Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

9 Μαρτίου 1948. Η μάχη στα Τρόπαια Αρκαδίας.








Κατά τους πρώτους μήνες του 1948 που είναι και ο δεύτερος χρόνος του Εμφυλίου Πολέμου, στην Πελοπόννησο κινούνται και δρουν 1000 έως 1200 αντάρτες – αργότερα μέσα στο καλοκαίρι θα ξεπεράσουν τους 3000 – αγωνιστές κυρίως της Εθνικής Αντίστασης που είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και είχαν πολεμήσει τους ξένους εισβολείς στη χώρα μας τα χρόνια 1940 - 1944, στελέχη του ΕΑΜ( Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), αριστεροί και μέλη του ΚΚΕ.
Ήδη από την περασμένη χρονιά οι αντάρτες που έχουν ονομαστεί Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας κινούνται σε αυτόνομα τμήματα κατανεμημένα στα Αρχηγεία Ανταρτών Μαινάλου, Ταϋγέτου, Πάρνωνα, Αχαΐας και Ήλιδος ή Ηλείας, και Αργολιδοκορινθίας που αργότερα θα μετονομαστούν σε Συγκροτήματα, και σαρώνουν κυριολεκτικά τις μικρές φρουρές των κυβερνητικών δυνάμεων στην ύπαιθρο.
Οι φρουρές αυτές είναι Σταθμοί Χωροφυλακής κυρίως σε κεφαλοχώρια επανδρωμένοι με 10 έως 30 χωροφύλακες επικουρούμενους και από χιτομάϋδες, παρακρατικούς δηλαδή πολίτες εξοπλισμένους στο όνομα του αντικομμουνισμού  που με τις πλάτες και την προστασία των κρατικών οργάνων τρομοκρατούν και ληστεύουν τους δημοκρατικούς πολίτες της υπαίθρου, έχοντας δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω τους χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Η φρουρά στο. Λεβίδι Αρκαδίας για παράδειγμα, όταν χτυπήθηκε υποστηριζόταν από μια διμοιρία χωροφύλακες και καμιά 100στή χιτομάϋδες ενώ της Βυτίνας από 20 χωροφύλακες και 20 περίπου χιτομάϋδες.
Προσβάλλοντας και διαλύοντας αυτές τις φρουρές ο Δημοκρατικός Στρατός διεύρυνε το ζωτικό χώρο στον οποίο κινιόταν δημιουργώντας παράλληλα ελεύθερες περιοχές, και έλυνε και το επιμελητηριακό του πρόβλημα, τον ανεφοδιασμό του δηλαδή σε όπλα πυρομαχικά τρόφιμα και ιματισμό αφού ήσαν η μοναδική του πηγή εφοδιασμού, κι επί πλέον αφόπλιζε και διέλυε και τις παρακρατικές συμμορίες των χιτομάϋδων που τρομοκρατούσαν και πλιατσικολογούσαν την ύπαιθρο.
Για το λόγο αυτό, για το ότι οι φρουρές αυτές αποτελούν τη βασική πηγή ανεφοδιασμού των ανταρτών, αλλά και επειδή το κράτος δεν μπορεί πλέον να τις προστατεύσει, από τις αρχές του 1948 τις αποσύρει από την ύπαιθρο και περιχαρακώνεται σε οχυρωμένες βάσεις σε κωμοπόλεις και μεγαλύτερα αστικά κέντρα που προστατεύονται  από δυνάμεις τάγματος συνήθως ή μιας διλοχίας στρατού ή χωροφυλακής, ενώ οι μετακινήσεις πλέον και η μεταφορά εφοδίων διενεργούνται από στρατιωτικές φάλαγγες με την προστασία θωρακισμένων οχημάτων τανκς κλπ.
Για τον Δημοκρατικό Στρατό είναι ευνόητο ότι πέρα από τους γενικότερους στρατηγικούς στόχους,
 οι στόχοι του ανεφοδιασμού σε οπλισμό και άλλα εφόδια, αλλά και της δημιουργίας ελεύθερων περιοχών παραμένουν οι ίδιοι, και επομένως για τους ίδιους λόγους και αυτές οι βάσεις πρέπει να διαλυθούν.
Στόχος αυτή τη φορά γίνεται μια διλοχία στρατού του 14ου τάγματος Εθνοφρουράς που έχει εγκατασταθεί στα Τρόπαια Γορτυνίας με διοικητή τον ταγματάρχη Διον Παπανικολάου, και με τις εξορμήσεις της ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής τρομοκρατώντας τους αριστερούς, διαλύει επαφές κι στηρίγματα των ανταρτών κάνοντας και συλλήψεις  πολιτών που παίρνουν την άγουσα για φυλακές ή εξορίες, καλύπτοντας και το σκυλολόι πενήντα περίπου χιτομάϋδων της περιοχής που εξορμούν υπό την προστασία του στρατού και ρημάζουν τα  χωριά. Ένας άλλος λόχος του τάγματος ο λόχος διοικήσεως  εδρεύει στο κοντινό κεφαλοχώρι τα Λαγκάδια, ενώ ένας ακόμα  βρίσκεται στη Δημητσάνα 30 χιλιόμετρα από τα Τρόπαια.
 Παρόλο που την αναδιοργάνωση και τον εξοπλισμό του στρατού έχουν αναλάβει οι Αμερικάνοι με τον στρατηγό τους τον Βαν Φλητ που όταν πριν δυο μήνες πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα δήλωσε ότι οι αντάρτες ή θα παραδοθούν ή θα εξοντωθούν, ακόμα ο στρατός παρουσιάζει αδυναμίες. Το τάγμα επανδρώνουν έφεδροι Εθνοφρουροί περασμένης ηλικίας οι αποκαλούμενοι «Σοφούληδες» επειδή τους είχε επιστρατεύσει ο Σοφούλης, οικογενειάρχες με δυο και τρία παιδιά! Έχουν όμως το πλεονέκτημα ότι μπορούν να αναλάβουν αμέσως υπηρεσία αφού δεν έχουν ανάγκη από τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση επειδή ήδη έχουν υπηρετήσει στην Αλβανία και κάποιοι στον ΕΛΑΣ και επομένως είναι  εμπειροπόλεμοι..
Η άμυνα της φρουράς στηρίζεται στο ύψωμα Κουκούλα πάνω από τα Τρόπαια που έχει εγκατασταθεί ο ένας λόχος οχυρωμένος  με χαρακώματα και πολυβολεία, και στο υψωματάκι Προφήτης Ηλίας που έχει εγκατασταθεί ο άλλος λόχος χαμηλά στο χωριό κοντά στο σχολείο. Μαζί με τους χιτομάϋδες υπολογίζονται σε 250 ντουφέκια. Οι αντάρτες από την άλλη πλευρά, εκτός από τα τμήματα που θα διενεργήσουν την κύρια επίθεση κατά της φρουράς πρέπει να διαθέσου και τις ανάλογες δυνάμεις για να στήσουν τις απαραίτητες ενέδρες περιφερειακά ώστε να εμποδίσουν πιθανές ενισχύσεις που μπορεί να σπεύσουν από Δημητσάνα, Λαγκάδια, από την κατεύθυνση του Πύργου Ηλείας, ακόμα και από κάποιο μηχανοκίνητο απόσπασμα όπως του Γ. Ζάρα που κινιόταν τότε στην Αρκαδία.
Καθώς το Επιτελείο των ανταρτών σχεδίαζε την επιχείρηση σύμφωνα με τον Αρ. Καμαρινό στο Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ και τον Μπελά στην ΝΕΚΡΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ,
 διαπίστωσε ότι το τάγμα οχυρώνοντας το ύψωμα της Κουκούλας είχε αφήσει αφύλαχτο το ύψωμα του Αγιώργη  που βρίσκεται εκεί κοντά και καθώς είναι πιο ψηλότερο ελέγχει την περιοχή. Μόνιμος αξιωματικός του στρατού, διοικητής του 9ου συντάγματος ΕΛΑΣ ο Επιτελάρχης των ανταρτών Κώστας Κανελλόπουλος εκμεταλλεύτηκε αυτό το  λάθος και εγκατέστησε στον Αγιώργη μια ισχυρή βάση πυρός με δυο βαρείς όλμους και ένα πολυβόλο Μπρέντα που είχαν κυριεύσει τον περασμένο μήνα όταν διέλυσαν τη διλοχία Γαλανόπουλου στην περιοχή της Μεγαλόπολης,  που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξουδετέρωση των οχυρώσεων της Κουκούλας. Δυο ώρες πριν τα χαράματα της 9ης Μαρτίου 1948 οι αντάρτες του Αρχηγείου Πάρνωνα εκτοξεύουν το πρώτο βλήμα όλμου από τον Αγιώργη και αρχίσει να βάζει το βαρύ πολυβόλο κατά της  Κουκούλας.. Η μάχη γενικεύεται και χαμηλά στο χωριό με  τον  άλλο λόχο στον Προφήτη Ηλία και τα τμήματα του Πέρδικα που επιχειρούν εκεί δέχονται τα πυρά των χιτομάϋδων από τα σπίτια της κωμόπολης χωρίς όμως να προκαλούν σοβαρή ζημιά.. Όταν έρχεται το φως της ημέρας πιάνουν δουλειά και οι δυο βαρείς όλμοι που τους χειρίζονται οι εκπαιδευμένοι φαντάροι από τη διλοχία  Γαλανόπουλου που είχαν προσχωρήσει στους αντάρτες .και σφυροκοπούν ανηλεώς με τα φονικά πυρά τους το οχυρό της Κουκούλας. Οι οικογενειάρχες «Σοφούληδες» αμύνονται γενναία αλλά οι δυο βαρείς όλμοι και το πολυβόλο από τον Αγιώργη οργώνουν συστηματικά την οχύρωσή τους προκαλώντας πολλά θύματα ανάμεσά τους και προτού περάσουν τρεις ώρες αρχίζουν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους φεύγοντας προς το χωριό. Ο διοικητής του λόχου στην προσπάθειά του να συγκρατήσει τη διάλυση πυροβολεί και εκτελεί 6 Εθνοφρουρούς, δεν καταφέρνει όμως να ανακόψει την άτακτη φυγή οπλιτών και αξιωματικών που κατευθύνονται προς το χωριό για να σωθούν.
Η φρουρά καταρρέει, οι χιτομάϋδες πετάν τα όπλα τους και σκορπίζονται στα σπίτια να κρυφτούν, οι υποχωρούντες Εθνοφρουροί κατευθύνονται μέσα  από τη  χούνη προς το κάτω  μέρος της κωμόπολης που στενεύει σε ρεματιά με την ελπίδα να μπορέσουν να ξεφύγουν, τμήματα όμως του Πέρδικα που τους περιμένουν τους αποδεκατίζουν.
-Αδέρφια! Φωνάζουν οι αντάρτες, παραδοθείτε! Μην σκοτωνόσαστε τζάμπα, παραδοθείτε να γλιτώσετε!
Κάποια ώρα οι φαντάροι αρχίζουν να κουνάνε άσπρα μαντήλια για να παραδοθούν, η σφαγή σταματάει, και ο απολογισμός εκείνη την ημέρα είναι 37 οπλίτες και αξιωματικοί νεκροί και οι υπόλοιποι 150 της διλοχίας αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και ο διοικητής της  Παπανικολάου, ενώ 2 νεκρούς έχουν και οι αντάρτες.. Παράλληλα με την ανακατωσούρα και τη βαβούρα, στην προσπάθεια να συγκεντρώσουν τους τραυματίες και να αρχίσει η περίθαλψή τους, να συγκεντρώσουν και να περιφρουρήσουν  τους αιχμαλώτους, να ερευνήσουν τα σπίτια για τους χιτομάϋδες που είχαν πετάξει τα όπλα και οτιδήποτε χακί από στρατιωτικά  χιτώνια μέχρι άρβυλα με Ντοκ και λούφαζαν παριστάνοντας  τους αθώους πολίτες και μερικοί τους συμπαθούντες έτοιμοι να καταταγούν στους αντάρτες ( για να τους δοθεί αργότερα η ευκαιρία να το σκάσουν), αρχίζει να παίζεται ένα άλλο δράμα από χωρικούς των γειτονικών χωριών που κάποιος δικός τους, γιος αδελφός ή σύζυγος υπηρετεί στην Εθνοφρουρά, και καταφθάνουν στο χωριό τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις αγωνιώντας για την τύχη τους, φωνάζοντας δυνατά τα ονόματά τους Καταλαβαίνει κανείς το κλάμα και το σπαραγμό όταν δεν τους εύρισκαν ανάμεσα στους αιχμαλώτους.
Τραγική λεπτομέρεια: Δυο από τους εκτελεσμέμους από τον διοικητή Εθνοφρουρούς είναι στενοί συγγενείς, γαμπρός και κοθνιάδος, πατέρας δυο μικρων παιδιών ο πρώτος και ο δεύτερος ενός. Σκοπευτής του πολυβόλου ο ένας, γεμιστής ο άλλος.
Από τους αιχμαλώτους Εθνοφρουρούς 50 κατατάσσονται στο Δημοκρατικό Στρατό ενώ οι υπόλοιποι αφήνονται ελεύθεροι αφού υποχρεώνονται να βγάλουν τις στολές και τα άρβυλά τους που τα έχουν άμεση ανάγκη οι αντάρτες που δεν έχουν Επιμελητεία, και βολεύονται με τίποτα παλιοπαντέλονα που τους προμήθευσαν οι Τροπαιάτες. Θυμάμαι ότι στου Λυούρεση ο Γ. Λ  επέστρεψε με τη σκελέα (= σώβρακο) περπατώντας πάνω από 20 χλμ, το ίδιο δυο τρεις άλλοι στη Λυσσαρέα, ενώ στου Ψάρι δεν γύρισε κανείς  γιατί δύο σκοτώθηκαν στη μάχη και ένας  προσεχώρησε στους αντάρτες.
 Η επιχείρηση εκείνη την ημέρα τελείωσε με την εκτέλεση 5 αξιωματικών της διλοχίας που έγινε με απόφαση του ανταρτοδικείου που συνεστήθη εκεί στα Τρόπαια.
Παράλληλα με την επιχείρηση στα Τρόπαια, ένα άλλο δράμα - ιλαροτραγωδία θα μπορούσε να πει κανείς – εξελισσόταν 10 χλμ μακρύτερα  στα Λαγκάδια που βρισκόταν ο λόχος διοικήσεως του τάγματος. Ο διοικητής του λόχου ο Μεσσήνιος υπολοχαγός Ι Πουλόπουλος που είχε υπηρετήσει και στα Τάγματα Ασφαλείας, αντί να σπεύσει με το λόχο του σε βοήθεια της φρουράς των Τροπαίων έβγαλε χωνί ειδοποιώντας τους Λαγκαδιανούς ότι οι αντάρτες κατέλαβαν τα Τρόπαια, σφάζουν τον κόσμο μέχρι και τα παιδιά και βιάζουν τις γυναίκες. Και επειδή ο λόχος του αδυνατούσε να υπερασπίσει τα Λαγκάδια και θα έφευγε για τη Δημητσάνα, τους καλούσε αν θέλουν να σωθούν να πάρουν στα χέρια τους ό,τι μπορούν – τα αυτοκίνητα  σπάνιζαν εκείνη την εποχή -  και να φύγουν με το λόχο..Έτσι, τρομαγμένοι από την κρατική και παρακρατική προπαγάνδα πολλοί Λαγκαδιανοί αλλά και παιδιά από τα γύρω χωριά που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο, φορτωμένοι με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν παράτησαν τα σπίτια και τα ζωντανά τους και ξεκίνησαν πορεία 20 χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα ( από τον κίνδυνο των ανταρτών) για να σωθούν. Μαθητής στο Γυμνάσιο Δημητσάνας κι εγώ τότε τους θυμάμαι να ξεμπουκάρουν από τη δημοσιά εκεί στα Καρδασέικα μια ατέλειωτη φάλαγγα  καταταλαιπωρημένων ανθρώπων και σε λίγο βρέθηκα να φιλοξενώ στο φτωχικό δωμάτιο που νοίκιαζα μια ομάδα από μαθητές του γυμνασίου Λαγκαδίων με την άδεια βέβαια της σπιτονοικοκυράς Τριαντάφυλλης Καρδάση.

1 σχόλιο:

  1. στην μάχη ήταν ο πατέρας μου , ο οποίος γύρισε στο χωριο οπως ακριβώς αναφέρετε στην περιγραφή σας , ξυπόλητος και με την σκελέα .
    Στο σπίτι της Τριαντάφυλλης Καρδάση είχα μείνει και εγώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή