Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Το ξύλινο αλέτρι στην καλλιέργεια της Γης

 


Είναι το γεωργικό εργαλείο που και με τη βοήθεια δυο ζωντανών – βόδια, μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια – που το σέρνουν, από αρχαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο για να καλλιεργεί τη Γη. Η χρήση του χάνεται στα βάθη των αιώνων, και από πολλούς θεωρείται ως το βασικό εργαλείο με το οποίο έγινε η πρώτη παγκόσμια γεωργική πολιτιστική επανάσταση κατά τον 12ο αιώνα π.χ. όταν ο άνθρωπος σταμάτησε να περιφέρεται και επέλεξε μόνιμους τόπους διαμονής.
                   Με το κυνήγι, καρπούς δένδρων, φρούτα, λαχανικά, γάλα τρεφόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος, μέχρι που κατά την νεολιθική εποχή (10.000 έως 3.000 π.χ.) όπως υπολογίζουν οι ειδικοί ανακάλυψε την καλλιέργεια της γης, και άρχισε να χρησιμοποιεί διάφορα πρωτόγονα εργαλεία για το σκάψιμο και το φύτεμα. Εργαλεία φτιαγμένα από οστά, λίθινα ή ξύλινα με λίθινη άκρη για τις ανάγκες της καλλιέργειας, μέχρι που κάνει την εμφάνισή του ο χαλκός (και ο σίδηρος αργότερα), και χρησιμοποιείται στην κατασκευή των εργαλείων.
Το αλέτρι, μπορεί στην αρχή να ήταν ένα κυρτό ξύλο που το τραβούσε ο άνθρωπος, και με το πέρασμα των αιώνων εξελίχτηκε. Ιδιαίτερα μετά τη λίθινη εποχή που ανακαλύπτεται ο σίδηρος.
      Η ανακάλυψη και χρήση του αλετριού, του αρότρου, υπολογίζεται κατά τη λίθινη εποχή, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία το χρησιμοποιούσαν γύρω στο 4000 π.χ. σε φυτείες σιταριού και κριθαριού. Με δυο βόδια να το σέρνουν, και τον γεωργό να τα οδηγεί.
Πιθανολογείται ότι σε ήμερα εδάφη στα πρώτα χρόνια της χρήσης του μπορεί να το έσερνε και ο άνθρωπος μόνος του, ώσπου να ανακαλύψει το ζέψιμο των ζώων. Θυμάμαι κατά το 1943 που οι Γερμανοί είχαν υποδουλώσει τη χώρα μας και είχαν επιτάξει τα μουλάρια για τις μεταφορικές ανάγκες των στρατευμάτων τους, τριαντάρης τότε ο πατέρας μου, δοκίμασε να οργώσει τη Ρούγα σέρνοντας το αλέτρι μόνος του, με τη γυναίκα του να κρατάει το χερούλι και το αλέτρι σε ισορροπία, Από φυσικού του όμως σκληρό το έδαφος της Ρούγας, παρόλο που ο πατέρας μου ήταν σκληροτράχηλος και χειροδύναμος, δεν κατάφερε να τραβήξει ούτε μια αυλακιά της προκοπής, και εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Ένας φίλος του από κοντινό χωριό, ο Δαυλόγιαννης από την Κοκκινοράχη, έφερε τα βόδια του εκείνη τη χρονιά και όργωσε τα χωράφια του πατέρα μου.
                 Πληροφορίες για το αλέτρι, τη χρήση και την κατασκευή του υπάρχουν στον Ησίοδο, στα «Έργα και ημέρες» του, ενώ και στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια γίνεται αναφορά στο «πηκτρόν άροτρο», ένα πιο σύγχρονο και ανθεκτικό αλέτρι, που δύσκολα έσπαζε, κλπ.
Το αλέτρι είναι ξύλινο εργαλείο με σιδερένιο το υνί που σκίζει το έδαφος, και το σέρνουν ένα ζευγάρι βόδια, άλογα, μουλάρια, ή γαϊδούρια.
Σε περιπτώσεις όμως που το χωράφι ήταν ήμερο και καλοδουλεμένο, μπορούσε να δουλέψει και το λεγόμενο μονοζεύλι, να σέρνει δηλαδή το αλέτρι ένα μόνο του ζωνρτανό.
Μέχρι τον 15ο π.χ. αιώνα που ανακαλύφθηκε ο σίδηρος, οπότε ξεκίνησε η κατασκευή αλετριών από σίδηρο, και αργότερα με την ανακάλυψη του τρακτέρ προσαρμόζεται και δουλεύει με … βιομηχανική ιπποδύναμη.
         Κατά καιρούς εφαρμόστηκαν διάφοροι τύποι αλετριού στην καλλιέργεια για διάφορες χρήσεις, όπως για παράδειγμα, είχαν εφαρμόσει ένα χωνί πάνω στο υνί για να ρίχνει το σπόρο κατά τη διάρκεια του οργώματος.
                                 Στα καθ’ ημάς στο ελλαδικό χώρο, στη γεωργία και την καλλιέργεια κυριαρχεί με διάφορες εκδοχές ο μύθος του Τριπτόλεμου και της θεάς Δήμητρας.
Σύμφωνα λοιπόν με ένα μύθο των Ελευσίνιων Μυστηρίων, σε μια από τις περιπλανήσεις της με το ιπτάμενο άρμα της που το σέρνανε φτερωτοί δράκοντες, η θεά Δήμητρα προσγειώθηκε κοντά στο Καλλίχορον φρέαρ «στην αγέλαστο πέτρα» στην Ελευσίνα. Και επειδή έμεινε ευχαριστημένη από τη φιλοξενία που της παρείχαν, ύστερα και από πολλές … μυθολογικές εκδοχές, η Δήμητρα που ήταν θεά της γεωργίας, της καλλιέργειας και της γονιμότητας, έδωσε εντολή σε έναν από τους τέσσερεις βασιλιάδες της Ελευσίνας τον Τριπτόλεμο, να φύγει με το άρμα της φορτωμένο με σιτάρι και να διδάξει και σε άλλους λαούς την καλλιέργεια της γης, την τέχνη της σποράς του σίτου και του θερισμού των χωραφιών.
       Στην περιήγησή του σε διάφορες χώρες - ακόμα και στη Συρία έφθασε - ο Τριπτόλεμος αντιμετώπισε αντιδράσεις και κινδύνους, ακόμα και για την ίδια του τη ζωή, αλλά η θεά Δήμητρα τον προστάτεψε. Τέτοια, ή παράλληλες περίπου εκδοχές καταγράφονται στη Μυθολογία και άλλων λαών, και στην Κινέζικη παράδοση.

Σιδερένιο αλέτρι.Εικόνα από διαδίκτυο
Στη Γορτυνία, στα χωριά της πάνω Ηραίας μέχρι τα μέσα σχεδόν του περασμένου αιώνα, το πολύ και τη δεκαετία του ’60 που σταμάτησαν οι γεωργικές δραστηριότητες λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης, , χρησιμοποιούσαν το ξύλινο αλέτρι που το σέρνανε μουλάρια ή βόδια. Αποτελείται δε το αλέτρι από τα εξής μέρη: Την αλετροπόδα σε σχήμα ορθής γωνίας που πάνω της στηρίζεται ολόκληρο το εργαλείο, το σταβάρι, το χερουλάτη ή χερούλι, τη σπάθα, τα φτερά και το υνί.
                   Το αλέτρι και όλα τούτα τα εξαρτήματα μην φανταστείτε ότι μπορούσε ο γεωργός να τα αγοράσει από κάπου. Έπρεπε να βρει τα κατάλληλα ξύλα στα δάση στην περιοχή του χωριού του, και με μοναδικά εργαλεία ένα χειροπρίονο και ένα σκεπάρνι, κόβοντας και πελεκώντας με υπομονή και επιμονή να τα διαμορφώσει στις σωστές τους διαστάσεις και να τα συναρμολογήσει. Μόνο το υνί που ήταν σιδερένιο έπρεπε να προμηθευτεί από γύφτο.
    Από αιώνων επικρατεί η άποψη ότι καλύτερο ξύλο για το αλέτρι είναι το πουρνάρι – αυτό άλλωστε συνιστά και ο Ησίοδος – αλλά, στην ανάγκη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο πλάτανος που είναι ανθεκτικό και καλοδούλευτο ξύλο, όπως επίσης και το σφεντάμι, η αγριελιά κλπ.
Στα χωριά μας αφθονεί το πουρνάρι, έχουμε όμως και πλατάνια και σφεντάμια.
Σε πουρνάρι κυρίως ο γεωργός έπρεπε να επισημάνει ένα κορμό είκοσι περίπου εκατοστών πάχους και ενάμισι τουλάχιστον μέτρου μήκος, από τον οποίο σε σχήμα ορθής γωνίας να ξεκινάει ένα παρακλάδι πάχους περίπου 10 εκατοστών. Θα κόψει τον κορμό με τσεκούρι ή χειροπρίονο, φροντίζοντας να είναι πανσέληνος όταν κάνει αυτή τη δουλειά, θα τον ξακρίσει σε διαστάσεις ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά τουλάχιστον από τη μία την πιο χοντρή πλευρά, γύρω στα τριάντα με σαράντα εκατοστά από την λεπτότερη πλευρά, και έχει στα χέρια του το ξύλο με το οποίο θα φτιάξει την αλετροπόδα που είναι και το βασικότερο εξάρτημα του αλετριού. Θα το φορτώσει στο μουλάρι του ή θα το φορτωθεί ο ίδιος στον ώμο του και θα το μεταφέρει στο χωριό. Με την ησυχία του όποτε έχει χρόνο με υπομονή και επιμονή θα πελεκήσει το ξύλο με το σκεπάρνι του, και με τη βοήθεια ενός ξυλοφάγου (αρνάρι το λέγανε στο χωριό μας) θα διαμορφώσει την αλετροπόδα που πάνω της στηρίζεται το αλέτρι, ανοίγοντας παράλληλα κει τρεις τρύπες πάνω της με ένα σκαρπέλο.
                          Στην πρώτη τρύπα, ακριβώς στο σημείο που σχηματίζει γωνία το ξύλο, θα εφαρμόσει το χερούλι ή χερουλάτη, γύρω στο ένα μέτρο ύψος με μια λαβή δέκα δεκαπέντε εκατοστών, με το οποίο κουμαντάρει το αλέτρι και το ζευγάρι κατά τη διάρκεια του οργώματος.
Επειδή το σημείο δέχεται πολύ πίεση, θα το εφαρμόσει καλά πάνω στην όρθια πλευρά της αλετροπόδας, ενισχύοντας τη σύνδεση με δυο τρεις συνδέσμους από λαμαρίνα.
Στη δεύτερη τρύπα κοντά στη γωνιά θα «φυτέψει» το σταβάρι που έχει επιλέξει με τον ίδιο τρόπο και το έχει πελεκήσει και λειάνει υπομονετικά φροντίζοντας να του ανοίξει με το σκαρπέλο και την σχετική τρύπα για να περάσει η σπάθα
Το σταβάρι είναι ένα μακρύ ξύλο, κάτι σαν κυρτό δοκάρι δύο δυόμισι περίπου μέτρων μήκους και οχτώ με δέκα εκατοστά πάχους που συνδέει το αλέτρι με το ζευγάρι ( τα ζα, τα ζωντανά, τα δυο μουλάρια, άλογα, βόδια ή γαϊδούρια),
Θα στερεώσει το σταβάρι στην αλετροπόδα περνώντας από την τρύπα τη σπάθα και θα την στερεώσει με ξύλινες σφήνες, και στο σταβάρι και στην τρύπα της αλετροπόδας. Η σπάθα συνδέει το σταβάρι με την αλετροπόδα και το σταθεροποιεί, αλλά κανονίζει, ρεγουλάρει, και το βάθος που θα οργώνει το αλέτρι. Στην κατάληξη της αλετροπόδας θα εφαρμόσει τα φτερά, μια πελεκητή διχάλα που τοποθετείται κάτω από το υνί για να αναδεύει και να σκορπάει το χώμα καθώς το αλέτρι ανοίγει το αυλάκι. Τέλος, πάνω στα φτερά, στην άκρη της αλετροπόδας στερεώνεται το υνί, και το αλέτρι είναι έτοιμο.
Υπάρχει ακόμα ο ζυγός, ένα ξύλινο κοντάρι ενάμισι μέτρου μήκους που με ένα γάντζο συνδέεται πάνω στο σταβάρι, από το οποίο ξεκινούν τα λουριά που συνδέουν τα δυο ζωντανά που τραβάνε το αλέτρι. Περιττό να πούμε ότι με τον ίδιο τρόπο από τα δέντρα, προμηθευόταν ο γεωργός και τα στειλιάρια για τους κασμάδες και τα σκεπάρνια του.
Για να ζέψουν στο αλέτρι μουλάρια, άλογα ή γαϊδούρια, χρησιμοποιούσαν τις λαιμαριές από δέρμα και άχυρο που τις περνούσαν στο λαιμό τους, και σε γάντζους που τοποθετούσαν πάνω τους συνδέανε τα ζυγόσκοινα με το ζυγό και το αλέτρι για να μπορεί να τα οδηγεί ο ζευγολάτης.
        
Φωτό από διαδίκτυο
Για το ζέψιμο των βοδιών χρησιμοποιούσαν τη ζεύλα, ένα ξύλινο εξάρτημα ενάμισι περίπου μέτρου που το στερεώνουμε στο σβέρκο τους. Από τρύπες κατέβαζαν κάθετα από ένα ξύλο αριστερά και δεξιά του ζώου εβδομήντα ογδόντα περίπου εκατοστών μήκους και τριών πάχους, και κάτω από το λαιμό τους περνούσαν ένα λουρί από δέρμα ή σκοινί Μια ανεστραμμένη δηλ λαιμαριά. Κρατούσαν έτσι ενωμένο το ζευγάρι, και το συνδέανε με το σταβάρι. Ευνόητο είναι ότι το ζευγάρι, τα δύο ζωντανά δηλαδή που έζευε ο ζευγολάτης στο αλέτρι, έπρεπε να γνωρίζονται μεταξύ τους, να είναι περίπου ισοδύναμα, να έχουν δλδ την ίδια περίπου ηλικία για να ταιριάζουν και να μπορούν να ανταπεξέλθουν στον κάματο, να αποδώσουν καλύτερα.
Στο χωριό μας το Ψάρι Γορτυνίας, κάνα δυο οικογένειες τρέφανε βόδια για τις γεωργικές τους ανάγκες μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα. Επειδή η περιοχή είναι ορεινή και τα χωράφια μας σκληρά και πετρώδη, οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κυρίως τα μουλάρια για τις γεωργικές τους εργασίες που είναι πιο ανθεκτικά, και για την καλλιέργεια της γης με το αλέτρι. Κάθε σπίτι, σχεδόν κάθε νοικοκυριό είχε το μουλάρι του, κάποιοι όμως ευπορότεροι νοικοκυραίοι είχαν και δεύτερο.
Τα άλογα δεν τα προτιμούσαν στα χωριά μας λόγω του ορεινού ανάγλυφου, του άγριου τοπίου. Το άλογο ευδοκιμεί και αποδίδει σε ήρεμους τόπους, σε κάμπους, δεν κάνει για τα βουνά, δεν αντέχει και τις χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν στα ορεινά.
Ελάχιστες οικογένειες πιο φτωχότερες είχαν από ένα, και σπάνια δυο γαϊδουράκια για τις δουλειές τους. Που όμως ήσαν πιο αδύνατα και πολύ πιο αργοκίνητα από τα μουλάρια.
Δύσκολα και πετρώδη τα χωράφια μας που προέρχονταν από εκχερσώσεις γεμάτες θάμνους και πέτρα, για να καλλιεργηθούν απαιτούσαν όργωμα από ζευγάρι, από αλέτρι δηλαδή που το σέρνανε δυο ζωντανά. Χρειαζόταν αγώνας επίπονος με τη Γη από το πρωί ως το βράδυ στο χωράφι, για να σκαφτεί το έδαφος, να ανακατωθεί το χώμα, να αναγουμιστεί όπως λέγαμε στο χωριό, να το δει ο ήλιος, να αεριστεί.
Για τους νοικοκυραίους που είχαν μόνο ένα μουλάρι και όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσαν να οργώσουν και να σπείρουν μόνοι τους, υπήρχε η λύση της Σεμπριάς. Συμφωνούσαν δηλαδή δυο νοικοκυραίοι να βάλει ο καθένας το μουλάρι του για να κάνουνε ζευγάρι και να οργώσουνε ,ή να σπείρουνε τα χωράφια τους. Υπήρχαν πάντα και οι μικρολεπτομέρειες, όπως, ότι δεν είχαν τα ίδια στρέμματα για όργωμα, ή τα χωράφια του ενός χρειάζονταν δυο τρία μεροκάματα περισσότερα με κασμά και ξινάρι, αλλά αυτά τα βρίσκανε μεταξύ τους οι Σέμπροι και τα συμφωνούσαν.
          Μια άλλη λύση ήταν οι δανεικαριές, μου δίνεις δλδ το μουλάρι σου για δέκα ημέρες στο σπαρτό, σου δίνω κι εγώ το δικό μου για άλλες τόσες μέρες.
Κάποιοι ακόμα, ανάλογα τις ανάγκες που είχαν, μπορούσαν να πληρώσουν κάποια μεροκάματα για ένα μουλάρι για να κάνουν τη δουλειά τους.
Όταν ερχόταν ο καιρός για όργωμα ή για σπαρτό, ο νοικοκύρης έπρεπε να έχει έτοιμα και τα εργαλεία του. Το αλέτρι, τους κασμάδες και τα ξινάρια. Υνί κασμάδες και ξινάρια έπρεπε κατά περιόδους να περνάνε από γύφτο για να τα φρεσκάρει, να τα ατσαλώνει για να μπορούν να σκάβουν το χώμα.
΄Επρεπε επίσης να κάνει ένα πέρασμα από τα χωράφια που θα όργωνε για να τα καθαρίσει από πεσμένες πέτρες. Βουνά, λαγκάδια ρέματα και καταράχια, διαμορφώνουν το ανάγλυφο της περιοχής μας, και κατά το μεγαλύτερο μέρος τα χωράφια μας είναι κατηφορικά. Για να συγκρατήσουν τα χώματα οι γεωργοί και να μην τα παρασύρουν οι βροχές φτιάχνανε πεζούλες από ξερολιθιά που αφθονεί στην περιοχή, δημιουργώντας έτσι μικρά επίπεδα μέσα στο χωράφι που μπορούσαν να τα καλλιεργήσουν. Αυτές όμως οι πεζούλες εύκολα παθαίνανε ζημιές από τα βόδια, τα γαϊδουρομούλαρα και τα γιδοπρόβατα που βόσκιζαν ελεύθερα όταν τα χωράφια δεν ήταν σπαρμένα, γκρεμιζόντουσαν εδώ κι εκεί από τα ζωντανά που τις ροβολάγανε και γέμιζε το χωράφι πέτρες.
Γι αυτό το λόγο, προτού πάνε με το ζευγάρι για όργωμα έπρεπε να μαζεύουν τις σκόρπιες πέτρες για να είναι το χωράφι καθαρό. Και να ξεκωλώνουν τα παράσιτα που φύτρωναν εδώ κι εκεί, μουρτζιές, πουρνάρια, τέτοια.
                                  Στην εποχή μας το ξυλάλετρο που επί αιώνες όργωνε τη Γη και έζησε την ανθρωπότητα, δεν χρησιμοποιείται πλέον, η καλλιέργεια γίνεται με μηχανικά μέσα. Άλλαξαν οι εποχές και οι συνθήκες, εγκαταλείψαμε τις καλλιέργειες της Γης και προτιμάμε να τρώμε τα εισαγόμενα προϊόντα.
Πολλές φορές όταν από τη Γορτυνία κατεβαίνω προς την αρχαία Ολυμπία, με πιάνει κατάθλιψη καθώς παρατηρώ την ερημιά που επικρατεί στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού που κάποτε έσφυζε από ζωή και ανθούσαν οι καλλιέργειες, και στο πέρασμα των αιώνων έθρεψε χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπων.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου