Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Ο Ληνός των Κολοκοτρωναίων

 

 

 

 

Ο Θ Κολοκοτρώνης γύρω στα 1826 χρυσοποίκιλτος.
 

Ένα μικρό κτίσμα ήταν – ληνός = πατητήρι σταφυλιών -  που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των γεωργών σε παλαιότερες εποχές που δουλεύανε όσο φώταγε η μέρα και χρειάζονταν να διανυκτερεύουν μερικές φορές εκεί, αλλά και να συγκεντρώνουν  και να πατάνε τα σταφύλια  όταν τρυγούσανε τα αμπέλια. Βρίσκεται στη Γορτυνία 3 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Δημητσάνας  λίγες δεκάδες μέτρα πριν από τη μονή των Αιμυαλών στο Ζυγοβιστινό ρέμα ανάμεσα Δημητσάνα – Στεμνίτσα, και έμεινε στην Ιστορία ως ο Ληνός των Κολοκοτρωναίων, επειδή εκεί την 1η του Φλεβάρη 1806 σκοτώσανε 7 κλέφτες υπό τον Γιάννη Κολοκοτρώνη τον επιλεγόμενο Ζορμπά, αδελφό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

 Να σημειώσω εδώ πως ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ 1715 1820 ισχυρίζεται ότι το παρατσούκλι «Ζορμπάς» για τον Γιάννη Κολοκοτρώνη είναι πλαστό, και ότι το έχει πάρει ο Φαλέζ (εγγονός του Θ. Κολοκοτρώνη) από Ρουμελιώτικο στίχο.
             Έγινε παράλληλα ο Ληνός των Κολοκοτρωναίων σύμβολο της προεπαναστατικής κλεφτουριάς του Μοριά που το εθνικό μας παραμύθι, η προσπάθεια δηλαδή που γίνεται από πολλούς να παρουσιάσουν την Ιστορία μας κατά το δοκούν, θέλει τους προεπαναστατικούς κλέφτες πρωτοπόρους εθνικούς αγωνιστές που δίνανε μάχες με την Τούρκικη Εξουσία για την απελευθέρωση του Ελληνισμού.
                             Στο Μοριά η προεπαναστατική κλεφτουριά αρχίζει να φαίνεται μετά τα Ορλωφικά.  Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τότε γεννήθηκε, το 1770, και κάπου 10 χρόνια νωρίτερα το 1759 είχε γεννηθεί  ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης.Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά την τραγική εκείνη 10ετία των Ορλωφικών που η λαίλαπα των Αλβανών λεηλάτησε και εδήωσε το Μοριά, δεν υπάρχει παρουσία κλεφτών. Τα αναφερόμενα από τον Γέρο του Μοριά στα απομνημονεύματά του ότι στην καταστροφή των Αλβανών στην Τριπολιτσά τον Ιούλη του 1779 πήραν μέρος και 1.000 κλέφτες υπό την ηγεσία του πατέρα του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη, πολλοί ιστορικοί (Γιάννης Κορδάτος στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ τ.ΙΧ, Γιάννης Βλαχογιάννης ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ 1715 – 1800, κ. α.) υποστηρίζουν ότι δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Το ίδιο αναληθή θεωρούν και τα υποστηριζόμενα από Τάκη Κανδηλώρο στον ΑΡΜΑΤΩΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 1500 – 1821 ότι 3.000 κλέφτες πολέμησαν μαζί με τους 6.000 Τούρκους του Γαζή και συμβάλανε στην σφαγή των Αλβανών στην Τριπολιτσά.
                                     Ο Τάκης Κανδηλώρος στο βιβλίο του Η ΓΟΡΤΥΝΙΑ λέει ότι δέκα χρόνια σχεδόν μετά τα Ορλωφικά « η Πελοπόννησος επλημμύρησεν αύθις από κλέπτας» που περιφέρονταν με ανοιχτές σημαίες χωρίς να φοβούνται την εξουσία ασκούντες γοητεία στο λαό με το αγέρωχο παράστημα και τη μεγαλοπρέπειά τους.Σε λίγο ο αριθμός τους στην Πελοπόννησο έφθασε τις τρεις χιλιάδες, και άλλους μεν δια δωροδοκιών εφόνευε η τούρκικη εξουσία, άλλους φυλάκιζε, και άλλους διόριζε Κάπους «πληρώνουσα και υπέρογγα σιτηρέσια. Η κατάσταση με την Κλεφτουριά όλο και χειροτέρευε και κατά το τέλος του 1805 η Τούρκικη εξουσία  είχε αποφασίσει τον αφανισμός της.
                                 Δείτε μια εικόνα εδώ για το κλίμα της εποχής όπως μάς τα δίνει πολύ παραστατικά η δημοτική μας Μούσα:
Οι γέροντες κι οι προεστοί κι οι προύχοντες του τόπου
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον Βασιληά στην Πόλι:
«Άκουσε Αφέντη Βασιληά και πολυχρονεμένε:
Οι κλέφτες πούνε στο Μωρηά γενήκαν  βασιλιάδες
Ο Θοδωράκης  βασιληάς κι ο Γιάννης είν Βεζύρης
Κι ο Γιώργος από τον Αητό είνε Κατής και  κρένει».
Κι ο  Βασιληάς σαν τάκουσε πολύ του κακοφάνη
Κι ευθύς φιρμάνι  έβγαλε και  στον Μωρηά  το στέλνει
Τους κλέφτες να σκοτώσουνε τους Κολοκοτρωναίους.

Συνέβαλε πολύ και ο αφορισμός τους από την Εκκλησία, που υποχρέωνε τους πιστούς όχι μόνο να μην βοηθούν τους κλέφτες και να μην τους δίνουν ούτε νερό ούτε ψωμί, αλλά και να τους καταδίδουν στα τουρκικά αποσπάσματα αλλιώς ο αφορισμός έπεφτε στο κεφάλι τους, θα ήσαν καταραμένοι από τον Θεό, θα ψήνονταν στην κόλαση κλπ.

                            Ο Τάκης Κανδηλώρος στην ΓΟΡΤΥΝΙΑ του μας πληροφορεί πως ο Οσμάν Πασάς με το  που μπήκε το 1806, έστειλε μέσα στον βαρύ χειμώνα τον Κεχαγιά που εστρατοπέδευσε με μεγάλη δύναμη  στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας, «άγων μεγάλην δύναμιν και πλήθος βασανιστικών οργάνων… συνέταξε κατάλογον προγραφών ως άλλος Σύλλας, και συλλαμβάνων πλείστους αθώους ως υποθάλποντας τους κλέπτας ανεσκολόπιζεν ή διεμέλιζεν εις τέσσαρα ή έψηνεν επί της σούβλας ή συνέτριβεν επί άκμονος…» ΄Αγρια τρομοκρατία, θρήνος και κλαυθμός στο Μωρηά, και ο λαός φοβούμενος  τους Τούρκους αλλά και την οργή  του θεού έσπευδε στα τούρκικα αποσπάσματα να καταδώσει την παρουσία των κλεφτών που μέσα  στον βαρύ χειμώνα ρακένδυτοι γδυτοί και πεινασμένοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν σε κατοικημένους χώρους για να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί.
Δείτε τι μας λέει η δημοτική μας παράδοση:
Ένα μεγάλο σύγνεφο  κι  ένα κομμάτι ακόμα
Στους κάμπους ρίχνει τα νερά και στα βουνά τα χιόνια
Δεν είναι χιόνια και νερά μον’ είναι μαύρα δάκρυα
Που χύνει όλος ο  Μωρηάς για  το φιρμάνι πούρθε
«Τούρκοι! Ρωμαίοι! Στ’ άρματα! Τους κλέφτες να σκοτώστε,
Τους κλέφτες τους αρματωλούς τους Κολοκοτρωναίους»!
Ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης και σίγουρος ότι δεν θα επιβιώσουν μέσα στο βαρύ χειμώνα μάζεψε εκεί στην Πιάνα της Αρκαδίας τους άνδρες του που ανάμεσά τους ήσαν και 36 Κολοκοτρωναίοι, και πρότεινε να διαλυθούν ώσπου να περάσει ο δύσκολος καιρός. Οι κλέφτες αρνήθηκαν να διαλυθούν όπως πρότεινε ο αρχηγός τους και σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης κατά της Εξουσίας στο Μωρηά. Με τα τούρκικα αποσπάσματα όμως που είχαν πλημμυρίσει την Αρκαδία ιδιαίτερα, δεν μπορούσαν –  και για λόγους επιμελητηριακούς – να σταθούν και τους χώρισε  σε δυο σώματα που τράβηξαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εκείνος με 120 παλικάρια τράβηξε προς τον Άγιο Πέτρο, ενώ το άλλο σώμα υπό τον εικοσαετή ανεψιόν του Μήτρον ύστερα από τέσσερεις ημέρες συνεπλάκη με δύναμη 500 Τούρκων, και 44 από τους άνδρες του ανάμεσά τους και 7 νεαροί Κολοκοτρωναίοι πέσανε μαχόμενοι ηρωικώς ο ένας δίπλα από τον άλλον. Κάποιοι από τους υπόλοιπους σκοτωθήκανε στα Μαγούλιανα και κάποιοι λίγοι που είχαν επιζήσει από τις δυο αυτές συγκρούσεις «ακέφαλοι και άσιτοι εξωλοθρεύθησαν δια προδοσιών και ενέδρας. Ένα από τα αδέλφια του Κολοκοτρώνη ο Γιάννης ο επιλεγόμενος Ζορμπάς λόγω του αγέρωχου χαρακτήρα του, με τον Γιώργα από τον Αετό και μερικούς ακόμα συντρόφους τους τραβήξανε την 1η Φλεβάρη του 1806 για τη Ζάτουνα για τον οικογενειακό φίλο και προστάτη τους Θανόπουλο, και αφού δεν τον βρήκαν τραβήξανε για το μοναστήρι των Αιμυαλών, όπου, όπως μαρτυρεί η δημοτική μας Μούσα:
  Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλι
 Βλέπει από πέρα νάρχωνται τον Γιώργα και τον Γιάννη
 Από μακρυά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
 «Για κρύψε μας Καλόγερε, κρύψε μας Μπουραζέρη
 Ψωμί κρασί για φέρε μας τ’ είμαστε πεινασμένοι»
 Ελάτε μπάτε στο ληνό να κάνετε λημέρι,
 Που ο τόπος είν’ απόμερος κι αλάργ’ από την στράταν.

 

Ο ληνός των Κολοκοτρωναίων με τα κυπαρίσσια

Ο καλόγερος έβαλε την ομάδα στο ληνό και πήγε στη μονή να τους ετοιμάσει φαγητό ενώ έστειλε τον υπηρέτη του στη Στεμνίτσα να ειδοποιήσει το Απόσπασμα. Τους πήγε φαγητό και κρασί, κι έσπευσε  κι εκείνος στην Δημητσάνα να ειδοποιήσει το άλλο απόσπασμα. Δεν αργήσανε τα τούρκικα αποσπάσματα να περικυκλώσουν το ληνό:

Από μακρυά τους έζωσαν, κι’ από μακρυά τους λένε:
«Έβγα Ζορμπά προσκύνησε μ’ όλη την συντροφιά σου
Και σου χαρίζω τη ζωή και σε και στα παιδιά σου»
-Πως με περνάς Μπουλούμπαση για να σε προσκυνήσω
Πού ‘γω είμ’ ο Γιάννης ο Ζορμπάς κι αν σου βαστάη ζύγω!»
Δεν κόταγαν να παν κοντά τους έτρωγε το φείδι,
Μα όσα φτερά και πούπουλα έχει ν’ η μαύρη κότα
Τόσα τουφέκια πέσανε μεσ’ του ληνού την πόρτα.
Βλέποντες όμως οι Τούρκοι ότι νυχτώνει και θα τους ξεφύγουν με τα σπαθιά στα χέρια οι κλέφτες,
Ρίξαν φωτιά μεσ’ το ληνό κουβάρια θειαφοκέρι,
Πιάσαν οι κληματόβεργες…
Ασφυκτιούντες και πνιγόμενοι από τους καπνούς οι κλέφτες κάνανε ηρωική έξοδο με τα σπαθιά στα χέρια και σκοτώθηκαν από τα πυρά των Τούρκων.

Κάποιοι παρουσιάζουν την παράδοση να θέλει τον Θ Κολοκοτρώνη να παρατηρεί τον χαμό του αδελφού του  και των συντρόφων τους από ψηλότερα στην Κλινίτσα που του ξεφεύγει το παράπονο: Άϊντε ρε Γιάννη δεν μ’ ακούς.                            

 


Αυτό είναι το εθνικό μας παραμύθι, η κυριαρχούσα άποψη εκείνων που θέλουν την προεπαναστατική κλεφτουριά του Μοριά δημιούργημα των Κολοκοτρωναίων που με την ηρωική στάση και τους αγώνες τους κατά της Τούρκικης Εξουσίας ανοίξανε το δρόμο για το μεγάλο του γένους ξεσηκωμό. Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική. Οι προεπαναστατικοί κλέφτες του Μοριά τίποτα το ηρωικό, καμία σοβαρή μάχη κατά της Τούρκικης εξουσίας δεν έχουν να παρουσιάσουν, και η λέξη Ελλάδα τους ήταν άγνωστη.
                              Μπορεί κάποιοι, ελάχιστοι, να βγαίνανε στο βουνό γιατί δεν άντεχαν την τούρκικη εξουσία, αλλά τα κίνητρα που ωθούσαν κάποιον να βγει στο κλαρί ήταν κυρίως η φτώχεια και η ανέχεια, οι αγγαρείες, η τοκογλυφία, οι άδικες τιμωρίες, και άλλα παρεμφερή,  της ληστείας και της κλεψιάς μη εξαιρουμένων, και καταντούσαν να ζουν κλέβοντας και ληστεύοντας τον χριστιανικό πληθυσμό.
             Ο γνωστός Τζόρτζ Φίνλευ 1799 – 1875 που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, εργάστηκε, και έγραψε την Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, γράφει πως «…τα κατορθώματα του Ζαχαριά και του Κολοκοτρώνη αν και δοξασμένα με τραγούδια  αντιποιητικά και με πεζογραφία παραγεμισμένη, δεν ήταν παρά καμώματα ληστών και κατσικοκλεφτών».
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης παρουσιάζει μαρτυρίες περιηγητών που περιγράφουν τους Κλέφτες «αγριοκάτσικα, ξεκομμένα από το κοπάδι το κοινωνικό, θεριά ξαγριεμένα από τον κατατρεγμό των Αρβανιτών μπουλουκμπασήδων» κλπ.  
 Η σφαγή τους στο ληνό από τα άτακτα μπουλούκια που είχαν κινητοποιήσει οι προύχοντες της Δημητσάνας ήταν απλά ντροπιαστική. Πως έγινε και τους πιάσανε στον ύπνο; Τι έγινε το χιλιοτραγουδισμένο κλέφτικο καραούλι που παρατηρούσε τα πάντα και σε μεγάλη απόσταση;  Η κοινή λογική λέει ότι  μια τέτοια ομάδα εφτά μπαρουτοκαπνισμένων Κλεφτών υπό την αρχηγία μάλιστα του Γιάννη Κολοκοτρώνη του επιλεγόμενου Ζορμπά για το ατίθασο του χαρακτήρα του, αλλά και την παρουσία εκεί του ξακουστού Γιώργα από το Αετό της Τριφυλίας πασίγνωστου για την αγριότητά του, δεν θα κλείνονταν μέσα στο ληνό σαν τα ποντίκια στη φάκα. Θα βγάζανε καραούλι (μια σκοπιά) εκ περιτροπής για να μπορούν να κατοπτεύουν την περιοχή και να επισημάνουν οποιαδήποτε εχθρική κίνηση. Το ότι δεν πήραν τα στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης ενώ ολόκληρος ο Μοριάς είχε ξεσηκωθεί και τους κυνηγούσαν θεοί και δαίμονες (όλος ο Μοριάς σηκώθηκε να κατατρέξει την Κλεφτουριά μαρτυρά ο Θ.Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του), Χριστιανοί και Οθωμανοί, δείχνει ότι αυτοί οι Κλέφτες δεν είχαν καμία σχέση με τα ηρωικά κλέφτικά τραγούδια και ποιήματα που εξυμνούν την ηρωική Κλεφτουριά του Μοριά.  Τρομαγμένα κυνηγημένα αγρίμια ήσαν, και καμιά σχέση με ηρωισμούς δεν είχαν.

Η Δημητσάνα

«Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης με τους συντρόφους που του μέναν, κλειστήκανε στο ληνό και παραδώσαν τα κεφάλια τους στους χωριάτες όχι σαν παλιοί Κλέφτες, αλλά σαν πρωτόβγαλτα τσοπανόπουλα» σχολιάζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.

           Είχε την άνεση ο καλόγερος να στείλει τον υπηρέτη του στη Στεμνίτσα για να ειδοποιήσει κατά τον Κανδηλώρο το απόσπασμα, και αφού και ο ίδιος τους πήγε φαγητό και κρασί, έτρεξε μετά στη Δημητσάνα να ειδοποιήσει το άλλο Απόσπασμα. Δεν άργησαν τα αποσπάσματα να περικυκλώσουν το ληνό κλπ  - κλπ, και οι κυνηγημένοι Κλέφτες δεν αγρίκησαν την Τουρκιά που τους έζωνε, για να, με τα σπαθιά στα χέρια και με δυο σάλτους πέσουνε στη ρεματιά (το Ζυγοβιστινό ρέμα μπροστά από τη Μονή) και να χαθούν. Αστεία πράγματα, ιστορίες ούτε για μικρά παιδιά. 
Ο Γιάννης Κορδάτος γράφει πως τους Κλέφτες στο ληνό τους πρόδωσε κάποιος καλόγερος και σπεύσανε οι προεστοί της Δημητσάνας με τους Κάπους τους (πιστολάδες, σεκουριτάδες της εποχής) και τους σκοτώσανε.
                  Ο Γιάννης Βλαχογιάννης παρουσιάζει τη μαρτυρία του Ζυγοβιστινού Κωνσταντίνου Χρ. Σταυρόπουλου από το βιβλίο του Ιστορία Ζυγοβιστίου 1905. «Ο φόνος έγινε το 1806 …. Είχαν το λημέρι τους στο βουνό Κλινίτζα. Απ’ εκεί πήγαν στο μοναστήρι Αιμυαλών για να ζητήσουν τρόφιμα, όμως ο καλόγερος Γεράσιμος ο λεγόμενος Καμπούρης κατέβηκε στη Δημητσάνα και τους πρόδωσε στους προεστούς. Χτύπησαν οι καμπάνες και μαζεύτηκαν οι χωριάτες από τα γύρω χωριά και οπλισμένοι πήγαν στο μοναστήρι και μπλοκάρισαν τους Κλέφτες. Κι επειδή δεν παραδόθηκαν τους σκότωσαν…… τοις πάσιν είναι έκτοτε γνωστόν ότι ο εν τω ληνώ φόνος των Κολοκοτρωναίων δεν εγένετο εκ μέρους Τούρκων, καθόσον Τούρκοι δεν υπήρχαν εκεί, αλλά εγένετο εκ μέρους χριστιανών».
Μέσα στον επόμενο μήνα οι Τούρκοι και οι Κοτζαμπάσηδες είχαν τελειώσει με τους κλέφτες στο Μοριά. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε καταφέρει να σωθεί στα εφτάνησα με 2 - 3 μόνο συντρόφους του.

 

 

 

 

 

 

 


Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Το κάστρο της Καρύταινας στην Αρκαδία.



Το κάστρο

Περισσότερα από 35 κάστρα χτίστηκαν από διάφορους επιδρομείς και αφέντες κατά καιρούς στην Πελοπόννησο, Βυζαντινούς, Φράγγους και Βενετούς,  και άλλα από αυτά σώζονται ακόμα σε υποφερτή κατάσταση, ενώ από άλλα υπάρχουν ελάχιστα ίχνη που θυμίζουν τη θέση που στήθηκαν και βίγλιζαν τον τόπο.     Σε αρχαίες ακροπόλεις και σε οχυρές θέσεις χτίζανε τα κάστρα, πάνω σε ψηλούς λόφους με όσο το δυνατόν απεριόριστη θέα από όπου μπορούσαν να ελέγχουν διαβάσεις και περάσματα, για να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της περιοχής που εξουσίαζαν.  Τα κάστρα – οχυρά που ήσαν και κατοικίες τους έπρεπε να τους παρέχουν ασφάλεια και σιγουριά έναντι του λαού που εξουσίαζαν, αλλά και έναντι των των πιθανών αντιπάλων τους.Τα περισσότερα κάστρα στην Πελοπόννησο κατασκευάστηκαν από τους Φράγκους κατά τον 13ο έως τα μέσα περίπου του 14ου αιώνα, τον καιρό της φραγκοκρατίας.Ένα τέτοιο κάστρο – οχυρό είναι  και το κάστρο της Καρύταινας που χτίστηκε από τους Φράγκους στα μέσα περίπου του 13ου αιώνα το  1245, από τον Γοδεφρείδο ντε Μπριγιέρ, γιο του πρώτου βαρώνου της Καρύταινας Ούγο ντε Μπριγιέρ που καταγόταν από την Καμπανία.

Κατασκευάστηκε σε στρατηγική θέση ανάμεσα στα Αρκαδικά βουνά στην περιοχή των Σκορτών (Γορτυνία), στα ερείπια της αρχαίας Βρένθης πάνω σε λόφο 600 περίπου μέτρων ύψους, και για 75 χρόνια αποτέλεσε το ορμητήριο των Φράγκων στην περιοχή. Από το Κάστρο μπορούσαν οι Φράγκοι αφέντες να ελέγχουν την κοιλάδα του Αλφειού  και τον κάμπο της Μεγαλόπολης, αλλά, και τα περάσματα και τις επικοινωνίες με τη Μεσσηνία και την Ηλεία. Το κάστρο έχει 110 μέτρα μήκος και περισσότερο από 40 μ πλάτος, με το ύψος των τειχών να φθάνει και τα 7 μ, ενώ το πλάτος τους σε κάποια σημεία είναι 2 μέτρα.Για το κάστρο και τις δραστηριότητες του δημιουργού του, του Γάλλου ιππότη Γοδεφρείδου ντε Μπριγιέρ, του και Μισύρ Τζεφρέ αποκαλούμενου τότε, αλλά και για τη Βαρονία της Καρύταινας, υπάρχουν εκτενείς και γλαφυρές περιγραφές στο Χρονικόν του Μωρέως.

Σας παραθέτω εδώ ένα μικρό δείγμα:

Εν τούτω άρχισεν έμπρός ό κάποιος μέγας αυθέντης

Μισύρ Τζεφρέ τόν έλεγαν, τό επίκλην τού Ντέ Μπριέρες

Οπού ήτον Αυθέντης τών Σκορτών τού δρόγγου καί τού τόπου


Κάστρον εποίησεν αφηρόν, ώμορφον δυναμάρην

Καρύταινα τό ωνόμασε κ’ εκείνος ωνομάσθη

Αυθέντης τής Καρύταινας, ό εξάκουστος στρατιώτης.

«Ο Γοδεφρείδος ούτος επεδόθη μετά μεγίστου ζήλου εις την ανάπλασιν της Γορτυνίας» μας πληροφορεί ο Τάκης Χ Κανδηλώρος στη ΓΟΡΤΥΝΙΑ του, «… Μετά την κοινωνικήν αποσύνθεσιν των Ρωμαϊκών χρόνων και την Εθνικήν κατάπτωσιν εκ των επιδρομών των βαρβάρων, εμφανίζεται πάλλων το δόρυ και συναγείρων τα τυφλά πλήθη νέος ανήρ, ο ανδρείος Γοδεφρείδος. Ομιλεί προς τους Γορτυνίους την εγχωρίαν γλώσσαν, εκθάπτει το υπολανθάνον έμφυτον σφρίγος εις τα ορεσείβια σώματα, γυμνάζει αυτούς δια των ιπποτών του διδάσκων τον τρόπον του πολεμείν και τον πόθον του νικάν και διαπλάσσει ευκόλως εκ της λαμπράς εκείνης ύλης μαχητάς σθεναρούς, τας απαρχάς των μετέπειτα παλληκαρίων της αναγεννήσεως». Κάνει την Καρύταινα το κέντρο ζωής των Αρκάδων που ανθίζει και το εμπόριο  μετατοπίζοντας εκεί δραστηριότητες από τη Μεγαλόπολη, την Τεγέα και την Μαντινεία, και αυτή η λάμψη και η ακμή της θα διατηρηθούν για έξι σχεδόν αιώνες μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821.Το εύρος της Βαρονίας της Καρύταινας απλώνεται μέχρι τη Λακωνία, την Τεγέα, την Ολυμπία και την Ηλεία. Στον Γοδεφρείδο αποδίδεται και η κατασκευή του πεντάτοξου γεφυριού της Καρύταινας, λέγεται μάλιστα ότι για να το στεριώσει «έχτισε» στα θεμέλια τη γυναίκα του, κατά μια άλλη εκδοχή ήταν μια πριγκίπισσα των Φράγκων.    

Το παλιό γεφύρι με το εκκλησάκι.

Τα πέντε τόξα του ιστορικού αυτού γεφυριού που απεικονίζεται στο παλιό πεντοχίλιαρο   (τότε που είχαμε το εθνικό μας νόμισμα τη δραχμή), είχαν διαφορετικά ανοίγματα, με το μεγαλύτερο να     φθάνει τα 9 μέτρα. Το γεφύρι είχε 12 μ ύψος πάνω από την κοίτη του, και μάκρος 50 μέτρων. Σήμερα στέκονται ακόμα τα τρία τόξα του γεφυριού που έχει συμπληρωθεί με ξύλινη κατασκευή,  η συγκοινωνία όμως εξυπηρετείται με το καινούργιο σύγχρονο γεφύρι που κατασκευάστηκε το 1950 πάνω από το παλιό.

Το σύγχρονο γεφύρι. Από την καμάρα του διακρίνεται το κάστρο

Στην ανατολική πλευρά της γέφυρας είναι χτισμένο ένα μικρό εκκλησάκι (παλιά βυζαντινή συνήθεια) αφιερωμένο στο Γεννέσιο της Θεοτόκου που εξασφάλιζε τη «θεία προστασία», ενώ κατά άλλους χτίστηκε από τον ντε Μπριγιέρ στη μνήμη της γυναίκας του που θυσίασε εκεί. Κυκλοφόρησε τελευταία η πληροφορία ότι η πολιτεία θα αποκαταστήσει το παλιό γεφύρι και θα το αναπλάσει στην παλιά του μορφή. Είθε! 

Το ιστορικό πέτρινο γεφύρι, το Φράγκικης κατασκευής του 13ου αιώνα καμπαναριό της Ζωοδόχου Πηγής, θυμίζουν έντονα την παρουσία των Φράγκων στην Καρύταινα, που με τις  Βυζαντινές εκκλησίες της, τα σαν οχυρά ριζωμένα το ένα κοντά στο άλλο στην πλαγιά πέτρινα σπίτια της, διατηρεί τον μεσαιωνικό της χαρακτήρα και έχει κηρυχτεί παραδοσιακός οικισμός. Λέγεται ότι κάποτε που πέρασε ο Καζανζάκης από την Καρύταινα, τόσο πολύ μαγεύτηκε, που την αποκάλεσε Τολέδο της Ελλάδας, και από τότε της έμεινε ο χαρακτηρισμός.

Άποψη της Καρύταινας

Κάπου εκεί γύρω στα 1320 το κάστρο της Καρύταινας εξαγοράστηκε από τον Ανδρόνικο Β΄Παλαιολόγο και πέρασε στα χέρια του Δεσποτάτου του Μωρέως ( ημιαυτόνομη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας). Το 1461 κατακτιέται από τους Τούρκους, ενώ για 28 χρόνια από το 1687 έως το 1715 το κατέχουν οι Ενετοί. Το κάστρο μετά από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας αρχίζει να χάνει τη στρατηγική του αξία και θα έλεγε κανείς ότι την ανακτά το 1821 όταν πέφτει στα χέρια των Ελλήνων. Μάλιστα, κατά το 1826 ο Κολοκοτρώνης το επισκεύασε και το χρησιμοποιούσε σαν ορμητήριο κατά των ορδών του Ιμπραήμ πασά, ενώ έχτισε και το σπίτι του εκεί. Ο Μπραήμης δεν μπόρεσε να το πατήσει.       

Στην εποχή μας πλέον, τα κάστρα όσα ακόμα αντιστέκονται στο χρόνο, πέρα από τα ιστορικά στοιχεία που έχουν να διηγηθούν, μένουν φωτεινοί φάροι θρύλων και παραδόσεων για βασιλόπουλα, βασιλοπούλες και πριγκίπισσες,  με έντονα τα στοιχεία των ηρωισμών και των υπερφυσικών ικανοτήτων, και σιγά σιγά ακολουθούν τη μοίρα των υλικών από τα οποία κατασκευάστηκαν.

 

 

 

 

 

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Ψαραίικα και όχι μόνο. Γιατί καιγόμαστε.





Μία ακόμα σοβαρή αιτία που βοηθάει στο να καιγόμαστε σαν λαμπάδες είναι η κακομοιριά και ο ωχαδερφισμός μας. Ρίχτε μια ματιά στις φωτογραφίες του χωριού μου και είμαι βέβαιος πως θα το ζηλέψετε έτσι που είναι βουτηγμένο στο πράσινο.
Που όμως αυτό το πράσινο σε ημέρες ξηρασίας από το τσιγάρο κάποιου απρόσεκτου οδηγού ή από έναν σπινθήρα θα λαμπαδιάσει. Πέρα από το ότι το πολύ σε ένα μήνα τα αγριόχορτα ξεραίνονται και μετατρέπονται σε φρύγανα.
Καθώς αυτή την εποχή ελάχιστα σπίτια κατοικούνται, τα υπόλοιπα παρατημένα πνίγονται μέσα στα αγριόχορτα τα βάτα τους θάμνους και τα από χρόνια ακλάδευτα δέντρα, ενώ οι ευαισθητοποιημένοι ψαραίοι που αν και δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι καθαρίζουν τα οικόπεδά τους αποψιλώνουν τα εύφλεκτα υλικά γύρω από τα σπίτια τους κλπ κάθε χρόνο, μετρώνται στα μισά δάχτυλα του ενός χεριού.  

Στην πρώτη φωτογραφία που είναι τραβηγμένη από την βεράντα του σπιτιού μου, η ζούγκλα που βλέπετε σε πρώτο πλάνο ανήκει  σε καμιά δεκαριά Ψαραίους και τις οίδε πόσους κληρονόμους, και τα τελευταία 50 – 60 χρόνια δεν έχει καθαριστεί. Ευνόητο είναι ότι  σε μια πυρκαγιά οι φλόγες θα ξεπεράσουν τα 50 μέτρα σε ύψος και τα όμορα σπίτια μέσα σε λίγα λεπτά θα γίνουν στάχτη. Και βέβαια, αφού ξύλινες οι στέγες χαγιάτια κλπ, με τον παραμικρό αέρα η φωτιά θα μεταδοθεί και θα καεί ολόκληρος ο οικισμός.

Ο ίδιος κίνδυνος όπως  μπορείτε να παρατηρήσετε και στις άλλες φωτογραφίες υπάρχει και για ολόκληρο το χωριό αφού χτισμένα και άχτιστα οικόπεδα πνίγονται στην άγρια βλάστηση και σε μια φωτιά εύκολα και ταχύτατα μπορούν να γίνουν αποκαΐδια..Κι επί πλέον υπάρχουν έξι εφτά εγκαταλειμμένα σπίτια – ερείπια διάσπαρτα στο χωριό με τις γκρεμισμένες ξύλινες στέγες τους μνημεία αδιαφορίας ανευθυνότητας  και περιφρόνησης των ιδιοκτητών τους στο κοινωνικό σύνολο, που σε περίπτωση πυρκαγιάς αποτελούν εμπρηστικές ωρολογιακές βόμβες. 
Άμεσος λοιπόν ο κίνδυνος καταστροφής του χωριού μας από πυρκαγιά, και θα έπρεπε, αφού οι Ψαραίοι δεν ευαισθητοποιούνται να καθαρίζουν τα οικόπεδα και τους κήπους τους από εύφλεκτα υλικά να ενδιαφερθεί η πρωτοβάθμια τοπική Αυτοδιοίκηση.

Αλλά, στα είκοσι χρόνια που είμαι μόνιμος κάτοικος του χωριού δεν θυμάμαι κάποιον πρόεδρο ή πάρεδρο που να ενδιαφέρθηκε για αυτό το πρόβλημα. Να ειδοποιεί δλδ και να απαιτεί από τους Ψαραίους να καθαρίζουν τα οικόπεδά τους. Θεωρητικά πλέον αλλά και ουσιαστικά, υπεύθυνος είναι ο Δήμος Γορτυνίας – ο κάθε Δήμος της οποιασδήποτε περιοχής -  που θα έπρεπε μέσω των Υπηρεσιών του να επιμελείται αυτών των προβλημάτων.  Να ειδοποιεί τους δημότες του να καθαρίζουν τις ιδιοκτησίες τους, και αν εκείνοι αδιαφορούν να τις καθαρίζει ο  Δήμος με δικό του προσωπικό και να τους χρεώνει το  ανάλογο κόστος στέλνοντας το λογαριασμό στοΔημόσιο Ταμείο. <αν εφαρμοζόταν αυτή η τακτική όλοι θα σπεύδανε να καθαρίσουν τα οικόπεδα και τους κήπους τους βέβαιοι ότι θα τους κόστιζε λιγότερο από τις Υπηρεσίες του Δήμου.
Αλλά ούτε και ο Δήμος ενδιαφέρεται, ή αντιμετωπίζει την κατάσταση με αδιαφορία και ωχαδερφισμό. Μέχρι να έρθει η ώρα να καούμε, και τότε να διαμαρτυρόμαστε και να διερωτόμαστε για το που βρίσκεται το κράτος να μας σώσει ή να μας αποζημιώσει.



Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ο ποταμός Λάδωνας, ο Θεός των Αρκάδων Πάνας και η Νύμφη Σύριγγα





Αρκαδικό κατ' εξοχήν ποτάμι ο μυθικός Λάδωνας, πήρε το όνομά του το 1307 πχ από τους Βοιωτούς που ήρθαν στην περιοχή. Πηγάζει λίγο έξω από τα σύνορα της Αρκαδίας, στα Λυκούρια της Αχαΐας στο Χελμό και ύστερα από διαδρομή εξήντα πέντε περίπου χιλιομέτρων χύνεται στον Αλφειό, χαμηλά στην Τριποταμιά. Η διαδρομή του γεφυρώνεται με περίτεχνα πέτρινα γεφύρια που χτίστηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα. Ένα απο αυτά, το ιστορικό Γεφύρι της Κυράς,  προτοχτίστηκε  κάπου εκεί στον καιρό της φραγκοκρατίας τον 13ο αιώνα. Τώρα πια, όταν ανεβαίνει η στάθμη της λίμνης του Λάδωνα καλύπτεται από τα νερά.

Τις πηγές του Λάδωνα, την πηγή του καλύτερα, από όπου αναβλύζουν τεράστιες ποσότητες νερού και είναι προσβάσιμη με αυτοκίνητο, αξίζει τον κόπο να την επισκεφτεί κανείς αν τον φέρει ο δρόμος προς την Κλειτορία. Αξιοθέατη επίσης είναι και η τεχνητή λίμνη του Λάδωνα χαμηλότερα, βόρεια από τα Τρόπαια, που καλύπτει επιφάνεια 6.000 στρεμμάτων σε  μήκος δεκαπέντε χιλιομέτρων, όπως και ο Υδροηλεκτρικός Σταθμός κοντά στου Βούτση. 





Η κατασκευή του Φράγματος σε τούτη τη χαράδρα του Αφροδίσιου όρους σε υψόμετρο 420 μ,  ξεκίνησε το 1950 και το έργο μαζί με τη σήραγγα μήκους 8600 μ και διάμετρο 3.90 μ  που διοχετεύει το νερό στον Υδροηλεκτρικό Σταθμό,  ολοκληρώθηκε το 1955 οπότε και ξεκίνησε τη λειτουργία του με τις δυο γεννήτριες ισχύος 34.500 ΚW η κάθε μια,  ενώ το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης καλύφτηκε από τις ιταλικές πολεμικές επανορθώσεις.  Ο αγωγός πτώσεως που βλέπετε στη φωτογραφία, που παίρνει το νερό από τη σήραγγα έχει μήκος 412 μ και διάμετρο 3,25 μ.



 Σύμφωνα με τη μυθολογία μας ο Θεός - ποταμός Λάδωνας είναι έντονα συνδεδεμένος με τον τραγοπόδαρο Πάνα,  τον Θεό των Αρκάδων που περιφερόταν στις κατάφυτες και σκιερές πλαγιές παραπλέυρως του ποταμού,αλλά και με άλλες θεότητες όπως η Δήμητρα, ο Άρης, η Αφροδίτη και η Άρτεμις που κολυμπούσαν στα νερά του. Ιερό του Πανός βρήκε ο Παυσανίας τον 2ο μχ αιώνα εδώ στη Γορτυνία,  στην αρχαία Ηραία. Η Βικιπαίδεια μας πληροφορεί ότι ο Λάδωνας ήταν δράκος που φύλαγε τα «Μήλα των Εσπερίδων» στο δένδρο της ζωής μαζί με τις Εσπερίδες, και ότι αναφέρεται συνήθως  στην μυθολογία  σαν δράκοντας ή όφις – υπερμεγέθη δράκοντα  με εκατό κεφάλια τον φαντάζονταν οι αρχαίοι -  και… τελειωμό οι μύθοι δεν έχουν!

Σε παλαιότερο σημείωμά μου έχω αναφερθεί στο μύθο τον σχετικό με τη μια κόρη του Λάδωνα που την ηράσθη ο Λεύκιππος, ο γιος του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου. Ντύθηκε γυναίκα για να πλησιάσει και να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη του, αλλά η Δάφνη (αργότερα πήρε αυτό το όνομα), όταν με τις θεραπαινίδες της ανακάλυψαν την πλαστοπροσωπία του βασιλόπουλου, το κατασφάξανε με τα ξιφίδια τους. Κι ακόμα, στο μύθο με τον Θεό Απόλλωνα που μετά τον φόνο του Λεύκιππου προσπαθούσε να «καμακώσει» την κόρη, και που ο πατέρας της, για να την βοηθήσει την μεταμόρφωσε σε δένδρο, αυτό που ονομάζουμε Δάφνη, ελπίζοντας πως με την πικρίλα που ανέδιδε το δένδρο θα απωθούσε τον ερωτύλο θεό- και από τότε έμεινε γνωστή με αυτό το όνομα: Δάφνη.

            Σήμερα θα αναφερθώ σε έναν από τους κορυφαίους μύθους τους σχετικούς με τον Λάδωνα, αυτόν που αναφέρεται στον τραγοπόδαρο και τραγόμορφο θεό των Αρκάδων των Πάνα και στην νύμφη Σύριγγα.
Τραγοπόδαρος και τραγόμορφος με κέρατα μάλιστα, ο Πάνας, γιός του Ερμή και της Δριόπης ή του Δία κι της Καλλιστούς -  της δικής μας ημών των Αρκάδων κόρης του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα -  κατοικούσε  και περιφερόταν στα Αρκαδικά βουνά, στο Μαίναλο το Λύκαιο και το Αφροδίσιο, αλλά  και στα σκιερά παραποτάμια δάση του Λάδωνα που τους είχε ιδιαίτερη αδυναμία. 
Προστάτης των γεωργών στην Αρκαδία ο Πάνας, των κτηνοτρόφων των ψαράδων και πολλών άλλων, του άρεσαν τα γλέντια, τα  κρασιά και οι όμορφες Νύμφες  που κυνηγούσανε στα σκιερά δάση της περιοχής. Τις μάγευε πολλές  φορές παίζοντας μουσική  με τον περίφημο  αυλό του.
         Μια μέρα, καθώς κυνηγούσε στα παραποτάμια σκιερά δάση του Λάδωνα, είδε τη Σύριγγα που είχε βγει κι  εκείνη στο κυνήγι και την αγάπησε. Από δω να της μιλήσει, από κει να την πλησιάσει, η ωραία Νύμφη δεν στεκόταν- και όπως θα λέγαμε σήμερα, την έστρωσε στο κυνήγι! Εδώ εκεί να του ξεφύγει εκείνη, κατέφυγε εξαντλημένη στον ποταμό εκλιπαρώντας την βοήθειά του και ο Λάδωνας, Θεός και αυτός, βλέποντας τον Πάνα να πλησιάζει, μεταμόρφωσε τη Σύριγγα σε καλαμιά (ίδια ιστορία κι εδώ, την Δάφνη την είχε μεταμορφώσει σε πικρό δένδρο), οπότε ο Πάνας την έχασε από τα μάτια του. Κατά μια άλλη εκδοχή, την έφτασε και την άγγιζε, αλλά καθώς ο Λάδωνας την μεταμόρφωσε, έμεινε με μια καλαμιά στα χέρια του.  
     Χωρίς να χάσει εντελώς το θάρρος και τις ελπίδες του, ο Πάνας έκοψε εφτά κομμάτια καλαμιές, τα συνέδεσε μεταξύ τους με κερί και έφτιαξε την περίφημη σύριγγα, το μουσικό όργανο που μέχρι σήμερα φέρει αυτό το όνομα. Έπαιζε την θεϊκή μουσική του  με αυτό, ελπίζοντας να ανταποκριθεί η Νύμφη στο κάλεσμά του και να εμφανιστεί. 
Τελειώνοντας τα σχετικά με τον Πάνα και τη Σύριγγα, να παρατηρήσω  πως ο Λάδωνας φαίνεται να  είχε και ιαματικές ιδιότητες, γιατί, σύμφωνα με τη Μυθολογία μας, ο Δίας έστειλε τις
Νύμφες να λούσουν στα νερά του τη Δήμητρα για να την ηρεμήσει από την οργή της επειδή την είχε βιάσει ο Ποσειδώνας, και από τότε η θεά της γεωργίας και της γονιμότητας του εδάφους, πήρε και το όνομα Λουσία