Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Η λεηλασία της Πελοποννήσου από τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα κατά τον Β' Εμφύλιο του 1825

 



Κολοκοτρώνης

Αγώνας για την Εξουσία και κοινωνικές αλλαγές είναι οι επαναστάσεις- και συνήθως γεννούν εμφυλίους πολέμους. Η επαναστατημένη Ελλαδίτσα δεν ξέφυγε από τον κανόνα. O πρώτος εμφύλιος δεν άργησε να ξεσπάσει, σε μια συγκυρία μάλιστα που οι Αιγυπτιακές ορδές του Ιμπραήμ πασά απειλούσαν να εξαφανίσουν ό,τι μέχρι τότε είχαν πετύχει οι αγωνιζόμενοι Έλληνες.

Επικουρούμενοι και από τους Σπετσιώτες και τους Ψαριανούς, οι Υδραίοι μεγαλοεφοπλιστές και καραβοκύρηδες με επικεφαλής τον Λάζαρο Κουντουριώτη, και με την υποστήριξη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Ιωάννη Κωλέττη, επιζητούσαν την ηγεμονία του υπό σύσταση ελληνικού κράτους. Αξιώσεις όμως για την ηγεμονία της επαναστατημένης Ελλάδας είχαν και οι Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγοί, όπως ο Πετρόμπεης που είχε πίσω του τους Μανιάτες, ο Ζαΐμης, οι Δεληγιανναίοι από την Αρκαδία, οι Λονταίοι και οι Νοταραίοι, ο Σισίνης, ο Φωτήλας, και φυσικά ο Κολοκοτρώνης που ήδη είχε αναδειχθεί σε ηγετική μορφή του Αγώνα.

Ανατρέχοντας στους σύγχρονους ιστορικούς, σε εκείνους δηλαδή που ζήσανε την επανάσταση και τα γεγονότα, δύσκολα βρίσκει κανείς την άκρη, γιατί είναι πολύ φυσικό και ανθρώπινο άλλοι να ήσαν προσκείμενοι στους Πελοποννήσιους και άλλοι στην νησιώτικη ολιγαρχία. 

Ο Φωτάκος για παράδειγμα, τίμιος αγωνιστής και αντικειμενικός ιστορικός, είναι γνωστό ότι ήταν υπασπιστής και φίλος του Κολοκοτρώνη, και είναι πολύ φυσικό στην αφήγησή του για την επίμαχη εποχή να τονίζει αναλόγως ή να αποσιωπά γεγονότα που ευνοούν τους Πελοποννησίους και το αντίστροφο. Ο Σπύρος Τρικούπης ήταν γαμπρός και φίλος του Μαυροκορδάτου, και όσο αντικειμενικός και να ήταν, δεν θα έπαιρνε όρκο κανείς ότι ήταν απόλυτα αντικειμενικός. Ο Νικ. Σπηλειάδης, «θαυμαστής και φίλος του Κολοκοτρώνη, θιασώτης του εις πάσαν περίπτωσην» αναφέρει ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος στο έργο του Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ 4 τόμος σελ 335 «πραγματεύεται το θέμα με απροκάλυπτον εναντίον της κυβερνήσεως Κουντουριώτη διάθεσιν, με δεινούς χαρακτηρισμούς δια τον Κωλέττην και τον Μαυροκορδάτον…» κλπ. Αν δούμε και τον Μακρυγιάννη, που ενώ ήταν από τους πρώτους καπεταναίους που προστρέξανε στην εμφύλια σύρραξη μετά από το κάλεσμα του Κουντουριώτη, και οι άνδρες του όπως ομολογεί ο ίδιος διαπράξανε τρομερές αγριότητες, στα απομνημονεύματά του προσπαθεί να ωραιοποιήσει την συμμετοχή του στη λεηλασία της Πελοποννήσου υπό των ρουμελιώτικων στρατευμάτων, και να της προσδώσει υπερπατριωτική αίγλη.

Οι διαμάχες που υπέβοσκαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα οξύνονταν συνεχώς, και όταν κατάφεραν τον Απρίλη του 1823 να συγκεντρωθούν στο Άστρος για την Β΄ Εθνοσυνέλευση, έτοιμοι ήσαν να αρπαχτούν και να αρχίσουν το ντουφεκίδι. «Εκεί ήμεθα χωρισμένοι φανερά δύο κόμματα», αφηγείται ο Κολοκοτρώνης στη ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ. «Το ένα ελέγετο των «Προεστών» και το άλλο «του Κολοκοτρώνη». Των προεστών ήτον οι περισσότεροι, ήτον εκατόν πενήντα πληρεξούσιοι καί έξη χιλιάδες στρατιώτες (Απρίλ 1823). Εγώ είχα τόν Οδυσσέα, τόν Μούρτζινο καί άλλους σαράντα πληρεξουσίους μέ οκτακόσιους. Αυτοί έφεραν στρατιώτας γιά νά υποστηρίξουν τήν γνώμην τους μέ τήν δύναμιν, καί εγώ μέ τήν δύναμιν εγύρευα νά τούς ανατρέψω τήν γνώμην».


Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης 

Δύο ήσαν τα κυβερνητικά σώματα που ασκούσαν εξουσία εκείνο τον καιρό. Το Εκτελεστικό, με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και αντιπρόεδρο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που εκπροσωπούσαν τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου, αλλά στην ουσία ολόκληρη την Πελοπόννησο. Και το Βουλευτικό, που υποστηριζόταν από τη νησιώτικη ολιγαρχία των καραβοκυραίων, αλλά και κάποιους Πελοποννήσιους –στην αρχή της διαμάχης-  κοτζαμπάσηδες, και περιλάμβανε έμπειρους πολιτικούς όπως ο Μαυροκορδάτος, ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Ιω. Κωλλέττης, ο Ανδρέας Ζαΐμης και άλλους.

Το μοίρασμα των εθνικών προσόδων, η βοήθεια στο Μεσολόγγι, η πολιορκία τω Πατρών, οι αμοιβές των πλοίων των νησιωτών, οι αναμενόμενες λίρες  του δανείου από την Αγγλία, ήσαν κάποια από τα προβλήματα που τους απασχολούσαν. Οι κυβερνητικοί κατηγορούσαν τους αντκυβερνητικούς (Πελοποννήσιους) για δικτατορικές βλέψεις, οι άλλοι κατηγορούσαν τους κυβερνητικούς ότι  θέλουν να παραδώσουν τη χώρα στην Αγγλία κλπ. Η μια παράταξη υπέβλεπε και κατηγορούσε την άλλη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δυο κυβερνήσεις: οι  «Κυβερνητικοί»  με έδρα το Κρανίδι, για να βρίσκονται κοντά στους νησιώτες που τους υποστήριζαν, και οι άλλοι, οι αντικυβερνητικοί με έδρα την Τριπολιτσά.

Εύφορη και πλούσια η Πελοπόννησος– ένας από τους λόγους για τους οποίους επιδιώκει να την υποτάξει η νησιώτικη ολιγαρχία– ισχυροί και οι Πελοποννήσιοι στην αρχή, μετά όμως από τις διαμάχες και τις έριδες, αλλά και τις δωροδοκίες και εξαγορές κυρίως, η πλάστιγγα γέρνει προς τους τελευταίους. Ο Κολοκοτρώνης υφίσταται συστηματικό πόλεμο. Χάνει σιγά σιγά τα ερείσματά του και φθείρεται. Τον εγκαταλείπουν οι φίλοι του, ακόμα και οι συγγενείς του. Το παλεύει. «Μη μού βροντάς το πόδι γιατί βροντώ το σπαθί και σού κόβω το κεφάλι» λέει στον Επίσκοπο Άρτης, όπως μας πληροφορεί στην ΔΙΗΓΗΣΗ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ, ενώ απειλεί τον Μαυροκορδάτο όταν διορίζεται πρόεδρος του καινούργιου Βουλευτικού « … σού λέγω μην καθίσεις πρόεδρος, διότι έρχομαι καί σέ διώχνω μέ τα λεμόνια και την βελάδα πού ήλθες».

Ένοπλο τμήμα 200 ανδρών υπό τον Πάνο Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά και τον Τζόκρη πάνε στο Άργος, αρπάζουν τα αρχεία, τρομοκρατούν και διαλύουν τους βουλευτές οι οποίοι καταφεύγουν στο Κρανίδι, και από εκεί τον Δεκέμβριο καθαιρούν το υπό τον Πετρόμπεη και Κολοκοτρώνη Εκτελεστικό και εκλέγουν καινούργιο με πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Αρχίζει ουσιαστικά ο εμφύλιος πόλεμος και οι μικροσυγκρούσεις  που εξελίσσονται σε ένοπλες συρράξεις. «Αφού πήγαμε εις Τριπολιτζά, άνοιξε τό ντουφέκι καί σκοτωνόμαστε σάν τά σκυλιά είς τ’ αμπέλια» γράφει ο Μακρυγιάννης.

Τον Φεβρουάριο της επόμενης  χρονιάς η κυβέρνηση Κουντουριώτη παίρνει την πρώτη δόση του Δανείου και η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος της. Ο Κολοκοτρώνης και ο γιος του ο Πάνος θεωρούνται στασιαστές. Σε κάποια φάση συμπεθεριάζει με τους Δεληγιανναίους αρραβωνιάζοντας τον 11χρονο γιό του τον Κολίνο με την 6άχρονη κόρη του Δεληγιάννη, και κάπου εκεί κατά τον Μάϊο, υποχωρεί και αναγνωρίζει την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Η κυβέρνηση χορηγεί αμνηστία στους πολιτικούς της αντιπάλους, οπότε κατά τον Ιούλιο λήγει ο Α΄ Εμφύλιος που θεωρήθηκε ως «ο πόλεμος του Κολοκοτρώνη». Βασικό μέλημα της κυβέρνησης Κουντουριώτη είναι να ισχυροποιήσει τη θέση της, και καθώς διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα τις αγγλικές λίρες του δανείου, μοιράζει λεφτά για να πάρει κόσμο με το μέρος της, εξαγοράζει στελέχη από το αντίπαλο στρατόπεδο, μοιράζει κυβερνητικές θέσεις, διπλώματα και στρατιωτικούς βαθμούς.

Ο Μακρυγιάννης, για παράδειγμα, δεν είχε κανένα στρατιωτικό αξίωμα, πολιτάρχης των Αθηνών ήταν, αστυνόμος δηλαδή, αλλά, πέρα από τις διακόσιες χιλιάδες γρόσια που του δώσανε όπως ακούστηκε για να τον εξαγοράσουν,  τον κάνανε χιλίαρχο, και σε λίγους μήνες στρατηγό. Ο ίδιος βέβαια στα απομνημονεύματά του προσπαθεί να εξιδανικεύσει, και επενδύει με πολύ πατριωτισμό τη συμμετοχή του, και πως αλλιώς θα τα έγραφε; "Μού παραγγέλνουν», γράφει, «νά γυρίσω μ’ αυτούς καί μού δίνουν διακόσιες χιλιάδες γρόσια. Τούς παραγγέλνω: … ότι κιντυνεύει η πατρίς. κι  εγώ γρόσια δεν θέλω, δεν πουλιώμαι διά γρόσια, δέν ορκίστηκα δι’ αυτά, ορκίστηκα δια πατρίδα, καί αν  είναι διά την πατρίδα δέχομαι να την βοηθήσω εγώ ….».

Η ηρεμία όμως που φάνηκε να επικρατεί αμέσως μετά τη λήξη του Α'  εμφυλίου, αποδείχτηκε εύθραυστη και επιφανειακή, καθώς και τα δύο στρατόπεδα διατηρούσαν επιφυλάξεις για τις συμφωνίες που είχαν κάνει. Οι Πελοποννήσιοι προύχοντες που ήσαν με την πλευρά της κυβέρνησης, Ζαΐμης, Λόντος, βλέποντας το άγριο φαγοπότι και την κατασπατάληση του δανείου, αισθάνονται ότι κάνανε πολλές παραχωρήσεις στους νησιώτες, και κάποιοι ξαναγυρνούν με την πλευρά των στρατιωτικών.

Από την επαρχία της Αρκαδιάς την Κυπαρισσία, όταν οι κάτοικοι αρνούνται να πληρώσουν τους οφειλόμενους φόρους, και διώχνουν και τον Έπαρχο ως ακατάλληλο, φαίνεται να ξεκινάει ο Β΄ Εμφύλιος που ονομάστηκε και «πόλεμος των προεστών». Η συμπεριφορά αυτή των Αρκάδων θεωρείται ανταρσία από την κυβέρνηση του Κουντουριώτη, και ο πρόθυμος Παπαφλέσσας που δεν συμπαθεί τους Αρκάδες, με ένα ισχυρό σώμα από 5.000 ρουμελιώτες, Βουλγάρους του Χατζηχρήστου που πριν ήσαν στην Ύδρα και άλλα μαζώματα, υπό τους Καρατάσσο, ΧατζηΣτεφανή, Μακρυγιάννη, Βάσσο και Χατζηχρήστο,  αναλαμβάνει να τους επαναφέρει στην τάξη. Εκστρατεύει στην Αρκαδία στις αρχές του Νοέμβρη, αλλά ύστερα από μάχες δυο ημερών με τους Αρκάδες, «Το σώμα Παπαφλέσσα διεσκορπίσθη, αυτός δε ο ίδιος μόλις κατώρθωσε να διασωθή εις τα Σαμπάζικα…» μας πληροφορεί ο Διον. Κόκκινος τ 4 σελ.  501.


Ιωάννης Κωλέττης 

Ο Μωρηάς είναι ισχυρός ακόμα, το Υδραίικο μίσος εναντίον του απύθμενο, και πρέπει με κάθε θυσία να τον υποτάξουν, να τον βιάσουν και να τον ληστέψουν, να τον ταπεινώσουν και να τον ισοπεδώσουν. Οι προσπάθειες εξαγοράς Πελοποννησίων με χρήματα και στρατιωτικούς βαθμούς εντείνονται, φυλλορροούν τα Μωραΐτικα στρατεύματα και φεύγουν προς τους κυβερνητικούς, αλλά αυτό δεν αρκεί. Ο  Ιωάννης Κωλέττης, τετραπέρατος πολιτικός που έχει σπουδάσει γιατρός στο Παρίσι, έχει όμως θητεύσει και στην αυλή του Αλή Πασσά- και τρέφει απύθμενο μίσος κατά των Μωραϊτών, διατηρώντας επαφές με Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, σκέφτεται ότι τα ρουμελιώτικα στρατεύματα μπορεί να γίνουν το υπερόπλο για την ισοπέδωση της Πελοποννήσου. Με επιστολές του στον Γκούρα, στον Καραϊσκάκη και σε άλλους οπλαρχηγούς, τους καλεί να κατέβουν στην Πελοπόννησο για να συνετίσουν τους Μωραΐτες, να τους λαφυραγωγήσουν και να πλουτίσουν. Δείτε τι γράφει σε κάποιον ρουμελιώτη οπλαρχηγό:

  «Αδελφέ

Οι Μωραΐτες ελύσσαξαν από τά πολλά πλούτη τά οποία ήρπασαν από τούς Τούρκους τής Τριπολιτσάς, τού Ναυπλίου, τής Κορίνθου, τής Μομεμβασίας, τού Νεοκάστρου καί τών λοιπών μερών και έγιναν ντερμπεήδες, και προσπαθούν ν’ αντικαταστήσουν τόν Κιαμήλμπεην καί τούς λοιπούς μπέηδες καί αγάδες. Καί σείς τρέχετε αύτού χωρίς ψωμί, χωρίς τσαρούχι, χωρίς φορέματα, μέ μίαν παλαιόκαπαν, καταβασανίζεσθε. Τί λοιπόν περιμένετε; Άλλην αρμωδιωτέραν και ευτυχεστέραν διά σάς περίστασιν  δεν θέλει εύρετε ποτέ, δια να πλουτίσετε μεγάλοι καί μικροί. Τώρα άνοιξαν διά σάς δύο  πηγαί πλούτου, οι λίρες του δανείου καί τά πλούσια   λάφυρα του Μωρέως. Τί άλλα πλέον επιθυμείτε;» (Διον Κόκκινος Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ τ. 4 σελ.509.)

Εκείνες τις ημέρες, συμβαίνει στην Πελοπόννησο ένα επεισόδιο που θα έχει  καθοριστική σημασία στην έκβαση του εμφυλίου καθώς θα επηρεάσει αρνητικά τη στάση του Γέρου του Μωρηά και θα τον βγάλει εκτός μάχης. Στις 13 Νοεμβρίου, Βούλγαροι στρατιώτες σε ενέδρα  έξω από το χωριό Θάνα πυροβολούν και σκοτώνουν τον Πάνο Κολοκοτρώνη. «Εκεί άφησα τούς ανθρώπους μου» λέει ο Μακρυγιάννης, «ήταν ο Βάσιος εκεί. Θέλησε νά τούς πολεμήσει ο Πάνος Κολοκοτρώνης (;)καί τόν σκότωσαν. Αυτό είναι τό αίμα Κολοκοτρωναίικον διά τήν λευτεριά  τής Ελλάδος». 

Τι να πει κανείς για το μίσος του Μακρυγιάννη κατά των Κολοκοτρωναίων… 



Καραϊσκάκης

Στις 23 του Νοέμβρη, ρουμελιώτικα στρατεύματα με γενικό αρχηγό τον Γκούρα περνάνε τον Ισθμό και εισβάλλουν στην Κορινθία στοχεύοντας  τους Νοταραίους. Λίγες ημέρες αργότερα αποβιβάζονται στην Αιγιαλεία άλλα στρατεύματα προερχόμενα από τα Σάλωνα  που στοχεύουν προς τη Βοστίτσα (Αίγιο), και την επαρχία Καλαβρύτων για τον Ζαΐμη. Συμμετέχει και ο Καραϊσκάκης που δεν εννοεί να χάσει τέτοιο πλιάτσικο. Σπεύδει αυτόκλητος, και με επιστολή του στην κυβέρνηση (Διον. Κόκκινος τ.4 σελ 523) δηλώνει ότι «.. θά πολεμήσω διά τούς νόμους και την πολιτικήν ύπαρξιν τού έθνους, καί έρχομαι αυθόρμητος εις τήν Πελοπόννησον επί τούτω». Οι αγώνες του Καραϊσκάκη προς την πατρίδα και η σταδιοδρομία του σαν αγωνιστή που αρχίζουν εκείνες τις ημέρες. Θα διαρκέσουν λειψά δυόμισι χρόνια, καθώς χάνει τη ζωή του (δολοφονείται;) στις 23 Απριλίου του 1827 στην μάχη του Φαλήρου.

Λεηλατούνται οι βόρειες περιοχές κυρίως, η περιοχή των Καλαβρύτων όπου εδρεύουν και κινούνται οι Ζαΐμηδες, η Γορτυνία των Δεληγιανναίων, η περιοχή της Κορινθίας των Νοταράδων, η Γαστούνη που εδρεύει ο Σισίνης κλπ. Βλέποντας οι Δεληγιανναίοι, Ζαΐμης κλπ ότι οι φρουρές τους αλληθωρίζουν προς τους κυβερνητικούς και δεν πολεμάνε, εγκατέλειψαν τους τόπους τους και προσπάθησαν να σώσουν τις οικογένειές τους, ενώ τα ρουμελιώτικα στρατεύματα «όθεν επέρνων κατέστρεφαν και ελαφυραγώγουν τά χωρία», γράφει ο Φωτάκος.

Οι μισθωμένοι στρατιώτες των Πελοποννησίων οπλαρχηγών, πολλοί από τους οποίους κατάγονται από τη Ρούμελη, αρνούνται λίγο  λίγο να πολεμήσουν και προσχωρούν στο κυβερνητικό στρατόπεδο που μοιράζει λεφτά και στρατιωτικά αξιώματα, η αντίσταση ων αντικυβερνητικών παύει σε ολόκληρο το Μωρηά και αρχίζει η λεηλασία του από τους Ρουμελιώτες. Στην Κορινθία, ο Ι. Νοταράς και ο πατέρας του Σωτήρης παρεδόθησαν αμαχητί στον Γκούρα, αλλά «… τούς ετυράννησαν, τούς επήραν χρήματα καί άλλα πράγματα, έπειτα τους εβίασαν καί υπέγραψαν έγγραφα περί υιοθεσίας καί κληρονομίας, καί άλλας πολλάς βασάνους τούς έκαμαν. Έπειτα εξαπλώθησαν μέσα εις την Πελοπόννησον πολλά στρατεύματα της Διοικήσεως, και έκαμαν πολλάς καταχρήσεις, διότι δεν αφήκαν καμμιάς γυναικός σκουλαρίκια (ενώτια), ούτε κασέλα κλειδωμένην». (Φωτάκος σελ 346 ). Τους βασάνισαν και αφού τους πήραν 3.000 φλουριά βενέτικα, τους υποχρεώσανε να υπογράψουν «βουλωμένο» χαρτί με το οποίο παραχωρούσαν ολόκληρη την περιουσία τους στο γιατρό Στεφανόπουλο, μέντορα του Γκούρα... 

Τα ρουμελιώτικα στίφη όμως δεν ικανοποιούνταν μόνο με τα σκουλαρίκια και τις κασέλες των γυναικών, αλλά, αλίμονο στη γυναίκα ή σε μικρό παιδί, αγόρι ή κορίτσι που θα έπεφτε στα χέρια τους.

Στην Ιστορία της Ελλάδας του Γιάννη Κορδάτου, στον τόμο Χ σελ. 431 βλέπουμε στην έγγραφη διαμαρτυρία των κατοίκων των Γαργαλιάνων της Μεσσηνίας στις 22 Φλεβάρη 1825 προς την κυβέρνηση για τους βιασμούς των γυναικών: «Έφθασαν νά καθυβρίσουν σχεδόν καί αυτάς τάς γυναίκας ημών καί νά αφαιρέσουν καί αυτήν τήν τιμήν δια τήν οποίαν χύνομεν καί αυτό τό ίδιον αίμα μας πρός υπεράσπισιν καί φύλαξιν αυτής. Καί περί πλέον εκείνα είς καιρόν τής τυραννίας τών αθέων αγαρηνών ούτε οί προπάτορές μας, ούτε ημείς εδοκιμάσαμεν…». Ο δέ έπαρχος πάλι της Τριφυλίας στην έκθεσή του που έστειλε στην κυβέρνηση, μιλάει για βιασμούς και  μικρών παιδιών, αγοριών και κοριτσιών: «Τα ξένα (ρουμελιώτικα) στρατεύματα αφήρεσαν την τιμήν ακόμη και μικρών παιδιών ηλικίας κάτω των δέκα ετών αμφοτέρων των φύλων…» καταγγέλλει.

Την Κερπινή που ο Κωλέττης θέλει να πιάσει το Ζαΐμη, την αναλαμβάνουν ο Καραϊσκάκης, ο Τζαβέλλας, ο Μπακατσέλος και άλλοι με χίλιους άνδρες, και μετά από σοβαρές μάχες τεσσάρων ημερών ο Ζαΐμης που τον εγκαταλείπουν οι προερχόμενοι από τη Ρούμελη μισθωμένοι στρατιώτες του, ο  Λόντος, ο  Νικηταράς που μένει με πέντε μόνο άνδρες, υποχωρούν και αφήνουν τον τόπο φεύγοντας στην Ηλεία και στη συνέχεια φθάνουν στη δυτική Ελλάδα. Καταπατείται το αρχοντικό των Ζαΐμηδων, και, «πρωτοστατήσαντος του Καραϊσκάκη… τίποτε δεν έμεινεν όρθιον εις τας εστίας των  ταλαιπώρων κατοίκων μέχρι και των πτωχοτέρων» μαρτυρεί ο Δ. Κόκκινος.

Ο Μακρυγιάννης δεν του χαρίζεται του Καραϊσκάκη: «… τότε μπήκαν κι αυτήνοι καί πέρασαν τήν Βοστίτζα καί πήγαν εις τήν Κερπινή, εις τό σπίτι τού κυρίου Ζαΐμη΄ καί ο Καραϊσκάκης τό κυβέρνησε, οπού δέν τού αφήκαν οι άνθρωποί του ούτε στάχτη μέσα΄ καί οι άλλοι πήγαν εις τ’ άλλα σπίτια καί χωριά». Ο Φωτάκος μας πληροφορεί ότι λαφυραγώγησαν την Κερπινή και το αρχοντικό του Ζαΐμη, και μάλιστα, ότι πιαστήκανε αναμεταξύ τους «επειδή οι ύστερον ερχόμενοι δεν εύρισκαν λάφυρα, διότι τα είχαν αρπάσει οι ελθόντες πρότερον», αλλά, και για τα γέλια, τις ειρωνείες, τους χλευασμούς και τα πειράγματα που πέταγαν όταν ανεμίζανε τα ρούχα της Ζαΐμαινας που βγάλανε σε πλειστηριασμό. «…τά δέ πράγματα καί τά ενδύματα αυτού τά έβγαλαν εις δημοπρασίαν, καί ο κήρυξ φωνάζων χλευαστικώς έλεγε «πωλείται τό φουστάνι τής Ζαΐμαινας» καί άλλα τοιαύτα πρός εμπαιγμόν έλεγεν». (Φωτάκος, σελ 346).


Λαγκάδια Αρκαδίας

Τη Γορτυνία την τιμά ο ίδιος ο Κωλέττης. Επικεφαλής 2.000 Ρουμελιωτών εκστρατεύει κατά των Δεληγιανναίων στα Λαγκάδια, οι οποίοι όμως, εκτιμώντας ότι δεν μπορούν να αντισταθούν αφού τους εγκατέλειπαν οι δικοί τους που ήσαν ρουμελιώτες οι περισσότεροι, πήραν τις οικογένειές και έφυγαν. Στα έρημα Λαγκάδια ο Κωλέττης άραξε για αρκετές ημέρες στο αρχοντικό των Δεληγιανναίων, και οι άνδρες του καταστρέφανε ό,τι είχε ακόμη μείνει όρθιο. Τόσο ήταν το μίσος κατά των αντιπάλων τους και τέτοια η μανία καταστροφής, που για να γδάρουν τα χοιρινά που σφάζανε για να φάνε, αντί για νερό (το βραστό νερό είναι απαραίτητο για το γδάρσιμο του χοιρινού) βράζανε κρασί που το τραβούσαν με τους κουβάδες από τις δεξαμενές και τα βαρέλια.!

Και μην νομίζετε ότι τα κυβερνητικά στρατεύματα περιόριζαν τις δραστηριότητές τους μόνο στα σπίτια των προυχόντων και των καπεταναίων του Μωρηά. Έπαιρναν σβάρνα τα χωριά και δεν κάνανε διακρίσεις. Λήστευαν, βίαζαν, πρόσβαλλαν και καταστρέφανε τα πάντα όπου περνούσαν. «…τά στρατεύματα τού Γκούρα καί τών λοιπών τής Διοικήσεως οπλαρχηγών εδόθησαν εις τήν μέθην καί εις τάς άλλας ηδονάς καί αρπαγάς. Όλην δε σχεδόν την Πελοπόννησον  εγύρισαν αδιακρίτως συλλαμβάνοντες. καθώς έλεγαν, αντάρτας και τιμωρούντες αυτούς ως τοιούτους…», αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματα του περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, στη σελίδα 355. Και στη σελίδα 360 «Οι στρατιώται του Εκτελεστικού δεν έβαλαν σύνορον δια να διακρίνουν δια τούτου τον φίλον και τον εχθρόν της Διοικήσεως, ήρκει μόνον ότι όλοι ήσαν Μωραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν, δεν άκουέ τις άλλο τίποτε, παρά χουχουλητά και κλάϋματα». Την αράζανε σε ένα νοικοκυριό και απαιτούσαν από τους οικοδεσπότες σουσάμι ψητό στη σούβλα, γάλα ψητό στη σούβλα, ελιές τηγανισμένες, χαβιάρι «έγκαιρον δια την όρεξιν», και άλλα τέτοια για να κάνουνε όρεξη και κέφια. Σκεφτείτε τώρα τη φουκαριάρα τη νοικοκυρά, τις κόρες της ή τον άντρα της που κάτω από τις ειρωνείες και τα χαχανητά των επιδρομέων αυτών, δεν τα κατάφερναν να ψήσουν το αβγό στη σούβλα ή να σουβλίσουν το γάλα για να ικανοποιήσουν τις διεστραμμένες ορέξεις τους. 

Η κακοποίηση, η ακολασία, η προσβολή και ο διασυρμός των Πελοποννησίων από τα κυβερνητικά στρατεύματα ήταν καθήκον τους. Έμεινε δε στην ιστορία η φράση: «Μην με βαρείς, δεν είμαι Πελοποννήσιος, Χιώτης είμαι!» Ο Χιώτης δηλαδή, είχε ανθρώπινα δικαιώματα και άξιζε σεβασμού, αντίθετα με τον Πελοποννήσιο που ήταν νόμος πλέον ότι δεν είχε ανθρώπινα δικαιώματα, και η μοίρα του ήταν να τον αγγαρεύουν, να τον διασύρουν και να τον δέρνουν.

«Τό νά εξιστορήση δέ κάλαμος ανθρώπου» γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του, «τάς αρπαγάς, τάς, κακώσεις, τάς βιαιοπραγίας, τάς παραβιάσεις υπάνδρων καί παρθένων γυναικών, τάς οποίας έπραξαν ο Γκούρας, ο Τζαβέλλας, ο Καραϊσκάκης καί συντροφία εις τάς επαρχίας εκείνας  όθεν διέβησαν, είναι αδύνατον καθ’ ότι μήτε οι Τούρκοι επί τής επαναστάσεως μάς έπραξαν τοιαύτας αθεμιτουργίας…». Και μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό, ο Κολοκοτρώνης, επηρεασμένος από το θάνατο του γιού του, την είχε αράξει και έδειχνε πλήρη αδιαφορία για όσα φοβερά και τρομερά διαδραματίζονταν  γύρω του, αρνούμενος  -όπως έλεγε– να ανακατωθεί στον εμφύλιο πόλεμο. Κατά τον Φωτάκο, «Εκάθητο δε ο Κολοκοτρώνης εις την Στεμνίτσαν, ως ο Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και αγνάντευε την καταστροφήν της Πελοποννήσου…»

Κατά το τέλος Δεκεμβρίου ο Κολοκοτρώνης πείθεται από τον Δ. Πλαπούτα να παρουσιαστεί στην κυβέρνηση ελπίζοντας ότι θα συμβάλλει ώστε να ειρηνεύσει ο τόπος. Παρουσιάζεται στο Ναύπλιο, αλλά δεν αργεί να αντιληφθεί ότι βρίσκεται υπό περιορισμό, και στις 6 Φλεβάρη του 1825, μαζί με  Δεληγιανναίους, Νοταράδες, Μητροπέτροβα κλπ., φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Έξη ημέρες αργότερα, ο Ιμπραήμ εισπλέει με πενήντα πλοία στη Μεθώνη και αποβιβάζει ανενόχλητος 4.000 στρατό, 600 ιππείς, και σώμα ατάκτων, ενώ ύστερα από ένα περίπου μήνα με μια δεύτερη  απόβαση φέρνει άλλους 7.000 άνδρες και 400 ιππείς, εφόδια κλπ. 

Το Εκτελεστικό αποφασίζει και ο Γεώργιος Κουντουριώτης αναλαμβάνει να  ηγηθεί της εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ, με Ρουμελιώτικα στρατεύματα και ελάχιστα Πελοποννησιακά. Στις 16 Μαρτίου, με χρήματα για να εξαγοράζει τους αντικυβερνητικούς οπλαρχηγούς και στρατιωτικά διπλώματα χωρίς τα ονόματα (για να συμπληρώνονται επί τόπου) «ξεκινάει από το Ναύπλιο δια την Τριπολιτσάν μετά πολλής πομπής, υπό τιμητικούς κανονιοβολισμούς… και εν μέσω δημοσίων εκδηλώσεων υπέρ της νίκης ο Γεώργιος Κουντουριώτης». (Διον Κόκκινος τ. 4 σελ 592). Τον συνοδεύει ως έμπιστος σύμβουλος και ο Μαυροκορδάτος, ενώ Αρχιστράτηγος διορίζεται ο επίσης Υδραίος ναυτικός Κυριάκος Σκούρτης, που όμως δεν έχει εμπειρίες από πολέμους στην ξηρά, και όπως ήταν επόμενο, ο διορισμός του προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους έμπειρους οπλαρχηγούς της ξηράς.


Αλ Μαυροκορδάτος

Φαιδρό και γελοίο άτομο αποκαλούν πολλοί τον Κουντουριώτη, που άσχετος με ιππασία, ξεκίνησε να πολεμήσει τον Ιμπραήμ καβάλα σε ένα χρυσοστόλιστο άτι που μόνο ένας πολύ καλός ιππέας μπορούσε να κουμαντάρει. Τον κρατούσαν δυο Αιγύπτιοι αιχμάλωτοι, ένας από τη μια μεριά και ένας από την άλλη του αλόγου, για να μην πέφτει. Για να φτάσει με αυτό το άλογο, με την πομπή του από υπηρέτες, σωματοφύλακες και παρατρεχάμενους, από το Ναύπλιο στην Τριπολιτσά, χρειάστηκαν τρεις ημέρες. Το στρατηγείο του τον εγκατέστησε στη Σκάλα Μεσσηνίας κάπου δέκα ώρες μακριά από το ελληνικό στρατόπεδο, και από εκεί θα καθοδηγούσε την επιχείρηση κατά των "στραβαραπάδων".

Στις 7 Απριλίου 1825 γίνεται η περίφημη μάχη στο Κρεμμύδι - μεταξύ Μεθώνης και Πύλου – όπου τα ελληνικά στρατεύματα ( και με πληγωμένη τη μαχητικότητα και το ηθικό των Πελοποννησίων) ηττώνται κατά κράτος από τους στραβαραπάδες του Μπραήμη. Ακολουθεί η Σφακτηρία, το Παλιόκαστρο, το Νιόκαστρο κλπ. Ο Μπραήμης σαρώνει παντού τις αντιστάσεις των Ελλήνων, οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί με το πρόσχημα ότι θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να προστατέψουν τις οικογένειές τους απαιτούν τους μισθούς τους για να φύγουν, δηλώνοντας πολλαπλάσιο (πλασματικό, για τους μισθούς) αριθμό στρατιωτών. Ο κόσμος διαδηλώνει στο Ναύπλιο και απαιτεί από την κυβέρνηση να ελευθερώσει τους φυλακισμένους καπεταναίους για να πολεμήσουν το Μπραήμη- κάτι που ούτε να ακούσουν δεν θέλουν οι Υδραίοι. Οι  εξελίξεις όμως τους αναγκάζουν να τους αμνηστεύσουν στις 12 ή στις 14 του Μάη, και να αναθέσουν την αρχηγεία στον Πετρόμπεη και στον Κολοκοτρώνη.

Θα μπορούσε πιθανόν, να τους δέσει τους αντιπάλους του τότε ο Κολοκοτρώνης, αλλά είχε ήδη δηλώσει μεταμέλεια και μετάνοια στον Κουντουριώτη, με επιστολή του μέσα από τη φυλακή. «Ερχόμενοι εις τό Ναύπλιον» διηγείται, «ορκοθήκαμεν τό Βουλευτικόν, τό Εκτελεστικόν καί ημείς εις τήν εκκλησίαν, ότι «νά αφήσωμεν τά περασμένα, καί νά λησμονήσωμεν, νά ενωθώμεν καί νά μήν έχωμεν άλλην ιδέαν παρά νά δουλεύσωμεν τήν πατρίδα μας».

Έτσι κάπως έληξε ο δεύτερος Εμφύλιος στην Πελοπόννησο, αλλά ο κόσμος δεν ήταν ίδιος πλέον. Οι Μωραΐτες είχαν υποστεί βιασμούς και εξευτελισμούς από τους κυβερνητικούς, ληστείες και καταστροφές, και τώρα καλούνταν να πολεμήσουν δίπλα τους για την πατρίδα. Η ανθρωπιά όμως, η αγάπη για τον διπλανό, η μπέσα, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο και στο λόγο του συνανθρώπου είχαν εκλείψει.  Τους είχαν προσβάλει, είχαν διασύρει την αξιοπρέπειά τους, είχαν ληστέψει το βιός τους, είχαν σφάξει και φάει τα ζωντανά τους και δεν είχαν στον ήλιο μοίρα- και κάποιοι είχαν πλουτίσει ξαφνικά και βρίσκονταν με θέσεις και αξιώματα, επειδή είχαν πουλήσει την ψυχή τους και είχαν εξαγοραστεί. 

Πέρα από τις υλικές καταστροφές, ο εμφύλιος είχε προσβάλει και εξευτελίσει ανθρώπινα δικαιώματα και ηθικές αξίες, που ούτε οι Οθωμανοί κατακτητές είχαν τολμήσει να θίξουν στο πέρασμα των αιώνων. 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Η Κλεφτοπούλα

 

  



Κόντρα στην παγκοσμιοποίηση και στις προσπάθειες που γίνονται από ορατά και αόρατα κέντρα για να χάσουμε την ταυτότητά μας σαν λαός, η ταπεινότητά μου επιμένει στην ιστορία και τις παραδόσεις μας.

Γνωστό είναι το δημοτικό τραγουδάκι που αναφέρεται στην κλεφτοπούλα την Αρκαδιανή.   

Που επί δώδεκα χρόνια στα κλέφτικα ντυμένη ζούσε και πολεμούσε με τους κλέφτες και κανείς δεν είχε υποψιαστεί ότι ήταν γυναίκα. Παρά μια ημέρα Κυριακή – όπως αφηγείται το τραγούδι – που καθώς ρίχνανε στο σημάδι  της κόπηκε ένα κουμπί «κι εφάνει, κάτι εφάνει». Στο ίδιο πνεύμα υπάρχει και ένα άλλο τραγουδάκι που διηγείται μια παράλληλη ιστοριούλα, και αν διαθέσετε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας να το δείτε, δεν θα απογοητευτείτε:



Ποιός είδε ψάρι ‘ς τό βουνό καί θάλασσα σπαρμένη,

Ποιός είδε κόρη λυγερή ΄ς τά κλέφτικα ντυμένη;

Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ’ αρματωλούς καί κλέφταις,

Κανείς καί δέν τή γνώρισε νάπό τή συντροφιά της.

Καί μιάν αυγή καί μιά λαμπρή, μιά πίσημον ημέρα

Βγήκαν νά παίξουν τό σπαθί, νά ρήξουν τό λιθάρι.

Εκόπη τ’ασημόκουμπο κ’ εφάνη τό βυζί της.

Κανένας δέν τή λόγιασε από τά παλληκάρια,

μά να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.

«Τί έχεις βρέ βλάμη καί γελάς, τί έχεις καί χαμοβλέπεις;

-Είδα τόν ήλιο πόλαμψε κ’ έφεξε τό φεγγάρι,

είδα καί τό βυζάκι σου πού είν’ άσπρο σάν το χιόνι.

-Σώπα, μωρέ κλεφτόπουλο, μιλιά μή μολογήσεις,

καί νά σέ πάρω ψυχογιό, βαριά νά σέ πλουτίσω,

γιά νά βαστάς τό νταμασκί καί τό χρυσό τουφέκι.

-Εγώ δέ θέλω ψυχογιός, βαριά νά μέ πλουτίσης,

γιά νά βαστώ τό νταμασκί καί τό χρυσό τουφέκι,

μόν΄ θέλω σε γυναίκα μου καί νά μέ πάρης άντρα.

-Πού ειπή τό «θέλω», είς εμέ πρέπει καί νά ναι άξιος,

Νά ναι πρωτοπαλλήκαρο καί κλεφτοπολεμάρχος.

-Τό ζήτημά σου είναι βαρύ, μά ά θέλει ό θιός θά γίνη,

Ά θέλει ό θιός καί μ’ αγαπάς, ο πρώτος ούλων είμαι.

Δείξε μου πού ναι οί φωτιαίς, οί σπαθισμοί τά βόλια,

κ’ εγώ γιά τήν αγάπη σου θά πέσω πρώτος ΄ς ούλα».