοτρόφοι και αγρότες με μικρές ιδιοκτησίες ήσαν οι κάτοικοι της ορεινής Γορτυνίας. Φτώχεια και ανέχεια, χρήμα δεν κυκλοφορούσε, τα χωραφάκια τους που τα καλλιεργούσαν με το αλέτρι και το ξινάρι δεν καταφέρνανε  πολλές φορές να θρέψουν τις πολυμελείς οικογένειες ολόκληρη τη χρονιά, και αυτός ήταν ο σπουδαιότερος λόγος των εποχιακών τούτων μετακινήσεων κατά τον 19ο μέχρι και την  δεκαετία του ’50 του 20ου αιώνα. Σπουδαίος επίσης λόγος ήταν και η ανάγκη στην ελεύθερη πλέον, μετά  το 1821 χώρα για χτίσιμο κατοικιών και εκκλησιών, σχολείων και γεφυριών, και άλλων δημόσιων έργων. Κι ακόμα, επειδή ο θεός όταν έπλασε τον κόσμο, όση πέτρα του περίσσεψε την έριξε εδώ στην ορεινή Γορτυνία, έχοντας πλέον οι κάτοικοί της καλή σχέση μαζί της, γίνονταν καλοί τεχνίτες στην επεξεργασία και στη χρήση της. Με την πρώτη ματιά, με το άστραμα λέγαμε, πριν ακόμα σηκώσουν την πέτρα στα χέρια τους γνωρίζανε σε ποια πλευρά βρίσκεται το πρόσωπό της (ναι, η πέτρα για τον μάστορα έχει πρόσωπο), την πελεκάγανε, την  πλάθανε όπως  θέλανε.
         Φημισμένοι μαστόροι της πέτρας με πλούσια αρχιτεκτονική παράδοση ειδικοί στο χτίσιμο γεφυριών πάνω σε ορμητικά ποτάμια, στο χτίσιμο περίτεχνων εκκλησιών, κατοικιών και άλλων έργων ήσαν οι Λαγκαδινοί- και όπως διάβασα  κάπου φτάσανε σε μια εποχή να οργανώνουν 150 με 200 μπουλούκια. Τόσο διαδεδομένη ήταν η φήμη τους που όταν κάποτε δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο ρώτησε τα παιδιά να του πουν ποιος έφτιαξε  τον κόσμο, «οι Λαγκαδινοί μαστόροι»  απάντησαν εν χορώ τα παιδιά! Και άλλα όμως χωριά εδώ στην ορεινή Γορτυνία όπως του Σέρβου, η Λυσσαρέα (Μπουγιάτι), η Αετορράχη (Ζουλάτικα), το Βρετεμπούγα που το κάψανε οι Γερμανοί το 1943 και μετονομάστηκε Δόξα, και άλλα ακόμα αναπτύξανε παράδοση στο χτίσιμο πέτρας και στα μπουλούκια που πηγαίνανε για Μαστοριά. Για τα μπουλούκια των Σερβαίων και τη Μαστοριά,  ο αείμνηστος δάσκαλος και λογοτέχνης Θοδωρής Τρουπής είχε κάνει πολλές δημοσιεύσεις στο περιοδικό Μωρηάς που εξέδιδε, αλλά είχε εκδώσει και βιβλίο με τίτλο "Οι άνθρωποι της σκαλωσιάς". Οι Μπουγιαταίοι (Λυσσαρέα) υποστηρίζουν ότι το χωριό τους συγκροτούσε μέχρι 10 μπουλούκια που ξεκινούσαν μετά το Πάσχα, μετά τον Δεκαπενταύγουστο και μετά του Αγιοδημητριού.

       Να αναφέρω εδώ ότι μετά το 1821 και κατά τη διάρκεια του αγώνα, σημαντική ήταν η προσφορά των Γορτύνιων μαστόρων και σε οχυρωματικά έργα όπως ταμπούρια, φρούρια κλπ. Κ
αι βέβαια με τόσες μετακινήσεις, με τόσον κόσμο σε σκαλωσιές και νταμάρια φυσικό ήταν να υπάρχουν και ατυχήματα. Από το χωριό μου το Ψάρι, ένας πρωτομάστορας κάπου εκεί στη δεκαετία του ’40, είχε πάρει και τον 15χρονο γιό του μαζί στη Μεσσηνία, και σε μια αποξήλωση στέγης, ένα μεγάλο ξύλο (πατερό) πλάκωσε το παιδί που λίγο έλειψε να πεθάνει από ασφυξία. Αξίζει να αναφέρω επίσης, ότι η πληρωμή στη Μαστοριά συμπληρωνόταν και σε είδος, λάδι π.χ που στην ορεινή Γορτυνία δεν υπήρχε παραγωγή ή και σε άλλα αγαθά. Ένας φουκαράς Σερβαίος μάλιστα, που είχε κουβαλήσει ζαλωμένος ένα πήλινο δοχείο με λάδι από τη Μεσσηνία, παραπάτησε έξω από το χωριό, έσπασε το πιθάρι χύθηκε το λάδι και μέσα στη φτώχεια τους, η γυναίκα του καθώς δεν υπήρχαν τα απορρυπαντικά τότε, είδε κι απόειδε ώσπου να ξεπλύνει τα ρούχα του από τα λάδια.
      Τα μπουλούκια ή ομάδες είχαν και τη δική τους διάλεκτο με πιο διαδεδομένα τα Μπουλιάρικα ή Ρεκουνιώτικα  (χωριό Ρεκούνι είναι το σημερινό Λευκοχώρι Γορτυνίας)  για να μην τους καταλαβαίνουν οι ανεπιθύμητοι όταν κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Αν την ώρα της δουλειάς θέλανε π. χ να μιλήσουνε για τον ιδιοκτήτη ή την κυρά, λέγανε ο Κότης, η  Κότενα, αλλά και Βερδήλω.  Όπως και οι Στεμνιτσιώτες με ένα είδος ανασυλλαβισμού που η Στεμνίτσα π.χ γίνεται Μεστίτσα και άντε εσύ μετά να καταλάβεις τι λέει ο … ποιητής!.

       Σημ: Το σημείωμα τούτο το έγραψα στη μνήμη του Μπάρμπα μου Ντίνου Παπαδημητρίου από τα Ζουλάτικα, που έφυγε πλήρης ημερών σε ηλικία 105 χρόνων, το περασμένο Φθινόπωρο. Πετράς από τα γεννοφάσκια του, άριστος μάστορας, εδίδαξε γενιές μαστόρων (είχα την τύχη να θητεύσω κι εγώ μαζί του) και όταν κατά τη δεκαετία του ’60 η πέτρα άρχισε να παραγκωνίζεται και να κυριαρχεί το τούβλο σαν δομικό υλικό τοίχων, ο Μπάρμπα Ντίνος πολύ σύντομα ήταν από τους πρώτους τουβλάδες. Κάπου εκεί στη δεκαετία του’40, είχε έρθει με τα αδέρφια του και είχαν χτίσει, με πέτρα βέβαια, το σπίτι του πατέρα μου στο Ψάρι.



Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Τους κλέφτες να σκοτώσετε τους Κολοκοτρωναίους!



Γνωστή λίγο πολύ είναι η ιστορία γύρω από τους διωγμούς  της κλεφτουριάς και τον αφανισμό των Κολοκοτρωναίων κατά το 1805 -  1806 στην Πελοπόννησο επειδή είχαν γίνει πολύ ενοχλητικοί για τους κοτζαμπάσηδες περισσότερο, αλλά και για τους Τούρκους. Την εικόνα και το κλίμα της εποχής μάς τα δίνει πολύ παραστατικά η δημοτική μας Μούσα και πιστεύοντας  πως αξίζει τον κόπο  μεταφέρω εδώ  και όσο επιτρέπει ο χώρος ελάχιστα στοιχεία:

 Οι γέροντες κι οι προεστοί κι οι προύχοντες του τόπου
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον Βασιληά στην Πόλι:
«Άκουσε Αφέντη Βασιληά και πολυχρονεμένε:
Οι κλέφτες πούνε στο Μωρηά γενήκαν  βασιλιάδες
Ο Θοδωράκης  βασιληάς κι ο Γιάννης είν Βεζύρης
Κι ο Γιώργος από τον Αητό είνε Κατής και  κρένει».
Κι ο  Βασιληάς σαν τάκουσε πολύ του κακοφάνη
Κι ευθύς φιρμάνι  έβγαλε και  στον Μωρηά  το στέλνει
Τους κλέφτες να σκοτώσουνε τους Κολοκοτρωναίους.

Συνέβαλε πολύ και ο αφορισμός τους από την Εκκλησία, που υποχρέωνε τους πιστούς όχι μόνο να μην βοηθούν τους κλέφτες και να μην τους δίνουν ούτε νερό ούτε ψωμί, αλλά και να τους καταδίδουν στα τουρκικά αποσπάσματα αλλιώς ο αφορισμός έπεφτε στο κεφάλι τους, θα ήσαν καταραμένοι από τον Θεό, θα ψήνονταν στην κόλαση κλπ.
Ο Τάκης Κανδηλώρος στην ΓΟΡΤΥΝΙΑ του που έγραψε το  1898 μας πληροφορεί πως ο Οσμάν Πασάς με το  που μπήκε το 1806 έστειλε μέσα στον βαρύ χειμώνα τον Κεχαγιά που εστρατοπέδευσε με μεγάλη δύναμη  στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας «άγων μεγάλην δύναμιν και πλήθος βασανιστικών οργάνων…  συνέταξε κατάλογον προγραφών, ως άλλος Σύλλας, και συλλαμβάνων πλείστους αθώους ως υποθάλποντας τους κλέπτας ανεσκολόπιζεν ή διεμέλιζεν εις τέσσαρα ή έψηνεν επί της σούβλας ή συνέτριβεν επί άκμονος…» ΄Αγρια τρομοκρατία, θρήνος και κλαυθμός στο Μωρηά, και ο λαός φοβούμενος  τους Τούρκους αλλά και την οργή  του θεού έσπευδε στα τούρκικα αποσπάσματα να καταδώσει την παρουσία των κλεφτών που μέσα  στον βαρύ χειμώνα ρακένδυτοι γδυτοί και πεινασμένοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν σε κατοικημένους χώρους για να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί.
Δείτε τι μας λέει η δημοτική μας παράδοση:

Ένα μεγάλο σύγνεφο  κι  ένα κομμάτι ακόμα
Στους κάμπους ρίχνει τα νερά και στα βουνά τα χιόνια
Δεν είναι χιόνια και νερά μον’ είναι μαύρα δάκρυα
Που χύνει όλος ο  Μωρηάς για  το φιρμάνι πούρθε
«Τούρκοι! Ρωμαίοι! Στ’ άρματα! Τους κλέφτες να σκοτώστε,
Τους κλέφτες τους αρματωλούς τους Κολοκοτρωναίους»!

Ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης και σίγουρος ότι δεν θα επιβιώσουν μέσα στο βαρύ χειμώνα μάζεψε εκεί στην Πιάνα της Αρκαδίας τους άνδρες του που ανάμεσά τους ήσαν και 36 Κολοκοτρωναίοι, και πρότεινε να διαλυθούν ώσπου να περάσει ο δύσκολος καιρός:
Κατά πως μαρτυρεί ο λαϊκός ποιητής:

Προψές το βράδυ πέρναγα, απ’ τα βουνά της Πιάνας
Πώχουν τα πεύκα τα πολλά και τα πολλά λημέρια
Πώχουν τους κλέφτες τους πολλούς τους Κολοκοτρωναίους,
Κι ακώ τον Γέρω – Θοδωρή να λέη στα παλληκάρια:
«Παιδιά μ’ ήρθε ο χινόπωρος, παιδιά μ’ ήρθε ο χειμώνας
Εχιονιστήκαν η κορφές, κρουστάλλιασαν η βρύσες
Πέσαν τα φύλ’ απ’ τα κλαργιά, ξισκιώσαν τα λιμέρια…
Παιδιά μου!... να χωρίσωμε να γίνωμε μπουλούκια
Σύρτ΄ άλλοι στ’ Αρκουδόρρεμα, κι άλλοι κατά τον κάμπο
Να βρήτε φίλους μας παληούς να βρήτε και κουμπάρους
Κι εγώ θα  πάω ‘ς τη Ζάκυνθο να σμίξω με τους Φράγγους
Όσο να ξεπεράσωμε τον φετεινόν χειμώνα.
Κι απέ σαν πάρη η άνοιξι και λειώσουνε τα χιόνια
Κι ανοίξη ο γράβος κ’ η οξυά, κ’ ισκιώσουν τα λιμέρια
Εδώ να ξανασμίξωμε..

Οι κλέφτες αρνήθηκαν να διαλυθούν όπως πρότεινε ο αρχηγός τους και σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης κατά της Εξουσίας στο Μωρηά. Με τα τούρκικα αποσπάσματα όμως που είχαν πλημμυρίσει την Αρκαδία ιδιαίτερα δεν μπορούσαν –  και για λόγους επιμελητηριακούς – να σταθούν και τους χώρισε  σε δυο σώματα που τράβηξαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εκείνος με 120 παλικάρια τράβηξε προς τον Άγιο Πέτρο, ενώ το άλλο σώμα υπό τον εικοσαετή ανεψιόν του Μήτρον ύστερα από τέσσερεις ημέρες συνεπλάκη με δύναμη 500 Τούρκων, και 44 από τους άνδρες του ανάμεσά τους και 7 νεαροί Κολοκοτρωναίοι πέσανε μαχόμενοι ηρωικώς ο ένας δίπλα από τον άλλον. Κάποιοι από τους υπόλοιπους σκοτωθήκανε στα Μαγούλιανα και κάποιοι λίγοι που είχαν επιζήσει από τις δυο αυτές συγκρούσεις «ακέφαλοι και άσιτοι εξωλοθρεύθησαν δια προδοσιών και ενέδρας».
Το υπό τον Θ Κολοκοτρώνη σώμα χωρίς τροφές  και πολεμοφόδια πέφτοντας σε   ενέδρες και προδοσίες, δίνοντας συνεχείς μάχες διέτρεξε σχεδόν ολόκληρο τον Μωρηά μειούμενο συνεχώς από τις απώλειες και τέλος ο ίδιος επέστρεψε στη Γορτυνία με 17 μόνο συγγενείς του. Ίδια κατάσταση  και στη Γορτυνία με πιο γνωστή την ιστορία με τον χαμό μιας ομάδας Κολοκοτωναίων υπό τον αδελφό του Γιάννη τον επιλεγόμενο Ζορμπά  που κατέφυγαν στο μοναστήρι της Αιμυαλούς κοντά στην Δημητσάνα  για τροφή.

 Μαρτυράει η δημοτική παράδοση:

Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλι
Βλέπει από πέρα νάρχωνται τον Γιώργα και τον Γιάννη
Από μακρυά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
«Για κρύψε μας Καλόγερε, κρύψε μας Μπουραζέρη
Ψωμί κρασί για φέρε μας τ’ είμαστε πεινασμένοι»
Ελάτε μπάτε στο ληνό να κάνετε λημέρι,
Που ο τόπος είν’ απόμερος κι αλάργ’ από την στράταν

Ο καλόγερος έβαλε την ομάδα στο ληνό και πήγε στη Μονή να τους ετοιμάσει φαγητό ενώ έστειλε τον υπηρέτη του στη Στεμνίτσα να ειδοποιήσει το Απόσπασμα. Τους πήγε φαγητό και κρασί, κι έσπευσε  κι εκείνος στην Δημητσάνα να ειδοποιήσει το άλλο απόσπασμα. Δεν αργήσανε τα τούρκικα αποσπάσματα να περικυκλώσουν το ληνό, και επειδή οι Κολοκοτρωναίοι δεν παραδίνονταν, οι Τούρκοι:
Ρίξαν φωτιά μεσ’ το ληνό κουβάρια θειαφοκέρι,
Πιάσαν οι κληματόβεργες…
Ασφυκτιούντες και πνιγόμενοι από τους καπνούς οι Κολοκοτρωναίοι κάναν ηρωική έξοδο με τα σπαθιά στα χέρια και σκοτώθηκαν από τα πυρά των Τούρκων.
Κατά τον Μάη εκείνης της χρονιάς ο Κολοκοτώνης κατάφερε να φθάσει στη Μάνη και να φύγει με πλεούμενο για την Ζάκυνθο με μόνον εφτά συγγενείς του που  είχαν απομείνει από τους 36, και κάπως έτσι τελείωσε ο αρματωλισμός τότε στο Μωρηά.






Να κι ένα δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς, τις σφαγές κλπ



Να ήτανε μέρα βροχερή κι η νύκτα χιονισμένη,
Όταν για την Τριπολιτσά ξεκίνησ’ ο Κιαμίλης.
Νύκτα σελώνει τα’ άλογο, νύκτα το καλιγώνει
και μες στο δρόμο τον Θεόν παρακαλεί και λέγει:
«Θεέ μ’ εκεί τους προεστούς εκεί τους δεσποτάδες,
»  να βρώ μη στο κεφάλι  τους πάρουνε τους ραγιάδαις,
» να μη σηκώσουν άρματα και  πάγουν με τους κλέφταις».
Σαν έφτασ’ είχαν οι Γραικοί το κάστρο πλακωμένο,
τους Τούρκους κλείσανε  στενά, βαρυά τους πολεμούσαν.
Κολοκοτρώνης  φώναξε από το μετερίζι:
«Προσκύνησε Κιαμήλμπεη στους Κολοκοτρωναίους,
»να σου χαρίσω την ζωήν, εσέ  και τα παιδιά σου,
»εσέ και τα χαρέμια σου κι όλη τη γενεά  σου».
«Μετά χαρά σας Έλληνες κι εσείς καπεταναίοι,
»ευθύς να προσκυνήσουμε στους Κολοκοτρωναίους».
Μπουλούμπασης εφώναξεν απάνω από την τάπια:
«Δεν προσκυνούμεν άπιστοι σ’ εσάς βρωμοραϊάδαις.
»Έχομεν κάστρα δυνατά και βασιλιά στην πόλι.
»έχομ’ ασκέρι ξακουστό και Τούρκους παλληκάρια.
»τρώγουμε πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι,
»και δεκαπέντε στ’ άλογο, διπλούς στο μετερίζι».
 «Τώρα να ιδήτε, φώναξε, τότ’ ο Κολοκοτρώνης,
»να ιδήτε Ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια.
»πως πολεμούν οι Έλληνες, πως πελεκούν τους  Τούρκους».
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, ποτέ να μ’ είχε φέξη,
έβαλαν οι Γραικοί βουλή το κάστρο να πατήσουν.
Σαν  αετοί πηδήσανε και μπήκαν σαν πετρίταις,
Και άδειασαν τα τουφέκια τους,  την λιανομπαταρίαν,
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ’ τ’ Αγιωργιού την πόρτα:
«Αφήστε τα τουφέκια σας και σύρτε τα  σπαθιά σας
»βάλετε την Τουρκιά μπροστά, σαν πρόβατα στη μάντρα».
Τους πήραν και τους έκλεισαν στην  τάπια την  μεγάλην,
απολογιέτ’ ο Κεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνην:
«Κάμε ινσάφι στην Τουρκιά, κόψε, μα άφσε κιόλα».
«Τι τσαμπουνάς βρωμότουρκε; Τι λες παλιομουρτάτη;
»Ινσάφι έκαμες εσύ εις την πικρή Βοστίτσα,
»οπώσφαξες τα’ αδέλφια  μας κι όλους τους ιδικούς μας;».
Σημ: Το  πήρα από τα  ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ του ΦΩΤΑΚΟΥ

Γαλαξίδι, Γαλαξιδιώτικα καράβια


Το Γαλαξίδι. Γαλαξιδιώτικα καράβια.
Μικρή κωμόπολη το Γαλαξίδι κάτω από τους Δελφούς, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου στη δυτική πλευρά της Ιτέας , πανάρχαιος τόπος, υπήρξε ναυτιλιακό και ναυπηγικό κέντρο, με τα καράβια του που φτιάχνανε οι Γαλαξιδιώτες - 500 καράβια ναυπηγήθηκαν εκεί τον περασμένο αιώνα - να διασχίζουν τον Εύξεινο Πόντο, τη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό ωκεανό.


Μια ιδέα για τα καράβια που «χτίζανε» οι Γαλαξιδιώτες δίνουν αυτές οι φωτογραφίες, από τα «ΓΑΛΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ ΚΑΡΑΒΙΑ» του Μουσείου του Γαλαξιδιού.

Αετορράχη Αρκαδίας


Γορτυνία.  Αετορράχη, τα παλιά Ζουλάτικα.
Όμορφο και γραφικό χωριουδάκι χτισμένο στα 500 και κάτι υψμτ στις παρυφές του Τουθόα ποταμού που στα βόρεια κατεβαίνει από τα Λαγκάδια ενώ στα νότια τα απότομα βράχια τα δέρνει το φαράγγι της Γκούρας που πηγάζει καμιά 10ριά χλμτ ανατολικά στον Αρτοζήνο. Μέσα σε καταπράσινο περιβάλλον προσφέρει απεριόριστη θέα μέχρι τη Ζάκυνθο όταν ο καιρός είναι καλός, όπως επίσης και ειδυλλιακές εικόνες κατά το ηλιοβασίλεμα όταν ο ήλιος γέρνει στα νερά  του Ιονίου. 



Ο δρόμος από Καρκαλού – Σέρβου – Αράπηδες – Κοκκινοράχη που φθάνει στην Αετορράχη συνεχίζει μέσα σε καταπράσινο ειδυλλιακό τοπίο προς τα ΒΑ, «βουτάει» στις δροσερές Μαυράδες όπου και ο Μύλος που εξυπηρέτησε γενιές και γενιές αλέθοντας τα γεννήματα για τα χωριά της περιοχής και ανεβαίνει στον οδικό άξονα που οδηγεί σε Σταυροδρόμι – Λαγκάδια – Βυτίνα  - Τρίπολη, ή από Σταυροδρόμι προς Ολυμπία – Πύργο κλπ.  Στα νότια, στα κρεμαστά  πάνω από τη Γκούρα βράχια της Παναγιάς προς το Μπουγιατέικο υπάρχει η πενταόροφη   σπηλιά του Γιαννικούλια που τον καιρό της Τουρκοκρατίας πρόσφερε καταφύγιο στους κατατρεγμένους πατριώτες.

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Η μονομαχία του Κολοκοτρώνη με τον Ιμπραήμ πασά.


Τον καιρό που ο Τρομερός Μπραήμης (1825) εδήωνε έκαιγε έσφαζε και εξανδραπόδιζε την Πελοπόννησο, οι Έλληνες τον πολεμούσαν με κλεφτοπόλεμο αφού δεν μπορούσαν να αντιπαρατάξουν τακτικό στρατό στις ορδές του Αιγύπτιου στρατηλάτη, και το Μανιάκι όπου ο Παπαφλέσσας παρέταξε 1600 μαχητές ίσως είναι η εξαίρεση.
Ο Ιμπραήμ πασάς λοιπόν έγραψε στον Κολοκοτρώνη που ήταν Αρχιστράτηγος του Αγώνα και τον ρωτούσε γιατί δεν στέκεται να δώσει μάχη εκ του συστάδην. 
-Πάρε όσους θέλεις εσύ, να πάρω κι εγώ άλλους τόσους, ή αν αγαπάς έλα μοναχός σου, κι εγώ μοναχός μου και όποιος πέσει, του απάντησε εκείνος.
Στην κυβέρνηση που του παραπονιότανε γιατί δεν έδινε μάχη με τον Μπραΐμη, έγραψε:
-Αν χάσω σ’ έναν πόλεμο τέσσερες – πέντε χιλιάδες Έλληνες, που θα βρω άλλη δύναμη να  πολεμήσω τον οχτρό; Ο Μπραΐμης όμως και δέκα χιλιάδες αν χάσει βρίσκει άλλες.
( Ν Σπηλιάδου Β΄ σελ 401)

Το προμάντεμα του Κολοκοτρώνη για το θάνατο του Καραϊσκάκη



  Κολοκοτρώνης


Έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, διαιρεμένοι οι Έλληνες σε φατρίες είχαν στείλει το Μάρτη του 1827 τους αντιπροσώπους τους στην Τροιζήνα για την Γ¨ Εθνοσυνέλευση που ουσιαστικά είχε ξεκινήσει από τον Απρίλη της περασμένης χρονιάς στην Επίδαυρο, αλλά δεν είχε ολοκληρώσει τις εργασίες της και αναβαλλόταν λόγω διάφορων δυσκολιών και προβλημάτων ( πολιορκία Μεσολογγίου κλπ).
Ανάμεσα στους αντιπροσώπους του έθνους που χωρίζονταν σε οπαδούς του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος, σε στρατιωτικούς (καπεταναίους) που εναντιώνονταν στους πολιτικούς ( πρόκριτους ή κοτζαμπάσηδες), βρισκόταν και ο Κολοκοτρώνης που όπως μαρτυρεί ο Φωτάκος στα «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» σηκώθηκε ένα πρωί βλαστημώντας εκφράζοντας φόβους ότι θα σκοτωθεί ο Καραϊσκάκης και θα χαθεί το Ελληνικόν στράτευμα.
Ο Αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γ. Καραϊσκάκης με 1000 περίπου άνδρες συνεπικουρούμενος και από 2000 Μοραΐτες υπό τους Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετιμεζαίους και άλλους οπλαρχηγούς, είχε στήσει το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Κιουταχή που πολιορκούσαν την Αθήνα, αλλά, λόγω διαφωνιών του με την τακτική των Άγγλων Κόχραν και Τσωρτς που ήσαν διορισμένοι από την Συνέλευση, «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων» ο ένας και «διευθυντής χερσαίων δυνάμεων» ο άλλος, επενέβαινε σε όλες σχεδόν τις συγκρούσεις ακόμα και στις μικροσυμπλοκές που γίνονταν με τις δυνάμεις του Κιουταχή στην πεδιάδα του Φαλήρου.
 
Καραϊσκάκης   
 
Ο Κολοκοτρώνης, πάνω στη στενοχώρια του εκείνο το πρωινό καθώς ήταν βέβαιος για το δυσοίωνο προμάντεμά του για τη ζωή του Αρχιστράτηγου, απευθύνθηκε σε έναν από τους γραμματικούς του τον Ν Δραγούμην που έτυχε να βρίσκεται εκεί καθώς ήταν και ομοτράπεζός του και του υπαγόρευσε «προς τον Καραϊσκάκην γράμμα συμβουλευτικόν». «Μανθάνω ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς και εις τους πολέμους΄ αυτό δεν είναι έργον ιδικόν σου΄ αλλά πρέπει να στέκης μακράν, να βλέπης τους πολεμούντας, να τους οδηγής και να ενδυναμώνης τας θέσεις εκείνων τους οποίους βλέπεις ότι αδυνατούν».
 
 
Ο Καραϊσκάκης στη μάχη της Αραχωβας, πίνακας του Πέτερ Φον Ες.
 
Του έγραψε και άλλες συμβουλές τονίζοντάς του πως είναι γνωστό ότι το βόλι κυνηγάει τον αρχηγό, και σε ποιες περιπτώσεις ο ίδιος ο αρχηγός πρέπει να πέφτει στη φωτιά της μάχης.
Επεμβαίνοντας σε μια μικροσυμπλοκή στις 22 του Απρίλη ο Καραισκάκης δέχτηκε φονικό βόλι (πολλοί το θεώρησαν δολοφονία με υπαίτιους τους Άγγλους και τον Μαυροκορδάτο) και τραυματίστηκε θανάσιμα. Πέθανε στις 4 το πρωί ξημερώνοντας η ονομαστική του γιορτή.
Το γράμμα του Κολοκοτρώνη τον πρόλαβε και του το διαβάσανε πριν πεθάνει καθώς ξεψυχούσε, αλλά διατηρώντας ακόμα το χιούμορ του «παρήγγειλεν όμως να είπουν εις τον Κολοκοτρώνην, ότι έπρεπε προτήτερα να τον συμβουλεύσει διότι τώρα είναι αργά»




29 Αυγούστου 1948. Η μάχη της Δημητσάνας.



Τη νύχτα της 29 Αυγούστου του 1948 1200 αντάρτες και αντάρτισσες των Αρχηγείων Μαινάλου Ταϋγέτου και Αργολιδοκορινθίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας κινητοποιήθηκαν με στόχο την προσβολή της φρουράς της Δημητσάνας 
Μέχρι τότε ο ΔΣΕ διατηρούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Πελοπόννησο και είχε καταγάγει σοβαρές νίκες εξουδετερώνοντας μια διλοχία Εθνοφρουράς το Μάρτιο στα Τρόπαια, τη διλοχία του Γαλανόπουλου στην περιοχή της Μεγαλόπολης, και ένα Τάγμα Εθνοφρουράς στα Καλάβρυτα, ενώ είχε προσβάλει με επιτυχία και άλλους στόχους, και έτσι η κυβέρνηση με τους Αμερικάνους που οργάνωναν εξόπλιζαν και εφοδίαζαν το στρατό είχαν μετατρέψει τη Δημητσάνα που αποτελούσε πλέον τη σημαντικότερη βάση κοντά στην Τρίπολη σε ένα τεράστιο φρούριο με οχυρώσεις σε βάθος, με κύρια σημεία το Κάστρο και την Αγία Παρασκευή, με πολυβολεία από μπετόν εξοπλισμένα με βαρείς όλμους που είχαν ακτίνα δράσης πέντε χιλιάδες μέτρα, με βαριά πολυβόλα Βίκερς, πολυβόλα οπλοπολυβόλα ατομικά αυτόματα και ντουφέκια.
Την οχύρωση συμπλήρωναν ακόμα δυο ισχυρά πολυβολεία – οχυρά προς την πλευρά της Καλλιθέας, ένα πάνω στη δημοσιά και άλλο ένα αρκετά ευρύχωρο ώστε να κινούνται πάνω από τριάντα υπερασπιστές εντός του λίγο πιο πάνω προς την Αγία Παρασκευή. Υπήρχε και άλλο ένα στην άλλη πλευρά της Δημητσάνας που έλεγχε τον δρόμο και τον τόπο προς την κατεύθυνση Ζάτουνας - Βυτίνας, κι ακόμα ένα πολυβολείο πάνω στην Αγία Κυριακή με ένα βαρύ πολυβόλο στο καμπαναριό που μπορούσε να ελέγχει την περιοχή σε μεγάλη ακτίνα. Επί πλέον δυο θωρακισμένα οχήματα κάριερς (κάριες τα λέγαμε στην πλάκα) εξοπλισμένα με μυδράλια που κινούνταν συνεχώς πάνω στο δρόμο από τη γέφυρα μέχρι το φυλάκιο της Καλλιθέας προκαλώντας διαβολεμένο θόρυβο με τα μοτέρ και τις ερπύστριες τους, και κατά τη διάρκεια της μάχης ιδιαίτερα προς την πλευρά της Καλλιθέας κάνανε μεγάλη ζημιά στους επιτιθέμενους. .
Τις οχυρώσεις επάνδρωναν μια διλοχία του μηχανοκίνητου Τάγματος χωροφυλακής που η διοίκησή του με την άλλη διλοχία στάθμευε στη Βυτίνα, καμιά πενηνταριά άνδρες της Υποδιοίκησης χωροφυλακής Δημητσάνας υπό τον υπομοίραρχο Σεγκουνά, και καμιά εκατοστή Χιτομάϋδες, σύνολο περίπου 350 – 400 ανδρών, ενώ όπλα έφερε και σημαντικός αριθμός κατοίκων της Δημητσάνας, πολλοί από τους οποίους κάθε βράδυ βρίσκονταν σε επιφυλακή ή ενίσχυαν τις φρουρές στα πολυβολεία, και σε πολλά σπίτια υπήρχαν σακούλια με χειροβομβίδες για να χρησιμοποιηθούν κατά τω ανταρτών σε περίπτωση που μπαίνανε στην πόλη και άρχιζαν οι οδομαχίες. 
Κι ακόμα, οπλισμένοι ήσαν πολλοί Ηραιάτες που είτε το έπαιζαν ανταρτόπληκτοι και είχαν καταφύγει στη Δημητσάνα για να εξασφαλίσουν τον άρτο τον επιούσιο και το φαγητό για την οικογένειά τους από το καζάνι της χωροφυλακής (δύσκολοι οι καιροί τότε), είτε γιατί εξ αιτίας της συμπεριφοράς και των εγκλημάτων τους σε βάρος των αριστερών πολιτών δεν τους σήκωνε το κλίμα στα χωριά τους τώρα που η ύπαιθρος βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του ΔΣΕ
Έτσι, η δύναμη των υπερασπιστών του οχυρού Δημητσάνα ξεπερνούσε τους 600 άνδρες.
Τα τμήματα του ΔΣΕ για να εξασφαλίσουν την επιτυχία της επιχείρησης στήσανε ενέδρες σε διάφορα σημεία με σκοπό να εμποδίσουν τις ενισχύσεις των κυβερνητικών που ήταν βέβαιο ότι θα σπεύδανε από Τρίπολη, Βλαχοκερασιά, Πιάνα Λεβίδι Βυτίνα, αλλά και από Μεγαλόπολη Χρυσοβίτσι Στεμνίσα, και έτσι οι δυνάμεις που προσβάλανε τη Δημητσάνα ήσαν σχεδόν λιγότερες αριθμητικά από εκείνες των υπερασπιστών, κατά παράβαση των τότε κανόνων που όριζαν ότι οι δυνάμεις των επιτιθεμένων κατά οχυρών θέσεων πρέπει να είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με τους αμυνόμενους. Αλλά, αυτές ήσαν οι δυνατότητές τους. 
Σύμφωνα με το σχέδιο του Γενικού Επιτελείου του ΔΣΕ Πελοποννήσου η επιχείρηση θα άρχιζε στις 5 τα χαράματα της 30 Αυγούστου με προσβολή του οχυρού της Αγίας Παρασκευής, πέντε λεπτά όμως πριν από τις 5 καθώς οι αντάρτες πλησιάζουν το ύψωμα του Αγιολιά βορειότερα της Αγίας Παρασκευής που το θεωρούσαν αφύλαχτο γίνονται αντιληπτοί και το ντουφεκίδι ανάβει, ενώ παράλληλα χάνεται και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Φύσει και θέσει οχυρή η Δημητσάνα είναι απρόσβλητη από τα δυτικά που δεσπόζει το Κάστρο πάνω από τα απόκρημνα βράχια του Λούσιου, όπως επίσης και από τα βόρεια, γι αυτό και το σχέδιο επίθεσης έριχνε το βάρος στην επίθεση κατά των οχυρών της Αγίας Παρασκευής με ταυτόχρονη προσβολή των δυο οχυρών προς Γυμνάσιο – Καλλιθέα
Τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής υπερασπίζουν 56 χωροφύλακες με βαριά όπλα, πολυβόλα Βίκερς και όλμους, οπλοπολυβόλα ατομικά αυτόματα ντουφέκια και χειροβομβίδες, ενώ λίγο πιο μπροστά από τις οχυρώσεις υπάρχει και μαντρότοιχος από ξερολιθιά ύψους 1 περίπου μέτρου που πρέπει να υπερπηδήσουν οι αντάρτες οι οποίοι υπολόγιζαν να ισοπεδώσουν τη μάντρα και τα πολυβολεία με τα μπαζούκας, αλλά δοκιμάζουν πικρή απογοήτευση καθώς διαπιστώνουν ότι τη νύχτα είναι πολύ δύσκολη η σκόπευση με αυτό το όπλο, και δεν έχουν βλήματα για να τα ρίχνουν στην τύχη. Επί πλέον για να σκοπεύσει ο χειριστής του όπλου πρέπει να στέκεται όρθιος, πράγμα που με τις χιλιάδες σφαίρες ανά λεπτό που πέφτουν κατά των επιτιθεμένων σημαίνει σίγουρο θάνατο. Έτσι, αποκλείεται από την αρχή η έφοδος των υπό τον Κονταλώνη επιτιθεμένων τμημάτων που καθηλώνονται, και το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τα τμήματα του Πέρδικα που φθάνουν μπροστά στα πολυβολεία που βλέπουν προς την Καλλιθέα .όταν έχει αρχίσει η μάχη στην Αγία Παρασκευή και καθηλώνονται όχι μόνο από τους υπερασπιστές των πολυβολείων αλλά και από τα δυο θωρακισμένα που έχουν σπεύσει μπροστά στο πολυβολείο της δημοσιάς και σκορπίζουν το θάνατο. Ούτε και αυτά τα τμήματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μπαζούκας κατά των πολυβολείων και των αρμάτων μάχης.
Με το φως της ημέρας τα πράγματα δυσκολεύουν για τα αντάρτικα τμήματα που πλέον δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα πυρά των οχυρών που βρίσκονται μπροστά τους. Καθώς το μέτωπο είναι περιορισμένο από τη δημοσιά προς το Γυμνάσιο μέχρι το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής, το οχυρό του Κάστρου με τους όλμους και τα βαριά πολυβόλα του καθώς και το πολυβολείο του καμπαναριού της Αγίας Κυριακής σαρώνουν όλη τη νότια πλευρά της πόλης, Πολιάνα – Καλλιθέα μέχρι επάνω την Αγία Παρασκευή. Κι επί πλέον καθώς οι ώρες περνούν, πλακώνουν και δυο μαχητικά αεροπλάνα που με βόμβες ρουκέτες και πολυβολισμούς χτυπούν τα αντάρτικα τμήματα που επιτίθενται στην Αγία Παρασκευή, στην περιοχή προς Καλλιθέα, στο πολυβολείο της δημοσιάς αλλά και δυτικότερα προς την Πολιάνα.
Οι επιθέσεις στην Αγία Παρασκευή συνεχίζονται με πείσμα για να σπάσουν τα οχυρά, αλλά και χαμηλότερα στη δημοσιά ο Πέρδικας παρόλο που τα τμήματά του ματώνουν κι έχουν πολλές απώλειες επιμένει με συνεχείς επιθέσεις να γαντζωθεί στα πρώτα σπίτια, αλλά μια διμοιρία από 24 μαχητές που καταφέρνει να φθάσει ως εκεί αιχμαλωτίζεται.
Ο τόπος που είναι φρύγανο τέτοια εποχή από τις ξερές καλαμιές και τα υπολείμματα από το θερισμό ανάβει από τα πυρά που τον γαζώνουν, και πολλοί αντάρτες τσουρουφλίζονται στις θέσεις που καλύπτονται από τις φλεγόμενες καλαμιές.
Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση με τα εμφύλια πάθη εκείνη την εποχή οι υπερασπιστές της πόλης δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα τους.
Οι χωροφύλακες που είναι εθελοντές γνωρίζουν πολύ καλά πως αν πάρουν οι αντάρτες την πόλη δεν θα έχουν καμία τύχη ως αιχμάλωτοι. Δεν είναι όπως οι φαντάροι που είναι επιστρατευμένοι και όπου τους πιάνουν οι αντάρτες τους αφήνουν ελεύθερους μετά τη μάχη. Τους χωροφύλακες επειδή ακριβώς είναι εθελοντές όπου πέφτουνε στα χέρια τους τούς εκτελούν με συνοπτικές διαδικασίες.
Αξιόλογη δύναμη πυρός συγκροτούν και οι χίτες του Θανάση Ντοροβίτσα, οι χίτες από τα διάφορα χωριά της Ηραίας που έχουν γδύσει πολλά νοικοκυριά αριστερών οικογενειών και έχουν σηκώσει ολόκληρες προίκες κοριτσιών. Σκορπισμένοι μέσα στην πόλη πολεμάνε και τούτοι γιατί ξέρουν πως αν μπούνε οι αντάρτες θα πληρώσουνε για τα εγκλήματά τους.
Οι πολίτες πάλι που από την κρατική προπαγάνδα είναι πεπεισμένοι ότι τα στίφη των ανταρτών εκεί έξω έρχονται για να τους σφάξουν, να πάρουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, να βιάσουν τις κόρες τις μανάδες τις αδελφές και τις γυναίκες τους, όσοι μπορούν να κρατήσουν όπλο πολεμάνε υπέρ βωμών και εστιών  όπως τους προτρέπει και ο παπά Βώβος  που με τον σταυρό στο στήθος του και ένα ντουφέκι στο χέρι περιέρχεται γειτονιές σπίτια και πολυβολεία και ευλογεί τον αγώνα τους.

 Το σπίτι της οικογένειας Κολοκούση σε ευθεία ντουφεκιού απέχει περίπου 200 μέτρα από το πολυβολείο της δημοσιάς, ο Τάκης όμως έχει προωθηθεί εκεί και μάχεται με τους χωροφύλακες. Σε κάποια από τις εφόδους των ανταρτών πετάγεται έξω από το πολυβολείο και πιάνεται στα χέρια, για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι παλεύει με αντάρτισσα. Ο Κολοκούσης πέφτει εκεί πολυτραυματίας (αργότερα η μάνα του μας επιδεικνύει το παντελόνι του διάτρητο στη λεκάνη από θραύσματα χειροβομβίδας) και τη γλυτώνει στο νοσοκομείο, ενώ με τη λήξη της μάχης θα βρεθούν εκεί βαριά τραυματισμένες οι αντάρτισσες Δήμητρα Σαρλά από του Λώτι και Τασία Σαραντοπούλου από Τριφυλία που θα τις σφάξουν σαν αρνάδες οι νικητές για να, στα ελάχιστα δευτερόλεπτα ως που να πεθάνουν καθώς βλέπουν τα μαχαίρια να μπήγονται στο λαιμό τους, συνειδητοποιήσουν καλά ποιοι είναι οι νικητές, και θα μεταφέρουν τα κεφάλια τους μαζί και άλλων βαριά τραυματισμένων να τα επιδείξουν στην πόλη ως τρόπαια και να τα χλευάζουν.
Ο φανατισμός και το μίσος όμως δεν εξαντλούνται μόνο στους ζωντανούς. Ο Λιάς Λιακόπουλος από του Ψάρι πατέρας 3 παιδιών παλιός ΕΛΑΣίτης βρίσκεται βαριά τραυματισμένος στη χαράδρα του Λούσιου με τη λήξη της μάχης και τον εκτελούν επί τόπου. Στο σημείο που συγκεντρώνουν τους νεκρούς αντάρτες για την ομαδική ταφή, ένας κοντοχωριανός Χίτης αναγνωρίζει το νεκρό Λιακόπουλο και αφού ρίχνει κάποιες κλωτσιές στο κουφάρι του (την ιστορία αυτή την συζητάνε ακόμα στη Λυσσαρέα), του φυτεύει δυο τρεις σφαίρες φωνάζοντας: «παλιοκερατά Κ…(το παρατσιοούκλ του Λιά), δεν σε βρήκα ζωντανό να σε σκοτώσω, σε σκοτώνω πεθαμένο)! 


Εφτά ώρες μετά την έναρξη της επιχείρησης γύρω στις 12 που είναι και ο επιτρεπόμενος χρόνος για τη διάρκειά της (ΩΧΕ), τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής πέφτουν και όσοι χωροφύλακες είναι ακόμα ζωντανοί κουτρουβαλούν στα βράχια προς το εσωτερικό της πόλης, ενώ δυο λόχοι των ανταρτών απλώνονται στα εγκαταλειμμένα οχυρά και φορτώνονται βαριά όπλα και πυρομαχικά να τα βγάλουν από εκεί και να ανεφοδιαστούν τα τμήματα. Τα πυρά των υπερασπιστών από το Κάστρο και τα καμπαναριά χτυπούν συγκεντρωμένα το ύψωμα για να αναχαιτίσουν την προέλαση των ανταρτών μέσα στην πόλη, κι εκείνη τη στιγμή πλακώνει η αεροπορία με βόμβες ρουκέτες και πολυβολισμούς αλλά και με εμπρηστικές οβίδες και βόμβες ναπάλμ που ρίχνονται για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο και ο τόπος λαμπαδιάζει. Σε δευτερόλεπτα σκοτώνονται οι μισοί τουλάχιστον αντάρτες έτσι όπως τους πετυχαίνουν φορτωμένους, 6 λαμπαδιάζουν από τις ναπάλμ, κι εκείνη τη στιγμή σκάνε στον ουρανό και οι δυο φωτοβολίδες που είναι το σύνθημα της άμεσης υποχώρησης λόγω εξάντλησης του ΩΧΕ, του ωφέλιμου χρόνου επιχείρησης.
.Αξιωματικοί και μαχητές που βλέπουν ότι αφού έπεσε η Αγία Παρασκευή σε λίγο η πόλη θα είναι δική τους, δεν μπορούν να πιστέψουν ότι πρέπει να την εγκαταλείψουν, κάποιοι πιστεύουν ότι κάποιο λάθος έχει γίνει, αλλά η διαταγή είναι αμετάκλητη και εγκαταλείπουν τη Δημητσάνα.
Τέλος, παρόλο που από πολλά χρόνια η πολιτεία έχει ξεκαθαρίσει ότι ο Εμφύλιος ήταν εσωτερική υπόθεση της χώρας και ότι πρέπουν τιμές και στις δυο παρατάξεις που συγκρούστηκαν, στον ομαδικό τάφο κάπου ανάμεσα Αη Γιώργη και Καλλιθέα (;)που βρίσκονται θαμμένοι οι 110 - 120 νεκροί του ΔΣΕ που δώσανε τη ζωή τους για Εθνική Ανεξαρτησία, Εθνική Αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη και Δημοκρατία, δεν υπάρχει ένα λιτό μνημείο που να θυμίζει τη θυσία τους, ούτε καν το σημείο που είναι θαμμένοι.


9 Μαρτίου 1948. Η μάχη στα Τρόπαια Αρκαδίας.








Κατά τους πρώτους μήνες του 1948 που είναι και ο δεύτερος χρόνος του Εμφυλίου Πολέμου, στην Πελοπόννησο κινούνται και δρουν 1000 έως 1200 αντάρτες – αργότερα μέσα στο καλοκαίρι θα ξεπεράσουν τους 3000 – αγωνιστές κυρίως της Εθνικής Αντίστασης που είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και είχαν πολεμήσει τους ξένους εισβολείς στη χώρα μας τα χρόνια 1940 - 1944, στελέχη του ΕΑΜ( Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), αριστεροί και μέλη του ΚΚΕ.
Ήδη από την περασμένη χρονιά οι αντάρτες που έχουν ονομαστεί Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας κινούνται σε αυτόνομα τμήματα κατανεμημένα στα Αρχηγεία Ανταρτών Μαινάλου, Ταϋγέτου, Πάρνωνα, Αχαΐας και Ήλιδος ή Ηλείας, και Αργολιδοκορινθίας που αργότερα θα μετονομαστούν σε Συγκροτήματα, και σαρώνουν κυριολεκτικά τις μικρές φρουρές των κυβερνητικών δυνάμεων στην ύπαιθρο.
Οι φρουρές αυτές είναι Σταθμοί Χωροφυλακής κυρίως σε κεφαλοχώρια επανδρωμένοι με 10 έως 30 χωροφύλακες επικουρούμενους και από χιτομάϋδες, παρακρατικούς δηλαδή πολίτες εξοπλισμένους στο όνομα του αντικομμουνισμού  που με τις πλάτες και την προστασία των κρατικών οργάνων τρομοκρατούν και ληστεύουν τους δημοκρατικούς πολίτες της υπαίθρου, έχοντας δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω τους χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Η φρουρά στο. Λεβίδι Αρκαδίας για παράδειγμα, όταν χτυπήθηκε υποστηριζόταν από μια διμοιρία χωροφύλακες και καμιά 100στή χιτομάϋδες ενώ της Βυτίνας από 20 χωροφύλακες και 20 περίπου χιτομάϋδες.
Προσβάλλοντας και διαλύοντας αυτές τις φρουρές ο Δημοκρατικός Στρατός διεύρυνε το ζωτικό χώρο στον οποίο κινιόταν δημιουργώντας παράλληλα ελεύθερες περιοχές, και έλυνε και το επιμελητηριακό του πρόβλημα, τον ανεφοδιασμό του δηλαδή σε όπλα πυρομαχικά τρόφιμα και ιματισμό αφού ήσαν η μοναδική του πηγή εφοδιασμού, κι επί πλέον αφόπλιζε και διέλυε και τις παρακρατικές συμμορίες των χιτομάϋδων που τρομοκρατούσαν και πλιατσικολογούσαν την ύπαιθρο.
Για το λόγο αυτό, για το ότι οι φρουρές αυτές αποτελούν τη βασική πηγή ανεφοδιασμού των ανταρτών, αλλά και επειδή το κράτος δεν μπορεί πλέον να τις προστατεύσει, από τις αρχές του 1948 τις αποσύρει από την ύπαιθρο και περιχαρακώνεται σε οχυρωμένες βάσεις σε κωμοπόλεις και μεγαλύτερα αστικά κέντρα που προστατεύονται  από δυνάμεις τάγματος συνήθως ή μιας διλοχίας στρατού ή χωροφυλακής, ενώ οι μετακινήσεις πλέον και η μεταφορά εφοδίων διενεργούνται από στρατιωτικές φάλαγγες με την προστασία θωρακισμένων οχημάτων τανκς κλπ.
Για τον Δημοκρατικό Στρατό είναι ευνόητο ότι πέρα από τους γενικότερους στρατηγικούς στόχους,
 οι στόχοι του ανεφοδιασμού σε οπλισμό και άλλα εφόδια, αλλά και της δημιουργίας ελεύθερων περιοχών παραμένουν οι ίδιοι, και επομένως για τους ίδιους λόγους και αυτές οι βάσεις πρέπει να διαλυθούν.
Στόχος αυτή τη φορά γίνεται μια διλοχία στρατού του 14ου τάγματος Εθνοφρουράς που έχει εγκατασταθεί στα Τρόπαια Γορτυνίας με διοικητή τον ταγματάρχη Διον Παπανικολάου, και με τις εξορμήσεις της ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής τρομοκρατώντας τους αριστερούς, διαλύει επαφές κι στηρίγματα των ανταρτών κάνοντας και συλλήψεις  πολιτών που παίρνουν την άγουσα για φυλακές ή εξορίες, καλύπτοντας και το σκυλολόι πενήντα περίπου χιτομάϋδων της περιοχής που εξορμούν υπό την προστασία του στρατού και ρημάζουν τα  χωριά. Ένας άλλος λόχος του τάγματος ο λόχος διοικήσεως  εδρεύει στο κοντινό κεφαλοχώρι τα Λαγκάδια, ενώ ένας ακόμα  βρίσκεται στη Δημητσάνα 30 χιλιόμετρα από τα Τρόπαια.
 Παρόλο που την αναδιοργάνωση και τον εξοπλισμό του στρατού έχουν αναλάβει οι Αμερικάνοι με τον στρατηγό τους τον Βαν Φλητ που όταν πριν δυο μήνες πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα δήλωσε ότι οι αντάρτες ή θα παραδοθούν ή θα εξοντωθούν, ακόμα ο στρατός παρουσιάζει αδυναμίες. Το τάγμα επανδρώνουν έφεδροι Εθνοφρουροί περασμένης ηλικίας οι αποκαλούμενοι «Σοφούληδες» επειδή τους είχε επιστρατεύσει ο Σοφούλης, οικογενειάρχες με δυο και τρία παιδιά! Έχουν όμως το πλεονέκτημα ότι μπορούν να αναλάβουν αμέσως υπηρεσία αφού δεν έχουν ανάγκη από τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση επειδή ήδη έχουν υπηρετήσει στην Αλβανία και κάποιοι στον ΕΛΑΣ και επομένως είναι  εμπειροπόλεμοι..
Η άμυνα της φρουράς στηρίζεται στο ύψωμα Κουκούλα πάνω από τα Τρόπαια που έχει εγκατασταθεί ο ένας λόχος οχυρωμένος  με χαρακώματα και πολυβολεία, και στο υψωματάκι Προφήτης Ηλίας που έχει εγκατασταθεί ο άλλος λόχος χαμηλά στο χωριό κοντά στο σχολείο. Μαζί με τους χιτομάϋδες υπολογίζονται σε 250 ντουφέκια. Οι αντάρτες από την άλλη πλευρά, εκτός από τα τμήματα που θα διενεργήσουν την κύρια επίθεση κατά της φρουράς πρέπει να διαθέσου και τις ανάλογες δυνάμεις για να στήσουν τις απαραίτητες ενέδρες περιφερειακά ώστε να εμποδίσουν πιθανές ενισχύσεις που μπορεί να σπεύσουν από Δημητσάνα, Λαγκάδια, από την κατεύθυνση του Πύργου Ηλείας, ακόμα και από κάποιο μηχανοκίνητο απόσπασμα όπως του Γ. Ζάρα που κινιόταν τότε στην Αρκαδία.
Καθώς το Επιτελείο των ανταρτών σχεδίαζε την επιχείρηση σύμφωνα με τον Αρ. Καμαρινό στο Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ και τον Μπελά στην ΝΕΚΡΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ,
 διαπίστωσε ότι το τάγμα οχυρώνοντας το ύψωμα της Κουκούλας είχε αφήσει αφύλαχτο το ύψωμα του Αγιώργη  που βρίσκεται εκεί κοντά και καθώς είναι πιο ψηλότερο ελέγχει την περιοχή. Μόνιμος αξιωματικός του στρατού, διοικητής του 9ου συντάγματος ΕΛΑΣ ο Επιτελάρχης των ανταρτών Κώστας Κανελλόπουλος εκμεταλλεύτηκε αυτό το  λάθος και εγκατέστησε στον Αγιώργη μια ισχυρή βάση πυρός με δυο βαρείς όλμους και ένα πολυβόλο Μπρέντα που είχαν κυριεύσει τον περασμένο μήνα όταν διέλυσαν τη διλοχία Γαλανόπουλου στην περιοχή της Μεγαλόπολης,  που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξουδετέρωση των οχυρώσεων της Κουκούλας. Δυο ώρες πριν τα χαράματα της 9ης Μαρτίου 1948 οι αντάρτες του Αρχηγείου Πάρνωνα εκτοξεύουν το πρώτο βλήμα όλμου από τον Αγιώργη και αρχίσει να βάζει το βαρύ πολυβόλο κατά της  Κουκούλας.. Η μάχη γενικεύεται και χαμηλά στο χωριό με  τον  άλλο λόχο στον Προφήτη Ηλία και τα τμήματα του Πέρδικα που επιχειρούν εκεί δέχονται τα πυρά των χιτομάϋδων από τα σπίτια της κωμόπολης χωρίς όμως να προκαλούν σοβαρή ζημιά.. Όταν έρχεται το φως της ημέρας πιάνουν δουλειά και οι δυο βαρείς όλμοι που τους χειρίζονται οι εκπαιδευμένοι φαντάροι από τη διλοχία  Γαλανόπουλου που είχαν προσχωρήσει στους αντάρτες .και σφυροκοπούν ανηλεώς με τα φονικά πυρά τους το οχυρό της Κουκούλας. Οι οικογενειάρχες «Σοφούληδες» αμύνονται γενναία αλλά οι δυο βαρείς όλμοι και το πολυβόλο από τον Αγιώργη οργώνουν συστηματικά την οχύρωσή τους προκαλώντας πολλά θύματα ανάμεσά τους και προτού περάσουν τρεις ώρες αρχίζουν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους φεύγοντας προς το χωριό. Ο διοικητής του λόχου στην προσπάθειά του να συγκρατήσει τη διάλυση πυροβολεί και εκτελεί 6 Εθνοφρουρούς, δεν καταφέρνει όμως να ανακόψει την άτακτη φυγή οπλιτών και αξιωματικών που κατευθύνονται προς το χωριό για να σωθούν.
Η φρουρά καταρρέει, οι χιτομάϋδες πετάν τα όπλα τους και σκορπίζονται στα σπίτια να κρυφτούν, οι υποχωρούντες Εθνοφρουροί κατευθύνονται μέσα  από τη  χούνη προς το κάτω  μέρος της κωμόπολης που στενεύει σε ρεματιά με την ελπίδα να μπορέσουν να ξεφύγουν, τμήματα όμως του Πέρδικα που τους περιμένουν τους αποδεκατίζουν.
-Αδέρφια! Φωνάζουν οι αντάρτες, παραδοθείτε! Μην σκοτωνόσαστε τζάμπα, παραδοθείτε να γλιτώσετε!
Κάποια ώρα οι φαντάροι αρχίζουν να κουνάνε άσπρα μαντήλια για να παραδοθούν, η σφαγή σταματάει, και ο απολογισμός εκείνη την ημέρα είναι 37 οπλίτες και αξιωματικοί νεκροί και οι υπόλοιποι 150 της διλοχίας αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και ο διοικητής της  Παπανικολάου, ενώ 2 νεκρούς έχουν και οι αντάρτες.. Παράλληλα με την ανακατωσούρα και τη βαβούρα, στην προσπάθεια να συγκεντρώσουν τους τραυματίες και να αρχίσει η περίθαλψή τους, να συγκεντρώσουν και να περιφρουρήσουν  τους αιχμαλώτους, να ερευνήσουν τα σπίτια για τους χιτομάϋδες που είχαν πετάξει τα όπλα και οτιδήποτε χακί από στρατιωτικά  χιτώνια μέχρι άρβυλα με Ντοκ και λούφαζαν παριστάνοντας  τους αθώους πολίτες και μερικοί τους συμπαθούντες έτοιμοι να καταταγούν στους αντάρτες ( για να τους δοθεί αργότερα η ευκαιρία να το σκάσουν), αρχίζει να παίζεται ένα άλλο δράμα από χωρικούς των γειτονικών χωριών που κάποιος δικός τους, γιος αδελφός ή σύζυγος υπηρετεί στην Εθνοφρουρά, και καταφθάνουν στο χωριό τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις αγωνιώντας για την τύχη τους, φωνάζοντας δυνατά τα ονόματά τους Καταλαβαίνει κανείς το κλάμα και το σπαραγμό όταν δεν τους εύρισκαν ανάμεσα στους αιχμαλώτους.
Τραγική λεπτομέρεια: Δυο από τους εκτελεσμέμους από τον διοικητή Εθνοφρουρούς είναι στενοί συγγενείς, γαμπρός και κοθνιάδος, πατέρας δυο μικρων παιδιών ο πρώτος και ο δεύτερος ενός. Σκοπευτής του πολυβόλου ο ένας, γεμιστής ο άλλος.
Από τους αιχμαλώτους Εθνοφρουρούς 50 κατατάσσονται στο Δημοκρατικό Στρατό ενώ οι υπόλοιποι αφήνονται ελεύθεροι αφού υποχρεώνονται να βγάλουν τις στολές και τα άρβυλά τους που τα έχουν άμεση ανάγκη οι αντάρτες που δεν έχουν Επιμελητεία, και βολεύονται με τίποτα παλιοπαντέλονα που τους προμήθευσαν οι Τροπαιάτες. Θυμάμαι ότι στου Λυούρεση ο Γ. Λ  επέστρεψε με τη σκελέα (= σώβρακο) περπατώντας πάνω από 20 χλμ, το ίδιο δυο τρεις άλλοι στη Λυσσαρέα, ενώ στου Ψάρι δεν γύρισε κανείς  γιατί δύο σκοτώθηκαν στη μάχη και ένας  προσεχώρησε στους αντάρτες.
 Η επιχείρηση εκείνη την ημέρα τελείωσε με την εκτέλεση 5 αξιωματικών της διλοχίας που έγινε με απόφαση του ανταρτοδικείου που συνεστήθη εκεί στα Τρόπαια.
Παράλληλα με την επιχείρηση στα Τρόπαια, ένα άλλο δράμα - ιλαροτραγωδία θα μπορούσε να πει κανείς – εξελισσόταν 10 χλμ μακρύτερα  στα Λαγκάδια που βρισκόταν ο λόχος διοικήσεως του τάγματος. Ο διοικητής του λόχου ο Μεσσήνιος υπολοχαγός Ι Πουλόπουλος που είχε υπηρετήσει και στα Τάγματα Ασφαλείας, αντί να σπεύσει με το λόχο του σε βοήθεια της φρουράς των Τροπαίων έβγαλε χωνί ειδοποιώντας τους Λαγκαδιανούς ότι οι αντάρτες κατέλαβαν τα Τρόπαια, σφάζουν τον κόσμο μέχρι και τα παιδιά και βιάζουν τις γυναίκες. Και επειδή ο λόχος του αδυνατούσε να υπερασπίσει τα Λαγκάδια και θα έφευγε για τη Δημητσάνα, τους καλούσε αν θέλουν να σωθούν να πάρουν στα χέρια τους ό,τι μπορούν – τα αυτοκίνητα  σπάνιζαν εκείνη την εποχή -  και να φύγουν με το λόχο..Έτσι, τρομαγμένοι από την κρατική και παρακρατική προπαγάνδα πολλοί Λαγκαδιανοί αλλά και παιδιά από τα γύρω χωριά που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο, φορτωμένοι με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν παράτησαν τα σπίτια και τα ζωντανά τους και ξεκίνησαν πορεία 20 χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα ( από τον κίνδυνο των ανταρτών) για να σωθούν. Μαθητής στο Γυμνάσιο Δημητσάνας κι εγώ τότε τους θυμάμαι να ξεμπουκάρουν από τη δημοσιά εκεί στα Καρδασέικα μια ατέλειωτη φάλαγγα  καταταλαιπωρημένων ανθρώπων και σε λίγο βρέθηκα να φιλοξενώ στο φτωχικό δωμάτιο που νοίκιαζα μια ομάδα από μαθητές του γυμνασίου Λαγκαδίων με την άδεια βέβαια της σπιτονοικοκυράς Τριαντάφυλλης Καρδάση.

Από την επιδρομή του Μπραΐμη στη Γορτυνία



Έτσι, για να ξεφύγουμε λίγο από την καθημερινότητα αλλά και να μην ξεχνάμε και την ιστορία μας, παρουσιάζω τούτο το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι – ζωντανή ιστορία του τόπου μας - που αναφέρεται στην επιδρομή του Ιμπραήμ πασά στο Μωρηά το 1825, και δεν ιστορεί μόνο τις σφαγές και τους εμπρησμούς, αλλά και το σκλάβωμα ολόκληρων χωριών. Παίρναν άνδρες γυναίκες και παιδιά και τα πουλούσαν σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα που δουλεύαν ασταμάτητα στα νότια του Μωρηά, στην Κορώνη και στη Μεθώνη:
Βουνά της Αλωνίσταινας και της απάνου χώρας
-γιατί βουρκώσατε πολύ και είστε βουρκωμένα;
Μην σας εφύσηξε βοργιάς κι ένα κακό χαλάζι;
Δεν μας εφύσηξε βοργιάς ούτε κακό χαλάζι
Μπραήμ πασάς μας πολεμά με τους στραβαραπάδες
-δέκα χιλιάδες τακτικό, έξη καβαλλαρία
-πήραν την Αλωνίσταινα, σκλαβώσαν τη Βυτίνα,
-επήγαν στα Μαγούλιανα, περάσαν στα Λαγκάδια,
-πήραν μανούλες με παιδιά, γυναίκες με τους άνδρες
Και εκεί θ’ ακούστε κλάϋματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
-κλαιν’ η μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άνδρες.

Η μάχη στα Τρίκορφα Αρκαδίας, ο χαμός των Γορτύνιων οπλαρχηγών και οι γάμοι Του Ιμπραήμ πασά.






Στα Τρίκορφα μες στην κορφή Κολοκοτρώνης στήνει ορδί

Μες στα Τρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι.
…. τραγουδάει η δημοτική μας παράδοση .

Μιλάει για την 6ωρη μάχη που δόθηκε στα Τίκορφα – κοντά στην Τρίπολη – στις 23 Ιούνη του 1825 με τον Ιμπραήμ πασά και τους Έλληνες με αρχηγούς Γενναίο (Γιάννη) Κολοκοτρώνη, Κρίτσαλη, Παπατσώνη και Πλαπούτα.
Και πρέπει να είναι η Τρίτη μάχη εκεί αφού η πρώτη είχε γίνει στα Ορλωφικά πριν 55 χρόνια το Μάρτη του 1770 με Τουρκαλβανούς εναντίον Ελλήνων υπό τον Ρώσο λοχαγό Μπαρκώφ.
.Συγκρούσεις επίσης εμφύλιες αυτή τη φορά είχαν γίνει στην περιοχή με (κυβερνητικά) στρατεύματα Ρουμελιωτών του στρ. Μακρυγάννη και Αρκάδων αγωνιστών και καπεταναίων όπου είχε σκοτωθεί ο 24χρονος γιος του Κολοκοτρώνη Πάνος (είχε δολοφονηθεί σε ενέδρα μετά τη λήξη της μάχης) στις 13 Νοέμβρη του 1824.
Σε τούτη τη μάχη του 1825 που πραγματικά το αίμα πήγε σαν αυλάκι, τα ελληνικά στρατεύματα από κακό συντονισμό, έλλειψη πειθαρχίας και ανυπακοής στο σχέδιο του Κολοκοτρώνη πάθανε πανωλεθρία από τον Μπραήμη ( ο στρατός του πλαισιωνόταν από Ευρωπαίους αξιωματικούς) και το πυροβολικό του, και κατασφάχτηκε εκεί (εκατοντάδες οι νεκροί) ο ανθός των Γορτύνιων οπλαρχηγών και απλών αγωνιστών.

Ο στόλος του Ιμπραήμ πασά άρχισε να αποβιβάζεται στο Μωρηά στη Μεθώνη τον Φεβρουάριο του 1825 σε μια εποχή που οι Έλληνες σπαράσσονταν από εμφύλιες διαμάχες και επικρατούσε η διχόνοια και ο εθνικός σπαραγμός. « … όλα τούτα έφεραν την διαίρεση του έθνους, ήτις εξασθένησε το εθνικόν πνεύμα και την εθνικήν δύναμιν. Έφεραν μεταβολήν όλως διόλου ασυμβίβαστον με την παρούσαν κατάστασιν των πραγμάτων διότι αγρίευσαν και αύξησαν τα πάθη των Ελλήνων, ενισχύθη η κατάχρησις, και οι άνθρωποι εδόθησαν εις τας ασωτείας» μας πληροφορεί ο Φωτάκος στα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗς ΕΠΑΝΑΣΤΆΣΕΩΣ

Η τότε κυβέρνηση έχοντας ως κύρια φροντίδα της το κυνήγι κατά των πολιτικών της αντιπάλων ολιγώρησε για κάποιους μήνες στο να αντιμετωπίσει τα αποβιβαζόμενα στρατεύματα του Ιμπραήμ ενώ κρατούσε φυλακισμένους στην Ύδρα σημαντικούς καπεταναίους μεταξύ των οποίων και τον Θ. Κολοκοτρώνη, τους Δεληγιανναίους, τους Νοταραίους και άλλους αλλά κατά τα μέσα του Μάη μπροστά στην γενική κατακραυγή και στον κίνδυνο αφανισμού των ελληνικών δυνάμεων από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα τους αποφυλάκισε.

"Ερχόμενοι εις το Ναύπλιον μας πληροφορεί ο Κολοκοτρώνης, ορκοθήκαμεν το Βουλευτικόν, το Εκτελεστικόν και ημείς εις την εκκλησίαν, ότι «να αφήσωμεν τα περασμένα, να τα λησμονήσωμεν, να ενωθώμεν και να μην έχωμεν άλλην ιδέαν, παρά να δουλεύσωμεν την πατρίδα μας”. Έτσι με έκαμαν Γενικόν Αρχηγόν.
                                                                                         
Ο Κολοκοτρώνης προβλέποντας ότι ο Ιμπραήμ θα επιχειρήσει να καταλάβει την Τριπολιτσά και λόγω της θέσης της θα την κάνει βάση και ορμητήριο κατά ολόκληρου του Μωρηά, αλλά και γνωρίζοντας ότι μέσα από αυτήν την πόλη όλο ίντριγκες και εμφύλιοι εκπορεύονταν πρότεινε να κατεδαφίσουν τα τείχη της ώστε να μην μπορεί να στεριώσει εκεί ο εχθρός, το Βουλευτικό όμως και το Εκτελεστικό που δεν βλέπανε με καλό μάτι τις προθέσεις του τού απάντησαν ότι δεν υπάρχουν τα έξοδα για τέτοιες δουλειές.
«Δότε μου την άδειαν, και με τον λαόν τα χαλώ δια πέντε ημέρες και τότε δεν ευρίσκει ο Μπραϊμης να κάμει φωλιά. Και τον κτυπώ από όλα τα μέρη, αν πιάση την Τριπολιτσά δεν του χρειάζεται άλλη φωλιά δια να χαλάση την Πελοπόννησον» επέμεινε ο Κολοκοτρώνης, αλλά δεν του το επέτρεψαν.
Τελικά έγινε αυτό που φοβόταν: Ο Μπραήμης κατέλαβε την Τριπολιτσά και την χρησιμοποιούσε για ορμητήριο κατά ολόκληρου του Μωρηά.
Οι ελληνικές δυνάμεις πιάνανε θέσεις κοντά και γύρω από την πόλη με οχυρώσεις με σκοπό να περιορίσουν ή να αποκλείσουν τον Ιμπραήμ που ήταν ισχυρός με 20.000 στρατό και παράτολμος, και με εξορμήσεις και αντεπιθέσεις πρόσβαλλε συνεχώς τις ελληνικές θέσεις.
Το ίδιο έκανε και στα Τρίκορφα που όταν είδε κίνηση από τις ελληνικές δυνάμεις «έστειλε ένα δυο χιλιάδες να πιάσουν δια νυκτός τα Τρίκορφα. Ο Γενναίος εκίνησε, δεν επρόφθασε να πιάση τα ταμπούρια όλα, παρά τα μισά, και τα μισά έπιασε ο Μπραϊμης. Αρχίνησε τον πόλεμον…» μας πληροφορεί ο Κολοκοτρώνης
Εκείνη την εποχή όμως και σε αυτή τη μάχη που στους Έλληνες βασίλευαν ακόμα η διαίρεση η καχυποψία και η αντιζηλία, ολόκληρα σώματα χιλιάδων ανδρών με διάφορες δικαιολογίες αρνήθηκαν να πολεμήσουν «…και ούτως η λιποταξία έγινε γενική και η μάχη εχάθη» λέει ο Φωτάκος. « το συναχθέν στράτευμα… δεν επείθετο τυφλώς εις τας διαταγάς του Γενικού Αρχηγού και δια ταύτα όλαι αι προσπάθειαι του Κολοκοτρώνη εματαιώθησαν, διότι δεν παρεδέχοντο όλοι τα σχέδιά του, αλλά τα μετέβαλλαν όπως ήθελαν». Άλλοι πήραν εντολές να πιάσουν συγκεκριμένες θέσεις που όμως αρνήθηκαν, και στήθηκαν αλλού σε άλλες θέσεις που εκείνοι θεώρησαν πιο κατάλληλες, αλλάζοντας τα σχέδια του Αρχηγού.
Οι Έλληνες νικήθηκαν εκεί, έγινε αληθινή σφαγή στο οχύρωμα του Κανέλλου Δεληγιάννη όπου χάθηκε ο ανθός των Γορτύνιων αγωνιστών,
                                                                                                              

ο Κολοκοτρώνης μιλάει για 180 νεκρούς από την ελληνική πλευρά, ο Σπηλιάδης για 270, Φωτάκος για πάνω από 500 και ο ίδιος ο Κανέλλος Δεληγιάννης για 677, και κάπου εκεί υπολογίζουν πολλοί ανάμεσα στους 300 με 500 τους νεκρούς του ελληνικού στρατοπέδου.

Πολλές απώλειες όμως εκεί αλλά και στην γύρω περιοχή είχε και ο Μπραήμης που εκνευρίστηκε και, μετά τη μάχη και καθώς τα ελληνικά τμήματα σκορπίστηκαν και ο καθένας έτρεχαν στα χωριά τους για να κρύψουν τις οικογένειές τους, με δυο σώματα στρατού από τέσσερεις χιλιάδες πεζικό και 1000 ιππείς το καθένα ορμάει ακάθεκτος και ανεμπόδιστος πλέον στη μαρτυρική Γορτυνία. Περνά στην Αλωνίσταινα, καίει τη Βυτίνα, ανεβαίνει ψηλά στα Μαγούλιανα, καίει τα Λαγγάδια, μπαίνει και στην επαρχία Καλαβρύτων, σπέρνει τον πανικό, τον όλεθρο και την καταστροφή αφού δεν συναντά την παραμικρή αντίσταση.

Τα δάση και οι σπηλιές γεμίζουν από αλλόφρονες φυγάδες, χιλιάδες γυναικόπαιδα προσπαθούν να κρυφτούν για να σωθούν, τα αποσπάσματα όμως και οι καβαλαραίοι του Μπραήμη τους κυνηγούν καταπόδι, τους ξετρυπώνουν και τους σφάζουν, ή παίρνουν αιχμαλώτους όσους θεωρούν κατάλληλους για τα σκλαβοπάζαρα που δουλεύουν ασταμάτητα στη Μεθώνη.

Στην πορεία του προς Βυτίνα ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός συνέλαβε πλήθος γυναικόπαιδα που είχαν κρυφτεί στο ελατοδάσος έξω από το χωριό και, τα κορίτσια τα μετέφεραν απείραχτα μπροστά στον Ιμπραήμ που «διέταξε τον ιατρόν του, τον διερμηνέα του και μίαν ηλικιωμένην γυναίκα η οποία ευρέθη εκεί, να εξετάσουν τας αιχμαλώτους μήπως είχαν κανένα σωματικόν νόσημα, και αν είναι παρθένοι. Αφού δε έγινεν η εξέτασις και εβεβαιώθη από τους ιατρούς ότι καθ¨ όλα ήσαν αι κόραι υγιείς και παρθένοι, τότε μόνος του έλαβεν εις γυναίκα του την ωραιοτέραν, και έπειτα καλέσας εκεί τους περί αυτόν Αγάδες και Μπέηδες έδωκεν εις έκαστον εξ αυτών μίαν εκ των αιχμαλώτων παρθένων…. Μετά τους γάμους τούτους ο Ιμβραήμ εκάθησεν δύο ημέρας εις την Βυτίναν την οποίαν αναποδογύρισε» γράφει ο Φωτάκος.

Με τον δικό της τρόπο η δημοτική μας παράδοση μας δίνει μια εικόνα:
Βουνά της Αλωνίσταινας και της απάνου Χρέπας
Γιατί εβουρκώσατε πολύ και είστε αραχνιασμένα;
Μην σας εφύσηξε βοριάς, μηνά κακό χαλάζι;
Μαϊδέ βοριάς μας φύσηξε, μαϊδέ κακό χαλάζι,
Μπραήμ πασάς επέρασε με δεκοχτώ χιλιάδες.

Και μια ακόμα μαρτυρία:
Θέλτε ν’ ακούστε κλάϋματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
-περάστ’ από τα Τρίκορφα και μέσ’ από την Πιάνα
-κι από την Αλωνίσταινα κι αγνάντια στη Βυτίνα
Κι εκεί θ’ ακούστε κλάϋματα γυναίκεια μοιρολόγια
Πως κλαίνε και πως θλίβονται οι Ταμπακονυφάδες.

Ήσαν οι γυναίκες του καπετάν Νικολή Ταμπακόπουλου και του αδελφού του Χρήστου που σκοτωθήκανε στα Τρίκορφα..








Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Τα σταγονίδια της Χούντας, το πραξικόπημα της πιζάμας το 1975



Ψάχνοντας προχθές κάποιες παλιές φωτογραφίες από τη ζωή μου στη Ρόδο έπεσα πάνω σε τούτη εδώ που τραβήχτηκε κατά το τέλος του Φλεβάρη του 1975 σε διακομματική συγκέντρωση που πραγματοποιούσαμε κάτοικοι της Ρόδου στην πλατεία μπροστά από τη Νομαρχία διαμαρτυρόμενοι για τα «χουντικά σταγονίδια» που δρόσιζαν ακόμα το στρατό εξακολουθώντας ένα χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας να απειλούν τη δημοκρατία, και μιλούσα σε εκείνη τη συγκέντρωση ως Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Εσωτερικού. Του ΚΚΕ εσωτερικού που είχε προέλθει από τη διάσπαση με το ενιαίο ΚΚΕ
Δεν είναι μόνο που με έπιασε το συναισθηματικό μου με τούτη τη φωτογραφία που μου θύμισε παλιούς αγώνες και καλούς συντρόφους και φίλους, είναι και το ότι, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε, για τους νεώτερους τουλάχιστον θεωρώ χρήσιμο να πω δυο κουβέντες για τα περίφημα «σταγονίδια» και το πραξικόπημα που εξαρθρώθηκε στις 24 Φλεβάρη του 1975, που καθιερώθηκε να λέγεται και «πραξικόπημα της πιζάμας» γιατί η πολιτεία πρόλαβε και έπιασε τους πραξικοπηματίες στον ύπνο προτού κινηθούν.
Είναι γνωστό ότι η χούντα των συνταγματαρχών κατέρρευσε τον Ιούλη του 1974 αμέσως μετά την τραγωδία που προκάλεσε στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο, όμως ο στρατός και ο κρατικός μηχανισμός πόρω απείχαν από την αποχουντοποίηση και τον εκδημοκρατισμό, και απειλούσαν φανερά τη δημοκρατία.
Περιρρέουσες πληροφορίες μιλούσαν για χουντικούς θύλακες μέσα στο στρατό (κυκλοφορούσε ότι οι μονάδες καταδρομών παρέμεναν πιστές στη Χούντα), που σχεδίαζαν απαγωγή του τότε πρωθυπουργού Κ Καραμανλή για να εκβιάσουν την κατάσταση και να αναγκάσουν σε παραίτηση την κυβέρνησή του με σκοπό την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από όπου είχε αποχωρήσει μετά την κυπριακή τραγωδία, να απαιτήσουν την απελευθέρωση του έγκλειστου δικτάτορα Ιωαννίδη, αλλά και άλλων χουντικών αξιωματικών που διώκονταν.
Κυκλοφορούσε ότι ο Καραμανλής μέσω των αρχηγών των επιτελείων είχε «προγκίσει» τους αμετανόητους πραξικοπηματίες από τις αρχές κιόλας του Αυγούστου του 1974, αλλά η αποχουντοποίηση του στρατού δεν ήταν εύκολη υπόθεση οι χουντικοί δεν το βάζανε κάτω και συνέχιζαν τις προσπάθειες.
Αυτοί ήσαν τα περίφημα «σταγονίδια» στο στρατό – μάλλον ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης ο Ευάγγελος Αβέρωφ τους είχε αποδώσει αυτόν τον χαρακτηρισμό για να χαμηλώσει κάπως τις φήμες και την απήχησή τους – γεγονός όμως είναι πως και ο Αβέρωφ κοιμόταν με το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι του όπως διέδιδε, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ξενοκοιμόταν. Έφευγε κρυφά από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στην πλατεία Συντάγματος που έμενε, και κοιμόταν σε σπίτια φίλων του ή και σε κότερα ακόμα, για λόγους προφύλαξης και ασφάλειας
Με τα χουντικά λοιπόν σταγονίδια να μην το βάζουν κάτω φθάνουμε στο Φλεβάρη του 1975, την ημέρα όμως που είναι έτοιμο να εκδηλωθεί το πραξικόπημα κάποιοι από εκείνους τους αξιωματικούς ειδοποιούν την κυβέρνηση και το πρωινό της 24ης συλλαμβάνονται 37 αξιωματικοί και 150 αποστρατεύονται.
Αυτά μου θύμισε ετούτη η φωτογραφία, αναγνωρίζω το Μανώλη Βρατσάλη που στέκεται δίπλα μου την κυρία όμως που κρατεί το μικρόφωνο δεν την θυμάμαι πλέον.


Η σφαγή του Διστόμου από τους Γερμανούς.



Στις 10 Ιούνη του 1944 γερμανικά τμήματα πυρπόλησαν το Δίστομο και σκότωσαν τους κατοίκους του 114 γυναίκες και 104 άνδρες. Μετά τον πόλεμο ο υπεύθυνος ανθυπολοχαγός Χανς Ζάμπελ ανακαλύφθηκε στη Γαλλία όπου είχε καταφύγει και παραδόθηκε στην Ελλάδα για να δικαστεί. Κάπου εκεί το καλοκαίρι του 1949 ομολόγησε τα εγκλήματά του αλλά όπως είπε εκτελούσε διαταγές. Τέλος πάντων, οι Έλληνες πατριώτες που κυβερνούσαν τότε την Ελλάδα στείλανε τον Ζάμπελ στη Γερμανία για να «εξεταστεί για κάποια υπόθεση» με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει για να δικαστεί για τις θηριωδίες του στο Δίστομο. Αν τον είδατε εσείς από τότε, τον είδα και εγώ.
Και βέβαια, δεν μπορώ να αποφύγω τους συνειρμούς ότι τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών των εγκληματιών καθορίζουν και σήμερα τη μοίρα και την ύπαρξη της χώρας μας


Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Η άλωση της Τριπολιτσάς οι σφαγές, το πλιάτσικο.



Τον καιρό του ξεσηκωμού των Ελλήνων κατά των Τούρκων το 1821 η Τριπολιτσά ήταν το σπουδαιότερο διοικητικό οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο στο Μωρηά. Είχε δεκαπέντε χιλιάδες  κατοίκους, από τους οποίους οι επτά χιλιάδες ήσαν Έλληνες, χίλιοι περίπου Εβραίοι και οι υπόλοιποι ήσαν Τούρκοι. Ήδη από τις παραμονές της επανάστασης, οι Τούρκοι είχαν πληροφορίες ότι οι ραγιάδες σχεδιάζουν να ξεσηκωθούν, οπότε φρόντισαν να καλέσουν πρόκριτους και αρχιερείς του Μωρηά για να συσκεφτούν, τάχα, μαζί τους για σοβαρά προβλήματα, στην ουσία όμως, για να τους έχουν ομήρους ώστε να αφήσουν ακέφαλους τους επαναστάτες και χωρίς ηγέτες. Τους κρατάνε με διάφορα προσχήματα στην αρχή, αλλά όταν αρχίζουν οι εχθροπραξίες, τους ρίχνουν στα μπουντρούμια  όπου υποφέρουν τα πάνδεινα από πείνα αρρώστιες και βασανιστήρια. Κάποιους τους αποκεφαλίζουν και κάποιοι πεθαίνουν τις επόμενες ημέρες από την απελευθέρωσή τους.  
        Με το που ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη. Αντιστρόφως, οι Τούρκοι που αισθάνονταν ότι κινδύνευαν στην ύπαιθρο, συνέρρεαν εκεί για ασφάλεια. Η πόλη ήταν περιτριγυρισμένη από τείχος 3.5 χιλιομέτρων, με ύψος τεσσάρων έως πέντε μέτρων και πάχος που ξεκινούσε από δύο μέτρα στη θεμελίωση και κατέληγε στο ένα μέτρο στη στέψη. Διέθετε πολεμίστρες, τριάντα κανόνια, επτά πύλες και τα ανάλογα  πυροβόλα πάνω σε  πύργους, ενώ οι άνδρες της φρουράς έφταναν τους δέκα χιλιάδες. Στις αρχές Ιουνίου που άρχισε η πολιορκία, η Τριπολιτσά είχε πάνω απο τριάντα χιλιάδες κατοίκους, εκτός από τους στρατιωτικούς.
Όπως ήταν φυσικό, η κατάσταση άρχισε  να δυσκολεύει από έλλειψη τροφίμων αλλά και ζωοτροφών, ενώ από νερό τα βολεύανε παρόλο που οι επαναστάτες προκαλούσαν ζημιές στα περιφερειακά υδραγωγεία, επειδή η πόλη ήταν πλούσια σε πηγάδια. Καθώς μεγάλωνε η διάρκεια της πολιορκίας, το πρόβλημα του επισιτισμού και των ζωοτροφών γινόταν οξύτερο για τους πολιορκούμενους αφού και τα χιλιάδες άλογα και μουλάρια των στρατιωτών είχαν ανάγκη από τροφή, και κάποιες απόπειρες που γίνανε για να ενισχυθεί η πόλη, απέτυχαν.

         Στα μέσα Αυγούστου, ξεκίνησε από την Τριπολιτσά ένα σώμα από τέσσερεις χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες (έξι χλιάδες, κατά των Κολοκοτρώνη)  για να συγκεντρώσουν τροφές από τα χωριά της περιοχής. Ο Κολοκοτρώνης όμως, μαντεύοντας την πορεία που θα ακολουθούσαν, είχε δώσει εντολή και είχαν σκάψει ένα χαντάκι οι χωρικοί. Εκεί έστησε ενέδρα και παγίδευσε τους τούρκους προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Τους έτρεψε σε άτακτη φυγή και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν επι τόπου εξακόσια  φορτώματα  εφοδίων που είχαν συγκεντρώσει λεηλατώντας τα χωριά. Αυτή ήταν η μάχη της Γράνας.   Αντί να τους στρώσουν στο κυνήγι και να τους  αποδεκατίσουν,  "οι Έλληνες εδόθησαν εις τα λάφυρα", λέει με παράπονο  ο Κολοκοτρώνης, "και εγλύτωσαν οι Τούρκοι, διότι δεν τους  επήραν κυνηγώντας. Επάσχισα με το σπαθί, με ταις κολακίαις δια να τους κινήσω πλην δεν άκουαν, κι έτσι εγλύτωσαν οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι πλέον δεν εβγήκαν από τα τείχη της Τριπολιτσάς, ήταν η ύστερή τους φορά, επολεμούσαν από τα τείχη, απελπίσθησαν…".

      Στους 10.000 έφθανε το ασκέρι των Ελλήνων,  που πόρω απείχε από το να λέγεται κανονικός στρατός. Εκείνες  τις ημέρες, «βλέποντας οι Έλληνες ότι θα πέσει η Τριπολιτσά εμαζώχτηκαν είκοσι χιλιάδες», λέει ο Κολοκοτρώνης.  Καθώς γινόταν φανερό ότι η  πόλη  θα έπεφτε, λεφούσια ολόκληρα ακόμα και από περιοχές εκτός Πελοποννήσου άρχισαν να καταφθάνουν έξω από τα τείχη αποβλέποντας στο  πλιάτσικο «επ΄ ελπίδι λαφυραγωγίας» κατά τον Φιλήμονα.  Πολλοί πλησίαζαν στα τείχη και πουλούσαν τρόφιμα και νερό στους πολιορκημένους με αντάλλαγμα πολύτιμα αντικείμενα και όπλα, ενώ οι  οπλαρχηγοί κάνανε στραβά μάτια  σε τούτα τα φαινόμενα γιατί οι Έλληνες ήσαν άοπλοι. Την ίδια δουλειά, μαύρη αγορά με τρόφιμα, κάνανε και πολλοί Αρβανίτες της φρουράς.
       Οι Έλληνες κάνανε κάποιες προτάσεις στους Τούρκους να παραδοθούν και να τους αφήσουν να φύγουν με τις οικογένειές τους (ο Δημ. Υψηλάντης μάλιστα ήθελε να παρελάσουν νικηφόρα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα μέσα στην Τριπολιτσά)  αλλά δεν απέδωσαν. Αντίθετα, έγκριτοι Τούρκοι,  νοικοκυραίοι και άλλοι, βλέποντας ότι δεν υπάρχει πλέον ελπίδα, έρχονταν σε συμφωνίες με Έλληνες οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο (που συνήθως ήταν ολόκληρη περιουσία) εξαγόραζαν την προστασία τους και φεύγανε με τις οικογένειές τους και ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν. Και  κάπως έτσι πολλοί οπλαρχηγοί βρεθήκανε με περιουσίες, από αυτού του είδους τις υπηρεσίες στους αδύναμους πλέον Τούρκους που δίνανε τα πάντα για να  φύγουν ασφαλείς με τις οικογένειές τους. Αμέτοχος κατά γενική ομολογία από αυτές τις ανίερες δοσοληψίες παραμένει ο Νικηταράς (που φυλακίστηκε από τους βαυαρούς και πέθανε ζητιανεύοντας στα σοκάκια του Πειραιά) ενώ πολλοί μελετητές και ιστορικοί βγάζουν και τον Κολοκοτρώνη έξω από αυτές τις ανίερες δοσοληψίες, αφού  τρεις μήνες αργότερα, με γράμμα του στη Διοίκηση ζητούσε να του στείλουν χαρτί και ύφασμα, καθώς είχε ξεμείνει από σώβρακα.

        Οι 3.500 Αρβανίτες της φρουράς θεωρούνταν ότι πρόσκεινται φιλικά στον Αλή πασά των Ιωαννίνων που ήταν εχθρός του Σουλτάνου και εκτιμήθηκε ότι αν έφευγαν, θα αποδυναμωνόταν άμυνα της πόλης. Με την εγγύηση του Κολοκοτρώνη, τους επετράπη να φύγουν ένοπλοι και με όλο το πολιτικό προσωπικό, παίρνοντας  μαζί τους τις αποσκευές τους και τους επισημότερους Τούρκους με τα χαρέμια και τις αποσκευές τους, με την υπόσχεση ότι όταν φθάσουν στην Ήπειρο θα  πολεμήσουν κατά του Σουλτάνου. Όπως ήταν φυσικό,  αρχίσανε τα παράπονα και η μουρμούρα από μέρους των πολιορκητών που βλέπανε ότι με το να φεύγει ο ένας επίσημος από δω, να φεύγει ο άλλος με τα χαρέμια του από εκεί, μειώνονταν τα προσδοκώμενα λάφυρα.  έλοσπάντων, την Παρασκευή 23 Σεπτέμβρη του 1821,  είχε μείνει αφρούρητο το κανονιοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας, από την ανακατωσούρα που είχε προκληθεί επειδή θα άνοιγε η πόρτα να βγουν οι Αρβανίτες. Πενήντα άνδρες με δική τους πρωτοβουλία, πατώντας ο ένας στις πλάτες του άλλου (υπάρχουν διάφορες ακόμα  εκδοχές) αναρριχήθηκαν στο τείχος και «σαν αετοί πηδήσανε και μπήκαν σαν πετρίτες» όπως λέει το δημοτικό τραγούδι. Αυτοί  ανοίξανε την πρώτη πύλη και ορμήσανε μέσα  τα ασκέρια των Ελλήνων  που κατέλαβαν την πόλη χωρίς  ντουφέκια σχεδόν,  πολλοί οπλισμένοι με μαχαίρια και σουβλιά.
       "Καθώς εδοκίμασαν οι Αρβανίταις να φύγουν επήδησαν οι Έλληνες μέσα στην τάπια του σεραγιού", λέει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του. "Οι Αρβανίταις έβγηκαν έξω και το ασκέρι οπού ήταν μέσα το ελληνικό έκοβε (έσφαζε) από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες παιδιά και άνδρες τριανταδύο χλιάδες. Ένας Υδραίος έσφαξε μόνος του ενενήντα".  Κατά μια άποψη, από τους 34.000 του οθωμανικού πληθυσμού και στρατού σώθηκαν μόνο 8.000 που έμειναν αιχμάλωτοι των νικητών. Αλλά οι περισσότερες μαρτυρίες συγκλίνουν στο ότι τα θύματα ήσαν πολύ λιγότερα και σαν επικρατέστερη θεωρείται η άποψη των Τρικούπη και Φιλήμονα που υποστήριξαν ότι τα θύματα  ήσαν γύρω στις 10.000. Κάποιοι ευαίσθητοι Ευρωπαίοι αργότερα,  διαμαρτυρηθήκανε για τις σφαγές των  αμάχων, παραβλέποντας το δικαίωμα των Ελλήνων να εκδικηθούν για την αξιοπρέπειά τους, τους βιασμούς την τυραννία  και τους σκοτωμούς αιώνων που κάνανε οι Τούρκοι σε βάρος τους. 

      Καθώς τα  μαχαίρια δουλεύανε, θρήνοι και κοπετοί, σπαρακτικές κραυγές ακούγονταν πάνω από τις τουρκοεβραϊκές συνοικίες που σφάζονταν άνδρες γυναίκες και παιδιά. Σύμβολο στυγνής τουρκικής τυραννίας αιώνων η Τριπολιτσά, εκείνες τις ημέρες βιάστηκε, σφάχτηκε, κάηκε.  Οι σφαγές βέβαια είχαν άμεση συνάρτηση με το πλιάτσικο.  Οι χιλιάδες του εξαθλιωμένου όχλου που είχαν συρρεύσει δεν ικανοποιούνταν μόνο με το να σκοτώσουν τους Τούρκους για να εκδικηθούν την τυραννική σκλαβιά τεσσάρων αιώνων και τους προγόνους τους που είχαν πεθάνει από τα χέρια τους, αλλά έπρεπε να πάρουν και τις περιουσίες τους, το βιός που είχαν αποχτήσει σε βάρος τους. Αλλά και οι χιλιάδες των στρατιωτών ήσαν απλήρωτοι από την ημέρα που άρχισε η πολιορκία, και αυτοί από τα λάφυρα θα πληρώνονταν. Κάποιοι από τους Τούρκους που κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει σωτηρία κλείστηκαν στα σπίτια τους και κάηκαν με τις οικογένειές τους, κάποιοι σκότωσαν οι ίδιοι τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να μην πέσουν στα χέρια των σκλάβων τους και βάλανε φωτιά, κάποιους που «οι επαναστάτες υποπτεύονταν ότι έχουν χρήματα τους βασάνιζαν να τα μαρτυρήσουν, τους ξεριζώνανε χέρια και πόδια ή τους σούβλιζαν πάνω σε φωτιές».
        Δρόμοι ολόκληροι είχαν στρωθεί με πτώματα, ρυάκια σχημάτιζε το αίμα και κανένας από τους οπλαρχηγούς δεν μπορούσε και δεν τολμούσε να σταματήσει τις σφαγές, μέχρι που την Κυριακή ο Κολοκοτρώνης έδωσε 200 άνδρες στον Α. Παπαδιαμαντόπουλο, διορίζοντάς τον  Αστυνόμο, με εντολή να σταματήσουν οι σφαγές και οι διαρπαγές. Όσο για τους αμύθητους θησαυροούς της Τριπολιτσάς, ελάχιστοι μπήκαν στο εθνικό θησαυροφυλάκειο. Έντεκα χιλιάδες ντουφέκια, χωριστά τα κανόνια τα σπαθιά και τα γιαταγάνια, πήραν οι Έλληνες στην άλωση. Μέχρι και τάφους πρόσφατα πεθαμένων ανοίξανε και τους πετάξανε έξω ψάχνοντας για χρυσαφικά και κοσμήματα. Μαργαριτάρια από τα λάφυρα πουληθήκανε με την οκά, μαλάματα από την Τρίπολη βρεθήκανε αργότερα σε στάνες τσοπάνηδων σε περιοχές εκτός Πελοποννήσου. Και κάποιοι από τους ραγιάδες που προστρέξανε στο πλιάτσικο και δεν βρήκαν κάτι να πάρουν, ξηλώσανε και πήρανε τα πορτοπαράθυρα σπιτιών.

Η θεία δίκη βέβαια, επέρχεται με απρόσμενους τρόπους και προς όλες τις κατευθύνσεις.  Απο τα πτώματα και την γενικευμένη αιματοχυσία, μολύνθηκαν τα πηγάδια, με αποτέλεσμα να πέσει λοιμός στην πόλη που μεταδόθηκε και εξαφάνισε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Πελοποννήσου.


     

  )