Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

Το όργωμα της γης και η σπορά

 

Σπορά


       Με το κυνήγι, καρπούς δένδρων, φρούτα, λαχανικά, γάλα τρεφόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος, μέχρι που κατά την νεολιθική εποχή (10.000 έως 3.000 π.χ.) όπως υπολογίζουν οι ειδικοί, ανακάλυψε την καλλιέργεια της γης και άρχισε να χρησιμοποιεί διάφορα πρωτόγονα εργαλεία για το σκάψιμο και το φύτεμα. Εργαλεία φτιαγμένα από οστά, λίθινα ή ξύλινα με λίθινη άκρη για τις ανάγκες της καλλιέργειας, μέχρι που κάνει την εμφάνισή του ο χαλκός (και ο σίδηρος αργότερα), και χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των εργαλείων, και η καλλιέργεια της γης γίνεται συστηματική, και το βασικό είδος παραγωγής.

 Η ανακάλυψη και χρήση του αλετριού, του αρότρου, βασικού εργαλείου καλλιέργειας της Γης υπολογίζεται κατά τη λίθινη εποχή, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία το χρησιμοποιούσαν γύρω στο 4000 π.χ. σε φυτείες σιταριού και κριθαριού. Με δυο βόδια να το σέρνουν, και τον γεωργό να τα οδηγεί.

Στον ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με τη Μυθολογία μας, η Δήμητρα που ήταν θεά της γεωργίας, της καλλιέργειας και της γονιμότητας, έδωσε εντολή σε έναν από τους τέσσερεις βασιλιάδες της Ελευσίνας τον Τριπτόλεμο, να φύγει με το ιπτάμενο άρμα της φορτωμένο με σιτάρι και να διδάξει και σε άλλους λαούς την καλλιέργεια της γης, την τέχνη της σποράς του σίτου και του θερισμού των χωραφιών.
Από τότε, κατά τον μήνα Πυανεψιώνα - μέσα Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Οκτωβρίου - καθιερώθηκε η εποχή της σποράς. Στους νεότερους χρόνους, και επειδή για τη σπορά απαιτείται προετοιμασία της γης, καθιερώθηκε το όργωμα που ξεκίναγε συνήθως μετά τα πρωτοβρόχια, κατά το Φθινόπωρο. Δύσκολα και πετρώδη τα χωράφια μας που προέρχονταν από εκχερσώσεις γεμάτες θάμνους και πέτρα, για να καλλιεργηθούν απαιτούσαν όργωμα από ζευγάρι, από αλέτρι δηλαδή που το σέρνανε δυο μουλάρια.
   
 Στα χωριά μας στην ορεινή Γορτυνία, , οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κυρίως τα μουλάρια για τις γεωργικές τους εργασίες που είναι πιο ανθεκτικά, και για την καλλιέργεια της γης με το αλέτρι. Κάθε σπίτι, σχεδόν κάθε νοικοκυριό είχε το μουλάρι του, κάποιοι όμως ευπορότεροι νοικοκυραίοι είχαν και δεύτερο. Φτωχότερα νοικοκυριά είχαν ένα γαϊδουράκι, σπανίως και δεύτερο, τα οποία αν ήσαν λίγα τα χωραφάκια τους μπορούσαν να τα ζέψουν στο αλέτρι και να τα οργώσουν, ήσαν όμως πολύ πιο αργοκίνητα από τα μουλάρια. Για τους νοικοκυραίους που είχαν μόνο ένα μουλάρι και όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσαν να οργώσουν και να σπείρουν μόνοι τους, υπήρχε η λύση της Σεμπριάς. Συμφωνούσαν δηλαδή δυο νοικοκυραίοι να βάλει ο καθένας το μουλάρι του για να κάνουνε ζευγάρι και να οργώσουνε ,ή να σπείρουνε τα χωράφια τους. Υπήρχαν πάντα και οι μικρολεπτομέρειες, όπως, ότι δεν είχαν τα ίδια στρέμματα για όργωμα, ή τα χωράφια του ενός χρειάζονταν δυο τρία μεροκάματα περισσότερα με κασμά και ξινάρι, αλλά αυτά τα βρίσκανε μεταξύ τους οι Σέμπροι και τα συμφωνούσαν. Μια άλλη λύση ήταν οι δανεικαριές, που σήμαινε ότι έδινε κάποιος το μουλάρι του για δέκα ημέρες σε έναν συγχωριανό του να κάνει ζευγάρι για όργωμα και σπαρτό, θα του έδινε κι εκείνος το δικό του για άλλες τόσες μέρες. Κάποιοι ακόμα, ανάλογα τις ανάγκες που είχαν, μπορούσαν να πληρώσουν κάποια μεροκάματα για ένα μουλάρι για να κάνουν τη δουλειά τους.
  
Μονοζεύλι

Σπάνιες ήσαν οι περιπτώσεις που μπορούσε κάποιος να δουλέψει με ένα μουλάρι το αλέτρι. Μονοζεύλι το λέγανε, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά. Για να σπείρει κανείς με μονοζεύλι, να οργώσει δηλαδή με ένα μουλάρι στο αλέτρι, έπρεπε να κάνει ειδική κατασκευή στο αλέτρι αλλά κυρίως, και πολύ σπάνιο, να είναι το χώμα αφράτο.

Με τα πρωτοβρόχια λοιπόν κατά το Σεπτέμβρη το όργωμα, και έπρεπε να βρέξει αρκετά για να ποτίσει η γη που είχε ξεραθεί από το καλοκαίρι, να φουσκώσει το χωράφι για να μπορεί το αλέτρι να το ανοίξει, να το αυλακώσει. Περνάγανε και δεύτερο χέρι το όργωμα, και τρίτο καμιά φορά, το διβόλισμα ή τριβόλισμα όπως το λέγανε, για να σκαφτεί καλά και να αναγουμιστεί το χώμα, να ανακατωθεί και να ανασάνει. Να διαλύσουν οι χωμάτινες μπάλες και τα κουτρούλια, οι υπερμεγέθεις σβόλοι, να αεριστεί και να λιαστεί. Αλλά όχι σπάνια, οι βροχές δεν έρχονταν όπως τις περίμενε η αγροτιά, και αυτή η αβεβαιότητα για το πότε θα βρέξει για να προλάβουν να τελειώσουν οργώματα και σπαρτά προτού πιάσει η βαρυχειμωνιά, έφερνε πολλές στενοχώριες.

Αφού τελείωνε το όργωμα και ξεκουραζόταν λίγο το χώμα ακολουθούσε η σπορά, το σπαρτό όπως το λέγαμε εμείς, που σπέρνανε σιτάρια, κριθάρια βρόμη, σίκαλη. Διαδικασία που ξεκίναγε κατά τα μέσα του Οχτώβρη και τελείωνε μέσα στο Νοέμβρη, το πολύ να τράβαγε μέχρι τις αρχές του Δεκέμβρη. Αλέτρι, κασμάδες και ξινάρια, έπρεπε να έχουν περάσει από έλεγχο και να είναι έτοιμα για δουλειά - οι καλοί νοικοκυραίοι τα περνούσαν από το γύφτο για ατσάλωμα αν ήταν ανάγκη - και ο σπόρος κοσκινισμένος και έτοιμος, διαλεγμένος από το αλώνι, από το καιρό που αλωνίστηκε το σιτάρι. Βάζανε και κάνα καρύδι, σκόρδο ή ρόδι μέσα στο τσουβάλι για να πάει καλά η σοδειά.

Οι Ψαραίοι βγάζαμε καλό σιτάρι φημισμένο στην περιοχή, το Μαυραγάνι. Το σπυρί του ήταν μεγάλο, ξεχώριζε. Έρχονταν από τα χαμηλότερα χωριά και προμηθεύονταν το σπόρο από του Ψάρι. 

Κατά τις ημέρες του σπαρτού τα ζα τα ταΐζανε από τη νύχτα για να αντέξουν τον κάματο του αλετριού ολόκληρη την ημέρα, και το ξεκίνημα για το χωράφι που ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία έπρεπε να γίνεται πολύ πρωί προτού βγει ο ήλιος. Ο νοικοκύρης, αν είχε και κάνα μεγαλούτσικο παιδί από οχτώ – δέκα χρονών και πάνω ήταν μια βοήθεια, αλλιώς, το πάλευε μόνος του. Έπρεπε να βγάλει τα μουλάρια από το κατώι, να τα σαμαρώσει, να φορτώσει αλέτρι και εργαλεία, το τσουβάλι με το σπόρο, μια βαρέλα με νερό, τα σακούλια με τα απαραίτητα συμπράγκαλα, τους ντορβάδες των ζωντανών με το κριθάρι που θα τρώγανε στο διάλειμμα ή κατά την ώρα που θα σταματάγανε για φαγητό το μεσημέρι.
Η νοικοκυρά που είχε σηκωθεί από δυο ώρες νύχτα, με τη βοήθεια που της έδινε μια λάμπα πετρελαίου και το αμυδρό φως από τα ξύλα που έκαιγε το τζάκι, αγωνιζόταν να ετοιμάσει ένα ζεστό τραχανά που θα τρώγανε προτού ξεκινήσουν, αλλά και το φαγητό που θα παίρνανε στο χωράφι για να φάνε το μεσημέρι. Είχε να συμμαζέψει το νοικοκυριό, να καθαρίσει και να αλλάξει το μωρό που είχε στο μπεσίκι, να ετοιμάσει και τη Νάκα για να το πάρουν μαζί τους.

Ένα σοβαρό πρόβλημα κατά την εποχή του σπαρτού ήταν τα παιδιά. Οι οικογένειες ήσαν πολυμελείς εκείνα τα χρόνια, οι γυναίκες είχαν μεγάλη θνησιμότητα ( από την καλοπέραση) και οι άνδρες παντρεύονταν δυο και τρεις φορές. Και αφού τηλεόραση και ηλεκτρικό δεν είχαν, ξαπλώνανε νωρίς και αραδιάζανε παιδιά που «τα έδινε ο θεός», και κάθε οικογένεια είχε από πέντε μέχρι οχτώ παιδιά κατά μέσο όρο. 
Αν στην οικογένεια υπήρχε παππούς και γιαγιά βοηθάγανε, είχανε το νου τους στα παιδιά και δεν υπήρχε πρόβλημα όταν οι γονείς λείπανε στα χωράφια. Αν δεν υπήρχαν παππούδες η κατάσταση ήταν δύσκολη. Εκείνα που πηγαίνανε σχολείο μένανε μόνα τους προσέχοντας το ένα το άλλο, ενώ τα μικρότερα τα παίρνανε οι γονείς μαζί τους στο χωράφι.

Ξεκίναγε λοιπόν η κουστωδία με το νοικοκύρη να κουμαντάρει τα φορτωμένα ζωντανά, κάνα δυο μαρτινάκια ( = γίδα ή προβατίνα οικόσιτες) που τα είχανε για να πίνουν γάλα τα παιδιά, δεμένα πίσω από τα μουλάρια με τριχιά, η μικρομάνα νοικοκυρά με τη Νάκα με το μωρό στην πλάτη, την τέσα με το φαγητό στο ένα χέρι, και ένα τρίχρονο ή τετράχρονο παιδί στο άλλο της χέρι. 

Το σαμάρι γίνεται μπεσίκι
Και όταν φτάνανε στο χωράφι, διαλέγανε να ξεφορτώσουνε σε μια άκρη κοντά σε δασάκι. Καθώς ο άντρας ξεφόρτωνε το αλέτρι, το σπόρο και τα συμπράγκαλα και τα έβανε στην άκρη, η γυναίκα δίπλωνε μια τριχιά σε δυο κοντινά δέντρα και έφτιαχνε την κούνια που μέσα της τοποθετούσε τη Νάκα με το μωρό. Ένα είδος αιώρας σε ένα μέτρο ύψος πάνω από το έδαφος, για να μπορεί να το περιποιείται και να μην κινδυνεύει από τα ζούδια. Αν δεν υπήρχε όμως ευκολία για κούνια, γυρνάγανε ανάποδα το σαμάρι του μουλαριού σαν πρόχειρο μπεσίκι, και τοποθετούσαν εκεί μέσα τη Νάκα με το μωρό.  Το πρόσεχε το μεγαλύτερο αδελφάκι του κουνώντας και την κούνια του κάπου κάπου, και βέβαια, σε όποιο σημείο του χωραφιού και να βρισκόταν αργότερα η μάνα του με τον κασμά στο χέρι, είχε το νου και το βλέμμα της πάνω του, και πεταγόταν κοντά του να του προσφέρει με το βυζί της το μητρικό γάλα.

        Ο νοικοκύρης πέρναγε λαιμαριές και λουριά στα μουλάρια και τα έζευε με το αλέτρι. Έπιανε και τη Βίτσα ή το καμουτσί του – για τα βόδια χρησιμοποιούσαν τη Βουκέντρα - που στο πίσω μέρος του είχε εφαρμόσει την ξιόνα, ένα σιδερένιο εξάρτημα για να απομακρύνει τις λάσπες και τους σβόλους το χώμα από το υνί, και οδηγούσε το ζευγάρι στην κόλαρη, στην πρώτη πεζούλα από την οποία θα ξεκίναγε. Αν το χωράφι ήταν επικλινές με πεζούλες ανάμεσα, έσπερνε και όργωνε την κάθε πεζούλα μέχρι να τελειώσει. Αν η πεζούλα εκτεινόταν σε μεγάλη επιφάνεια, την έσπερνε και την όργωνε ανά μια σποριά. Και επίπεδο όταν ήταν το χωράφι και δεν είχε πεζούλες, το έσπερνε μία – μία σποριά.  Τράβαγε με το ζευγάρι μια αυλακιά και χώριζε ένα επίμηκες τμήμα στο χωράφι – μια σποριά το λέγανε – όσο υπολόγιζε ότι θα το οργώσει σε μια μιάμιση περίπου ώρα. Ζωνόταν μετά μια μεγάλη ποδιά, γονάτιζε και έβαζε μέσα της τον ανάλογο σπόρο από το τσουβάλι. Σταυροκοπιόταν στρεφόμενος στην Ανατολή για να πάει καλά η ημέρα και η σοδειά, και ξεκινούσε τη διαδικασία της σποράς. Βούταγε το δεξί του χέρι στην ποδιά - κι ένα σακούλι έκανε για αυτή τη δουλειά - γεμίζοντας σπόρο τη χούφτα του και το τίναζε με επιδεξιότητα φροντίζοντας να ρίχνει απλωτά το σπόρο, έτσι ώστε, ούτε πυκνός να πέφτει, ούτε και αραιός. Σάρωνε με το μάτι του το χωράφι ελέγχοντας ότι δεν μένει ούτε ελάχιστο τμήμα, ούτε μια πατημασιά χωρίς σπόρο. Κι αφού τελείωνε αυτή η διαδικασία, έπιανε το αλέτρι και οδηγούσε το ζευγάρι στην αρχή της πεζούλας άκρη - άκρη στην κόλαρη για να ξεκινήσει το όργωμα.

Αλέτρι ξύλινο

Το όργωμα απαιτούσε επιδεξιότητα, δύναμη στα χέρια και στις πλάτες του ζευγολάτη, και γερά νεύρα.
Με το ένα χέρι στο χερούλι για να κουμαντάρει το αλέτρι και με το άλλο να κρατάει τα λουριά για να οδηγεί το ζευγάρι, ξεκινούσε την πρώτη αυλακιά στο κάτω μέρος της πεζούλας φροντίζοντας ώστε να μην μείνει ούτε μια σπιθαμή άσκαφτη από το υνί. Γιατί για παράδειγμα, αν η αυλακιά έμενε είκοσι - τριάντα εκατοστά μακριά από την πεζούλα που εκτεινόταν στα δεκαπέντε μέτρα, η επιφάνεια αυτή των τεσσάρων πέντε τετραγωνικών έπρεπε να σκαφτεί με τον κασμά για να μην μείνει ακαλλιέργητη και να σκεπαστεί ο σπόρος.

Η πρώτη αυλακιά στην αρχή της πεζούλας πολλές φορές ήταν και λίγο επεισοδιακή μέχρι να την βγάλουν πέρα τα ζωντανά. Τα ζόριζε ο ζευγολάτης να πιάσουν την άκρη οδηγώντας τα με τα λουριά που ξεκινούσαν από τις λαιμαριές τους, έκανε και τους κατάλληλους ελιγμούς με το αλέτρι για να πάει άκρη – άκρη το υνί, και οι φωνές και τα παραγγέλματά του κάποτε ακούγονταν χιλιόμετρα μακριά στο ξάγναντο. Φθάνοντας στο τέλος της η αυλακιά, έπρεπε να κάνουν μεταβολή τα ζωντανά για να συνεχίσουν με την καινούργια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Καθώς παίρνανε επί τόπου τη στροφή, με μια γρήγορη κίνηση ο ζευγολάτης σήκωνε στον αέρα σχεδόν την αλετροπόδα κρατώντας την από το χερούλι και κάρφωνε το υνί για το ξεκίνημα της επόμενης αυλακιάς, ακριβώς δίπλα από την προηγούμενη. Έπρεπε να τραβάει τις αυλακιές συμμετρικά τη μια δίπλα στην άλλη, για να ανασκάβεται και ανακατώνεται το έδαφος, να σκεπάζεται κανονικά ο σπόρος για να φυτρώσει σωστά.

Δύσκολα και πετρώδη καθώς ήσαν τα χωράφια μας, το αλέτρι δεν μπορούσε να σκάψει ρίζα – ρίζα σε μια μεγάλη πέτρα που βρισκόταν καταμεσής της πεζούλας, σε κάποιο βραχώδες σημείο, κοντά στα πεζούλια, σε σημεία που δεν μπορούσε να τα φτάσει το υνί. Και εκεί, αναλάμβαναν υπηρεσία οι κασμάδες και τα ξινάρια. Γιατί το χωράφι ήταν η ζωή τους, έδινε το ψωμάκι της χρονιάς, και έπρεπε να σκαφτεί μέχρι το τελευταίο εκατοστό για να φυτρώσει το ευλογημένο γέννημα που θα έδινα το πολύτιμο αλεύρι. Κασμά και ξινάρι στο χωράφι που χρειάζονταν χέρια για να τα δουλέψουν, και αν δουλευότανε με «σεμπριά» βολευότανε η κατάσταση, υπήρχαν περισσότερα χέρια, αλλιώς, τράβαγε το ζόρι η αγρότισσα που είχε και τη φροντίδα του μωρού στην κούνια. Να πετάγεται κάθε τόσο να το βλέπει, να το βυζάξει, να το κοιμίσει. Καμιά φορά τύχαινε να έχουν κάνα τσαπωμένο παιδί που δεν πήγαινε σχολείο, και μπορούσε να δουλέψει τον κασμά ή το ξινάρι, κι ακόμα στην ανάγκη πληρώνανε και κάποιον μεροκάματο. 

 Στα δικά μας τα χωράφια το σκάψιμο το έκανε ο κασμάς, το ξινάρι χρησίμευε κυρίως για να κυνηγάνε και να διαλύουνε τους μεγάλους σβόλους από χώμα, αγριόχορτα κλπ. Τελειώνοντας η πεζούλα ή η σποριά, ξεκίναγε η ίδια διαδικασία για την επόμενη, και κάπως έτσι τράβαγε η δουλειά ολόκληρη την ημέρα, ήλιο με ήλιο όπως λέγανε εκείνες τις εποχές Σταματάγανε για φαγητό όταν μεσημέριαζε φροντίζοντας να τελειώνει και το όργωμα της σποριάς παράλληλα, για να μην τρώνε το σπόρο τα πουλάκια του θεού. Κρεμάγανε τους ντορβάδες με το κριθάρι στα ζωντανά για να φάνε κι εκείνα έτσι ζεμένα όπως ήταν και να πάρουνε μια ανάσα, και καμιά φορά αν έλειπε το κριθάρι ή και η βρόμη, τους ρίχνανε μια αγκαλιά φύλα – κορμούς και φύλλωμα ξερό από καλαμπόκι – ή λίγο άχυρο. Άπλωνε ένα μικρό στρωσίδι κατάχαμα η νοικοκυρά, κάθονταν γύρω γύρω μικροί μεγάλοι και απολάμβαναν το φαγητό τους. Λιγόωρη ανάπαυλα και πάλι δουλειά, και όταν βράδιαζε φορτώνανε τα συμπράγκαλα και παίρνανε το δρόμο για το χωριό.

Η Νάκα

Με τα αραποσίτια, η διαδικασία της σποράς που γινόταν κατά τον Απρίλιο όταν ζέσταινε ο καιρός, ήταν πιο απλή. Δεν είχε ανάγκη από πολύ κασμά.  
Και καθώς το χωράφι ήταν ποτισμένο όλο κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το χώμα ήταν μαλακό και το αυλάκι άνοιγε εύκολα  χωρίς να ταλαιπωρεί τα μουλάρια και τον ζευγολάτη. Τη δυσκολία περισσότερο την είχε ο πιτσιρικάς που έριχνε το σπόρο πίσω από το ζευγολάτη καθώς το υνί άνοιγε το αυλάκι, γιατί έπρεπε από τα δάχτυλά του να φεύγει ένα - ένα σπυρί ανά σαράντα έως πενήντα εκατοστά.

Όταν για πρώτη φορά με έβαλε ο πατέρας μου – πέντε περίπου χρόνων θα ήμουνα - να ρίξω σπόρο, 
για να μου δώσει να καταλάβω πόσο προσεκτικός πρέπει να είμαι, και να μην πέφτουν περισσότερα από ένα σπυριά από τα χέρια μου, είχε σκαρφιστεί μια ωραία ιστοριούλα. Εκτός του ότι ήταν μεγάλη αμαρτία από το θεό να μην πέφτουν σωστά τα σπυριά στο αυλάκι μου είχε πει, ήταν και μεγάλος ο κίνδυνος για το παιδί που έριχνε το σπόρο απρόσεχτα, να πεθάνει κάποιος συγγενής του.
. Καταλαβαίνετε λοιπόν την τρομάρα μου αν εκεί καθώς έριχνα το αραποσίτι μου πέφτανε στο αυλάκι δυο σπυριά μαζί. Έντρομος έσκυβα αυτομάτως και μάζευα το δεύτερο σπυρί, βέβαιος πλέον ότι δεν θα πεθάνει ο πατέρας μου, και ότι το αραποσίτι θα φυτρώσει σωστά και θα είναι άφθονη η παραγωγή.

Σημ. Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου