Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Λάλας - Λαλαίοι










Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάζεις για την επανάσταση του 1821 στην Αρκαδία και στην Ηλεία, και να μην συναντήσεις το χωριό Λάλα και τους κατοίκους του τους Λαλαίους που για τέσσερεις περίπου αιώνες ζήσανε εκεί και διαδραματίσανε πρωταγωνιστικούς ρόλους και δράσεις.Χωριό του δήμου Αρχαίας Ολυμπίας στην ορεινή Ηλεία με 350 περίπου  μόνιμους κατοίκους σήμερα ο Λάλας, ενώ σύμφωνα με την απογραφή του 2011 οι κάτοικοι ήσαν 554.

                  

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Κρατική Βία

 Είναι η πιο ισχυρή μορφή βίας, η πιο επικίνδυνη και μισητή για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Με διάφορα προσωπεία και εκφάνσεις. Με την άδικη πολλές  φορές αλλά υποχρεωτική φορολογία, με το κόψιμο των συντάξεων, με τις παραβιάσεις του Συντάγματος και των ανθρώπινων δικαιωμάτων υπέρ της Εξουσίας βεβαίως βεβαίως, με τα ρόπαλα των ένστολων… Ηρακλέων επί των κεφαλών των ανυπεράσπιστων πολιτών κλπ – κλπ.

Κρατική βία με αποδέκτη τη νεολαία κυρίως γιατί βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή και αμφισβητεί την Εξουσία.

Όσο θυμάμαι κι όσο ξέρω οι νέοι βρίσκονται μπροστά. Στην Εθνική Αντίσταση, στον Εμφύλιο, στις φυλακές, τις εξορίες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα, στις εκατόμβες της Μακρονήσου, στην αμφισβήτηση της Χούντας και τους αγώνες του Πολυτεχνείου.

 Στα χαρακώματα οι νέοι και πάντα μπροστά, οι πρώτοι που σκοτώνονται από την κρατική βία αλλά πάντα νικάνε, την πρόοδο καμία χούντα και καμία κρατική βία δεν μπορεί να την σταματήσει.


Κράτος και Βία από αρχαιοτάτων χρόνων πάντα μαζί πορεύονταν ενώ κατά την ελληνική μυθολογία ήσαν αδέρφια. Μαζί με τον Ζήλο και τη Νίκη ήσαν παιδιά της θεάς Στύγας (Στυξ) και του Πάλλαντα, κόρης του Ωκεανού και της Τιθύος ή του Ερέβους και της Νυκτός, ενώ με τον Δία είχε κάνει και μια ακόμα κόρη την Περσεφόνη.


                                             Ο Δίας



Φρικαλέα και μισητή θεότητα η Στύγα κατοικούσε στα τάρταρα του Άδη και μια και μοναδική φορά που της επετράπη να ανέβει στον Όλυμπο ήταν για να, μαζί με τα παιδιά της βοηθήσει τον Δία στην Τιτανομαχία με τον πατέρα του τον Κρόνο. 

  

Η Στύγα με τα παιδιά της

Από τότε, με τη νίκη του Δία (Εξουσία), το Κράτος και η Βία θα παραμείνουν στον Όλυμπο πάντα στο πλευρό του πιστοί εκτελεστές ων αποφάσεών του. Το κράτος και η Βία πάντα και… εξαπανέκαθεν συμπαραστάτες και υποστηρικτές της Εξουσίας. Τυχαίο;

                                                                                                                    

Σημ: Τούτα τα στοιχεία και πολλά άλλα τα βρίσκετε μέσω της Google στην Βικιπαίδεια και πολλές ακόμα ιστοσελίδες.

 

                                                                                                                             


   

 




Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Η απεργία των οικοδόμων της 1ης Δεκέμβρη 1960.

Τότε που αλλάξαμε την πορεία των εργατικών διεκδικήσεων και των κοινωνικών αγώνων.

΄


Σε 50.000 υπολογίζονταν οι οικοδόμοι κατά το 1950. Στο τέλος εκείνης της δεκαετίας γίναμε 150.000 και το 1970 ο αριθμός έπιασε τις  250.000.

Καθώς δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η εκβιομηχάνιση της οικοδομής, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργαζόμαστε κατά τις πρώτες δυο δεκαετίες μετά τον πόλεμο και ιδιαίτερα μετά τον Εμφύλιο ήσαν από σκληρές μέχρι απάνθρωπες.  Δεν υπήρχε ωράριο εργασίας, αφού δουλεύαμε από το πρωί μέχρι να νυχτώσει με μια διακοπή  2 ωρών το μεσημέρι κατά τις ώρες της κοινής ησυχίας, ενώ ανύπαρκτα ήσαν τα μέτρα ασφαλείας στους τόπους δουλειάς.

Ελάχιστες μεγάλες τεχνικές εταιρείες διέθεταν αναβατόρια, και τα οικοδομικά υλικά τα κουβαλούσαμε στον ώμο από τις σκάλες και τις μαδερωσιές μέχρι τον πέμπτο και τον έκτο όροφο, όπως επίσης την ξυλεία και τα διάφορα άλλα εργαλεία.

Περιττό να θυμίσω ότι ακόμα δεν είχε κάνει την εμφάνισή της η σιδεροσκαλωσιά. 

Στην οικοδομή εκείνα τα χρόνια καταφεύγανε για δουλειά οι κάθε είδους κατατρεγμένοι από την Εξουσία που είχε αναδείξει ο Εμφύλιος πόλεμος. Αγωνιστές της  Εθνικής  Αντίστασης που δεν εύρισκαν στον ήλιο μοίρα, κομμουνιστές και αριστεροί που βγαίνανε από φυλακές και εξορίες, φτωχολογιά με τα κύματα της εσωτερικής μετανάστευσης και με την ελπίδα μιας ανθρώπινης ζωής,  αγρότες και μικροκτηνοτρόφοι, άνθρωποι που για να βρουν ανθρώπινη εργασία σε κάποια εταιρεία ή εργοστάσιο έπρεπε να πάρουν από το χωροφύλακα Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων, πιστοποιητικό δηλ ότι είναι «δικοί μας», ότι δεν είναι κουμουνιστές και αριστεροί, ότι εν πάση περιπτώσει είναι αρεστοί στο χωροφύλακα και το χαφιέ της γειτονιάς τους.

. Η δική μου περίπτωση: Δεκατεσσάρων χρονών περίπου, μαθητής στο νυχτερινό γυμνάσιο, αφού δεν τα κατάφερνα και τόσο καλά σαν αχθοφόρος στον Σταθμό Λεωφορείων Πελοποννήσου λίγο πιο κάτω από την πλατεία Ομονίας εκεί πίσω από την εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου, ή  στην οδό Αθηνάς - εκεί που από πρώτο χέρι έμαθα τι σημαίνει σύρμα - με το πανεράκι μου να πουλάω γυναικεία μαντηλάκια της στάμπας πέντε στο δεκάρικο - αφού είχα δοκιμάσει  πολλές ακόμα δουλειές του ποδαριού για ένα παιδί της ηλικίας μου, δοκίμασα την τύχη μου στην οικοδομή, γιατί εκεί μπορούσα να πουλήσω το χαμαλίκι μου, τη δύναμη και τα μπράτσα μου. ΄Εργάτης στην αρχή, τεχνίτης σοβατζής αργότερα, και το 1955 σε ηλικία δεκαεννιά χρονών Γραμματέας του σωματείου των σοβατζήδων, στο Σύνδεσμο Αμμοκονιαστών Αθηνών, να αγωνίζομαι για τα προβλήματα του κλάδου μου, των οικοδόμων.

Δύσκολα έβγαζε ο οικοδόμος σύνταξη εκείνα τα χρόνια αφού το όριο ηλικίας ήταν στα 65, και άντε κάποιος που είχε περάσει τα εξήντα, να μπορούσε να εργάζεται στο γιαπί για να συνταξιοδοτηθεί. Αν ο οικοδόμος πάθαινε κάποιο ατύχημα δεν είχε τη σχετική άδεια από το ΙΚΑ όπως σήμερα, τα ένσημα δεν τα επικολλάγανε οι κατασκευαστές και οι εργολάβοι στους εργαζόμενους, δεν υπήρχε δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα. Αν π.χ ο καιρός ήταν βροχερός ο οικοδόμος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα δεν είχε ψωμί να πάει στο σπίτι του.

Το συνδικαλιστικό κίνημα είχε διαλυθεί από τον καιρό της δικτατορίας του Μεταξά και είχε δεχθεί τη χαριστική βολή από τους νικητές του Εμφυλίου πολέμου. Αντιπροσωπευόταν από διορισμένους καθεστωτικούς εγκάθετους προέδρους και διευθυντές, επαγγελματίες αντικομμουνιστές. Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Οικοδόμων ήταν ο Κ. Λυκιαρδόπουλος, που απαιτούσε από τα πρωτοβάθμια σωματεία να κάνουν δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού για να μπορέσουν να γίνουν μέλη της. Τα σωματεία που βρισκόμαστε έξω από την Ομοσπονδία, είχαμε κάνει μια Συντονιστική Επιτροπή για την προώθηση των αιτημάτων μας, και κατάφερε ύστερα από κάποιες απεργίες να πείσει την Ομοσπονδία να κάνουμε την απεργία στην 1η του Δεκέμβρη.
Διεκδικούσαμε μείωση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 65 στα 60,  από 4050 που βάζανε το όριο των ενσήμων για συνταξιοδότηση να μειωθεί στα 2500, να καθιερωθεί δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα όπως και άδεια από το ΙΚΑ, να αναγνωρίσουν και να μας μοιράσουν ανάλογα τα κλεμμένα ένσημα - τα Υπέρ Αγνώστων - και να μας επικολλούν κανονικά τα ένσημά μας ανάλογα με τις ημέρες εργασίας.

Η απεργία είχε καλή συμμετοχή. Γύρω στις 15.000 υπολογίστηκαν οι συγκεντρωμένοι στο Εργατικό Κέντρο  και στους γύρω δρόμους, και όταν ξεκίνησε να μιλάει ο Λυκιαρδόπουλος και να λέει κάποια τρελά, όπως, να έχουμε εμπιστοσύνη στην ευαισθησία και στις καλές προθέσεις του Υπουργού Εργασίας, εξοργιστήκαμε και βάλαμε τις φωνές: "φύγε πουλημένε"! , "προδότη εργατοπατέρα" 

Να θυμίσω ότι Υπουργός Εργασίας για τις καλές προθέσεις του οποίου μας μιλούσε ο Κ.Λ ,ήταν ο Αριστείδης Δημητράτος που κατείχε την ίδια θέση και επί δικτατορίας Μεταξά.

Στο μεταξύ, από το πρωί οι δρόμοι γύρω από το Εργατικό Κέντρο αλλά και σε ευρύτερη περιοχή της Αθήνας αστυνομοκρατούνται, ενώ αστυνομικοί με πολιτικά περιφέρονται και μέσα στα γραφεία του - το περίφημο "Συνδικαλιστικό" της Ασφάλειας - και παρακολουθούν τις εξελίξεις και ό,τι συζητιέται. Βαβούρα και φασαρία μεταξύ Συντονιστικής και των εγκάθετων του Λυκιαρδόπουλου, αποφασίζουμε πορεία στο Υπουργείο Εργασίας για να επιδώσουμε ψήφισμα με τα αιτήματάμας. Η Ομοσπονδία Οικοδόμων όμως, Ο  Λυκιαρδόπουλος δλδ και οι εγκάθετοί του ούτε να ακούσουν δεν θέλουν.

Με το ξεκίνημα της πορείας πλακώνουν οι αστυνομικές δυνάμεις που καιροφυλακτούν στους γύρω δρόμους, και με πρωτοφανή αγριάδα επιτίθενται στους συγκεντρωμένους οικοδόμους. Ανεβοκατεβαίνουνε τα κλομπ, ανοίγουνε τα πρώτα κεφάλια, κορμιά σφαδάζουνε καταματωμένα στο οδόστρωμα.

Οι οικοδόμοι δεν αργούν να συνέλθουν από το ξάφνιασμα και αντεπιτίθενται. Κάπου εκεί στην Αγησιλάου είναι μια οικοδομή, και από εκεί οι οικοδόμοι αρπάζουν τούβλα καδρόνια τάβλες και παλιοσίδερα και επιτίθενται κατά των πραιτοριανών της κυβέρνησης

Η σύγκρουση γενικεύεται σε μεγάλη ακτίνα στους γύρω από Εργατικό κέντρο δρόμους, από την Ομόνοια ως την πλατεία Κουμουνδούρου, την Κολοκυθούς. Από την Πειραιώς μέχρι την Αγίου Κωνσταντίνου. Ζήνωνος, Αγησιλάου, Κολοκυθούς, Κεραμικού , Βούλγαρη και άλλες μετατράπονται σε πεδίο ανελέητων συγκρούσεων σώμα με σώμα, Γεμάτη οικοδομές οι Αθήνα εκείνη την εποχή, οι οικοδόμοι αρπάζουν σίδερα και καδρόνια και ό,τι άλλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο, και χτυπάνε τους αστυνομικούς. Σπάνε πεζοδρόμια και μάρμαρα που χρησιμοποιούν στις αντεπιθέσεις τους πετώντας τα κατά των αστυνομικών, και πολλές φορές αυτά τα υλικά τα χρησιμοποιούν και οι αστυνομικοί εναντίον τους. Εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά οι δυνάμεις καταστολής κάνουν χρήση χημικών με τη ρίψη δακρυγόνων εναντίον των διαδηλωτών.

 Κάποια στιγμή βλέπω δίπλα μου τον αδελφό μου τον Νίκο να σκύβει και να περνάει το χέρι του κάτω από τη μασχάλη ενός πεσμένου συναδέλφου, τον αρπάζω κι εγώ και να τον σέρνουμε σηκωτόν για να μην τον πατάνε. Κάποτε βρίσκομαι κρατούμενος στην οδό Πειραιώς μέσα σε μια τεράστια κλούβα της Αστυνομίας. Ώσπου να συνειδητοποιήσω την κατάσταση το μάτι μου παίρνει ένα στρατιωτικό τμήμα με τα όπλα προτεταμένα να κατεβαίνει στην Πειραιώς από το πάνω μέρος της πλατείας Κουμουνδούρου, αστυνομικές κλούβες τρέχουν και οι σειρήνες επαυξάνουν το χαλασμό που γίνεται, μέχρι και τους Μπουραντάδες ως Μηχανοκίνητο της Αστυνομίας έχουν κινητοποιήσει. Καθώς μας μπουζουριάζουνε στην κλούβα μάς δέρνουν αγρίως, κι ώσπου να συνειδητοποιήσω ότι στο απέναντι κάθισμα ένα κτήνος δέρνει μια γυναίκα που φαίνεται πως την αρπάξανε στο σωρό, ένας δίμετρος γορίλας με πλακώνει εκεί όπως ήμουν στο κάθισμα, και… που με πονεί και που με σφάζει! Αισθάνομαι τα αίματα να τρέχουν από το κεφάλι μου. Λιποθύμισα, Η επόμενη εικόνα που θυμάμαι ήταν που μας ανεβάζανε στις σκάλες στο κτίριο της Γενικής Ασφάλειας στη Μπουμπουλίνας. Με υποβαστάζανε οι συγκρατούμενοι στις σκάλες κι εκεί διαπίστωσα πως η αριστερή πλευρά μου από τα μάγουλα μέχρι τα παπούτσια μου ήταν γεμάτη αίματα.. Καθώς με στήνουν μπροστά στο γραφείο κάποιου που έγραφε τα στοιχεία μας, λιποθυμώ από την εξάντληση και συνέρχομαι στο Αιγινήτειο, επάνω σε ένα φορείο που οι γιατροί καθαρίζουν τα αίματα και επιδένουν το κεφάλι μου.

Οι συγκρούσεις γενικευτήκανε εκείνη την ημέρα και η Αθήνα έγινε ένα τεράστιο πεδίο μάχης. Οι οικοδόμοι εξοργιστήκαμε από αυτή την αντίδραση της κυβέρνησης και για να αντιμετωπίσουμε τις δυνάμεις καταστολής που ρίχνανε για πρώτη φορά και δακρυγόνα, αρπάξανε τούβλα πέτρες και καδρόνια από ανεγειρόμενες οικοδομές, στήσανε οδοφράγματα, χτυπήσανε δεκάδες πραιτοριανούς. Γεμίσανε τα νοσοκομεία τραυματίες. 120 ο επίσημος αριθμός των τραυματιών, 3 από πυροβόλα όπλα, αστυνομικοί οι περισσότεροι τραυματίες -  και είναι ευνόητο ότι πολλοί οικοδόμοι  δεν παρουσιαστήκανε σε νοσοκομεία για νοσηλεία για να αποφύγουν τα μπλεξίματα - 173 συνελήφθησαν και 22 παραπέμφθηκαν σε δίκη.

Εμένα, εκεί στο Αιγινήτειο με βάλανε σε ένα  μεγάλο θάλαμο στο διάδρομο σε ράντσο. Έτυχε να νοσηλεύονται εκεί κάποιοι εξόριστοι που με αναγνώρισαν – ήμουν στέλεχος της Νεολαίας της ΕΔΑ, βλέπεις, -  και ήταν γνωστό το όνομά μου.  Οι παλιοί αυτοί κομμουνιστές  με συμβούλεψαν να προσπαθήσω να φύγω όταν συνέλθω γιατί υπήρχε κίνδυνος να μας παραπέμψει η ασφάλεια σε δίκη. Την επομένη, είχα συνέλθει αρκετά και βγήκα κάπου στην αυλή για να κάνω εξερεύνηση του χώρου. Εκεί περιφερόταν ο Γιάννης Βούλτεψης δημοσιογράφος της Αυγής τότε με τον φωτορεπόρτερ Σπύρο Γκίνη προσπαθώντας να πάρουν καμιά φωτογραφία, πληροφορίες κλπ.

Με αναγνώρισε ο Βούλτεψης. Στάσου να πάρουμε μια φωτογραφία μου λέει. Πέφτουν επάνω τους δυο τρείς ασφαλίτες, συμπλέκεται ο Βούλτεψης μαζί τους και ο Γκίνης με φωτογραφίζει με εκείνο τον τεράστιο επίδεσμο στο κεφάλι μου.  Από εκείνη τη φωτογραφία που δημοσίευαν την επομένη, μπόρεσε και με βρήκε ο αδελφός μου που ήρθε στο νοσοκομείο.  Ήμουν γερό σκαρί, συνήλθα γρήγορα, κι επειδή είχα λάβει σοβαρά υπόψη μου τη συμβουλή του εξόριστου ότι μπορεί να μας παραπέμψουν σε δίκη, το βράδυ της επομένης βγήκα με προσοχή εκεί στην πρασιά που είχα συναντηθεί με τον Βούλτεψη και κατάφερα  να αναρριχηθώ απαρατήρητος σε κάποιο σημείο του τοίχου και να γλιστρήσω έξω.

Την επομένη στις 2 του Δεκέμβρη έγινε ξανά απεργία με τη συμμετοχή 45’000 οικοδόμων και άλλων κλάδων για συμπαράσταση και δεν έλειψαν κι εκείνη την ημέρα τα επεισόδια. Εκείνη η αντίδραση της πρώτης ημέρας, η λεβέντικη και παλικαρίσια στάση των οικοδόμων σηματοδότησε ένα καινούργιο ξεκίνημα στο εργατικό κίνημα και τους κοινωνικούς αγώνες, αφού για πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο, κοινωνικές ομάδες σήκωναν το κεφάλι απέναντι στο αστυνομικό κράτος και παρακράτος,και διεκδικούσαν δυναμικά τα δικαιώματά τους.

Η στάση των οκοδόμων τους καθιέρωσε στην πρωτοπορία του εργατικού κινήματος, και πέρα από το ότι τους τραγούδησε ο λαός με το γνωστό τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη «οικοδόμοι παλικάρια», κάθε φορά που κάποιος κλάδος εργαζομένων τα εύρισκε μπαστούνια με την Εξουσία απειλούσε ότι θα φωνάξει για συμπαράσταση τους οικοδόμους.

 



Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

 


Έλληνες έμποροι και ναυτικοί τροφοδοτούσαν το στρατό του Μπραήμη όταν εδήωνε και ερήμωνε το Μωρηά.

Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε για τον Μπραΐμη, τον γεννημένο στην Καβάλα  γνωστό ελληνοαλβανό Ιμπραήμ Πασά αντιβασιλέα της Αιγύπτου, που τον καιρό που οι Έλληνες τρώγονταν και βγάζανε τα μάτια αναμεταξύ τους έσπερνε το θανατικό και την ερήμωση στον κατακαημένο το Μωρηά καταφέρνοντας να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και να την εξαφανίσει από τον πολιτικό χάρτη, και αν δεν αποφάσιζαν Βρετανοί  Γάλλοι και Ρώσοι να βουλιάξουν το στόλο του στο Ναυαρίνο στις 20 Οχτώβρη του 1827 είναι πολύ πιθανό να μην υπήρχε συνέχεια.

Με 35.000 στρατό από το Φλεβάρη του 1825 που ήρθε με το στόλο του στο Μοριά έκανε συστηματική γενοκτονία καίγοντας, σκλαβώνοντας και σκοτώνοντας,  κατέστρεφε τα πάντα κόβοντας ακόμα και τα οπωροφόρα δένδρα για να λιμοκτονεί ο κόσμος ενώ είχε γεμίσει την Αίγυπτο με χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες σκλάβους που πουλιούνταν στα  σκλαβοπάζαρα της Μεθώνης και Κορώνης στη νότια Πελοπόννησο.

Μέσες άκρες γνωστά είναι τούτα, αλλά, δες τε κι εσείς τι διαβάζω στο «μικροΜέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ» του εξαίρετου συγγραφέα και ιστοριοδίφη Νίκου Δ. Πλατή από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ ΑΘΉΝΑ 2019:


Τέτοια καταστροφή και ερήμωση, γράφει, είχε καταφέρει στο Μοριά – σκόπευε υποστηρίζουν κάποιοι να τον εποικήσει με Άραβες -  που δεν εύρισκε τίποτα πλέον εκεί για την τροφοδοσία του στρατού του τον χειμώνα του 1827 - 28 και «θα λιμοκτονούσε ή θα έπρεπε να εγκαταλείψει το Μοριά, αν δεν κατόρθωνε να εξασφαλίσει μεγάλες ποσότητες τροφίμων από τα Επτάνησα και κυρίως τη Ζάκυνθο χάρη και στην καθοριστική βοήθεια που έλαβε από Έλληνες εμπόρους της ευρύτερης περιοχής, Πενήντα περίπου Επτανησιώτικες βάρκες, αποκλειστικά επανδρωμένες με Έλληνες, χρησιμοποιούντανε συνεχώς επί πολλούς μήνες για να μεταφέρουν τρόφιμα στο στρατό του Ιμπραήμ στην Ελλάδα…»

Τούτα όπως σημειώνει ο συγγραφέας τα αντλεί από την ιστορία του Φίνλευ Β 138, και βοηθούν υποθέτω να καταλάβουμε τι είδους ράτσα είμαστε εμείς οι Έλληνες.

 

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Της Καστανίτσας οι ξανθιές τ’ Αηβασιλιού οι ρούσες.

 

 



 Στις 27 Ιούλη 1943 οι αντάρτες σε νικηφόρα επιχείρηση κατά των Ιταλών κατακτητών στην περιοχή στην τοποθεσία «Σταυρός» κοντά στο κεφαλοχώρι Κοσμάς είχαν προξενήσει απώλειες ολόκληρου λόχου. Οι Ιταλοί δεν μπορέσανε να αντιδράσουν αφού σε  ενάμισι μήνα αργότερα στις 8 Σεπ/ου 1943 η Ιταλία συνθηκολόγησε.

Με τους Γερμανούς όμως τα πράγματα αγριεύουν τους επόμενους μήνες και στις 13 του Γενάρη κρεμάνε σε φανοστάτες δένδρα και μπαλκόνια 11 πατριώτες στους Άγιους Ταξιάρχες της Τρίπολης, και 19 στην Ψηλή Βρύση της Τεγέας σε μουριές του χωριού, που τους άρπαξαν μέσα από τις φυλακές ύστερα από υπόδειξη φασίστα συνεργάτη τους κατοίκου της περιοχής, ενώ η προπαγάνδα των γερμανοντυμένων οργιάζει: δεν θα στήνονταν οι κρεμάλες αν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ δεν χτυπάγανε τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους…

Στις αρχές του Γενάρη επικουρούμενοι και από ταγματασφαλίτες εκστρατεύουν στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο, και παρά την γενναία αντίσταση των ανταρτών που δεν μπορούν όμως να δώσουν πολύωρες μάχες με ισχυρές δυνάμεις λόγω κυρίως της έλλειψης πυρομαχικών και βαρέων όπλων, καταφέρνουν να κάψουν τα πεντακόσια σπίτια στο κεφαλοχώρι Κοσμά της Αρκαδίας, ενώ οι κάτοικοί του τηρώντας την αντάρτικη τακτική και τις οδηγίες να αδειάζουν τα χωριά όταν απειλούνται από επιδρομές, όχι μόνο γλιτώνουν στις σπηλιές και τα δάση της περιοχής, αλλά καταφέρνουν όσο οι αντάρτες απασχολούσαν τους Γερμανούς να βγάλουν από το χωριό και να περισώσουν τα ζώα και τα σημαντικότερα από τα υπάρχοντά τους.

                               Της Καστανίτσας οι ξανθιές

                               και τ’ Αηβασίλη οι ρούσες              

                               κι οι μαυρομάτες του Κοσμά

                               οι γαϊτανοφρυδούσες            

 

                               Τα ρούχα σας μη βάψετε,

                                μην τα φορέστε μαύρα

                                κι αν τα χωριά σας γίνανε

                                καινούργια Άγια Λαύρα.

                               

                                Τα σπίτια σας κι αν κάψανε

                                 Κι αν πήραν τα προικιά σας,

                                 Η ανταρτοσύνη να είν’ καλά

                                 Και πάλι είναι δικά σας

…τραγούδαγε λίγο αργότερα όλος ο ελεύθερος Μωρηάς τιμώντας την αντίσταση και το αδούλωτο πνεύμα των κατοίκων του Πάρνωνα κατά των Ιταλών και των Γρρμανών κατακτητών, και το θυμάμαι να το τραγουδάμε και να το χορεύουμε και στο χωριό μου. 

Παραδοσιακό Αρκαδικό χωριό φωλιασμένο στα 840 υψμτ στις πλαγιές του Πάρνωνα στα σύνορα Αρκαδίας Λακωνίας η Καστάνιτσα, είναι ένα από τα Τσακωνοχώρια  που ιδρύθηκαν  από τους Τσάκωνες. Γαστένιτσα είναι το όνομά της στα Τσακώνικα ενώ παλιότερα λεγόταν Καστανίτσα.

Για τους νεότερους που πιθανό να αγνοούν, ΕΑΜ  ήταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο που ιδρύθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής, Ιταλικής, Γερμανικής και Βουλγάρικης. Αντιστασιακή οργάνωση που ιδρύθηκε από το ΚΚΕ και κόμματα της Αριστεράς στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις, και έφθασε να ακολουθείτε από δυο εκατομμύρια Έλληνες. 

               Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός - ΕΛΑΣ - ήταν το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ και ιδρύθηκε λίγους μήνες αργότερα στις 16 Φλεβάρη του 1942. Εθελοντικός στρατός ήταν ο ΕΛΑΣ, έδωσε πολλές μάχες με τους κατακτητές μέχρι την απελευθέρωση, και έφθασε να έχει εκατό χιλιάδες αξιωματικούς και οπλίτες στις τάξεις του.

Πηγές: Υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία για εκείνη την εποχή που αναφέρεται στο ιστορικό της αντίστασης, ενδεικτικά αναφέρω την ΝΕΚΡΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ του Κ,Παπακωνσταντίνου, ΟΙ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ του Κωνσταντίνου Μπρούσαλη. Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ του Γιάννη Λέφα κ.α. 

 

 


Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

 


Οι μπόρες και οι καταιγίδες του Ιούνη.

Συνηθισμένες στην περιοχή μας οι καλοκαιρινές μπόρες και καταιγίδες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και μάλιστα παλιότερα που ο κόσμος στην ύπαιθρο ζούσε από τις αγροτικές ενασχολήσεις του ήσαν ο φόβος και ο τρόμος των αγροτών.
Μήνας του θερισμού ο Ιούνιος αφού τότε ωρίμαζαν τα γεννήματα που έπρεπε μετά το θερισμό να μεταφερθούν στα αλώνια για τη διαδικασία του αλωνίσματος ώστε να ξεχωρίσουν τον καρπό από την καλαμιά. Μικροί μεγάλοι, ολόκληρη η οικογένεια κατά τη διάρκεια του θερισμού βρίσκονταν στα χωράφια. Άλλοι θερίζανε, άλλοι δένανε χερόβολα και δεμάτια, τα πιτσιρίκια μαζεύανε τα στάχια που πέφτανε στο χωράφι από τους θεριστάδες, τα μεγαλύτερα παιδιά από 10 χρονών και πάνω κουβαλούσαν τα δεμάτια στα αλώνια με τα γαϊδουρομούλαρα και τα άλογα. Διαδικασία που κρατούσε μερικές ημέρες αφού κάποιος μπορεί να διέθετε και 5 χωράφια σε διαφορετικά σημεία. 

Γινόταν αγώνας δρόμου να θερίσουν και να αλωνίσουν, γιατί αν τους έπιανε μια καλοκαιρινή βροχή κι εύρισκε αθέριστο το χωράφι έστρωνε τα γεννήματα κάτω και μετά δεν κάνανε ούτε για σανό. Κίνδυνος από τις βροχές και τις καλοκαιρινές μπόρες υπήρχε και για τα θημωνιασμένα γεννήματα που περίμεναν τη σειρά τους στο αλώνι αλλά και για εκείνα που είχαν αλωνιστεί αλλά δεν είχε τελειώσει ακόμα το λίχνισμα για να ξεχωρίσει ο καρπός από το άχυρο και να μεταφερθούν στα σπίτια.

Οι καλοκαιρινές όμως μπόρες του Ιούνη με τους κεραυνούς και τις πλημμύρες τους προκαλούσαν πολλές φορές και ατυχήματα με θύματα.

Μια τέτοια τραγική ιστορία με θύματα τρία παιδιά από καλοκαιρινή μπόρα που συνέβη σε ένα από τα χωριά μας της ορεινής Ηραίας κατά το τέλος της δεκαετίας του’40 παραμένει ακόμα στη μνήμη των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής όχι μόνο για τα θύματα που χάθηκαν αλλά και για τους συνειρμούς που δημιουργήθηκαν στον απλό κόσμο σχετικά με την Θεία Δίκη. Τον Ιούνιο του 1949 τα παιδιά με τη μάνα τους και άλλους συγγενείς τους θερίζανε στο χωράφι, και καθώς ξέσπασε η καλοκαιρινή μπόρα τρέξανε με τα δρεπάνια τους κάτω από ένα πουρνάρι να προφυλαχτούν αλλά ένας κεραυνός που έπεσε στο δένδρο έκαψε τα δυο αδέλφια 21 χρονών το αγόρι και 18 το κορίτσι, έκαψε ακόμα μια εξαδέλφη τους 18 χρονών και τη μάνα τους που όμως επέζησε.
Πολλοί από τους παλιούς που θυμούνται το τραγικό γεγονός με το θάνατο εκείνων των παιδιών μιλούν ακόμα για θαύμα και θεία δίκη. Με δυο λόγια: Την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα ένα χρόνο πριν είχε εκτελεστεί στην Τρίπολη μετά από απόφαση στρατοδικείου ένας συγχωριανός τους αριστερός. Στη δίκη του καθώς εξεταζόταν ως μάρτυρας κατηγορίας η μία από τα δυο αδέλφια ( μια από τις στημένες δίκες στα στρατοδικεία του Εμφυλίου), ο κατηγορούμενος συγχωριανός της που καταδικάστηκε και εκτελέστηκε της είχε παρατηρήσει: « Μαρία λες ψέματα, δεν σκέφτεσαι πως μπορεί να υπάρχει θεός και να ρίξει φωτιά να σε κάψει;». Ακριβώς ένα χρόνο πριν την ίδια ώρα. Για αυτό ο κόσμος το΄τε μιλούσε για Θεία Δίκη.
Μια άλλη θλιβερή περίπτωση όπως με πληροφόρησε ο συμπατριώτης και καλός διαδικτυακός φίλος Fwtis Seremetis συνέβη στο χωριό Αετορράχη της Γορτυνίας το 1965 όταν από καλοκαιρινή κακοκαιρία πλημμύρισε ένας χείμαρρος (ξερόρεμα ήταν) και έπνιξε τρία αδελφάκια ηλικίας 12, 14, και 16 χρόνων που προσπάθησαν να σώσουν από τη φουσκονεριά τις γίδες τους.
Νωπές ακόμα είναι και οι μνήμες από το τραγικό ατύχημα στον Λούσιο πριν λίγα χρόνια που φούσκωσε ξαφνικά και έπνιξε ολόκληρη ομάδα νέων ανθρώπων που βρέθηκαν να κάνουν πορεία στην κοίτη του.
Προσοχή λοιπόν στις καλοκαιρινές μπόρες!

 




 



Καλικάντζαροι, καρκαντζέλια, κωλοβελόνηδες, με αμέτρητα ακόμα ονόματα και παρατσούκλια.

Κακομούτσουνα όντα, μικροκαμωμένα δαιμόνια, τρομερά ή αστεία στην εμφάνιση, ξεβράκωτα ή ντυμένα με κουρέλια, ασουλούπωτα, κουτσά στραβά κι ανάποδα κουβαλώντας πάνω τους περισσή ασχήμια

Βγαίνουν από τη γη τη νύχτα, στους μύλους στα τρίστρατα τα ρέματα και τα ποτάμια κατά το δωδεκαήμερο από παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τις 6 του Γενάρη που «τα νερά είναι αβάφτιστα» για να ανακατώσουν τους ανθρώπους, να προξενήσουν ζημιές στα σπίτια και τα νοικοκυριά τους από κακία ή κάνοντας την πλάκα τους, πηδάνε σε στέγες σπάζοντας τα κεραμίδια ή χώνονται στις καμινάδες, γκρεμίζουνε τον τέντζερη με το φαγητό πάνω από την σιδεροστιά στο τζάκι, βρωμίζουνε τα φαγητά, τα κάνουν όλα μπάχαλο, και εξαφανίζονται προτού φωτίσει, όταν ο κόκορας λαλεί για Τρίτη φορά.

Γλιτώνουμε από τούτα τα παράξενα όντα με τους αγιασμούς των υδάτων στις 6 του Γενάρη την ημέρα των Φώτων όπου το βάζουνε στα πόδια τρομοκρατημένα και όπου φύγει φύγει για να ξανά χωθούν στη γη.

«Φύγετε να φύγουμε

έρχεται ο τρελόπαπας

με την αγιαστούρα του….»

Μεταφέρει τον τρόμο τους καθώς εξαφανίζονται η λαϊκή μας παράδοση.

Χρόνια μας πολλά!

 

Το σφάξιμο των γουρουνιών στο Ψάρι στα παλιά τα χρόνια κατά τις Αποκριές

 





Εκείνη η βδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη που σφάζαμε τα γουρούνια στο χωριό μου το Ψάρι Ηραίας στη Γορτυνία, σε συνδυασμό και με τις αποκριές ήταν κάτι σαν πανηγύρι,   αλλά και έθιμο   που έδινε την ευκαιρία στους Ψαραίους να ξεφύγουν λίγο από την καθημερινότητα, τη ζοφερή πραγματικότητα με τις αγροτικές δουλειές μέσα στο Φλεβαριάτικο καταχείμωνο, να φάνε και να πιούνε, να ξεσπάσουνε σε γλέντια και χαρές. Καθώς η οικονομία στα περισσότερα χωριά της ορεινής Αρκαδίας ήταν καθαρά οικιακή και ο κόσμος ζούσε με ό,τι παρήγε στον τόπο του, η εκτροφή των χοιρινών κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χρόνου που τα σφάζανε για να εξασφαλίσουν το κρέας της χρονιάς για την οικογένεια, αλλά και την αρτυμή των φαγητών τους με το λίπος τους αφού λάδια και βούτυρα στα περισσότερα σπίτια δεν υπήρχαν, ήταν μια σοβαρή βοήθεια για να βγάλει η οικογένεια τη χρονιά. 



Κάθε οικογένεια κατά την αρχή της Άνοιξης φρόντιζε να αγοράσει ένα  μικρό χοιρινό που ακόμα βύζαινε τη μάνα του, είτε από γυρολόγους που περνούσαν, είτε κατεβαίνοντας κάποιος για αυτόν τον λόγο στα χαμηλότερα χωριά σε εύπορες περιοχές στα σύνορα συνήθως Αρκαδίας – Ηλείας, ή στην Ολυμπία. Η εκτροφή του χοιρινού όσο ήταν μικρό γινόταν με πλύμα, ένα μίγμα από νερό και πίτουρο συνήθως, που μπορεί να εμπλουτιζόταν με αποφάγια και περισσεύματα από γάλα ή τυροκομικά (από όσους είχαν γιδοπρόβατα), αλλά μεγαλώνοντας, εκτός από το πλύμα έτρωγε βελάνι και (α)γκόρτσα, και καθώς ήταν ελεύθερο να περιφέρεται έξω από το σπίτι και σε ολόκληρο το χωριό, δεν περιφρονούσε και τα ανθρώπινα περιττώματα που τα εύρισκε μπόλικα σε απόμερα σημεία αφού τρεχούμενο νερό, εσωτερικές τουαλέτες βόθροι και όλα αυτά τα αγαθά του πολιτισμού μας ήσαν άγνωστα. 

Μόλις τσάπωνε λίγο το χοιρινό έπρεπε να το μουνουχίσουν, να το στειρώσουν δηλαδή για να τρέφεται καλύτερα και να μην μυρίζει βαρβατίλα το κρέας του, και για αυτή τη δουλειά υπήρχαν ειδικοί  και στα γύρω χωριά.                

 Το τρέφανε λοιπόν το χοιρινό με επιμέλεια (κάπως έτσι είχε αποχτήσει την προσωνυμία «θρεφτάρι») για να μεγαλώσει κανονικά και να δώσει το απαραίτητο κρέας και λίπος όταν ερχόταν η ώρα να το σφάξουν, και καταφέρνανε να θρέψουν χοιρινά που ζυγίζανε συνήθως από 80 μέχρι και 150 οκάδες (οκά: 400 δράμια = 1282 γραμμάρια).                          Αλλά το σφάξιμο γουρουνιού από 80 μέχρι 150 οκάδες δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά, ήταν ολόκληρη διαδικασία που απαιτούσε δεξιότητες αλλά και προετοιμασίες. Δεξιότητες στον χειρισμό του μαχαιριού και γνώσεις έπρεπε να είχε εκείνος που θα το έσφαζε, για να ξέρει σε ποιο σημείο και πως θα χτυπήσει με το μαχαίρι ώστε να ξεψυχήσει γρήγορα το ζωντανό. Και φυσικά ένα γουρούνι με τόσο βάρος, για να το ακινητοποιήσουν απαιτούνταν συνήθως τρεις και τέσσερεις άνδρες.         Στο πέρασμα των χρόνων πολλές φορές είχε συμβεί να ξεφύγει κάποιο χοιρινό μισοσφαγμένο και να τρέχει αιμορραγώντας μέσα στο χωριό (ξέφραγες οι περισσότερες αυλές εκείνα τα χρόνια) με τις σπαρακτικές κραυγές του να σκίζουν την ατμόσφαιρα, προκαλώντας ευχάριστη αναστάτωση στο χωριό, ειρωνικά σχόλια και πειράγματα για εκείνους που τρέχανε να το πιάσουν. Θυμάμαι που ένας γείτονάς μας μια χρονιά για να γλιτώσει τη φασαρία με το σφάξιμο το ντουφέκισε, τα σκάγια όμως δεν το «κρατήσανε», και καθώς οι αυλή ήταν κατηφορική με αναβαθμίδες και το λαβωμένο ζωντανό έτρεχε πάνω κάτω ουρλιάζοντας ή γκρεμιζόταν από τη φόρα και την αγωνία του να γλιτώσει, έγινε χαμός μέχρι να μπορέσει με μερικές ακόμα ντουφεκιές να το αποτελειώσει.

Το μάδημα.

                      

 Απαραίτητος λοιπόν ο ειδικός που θα έσφαζε το γουρούνι, απαραίτητοι και δυο τρεις ακόμα για να το ακινητοποιήσουν και να το γδάρουν μετά, απαραίτητο βέβαια και ένα καλό «μαυρομάνικο» μαχαίρι. Το ίδιο αναγκαία και η φωτιά σε μια άκρη της αυλής που πάνω σε μια μεγάλη σιδεροστιά έβραζε το λεβέτι με νερό που  χρειαζόταν για να μαδήσουνε το χοιρινό. Άλλη θλιβερή ιστορία αυτή με το νερό. Υδρευόταν τότε το χωριό μας από την Μπουσμπούνα την πηγή μας στο κάτω μέρος του χωριού και το μετέφεραν οι γυναίκες συνήθως με ξυλοβάρελα που τα ζαλώνονταν με σκοινί στην πλάτη.

                            Το πλαστικό δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του, τα δοχεία ήταν δυσεύρετα και το νοικοκυριό έπρεπε να βολευτεί με τις τριάντα - σαράντα περίπου οκάδες νερό που έπαιρνε το βαρέλι, άντε και μια βαρέλα ακόμα γύρω στις 5 οκάδες. Αλλά το να φθάσει το νερό στο σπίτι ήταν δεν ήταν και εύκολη δουλειά, αφού και στην πηγή έβγαινε λίγο, και οι γυναίκες στήνονταν στη σειρά (είχε μπασιά όπως λέγανε) για να γεμίσουν το βαρέλι τους. Τα σπίτια στον απάνω μαχαλά όπου και το πατρικό μου απέχουν 400  περίπου μέτρα από την Μπουσμπούνα και οι γυναίκες ανεβαίνανε αυτήν την ανηφορική διαδρομή που έχει τουλάχιστον 70% κλίση ζαλωμένες το βαρέλι, με διπλωμένο σχεδόν το κορμί τους.

Ακινητοποιούσαν λοιπόν το ζωντανό και το έσφαζε ο ειδικός, αλλά ώσπου να ξεψυχήσει, οι πονεμένες οιμωγές του δονούσαν την ατμόσφαιρα και ξεσηκώνανε το χωριό. Καθώς το σφάξιμο των γουρουνιών γινόταν κυρίως κατά την πριν από την Τσικνοπέμπτη εβδομάδα – λίγοι τα σφάζανε τα Χριστούγεννα - σκεφτείτε,  ότι μπορεί εκείνη τη στιγμή αυτή η διαδικασία να επαναλαμβανόταν παράλληλα  σε τρία τέσσερα σπίτια ακόμα, και βάλτε στο νου σας το κλάμα και τις απελπισμένες κραυγές των ανήμπορων ζωντανών μέχρι να ξεψυχήσουν.

Μόλις έπαυε το γουρούνι να αναπνέει, ο σφάχτης τού αφαιρούσε  το «καρύδι» από τον λαιμό, τον λάρυγγα που τον λέγανε και καρούτζαφλα, και τη φούσκα την ουροδόχο κύστη με τα αμελέτητα, τα γλυκάδια, (κατρουλήθρα την λένε στη δεύτερη πατρίδα μου τη Ρόδο εκεί στην Έμπωνα) και κάποιος του περνούσε ένα λεμόνι στο στόμα.

Το καρύδι και τα αμελέτητα τα έπαιρνε η νοικοκυρά και αφού τα ξέπλενε λίγο να φύγουν τα αίματα τα έβαζε στην άκρη στα κάρβουνα εκεί που έβραζε το λεβέτι φροντίζοντας να ψηθούν χωρίς να της καούνε, ενώ τη φούσκα που την περιμένανε ανυπόμονα οι πιτσιρικάδες την αρπάζανε και την συγκυλάγανε λίγο στο σβηστό τζάκι σε κρύα στάχτη, την φουσκώνανε και φτιάχνανε ένα μπαλόνι σαν  μπάλα, είδος πολυτέλειας για τον τότε μικρόκοσμο και αρχίζανε το παιγνίδι.

Στη συνέχεια οι άνδρες σηκώνανε το σφάγιο και το τοποθετούσαν πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο που είχαν ετοιμάσει εκεί στην αυλή με το φύλο κάποιας πόρτας ή με σανίδια, που ήταν απαραίτητος γιατί επάνω του θα μαδούσαν το χοιρινό, και φρόντιζαν να είναι επικλινής για να φεύγουν τα νερά που χρησιμοποιούσαν για το μάδημα, αλλά και ελεύθερος γύρω  - γύρω για να κινούνται και να εργάζονται.

Αμέσως άρχιζε άλλη μια δύσκολη και λεπτή διαδικασία το μάδημα, η απαλλαγή του σφάγιου από το τρίχωμά του, που γινόταν με καλά, ακονισμένα μαχαίρια και βραστό νερό με το οποίο καταβρέχανε με πολύ προσοχή το τρίχωμα και το ξύνανε με τα μαχαίρια με τρόπο και επιδεξιότητα ώστε να μην πληγώνουν το δέρμα, ούτε όμως και να «αρπάξει» από το καυτό νερό. Πετυχαίνοντας σωστή διαβροχή με το βραστό νερό – πολλές φορές σκεπάζανε το σφάγιο εκεί στο μάδημα με κάποιο χοντρό ρούχο για να «φαφατιάζει» το δέρμα -  αλλά και επιδέξια χρήση των μαχαιριών καταφέρνανε να ξεριζώνονται οι τρίχες χωρίς να κόβονται μέσα στο δέρμα.

Στα παλιότερα και πιο δύσκολα χρόνια πριν το τέλος του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα που η φτώχεια και η ανέχεια χτυπάγανε κόκκινο, επειδή το δέρμα στη ράχη του χοίρου είναι πολύ σκληρό το παίρνανε και φτιάχνανε κάτι σαν μοκασίνια, τα γουρνοτσάρουχα, που προσαρμόζονταν με δερμάτινα λουριά στα πόδια και στην ανάγκη τα φορούσαν αντί για παπούτσια.

Τελειώνοντας το μάδημα και αφού το πλένανε εκεί στον πάγκο, ο ειδικός άνοιγε το σφάγιο στην κοιλιά και αφαιρούσαν με προσοχή έντερα πατσά εντόσθια κλπ, και κάπου εκεί ερχόταν και η κυρά με ένα δίσκο με το πικάντικο μεζεδάκι που είχε βγάλει από τα κάρβουνα, το καρύδι και τα γλυκάδια, και την κανάτα με το κόκκινο κρασί και τις σχετικές κούπες. Λίγος ο μεζές, ίσα για να νοστιμίσει το στόμα τους με το κριτσάνισμα του μισοψημένου γουρνολάρυγγα, αρκετός όμως για να σκορπίσει κέφι και να αδειάσουνε οι πρώτες κούπες με το ευλογημένο κρασάκι  από τα δικά τους αμπέλια και να πέσουνε και οι πρώτες ευχές:

-Καλοφάγωτο νοικοκυραίοι!  Και του χρόνου! Άντε, καλές Απόκριες! Χρόνια πολλά!

Η κυρά έπαιρνε σε ένα ταψί τη συκωταριά  πρώτα – πρώτα  και αμέσως ξάκριζε κάποια μεζεδάκια που αφού τα ξέπλενε τα έριχνε  στο μεγάλο τηγάνι με το μακρύ χέρι και τα έβαζε πάνω στη σιδεροστιά.

Δεν ξεχνούσε καθώς καθάριζε τη συκωταριά να ξεχωρίσει και κάνα δυο μεζεδάκια – σπλήνα πλεμόνι και κάνα κομματάκι άντερο - για το σκύλο του σπιτιού που περίμενε υπομονετικά σε μια άκρη μπροστά στο δρόμο εποπτεύοντας την κίνηση, και που τα άρπαζε στον αέρα καθώς του τα πετούσε και τα μασούλαγε περιχαρής.

                       Ώσπου οι άνδρες να καθαρίσουνε το σφάγιο και να βγάλουν έντερα πατσά και λοιπά, να το ζυγίσουν και να το κρεμάσουνε στο πατερό με το κεφάλι προς τα κάτω που θα έμενε δυο τρεις ημέρες για να στραγγίσει και να είναι έτοιμο για τεμάχισμα, είχαν ψηθεί και τα  συκωτάκια  και όλη η συντροφιά απολάμβανε  τη νοστιμιά τους. Και μην πάει ο νους σας σε τραπέζια και σερβίτσια, στο πόδι συνήθως με ένα πιάτο μπροστά τους εκεί στην αυλή και με ένα καρβέλι ψωμί από τον φούρνο του σπιτιού ρίχνανε τις πιρουνιές τους απολαμβάνοντας τα πικάντικα μεζεδάκια σχολιάζοντας το τελικό βάρος και το πάχος του γουρουνιού, το πόσες οκάδες καθαρό κρέας και πόσο  λίπος υπολογίζανε να βγάλει, για το ποιοι άλλοι σφάζανε σήμερα, και άλλα τέτοια σχετικά με την ημέρα. 

                               Όλα τούτα μέσα και κάτω από μια χαρούμενη και πανηγυρική ατμόσφαιρα, όπου κυριαρχούσε ο καπνός από τις φωτιές που καίγανε σε κάποιες αυλές, ανακατεμένος με την  κνίσα από τα μεζεδάκια που ψήνανε ή τηγανίζανε οι νοικοκυραίοι, τα σκουξίματα από τα ζωντανά που έμπαινε το μαχαίρι στο λαιμό τους, οι φωνές και τα χωρατά, τα παιγνίδια και οι χαρούμενες φωνές των παιδιών.

Αργότερα η νοικοκυρά αφού έπλενε τα έντερα θα έφτιαχνε λουκάνικα με ψιλοκομμένο κρέας και διάφορα καρυκεύματα, αλλά  και την απαραίτητη οματιά με το παχυάντερο που την έψηνε στο φούρνο με σιτάρι και ψιλοκομμένο κρέας, μαϊντανό μάραθο και δυόσμο, λίγη καυκαλήθρα, κρεμμυδάκι, κανελογαρίφαλα, πιπέρι και καμιά φλούδα πορτοκάλι αν βρισκόταν, και γινόταν ένα πράμα που εκείνοι που το τρώγανε γλείφανε  και τα δάχτυλά τους.

                        Ύστερα από τρεις περίπου ημέρες αφού είχε στεγνώσει το σφάγιο εκεί όπως κρεμόταν, ξεκινάγανε τη διαδικασία για το «λιώσιμο», να παστώσουνε δηλαδή το κρέας για να φτιάξουνε το «άλειμα», την τσιγαρίδα.  Το «ξεφερτσιάζανε» αφαιρώντας με λεπτές λουρίδες το δέρμα του ( και για να μην ξεχνιόμαστε φέρτσα ή σγόρτσα το λέγαμε οι Ψαραίοι, και το λίπος λίγδα), και στη συνέχεια σε λουρίδες πάλι αφαιρούσαν το παχύ λίπος που το περίβαλλε. Μετά το τεμαχίζανε βάζοντας χωριστά τα πόδια και το κεφάλι και χωριστά το κρέας αφαιρώντας του τα κόκκαλα, βράζανε στο λεβέτι το καθαρό κρέας και τις σκόρτσες, τις λουρίδες δλδ το δέρμα που τις κόβανε σε μικρά κομμάτια που  με λίγο νερό, με κάνα μπαχαρικό ακόμα και λίγα λουκάνικα για να νοστιμίσει , κάποιοι ανάλογα τους νοικοκυραίους βάζανε και κρασί ή ξύδι, αφαιρούσαν σε κάποια φάση  αφαιρούσαν το λίπος που το σουρώνανε και το αποθηκεύανε, και βράζανε καλά το κρέας προσθέτοντας και πολύ αλάτι χοντρό  και το παστώνανε αφού δεν υπήρχαν ψυγεία, και το αποθηκεύανε σε δοχεία – πήλινα κατά το δυνατόν, λαήνες κλπ – αλλά και τις γνωστές μας λάτες (ντενεκέδες)  εξασφαλίζοντας το κρέας της χρονιάς για την οικογένεια, αλλά και το απαραίτητο λίπος για να αρταίνουν τα φαγητά τους. Η έμπειρη νοικοκυρά τοποθετούσε με τάξη το κρέας στις λαήνες  - που το καλύπτανε με το λίπος για να διατηρείται - βάζοντας αλλού το καθαρό κρέας, αλλού τις φέρτσες και αλλού τα λουκάνικα, ώστε ανάλογα την περίσταση, να ξέρει που θα βάλει το πιρούνι για να βγάλει και τον σωστό μεζέ.

Τίποτα δεν περίσσευε για να πετάξουν από το χοιρινό. Με τα πόδια και το κεφάλι φτιάχνανε τον πατσά που όταν πάγωνε γινόταν η γνωστή πηχτή. Από την Μπόλια παίρνανε εκείνο το λίπος της το «βασιλικό» που χρησίμευε να επαλείφουν άρβυλα, ζώνες, δερμάτινα εξαρτήματα στο σαμάρι του μουλαριού κλπ για να μαλακώνουν, ενώ με διάφορα     υπολείμματα  φτιάχνανε σαπούνι.


 





 Ψαραίικα

Καλημέρα με την Ανατολή από το Ψάρι
... που γιορτάζει σήμερα και πανηγυρίζει τον Άη Γιάννη.
Ο ήλιος μάς βγαίνει από τον Αρτοζήνο, το βουνό από όπου κατά τη μυθολογία μας χαμηλότερα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις προμηθεύονταν τον άρτο για να θρέψουνε το Δία(κρυφά βέβαια για να μην τον ανακαλύψει ο πατέρας του ο κρόνος που έτρωγε τα παιδιά του και τον... μασήσει). Αρτοζήνος λοιπόν από το άρτος του Ζηνός( ο Ζεύς του Διός τον Ζήνα του Ζηνός κτλπ).




Είπα πανηγυρίζει το Ψάρι σήμερα, οι μυημένοι όμως γνωρίζουν ότι το πανηγύρι κρατάει τρεις ημέρες, με τις βραστές του γίδες, τα ψητά του, τον ζεστό του από το ζωμό των βραστών τραχανά και πολλά άλλα.

 


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020



 Εμεις οι Αρκάδες οι προσέληνοι.

Καλά είναι γραμμένο, με ένα λ, γιατί υποδηλοί και προσδιορίζει την ύπαρξη των Αρκάδων πριν από τη Σελήνη! Έτσι τουλάχιστον αναφέρει ο Αριστοτέλης ισχυριζόμενος ότι οι Αρκάδες υπήρχαν στη γη τους πολύ πριν κατοικηθεί από τους Έλληνες και προτού ακόμα εμφανιστεί η Σελήνη στον ουρανό! Γι αυτό τους ονόμασε προσέληνους. Αλλά και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι «όταν δεν υπήρχαν όλα τα περιφερόμενα σώματα στον ουρανό, πριν εμφανιστούν οι φυλές της Δανάης και του Δευκαλίωνα, και υπήρχαν μόνο οι Αρκάδες, για τους οποίους λεγόταν ότι κατοικούσαν πάνω στα βουνά και τρέφονταν με βελανίδια, πριν την ύπαρξη της  σελήνης».

Ο Παυσανίας στα αρκαδικά του μας πληροφορεί ότι πρώτος ηγεμόνας των Αρκάδων υπήρξε ο ισόθεος Πελασγός που επινόησε την κατασκευή καλυβιών για να ζεσταίνονται, να μην κρυώνουν και να μην βρέχονται οι Αρκάδες.

Επινόησε επίσης την κατασκευή ενδυμάτων από δέρματα προβάτων, και το κυριότερο, την τροφή από καρπό δρυών (βελανίδια). Ο Πελασγός είχε φυτρώσει από τη γη, ενώ άλλοι διατείνονταν πως ήταν γιος  του  Δία και της Νιόβης.

Αργότερα, ένας άλλος ηγεμόνας ο Αρκάς, γιος της Καλλιστούς μοναχοκόρης του Λυκάονα.( μοναχοκόρη αλλά ο Λυκάων είχε και 49 αγόρια!) εισήγαγε τον ήμερο καρπό από σιτάρι, έμαθε τους ανθρώπους να φτιάχνουν ψωμί και να υφαίνουν ενδύματα αφού και ο ίδιος είχε διδαχθεί το  γνέσιμο  από  τον Αρισταίο.

Πελασγία λεγόταν η χώρα παλιότερα αλλά  επί ηγεμονίας Αρκά ονομάστηκε Αρκαδία. Η Αρκαδία είχε  μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή αλλά δεν είχε πρόσβαση στη θάλασσα. Προς  τα βόρεια κατείχε και την περιοχή των Καλαβρύτων, τους  Λουσσούς (Σουδενά) την Κλειτορία και τον όγκο των Αροανίων. Προς τα νότια την Αλίφειρα, Φιγάλαια Βάσσες Θεισόα και την περιοχή της Ανδρίτσαινας ενώ στα ανατολικά έφθανε στη δυτική Κορινθία, στις περιοχές Φενεού  Στυμφάλου και στο όρος Κυλλήνη, στις περιοχές Σκοτεινής και Αλέας.

Αλλά και ο μεθοδικός Πολύβιος πλέκει εγκώμια για τους Αρκάδες στο 4ο βιβλίο του αναφέροντας μέσα σε άλλα ότι είναι φιλόξενοι, φιλότιμοι και χορευταράδες και αγαπούν  τη μουσική.

Αυτά τα ολίγα για εμάς τους Αρκάδες και την Αρκαδία για να μην μας περνάτε όπως μας βλέπετε! Άλλωστε, για την Αρκαδία δεν θα αρκούσαν ολόκληρες βιβλιοθήκες κι εγώ ούτε αρμόδιος ούτε ιστορικός είμαι.

ΥΓ. Όσο για το βελανίδι (βελάνι στη Γορτυνία), πέρα από τη μυθολογία, ο γράφων και εκατοντάδες  χιλιάδες συμπολίτες μας κατά τη διάρκεια της πρώτης γερμανικής κατοχής το 1941 – 1942 το φάγαμε για να επιβιώσουμε από την πείνα αλεσμένο και ψημένο ψωμί. Και  όσο ακόμα ήταν ζεστό από το φούρνο τρωγόταν, όταν όμως ξεραινόταν δεν το «πέρναγε» ούτε Γκρας, το ισχυρότατο εκείνο ντουφέκι των αρχών του περασμένου αιώνα με τις μεγάλου διαμετρήματος σφαίρες.

 

 

 

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020





 Σελίδες από την εποποιΐα του 1940 - 41

Όπλισε το Βάλτερ και έμεινε ακίνητος, λουφάζοντας μέσα στους θάμνους, σα ζώο του δάσους, αψηφώντας το τσουχτερό φλεβαριάτικο κρύο.

Πριν ένα χρόνο σχεδόν, κυνηγούσε τους Ιταλούς στο Αλβανικό Μέτωπο, τους κοκορόφτερους Ιταλούς, με τα οχτώ εκατομμύρια λόγχες, όπως περηφανευόταν ο Αρχηγός τους ο Μουσολίνι, που νόμιζαν πως θα έκαναν περίπατο στην Ελλάδα.  

Την μονάδα του την είχαν προωθήσει στο Αλβανικό μέτωπο στα μέσα Νοέμβρη του ’40, όταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε πεισθεί πως η Ελλάδα δεν επρόκειτο να δεχθεί βουλγαρική επίθεση.

                Τι αγώνας κι αυτός! Στις τρεις ημέρες μετά που φτάσανε στο μέτωπο πολεμώντας πέτρα-πέτρα, βράχο-βράχο, με υπεράνθρωπες προσπάθειες μπήκανε στην Κορυτσά! Στις είκοσι δύο του Νοέμβρη. Συνέχισαν το κυνήγι των  Ιταλών με την ψυχή στα δόντια, με αντιπάλους, όχι μόνο τους υπεράριθμους Ιταλούς και την Αεροπορία τους, αλλά και τον αγριότερο χειμώνα των τελευταίων είκοσι χρόνων.

Μια τρομερή βαρυχειμωνιά που έφραζε τις διαβάσεις με τα χιόνια και δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν τα μαχόμενα τμήματα του ελληνικού στρατού που στερούνταν μηχανοκίνητων και προσπαθούσαν να μεταφέρουν μέσα από τα χιονισμένα κατσάβραχα και τα άγρια ρουμάνια τα πυρομαχικά με τα μουλάρια.

Έβλεπες την προσπάθεια που έκανε το ζώο, έβλεπες στα μάτια του την εξάντληση και το λυπόσουνα... που γκρεμοτσακιζότανε φορτωμένο ανήμπορο να αντιδράσει, όσο ανήμπορος ήσουνα και συ να το βοηθήσεις... Και σε απόκρημνα σημεία και διαβάσεις που δεν μπορούσαν να φτάσουν τα μουλάρια, έτρεχαν οι γυναίκες της περιοχής και κουβαλούσαν τα πυρομαχικά ζαλωμένες στην πλάτη.

Χιλιάδες φαντάρους αχρήστευσε αυτός ο τρομερός χειμώνας με τα κρυοπαγήματα, πολύ περισσότερους από όσους αχρήστευσαν τα ιταλικά πυρά. Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο... Παραμονές Δεκέμβρη στις είκοσι δύο, ένα μήνα μετά την Κορυτσά, ο ελληνικός στρατός πήρε την Χειμάρα. Αρχές Γενάρη, μπροστά στην Κλεισούρα, ο Δήμος τραυματίστηκε. Ακόμα και τώρα δεν έχει καταλάβει γιατί δεν πετάξαμε τους Ιταλούς στην θάλασσα. Ένα μήνα στο νοσοκομείο, και ύστερα αντί να τον στείλουν στο Αλβανικό μέτωπο, τον ξαναστείλανε στη Μακεδονία, στα Οχυρά. Πεζικό Επιφανείας για προστασία των Οχυρών. Άλλη εποποιία εκεί. Φτιαγμένα τα Οχυρά για να αντιμετωπίσουν την Βουλγάρικη απειλή, δεν είχαν καμιά πιθανότητα να αντέξουν μπροστά στην τεράστια ατσάλινη μηχανή του Χίτλερ.

Με την έναρξη βέβαια του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβρη του ’40, η γραμμή Μεταξά έπαυε να έχει οποιαδήποτε αξία, γιατί ήταν αδύνατο να οργανωθεί σοβαρή άμυνα σ’ όλο αυτό το τεράστιο τόξο των ελληνικών συνόρων από  το Ιόνιο ως τον Έβρο, εναντίων των τριών Αυτοκρατοριών, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Κι όμως, το θάρρος, η πίστη και η γενναιότητα των Ελλήνων, καθήλωσαν για τρεις ημέρες εκεί στα Οχυρά την πρωτοφανή και ακατάβλητη ως τότε πολεμική μηχανή της Βέρμαχτ, προκαλώντας της τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Πολλά από τα φρούρια άντεξαν και αντιστάθηκαν ως την ημέρα της ανακωχής, παρά την τεράστια πίεση που δεχτήκανε από ξηράς και αέρος, και παρά την ανυπαρξία της αεροπορίας μας. Κάποια άλλα οχυρά πέσανε μέχρι του τελευταίου πολεμιστή. Στο Κέλκαγια, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, βρήκαν τους τελευταίους Έλληνες υπερασπιστές, άλλους αποπνιγμένους και άλλους ως και τον φρούραρχο, λιπόθυμους από έλλειψη οξυγόνου.

Μέσα στον ορυμαγδό από τις βόμβες των Στούκας που αλώνιζαν ανενόχλητα στον αέρα, τις οβίδες των κανονιών και τα βλήματα των όλμων, το γάζωμα των αυτόματων και των πολυβόλων, το Πεζικό Επιφανείας προστάτευε τα Οχυρά απ’ έξω.

Εκτός από το πεζικό των Γερμανών που έκανε συνεχείς εφόδους, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν με ειδικές αποστολές για να ανατινάξουν τα πολυβολεία και τα Οχυρά με κάθε μέσον.

Χρησιμοποιώντας ακόμα και ηλεκτρικά τρυπάνια, άνοιγαν τρύπες στο μπετόν, που τις γέμιζαν με εκρηκτικά και ανατίναζαν τα Οχυρά στον αέρα. Αλλού έριχναν αέρια αποπνιγμού και χειροβομβίδες μέσα από τις πολεμίστρες, αλλού έχτιζαν τις πολεμίστρες και τις οπές αερισμού για να σκάσουν μέσα στα Οχυρά οι υπερασπιστές τους από έλλειψη οξυγόνου, όπως στο Κέλκαγια. Εδώ το πάλεμα, όταν δεν προλάβαινες να πυροβολήσεις, γινόταν με την ξιφολόγχη, με νύχια και με δόντια. Σε μια τέτοια επιχείρηση Αλεξιπτωτιστών, πολεμώντας ο Δήμος μέσα από ένα λάκκο που είχε ανοίξει η βόμβα ενός Στούκας, κι όπως τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν σαν σπουργίτια στον αέρα προτού προλάβουν να πέσουν, είχε ρίξει άψυχο δίπλα του ένα Γερμανό Αλεξιπτωτιστή. Από αυτόν είχε πάρει το Βάλτερ που κρατούσε  τώρα στα χέρια του.

Τρεις μέρες τιτανομαχία στα Οχυρά, φωτιά και αίμα, σάρκες κομματιασμένες και  ατσάλι, κουρνιαχτός και τρόμος. Ύστερα σύγχυση. Οι στρατηγοί είχαν υπογράψει Συνθηκολόγηση. Άλλοι πολεμούσαν ακόμα και άλλοι είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής.

Ο Δήμος δεν χρειάστηκε τότε να το πολυσκεφτεί. Μπουλούκια-μπουλούκια κατέβαιναν οι φαντάροι προς τα κάτω. Ακόμα ήσαν ελεύθεροι να φύγουν, να πάνε στα σπίτια τους.

Ο Χίτλερ, λόγω της γενναιότητας, λέει, που επέδειξε ο ελληνικός στρατός στο Μέτωπο, δεν  τον θεωρούσε αιχμάλωτο. Ασυναίσθητα καθώς λούφαζε μέσα στους θάμνους κούνησε το κεφάλι του και ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. Μπορεί ο Χίτλερ να αναγνώρισε την ανδρεία και την αυταπάρνηση του Έλληνα στρατιώτη, δεν έγινε όμως το ίδιο από κάποιες γυναίκες  των ακριτικών περιοχών, που στην απελπισία και την τρομάρα τους, βλέποντας να εγκαταλείπονται στο έλεος των εισβολέων, κατηγορούσαν για δειλία τους Έλληνες φαντάρους που έφευγαν για τον τόπο τους ...

-  Δε βαριέσαι, τα ‘χει αυτά ο πόλεμος, σκέφτηκε με πίκρα. Μήπως σε άλλες περιοχές, όπως έφευγαν, δεν είδαν τη συμπόνια στα πρόσωπα των γυναικών, όπως στις Σέρρες, που τους περίμεναν με μια κανάτα νερό στα χέρια, όπως το ‘θελε η παράδοση για το στρατό;

Εκεί στις Σέρρες, μέσα στην ανακατωσούρα, είχε ακούσει να φωνάζει κάποιος το όνομα του:

-  Διαμαντόπουλε !

Ήταν ο λοχαγός του με μια ομάδα αξιωματικών.

- Κύριοι συνάδελφοι, είχε στραφεί ο λοχαγός του στους άλλους αξιωματικούς,    ‘από δω ο Διαμαντόπουλος, ο καλύτερος σκοπευτής μου.

  Γύρισε και έβαλε το ένα του χέρι προστατευτικά πάνω στην πλάτη του Δήμου καθώς συνέχισε:

- ‘Εφύτεψε πολλούς Γερμανούς στο Οχυρό να το φυλάνε με τα κόκαλα τους...’

Ο λοχαγός του... Παλικάρι με τα όλα του. Ολόκληρο λόχο Γερμανών είχαν στριμώξει σε ένα φαράγγι δίπλα στο Οχυρό και τους είχαν αιχμαλωτίσει, εκατόν είκοσι από δαύτους, μα σαν τους μαντρώσανε, ο λοχαγός του άκουσε έκπληκτος τον αξιωματικό τους να του λέει με συγκαταβατικό χαμόγελο:

- ‘Εντάξει, είμαστε αιχμάλωτοι σας, αλλά και σεις είστε αιχμάλωτοι του Γερμανικού στρατού. Του είχε δείξει ένα ισχυρότατο για την εποχή και τα ελληνικά δεδομένα ραδιόφωνο που κρατούσε στο χέρι του, από όπου επαναλαμβανόταν η είδηση: ‘Οι Γερμανοί μπαίνουνε στη Θεσσαλονίκη... οι στρατηγοί της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας είχαν δώσει διαταγή για κατάπαυση πυρός.... ‘

-  Διαμαντόπουλε, εμείς αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τον πόλεμο και τραβάμε για το μέτωπο της Αλβανίας. Είσαι; τον είχε ρωτήσει ο λοχαγός του.

Ήταν. Στο κάτω - κάτω, πιο κοντά θα ήταν από κει προς την ιδιαίτερη πατρίδα του την Πελοπόννησο. Από τις όχθες του Στρυμόνα είχαν βγει στην Χαλκιδική, και από κει, δρόμο για την Ήπειρο. Στην Άρτα όμως, μια βόμβα που χτύπησε το καμιόνι που τους μετέφερε, σκότωσε τους περισσότερους, μαζί και τον λοχαγό του. Χαμός.

Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος είχε ήδη δώσει διαταγή κατάπαυσης του  πυρός σε όλο το Μέτωπο, και ο Δήμος είχε πάρει το δρόμο προς την Πάτρα. Χιλιάδες φαντάροι έφευγαν προς τα κάτω, από χωράφια και φαράγγια, με τη σύγχυση στο μυαλό τους για το αν θα πρέπει να κρύβονται ή όχι. Σε είκοσι μέρες ο Δήμος ήταν στο χωριό του με μοναδικά κειμήλια από τον πόλεμο το τραύμα του, τη χλαίνη και το Βάλτερ που κρατούσε αυτή τη στιγμή στο χέρι του περιμένοντας τους Ιταλούς. Το Βάλτερ, που το είχε κρατήσει πάνω του ώσπου να φτάσει στο χωριό του, αψηφώντας τους κινδύνους.

Διακόσια μέτρα μακριά καθώς έστριβε ο δρόμος, φάνηκαν οι Ιταλοί στρατιώτες με το μουλάρι. Έρχονταν με το πάσο τους, συζητώντας μεγαλόφωνα.

Περίμενε σαν τον κυνηγό στο φύλαγμα. Καθώς πλησίαζαν άφησε δίπλα του το πιστόλι και έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους, για να ζεσταθούν τα δάχτυλά του. Εκατό μέτρα... Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στο Βάλτερ και κοκάλωσε ακίνητος. Πενήντα μέτρα... διέκρινε καθαρά τα χαρακτηριστικά τους.

Τριάντα μέτρα... είκοσι.... τώρα!

Πυροβόλησε τους δύο στρατιώτες, όπως ήταν κουρνιασμένος ακίνητος μέσα στους θάμνους.

 

Σημ: Απόσπασμα από το σχετικό με την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο βιβλίο μου που ετοιμάζω.

 

 

 

 

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

 Η συγκομιδή των καρυδιών.


Στο Ψάρι (που εννοείται ότι είναι το κέντρο του κόσμου), τα καρύδια τα μαζεύουμε μετά τις πρώτες βροχές στο 10ήμερο περίπου που τρέχει από τέλος Σεπτέμβρη μέχρι 10 Οχτώβρη. Είναι η εποχή που μετά τις βροχές ωριμάζουν τα καρύδια , φουσκώνουν και ανοίγει η φλούδα τους. Αρχίζουν και πέφτουν με τον αέρα και τη βροχή, αλλά η διαδικασία απαιτεί ράβδισμα της καρυδιάς για να ρίξουμε όλα τα καρύδια και να τελειώνουμε. Ραβδίζουμε το δέντρο από το έδαφος με μια μακριά τέμπλα μέχρι ένα ορισμένο ύψος που φτάνουμε και αν είναι ψηλό ανεβαίνουμε στον κορμό του για να ραβδίσουμε τα κλαδιά που δεν φθάνουμε από κάτω, αλλά κι εκείνα της κορυφής, Το να ανέβει κανείς πάνω στην καρυδιά για να την ραβδίσει δεν είναι εύκολη υπόθεση, πρέπει να είναι ικανός να ισορροπεί στηριζόμενος στα πόδια του πάνω στα κλαδιά, αφού για να «ραβδίσει» χρειάζεται να κρατεί την τέμπλα – ένα ξύλινο κοντάρι τριών τεσσάρων μέτρων -  και με τα δυο του χέρια, και κυρίως να επιλέγει με προσοχή το κλαδί πάνω στο οποίο θα στηρίζεται ενώ ραβδίζει.

Αφού «ρίξουμε» τα καρύδια που συνήθως με το πέσιμο τα περισσότερα αποβάλλουν τη φλούδα τα μαζεύουμε. Όσα δεν απογυμνώθηκαν με το πέσιμο τα πατάμε ελαφρά όπως βρίσκονται στο έδαφος και αποχωρίζονται εύκολα από  τη φλούδα, ενώ για κάποια δύσκολα που παραμένουν ακόμα στο… καβούκι τους χρήσιμο είναι να κρατάμε ένα μαχαιράκι της κουζίνας για να τα ανοίγουμε επί τόπου. Αλλά (για όσους βέβαια δεν τα γνωρίζουν αυτά), μην νομίζεται ότι με το να μαζέψουμε τα καρύδια τελειώσαμε .

Η διαδικασία της συγκομιδής σε αυτή την καρυδιά δεν σταματάει εκείνη την ημέρα. Είναι ευνόητο ότι η τέμπλα δεν φθάνει σε ‘όλες τις κορυφές των κλαδιών και κάποια καρύδια μένουν πάνω στο δένδρο θα συνεχίσουν να πέφτουν με τον αέρα ή τη βροχή, και από την επομένη πάλι θα περάσουμε ξανά κάτω από το δέντρο που ραβδίσαμε και θα μαζέψουμε δυο τρια κιλά ακόμα που πέσανε κατά τη διάρκεια της νύχτας, κι αυτό γίνεται συνεχώς τις επόμενες ημέρες μέχρι να εξαντληθούν τα καρύδια. 



Συμβαίνει όμως καμιά φορά η καρυδιά να έχει ψηλώσει πολύ οπότε χρειάζεται κλάδεμα. Πρέπει δηλ κατά τη διαδικασία συγκομιδής των καρυδιών να κοπούν οι κλάδοι που έχουν αναπτυχθεί πολύ, και δεν είναι εύκολο να ανέβει κάποιος να τους ραβδίσει, όπως επίσης δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. 


Πρέπει να ανέβεις ψηλά και να στηρίζεσαι πολύ καλά για να μπορέσεις να κόψεις τα κλαδιά με το αλυσοπρίονο, και να τα τραβήξεις κάτω γιατί συνήθως σκαλώνουν πάνω στο δένδρο. Μετά, τα κλαδιά αυτά, αφού βέβαια μαζέψουμε τα καρύδια που έχουν επάνω τους, τα κλαδέματα χρειάζονται ειδική διαχείριση. 

Να τα ξεκλαρίσουμε, να συγκεντρώσουμε χωριστά τους κορμούς για να τους τεμαχίσουμε για το τζάκι - η καρυδιά όταν ξεραθεί κάνει πολύ καλή φωτιά -  και χωριστά τα απόκλαρα που από 1η Νοέμβρη και ύστερα μπορούμε να τα κάψουμε





Αρχίζει μετά από αυτό το στάδιο μια άλλη επίπονη διαδικασία, το λιάσιμο. Πρέπει να απλώνουμε τα καρύδια στον ήλιο για μερικές ημέρες για να λιαστούν και να είναι έτοιμα για χρήση. Και λέω ότι είναι επίπονη διαδικασία γιατί πρέπει να εξασφαλίσουμε τον κατάλληλο χώρο που θα τα λιάζουμε, να τα απλώνουμε το πρωί _ βλέπετε τις εικόνες - και να τα μαζεύουμε το απόγευμα  γιατί τη νύχτα έχει υγρασία και φυσικά δεν μπορούμε να τα αφήνουμε έξω. Αυτή η διαδικασία, άπλωμα μάζεμα πρωί απόγευμα, συνεχίζεται για εφτά – οχτώ ημέρες για να έχουμε καλά αποτελέσματα, και στο μεταξύ, παράλληλα με το άπλωμα – μάζεμα φροντίζουμε να τα ξεσκαρτάρουμε και να πετάμε τα χαλασμένα καρύδια και όταν λιαστούνε καλά τα μαζεύουμε και… καλοφάγωτα!