Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

Το όργωμα της γης και η σπορά

 

Σπορά


       Με το κυνήγι, καρπούς δένδρων, φρούτα, λαχανικά, γάλα τρεφόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος, μέχρι που κατά την νεολιθική εποχή (10.000 έως 3.000 π.χ.) όπως υπολογίζουν οι ειδικοί, ανακάλυψε την καλλιέργεια της γης και άρχισε να χρησιμοποιεί διάφορα πρωτόγονα εργαλεία για το σκάψιμο και το φύτεμα. Εργαλεία φτιαγμένα από οστά, λίθινα ή ξύλινα με λίθινη άκρη για τις ανάγκες της καλλιέργειας, μέχρι που κάνει την εμφάνισή του ο χαλκός (και ο σίδηρος αργότερα), και χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των εργαλείων, και η καλλιέργεια της γης γίνεται συστηματική, και το βασικό είδος παραγωγής.

 Η ανακάλυψη και χρήση του αλετριού, του αρότρου, βασικού εργαλείου καλλιέργειας της Γης υπολογίζεται κατά τη λίθινη εποχή, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία το χρησιμοποιούσαν γύρω στο 4000 π.χ. σε φυτείες σιταριού και κριθαριού. Με δυο βόδια να το σέρνουν, και τον γεωργό να τα οδηγεί.

Στον ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με τη Μυθολογία μας, η Δήμητρα που ήταν θεά της γεωργίας, της καλλιέργειας και της γονιμότητας, έδωσε εντολή σε έναν από τους τέσσερεις βασιλιάδες της Ελευσίνας τον Τριπτόλεμο, να φύγει με το ιπτάμενο άρμα της φορτωμένο με σιτάρι και να διδάξει και σε άλλους λαούς την καλλιέργεια της γης, την τέχνη της σποράς του σίτου και του θερισμού των χωραφιών.
Από τότε, κατά τον μήνα Πυανεψιώνα - μέσα Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Οκτωβρίου - καθιερώθηκε η εποχή της σποράς. Στους νεότερους χρόνους, και επειδή για τη σπορά απαιτείται προετοιμασία της γης, καθιερώθηκε το όργωμα που ξεκίναγε συνήθως μετά τα πρωτοβρόχια, κατά το Φθινόπωρο. Δύσκολα και πετρώδη τα χωράφια μας που προέρχονταν από εκχερσώσεις γεμάτες θάμνους και πέτρα, για να καλλιεργηθούν απαιτούσαν όργωμα από ζευγάρι, από αλέτρι δηλαδή που το σέρνανε δυο μουλάρια.
   
 Στα χωριά μας στην ορεινή Γορτυνία, , οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κυρίως τα μουλάρια για τις γεωργικές τους εργασίες που είναι πιο ανθεκτικά, και για την καλλιέργεια της γης με το αλέτρι. Κάθε σπίτι, σχεδόν κάθε νοικοκυριό είχε το μουλάρι του, κάποιοι όμως ευπορότεροι νοικοκυραίοι είχαν και δεύτερο. Φτωχότερα νοικοκυριά είχαν ένα γαϊδουράκι, σπανίως και δεύτερο, τα οποία αν ήσαν λίγα τα χωραφάκια τους μπορούσαν να τα ζέψουν στο αλέτρι και να τα οργώσουν, ήσαν όμως πολύ πιο αργοκίνητα από τα μουλάρια. Για τους νοικοκυραίους που είχαν μόνο ένα μουλάρι και όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσαν να οργώσουν και να σπείρουν μόνοι τους, υπήρχε η λύση της Σεμπριάς. Συμφωνούσαν δηλαδή δυο νοικοκυραίοι να βάλει ο καθένας το μουλάρι του για να κάνουνε ζευγάρι και να οργώσουνε ,ή να σπείρουνε τα χωράφια τους. Υπήρχαν πάντα και οι μικρολεπτομέρειες, όπως, ότι δεν είχαν τα ίδια στρέμματα για όργωμα, ή τα χωράφια του ενός χρειάζονταν δυο τρία μεροκάματα περισσότερα με κασμά και ξινάρι, αλλά αυτά τα βρίσκανε μεταξύ τους οι Σέμπροι και τα συμφωνούσαν. Μια άλλη λύση ήταν οι δανεικαριές, που σήμαινε ότι έδινε κάποιος το μουλάρι του για δέκα ημέρες σε έναν συγχωριανό του να κάνει ζευγάρι για όργωμα και σπαρτό, θα του έδινε κι εκείνος το δικό του για άλλες τόσες μέρες. Κάποιοι ακόμα, ανάλογα τις ανάγκες που είχαν, μπορούσαν να πληρώσουν κάποια μεροκάματα για ένα μουλάρι για να κάνουν τη δουλειά τους.
  
Μονοζεύλι

Σπάνιες ήσαν οι περιπτώσεις που μπορούσε κάποιος να δουλέψει με ένα μουλάρι το αλέτρι. Μονοζεύλι το λέγανε, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά. Για να σπείρει κανείς με μονοζεύλι, να οργώσει δηλαδή με ένα μουλάρι στο αλέτρι, έπρεπε να κάνει ειδική κατασκευή στο αλέτρι αλλά κυρίως, και πολύ σπάνιο, να είναι το χώμα αφράτο.

Με τα πρωτοβρόχια λοιπόν κατά το Σεπτέμβρη το όργωμα, και έπρεπε να βρέξει αρκετά για να ποτίσει η γη που είχε ξεραθεί από το καλοκαίρι, να φουσκώσει το χωράφι για να μπορεί το αλέτρι να το ανοίξει, να το αυλακώσει. Περνάγανε και δεύτερο χέρι το όργωμα, και τρίτο καμιά φορά, το διβόλισμα ή τριβόλισμα όπως το λέγανε, για να σκαφτεί καλά και να αναγουμιστεί το χώμα, να ανακατωθεί και να ανασάνει. Να διαλύσουν οι χωμάτινες μπάλες και τα κουτρούλια, οι υπερμεγέθεις σβόλοι, να αεριστεί και να λιαστεί. Αλλά όχι σπάνια, οι βροχές δεν έρχονταν όπως τις περίμενε η αγροτιά, και αυτή η αβεβαιότητα για το πότε θα βρέξει για να προλάβουν να τελειώσουν οργώματα και σπαρτά προτού πιάσει η βαρυχειμωνιά, έφερνε πολλές στενοχώριες.

Αφού τελείωνε το όργωμα και ξεκουραζόταν λίγο το χώμα ακολουθούσε η σπορά, το σπαρτό όπως το λέγαμε εμείς, που σπέρνανε σιτάρια, κριθάρια βρόμη, σίκαλη. Διαδικασία που ξεκίναγε κατά τα μέσα του Οχτώβρη και τελείωνε μέσα στο Νοέμβρη, το πολύ να τράβαγε μέχρι τις αρχές του Δεκέμβρη. Αλέτρι, κασμάδες και ξινάρια, έπρεπε να έχουν περάσει από έλεγχο και να είναι έτοιμα για δουλειά - οι καλοί νοικοκυραίοι τα περνούσαν από το γύφτο για ατσάλωμα αν ήταν ανάγκη - και ο σπόρος κοσκινισμένος και έτοιμος, διαλεγμένος από το αλώνι, από το καιρό που αλωνίστηκε το σιτάρι. Βάζανε και κάνα καρύδι, σκόρδο ή ρόδι μέσα στο τσουβάλι για να πάει καλά η σοδειά.

Οι Ψαραίοι βγάζαμε καλό σιτάρι φημισμένο στην περιοχή, το Μαυραγάνι. Το σπυρί του ήταν μεγάλο, ξεχώριζε. Έρχονταν από τα χαμηλότερα χωριά και προμηθεύονταν το σπόρο από του Ψάρι. 

Κατά τις ημέρες του σπαρτού τα ζα τα ταΐζανε από τη νύχτα για να αντέξουν τον κάματο του αλετριού ολόκληρη την ημέρα, και το ξεκίνημα για το χωράφι που ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία έπρεπε να γίνεται πολύ πρωί προτού βγει ο ήλιος. Ο νοικοκύρης, αν είχε και κάνα μεγαλούτσικο παιδί από οχτώ – δέκα χρονών και πάνω ήταν μια βοήθεια, αλλιώς, το πάλευε μόνος του. Έπρεπε να βγάλει τα μουλάρια από το κατώι, να τα σαμαρώσει, να φορτώσει αλέτρι και εργαλεία, το τσουβάλι με το σπόρο, μια βαρέλα με νερό, τα σακούλια με τα απαραίτητα συμπράγκαλα, τους ντορβάδες των ζωντανών με το κριθάρι που θα τρώγανε στο διάλειμμα ή κατά την ώρα που θα σταματάγανε για φαγητό το μεσημέρι.
Η νοικοκυρά που είχε σηκωθεί από δυο ώρες νύχτα, με τη βοήθεια που της έδινε μια λάμπα πετρελαίου και το αμυδρό φως από τα ξύλα που έκαιγε το τζάκι, αγωνιζόταν να ετοιμάσει ένα ζεστό τραχανά που θα τρώγανε προτού ξεκινήσουν, αλλά και το φαγητό που θα παίρνανε στο χωράφι για να φάνε το μεσημέρι. Είχε να συμμαζέψει το νοικοκυριό, να καθαρίσει και να αλλάξει το μωρό που είχε στο μπεσίκι, να ετοιμάσει και τη Νάκα για να το πάρουν μαζί τους.

Ένα σοβαρό πρόβλημα κατά την εποχή του σπαρτού ήταν τα παιδιά. Οι οικογένειες ήσαν πολυμελείς εκείνα τα χρόνια, οι γυναίκες είχαν μεγάλη θνησιμότητα ( από την καλοπέραση) και οι άνδρες παντρεύονταν δυο και τρεις φορές. Και αφού τηλεόραση και ηλεκτρικό δεν είχαν, ξαπλώνανε νωρίς και αραδιάζανε παιδιά που «τα έδινε ο θεός», και κάθε οικογένεια είχε από πέντε μέχρι οχτώ παιδιά κατά μέσο όρο. 
Αν στην οικογένεια υπήρχε παππούς και γιαγιά βοηθάγανε, είχανε το νου τους στα παιδιά και δεν υπήρχε πρόβλημα όταν οι γονείς λείπανε στα χωράφια. Αν δεν υπήρχαν παππούδες η κατάσταση ήταν δύσκολη. Εκείνα που πηγαίνανε σχολείο μένανε μόνα τους προσέχοντας το ένα το άλλο, ενώ τα μικρότερα τα παίρνανε οι γονείς μαζί τους στο χωράφι.

Ξεκίναγε λοιπόν η κουστωδία με το νοικοκύρη να κουμαντάρει τα φορτωμένα ζωντανά, κάνα δυο μαρτινάκια ( = γίδα ή προβατίνα οικόσιτες) που τα είχανε για να πίνουν γάλα τα παιδιά, δεμένα πίσω από τα μουλάρια με τριχιά, η μικρομάνα νοικοκυρά με τη Νάκα με το μωρό στην πλάτη, την τέσα με το φαγητό στο ένα χέρι, και ένα τρίχρονο ή τετράχρονο παιδί στο άλλο της χέρι. 

Το σαμάρι γίνεται μπεσίκι
Και όταν φτάνανε στο χωράφι, διαλέγανε να ξεφορτώσουνε σε μια άκρη κοντά σε δασάκι. Καθώς ο άντρας ξεφόρτωνε το αλέτρι, το σπόρο και τα συμπράγκαλα και τα έβανε στην άκρη, η γυναίκα δίπλωνε μια τριχιά σε δυο κοντινά δέντρα και έφτιαχνε την κούνια που μέσα της τοποθετούσε τη Νάκα με το μωρό. Ένα είδος αιώρας σε ένα μέτρο ύψος πάνω από το έδαφος, για να μπορεί να το περιποιείται και να μην κινδυνεύει από τα ζούδια. Αν δεν υπήρχε όμως ευκολία για κούνια, γυρνάγανε ανάποδα το σαμάρι του μουλαριού σαν πρόχειρο μπεσίκι, και τοποθετούσαν εκεί μέσα τη Νάκα με το μωρό.  Το πρόσεχε το μεγαλύτερο αδελφάκι του κουνώντας και την κούνια του κάπου κάπου, και βέβαια, σε όποιο σημείο του χωραφιού και να βρισκόταν αργότερα η μάνα του με τον κασμά στο χέρι, είχε το νου και το βλέμμα της πάνω του, και πεταγόταν κοντά του να του προσφέρει με το βυζί της το μητρικό γάλα.

        Ο νοικοκύρης πέρναγε λαιμαριές και λουριά στα μουλάρια και τα έζευε με το αλέτρι. Έπιανε και τη Βίτσα ή το καμουτσί του – για τα βόδια χρησιμοποιούσαν τη Βουκέντρα - που στο πίσω μέρος του είχε εφαρμόσει την ξιόνα, ένα σιδερένιο εξάρτημα για να απομακρύνει τις λάσπες και τους σβόλους το χώμα από το υνί, και οδηγούσε το ζευγάρι στην κόλαρη, στην πρώτη πεζούλα από την οποία θα ξεκίναγε. Αν το χωράφι ήταν επικλινές με πεζούλες ανάμεσα, έσπερνε και όργωνε την κάθε πεζούλα μέχρι να τελειώσει. Αν η πεζούλα εκτεινόταν σε μεγάλη επιφάνεια, την έσπερνε και την όργωνε ανά μια σποριά. Και επίπεδο όταν ήταν το χωράφι και δεν είχε πεζούλες, το έσπερνε μία – μία σποριά.  Τράβαγε με το ζευγάρι μια αυλακιά και χώριζε ένα επίμηκες τμήμα στο χωράφι – μια σποριά το λέγανε – όσο υπολόγιζε ότι θα το οργώσει σε μια μιάμιση περίπου ώρα. Ζωνόταν μετά μια μεγάλη ποδιά, γονάτιζε και έβαζε μέσα της τον ανάλογο σπόρο από το τσουβάλι. Σταυροκοπιόταν στρεφόμενος στην Ανατολή για να πάει καλά η ημέρα και η σοδειά, και ξεκινούσε τη διαδικασία της σποράς. Βούταγε το δεξί του χέρι στην ποδιά - κι ένα σακούλι έκανε για αυτή τη δουλειά - γεμίζοντας σπόρο τη χούφτα του και το τίναζε με επιδεξιότητα φροντίζοντας να ρίχνει απλωτά το σπόρο, έτσι ώστε, ούτε πυκνός να πέφτει, ούτε και αραιός. Σάρωνε με το μάτι του το χωράφι ελέγχοντας ότι δεν μένει ούτε ελάχιστο τμήμα, ούτε μια πατημασιά χωρίς σπόρο. Κι αφού τελείωνε αυτή η διαδικασία, έπιανε το αλέτρι και οδηγούσε το ζευγάρι στην αρχή της πεζούλας άκρη - άκρη στην κόλαρη για να ξεκινήσει το όργωμα.

Αλέτρι ξύλινο

Το όργωμα απαιτούσε επιδεξιότητα, δύναμη στα χέρια και στις πλάτες του ζευγολάτη, και γερά νεύρα.
Με το ένα χέρι στο χερούλι για να κουμαντάρει το αλέτρι και με το άλλο να κρατάει τα λουριά για να οδηγεί το ζευγάρι, ξεκινούσε την πρώτη αυλακιά στο κάτω μέρος της πεζούλας φροντίζοντας ώστε να μην μείνει ούτε μια σπιθαμή άσκαφτη από το υνί. Γιατί για παράδειγμα, αν η αυλακιά έμενε είκοσι - τριάντα εκατοστά μακριά από την πεζούλα που εκτεινόταν στα δεκαπέντε μέτρα, η επιφάνεια αυτή των τεσσάρων πέντε τετραγωνικών έπρεπε να σκαφτεί με τον κασμά για να μην μείνει ακαλλιέργητη και να σκεπαστεί ο σπόρος.

Η πρώτη αυλακιά στην αρχή της πεζούλας πολλές φορές ήταν και λίγο επεισοδιακή μέχρι να την βγάλουν πέρα τα ζωντανά. Τα ζόριζε ο ζευγολάτης να πιάσουν την άκρη οδηγώντας τα με τα λουριά που ξεκινούσαν από τις λαιμαριές τους, έκανε και τους κατάλληλους ελιγμούς με το αλέτρι για να πάει άκρη – άκρη το υνί, και οι φωνές και τα παραγγέλματά του κάποτε ακούγονταν χιλιόμετρα μακριά στο ξάγναντο. Φθάνοντας στο τέλος της η αυλακιά, έπρεπε να κάνουν μεταβολή τα ζωντανά για να συνεχίσουν με την καινούργια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Καθώς παίρνανε επί τόπου τη στροφή, με μια γρήγορη κίνηση ο ζευγολάτης σήκωνε στον αέρα σχεδόν την αλετροπόδα κρατώντας την από το χερούλι και κάρφωνε το υνί για το ξεκίνημα της επόμενης αυλακιάς, ακριβώς δίπλα από την προηγούμενη. Έπρεπε να τραβάει τις αυλακιές συμμετρικά τη μια δίπλα στην άλλη, για να ανασκάβεται και ανακατώνεται το έδαφος, να σκεπάζεται κανονικά ο σπόρος για να φυτρώσει σωστά.

Δύσκολα και πετρώδη καθώς ήσαν τα χωράφια μας, το αλέτρι δεν μπορούσε να σκάψει ρίζα – ρίζα σε μια μεγάλη πέτρα που βρισκόταν καταμεσής της πεζούλας, σε κάποιο βραχώδες σημείο, κοντά στα πεζούλια, σε σημεία που δεν μπορούσε να τα φτάσει το υνί. Και εκεί, αναλάμβαναν υπηρεσία οι κασμάδες και τα ξινάρια. Γιατί το χωράφι ήταν η ζωή τους, έδινε το ψωμάκι της χρονιάς, και έπρεπε να σκαφτεί μέχρι το τελευταίο εκατοστό για να φυτρώσει το ευλογημένο γέννημα που θα έδινα το πολύτιμο αλεύρι. Κασμά και ξινάρι στο χωράφι που χρειάζονταν χέρια για να τα δουλέψουν, και αν δουλευότανε με «σεμπριά» βολευότανε η κατάσταση, υπήρχαν περισσότερα χέρια, αλλιώς, τράβαγε το ζόρι η αγρότισσα που είχε και τη φροντίδα του μωρού στην κούνια. Να πετάγεται κάθε τόσο να το βλέπει, να το βυζάξει, να το κοιμίσει. Καμιά φορά τύχαινε να έχουν κάνα τσαπωμένο παιδί που δεν πήγαινε σχολείο, και μπορούσε να δουλέψει τον κασμά ή το ξινάρι, κι ακόμα στην ανάγκη πληρώνανε και κάποιον μεροκάματο. 

 Στα δικά μας τα χωράφια το σκάψιμο το έκανε ο κασμάς, το ξινάρι χρησίμευε κυρίως για να κυνηγάνε και να διαλύουνε τους μεγάλους σβόλους από χώμα, αγριόχορτα κλπ. Τελειώνοντας η πεζούλα ή η σποριά, ξεκίναγε η ίδια διαδικασία για την επόμενη, και κάπως έτσι τράβαγε η δουλειά ολόκληρη την ημέρα, ήλιο με ήλιο όπως λέγανε εκείνες τις εποχές Σταματάγανε για φαγητό όταν μεσημέριαζε φροντίζοντας να τελειώνει και το όργωμα της σποριάς παράλληλα, για να μην τρώνε το σπόρο τα πουλάκια του θεού. Κρεμάγανε τους ντορβάδες με το κριθάρι στα ζωντανά για να φάνε κι εκείνα έτσι ζεμένα όπως ήταν και να πάρουνε μια ανάσα, και καμιά φορά αν έλειπε το κριθάρι ή και η βρόμη, τους ρίχνανε μια αγκαλιά φύλα – κορμούς και φύλλωμα ξερό από καλαμπόκι – ή λίγο άχυρο. Άπλωνε ένα μικρό στρωσίδι κατάχαμα η νοικοκυρά, κάθονταν γύρω γύρω μικροί μεγάλοι και απολάμβαναν το φαγητό τους. Λιγόωρη ανάπαυλα και πάλι δουλειά, και όταν βράδιαζε φορτώνανε τα συμπράγκαλα και παίρνανε το δρόμο για το χωριό.

Η Νάκα

Με τα αραποσίτια, η διαδικασία της σποράς που γινόταν κατά τον Απρίλιο όταν ζέσταινε ο καιρός, ήταν πιο απλή. Δεν είχε ανάγκη από πολύ κασμά.  
Και καθώς το χωράφι ήταν ποτισμένο όλο κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το χώμα ήταν μαλακό και το αυλάκι άνοιγε εύκολα  χωρίς να ταλαιπωρεί τα μουλάρια και τον ζευγολάτη. Τη δυσκολία περισσότερο την είχε ο πιτσιρικάς που έριχνε το σπόρο πίσω από το ζευγολάτη καθώς το υνί άνοιγε το αυλάκι, γιατί έπρεπε από τα δάχτυλά του να φεύγει ένα - ένα σπυρί ανά σαράντα έως πενήντα εκατοστά.

Όταν για πρώτη φορά με έβαλε ο πατέρας μου – πέντε περίπου χρόνων θα ήμουνα - να ρίξω σπόρο, 
για να μου δώσει να καταλάβω πόσο προσεκτικός πρέπει να είμαι, και να μην πέφτουν περισσότερα από ένα σπυριά από τα χέρια μου, είχε σκαρφιστεί μια ωραία ιστοριούλα. Εκτός του ότι ήταν μεγάλη αμαρτία από το θεό να μην πέφτουν σωστά τα σπυριά στο αυλάκι μου είχε πει, ήταν και μεγάλος ο κίνδυνος για το παιδί που έριχνε το σπόρο απρόσεχτα, να πεθάνει κάποιος συγγενής του.
. Καταλαβαίνετε λοιπόν την τρομάρα μου αν εκεί καθώς έριχνα το αραποσίτι μου πέφτανε στο αυλάκι δυο σπυριά μαζί. Έντρομος έσκυβα αυτομάτως και μάζευα το δεύτερο σπυρί, βέβαιος πλέον ότι δεν θα πεθάνει ο πατέρας μου, και ότι το αραποσίτι θα φυτρώσει σωστά και θα είναι άφθονη η παραγωγή.

Σημ. Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.













Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Το ξύλινο αλέτρι στην καλλιέργεια της Γης

 


Είναι το γεωργικό εργαλείο που και με τη βοήθεια δυο ζωντανών – βόδια, μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια – που το σέρνουν, από αρχαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο για να καλλιεργεί τη Γη. Η χρήση του χάνεται στα βάθη των αιώνων, και από πολλούς θεωρείται ως το βασικό εργαλείο με το οποίο έγινε η πρώτη παγκόσμια γεωργική πολιτιστική επανάσταση κατά τον 12ο αιώνα π.χ. όταν ο άνθρωπος σταμάτησε να περιφέρεται και επέλεξε μόνιμους τόπους διαμονής.
                   Με το κυνήγι, καρπούς δένδρων, φρούτα, λαχανικά, γάλα τρεφόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος, μέχρι που κατά την νεολιθική εποχή (10.000 έως 3.000 π.χ.) όπως υπολογίζουν οι ειδικοί ανακάλυψε την καλλιέργεια της γης, και άρχισε να χρησιμοποιεί διάφορα πρωτόγονα εργαλεία για το σκάψιμο και το φύτεμα. Εργαλεία φτιαγμένα από οστά, λίθινα ή ξύλινα με λίθινη άκρη για τις ανάγκες της καλλιέργειας, μέχρι που κάνει την εμφάνισή του ο χαλκός (και ο σίδηρος αργότερα), και χρησιμοποιείται στην κατασκευή των εργαλείων.
Το αλέτρι, μπορεί στην αρχή να ήταν ένα κυρτό ξύλο που το τραβούσε ο άνθρωπος, και με το πέρασμα των αιώνων εξελίχτηκε. Ιδιαίτερα μετά τη λίθινη εποχή που ανακαλύπτεται ο σίδηρος.
      Η ανακάλυψη και χρήση του αλετριού, του αρότρου, υπολογίζεται κατά τη λίθινη εποχή, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία το χρησιμοποιούσαν γύρω στο 4000 π.χ. σε φυτείες σιταριού και κριθαριού. Με δυο βόδια να το σέρνουν, και τον γεωργό να τα οδηγεί.
Πιθανολογείται ότι σε ήμερα εδάφη στα πρώτα χρόνια της χρήσης του μπορεί να το έσερνε και ο άνθρωπος μόνος του, ώσπου να ανακαλύψει το ζέψιμο των ζώων. Θυμάμαι κατά το 1943 που οι Γερμανοί είχαν υποδουλώσει τη χώρα μας και είχαν επιτάξει τα μουλάρια για τις μεταφορικές ανάγκες των στρατευμάτων τους, τριαντάρης τότε ο πατέρας μου, δοκίμασε να οργώσει τη Ρούγα σέρνοντας το αλέτρι μόνος του, με τη γυναίκα του να κρατάει το χερούλι και το αλέτρι σε ισορροπία, Από φυσικού του όμως σκληρό το έδαφος της Ρούγας, παρόλο που ο πατέρας μου ήταν σκληροτράχηλος και χειροδύναμος, δεν κατάφερε να τραβήξει ούτε μια αυλακιά της προκοπής, και εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Ένας φίλος του από κοντινό χωριό, ο Δαυλόγιαννης από την Κοκκινοράχη, έφερε τα βόδια του εκείνη τη χρονιά και όργωσε τα χωράφια του πατέρα μου.
                 Πληροφορίες για το αλέτρι, τη χρήση και την κατασκευή του υπάρχουν στον Ησίοδο, στα «Έργα και ημέρες» του, ενώ και στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια γίνεται αναφορά στο «πηκτρόν άροτρο», ένα πιο σύγχρονο και ανθεκτικό αλέτρι, που δύσκολα έσπαζε, κλπ.
Το αλέτρι είναι ξύλινο εργαλείο με σιδερένιο το υνί που σκίζει το έδαφος, και το σέρνουν ένα ζευγάρι βόδια, άλογα, μουλάρια, ή γαϊδούρια.
Σε περιπτώσεις όμως που το χωράφι ήταν ήμερο και καλοδουλεμένο, μπορούσε να δουλέψει και το λεγόμενο μονοζεύλι, να σέρνει δηλαδή το αλέτρι ένα μόνο του ζωνρτανό.
Μέχρι τον 15ο π.χ. αιώνα που ανακαλύφθηκε ο σίδηρος, οπότε ξεκίνησε η κατασκευή αλετριών από σίδηρο, και αργότερα με την ανακάλυψη του τρακτέρ προσαρμόζεται και δουλεύει με … βιομηχανική ιπποδύναμη.
         Κατά καιρούς εφαρμόστηκαν διάφοροι τύποι αλετριού στην καλλιέργεια για διάφορες χρήσεις, όπως για παράδειγμα, είχαν εφαρμόσει ένα χωνί πάνω στο υνί για να ρίχνει το σπόρο κατά τη διάρκεια του οργώματος.
                                 Στα καθ’ ημάς στο ελλαδικό χώρο, στη γεωργία και την καλλιέργεια κυριαρχεί με διάφορες εκδοχές ο μύθος του Τριπτόλεμου και της θεάς Δήμητρας.
Σύμφωνα λοιπόν με ένα μύθο των Ελευσίνιων Μυστηρίων, σε μια από τις περιπλανήσεις της με το ιπτάμενο άρμα της που το σέρνανε φτερωτοί δράκοντες, η θεά Δήμητρα προσγειώθηκε κοντά στο Καλλίχορον φρέαρ «στην αγέλαστο πέτρα» στην Ελευσίνα. Και επειδή έμεινε ευχαριστημένη από τη φιλοξενία που της παρείχαν, ύστερα και από πολλές … μυθολογικές εκδοχές, η Δήμητρα που ήταν θεά της γεωργίας, της καλλιέργειας και της γονιμότητας, έδωσε εντολή σε έναν από τους τέσσερεις βασιλιάδες της Ελευσίνας τον Τριπτόλεμο, να φύγει με το άρμα της φορτωμένο με σιτάρι και να διδάξει και σε άλλους λαούς την καλλιέργεια της γης, την τέχνη της σποράς του σίτου και του θερισμού των χωραφιών.
       Στην περιήγησή του σε διάφορες χώρες - ακόμα και στη Συρία έφθασε - ο Τριπτόλεμος αντιμετώπισε αντιδράσεις και κινδύνους, ακόμα και για την ίδια του τη ζωή, αλλά η θεά Δήμητρα τον προστάτεψε. Τέτοια, ή παράλληλες περίπου εκδοχές καταγράφονται στη Μυθολογία και άλλων λαών, και στην Κινέζικη παράδοση.

Σιδερένιο αλέτρι.Εικόνα από διαδίκτυο
Στη Γορτυνία, στα χωριά της πάνω Ηραίας μέχρι τα μέσα σχεδόν του περασμένου αιώνα, το πολύ και τη δεκαετία του ’60 που σταμάτησαν οι γεωργικές δραστηριότητες λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης, , χρησιμοποιούσαν το ξύλινο αλέτρι που το σέρνανε μουλάρια ή βόδια. Αποτελείται δε το αλέτρι από τα εξής μέρη: Την αλετροπόδα σε σχήμα ορθής γωνίας που πάνω της στηρίζεται ολόκληρο το εργαλείο, το σταβάρι, το χερουλάτη ή χερούλι, τη σπάθα, τα φτερά και το υνί.
                   Το αλέτρι και όλα τούτα τα εξαρτήματα μην φανταστείτε ότι μπορούσε ο γεωργός να τα αγοράσει από κάπου. Έπρεπε να βρει τα κατάλληλα ξύλα στα δάση στην περιοχή του χωριού του, και με μοναδικά εργαλεία ένα χειροπρίονο και ένα σκεπάρνι, κόβοντας και πελεκώντας με υπομονή και επιμονή να τα διαμορφώσει στις σωστές τους διαστάσεις και να τα συναρμολογήσει. Μόνο το υνί που ήταν σιδερένιο έπρεπε να προμηθευτεί από γύφτο.
    Από αιώνων επικρατεί η άποψη ότι καλύτερο ξύλο για το αλέτρι είναι το πουρνάρι – αυτό άλλωστε συνιστά και ο Ησίοδος – αλλά, στην ανάγκη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο πλάτανος που είναι ανθεκτικό και καλοδούλευτο ξύλο, όπως επίσης και το σφεντάμι, η αγριελιά κλπ.
Στα χωριά μας αφθονεί το πουρνάρι, έχουμε όμως και πλατάνια και σφεντάμια.
Σε πουρνάρι κυρίως ο γεωργός έπρεπε να επισημάνει ένα κορμό είκοσι περίπου εκατοστών πάχους και ενάμισι τουλάχιστον μέτρου μήκος, από τον οποίο σε σχήμα ορθής γωνίας να ξεκινάει ένα παρακλάδι πάχους περίπου 10 εκατοστών. Θα κόψει τον κορμό με τσεκούρι ή χειροπρίονο, φροντίζοντας να είναι πανσέληνος όταν κάνει αυτή τη δουλειά, θα τον ξακρίσει σε διαστάσεις ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά τουλάχιστον από τη μία την πιο χοντρή πλευρά, γύρω στα τριάντα με σαράντα εκατοστά από την λεπτότερη πλευρά, και έχει στα χέρια του το ξύλο με το οποίο θα φτιάξει την αλετροπόδα που είναι και το βασικότερο εξάρτημα του αλετριού. Θα το φορτώσει στο μουλάρι του ή θα το φορτωθεί ο ίδιος στον ώμο του και θα το μεταφέρει στο χωριό. Με την ησυχία του όποτε έχει χρόνο με υπομονή και επιμονή θα πελεκήσει το ξύλο με το σκεπάρνι του, και με τη βοήθεια ενός ξυλοφάγου (αρνάρι το λέγανε στο χωριό μας) θα διαμορφώσει την αλετροπόδα που πάνω της στηρίζεται το αλέτρι, ανοίγοντας παράλληλα κει τρεις τρύπες πάνω της με ένα σκαρπέλο.
                          Στην πρώτη τρύπα, ακριβώς στο σημείο που σχηματίζει γωνία το ξύλο, θα εφαρμόσει το χερούλι ή χερουλάτη, γύρω στο ένα μέτρο ύψος με μια λαβή δέκα δεκαπέντε εκατοστών, με το οποίο κουμαντάρει το αλέτρι και το ζευγάρι κατά τη διάρκεια του οργώματος.
Επειδή το σημείο δέχεται πολύ πίεση, θα το εφαρμόσει καλά πάνω στην όρθια πλευρά της αλετροπόδας, ενισχύοντας τη σύνδεση με δυο τρεις συνδέσμους από λαμαρίνα.
Στη δεύτερη τρύπα κοντά στη γωνιά θα «φυτέψει» το σταβάρι που έχει επιλέξει με τον ίδιο τρόπο και το έχει πελεκήσει και λειάνει υπομονετικά φροντίζοντας να του ανοίξει με το σκαρπέλο και την σχετική τρύπα για να περάσει η σπάθα
Το σταβάρι είναι ένα μακρύ ξύλο, κάτι σαν κυρτό δοκάρι δύο δυόμισι περίπου μέτρων μήκους και οχτώ με δέκα εκατοστά πάχους που συνδέει το αλέτρι με το ζευγάρι ( τα ζα, τα ζωντανά, τα δυο μουλάρια, άλογα, βόδια ή γαϊδούρια),
Θα στερεώσει το σταβάρι στην αλετροπόδα περνώντας από την τρύπα τη σπάθα και θα την στερεώσει με ξύλινες σφήνες, και στο σταβάρι και στην τρύπα της αλετροπόδας. Η σπάθα συνδέει το σταβάρι με την αλετροπόδα και το σταθεροποιεί, αλλά κανονίζει, ρεγουλάρει, και το βάθος που θα οργώνει το αλέτρι. Στην κατάληξη της αλετροπόδας θα εφαρμόσει τα φτερά, μια πελεκητή διχάλα που τοποθετείται κάτω από το υνί για να αναδεύει και να σκορπάει το χώμα καθώς το αλέτρι ανοίγει το αυλάκι. Τέλος, πάνω στα φτερά, στην άκρη της αλετροπόδας στερεώνεται το υνί, και το αλέτρι είναι έτοιμο.
Υπάρχει ακόμα ο ζυγός, ένα ξύλινο κοντάρι ενάμισι μέτρου μήκους που με ένα γάντζο συνδέεται πάνω στο σταβάρι, από το οποίο ξεκινούν τα λουριά που συνδέουν τα δυο ζωντανά που τραβάνε το αλέτρι. Περιττό να πούμε ότι με τον ίδιο τρόπο από τα δέντρα, προμηθευόταν ο γεωργός και τα στειλιάρια για τους κασμάδες και τα σκεπάρνια του.
Για να ζέψουν στο αλέτρι μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια, χρησιμοποιούσαν τις λαιμαριές από δέρμα και άχυρο που τις περνούσαν στο λαιμό τους, και σε γάντζους που τοποθετούσαν πάνω τους συνδέανε τα ζυγόσκοινα με το ζυγό και το αλέτρι για να μπορεί να τα οδηγεί ο ζευγολάτης.
        
Φωτό από διαδίκτυο
Για το ζέψιμο των βοδιών χρησιμοποιούσαν τη ζεύλα, ένα ξύλινο εξάρτημα ενάμισι περίπου μέτρου που το στερεώνουμε στο σβέρκο τους. Από τρύπες κατέβαζαν κάθετα από ένα ξύλο αριστερά και δεξιά του ζώου εβδομήντα ογδόντα περίπου εκατοστών μήκους και τριών πάχους, και κάτω από το λαιμό τους περνούσαν ένα λουρί από δέρμα ή σκοινί Μια ανεστραμμένη δηλ λαιμαριά. Κρατούσαν έτσι ενωμένο το ζευγάρι, και το συνδέανε με το σταβάρι. Ευνόητο είναι ότι το ζευγάρι, τα δύο ζωντανά δηλαδή που έζευε ο ζευγολάτης στο αλέτρι, έπρεπε να γνωρίζονται μεταξύ τους, να είναι περίπου ισοδύναμα, να έχουν δλδ την ίδια περίπου ηλικία για να ταιριάζουν και να μπορούν να ανταπεξέλθουν στον κάματο, να αποδώσουν καλύτερα.
Στο χωριό μας το Ψάρι Γορτυνίας, κάνα δυο οικογένειες τρέφανε βόδια για τις γεωργικές τους ανάγκες μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα. Επειδή η περιοχή είναι ορεινή και τα χωράφια μας σκληρά και πετρώδη, οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κυρίως τα μουλάρια για τις γεωργικές τους εργασίες που είναι πιο ανθεκτικά, και για την καλλιέργεια της γης με το αλέτρι. Κάθε σπίτι, σχεδόν κάθε νοικοκυριό είχε το μουλάρι του, κάποιοι όμως ευπορότεροι νοικοκυραίοι είχαν και δεύτερο.
Τα άλογα δεν τα προτιμούσαν στα χωριά μας λόγω του ορεινού ανάγλυφου, του άγριου τοπίου. Το άλογο ευδοκιμεί και αποδίδει σε ήρεμους τόπους, σε κάμπους, δεν κάνει για τα βουνά, δεν αντέχει και τις χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν στα ορεινά.
Ελάχιστες οικογένειες πιο φτωχότερες είχαν από ένα, και σπάνια δυο γαϊδουράκια για τις δουλειές τους. Που όμως ήσαν πιο αδύνατα και πολύ πιο αργοκίνητα από τα μουλάρια.
Δύσκολα και πετρώδη τα χωράφια μας που προέρχονταν από εκχερσώσεις γεμάτες θάμνους και πέτρα, για να καλλιεργηθούν απαιτούσαν όργωμα από ζευγάρι, από αλέτρι δηλαδή που το σέρνανε δυο ζωντανά. Χρειαζόταν αγώνας επίπονος με τη Γη από το πρωί ως το βράδυ στο χωράφι, για να σκαφτεί το έδαφος, να ανακατωθεί το χώμα, να αναγουμιστεί όπως λέγαμε στο χωριό, να το δει ο ήλιος, να αεριστεί.
Για τους νοικοκυραίους που είχαν μόνο ένα μουλάρι και όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσαν να οργώσουν και να σπείρουν μόνοι τους, υπήρχε η λύση της Σεμπριάς. Συμφωνούσαν δηλαδή δυο νοικοκυραίοι να βάλει ο καθένας το μουλάρι του για να κάνουνε ζευγάρι και να οργώσουνε ,ή να σπείρουνε τα χωράφια τους. Υπήρχαν πάντα και οι μικρολεπτομέρειες, όπως, ότι δεν είχαν τα ίδια στρέμματα για όργωμα, ή τα χωράφια του ενός χρειάζονταν δυο τρία μεροκάματα περισσότερα με κασμά και ξινάρι, αλλά αυτά τα βρίσκανε μεταξύ τους οι Σέμπροι και τα συμφωνούσαν.
          Μια άλλη λύση ήταν οι δανεικαριές, μου δίνεις δλδ το μουλάρι σου για δέκα ημέρες στο σπαρτό, σου δίνω κι εγώ το δικό μου για άλλες τόσες μέρες.
Κάποιοι ακόμα, ανάλογα τις ανάγκες που είχαν, μπορούσαν να πληρώσουν κάποια μεροκάματα για ένα μουλάρι για να κάνουν τη δουλειά τους.
Όταν ερχόταν ο καιρός για όργωμα ή για σπαρτό, ο νοικοκύρης έπρεπε να έχει έτοιμα και τα εργαλεία του. Το αλέτρι, τους κασμάδες και τα ξινάρια. Υνί κασμάδες και ξινάρια έπρεπε κατά περιόδους να περνάνε από γύφτο για να τα φρεσκάρει, να τα ατσαλώνει για να μπορούν να σκάβουν το χώμα.
΄Επρεπε επίσης να κάνει ένα πέρασμα από τα χωράφια που θα όργωνε για να τα καθαρίσει από πεσμένες πέτρες. Βουνά, λαγκάδια ρέματα και καταράχια, διαμορφώνουν το ανάγλυφο της περιοχής μας, και κατά το μεγαλύτερο μέρος τα χωράφια μας είναι κατηφορικά. Για να συγκρατήσουν τα χώματα οι γεωργοί και να μην τα παρασύρουν οι βροχές φτιάχνανε πεζούλες από ξερολιθιά που αφθονεί στην περιοχή, δημιουργώντας έτσι μικρά επίπεδα μέσα στο χωράφι που μπορούσαν να τα καλλιεργήσουν. Αυτές όμως οι πεζούλες εύκολα παθαίνανε ζημιές από τα βόδια, τα γαϊδουρομούλαρα και τα γιδοπρόβατα που βόσκιζαν ελεύθερα όταν τα χωράφια δεν ήταν σπαρμένα, γκρεμιζόντουσαν εδώ κι εκεί από τα ζωντανά που τις ροβολάγανε και γέμιζε το χωράφι πέτρες.
Γι αυτό το λόγο, προτού πάνε με το ζευγάρι για όργωμα έπρεπε να μαζεύουν τις σκόρπιες πέτρες για να είναι το χωράφι καθαρό. Και να ξεκωλώνουν τα παράσιτα που φύτρωναν εδώ κι εκεί, μουρτζιές, πουρνάρια, τέτοια.
                                  Στην εποχή μας το ξυλάλετρο που επί αιώνες όργωνε τη Γη και έζησε την ανθρωπότητα, δεν χρησιμοποιείται πλέον, η καλλιέργεια γίνεται με μηχανικά μέσα. Άλλαξαν οι εποχές και οι συνθήκες, εγκαταλείψαμε τις καλλιέργειες της Γης και προτιμάμε να τρώμε τα εισαγόμενα προϊόντα.
Πολλές φορές όταν από τη Γορτυνία κατεβαίνω προς την αρχαία Ολυμπία, με πιάνει κατάθλιψη καθώς παρατηρώ την ερημιά που επικρατεί στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού που κάποτε έσφυζε από ζωή και ανθούσαν οι καλλιέργειες, και στο πέρασμα των αιώνων έθρεψε χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπων.







Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΓΡΑΙΚΕΙΑ

 


Απο την Συνθήκη του Λονδίνου του 1832

                "Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη Χώρα στον πλανήτη που να γιορτάζει τόσο μονολιθικά τις ήττες και την σκλαβιά της, όσο η Γραικεία. Γιορτάζει το "ΟΧΙ του Μεταξά" ξεχνώντας ότι ήταν ένας δικτάτορας ο οποίος κανένα όχι δεν είπε- και δεν γιορτάζει την απελευθέρωση από την Γερμανική Κατοχή. 

Ο Μεταξάς έτρεμε στην σκέψη και μόνο, ενός πολέμου. Ασχέτως αν τα ΜΜΕ της εποχής διατυμπάνιζαν το υποτιθέμενο όχι του, η πραγματικότητα υπήρξε εντελώς διαφορετική.  Η απόφαση των Ιταλών ήταν ήδη ειλημμένη και η επίθεση προαποφασισμένη. Εξ ου και το τελεσίγραφο της Ιταλίας προς την Γραικεία. Ο τότε Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι γράφει στο ημερολόγιο του ότι σκεφτόταν μήπως "του μείνει το γεροντάκι στα χέρια" όταν ανακοίνωσε στον Μεταξά την, επί της ουσίας, κήρυξη πολέμου.

Κανένα «όχι» δεν ειπώθηκε. Ακόμα χειρότερα, καμία προετοιμασία δεν έγινε για σοβαρή αντίσταση στον επερχόμενο κατακτητή. Ο Παπάγος, αρχηγός του ΓΕΣ το 1940, δήλωνε στον επιτελάρχη συνταγματάρχη Γεωργούλη ότι "θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων", (Σ.Λιναρδάρος, "Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι μεγάλες δυνάμεις", σελ. 184).Οι εντολές που είχε πάρει ο στρατός ήταν αυτές. Και στρατός δεν υπήρχε εκεί που έπρεπε. "Την απρόκλητον Ιταλικήν επίθεσην της 28ης Οκτωβρίου υπέστη η Ελλάς ούσα σχεδόν ανεπιστράτευτος" αναφέρει και πάλι ο Παπάγος. Όταν οι απλοί στρατιώτες, οι ρακένδυτοι και πεινασμένοι,  άρχισαν να βάζουν σοβαρά τα γυαλιά στην Ιταλική πολεμική μηχανή, ο Μεταξάς άρχισε να χάνει τον ύπνο του. Στις 5 Δεκεμβρίου 1940 έγραφε στο ημερολόγιο του: "Συνεχείς νίκαι προχωρήσεως. Ανησυχία για το μέλλον μου».

Το κακό με τους Γραικούς είναι ότι έχουν κοντή μνήμη. Μνήμη χρυσόψαρου. Επιμένουν να δοξάζουν δικτατορίσκους/πολιτικάντηδες της δεκάρας. Να καταπίνουν αμάσητη την κυβερνητική προπαγάνδα. Να μην δέχονται ούτε καν μέσα τους, ότι οι ίδιοι σήκωσαν κεφάλι και νίκησαν τους Ιταλούς, ξυπόλυτοι, άοπλοι, πεινασμένοι- και παραβαίνοντας την επίσημη γραμμή του καθεστώτος. Δια της ίδιας λογικής ξεχνάνε και τον ρόλο των ...φιλελλήνων δολοφόνων του Έθνους κατά την διάρκεια της Κατοχής. Δολοφόνων από καταβολής του Έθνους. Και αφεντικών του Έθνους. Ενός Έθνους Γραικών.

Γραικοί. Greeks. Γραικεία. Greece. Από συστάσεως της, αυτό το όνομα έχει η δουλοπαροικία. Ελλάδα δεν υπάρχει. Ούτε Έλληνες. Τα περί Ελλάδος και Ελλήνων είναι για εσωτερική κατανάλωση μόνο. Γιατί Γραικεία; Μεγάλη, πονεμένη ιστορία...

«Γραικεία, διότι έτσι μας αποκαλούν τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης», επέμενε ο Διαμαντής ο Κοραής. Εν γνώση του της ζημιάς- αλλά πάλι, δεν ήταν η μόνη ζημιά που μας έκανε ο εν λόγω, οπότε τον καταλαβαίνω. Όσο για τα «φωτισμένα» έθνη της Ευρώπης, αποκαλούσαν τους ντόπιους Γραικούς, καθαρά υποτιμητικά. Ο Διαμαντής το γνώριζε. Του άρεσε να μελετάει ιστορία, άλλωστε, από τα εξωτερικά όπου ζούσε.

Από τον 8ο αιώνα ακόμα, οι Λατίνοι αποκαλούσαν τους ντόπιους Γραικύλους. Απαξιωτικός ο χαρακτηρισμός. Σήμαινε τον ξεπεσμένο, τον δουλοπρεπή. Οι Ρωμαίοι με την σειρά τους, θα τους αποκαλούσαν γραικούς, επειδή απέφευγαν την ευθεία αντιπαράθεση στη μάχη, στάση που για τον πολεμικό κώδικα των Ρωμαίων σήμαινε δειλία. Με την πάροδο του χρόνου, η λέξη γραικός θα σήμαινε τον επιπόλαιο και τυχοδιώκτη. Τον ελληνορθόδοξο έπειτα. Ένας διαρκής εξευτελισμός των Ελλήνων, του πολιτισμού τους και του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους. Με την βούλα πια και των ιδιοκτητών ετούτης της γης.

Το Προτεκτοράτο της Γραικείας γεννήθηκε εν μία νυκτί, με συναπόφαση Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας. Καμία επανάσταση δεν αναγνωρίστηκε. Κανένας αγώνα για ανεξαρτησία. Σκοπός της δημιουργίας του προτεκτοράτου, ως Βασιλείου μάλιστα, ήταν αφενός να ελεγχθούν οι τσογλαναραίοι κλέφτες και αρματωλοί που είχαν σηκώσει επικίνδυνα κεφάλι με αποτέλεσμα να αγχώνονται οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες και αφετέρου, να προσφερθεί ο θρόνος της δουλοπαροικίας στον Λεοπόλδο Σαξ Κόμπουργκ της Βασιλικής οικογένειας του Βελγίου, τον μετέπειτα "σφαγέα του Κονγκό". Ο Λεοπόλδος αρνήθηκε. Δεν γούσταρε την φτωχολογιά του νεοσύστατου προτεκτοράτου. Ευρήκε μάλιστα, προσβλητική την πρόταση. Για ποιόν με περάσατε, ωρέ και πάτε να μου πασάρετε την μπασκλασαρία? θα μπορούσε να έχει φωνάξει εξοργισμένος. Οπότε "χρεωθήκαμε" στον Βαυαρό Όθωνα. Και ξεκίνησε το παραμύθι... Η Γερμανική κουστωδία του ανήλικου Βασιλιά μας φόρεσε το Σύνταγμα (όπου εσχάτη προδοσία οριζόταν η όποια αντίδραση κατά του Βασιλιά) και το πρώτο "επίσημο" αναγκαστικό δάνειο της περαιτέρω υποδούλωσης μας στον Ευρωπαϊκό οχετό. Βασικός όρος του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του 1830 υπήρξε ο εξής: «Ο ηγεμών της Γραικείας και το Γραικικόν κράτος υποχρεούνται, προ παντός άλλου εξόδου, να αφιερώσουν τας πρώτας εισπράξεις του δημοσίου ταμείου εις την πληρωμήν των τόκων και του χρεολυσίου του δανείου που εγγυήθηκαν οι τρεις δυνάμεις».

Φυσικά, δεν ήταν το μόνο δάνειο αυτό. Ο αναγκαστικός δανεισμός κατά την διάρκεια του Αγώνα, έδινε και έπαιρνε. Δάνεια, δάνεια, δάνεια. Ων ουκ έστιν ο αριθμός. Με ληστρικά επιτόκια. Αλλά το συγκεκριμένο ήταν το επίσημο πρώτο. Και μαζί, παρά τρίχα φόρος υποτέλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την οποία οι μαμάδες του προτεκτοράτου καμία όρεξη δεν είχαν να τα χαλάσουν. Με το Πρωτόκολλο του 1829, η Γραικεία αποκτούσε καθεστώς αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία, έχοντας την υποχρέωση να καταβάλλει σ’ αυτή ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Αλλιώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν δεχόταν την …ανεξαρτησία μας- ασχέτως αν υποχώρησε τελικά, μετά την ήττα της από τη Ρωσία στον μεταξύ τους πόλεμο.

Τέτοιες επιτυχίες είχαμε. Τόσο μας υπολόγιζαν. Τόσο «ελεύθεροι» ξεκινήσαμε. Και τόσο «ελεύθεροι» συνεχίσαμε. Ενώ οι αληθινοί αγωνιστές του ’21 πέθαιναν στην ψάθα ή τους απαγχόνιζε δημόσια στην Χαλκίδα η Βαυαρική κουστωδία του Όθωνα, η 25η Μαρτίου ορίστηκε ως ημέρα ενάρξεως της "εθνοσωτηρίου επανάστασης" του 1821 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αρχηγό της Φιλικής Εταιρίας (μεγάλη μπίζνα η εταιριούλα αυτή, και βρώμικος ο ρόλος της, όπως και του εν λόγω). Επικυρώθηκε τελικά και επίσημα ως ημέρα εορτασμού της "επαναστάσεως" με το Βασιλικό Διάταγμα 980 / 15(27)-3-1838 της Κυβέρνησης Όθωνα και συγκεκριμένα του Γεώργιου Γλαράκη, Γραμματέα της Επικρατείας (υπουργού) επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών. Ο Γλαράκης υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρωσικού κόμματος, των Ναπαίων, που εκείνη την περίοδο απολάμβανε την εύνοια του Όθωνα. Ο δε Όθωνας προσπαθούσε να ενισχύσει τη δημοτικότητά του προσεταιριζόμενος την απήχηση των εκφραστών της Ορθοδοξίας, οπότε, ιδού η γιορτή-μείγμα θρησκείας και υποκρισίας. Ένας σκέτος κλαυσίγελος, αν έχεις μυαλό να τον συλλάβεις... Εγκαθιδρυθείσα από έναν φορετό Βασιλιά, η 25η Μάρτη της επαναστάσεως/στημένης για άλλους λόγους, σε ένα νεοσύστατο Προτεκτοράτο-αποτέλεσμα όχι της όποιας νικηφόρου επανάστασης (αστεία πράγματα), αλλά των ευρωπαϊκών πολιτικών παιχνιδιών που οδήγησαν στην ... επανάσταση κατά των Τούρκων για να έλθουν άλλοι αφεντάδες, γιόρταζε κάτι ανύπαρκτο.

 "Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης", που έγραψε και ο μπάρμπα-Γιάννης ο Μακρυγιάννης, ανάμεσα σε πολλά. Μα, αυτός ήταν εξ αρχής ο σκοπός, αγαπητέ. Το ξέρατε όλοι σας. Και αν δεν το ξέρατε, κακό του κεφαλιού σας- και όλων σας των απογόνων, που δεν εννοούν να μάθουν από τα παθήματα τους.

Μια μεγάλη απάτη, η καθοδηγούμενη "επανάσταση" του 1821, με τους "φιλέλληνες" να κόπτονται για την μοιρασιά της πίτας, αν αναλογιστεί κανείς ότι από το 1840 και μετά, Αγγλία, Ρωσία, Ιταλία, Βαυαρία και Γαλλία υπήρξαν σταθεροί συνέταιροι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Εξακολουθούν να είναι εταίροι της Τουρκίας, ειρήσθω εν παρόδω... Και οι Γραικοί εξακολουθούν να γιορτάζουν τις ήττες τους.

Με τις τυμπανοκρουσίες ακριβώς στα 200 χρόνια από το 1821, να πιάνουν επίπεδα παρανοικά στη δουλοπαροικία μας, έρχεται μια ακόμα επική σφαλιάρα. Ακριβώς όπως το έγραψε η εταιρία Callista (δημιουργός του πουγκιού-φουστανέλας της εθνικής μας Γιάννας), "ένα παιχνίδι αποδόμησης που υμνεί την επέτειο" βρίσκεται στα σκαριά. Και γιατί όχι. Γιατί όχι η Γιάννα Αγγελοπούλου των μεγάλων συμφερόντων με σιγκούνια και τσαντάκι ταιριαστό? Γιατί όχι ο Κούλης στο εξώφυλλο του ΒΗΜΑgazino ως Κολοκοτρώνης και η εν λόγω κυράτσα ως Μπουμπουλίνα? Αλλά κυρίως, γιατί όχι η Φον Ντερ Λάιεν, ο Μακρόν, ο Τζόνσον και ο Πούτιν ωσάν πρόσωπα-κλειδιά στο πάνελ των "ηρώων" του εξωφύλλου? Ετούτο το προτεκτοράτο υπήρξε το αποτέλεσμα των μυστικών συμφωνιών μεταξύ ευρωπαίων εμπόρων-οπορτουνιστών (βλέπε Φιλική Εταιρία) και τελικά, Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας. Ας τους υμνήσουμε, λοιπόν".

 Σημ: Το σημείωμα τούτο έγραψε η κόρη μου Γιαννούλα με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την έναρξη του Αγώνα.