Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Καραϊσκάκης και το χούι του

 






Νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, που μετά το θάνατο του πρώτου της συζύγου είχε γίνει καλόγρια της Μονής του Αη Γιώργη της Σκουληκαριάς Άρτας ήταν ο Καραϊσκάκης  γι’ αυτό του έμεινε το προσωνύμιο «ο γιος της Καλογριάς». Πιθανότερος χρόνος γέννησής του  φαίνεται να είναι το 1782, ούτε όμως ο τόπος γέννησής του είναι απόλυτα εξακριβωμένος, ούτε και ο πραγματικός του πατέρας, που πιθανολογείται ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος ή Καραΐσκος, και από αυτόν πήρε το όνομα Καραϊσκάκης. Οχτώ χρονών ήταν όταν πέθανε η μάνα του, δύσκολα τα παιδικά χρόνια του «μούλου» χωρίς γονείς, καβγατζής, βλάστημος και βωμολόχος για να επιβιώσει, κλέφτης μόλις μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του, αρματολός αργότερα, πέφτει κάποτε και στα χέρια του Αλή πασά Ιωαννίνων που του χαρίζει τη ζωή και τον παίρνει στη δούλεψή του, κι εκεί στην Αυλή του Αλή πασά, εκτός από την εμπειρία του στις ίντριγκες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και όλα εκείνα που ήσαν απαραίτητα για να επιβιώσει και να αναδειχτεί κάποιος, μαθαίνει και λίγα γράμματα.  
                   Δραπετεύει κάποτε από τον Αλή πασά και καταφεύγει στο σώμα του Κατσαντώνη με έναν απώτερο πάντα στόχο: Να μπορέσει να κάνει το δικό του αρματολίκι. Γιατί, Αρματολίκι σημαίνει Εξουσία. Και Αρματολός είναι ο άτυπος αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Βάνει στο μάτι το αρματολίκι των Αγράφων και κατά το 1821 καταφέρνει να το οικειοποιηθεί.
Αυτοσαρκαζόταν για την καταγωγή του λέγοντας ότι είναι «μούλος», νόθος δηλαδή, και ότι η μάνα του «έφαγε σαράντα χιλιάδες πο@@@@@@» μέχρι να τον γεννήσει, ενώ έδειχνε να μην υπολογίζει και να μην σέβεται κανέναν. Μίλαγε χυδαία, έβριζε, χειρονομούσε.
        Οι εθνικοί μας ιστοριογράφοι, οι ιστορικοί δηλαδή της εποχής εκείνης φρόντισαν να μας μεταφέρουν τους μεταξύ των οπλαρχηγών διαλόγους σε μια  πολύ καθώς πρέπει γλώσσα, για να στέκεται και το εθνικό μας παραμύθι. Από όσο γνωρίζω μόνο ο Ν Κασομούλης μεταφέρει διαλόγους στη γλώσσα και το ύφος που ειπώθηκαν τότε.
 Ο Κωστής Παπαγιώργης στα Καπάκια σελ 170, 171, μας μεταφέρει έναν διάλογο μεταξύ Καραϊσκάκη και των οπλαρχηγών  Νότη Μπότζαρη και Νικ Στορνάρη που τον είχαν επισκεφθεί στο Αιτωλικό: 
-Καπεταναίοι εκστρατεύετε, δέν σάς ερωτώ διά πού λέει ο Καραϊσκάκης.
-Και ημείς δέν ηξεύρομεν, τού απήντησε ο Νότης. Πηγαίνομεν εις τόν Μαχαλάν καί όπου μάς διορίσει η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσομεν.
- Ποία κυβέρνησις καπετάν Νότη; Τό τζιογλάνι τού ρεΐζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης 
 (Μαυροκορδάτος); Ποίοι τόν έκαμαν κυβέρνησιν; Εγώ καί άλλοι δέν τόν γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανόητους καί τόν υπέγραψαν διά τάς ιδιοτελείας των; Ιδού ποίοι τόν υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, όπου όλα θέλεις νά έρχονται μέ τόν ζουρνά. Ο Σκαλτσάς όπου δέν είναι άλλο παρά καμπάνα μπάγκ μπάγκ. Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, όπου μόνο τό κεφάλι ξέρει νά ταράζη. Ο Μήτσος Κοντογιάννης η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80 χιλ. φοραίς την ώραν, ο ξεινόγαλο- Γιώργος Τζιόγκας όπου στραβώνει τά χείλια μέ τό τζιμπούκι καί δέν ηξεύρει τί τού γίνεται, καί ο αδελφός μου ο Στορνάρης ο ψεύτης; Δέν τήν υπέγραψεν ο πούτζος μου τήν εκστρατείαν σας!»
- «… Δέν φταίγεις εσύ, φταίγομεν ημείς όπου σού δίδομεν τήν τιμήν αυτήν μέ τήν επίσκεψίν μας, και εις ανταμοιβήν ακούομεν τάς ύβρεις σου. Ήξευρε λοιπόν ότι κανενού δεν εγάμησες τό κέρατον, παρά όλοι σού εγαμήσαμεν τό κέρατο, καί πάλι θά σέ γαμήσομεν», ήταν η απάντηση του Στορνάρη. 
            Λίγο αργότερα, απαντώντας ο Καραϊσκάκης σε επιστολή του Στορνάρη που τον καλούσε να επιτεθούν στα Τρίκαλα, του έδωσε διφορούμενη απάντηση στο ίδιο πάντα ύφος: «Αδελφέ, έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου (όργανα του τούρκικου ιππικού), έχει και τρουμπέταις (όργανα του ελληνικού), όποια θέλω θα μεταχειριστώ.
     Στο εξαίρετο βιβλίο του Νίκου Δ. Πλατή ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ, υπάρχει τρισέλιδο λήμμα για τον Καραϊσκάκη, και εκεί βλέπουμε ότι τα δυο κυβερνητικά σώματα τα παρουσίαζε σαν τα αρ@@@@@ του «λέγοντας ότι το έν αρχίδι του είναι το Εκτελεστικόν και το άλλο το Βουλευτικόν, και ο πούτζος του ο Πρόεδρος». Κατά τον Ελβετό εθελοντή Meyer εκδότη των Ελληνικών Χρονικών του Μεσολογγίου, ο Καραϊσκάκης ήταν «βάρβαρος και αμαθής» και «ικανός να καταστρέψει την πατρίδα μόνο και μόνο για να εκδικηθεί κάποιον».

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Κατά το τέλος του 1822 αρρωσταίνει από φυματίωση (ήταν χρόνια η ασθένειά του) και πηγαίνει στην Ιθάκη για να συμβουλευτεί γιατρούς, που του δίνουν μόλις 6 μήνες ζωής. Επιστρέφοντας λίγο αργότερα στο Μεσολόγγι ζητάει να τον διορίσουν αρχηγό των ελληνικών πλέον όπλων στην επαρχία των Αγράφων, ο  Μαυροκορδάτος όμως του το αρνείται. Δημιουργεί κάποια επεισόδια με τη φρουρά του Μεσολογγίου, οι άνδρες του διώχνουν τη φρουρά και καταλαμβάνουν το Βασιλάδι ( το νησάκι στη θάλασσα του Μεσολογγίου), «Αλλά το χειρότερο,  ήταν ότι εμφανίστηκαν πενήντα ένα τουρκικά πλοία (δύο ή επτά κατ’ άλλες πηγές) στο Βασιλάδι, ενώ συνάμα τριακόσιοι Τούρκοι κατευθύνθηκαν από τη Ναύπακτο προς το Μεσολόγγι». Καπάκια σελ 172 
«Ήθελε να του δώσουν το Αρματολίκι των Αγράφων « γράφει ο Γιάνης Κορδάτος στην ΙΣΤΟΡΙΑ της ΕΛΛΑΔΑΣ τ. Χ σελ 465, «και όταν είδε πως δεν του κάνουν τα χατίρια … άρχισε μυστικές επαφές με τους Τούρκους». Τον κατηγόρησαν για προδοσία και τον πέρασαν στρατοδικείο σε μια δίκη παρωδία αφού ο βασικός μάρτυρας άλλαξε δυο τρεις φορές την κατάθεσή του.
Ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του Καραϊσκάκης αναφέρει ένα ευτράπελο στιγμιότυπο από  εκείνη τη δίκη, που δείχνει πόσο απύθμενη ήταν στον Καραϊσκάκη η αθυροστομία του.
Στορνάρης: -«Αν έχουμε κάτι σίγουρο να τον δικάσουμε, όχι για τα λόγια που είπε».
-Καραϊσκάκης ( που τους περνούσε όλους γενεές δεκατέσσερεις): «Αν βάλετε θεμέλιο τα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω δεν γλυτώνω».
-Μεγαπάνου: «Βρε, γιατί τα λες; Το έχεις χούι που είσαι πια 50 χρονών; (42 – 43 ήταν)
-Καραϊσκάκης: «Και συ είσαι 80 χρονών, μα το χούι να γαμείς δεν το αφήνεις».
Καταλαβαίνετε τι έγινε, τον τραγέλαφο που επικράτησε μετά από εκείνη την ατάκα.
           Τελικά, με την απόφασή του το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος: «…. Έκαμεν εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου, έπιασε το φρούριον του Βασιλαδίου διώξας εκείθεν την φρουράν…».  . Τον καταδίκασε ως «επίβουλον της πατρίδος και προδότην, ….    », ειδοποιούσε τον κόσμο «ότι ο Καρα¨σκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα…. μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας». και τον διάταζε να εγκαταλείψει άμεσα την περιοχή. ( Κορδ 466)
Δεν τόλμησαν να τον φυλακίσουν γιατί το ένοπλο σώμα του που το είχε αυξήσει τις τελευταίες ημέρες ήταν εκεί. Καθώς υπήρχαν πληροφορίες ότι ερχόταν και ο Αντρέας Ίσκος από το Βάλτο, και αν ενώνονταν και με το σώμα του Τζαβέλλα οπότε θα υπερέβαιναν τα 2.000 ντουφέκια, ο κίνδυνος για ένοπλη σύρραξη ήταν άμεσος. ( Διον Κόκκινος Δ.σελ 165). Ο Καραϊσκάκης ζήτησε 6 ημέρες προθεσμία για να εφοδιαστεί το σώμα του, του δώσανε «μόνον σαράντα οχτώ ώρας» και έφυγε διωγμένος.
                         Εκείνη τη χρονιά «Στα 1823, λέει ο Καραϊσκάκης στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα τα ακόλουθα (δίνοντας ούτως ένα «ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας, αποκαλύπτοντάς μας συνάμα τις βρισιές που ήταν της μόδας στα χρόνια του): «Έλα σκατότουρκε… έλα, Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην – να χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!». Κολοκοτρωνέϊκο σελ108.

Λίγους μήνες αργότερα όμως, το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς (1824) ξεσπάει ο δεύτερος Εμφύλιος πόλεμος. Κουντουριώτηδες, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και συντροφία αποφασίζουν να ισοπεδώσουν την Πελοπόννησο, να την βιάσουν, να την ληστέψουν και να την φτωχύνουν, να την εξευτελίσουν. Υπό τις οδηγίες του Κωλέττη χρησιμοποιούν τις λίρες του αγγλικού δανείου που μόλις είχε εξασφαλίσει η χώρα, για να δωροδοκήσουν και να εξαγοράσουν αντιπάλους. Μοιράζουν λεφτά, διορισμούς και αξιώματα, στρατιωτικούς βαθμούς στο σωρό, σε απλούς οπλίτες μέχρι οπλαρχηγούς, ενώ φυλακίζουν τους ηγέτες των πολιτικών τους αντιπάλων. Ο Μακρυγιάννης, αστυνόμος των Αθηνών τότε, είναι από τους πρώτους που τρέχει. Του δίνουν 200 χιλιάδες γρόσια (εκείνος λέει ότι αρνήθηκε να τα πάρει)  τον κάνουν χιλίαρχο, και σε λίγο στρατηγό.

Ο Καραϊσκάκης που δεν εννοεί να χάσει τέτοιο πλιάτσικο, αλλά και την ευκαιρία να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Μαυροκορδάτο, σπεύδει αυτόκλητος, ενώ με επιστολή του στην κυβέρνηση (Διον. Κόκκινος Δ.523) δηλώνει ότι «… θά πολεμήσω διά τούς νόμους καί τήν πολιτικήν ύπαρξιν τού έθνους, καί έρχομαι αυθόρμητος είς τήν Πελοπόννησον επί τούτω».
             Τη συμπεριφορά του Καραϊσκάκη στην περιοχή της Κερπινής και των Καλαβρύτων, την περιοχή των Ζαΐμηδων, τις ωμότητες, το πλιάτσικο, την ακολασία και τις βιαιότητες, οι ιστορικοί εκείνης της εποχής – εκτός από τον Κασομούλη -  που πουλάνε εθνικό παραμύθι, αποφεύγουν να την σχολιάσουν. Για «λόγους εθνικής αιδημοσύνης» λέει ο Δ. Κόκκινος.
Αλλά και ο Δημήτρης Φωτιάδης στο εξαίρετο βιβλίο του Καραϊσκάκης, το μόνο που αναφέρει για τη δράση του στο ξεπάτωμα του Μωρηά είναι: «Ήταν και ο Καραϊσκάκης μαζί».

Α. Ζαΐμης

Ο Φωτάκος (σελ 346) μας πληροφορεί ότι λαφυραγώγησαν την Κερπινή και το αρχοντικό του Ζαΐμη, και ότι αρπαχτήκανε αναμεταξύ τους «επειδή οι ύστερον ερχόμενοι δεν εύρισκαν λάφυρα διότι τα είχαν αρπάσει οι ελθόντες πρότερον», αλλά και τα γέλια και τις ειρωνείες, τους χλευασμούς και τα πειράγματα που πέταγαν όταν ανεμίζανε τα ρούχα της Ζαΐμαινας που τα βγάζανε σε πλειστηριασμό.
Ο Μακρυγιάμννης που διορίζεται σωματοφύλακας του Κωλέττη αλλά προσπαθεί να το παίξει υπεράνω όλων στα απομνημονεύματά του, δεν χάνει την ευκαιρία να «καρφώσει» τον Καραϊσκάκη:
 «… τότε μπήκαν κι αυτήνοι καί πέρασαν τήν Βοστίτζα (Αίγιο) καί πήγαν εις τήν Κερπινή εις τό  σπίτι τού κυρίου Ζαΐμη καί ο Καραϊσκάκης τό κυβέρνησε, οπού δέν τού αφήκαν οι άνθρωποί του ούτε στάχτη μέσα’ καί οι άλλοι πήγαν εις τ’ άλλα σπίτια καί χωριά».
«Τό νά αξιοποιήση δε κάλαμος ανθρώπου» γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του, «τάς αρπαγάς, τάς κακώσεις, τάς βιαιοπραγίας, τάς παραβιάσεις υπάνδρων καί παρθένων γυναικών, τάς οποίας έπραξαν ο Γκούρας, ο Τζαβέλλας, ο Καραϊσκάκης καί συντροφία εις τάς επαρχίας εκείνας όθεν διέβησαν, είναι αδύνατον καθ’ ότι μήτε οι Τούρκοι επί τής επαναστάσεως μάς έπραξαν τοιαύτας αθεμιτουργίας…»
                 Ενώ η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τον Μαυροκορδάτο και τις οδηγίες του Κωλέττη κατασπαταλά τα λεφτά του δανείου για να ισοπεδώσει την Πελοπόννησο και τους πολιτικούς της αντιπάλους, ο Ιμπραήμ πασάς εισπλέει ανενόχλητος με 50 πλοία στη Μεθώνη το πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη του 1825 και αποβιβάζει 4.000 στρατό, 600 ιππείς και σώμα ατάκτων, ενώ ύστερα από ένα μήνα με μια δεύτερη απόβαση φέρνει ακόμα 7.000 άνδρες και 400 ιππείς, εφόδια κλπ.
                   Αποφασίζει κάποτε η κυβέρνηση να αντιδράσει, στις 7 Απριλίου του 1825 γίνεται η περίφημη μάχη στο Κρεμμύδι – μεταξύ Μεθώνης και Πύλου – όπου τα ελληνικά στρατεύματα (και με πληγωμένη τη μαχητικότητα και το ηθικό των Πελοποννησίων - ηττώνται κατά κράτος  από τους στραβαραπάδες του Μπραήμη. Ακολουθεί η Σφακτηρία, το Παλιόκαστρο, το Νιόκαστρο κλπ. 
Ο Μπραήμης σαρώνει παντού τις αντιστάσεις των Ελλήνων, ο κόσμος διαδηλώνει στο Ναύπλιο και απαιτεί από την κυβέρνηση να αμνηστεύσει τους φυλακισμένους οπλαρχηγούς – κάτι που ούτε να ακούσει δέχεται η νησιώτικη ολιγαρχία -  για να πολεμήσουν τις ορδές του Μπραήμη, οι εξελίξεις όμως τους αναγκάζουν να τους αμνηστεύσουν στις 12 ή 14 του Μάη και να αναθέσουν την αρχηγεία στον Πετρόμπεη και τον Κολοκοτρώνη.
Οι Ρουμελιώτες που θεωρούν ότι η παραμονή τους στο Μωρηά δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον πλέον, αποχωρούν για την πατρίδα τους για να προστατέψουν τις οικογένειές τους όπως λένε. Η κατάσταση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά για τον Ελλαδικό χώρο που φαίνεται πως η επανάσταση ψυχορραγεί.
           Τον Απρίλη του 1826 με την ηρωική Έξοδο σφραγίζεται η πτώση του Μεσολογγίου και φαίνεται να έχει υποταχθεί η Ρούμελη, και μόνο στα ανατολικά στην Αθήνα, αντιστέκεται ακόμα στον Κιουταχή η φρουρά της Ακρόπολης υπό τον Γκούρα, ενώ ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Πελοπόννησο και συνεχίζει αήττητος το έργο του.
      Κάπου εκεί φαίνεται πως ευαισθητοποιείται  ο Καραϊσκάκης, αρχίζει να ανεβαίνει το άστρο του, και μέσα στους επόμενους μήνες θα μεσουρανήσει.
                    Στο Μωρηά που με την Γ’ Εθνική Συνέλευση έχει  αλλάξει η κυβέρνηση και έχουν αναλάβει οι Πελοποννήσιοι, έχει παραμεριστεί ο Κουντουριώτης, έχει αποσυρθεί σε κάποιο νησί ο Μαυροκορδάτος, ενώ ο Κωλέττης «συνέπραττε πλέον με τους επικρατούντας μεταξύ των Πελοποννησίων Ζαΐμην, Κολοκοτρώνην και Λόντον». .
Έχουν συστήσει και μια Διοικητική Επιτροπή με δικτατορικά δικαιώματα για να παίρνει άμεσες αποφάσεις, και καθώς ο Καραϊσκάκης κατεβαίνει στο Ναύπλιο εκείνες τις ημέρες, προτείνεται  από τον Κωλέττη  στην Επιτροπή, και τον διορίζουν Γενικό Αρχηγό των κατά την Στερεάν Ελλάδα στρατοπέδων.
             Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο Ζαΐμης, προσωπικός εχθρός του Καραϊσκάκη που του είχε φερθεί με τα γνωστά στον εμφύλιο την περασμένη χρονιά και του είχε καταληστέψει τον οίκον του, αλλά, εκτιμώντας ο Ζαΐμης την κρισιμότητα της κατάστασης, αναγνωρίζοντας παράλληλα και τις ικανότητες του Καραϊσκάκη, βάζει πρώτος την υπογραφή για το διορισμό του, και οι δυο άνδρες ανταλλάσσουν ασπασμό για το καλό της πατρίδας.
Στις 20 Ιουλίου με 60 περίπου άνδρες ξεκινάει από το Ναύπλιο για τη Στερεά Ελλάδα. Σαλαμίνα πρώτα, μετά στρατόπεδο στην Ελευσίνα.
Αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες για να συγκροτήσει στρατόπεδο ανάμεσα σε σκόρπιους και άνεργους οπλαρχηγούς που κατατρύχονταν από αντιζηλίες, εμπάθειες και προσωπικά μίση, σε χιλιάδες περιφερόμενους αγωνιστές, απομεινάρια διαφόρων διαλυμένων σωμάτων και κατάλοιπα μπουλουκιών στους οποίους βασιλεύει η αναρχία, και πολλές φορές ορμάνε και ληστεύουν τους κατοίκους.
          Συλλαμβάνει την ιδέα να χτυπήσει και να αποκόψει τις πηγές ανεφοδιασμού του Κιουταχή, και στις 25 Οκτωβρίου αφού αφήνει εφεδρείες στο στρατόπεδο της Ελευσίνας, ξεκινάει με 3.500 άνδρες για τη Ρούμελη που έχει σχεδόν υποταχθεί.
Στη Βοιωτία, Φθιώτιδα, Φωκίδα, ανακόπτει τις τούρκικες εφοδιοπομπές και συνεχίζει αήττητος.
Ύστερα από νικηφόρα πορεία και επιχειρήσεις τεσσάρων μηνών που πολλές φορές οι άνδρες του τον μεταφέρουν με φορείο λόγω της αρρώστιας του μέσα στα χιόνια σε δύσβατα σημεία, επιστρέφει στην Ελευσίνα νικητής.
   Έχει απελευθερώσει πολλές περιοχές στις οποίες άφησε φρουρές, και κυρίως, κατάφερε με τις νίκες του να αναστηλώσει το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων και να συνενώσει τις μαχόμενες ελληνικές δυνάμεις. Πολλοί καπεταναίοι και οπλαρχηγοί σπεύδανε κοντά του από την ώρα που έφθασε στο Δίστομο, ακόμα και Σουλιώτες, Τζαβέλλας, Μποτσαραίοι και άλλοι.
       Η ισχυρότερη, η ιστορική σύγκρουση με τις τούρκικες δυνάμεις έγινε στην Αράχοβα που τρέχουν οι Τούρκοι να τον εγκλωβίσουν, αλλά ο Καραϊσκάκης αποδεικνύεται πιο έξυπνος και με περισσότερες στρατηγικές ικανότητες από τον Μουστάμπεη έναν από τους καλύτερους Σωματάρχες του Κιουταχή, και «από το μεγαλύτερον οτζάκι της Αλβανίας», και άλλους ανώτατους αξιωματικούς και τους εγκλωβίζει εκείνος.
Οι μάχες συνεχίζονται επί εφτά ημερόνυχτα από τους αποκλεισμένους Αλβανούς του Μουστάμπεη στους γκρεμούς τρης Αράχοβας, με την χειμωνιάτικη παγωνιά  και το ψιλόχιονο σε υψόμετρο που ξεπερνάει τα 1000 μέτρα να μην αντέχεται, κι επί πλέον μάχονταν θεονήστικοι «χωρίς ψωμί χωρίς νερό και χωρίς κανέν φουσέκι», ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει την Αράχοβα και ζεσταίνονταν περιοδικά σε σπίτια, παγώσανε τα ντουφέκια και πολεμούσαν με τα σπαθιά.

Κιουταχής

Όταν δυσκόλεψε πολύ η κατάσταση οι Αλβανοί ζητήσανε να τους αφήσουν οι Έλληνες να φύγουν, και να τους αφήσουν κάποια εφόδια και ζώα μεταφοράς.
Ο Καραϊσκάκης απαίτησε να αφήσουν όπλα αποσκευές, εφόδια κλπ, και να φύγουν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Κι επί πλέον, να παραδώσουν τα Σάλωνα και τη Λειβαδιά. Οι όροι του Καραϊσκάκη θεωρήθηκαν εξευτελιστικοί από τους Αλβανούς και τους απέρριψαν. Αργότερα όμως που στριμώχτηκαν ακόμα περισσότερο ενώ είχε τραυματιστεί θανάσιμα και ο ίδιος ο Μουστάμπεης, βέβαιοι πλέον ότι έστω και αν επιχειρήσουν απεγνωσμένη έξοδο με τα σπαθιά δεν θα γλιτώνανε από το λεπίδι των Ελλήνων, στείλανε έναν προσκυνημένο με συνοδεία Αλβανών, με την εντολή να δώσει πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια στον Καραϊσκάκη και να τους επιτρέψουν να φύγουν ανενόχλητοι.
Οι Έλληνες όμως αξίωσαν και τα χρήματα, και τα όπλα τους, και τις αποσκευές τους, εφόδια μεταφορικά ζώα κλπ, και την παράδοση Σαλώνων και Λειβαδιάς. Κρατήσανε και τον απεσταλμένο που ο Καραϊσκάκης είχε προηγούμενα μαζί του, και αφήσανε τους συνοδούς του να επιστρέψουν.
    Οι Τουρκαλβανοί που δεν μπορούσαν να δεχτούν τέτοιον εξευτελισμό, βέβαιοι πλέον ότι δεν τους μένει άλλη λύση, επιχείρησαν άτακτη έξοδο με τα σπαθιά – παγωμένα τα ντουφέκια δεν δουλεύανε -  αλλά οι Έλληνες τους μακελέψανε, κάπου χίλια τριακόσια άτομα. Πιάσανε και 200 αιχμαλώτους αλλά τους σφάξανε.
Πέρα από τα λάφυρα που πήραν οι Έλληνες, οπλισμός, εφόδια, αποσκευές, ζώα μεταφοράς και άλογα (εθησαύρισαν όλοι εξ ίσου οι Έλληνες από λάφυρα, ασημένια όπλα, χρυσά φορέματα), στήσανε πυραμίδα από 300 κεφάλια Αλβανών, και στη βάση της τοποθετήσανε πινακίδα που έγραφε: «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωμανών ανεγερθέν κατά το 1826 έτος Νοέμβρίου 24 εν Αράχωβα». Οι μνήμες από τη σφαγή στο Μεσολόγγι ήταν νωπές ακόμα.
Ο Καραϊσκάκης μαζί με την αναφορά του προς την κυβέρνηση που την συνυπογράφουν και 94 συμπολεμιστές καπεταναίοι και οπλαρχηγοί, έστειλε τα κεφάλια του Μουστάμπεη και του Κεχαγιά, αλλά και άλλων Οθωμανών αξιωματούχων, όπως επίσης και μερικές εκατοντάδες αυτιά περασμένα σε μπουρλιές σαν τσαπελόσυκα.
Η ιστορική νίκη στην Αράχοβα είχε μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, θεωρήθηκε ως η δεύτερη επανάσταση της υποταγμένης Ρούμελης. Στην Αίγινα που ήταν η έδρα της κυβέρνησης έγινε επίσημη δοξολογία, χτυπούσαν οι καμπάνες, πραγματικό πανηγύρι. Το όνομα Καραϊσκάκης βρισκόταν στο στόμα όλων των Ελλήνων.

Ο Καραϊσκάκης στην Αράχοβα

Με την επιστροφή του από τη Ρούμελη στις 23 Φεβρουαρίου οργανώνει το στρατόπεδο στο Κερατσίνι και ετοιμάζεται για τη μεγάλη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Κιουταχή.
Σε μια μικροσυμπλοκή όμως στις 22 του Απρίλη, ο Καραϊσκάκης που έσπευσε να ηρεμήσει τα πνεύματα για να μην αρχίσει πρόωρα η σύγκρουση, τραυματίστηκε στη βουβωνική χώρα από πυροβολισμό, και την επομένη, ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής πέθανε. Πιστός στον εαυτό του μέχρι την ώρα που πέθαινε, δεν παρέλειψε να «στολίζει» κανονικά και να απειλεί τους δολοφόνους του: «Ξέρω τον αίτιο, κι αν ζήσω του παίρνω το χάκι (εκδίκηση) ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσουνε τον πούτζο κι αυτός, τι κέρδισε;». Κολ/κο σελ 109.
Πίστευε, και υπάρχουν υπόνοιες που ποτέ δεν αποδείχτηκαν, ότι υπεύθυνοι για τη δολοφονία του ήσαν οι Μαυροκορδάτος, Κόχραν και Τσώρτς.
        Ατρόμητος και ριψοκίνδυνος ο Καραϊσκάκης είχε «την αίγλην δαιμονίου ανθρώπου των όπλων», εθεωρείτο άνθρωπος προικισμένος με μοναδικές στρατηγικές ικανότητες. Ήταν παντρεμένος δυο φορές με την Εγκολπία Σκυλοδήμου και την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου και είχε τρία παιδιά: Πηνελόπη, Ελένη και τον Σπυρίδωνα.
Δυστυχώς η πορεία του στη Εθνική υπόθεση ήταν πολύ βραχεία, αν συνυπολογίσουμε και την συμμετοχή του στον εμφύλιο, ούτε δυόμισι χρόνια δεν κράτησε.