Τη νύχτα της 29 Αυγούστου του 1948 1200 αντάρτες και αντάρτισσες των Αρχηγείων Μαινάλου Ταϋγέτου και Αργολιδοκορινθίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας κινητοποιήθηκαν με στόχο την προσβολή της φρουράς της Δημητσάνας
Μέχρι τότε ο ΔΣΕ διατηρούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Πελοπόννησο και είχε καταγάγει σοβαρές νίκες εξουδετερώνοντας μια διλοχία Εθνοφρουράς το Μάρτιο στα Τρόπαια, τη διλοχία του Γαλανόπουλου στην περιοχή της Μεγαλόπολης, και ένα Τάγμα Εθνοφρουράς στα Καλάβρυτα, ενώ είχε προσβάλει με επιτυχία και άλλους στόχους, και έτσι η κυβέρνηση με τους Αμερικάνους που οργάνωναν εξόπλιζαν και εφοδίαζαν το στρατό είχαν μετατρέψει τη Δημητσάνα που αποτελούσε πλέον τη σημαντικότερη βάση κοντά στην Τρίπολη σε ένα τεράστιο φρούριο με οχυρώσεις σε βάθος, με κύρια σημεία το Κάστρο και την Αγία Παρασκευή, με πολυβολεία από μπετόν εξοπλισμένα με βαρείς όλμους που είχαν ακτίνα δράσης πέντε χιλιάδες μέτρα, με βαριά πολυβόλα Βίκερς, πολυβόλα οπλοπολυβόλα ατομικά αυτόματα και ντουφέκια.
Την οχύρωση συμπλήρωναν ακόμα δυο ισχυρά πολυβολεία – οχυρά προς την πλευρά της Καλλιθέας, ένα πάνω στη δημοσιά και άλλο ένα αρκετά ευρύχωρο ώστε να κινούνται πάνω από τριάντα υπερασπιστές εντός του λίγο πιο πάνω προς την Αγία Παρασκευή. Υπήρχε και άλλο ένα στην άλλη πλευρά της Δημητσάνας που έλεγχε τον δρόμο και τον τόπο προς την κατεύθυνση Ζάτουνας - Βυτίνας, κι ακόμα ένα πολυβολείο πάνω στην Αγία Κυριακή με ένα βαρύ πολυβόλο στο καμπαναριό που μπορούσε να ελέγχει την περιοχή σε μεγάλη ακτίνα. Επί πλέον δυο θωρακισμένα οχήματα κάριερς (κάριες τα λέγαμε στην πλάκα) εξοπλισμένα με μυδράλια που κινούνταν συνεχώς πάνω στο δρόμο από τη γέφυρα μέχρι το φυλάκιο της Καλλιθέας προκαλώντας διαβολεμένο θόρυβο με τα μοτέρ και τις ερπύστριες τους, και κατά τη διάρκεια της μάχης ιδιαίτερα προς την πλευρά της Καλλιθέας κάνανε μεγάλη ζημιά στους επιτιθέμενους. .
Τις οχυρώσεις επάνδρωναν μια διλοχία του μηχανοκίνητου Τάγματος χωροφυλακής που η διοίκησή του με την άλλη διλοχία στάθμευε στη Βυτίνα, καμιά πενηνταριά άνδρες της Υποδιοίκησης χωροφυλακής Δημητσάνας υπό τον υπομοίραρχο Σεγκουνά, και καμιά εκατοστή Χιτομάϋδες, σύνολο περίπου 350 – 400 ανδρών, ενώ όπλα έφερε και σημαντικός αριθμός κατοίκων της Δημητσάνας, πολλοί από τους οποίους κάθε βράδυ βρίσκονταν σε επιφυλακή ή ενίσχυαν τις φρουρές στα πολυβολεία, και σε πολλά σπίτια υπήρχαν σακούλια με χειροβομβίδες για να χρησιμοποιηθούν κατά τω ανταρτών σε περίπτωση που μπαίνανε στην πόλη και άρχιζαν οι οδομαχίες.
Η χαράδρα του Λούσιου πίσω από το λόφο του Κάστρου |
Κι ακόμα, οπλισμένοι ήσαν πολλοί Ηραιάτες που είτε το έπαιζαν ανταρτόπληκτοι
και είχαν καταφύγει στη Δημητσάνα για να εξασφαλίσουν τον άρτο τον επιούσιο και
το φαγητό για την οικογένειά τους από το καζάνι της χωροφυλακής (δύσκολοι οι
καιροί τότε), είτε γιατί εξ αιτίας της συμπεριφοράς και των εγκλημάτων τους σε
βάρος των αριστερών πολιτών δεν τους σήκωνε το κλίμα στα χωριά τους τώρα που η
ύπαιθρος βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του ΔΣΕ
Έτσι, η δύναμη των υπερασπιστών του οχυρού Δημητσάνα ξεπερνούσε τους 600
άνδρες.
Τα τμήματα του ΔΣΕ για να εξασφαλίσουν την επιτυχία της επιχείρησης στήσανε ενέδρες σε διάφορα σημεία με σκοπό να εμποδίσουν τις ενισχύσεις των κυβερνητικών που ήταν βέβαιο ότι θα σπεύδανε από Τρίπολη, Βλαχοκερασιά, Πιάνα Λεβίδι Βυτίνα, αλλά και από Μεγαλόπολη Χρυσοβίτσι Στεμνίσα, και έτσι οι δυνάμεις που προσβάλανε τη Δημητσάνα ήσαν σχεδόν λιγότερες αριθμητικά από εκείνες των υπερασπιστών, κατά παράβαση των τότε κανόνων που όριζαν ότι οι δυνάμεις των επιτιθεμένων κατά οχυρών θέσεων πρέπει να είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με τους αμυνόμενους. Αλλά, αυτές ήσαν οι δυνατότητές τους.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Γενικού Επιτελείου του ΔΣΕ Πελοποννήσου η επιχείρηση θα άρχιζε στις 5 τα χαράματα της 30 Αυγούστου με προσβολή του οχυρού της Αγίας Παρασκευής, πέντε λεπτά όμως πριν από τις 5 καθώς οι αντάρτες πλησιάζουν το ύψωμα του Αγιολιά βορειότερα της Αγίας Παρασκευής που το θεωρούσαν αφύλαχτο γίνονται αντιληπτοί και το ντουφεκίδι ανάβει, ενώ παράλληλα χάνεται και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Φύσει και θέσει οχυρή η Δημητσάνα είναι απρόσβλητη από τα δυτικά που δεσπόζει το Κάστρο πάνω από τα απόκρημνα βράχια του Λούσιου, όπως επίσης και από τα βόρεια, γι αυτό και το σχέδιο επίθεσης έριχνε το βάρος στην επίθεση κατά των οχυρών της Αγίας Παρασκευής με ταυτόχρονη προσβολή των δυο οχυρών προς Γυμνάσιο – Καλλιθέα
Τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής υπερασπίζουν 56 χωροφύλακες με βαριά όπλα, πολυβόλα Βίκερς και όλμους, οπλοπολυβόλα ατομικά αυτόματα ντουφέκια και χειροβομβίδες, ενώ λίγο πιο μπροστά από τις οχυρώσεις υπάρχει και μαντρότοιχος από ξερολιθιά ύψους 1 περίπου μέτρου που πρέπει να υπερπηδήσουν οι αντάρτες οι οποίοι υπολόγιζαν να ισοπεδώσουν τη μάντρα και τα πολυβολεία με τα μπαζούκας, αλλά δοκιμάζουν πικρή απογοήτευση καθώς διαπιστώνουν ότι τη νύχτα είναι πολύ δύσκολη η σκόπευση με αυτό το όπλο, και δεν έχουν βλήματα για να τα ρίχνουν στην τύχη. Επί πλέον για να σκοπεύσει ο χειριστής του όπλου πρέπει να στέκεται όρθιος, πράγμα που με τις χιλιάδες σφαίρες ανά λεπτό που πέφτουν κατά των επιτιθεμένων σημαίνει σίγουρο θάνατο. Έτσι, αποκλείεται από την αρχή η έφοδος των υπό τον Κονταλώνη επιτιθεμένων τμημάτων που καθηλώνονται, και το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τα τμήματα του Πέρδικα που φθάνουν μπροστά στα πολυβολεία που βλέπουν προς την Καλλιθέα .όταν έχει αρχίσει η μάχη στην Αγία Παρασκευή και καθηλώνονται όχι μόνο από τους υπερασπιστές των πολυβολείων αλλά και από τα δυο θωρακισμένα που έχουν σπεύσει μπροστά στο πολυβολείο της δημοσιάς και σκορπίζουν το θάνατο. Ούτε και αυτά τα τμήματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μπαζούκας κατά των πολυβολείων και των αρμάτων μάχης.
Με το φως της ημέρας τα πράγματα δυσκολεύουν για τα αντάρτικα τμήματα που πλέον δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα πυρά των οχυρών που βρίσκονται μπροστά τους. Καθώς το μέτωπο είναι περιορισμένο από τη δημοσιά προς το Γυμνάσιο μέχρι το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής, το οχυρό του Κάστρου με τους όλμους και τα βαριά πολυβόλα του καθώς και το πολυβολείο του καμπαναριού της Αγίας Κυριακής σαρώνουν όλη τη νότια πλευρά της πόλης, Μπολιάνα – Καλλιθέα μέχρι επάνω την Αγία Παρασκευή. Κι επί πλέον καθώς οι ώρες περνούν, πλακώνουν και δυο μαχητικά αεροπλάνα που με βόμβες ρουκέτες και πολυβολισμούς χτυπούν τα αντάρτικα τμήματα που επιτίθενται στην Αγία Παρασκευή, στην περιοχή προς Καλλιθέα, στο πολυβολείο της δημοσιάς αλλά και δυτικότερα προς την Πολιάνα.
Τα τμήματα του ΔΣΕ για να εξασφαλίσουν την επιτυχία της επιχείρησης στήσανε ενέδρες σε διάφορα σημεία με σκοπό να εμποδίσουν τις ενισχύσεις των κυβερνητικών που ήταν βέβαιο ότι θα σπεύδανε από Τρίπολη, Βλαχοκερασιά, Πιάνα Λεβίδι Βυτίνα, αλλά και από Μεγαλόπολη Χρυσοβίτσι Στεμνίσα, και έτσι οι δυνάμεις που προσβάλανε τη Δημητσάνα ήσαν σχεδόν λιγότερες αριθμητικά από εκείνες των υπερασπιστών, κατά παράβαση των τότε κανόνων που όριζαν ότι οι δυνάμεις των επιτιθεμένων κατά οχυρών θέσεων πρέπει να είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με τους αμυνόμενους. Αλλά, αυτές ήσαν οι δυνατότητές τους.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Γενικού Επιτελείου του ΔΣΕ Πελοποννήσου η επιχείρηση θα άρχιζε στις 5 τα χαράματα της 30 Αυγούστου με προσβολή του οχυρού της Αγίας Παρασκευής, πέντε λεπτά όμως πριν από τις 5 καθώς οι αντάρτες πλησιάζουν το ύψωμα του Αγιολιά βορειότερα της Αγίας Παρασκευής που το θεωρούσαν αφύλαχτο γίνονται αντιληπτοί και το ντουφεκίδι ανάβει, ενώ παράλληλα χάνεται και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Φύσει και θέσει οχυρή η Δημητσάνα είναι απρόσβλητη από τα δυτικά που δεσπόζει το Κάστρο πάνω από τα απόκρημνα βράχια του Λούσιου, όπως επίσης και από τα βόρεια, γι αυτό και το σχέδιο επίθεσης έριχνε το βάρος στην επίθεση κατά των οχυρών της Αγίας Παρασκευής με ταυτόχρονη προσβολή των δυο οχυρών προς Γυμνάσιο – Καλλιθέα
Τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής υπερασπίζουν 56 χωροφύλακες με βαριά όπλα, πολυβόλα Βίκερς και όλμους, οπλοπολυβόλα ατομικά αυτόματα ντουφέκια και χειροβομβίδες, ενώ λίγο πιο μπροστά από τις οχυρώσεις υπάρχει και μαντρότοιχος από ξερολιθιά ύψους 1 περίπου μέτρου που πρέπει να υπερπηδήσουν οι αντάρτες οι οποίοι υπολόγιζαν να ισοπεδώσουν τη μάντρα και τα πολυβολεία με τα μπαζούκας, αλλά δοκιμάζουν πικρή απογοήτευση καθώς διαπιστώνουν ότι τη νύχτα είναι πολύ δύσκολη η σκόπευση με αυτό το όπλο, και δεν έχουν βλήματα για να τα ρίχνουν στην τύχη. Επί πλέον για να σκοπεύσει ο χειριστής του όπλου πρέπει να στέκεται όρθιος, πράγμα που με τις χιλιάδες σφαίρες ανά λεπτό που πέφτουν κατά των επιτιθεμένων σημαίνει σίγουρο θάνατο. Έτσι, αποκλείεται από την αρχή η έφοδος των υπό τον Κονταλώνη επιτιθεμένων τμημάτων που καθηλώνονται, και το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τα τμήματα του Πέρδικα που φθάνουν μπροστά στα πολυβολεία που βλέπουν προς την Καλλιθέα .όταν έχει αρχίσει η μάχη στην Αγία Παρασκευή και καθηλώνονται όχι μόνο από τους υπερασπιστές των πολυβολείων αλλά και από τα δυο θωρακισμένα που έχουν σπεύσει μπροστά στο πολυβολείο της δημοσιάς και σκορπίζουν το θάνατο. Ούτε και αυτά τα τμήματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μπαζούκας κατά των πολυβολείων και των αρμάτων μάχης.
Με το φως της ημέρας τα πράγματα δυσκολεύουν για τα αντάρτικα τμήματα που πλέον δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα πυρά των οχυρών που βρίσκονται μπροστά τους. Καθώς το μέτωπο είναι περιορισμένο από τη δημοσιά προς το Γυμνάσιο μέχρι το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής, το οχυρό του Κάστρου με τους όλμους και τα βαριά πολυβόλα του καθώς και το πολυβολείο του καμπαναριού της Αγίας Κυριακής σαρώνουν όλη τη νότια πλευρά της πόλης, Μπολιάνα – Καλλιθέα μέχρι επάνω την Αγία Παρασκευή. Κι επί πλέον καθώς οι ώρες περνούν, πλακώνουν και δυο μαχητικά αεροπλάνα που με βόμβες ρουκέτες και πολυβολισμούς χτυπούν τα αντάρτικα τμήματα που επιτίθενται στην Αγία Παρασκευή, στην περιοχή προς Καλλιθέα, στο πολυβολείο της δημοσιάς αλλά και δυτικότερα προς την Πολιάνα.
![]() |
Μήτσος Γιαννακούρας, ο ταγ/χης Πέρδικας |
Οι επιθέσεις στην Αγία Παρασκευή συνεχίζονται με πείσμα για να σπάσουν τα
οχυρά, αλλά και χαμηλότερα στη δημοσιά ο Πέρδικας παρόλο που τα τμήματά του
ματώνουν κι έχουν πολλές απώλειες επιμένει με συνεχείς επιθέσεις να γαντζωθεί
στα πρώτα σπίτια, αλλά μια διμοιρία από 24 μαχητές που καταφέρνει να φθάσει ως
εκεί αιχμαλωτίζεται.
Ο τόπος που είναι φρύγανο τέτοια εποχή από τις ξερές καλαμιές και τα υπολείμματα από το θερισμό ανάβει από τα πυρά που τον γαζώνουν, και πολλοί αντάρτες τσουρουφλίζονται στις θέσεις που καλύπτονται από τις φλεγόμενες καλαμιές.
Ο τόπος που είναι φρύγανο τέτοια εποχή από τις ξερές καλαμιές και τα υπολείμματα από το θερισμό ανάβει από τα πυρά που τον γαζώνουν, και πολλοί αντάρτες τσουρουφλίζονται στις θέσεις που καλύπτονται από τις φλεγόμενες καλαμιές.
Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση με τα εμφύλια
πάθη εκείνη την εποχή οι υπερασπιστές της πόλης δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα
τους.
Οι χωροφύλακες που είναι εθελοντές
γνωρίζουν πολύ καλά πως αν πάρουν οι αντάρτες την πόλη δεν θα έχουν καμία τύχη ως
αιχμάλωτοι. Δεν είναι όπως οι φαντάροι που είναι επιστρατευμένοι και όπου τους πιάνουν
οι αντάρτες τους αφήνουν ελεύθερους μετά τη μάχη. Τους χωροφύλακες επειδή ακριβώς
είναι εθελοντές όπου πέφτουνε στα χέρια τους τούς εκτελούν με συνοπτικές διαδικασίες.
Δημητσάνα από την πλευρά της Μπολιάνας. Αριστερά το Κάστρο, δεξιά η Αγ. Παρασκευή. |
Αξιόλογη δύναμη πυρός συγκροτούν και οι χίτες του Θανάση
Ντοροβίτσα, οι χίτες από τα διάφορα χωριά της Ηραίας που έχουν γδύσει πολλά νοικοκυριά
αριστερών οικογενειών και έχουν σηκώσει ολόκληρες προίκες κοριτσιών. Σκορπισμένοι
μέσα στην πόλη πολεμάνε και τούτοι γιατί ξέρουν πως αν μπούνε οι αντάρτες θα πληρώσουνε
για τα εγκλήματά τους.
Οι πολίτες πάλι που από την
κρατική προπαγάνδα είναι πεπεισμένοι ότι τα στίφη των ανταρτών εκεί έξω
έρχονται για να τους σφάξουν, να πάρουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, να
βιάσουν τις κόρες τις μανάδες τις αδελφές και τις γυναίκες τους, όσοι μπορούν να
κρατήσουν όπλο πολεμάνε υπέρ βωμών και εστιών όπως τους προτρέπει και ο παπά Βώβος που με τον σταυρό στο στήθος του και ένα ντουφέκι
στο χέρι περιέρχεται γειτονιές σπίτια και πολυβολεία και ευλογεί τον αγώνα τους.
Το σπίτι της οικογένειας Κολοκούση σε ευθεία ντουφεκιού απέχει περίπου 200
μέτρα από το πολυβολείο της δημοσιάς, ο Τάκης όμως έχει προωθηθεί εκεί και
μάχεται με τους χωροφύλακες. Σε κάποια από τις εφόδους των ανταρτών πετάγεται
έξω από το πολυβολείο και πιάνεται στα χέρια, για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι
παλεύει με αντάρτισσα. Ο Κολοκούσης πέφτει εκεί πολυτραυματίας (αργότερα η μάνα
του μας επιδεικνύει το παντελόνι του διάτρητο στη λεκάνη από θραύσματα
χειροβομβίδας) και τη γλυτώνει στο νοσοκομείο, ενώ με τη λήξη της μάχης θα
βρεθούν εκεί βαριά τραυματισμένες οι αντάρτισσες Δήμητρα Σαρλά από του Λώτι και
Τασία Σαραντοπούλου από Τριφυλία που θα τις σφάξουν σαν αρνάδες οι νικητές για
να, στα ελάχιστα δευτερόλεπτα ως που να πεθάνουν καθώς βλέπουν τα μαχαίρια να
μπήγονται στο λαιμό τους, συνειδητοποιήσουν καλά ποιοι είναι οι νικητές, και θα
μεταφέρουν τα κεφάλια τους μαζί και άλλων βαριά τραυματισμένων να τα επιδείξουν
στην πόλη ως τρόπαια και να τα χλευάζουν.
Ο φανατισμός και το μίσος όμως δεν εξαντλούνται μόνο στους ζωντανούς. Ο Λιάς
Λιακόπουλος από του Ψάρι πατέρας 3 παιδιών παλιός ΕΛΑΣίτης βρίσκεται βαριά
τραυματισμένος στη χαράδρα του Λούσιου με τη λήξη της μάχης και τον εκτελούν
επί τόπου. Στο σημείο που συγκεντρώνουν τους νεκρούς αντάρτες για την ομαδική
ταφή, ένας κοντοχωριανός Χίτης αναγνωρίζει το νεκρό Λιακόπουλο και αφού ρίχνει
κάποιες κλωτσιές στο κουφάρι του (την ιστορία αυτή την συζητάνε ακόμα στη
Λυσσαρέα), του φυτεύει δυο τρεις σφαίρες φωνάζοντας: «παλιοκερατά Κ…(το
παρατσιοούκλ του Λιά), δεν σε βρήκα ζωντανό να σε σκοτώσω, σε σκοτώνω
πεθαμένο)! ![]() |
Γ. Κονταλώνης Αντ/ρχης ΔΣΕ |
Εφτά ώρες μετά την έναρξη της επιχείρησης γύρω στις 12 που είναι και ο
επιτρεπόμενος χρόνος για τη διάρκειά της (ΩΧΕ), τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής
πέφτουν και όσοι χωροφύλακες είναι ακόμα ζωντανοί κουτρουβαλούν στα βράχια προς
το εσωτερικό της πόλης, ενώ δυο λόχοι των ανταρτών απλώνονται στα
εγκαταλειμμένα οχυρά και φορτώνονται βαριά όπλα και πυρομαχικά να τα βγάλουν
από εκεί και να ανεφοδιαστούν τα τμήματα. Τα πυρά των υπερασπιστών από το
Κάστρο και τα καμπαναριά χτυπούν συγκεντρωμένα το ύψωμα για να αναχαιτίσουν την
προέλαση των ανταρτών μέσα στην πόλη, κι εκείνη τη στιγμή πλακώνει η αεροπορία
με βόμβες ρουκέτες και πολυβολισμούς αλλά και με εμπρηστικές οβίδες και βόμβες
ναπάλμ που ρίχνονται για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο και ο τόπος λαμπαδιάζει.
Σε δευτερόλεπτα σκοτώνονται οι μισοί τουλάχιστον αντάρτες έτσι όπως τους
πετυχαίνουν φορτωμένους, 6 λαμπαδιάζουν από τις ναπάλμ, κι εκείνη τη στιγμή
σκάνε στον ουρανό και οι δυο φωτοβολίδες που είναι το σύνθημα της άμεσης
υποχώρησης λόγω εξάντλησης του ΩΧΕ, του ωφέλιμου χρόνου επιχείρησης.
.Αξιωματικοί και μαχητές που βλέπουν ότι αφού έπεσε η Αγία Παρασκευή σε λίγο η πόλη θα είναι δική τους, δεν μπορούν να πιστέψουν ότι πρέπει να την εγκαταλείψουν, κάποιοι πιστεύουν ότι κάποιο λάθος έχει γίνει, αλλά η διαταγή είναι αμετάκλητη και εγκαταλείπουν τη Δημητσάνα.
Τέλος, παρόλο που από πολλά χρόνια η πολιτεία έχει ξεκαθαρίσει ότι ο Εμφύλιος ήταν εσωτερική υπόθεση της χώρας και ότι πρέπουν τιμές και στις δυο παρατάξεις που συγκρούστηκαν, στον ομαδικό τάφο κάπου ανάμεσα Αη Γιώργη και Καλλιθέα (;)που βρίσκονται θαμμένοι οι 110 - 120 νεκροί του ΔΣΕ που δώσανε τη ζωή τους για Εθνική Ανεξαρτησία, Εθνική Αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη και Δημοκρατία, δεν υπάρχει ένα λιτό μνημείο που να θυμίζει τη θυσία τους, ούτε καν το σημείο που είναι θαμμένοι.
.Αξιωματικοί και μαχητές που βλέπουν ότι αφού έπεσε η Αγία Παρασκευή σε λίγο η πόλη θα είναι δική τους, δεν μπορούν να πιστέψουν ότι πρέπει να την εγκαταλείψουν, κάποιοι πιστεύουν ότι κάποιο λάθος έχει γίνει, αλλά η διαταγή είναι αμετάκλητη και εγκαταλείπουν τη Δημητσάνα.
Τέλος, παρόλο που από πολλά χρόνια η πολιτεία έχει ξεκαθαρίσει ότι ο Εμφύλιος ήταν εσωτερική υπόθεση της χώρας και ότι πρέπουν τιμές και στις δυο παρατάξεις που συγκρούστηκαν, στον ομαδικό τάφο κάπου ανάμεσα Αη Γιώργη και Καλλιθέα (;)που βρίσκονται θαμμένοι οι 110 - 120 νεκροί του ΔΣΕ που δώσανε τη ζωή τους για Εθνική Ανεξαρτησία, Εθνική Αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη και Δημοκρατία, δεν υπάρχει ένα λιτό μνημείο που να θυμίζει τη θυσία τους, ούτε καν το σημείο που είναι θαμμένοι.
Έχω σημειώσει και σε άλλη ανάρτηση ότι η πλειονότητα των ανταρτών 46-49 της Πελοποννήσου αποτελείτο από βιαίως στρατολογηθέντα άτομα κυρίως αστράτευτους νέους.Στα Τρόπαια ο Πέρδικας τον Μάρτη του 1948 στρατολόγησε 35 νεαρά παλικάρια από τα οποία δεν επέστρεψε κανένα ζωντανό.Εκτός αυτών πάλι ο Πέρδικας τον Μάϊο του 48 στρατολόγησε άλλα 45 αγόρια και κορίτσια αυτή τη φορά από τα οποία,όμως,δεν ξέρω πόσα επέζησαν και πόσα όχι.
ΑπάντησηΔιαγραφή