Τον καιρό του ξεσηκωμού των Ελλήνων κατά των Τούρκων το 1821 η Τριπολιτσά ήταν το σπουδαιότερο διοικητικό οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο στο Μωρηά. Είχε δεκαπέντε χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι επτά χιλιάδες ήσαν Έλληνες, χίλιοι περίπου Εβραίοι και οι υπόλοιποι ήσαν Τούρκοι. Ήδη από τις παραμονές της επανάστασης, οι Τούρκοι είχαν πληροφορίες ότι οι ραγιάδες σχεδιάζουν να ξεσηκωθούν, οπότε φρόντισαν να καλέσουν πρόκριτους και αρχιερείς του Μωρηά για να συσκεφτούν, τάχα, μαζί τους για σοβαρά προβλήματα, στην ουσία όμως, για να τους έχουν ομήρους ώστε να αφήσουν ακέφαλους τους επαναστάτες και χωρίς ηγέτες. Τους κρατάνε με διάφορα προσχήματα στην αρχή, αλλά όταν αρχίζουν οι εχθροπραξίες, τους ρίχνουν στα μπουντρούμια όπου υποφέρουν τα πάνδεινα από πείνα αρρώστιες και βασανιστήρια. Κάποιους τους αποκεφαλίζουν και κάποιοι πεθαίνουν τις επόμενες ημέρες από την απελευθέρωσή τους.
Με το που ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη. Αντιστρόφως, οι Τούρκοι που αισθάνονταν ότι κινδύνευαν στην ύπαιθρο, συνέρρεαν εκεί για ασφάλεια. Η πόλη ήταν περιτριγυρισμένη από τείχος 3.5 χιλιομέτρων, με ύψος τεσσάρων έως πέντε μέτρων και πάχος που ξεκινούσε από δύο μέτρα στη θεμελίωση και κατέληγε στο ένα μέτρο στη στέψη. Διέθετε πολεμίστρες, τριάντα κανόνια, επτά πύλες και τα ανάλογα πυροβόλα πάνω σε πύργους, ενώ οι άνδρες της φρουράς έφταναν τους δέκα χιλιάδες. Στις αρχές Ιουνίου που άρχισε η πολιορκία, η Τριπολιτσά είχε πάνω απο τριάντα χιλιάδες κατοίκους, εκτός από τους στρατιωτικούς.
Όπως ήταν φυσικό, η κατάσταση άρχισε να δυσκολεύει από έλλειψη τροφίμων αλλά και ζωοτροφών, ενώ από νερό τα βολεύανε παρόλο που οι επαναστάτες προκαλούσαν ζημιές στα περιφερειακά υδραγωγεία, επειδή η πόλη ήταν πλούσια σε πηγάδια. Καθώς μεγάλωνε η διάρκεια της πολιορκίας, το πρόβλημα του επισιτισμού και των ζωοτροφών γινόταν οξύτερο για τους πολιορκούμενους αφού και τα χιλιάδες άλογα και μουλάρια των στρατιωτών είχαν ανάγκη από τροφή, και κάποιες απόπειρες που γίνανε για να ενισχυθεί η πόλη, απέτυχαν.
Στα μέσα Αυγούστου, ξεκίνησε από την Τριπολιτσά ένα σώμα από τέσσερεις χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες (έξι χλιάδες, κατά των Κολοκοτρώνη) για να συγκεντρώσουν τροφές από τα χωριά της περιοχής. Ο Κολοκοτρώνης όμως, μαντεύοντας την πορεία που θα ακολουθούσαν, είχε δώσει εντολή και είχαν σκάψει ένα χαντάκι οι χωρικοί. Εκεί έστησε ενέδρα και παγίδευσε τους τούρκους προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Τους έτρεψε σε άτακτη φυγή και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν επι τόπου εξακόσια φορτώματα εφοδίων που είχαν συγκεντρώσει λεηλατώντας τα χωριά. Αυτή ήταν η μάχη της Γράνας. Αντί να τους στρώσουν στο κυνήγι και να τους αποδεκατίσουν, "οι Έλληνες εδόθησαν εις τα λάφυρα", λέει με παράπονο ο Κολοκοτρώνης, "και εγλύτωσαν οι Τούρκοι, διότι δεν τους επήραν κυνηγώντας. Επάσχισα με το σπαθί, με ταις κολακίαις δια να τους κινήσω πλην δεν άκουαν, κι έτσι εγλύτωσαν οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι πλέον δεν εβγήκαν από τα τείχη της Τριπολιτσάς, ήταν η ύστερή τους φορά, επολεμούσαν από τα τείχη, απελπίσθησαν…".
Στους 10.000 έφθανε το ασκέρι των Ελλήνων, που πόρω απείχε από το να λέγεται κανονικός στρατός. Εκείνες τις ημέρες, «βλέποντας οι Έλληνες ότι θα πέσει η Τριπολιτσά εμαζώχτηκαν είκοσι χιλιάδες», λέει ο Κολοκοτρώνης. Καθώς γινόταν φανερό ότι η πόλη θα έπεφτε, λεφούσια ολόκληρα ακόμα και από περιοχές εκτός Πελοποννήσου άρχισαν να καταφθάνουν έξω από τα τείχη αποβλέποντας στο πλιάτσικο «επ΄ ελπίδι λαφυραγωγίας» κατά τον Φιλήμονα. Πολλοί πλησίαζαν στα τείχη και πουλούσαν τρόφιμα και νερό στους πολιορκημένους με αντάλλαγμα πολύτιμα αντικείμενα και όπλα, ενώ οι οπλαρχηγοί κάνανε στραβά μάτια σε τούτα τα φαινόμενα γιατί οι Έλληνες ήσαν άοπλοι. Την ίδια δουλειά, μαύρη αγορά με τρόφιμα, κάνανε και πολλοί Αρβανίτες της φρουράς.
Οι Έλληνες κάνανε κάποιες προτάσεις στους Τούρκους να παραδοθούν και να τους αφήσουν να φύγουν με τις οικογένειές τους (ο Δημ. Υψηλάντης μάλιστα ήθελε να παρελάσουν νικηφόρα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα μέσα στην Τριπολιτσά) αλλά δεν απέδωσαν. Αντίθετα, έγκριτοι Τούρκοι, νοικοκυραίοι και άλλοι, βλέποντας ότι δεν υπάρχει πλέον ελπίδα, έρχονταν σε συμφωνίες με Έλληνες οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο (που συνήθως ήταν ολόκληρη περιουσία) εξαγόραζαν την προστασία τους και φεύγανε με τις οικογένειές τους και ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν. Και κάπως έτσι πολλοί οπλαρχηγοί βρεθήκανε με περιουσίες, από αυτού του είδους τις υπηρεσίες στους αδύναμους πλέον Τούρκους που δίνανε τα πάντα για να φύγουν ασφαλείς με τις οικογένειές τους. Αμέτοχος κατά γενική ομολογία από αυτές τις ανίερες δοσοληψίες παραμένει ο Νικηταράς (που φυλακίστηκε από τους βαυαρούς και πέθανε ζητιανεύοντας στα σοκάκια του Πειραιά) ενώ πολλοί μελετητές και ιστορικοί βγάζουν και τον Κολοκοτρώνη έξω από αυτές τις ανίερες δοσοληψίες, αφού τρεις μήνες αργότερα, με γράμμα του στη Διοίκηση ζητούσε να του στείλουν χαρτί και ύφασμα, καθώς είχε ξεμείνει από σώβρακα.
Οι 3.500 Αρβανίτες της φρουράς θεωρούνταν ότι πρόσκεινται φιλικά στον Αλή πασά των Ιωαννίνων που ήταν εχθρός του Σουλτάνου και εκτιμήθηκε ότι αν έφευγαν, θα αποδυναμωνόταν άμυνα της πόλης. Με την εγγύηση του Κολοκοτρώνη, τους επετράπη να φύγουν ένοπλοι και με όλο το πολιτικό προσωπικό, παίρνοντας μαζί τους τις αποσκευές τους και τους επισημότερους Τούρκους με τα χαρέμια και τις αποσκευές τους, με την υπόσχεση ότι όταν φθάσουν στην Ήπειρο θα πολεμήσουν κατά του Σουλτάνου. Όπως ήταν φυσικό, αρχίσανε τα παράπονα και η μουρμούρα από μέρους των πολιορκητών που βλέπανε ότι με το να φεύγει ο ένας επίσημος από δω, να φεύγει ο άλλος με τα χαρέμια του από εκεί, μειώνονταν τα προσδοκώμενα λάφυρα. έλοσπάντων, την Παρασκευή 23 Σεπτέμβρη του 1821, είχε μείνει αφρούρητο το κανονιοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας, από την ανακατωσούρα που είχε προκληθεί επειδή θα άνοιγε η πόρτα να βγουν οι Αρβανίτες. Πενήντα άνδρες με δική τους πρωτοβουλία, πατώντας ο ένας στις πλάτες του άλλου (υπάρχουν διάφορες ακόμα εκδοχές) αναρριχήθηκαν στο τείχος και «σαν αετοί πηδήσανε και μπήκαν σαν πετρίτες» όπως λέει το δημοτικό τραγούδι. Αυτοί ανοίξανε την πρώτη πύλη και ορμήσανε μέσα τα ασκέρια των Ελλήνων που κατέλαβαν την πόλη χωρίς ντουφέκια σχεδόν, πολλοί οπλισμένοι με μαχαίρια και σουβλιά.
"Καθώς εδοκίμασαν οι Αρβανίταις να φύγουν επήδησαν οι Έλληνες μέσα στην τάπια του σεραγιού", λέει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του. "Οι Αρβανίταις έβγηκαν έξω και το ασκέρι οπού ήταν μέσα το ελληνικό έκοβε (έσφαζε) από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες παιδιά και άνδρες τριανταδύο χλιάδες. Ένας Υδραίος έσφαξε μόνος του ενενήντα". Κατά μια άποψη, από τους 34.000 του οθωμανικού πληθυσμού και στρατού σώθηκαν μόνο 8.000 που έμειναν αιχμάλωτοι των νικητών. Αλλά οι περισσότερες μαρτυρίες συγκλίνουν στο ότι τα θύματα ήσαν πολύ λιγότερα και σαν επικρατέστερη θεωρείται η άποψη των Τρικούπη και Φιλήμονα που υποστήριξαν ότι τα θύματα ήσαν γύρω στις 10.000. Κάποιοι ευαίσθητοι Ευρωπαίοι αργότερα, διαμαρτυρηθήκανε για τις σφαγές των αμάχων, παραβλέποντας το δικαίωμα των Ελλήνων να εκδικηθούν για την αξιοπρέπειά τους, τους βιασμούς την τυραννία και τους σκοτωμούς αιώνων που κάνανε οι Τούρκοι σε βάρος τους.
Καθώς τα μαχαίρια δουλεύανε, θρήνοι και κοπετοί, σπαρακτικές κραυγές ακούγονταν πάνω από τις τουρκοεβραϊκές συνοικίες που σφάζονταν άνδρες γυναίκες και παιδιά. Σύμβολο στυγνής τουρκικής τυραννίας αιώνων η Τριπολιτσά, εκείνες τις ημέρες βιάστηκε, σφάχτηκε, κάηκε. Οι σφαγές βέβαια είχαν άμεση συνάρτηση με το πλιάτσικο. Οι χιλιάδες του εξαθλιωμένου όχλου που είχαν συρρεύσει δεν ικανοποιούνταν μόνο με το να σκοτώσουν τους Τούρκους για να εκδικηθούν την τυραννική σκλαβιά τεσσάρων αιώνων και τους προγόνους τους που είχαν πεθάνει από τα χέρια τους, αλλά έπρεπε να πάρουν και τις περιουσίες τους, το βιός που είχαν αποχτήσει σε βάρος τους. Αλλά και οι χιλιάδες των στρατιωτών ήσαν απλήρωτοι από την ημέρα που άρχισε η πολιορκία, και αυτοί από τα λάφυρα θα πληρώνονταν. Κάποιοι από τους Τούρκους που κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει σωτηρία κλείστηκαν στα σπίτια τους και κάηκαν με τις οικογένειές τους, κάποιοι σκότωσαν οι ίδιοι τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να μην πέσουν στα χέρια των σκλάβων τους και βάλανε φωτιά, κάποιους που «οι επαναστάτες υποπτεύονταν ότι έχουν χρήματα τους βασάνιζαν να τα μαρτυρήσουν, τους ξεριζώνανε χέρια και πόδια ή τους σούβλιζαν πάνω σε φωτιές».
Δρόμοι ολόκληροι είχαν στρωθεί με πτώματα, ρυάκια σχημάτιζε το αίμα και κανένας από τους οπλαρχηγούς δεν μπορούσε και δεν τολμούσε να σταματήσει τις σφαγές, μέχρι που την Κυριακή ο Κολοκοτρώνης έδωσε 200 άνδρες στον Α. Παπαδιαμαντόπουλο, διορίζοντάς τον Αστυνόμο, με εντολή να σταματήσουν οι σφαγές και οι διαρπαγές. Όσο για τους αμύθητους θησαυροούς της Τριπολιτσάς, ελάχιστοι μπήκαν στο εθνικό θησαυροφυλάκειο. Έντεκα χιλιάδες ντουφέκια, χωριστά τα κανόνια τα σπαθιά και τα γιαταγάνια, πήραν οι Έλληνες στην άλωση. Μέχρι και τάφους πρόσφατα πεθαμένων ανοίξανε και τους πετάξανε έξω ψάχνοντας για χρυσαφικά και κοσμήματα. Μαργαριτάρια από τα λάφυρα πουληθήκανε με την οκά, μαλάματα από την Τρίπολη βρεθήκανε αργότερα σε στάνες τσοπάνηδων σε περιοχές εκτός Πελοποννήσου. Και κάποιοι από τους ραγιάδες που προστρέξανε στο πλιάτσικο και δεν βρήκαν κάτι να πάρουν, ξηλώσανε και πήρανε τα πορτοπαράθυρα σπιτιών.
Η θεία δίκη βέβαια, επέρχεται με απρόσμενους τρόπους και προς όλες τις κατευθύνσεις. Απο τα πτώματα και την γενικευμένη αιματοχυσία, μολύνθηκαν τα πηγάδια, με αποτέλεσμα να πέσει λοιμός στην πόλη που μεταδόθηκε και εξαφάνισε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Πελοποννήσου.
)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου