Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Τότε που θερίζαμε και αλωνίζαμε τα γεννήματα στο Ψάρι.

 


        Γνωστό σε όλους ότι τούτος ο μήνας που διανύουμε, ο Ιούλιος, λέγεται και αλωνάρης, επειδή κατά την διάρκειά του κυρίως αλωνίζαμε κατά τις παλιές εποχές τα γεννήματα, σιτάρια, κριθάρια κλπ. Εδώ στο χωριό μας στο Ψάρι της Γορτυνίας, όπως και σε ολόκληρη την ύπαιθρο, τον άρτον τον επιούσιο τον φτιάχνανε στα σπίτια τους ο κοσμάκης, καλλιεργώντας δημητριακά στα  χωραφάκια τους. Αλωνίζανε μετά τα γεννήματα για να ξεχωρίσουν τον καρπό από την καλαμιά και το άχυρο, και τον αποθηκεύανε στα σπίτια τους. Σε νερόμυλους της περιοχής καταφεύγανε για να αλέσουν τα σιτάρια τα κριθάρια και τα αραποσίτια, και ζυμώνανε το ψωμάκι τους που το ψήνανε στους ξυλόφουρνους που σχεδόν κάθε σπίτι είχε στην αυλή του. Τον Ιούλη λοιπόν γινόταν το αλώνισμα, αλλά λόγω του ανάγλυφου της περιοχής και των καιρικών συνθηκών, πολλές φορές ο θερισμός που κυρίως γίνεται κατά τον προηγούμενο μήνα τον Ιούνιο - τον και θεριστή αποκαλούμενο -  καθυστερούσε και μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Ιούλη. 

        Να πούμε εδώ ότι ο θέρος και το αλώνισμα, όσες μέρες κρατούσαν αυτές οι δουλειές μέχρι να μεταφερθεί καθαρός ο καρπός από τα γεννήματα στα σπίτια, ήσαν διαδικασίες γιορτής με πανηγυρική ατμόσφαιρα για ολόκληρο τον αγροτικό κόσμο, γιατί ήταν οι ημέρες που βλέπανε συγκεντρωμένους τους κόπους τους που τους εξασφαλίζανε το ψωμί ολόκληρης της χρονιάς για την οικογένειά τους.
Κατά τη διάρκεια του θέρους και μέχρι να αλωνιστούν τα γεννήματα και να αποθηκευτεί ο καρπός στα σπίτια, γινόταν ένας αγώνας ταχύτητας, και για να προλάβουν τις δουλειές, αλλά και γιατί δεν λείπανε και οι ξαφνικές μπόρες και νεροποντές καμιά φορά. 
            Αν έπιανε μια βροχή και εύρισκε αθέριστα τα χωράφια προκαλούσε μεγάλη ζημιά, γιατί πέφτανε τα γεννήματα κάτω, ήταν δύσκολος  μετά ο θερισμός, και για να τα ρίξουνε στο αλώνι έπρεπε να αποξηραθούν τα στάχια και οι καλαμιές. Επί πλέον, οι καλοκαιρινές μπόρες που ήσαν ξαφνικές και βρίσκανε τον κοσμάκη στα χωράφια με τα δρεπάνια στα χέρια, πέρα από τις ζημιές στα γεννήματα, τις πλημμύρες κλπ, εγκυμονούσαν κινδύνους και για τη ζωή τους. Κάπου εκεί στη δεκαετία του 1950, μια καλοκαιρινή μπόρα σε διπλανό χωριό, στου Σαρακίνι Ηραίας, έστειλε μια οικογένεια με τα δρεπάνια στα χέρια κάτω από ένα δένδρο για να προστατευτούν από το χαλάζι. Ένας κεραυνός όμως που έπεσε στο δένδρο έκαψε δυο αδέρφια αγόρι κορίτσι δεκαοχτώ και είκοσι χρονών και μια συνομήλικη ξαδέλφη τους, ενώ μισοκαμμένη γλύτωσε η μητριά των δυο αδελφών.
            Αλλά και για το αλώνι ο κίνδυνος από τις καλοκαιρινές μπόρες ήταν μεγάλος. Γιατί, η διαδικασία του αλωνίσματος ήταν σχετικά χρονοβόρα και δεν τελείωνε σε μια ημέρα. Μετά από το αλώνισμα το γέννημα έμενε στο αλώνι μέχρι να λιχνιστεί, να ξεχωρίσει δηλαδή ο καρπός από το άχυρο, για να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί στα σπίτια. Και εκεί, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας που πολλές φορές καθυστερούσε γιατί δεν υπήρχε αέρας για το λίχνισμα, αν έπιανε μια βροχή ήταν καταστροφή. Δεν υπήρχε τότε το πλαστικό, και ο κόσμος έτρεχε να σκεπάσει το γέννημα που βρισκόταν στο αλώνι με κλινοσκεπάσματα, με μπατανίες σαγίσματα και κουβέρτες, με ό,τι τελοσπάντων έβρισκε, αλλά η ζημιά ήταν τεράστια, η βροχή διαπερνούσε αυτά τα πρόχειρα σκεπάσματα και το γέννημα βρεχόταν. Για να μπορέσουν μετά να το λιχνίσουν έπρεπε να το απλώσουν για να στεγνώσει, και καταλαβαίνει κανείς τα βάσανα αυτών των ανθρώπων που είχαν την ατυχία να βραχεί το αλώνι.


         Ο θερισμός ήταν κουραστική και επίπονη δουλειά. Γινόταν τον Ιούνιο που οι θερμοκρασίες είναι συνήθως πολύ ανεβασμένες, και απαιτούσε από τους θεριστάδες να δουλεύουν σκυφτοί, διπλωμένοι σχεδόν στα δύο. Γυναίκες και άνδρες ντύνονταν με όσο το δυνατόν ελαφρά και ανοιχτόχρωμα ρούχα με μακριά όμως μανίκια, φορώντας ψάθινα ή αυτοσχέδια καπέλα ακόμα και από χαρτιά οι άνδρες προσπαθώντας να έχουν καλυμμένο και το σβέρκο τους, και οι γυναίκες τύλιγαν το κεφάλι το λαιμό και ένα μέρος από το πρόσωπο με την τσεμπέρα τους.
        Όταν πηγαίνανε να θερίσουν ένα χωράφι, ολόκληρη η οικογένεια μικροί μεγάλοι ήταν εκεί, και μωρό ακόμα αν υπήρχε το παίρνανε κι αυτό με τη νάκα του που την κρεμούσαν σε κάποιο δένδρο ή την τοποθετούσαν σε προφυλαγμένο ίσκιο. Η δουλειά ξεκινούσε πρωί προτού σκάσει ο ήλιος και τελείωνε με τη δύση του, με μια μικρή διακοπή για το φαγητό και για λίγη ξεκούραση το μεσημέρι που η ζέστη χτυπούσε κόκκινο.

        Ο θερισμός γινόταν με τα δρεπάνια. Διπλωμένος σχεδόν στα δύο άπλωνε το αριστερό του χέρι εκείνος ή εκείνη που θέριζε, άνοιγε όσο μπορούσε την παλάμη και έπιανε όσα περισσότερα στάχια μπορούσε, και με μια γρήγορη κίνηση, χράπ τα έκοβε σε ύψος είκοσι περίπου εκατοστών με το δρεπάνι που χειριζόταν με το δεξί χέρι. Τέσσερεις πέντε τέτοιες χεριές σχημάτιζαν ένα χερόβολο με τα στάχια που είχε κόψει, και με μια επιδέξια κίνηση ξεχώριζε δυο τρεις καλαμιές μαζί και τύλιγε το χερόβολο που το άφηνε κάτω και προχωρούσε για το επόμενο. Ο νοικοκύρης που ερχόταν πίσω ή κάποιος άλλος ειδικός στο δεμάτιασμα μάζευε τα χερόβολα σχηματίζοντας τα δεμάτια, δέματα δηλαδή από χερόβολα με διάμετρο εβδομήντα – ογδόντα εκατοστά. Τα δεμάτια τα δένανε με τα «δεματικά» που τα φτιάχνανε από καλαμιά σίκαλης, που από το περασμένο βράδυ είχαν βάλει στο νερό για να «λουρώσει», να είναι δηλαδή μαλακή και εύκαμπτη. Τα δεμάτια έπρεπε να δένονται σφιχτά – και γι αυτό ασχολούνταν δυο με αυτή τη  δουλειά -  για να φορτώνονται εύκολα στα μουλάρια και να μεταφέρονται με ασφάλεια στο αλώνι.

       Έτυχε κάποτε να δένουν τα δεμάτια ο Τασ..κος – φλεγματώδης, και παροιμιώδης καλαμπουρτζής  -  με τη γυναίκα του σε ένα χωράφι τους στο κάτω μέρος της πεζούλας, και καθώς προσπαθούσαν να σφίξουν το δεμάτι πιέζοντας από την αντίθετη πλευρά ο καθένας τους, χρατς… σπάει το δεματικό και η Τασ..αινα που ήταν από την κάτω μεριά διαγράφει μια κωλοτούμπα και προσγειώνεται στην αποκάτω πεζούλα επάνω στις καλαμιές, κάνα μέτρο  χαμηλότερα! Ατάραχος ο Τασ…κος, αφού είδε ότι η γυναίκα του δεν είχε πάθει ζημιά, δεν έχασε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τον εαυτό του: "Τήρα να ιδείς ρε φίλε μου, καλά που δεν ήμουνα από την κάτω μεριά, θα σκοτωνόμουνα!"

        Πολλοί αντί για δεμάτια φτιάχνανε τις λεγόμενες «κουντούρες». Αντί δηλαδή να κάνουν χερόβολα και μετά δεμάτια, προσθέτανε τη μια χεριά πάνω στην άλλη σχηματίζοντας ένα μικρό δέμα από καλαμιές με τα στάχια τους, με διάμετρο τριάντα – σαράντα εκατοστών, το δένανε, και ήταν έτοιμο για φόρτωμα στο μουλάρι. Aν οι οικογένειες ήσαν ολιγομελείς και δεν μπορούσαν μόνοι τους να θερίσουν, τότε κάνανε ένα είδος σεμπριάς με κάποια άλλη οικογένεια, και θερίζανε τα χωράφια τους μαζί. ΄Ήσαν οι λεγόμενες δανεικαριές. Θερίζανε τα χωράφια της μιας οικογένειας και μετά πιάνανε τα χωράφια της αλληνής. 

Ένας άλλος τρόπος ήταν και ο θερισμός με «ξέλαση». Καλούσε κάποιος δέκα δεκαπέντε άτομα να θερίσει το χωράφι του, και τους πλήρωνε σε είδος, χρήμα, και με διάφορους άλλους τρόπους, ακόμα και με δανεικαριά,  με την υποχρέωση δηλαδή να πάει κάποιος από την οικογένεια και να ανταποδώσει την υποχρέωση όταν θα θερίζανε κι εκείνοι. Και μην νομίζετε ότι τόσοι πολλοί που πέφτανε στο χωράφι ήσαν μπουλούκι. Ο καθένας έπιανε ένα είδος οδηγού δύο μέτρα π.χ, και τραβούσε μπροστά θερίζοντας. Εργό τον λέγανε αυτό τον οδηγό, αλλά όπως και την ξέλαση ή το δεματικό δεν τα γνωρίζει ο μεγάλος Μπαμπινιώτης. 

        «Εργό τον έργό θέριζε, και τα δεμάτια έδενε», μας μεταφέρει η παράδοση. Τον εργό τους λοιπόν οι θεριστάδες, και άλλοι αγκομαχάγανε  για να είναι στην αράδα τους, να μην «κρεμάνε» πίσω, και άλλοι για να φανεί η επιδεξιότητά τους, να αναδειχτεί η αξία τους. Και κάπως έτσι αποχτούσαν κάποιοι τη φήμη ότι ήσαν το «πρώτο δρεπάνι», οι «πρώτοι θεριστάδες», και ήσαν περιζήτητοι στο θέρο.

          Αφόρητη η ζέστη, έτρεχε ο ιδρώτας και κολλάγανε τα ρούχα στο κορμί, άναβε η καλαμιά και το άγανο, άναβε ο τόπος ολόκληρος, πετάγανε σπίθες τα δρεπάνια από την κίνηση, και πολλές φορές σε πείσμα όλης αυτής της κούρασης κάποια ή κάποιος άρχιζε το τραγούδι. Έλεγε την πρώτη στροφή, τον πρώτο στίχο, και καθώς το πιάνανε οι άλλοι σαν αρχαίος χορός, το τραγούδι άναβε. Τραγουδώντας για την «παπαδοπούλα που θέριζε», για τον «ήλιο που αργεί να βασιλέψει και τον καταριέται η εργατιά», για «τα γεννήματα που γινήκανε, γινήκανε για θέρο», και άλλα τέτοια, τραγουδούσαν τους καημούς και τις ελπίδες τους, αλλά παράλληλα αντιδρούσανε και καταπολεμούσαν και την κούραση τους.

       Στο θέρο ήσαν όλοι απασχολημένοι. Οι μεγάλοι θερίζανε και δεματιάζανε, τα παιδιά κουβαλούσανε με τα μουλάρια τα δεμάτια στο αλώνι, τα μικρότερα κάνανε θελήματα, και αν ήταν και καμιά γιαγιά, έπαιρνε ένα τράσιτο και μάζευε στάχια στο θερισμένο. Για ένα δωδεκάχρονο αγόρι το να πάρει το μουλάρι φορτωμένο και να το οδηγήσει στο αλώνι και να λύσει τα δεμάτια να πέσουν  ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά και ευχάριστος περίπατος. Γιατί καθώς επέστρεφε στο χωράφι  καβάλα στο μουλάρι, εύρισκε την ευκαιρία να απολαύσει λίγο τζιρίκισμα σε κάποια σημεία που ο δρόμος σχημάτιζε καμιά σχετική ευθεία. Όπου, τζιρικάω, στα Ψαραίικα σημαίνει ότι καθώς είμαι καβάλα στο μουλάρι το πιέζω και καλπάζει. Ήμερο ζώο και υπάκουο μέλος της οικογένειας, συμμετείχε κι αυτό στην όλη διαδικασία και στην πανηγυρική ατμόσφαιρα, και σπάνια δυστροπούσε.

       Ανατολικά του χωριού εκτείνεται σε λίγα στρέμματα μια σχετικά υπερυψωμένη περιοχή που πήρε την ονομασία «στη Ράχη στα αλώνια». Την ονομάσανε έτσι οι Ψαραίοι, επειδή εκεί επιλέξανε να φτιάξουν τα πρώτα τους αλώνια. Ο λόγος είναι ότι βρίσκεται κοντά, συνορεύει με το χωριό, αλλά κυρίως, επειδή είναι υπερυψωμένη και ελεύθερη από παντού, την πιάνει και το παραμικρό ρεύμα αέρα που είναι απαραίτητο για το λίχνισμα του αλωνιού, τη διαδικασία δηλαδή και τις απαραίτητες εργασίες για το διαχωρισμό του καρπού από την καλαμιά και το άχυρο. 

        Ολόκληρο το χωριό έφτιαξε τα αλώνια του στη Ράχη, εδώ η μια οικογένεια, το ένα σόι, εκεί η άλλη, έτσι ώστε όλοι το  να αλωνίζουν τα γεννήματά τους. Διαμορφώνανε ένα χώρο επίπεδο και στρογγυλό με διάμετρο δώδεκα περίπου μέτρων, τον πατάγανε καλά με αυτοσχέδιο κύλινδρο από πέτρα, στήνανε ένα ξύλο με διάμετρο δέκα έως δεκαπέντε εκατοστά και ενάμισι μέτρο ύψος στη μέση, το λεγόμενο στηχερό, στρώνανε αυτό το χώρο με αραιωμένη σβουνιά, κοπριά δλδ από βόδια και μουλάρια, και αφού ξεραινόταν το μείγμα της σβουνιάς, το αλώνι ήταν έτοιμο  για τη διαδικασία του αλωνίσματος. Με την πάροδο του χρόνου κάποιοι νοικοκυραίοι που αποκτούσαν οικονομική άνεση αρχίσανε να φτιάχνουνε πέτρινα αλώνια, δικά τους, και επειδή στο αλώνι διεκπεραιώνονταν πολλές δουλειές φροντίζανε να τα φτιάχνουν σε χωράφια τους κοντά στο χωριό για να είναι εύκολα προσβάσιμα από ολόκληρη την οικογένεια.  αλώνια που το βασικό συστατικό κατασκευής τους ήταν η κοπριά των τετράποδων, εύκολα παθαίνανε ζημιές και χρειάζονταν συνεχείς επισκευές, ενώ τα πέτρινα αλώνια που στρώνονταν με μεγάλες πέτρες ήσαν αθάνατα. 

       Για να φτιάξουν το αλώνι επιλέγανε ένα σημείο στο πάνω μέρος του χωραφιού που το έπιανε το βοριαδάκι επειδή ήταν απαραίτητο για το λίχνισμα, και φροντίζανε να έχει ελεύθερο χώρο για να αποθηκευτούν τα δεμάτια καθώς τα κουβαλούσαν και από τα άλλα χωράφια τους. Τα τοποθετούσαν έτσι ώστε να δημιουργούν τις θημωνιές, δεμάτια δηλαδή χτισμένα κυκλικά, δίπλα και επάνω στα άλλα  που εφάπτονταν στο αλώνι, ώστε να μην καταλαμβάνουν πολύ χώρο και απομακρύνονται από το αλώνι, και να μπορούν εύκολα να τα απλώσουν όταν ερχόταν η ώρα για το αλώνισμα.

       Συνήθως σε ένα αλώνι αλωνίζανε περισσότερα από ένα νοικοκυριά, γι αυτό στήνανε τις θημωνιές με τάξη. Αλωνίζανε δηλαδή τα γεννήματά τους στο οικογενειακό τους αλώνι δυο και τρία αδέλφια, ή ακόμα, συνέβαινε ο νοικοκύρης που είχε το αλώνι να φιλοξενήσει κάποιους που δεν είχαν δικό τους . Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επιβάλλανε να χτίζονται με τάξη οι θημωνιές. Εννοείται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο καθένας περίμενε τη σειρά του για να αλωνίσει. Όταν ο νοικοκύρης τελείωνε το θερισμό στα χωράφια του, όριζε την ημέρα που θα αλωνίσει, και φρόντιζε να εξασφαλίσει τα μουλάρια που ήσαν απαραίτητα για το αλώνισμα.
        Ένα ελαφρύ αλώνι μπορούσε να γίνει και με δυο μουλάρια, το βαρύ όμως, το «φορτωμένο» αλώνι που είχε πολλά δεμάτια χρειαζόταν πέντε  και έξι  μουλάρια για να γίνει, και χρειαζόταν και χέρια που θα δουλεύανε τα δικράνια και θα τρέχανε και τα μουλάρια. Πρωί πρωί προτού σκάσει ο ήλιος ρίχνανε τα δεμάτια μέσα στο αλώνι και τα απλώνανε -αν δεν είχε υγρασία ο καιρός τα απλώνανε από την προηγούμενη ημέρα – σε ένα ύψος που κάλυπτε τα γόνατα των μουλαριών, και καμιά φορά έφθανε ως την κοιλιά τους. Στερέωνε ο νοικοκύρης ή όποιος άλλος κουμαντάριζε τα μουλάρια εκείνη τη στιγμή την αλωναριά στο στηχερό, και στη συνέχεια περνούσε τη θηλειά στη λαιμαριά του κάθε μουλαριού φροντίζοντας στη μέσα και την έξω μεριά της ζυγιάς να βάλει έμπειρα στο αλώνι μουλάρια, για να οδηγούνε αυτά που βρίσκονταν από μέσα. Άρχιζε μετά με φωνές και με τη βίτσα του να ξαμώνει τα μουλάρια, που ξεκινούσαν την πορεία τους πάνω  στα απλωμένα δεμάτια, από την έξω μεριά του αλωνιού, και σε κάθε κύκλο η αλωναριά τυλιγόταν στο στηχερό.
     Σε μερικούς κύκλους μάζευε η αλωναριά στο στηχερό, και τότε γινόταν αναστροφή των ζωντανών που ξεκινούσαν την αντίστροφη πορεία από το κέντρο  προς τα έξω. Σε λίγη ώρα τα απλωμένα δεμάτια  είχαν «καθίσει» από τα πέταλα μουλαριών κάτω από τα γόνατα, και μπορούσε να ξεκινήσει πλέον η  γρήγορη κίνησή τους, ο καλπασμός. Στο γύρω του αλωνιού, στη Σφεντόνα όπως λέγανε τις μεγάλες πλάκες που στεφανώνουν το αλώνι στον εξωτερικό του κύκλο, στέκονταν αραιά με τα δικράνια τους κάποιοι που ήσαν μέλη της οικογένειας ή αγωγιάτες που είχαν το μουλάρι τους στο αλώνι, και σπρώχνανε προς τα μέσα την καλαμιά, το άχυρο που είχε «κλωτσήσει» από τα μουλάρια. Η βοήθεια με τα δικράνια ήταν απαραίτητη, γιατί, πέρα από τη δουλειά που προσφέρανε εκεί στη Σφεντόνα, όταν «καθότανε» λίγο το αλώνι, η καλαμιά, έπρεπε να το γυρίσουν, να αναποδογυρίσουν δηλαδή την καλαμιά μέσα στο αλώνι για να πατιέται από τα ζωντανά. Βοηθούσαν επίσης μπαίνοντας στο αλώνι και οδηγώντας τα μουλάρια, αλλάζοντας ο ένας τον άλλον, γιατί δεν ήταν δυνατόν μόνος του ένας άνθρωπος να  τρέχει πίσω από τα μουλάρια ολόκληρη την ημέρα μέσα στην αφόρητη ζέστη, στο άγανο και την καλαμιά. Κάπου εκεί, όταν είχε κάτσει σχετικά το αλώνι αφού είχαν γυρίσει το «πρώτο δικράνι», και τα μουλάρια γυροφέρνανε καλπάζοντας, παρουσιαζόταν και η κυρά με τα σχετικά της τραταρίσματα, με ό,τι τέλοσπάντων   υπήρχε στο φτωχό νοικοκυριό , και ακούγονταν και οι ευχές για καλοφάγωτο και τέτοια.

      Το κολατσιό συνήθως γινόταν στο πόδι, αλλά το κυρίως φαγητό ήταν το κάτι άλλο. Στο χωριό μας το πλούσιο φαγητό στο αλώνι κάτω από τον δροσερό ίσκιο του πουρναριού ή της γκορτσιάς ήταν κάτι το εξαιρετικό, ένα είδος ιεροτελεστίας που επαναλαμβανόταν όπως όλες οι γιορτές μια φορά το χρόνο, κατά την ημέρα που αλωνίζαμε. Η Νοικοκυρά φρόντιζε να φυλάει έναν κόκορα για τούτη την ημέρα, και τις ανάλογες χυλοπίτες, και φυσικά, ποτέ δεν έλειπε το κρασί. Ερχότανε την ώρα του φαγητού βοηθούμενη και από κάποια κόρη της κουβαλώντας το φαγητό και όλα τα συμπράγκαλα. Έστρωνε κάτω από τον δασύ ίσκιο του πουρναριού την πολύχρωμη αντρομήδα που την είχε υφάνει μόνη της στον αργαλειό, και με την κόρη ετοιμάζανε τα πιατικά τους. Όταν ο νοικοκύρης έκρινε ότι ήταν ώρα για φαγητό, σταματάγανε τα μουλάρια μέσα στο αλώνι και τρίβανε τις πλάτες τους με χεριές άχυρο για να απορροφήσουν τον ιδρώτα που έτρεχε πάνω τους, περνούσανε την παλάμη τους χαϊδευτικά  πάνω τους μιλώντας τους ήρεμα σαν να ήθελαν να τους πουν ότι αναγνωρίζανε την προσφορά και την κούρασή τους, και τους κρεμάγανε τον τορβά με την τροφή στο στόμα. Τα ζωντανά λες και καταλαβαίνανε κι εκείνα, το είχαν ανάγκη εκείνο το χάδι και το διάλειμμα, ηρεμούσανε και πιάνανε να μασάνε το κριθάρι τους στον τορβά.

     Τινάζανε οι  άνδρες το άχυρο και το άγανο από πάνω τους και τραβούσαν προς το πουρνάρι. " Καλώς τους! Κοπιάστε! Τους καλωσόριζε η κυρά, γειά στα χέρια σας!¨. Έβαζε στραγγιχτές χυλοπίτες στα πιάτα τους που τις πασπάλιζε με μπόλικη μυζήθρα, έβαζε και το σχετικό μεζέ από τον κόκορα, έπιανε το καρβέλι ο νοικοκύρης και ξεκίναγε να κόβει ψωμί, και όταν σηκώνονταν και οι κούπες με το κρασί, ακούγονταν και οι ευχές: " Καλοφάγωτο νοικοκυραίοι, και με υγεία!" εύχονταν όλοι. "Χίλια μόδια!" ευχόταν ο ένας, "χίλια μόδια κι όξω ο σπόρος!" υπερθεμάτιζε ο διπλανός. Χίλια μόδια γέννημα βέβαια δεν μπορούσαν να βγουν στο αλώνι αφού το μόδι αντιστοιχούσε σε τριακόσιες οκάδες, αλλά έτσι το ήθελε το έθιμο, αυτό το πνεύμα να εκφράζουν οι ευχές.

Μετά από ώρες δουλειάς η καλαμιά κοβότανε, γινόταν άχυρο και ο καρπός ξεχώριζε. Το αλώνι είχε γίνει, ήταν έτοιμο. Ξεζεύανε τα μουλάρια και τα τρίβανε από το λαιμό μέχρι τα καπούλια  με άχυρο για να φύγει το ξάναμα και ο ιδρώτας από πάνω τους και ένας δυο τα πηγαίνανε για νερό ενώ οι υπόλοιποι με τα δικράνια τους σηκώνανε το αλώνι. Έτσι δηλαδή όπως ήτανε τριμμένο το σιτάρι και το άχυρο μαζί το σηκώνανε με τα δικράνια και τα ξυλόφτυαρα στη μέση του αλωνιού σε έναν μεγάλο σωρό, για να είναι έτοιμο για λίχνισμα.

         Από εκείνη την ώρα η οικογένεια δεν έφευγε από το αλώνι, περιμένοντας το ευλογημένο αεράκι, και όταν έπιανε να φυσάει ξεκινούσαν το λίχνισμα. Πετάγανε δηλαδή το μίγμα στον αέρα με τα δικράνια και ο καρπός έπεφτε κάτω κατακόρυφα λόγω της βαρύτητας, ενώ το άχυρο παρασυρόταν λίγο πιο πέρα. Στενάχωρη και επίπονη δουλειά που μπορούσε να διαρκέσει δυο και τρεις ημέρες, αφού για πολλές ώρες δεν φύσαγε, και πολλές φορές άμα έπιανε αεράκι λιχνίζανε και κατά τη διάρκεια της νύχτας.  Όταν ο καρπός καθάριζε από το άχυρο, και επειδή πάντα μένανε κομμάτια από στάχυα και κόμποι από καλαμιά, τον περνούσαν από το δρυμόνι, ένα μεγάλο κόσκινο με διάμετρο 80 εκατοστά έως ένα μέτρο.

Είχε ένα μεγάλο χαλκά, ένα αρβάλι στο έξω του μέρος, και από εκεί το στερεώνανε σε έναν πάσσαλο ή σε ένα δικράνι σε ύψος πάνω από ένα μέτρο, έριχνε ένας μέσα τον καρπό με το ξύλινο φτυάρι που ήταν ειδικό για χρήση στο αλώνι και ο άλλος κουνούσε το δρυμόνι παλινδρομικά για να κοσκινίζεται το γέννημα. Έπεφτε πλέον καθαρός ο καρπός κάτω, ενώ τα σκύβαλα τα συγκρατούσε αυτό το κοσκίνισμα. Από εκείνη την ώρα μπορούσαν να φορτώνουν τον καθαρό καρπό και να τον μεταφέρουν με τα μουλάρια στο σπίτι τους, αποθηκεύοντάς τον σε ένα μεγάλο ξύλινο κασόνι έτοιμο να μεταφερθεί στο μύλο για άλεσμα.  Και τα άχυρα επίσης που ήταν η απαραίτητη τροφή για τα γαϊδουρομούλαρα, μεταφέρονταν και αποθηκεύονταν στο χωριό στα υπόγεια και στα κατώγια , και το αλώνι καθάριζε. Αλωνίζανε λοιπόν σιτάρι, κριθάρι σίκαλη και βρώμη, αλλά οι δουλειές δεν τελείωναν εκεί. Στο αλώνι μεταφέρονταν τα φασόλια και τα ρεβύθια που σπέρνανε στα χωράφια τους, οι φακές, και τα αραποσίτια. Τα απλώνανε για να ξεραθούν και να μπορέσουν να τα καθαρίσουν, να τα αποφλοιώσουν.

       Είναι ευνόητο ότι από την ώρα που αρχίζανε να καταφτάνουν τα δεμάτια στο αλώνι,  δεν το αφήνανε ούτε στιγμή μόνο του οι νοικοκυραίοι, πολλοί κοιμούνταν εκεί. Για να φυλάνε τα γεννήματα από τα ζωντανά, που από την ώρα που θερίζονταν τα χωράφια βόσκιζαν ελεύθερα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά και από πιθανές κλοπές. Τα αραποσίτια τα θερίζανε τον Αύγουστο. Μαζεύανε τα τρουμπούκια σε Κόφες (μεγάλα κοφίνια) ή σε (μεγάλα) τσουβάλια της Ρίγας όπως τα λέγανε, και με τα μουλάρια τα κουβαλούσαν στο αλώνι.

Το ξεφλούδισμα (ξεφλίτσιαμα) γινόταν συνήθως βραδινές ώρες με ξέλαση, και ήταν ένα μικρό πανηγύρι, μια γιορτή που όλοι ήθελαν να συμμετέχουν.Κάθονταν κατάχαμα στο αλώνι, από δω οι γυναίκες από ‘κει οι άντρες και πιάνανε δουλειά, ανοίγανε στα δυο τη φλούδα και έμενε το τρουμπούκι (στέλεχος) με τον καρπό. Απλώνανε την άλλη μέρα τα αραποσίτια στο αλώνι να ξεραθούν, και μετά τα ξεσπυρίζανε, διαχωρίζανε δηλαδή τον καρπό από το τρουμπούκι, είτε στουμπίζοντάς τα με δυο κοντά ξύλα δεμένα σε σχετική απόσταση το ένα με το άλλο με σκοινί, είτε τρίβοντάς τα πάνω σε κάποιο ξύλο που του είχαν σκαλίσει δόντια για αυτήν ακριβώς τη δουλειά, είτε τρίβοντάς τα και με τα χέρια.

          Σε κάθε τέτοια ξέλαση που πολλές φορές τράβαγε μέχρι τις πρωινές ώρες ακούγονταν κάτω από το αμυδρό φως των άστρων και του φεγγαριού όλες οι ιστορίες του χωριού πραγματικές ή φανταστικές, για φόνους και απαγωγές γυναικών, για φαντάσματα και αερικά, και τόσα άλλα. Εξαντλούσαν αυτές οι βραδιές και όλο το ρεπερτόριο των τραγουδιών. Και φυσικά, δεν έλειπαν και τα φλερτάκια, και ένα «τυχαίο» άγγιγμα του χεριού άναβε φωτιές ολόκληρες και καλλιεργούσε ελπίδες και προσδοκίες.
      Μιλώντας για τα  αλώνια, θα ήταν παράλειψη  να μην αναφερθώ στους χορούς και τα γλέντια που περιστασιακά σε περιόδους γιορτών όπως οι απόκριες κλπ., στήνονταν στο Κολιαίικο αλώνι, όπου, πραγματικά μερικές φορές «καιγότανε το πελεκούδι». 

        Έναν αιώνα ζωής έχει το Ζαφειραίικο αλώνι στη Ρούγα όπως και άλλα πέτρινα αλώνια του χωριού και  παραμένουν άθικτα, ενώ από τα αλώνια που φτιάχνανε με κοπριά δεν υπάρχει ούτε ίχνος σήμερα. Υπολογίζω ότι στο Ψάρι και στην ευρύτερη περιοχή του χωριού πρέπει να υπάρχουν πάνω από 25 πέτρινα αλώνια, δύο από τα οποία, το Καταλώνι και το Κολιαίικο βρίσκονται μέσα στο χωριό.

(Σημ.: Το Δρυμόνι είναι από το αλώνι της Ρούγας, τις άλλες φωτογραφίες τις δανείστηκα από το διαδίκτυο)