Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Ερύμανθος. Το βουνό, το ποτάμι, ο Ερυμάνθιος Κάπρος.

 

 

   Ερύμανθος.
 

Τέταρτο σε ύψος βουνό της Πελοποννήσου ο Ερύμανθος με 2224 υψμτ, εκτείνεται σαν οροσειρά στα όρια Αχαΐας – Ηλείας στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, με νοτιοδυτική κατεύθυνση από βορρά προς νότο.

Από την οροσειρά του Ερύμανθου πηγάζουν τα ποτάμια: Βουραϊκός, Πηνειός, Σελινούντας, Ερύμανθος, Πείρος και Παραπείρος.

Στην με πάνω από «970 είδη φυτών πλούσια χλωρίδα του ευδοκιμούν δάση από έλατα, δρύες, κέδρους, καστανιές, πουρνάρια, πεύκα, φιλίκια, μελιούς, καθώς και πλατάνια και λεύκες στις παρόχθιες περιοχές, κ. ά.

Πλούσια είναι και η πανίδα του με πλήθος διάφορων και σπάνιων ζώων, όπως τα θηλαστικά, ασβούς κυρίως, λαγούς, αλεπούδες, τσακάλια, νυφίτσες, αγριογούρουνα και βίδρες τελευταία.

Από την πανίδα των πτηνών σημαντικότερα είναι το γεράκι, ο χρυσαετός, ο καρβουνιάρης, ο δρυοκολάπτης και η τσίχλα, το κοτσύφι, η πέρδικα, η μπεκάτσα, το σπουργίτι, και τα κορακοειδή. Ζουν ακόμα εκεί ερπετά, χελώνες, φίδια κλπ.

 


 Η ιχθυοπανίδα των ποταμών που ρέουν από τον Ερύμανθο περιλαμβάνει χέλια, μπριάνες, αγριοχρυσόψαρα, λακωνικούς πελασγούς, ποταμοσαλιάρες, πέστροφες, λιάρες, και πελοποννησιακούς ποταμοκέφαλους». Wikipedia org.

Κατά μία εκδοχή της Μυθολογίας μας, το βουνό πήρε το όνομά του από τον Ερύμανθο, απόγονο του πρώτου μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα. Ο Ερύμανθος ήταν αγαπημένος τόπος διαμονής της θεάς Αρτέμιδας και του Πάνα του θεού των Αρκάδων, και λέγεται ότι η θεά Αφροδίτη ήταν εκείνη που τον «πέτρωσε» γιατί την είδε να κάνει μπάνιο γυμνή με τον Άδωνη. ΄Σε άλλη εκδοχή υποστηρίζεται ότι ήταν γιος του Απόλλωνα που τον τύφλωσε η Αφροδίτη κλπ, κλπ.      

Ο Ερύμανθος ήταν βασιλιάς της αρχαίας Ψωφίδας, στα όρια Αχαΐας - Αρκαδίας – Ηλείας, της ισχυρής οικονομικά πόλης κράτος που την είχε χτίσει ο ίδιος και λατρευόταν σαν θεός, και που από την αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα ανήκε στην Αρκαδία. Ερείπια της αρχαίας Ψωφίδας σώζονται ανάμεσα στα χωριά Αστράς και Πλατανίτσα.

Ο ποταμός Ερύμανθος που τον αποκαλούσαν και Ντοάνα παλιότερα, είναι ο δυτικότερος ποταμός της Αρκαδίας με ροή 60 περίπου χιλιομέτρων και πηγάζει στη νοτιοανατολική πλευρά του όρους Ερύμανθος.

Το γεφύρι της Ντοάνας στα σύνορα Αρκαδίας - Ηλείας
                                     

Στο ξεκίνημά του από τα δυτικά και μέχρι τα Τριπόταμα Αχαΐας, το ποτάμι αποκαλείται Νουσαΐτικο, έχοντας πάρει το όνομα από το χωριό Αστράς Ηλείας, που παλιότερα ονομαζόταν Νούσα.

Μέχρι τα Τριπόταμα όπου και συναντώνται τα σύνορα των νομών Ηλείας, Αρκαδίας και Αχαΐας, το ποτάμι κινείται μέσα στο νομό Αχαΐας, εκεί όμως  ενώνεται με τα νερά του Αροάνιου, το Λιβαρτζινό ποτάμι που κατεβαίνει από το Χελμό, και του     .Σειραίου, το Βερτσιώτικο ποτάμι που έρχεται από το Αφροδίσιο όρος, και συνεχίζει τη διαδρομή του από βορρά προς νότο με νοτιοδυτική κατεύθυνση πάνω στα σύνορα Ηλείας – Αρκαδίας,

Η διαδρομή του μέσα ορεινούς όγκους της Πελοποννήσου όπως του Ερύμανθου, του Σκιαδοβουνίου, του Αφροδίσιου και της Φολόης
με νοτιοδυτική κατεύθυνση, συνεχίζεται εκτός Αχαΐας αποτελώντας για λίγο το σύνορο ανάμεσα στους νομούς Ηλείας και Αρκαδίας.

Εκβάλλει στον Αλφειό, στα σύνορα της Αρκαδίας λίγο πιο κάτω από την Ηραία.

Στις όχθες του υπάρχει πλούσιο φυσικό περιβάλλον, κυριαρχεί βλάστηση από δένδρα που απαντώνται στις παρόχθιες περιοχές στα ορεινά της Πελοποννήσου. Περισσεύουν τα πλατάνια, οι ιτιές, οι πικροδάφνες και οι λυγαριές, οι κουμαριές και τα πουρνάρια.

Πλούσια είναι και η ορνιθοπανίδα του από μικροπούλια μέχρι αρπακτικά, όπως, γερακίνες και αετογερακίνες, φιδαετούς, βραχοκιρκίνεζα, κουκουβάγιες γκιώνηδες και μπούφους, ενώ αφθονούν και τα κορακοειδή, κοράκια, φάσσες, τρυγόνια,, κάργιες, σουσουράδες, κίσσες, καρδερίνες, φλώροι και πολλά ακόμα.

Δεν λείπουν τα αμφίβια όπως διάφορα είδη βατράχων και ερπετών, χελώνες, φίδια και άλλα ακόμα.

Υπάρχει ποικιλία θηλαστικών από βίδρες, τσακάλια, αλεπούδες, κουνάβια, ασβούς, λαγούς, σκαντζόχοιρους, και φυσικά, αγριογούρουνα.

 Η ιχθυοπανίδα του περιέχει πέστροφες, χέλια, ποταμοκέφαλους, ποταμοσαλιάρες κ. ά.

Παλιότερα οι όχθες του ποταμού ήσαν γεμάτες ζωή, διάσπαρτες από νερόμυλους στους οποίους τα γειτονικά χωριά άλεθαν τα γεννήματά τους, ενώ σε πολλά σημεία συνδέονταν με πετρόχτιστα γεφύρια κατασκευασμένα τον 18ο και 19ο αιώνα. Στα περάσματα υπήρχαν χάνια που εξυπηρετούσαν τους περαστικούς για ύπνο και φαγητό, και άλλες ακόμα  δραστηριότητες.

Πετρογέφυρο στα Τριπόταμα Αχαΐας 

Κατά τη Μυθολογία μας, τα ποτάμια στην αρχαιότητα τα θεωρούσαν θεούς οι Έλληνες, ή παιδιά των θεών. Θεοί, θεές και θεραπαινίδες τους, κυνηγούσαν στα παρόχθια δάση τους ή λούζονταν στα δροσερά νερά τους, και είναι γεμάτα από θρύλους και θεϊκές ερωτικές ιστορίες.                                               

Η ιστορία βέβαια της εξουδετέρωσης του Ερυμάνθιου Κάπρου από τον Ηρακλή που προκαλούσε τρομερές ζημιές στις καλλιέργειες, αλλά και στην περιοχή την ίδια, δεν είναι ερωτική, αξίζει όμως να την θυμηθούμε, γιατί ο μύθος για το άγριο και ατιθάσευτο αυτό ζωντανό είναι το σύμβολο των ψευδαισθήσεων του ατομικού συμφέροντος και ο περιορισμός τους προς όφελος της κοινωνίας.

Νόθος γιος του Δία και της Αλκμήνης (γυναίκας του Αμφιτρύωνα) ήταν ο Ηρακλής, που τον μισούσε η Ήρα – αφού ο Δίας την είχε κερατώσει με την Αλκμήνη για να τον κάνει – ακόμα και προτού βγει από την κοιλιά της μάνας του.

Όταν  ήταν βασιλιάς της Θήβας, παντρεμένος με τη Μεγάρα που είχε κάνει  οχτώ παιδιά (πέντε κατά άλλη εκδοχή, ενώ ανύπαντρος ακόμα είχε γκαστρώσει και τις 50 κόρες του Θέσπιου και είχαν γεννηθεί 50 αγόρια αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία), σε κάποια φάση κυριευμένος από Μανία που του προκάλεσε η Ήρα που τον μισούσε, σκότωσε τα παιδιά και τη γυναίκα του, γιατί πάνω στην τρέλα νόμισε πως ήσαν εχθροί του, και τα θανάτωσε με το τόξο του. Μαζί σκότωσε και δυο ανιψίδια του, τα παιδιά του αδελφού του τού Ιφικλή που βρίσκονταν εκεί. Παραλίγο να σκοτώσει και τον Αμφιτρύωνα τον θνητό του πατέρα που μπήκε στη μέση και προσπάθησε να τον αποτρέψει από τα φονικά, αλλά την τελευταία στιγμή τον σταμάτησε η Αθηνά πετώντας του μια πέτρα στο στήθος που τον βύθισε  σε βαθύ λήθαργο.

Όταν συνήλθε από το λήθαργο ο Ηρακλής είχε περάσει η μανία του, και τότε μπόρεσε να δει το μέγεθος του κακού που είχε προκαλέσει.

Κατέφυγε στο μαντείο τω Δελφών για να ρωτήσει που πρέπει να αναζητήσει την καινούργια κατοικία του, και του είπαν ότι «πρέπει να επιστρέψει στην Αργολίδα τη γη των πατέρων του και να μείνει εκεί για να εξιλεωθεί από την πράξη του, αλλά για να μαλακώσει το θυμό της Ήρας απέναντί του, πρέπει να μείνει εκεί, να υπηρετήσει πιστά επί δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα που βασίλευε τότε στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και το Άργος, και να κάνει τους δώδεκα άθλους του που θα του αναθέσει εκείνος. Όταν θα τα έχει κάνει όλα αυτά, θα αποκτήσει την αθανασία και θα ανεβεί στον Όλυμπο μαζί με τους αθανάτους».

. Τότε, για πρώτη φορά η Πυθία του έδωσε το όνομα Ηρακλής ( Αλκείδης ήταν το ονομά του μέχρι τότε, από τον παππού του  Αλκαίο, πατέρα του Αμφιτρύωνα), γιατί θα αποκτούσε ατέλειωτη δόξα (κλέος άφθιτον) με το να δίνει ωφέλεια (ήρα) στους ανθρώπους.

Ο Ηρακλής δεν μπορούσε παρά να υποταχθεί στη μοίρα του, έτσι όπως την είχε ορίσει ο πατέρας του ο Δίας με τον όρκο του, ύστερα βέβαια από την … τρικλοποδιά που του είχε βάλει η Ήρα.

Και η μοίρα του ήταν να υπηρετήσει τον γιο ενός θνητού, τον εξάδελφό του τον Ευρυσθέα. Για να εξαγνιστεί από τους φόνους των παιδιών του, και παράλληλα να καθαρίσει τη γη από  κακούργους και θεριά όπου χρειαζόταν μέχρι τα πέρατα του κόσμου, ακόμα και στον Άδη να κατέβει. Η αληθινή αιτία βέβαια για όλους αυτούς τους αγώνες, τους κινδύνους και τους κόπους του, ήταν το μίσος που έτρεφε εναντίον του η ΄Ηρα. Και η ανταμοιβή του; Η πιο μεγάλη που αξιώθηκε ποτέ θνητός: Να ανέβει στον Όλυμπο, να γίνει αθάνατος και ισόθεος, και να κατοικεί πλέον εκεί μαζί τους.

Η σύλληψη του Ερυμάνθιου Κάπρου – η θανάτωσή του κατά άλλη εκδοχή - είναι ο τρίτος από τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή.

Ένα τεράστιο αγριογούρουνο ήταν ο Ερυμάνθιος Κάπρος, που ζούσε στη Λάμπεια στο όρος Ερύμανθος, στην περιοχή της Αρκαδίας.  Από εκεί κατέβαινε στα χαμηλότερα στην περιοχή της Ψωφίδας και προκαλούσε καταστροφές στις καλλιέργειες (ούτε και στη σημερινή εποχή είναι εύκολο να προφυλαχτούμε από τα αγριογούρουνα) και τα ζωντανά.

Καθώς η εντολή του Ευρυσθέα στον Ηρακλή ήταν να συλλάβει τον κάπρο ζωντανό και να τον μεταφέρει στην Τίρυνθα, έπρεπε να αποφύγει την κατά μέτωπο επίθεση, γιατί ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει την υπερφυσική του δύναμη. Έβαλε το μυαλό του να δουλέψει για το πως θα μπορούσε να εξουδετερώσει το θηρίο και να φέρει σε πέρας την αποστολή του.

Έφθασε λοιπόν στη Λάμπεια στην περιοχή που κινούταν το αγριογούρουνο εκεί στον Ερύμανθο, και άρχισε να φωνάζει δυνατά ( την ίδια τεχνική αλλά και πυροβολισμούς για να προκαλέσουν θόρυβο χρησιμοποιούν και στην εποχή μας οι κυνηγοί των αγριογούρουνων) για να τρομάξει το ζωντανό και να πεταχτεί από τη λόντζα του. Και όταν ο Κάπρος πετάχτηκε τρομαγμένος και το ‘βαλε στα πόδια, ο Ηρακλής άρχισε να το ακολουθεί. Συνέχισε να το ακολουθεί κατευθύνοντάς το προς τα ψηλότερα του βουνού που κρατούσαν χιόνι.

Αισθανόμενος τον κίνδυνο να τον ακολουθεί, ο Κάπρος ανέβαινε όλο και ψηλότερα στο χιονοσκέπαστο βουνό, και βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στο χιόνι που δυσκόλευε τις κινήσεις του. Στην κατάλληλη στιγμή ο Ηρακλής που το είχε πλησιάσει πολύ άρχιζε να φωνάζει δυνατά, και στην προσπάθεια του το τρομαγμένο ζωντανό να τρέξει περισσότερο βούλιαξε στο χιόνι, εξαντλημένο από την προσπάθεια, αδυνατώντας πλέον να κινηθεί.

Το έδεσε με μια ειδική θηλιά που είχε ετοιμάσει για αυτό το σκοπό, του έδεσε και τα πόδια καθιστώντας το ανίκανο να κάνει την παραμικρή κίνηση.

Φορτωμένος το θεριό στις πλάτες του ο Ηρακλής και διανύοντας μια απόσταση διακοσίων -  διακοσίων πενήντα περίπου χιλιομέτρων, έφθασε  στις Μυκήνες, στο παλάτι του Ευρυσθέα, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με την εντολή που είχε πάρει. Με το τεράστιο αγριογούρουνο στους ώμους μπήκε στη μεγάλη αίθουσα και μόλις έφθασε μπροστά στο θρόνο του βασιλιά το πέταξε στα πόδια του. Στη θέα του άγριου θεριού, παρόλο που ήταν δεμένο σαν μια ζωντανή  μπάλα, και ανίκανο να κάνει την παραμικρή κίνηση, ο Ευρυσθέας τρόμαξε τόσο πολύ που έτρεξε και κρύφτηκε σε ένα χάλκινο πιθάρι που το είχε χωμένο μέσα στη γη για να καταφεύγει εκεί δειλός καθώς ήταν, όταν τον κυρίευε ο φόβος.

Αφού λοιπόν έφερε ζωντανό το αγριογούρουνο ο Ηρακλής και το είδε ο Ευρυσθέας, το έβγαλε μετά έξω και το έσφαξε. Το έγδαρε και πήρε το δέρμα του που το φορούσε μαζί με τη λεοντή.

Το κυνήγι του κάπρου συναντιέται  συχνά στη μυθολογία μας, όπως ο κάπρος της Κρομμυώνας με τον Θησέα, ο Καλυδώνιος, επίσης με τον Θησέα και άλλους ήρωες, ο Ερυμάνθιος, κλπ

Ο ακραίος ατομικισμός του ανθρώπου ενσαρκώνεται στον κάπρο της Μυθολογίας που βλάπτει την ανθρώπινη κοινωνία καταστρέφοντας τα σπαρτά, τα ζώα και τον άνθρωπο που δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει.

Η σύλληψη ή θανάτωσή του, είναι η τιθάσευση του ακραίου ατομικισμού προς όφελος της κοινωνίας και του συλλογικού συμφέροντος. 

Στον πίνακα φαίνεται ο Ηρακλής να φθάνει στο παλάτι με τον κάπρο στον ώμο, με την κοιλιά προς τα πάνω. Ο Ευρυσθέας από την τρομάρα του χώνεται όπως – όπως στο χάλκινο πιθάρι για να κρυφτεί. Ακόμα και η Αθηνά φαίνεται να νιώθει αποστροφή στη θέα του τρομακτικού θηρίου, ενώ ο Ερμής από δεξιά προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα.(Μελανόμορφος αμφορέας γύρω στο 510 π.χ. Παρίσι, Louvre).

 

Πηγές.

Πέρα από το πλούσιο υλικό που βρίσκετε γκουγκλάροντας, μπορείτε να ανατρέξετε και στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ τ, 4ος. της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ σελ. 38, που έχει καλή περιγραφή για τον 4ο άθλο του Ηρακλή.