Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Καραϊσκάκης, ο γιός της καλογριάς, ο στρατηγός.



Με τους γιορτασμούς αυτές τις μέρες, τα ταραταντζούμ και τις παράτες, θυμήθηκα μια μικρή πιπεράτη ιστοριούλα που διάβασα πριν από καμιά 60ριά  χρόνια στη μονογραφία « ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» του Δημ Φωτιάδη. Ένα μικρό επεισόδιο στην αυλή του Αλή Πασσά που δείχνει και τον ανυπότακτο χαρακτήρα του όπως από τα μικράτα του διαμορφωνόταν.

 Το βιβλίο βρίσκεται  στη βιβλιοθήκη μου στο χωριό και δυστυχώς απλησίαστο σήμερα λόγω του περιορισμού μας (lock down) στην Αθήνα, και έτσι, θα σας διηγηθώ τη σύντομη ιστοριούλα με δικά μου λόγια όπως τη θυμάμαι.

Καρπός παράνομου έρωτα ο Καραϊσκάκης, η μάνα του από τη ντροπή της τον εγκατέλειψε πολύ μικρό και έγινε καλογριά, κι έτσι εκείνος κληρονόμησε το προσωνύμιο «ο γιός της καλογριάς» που τον συνοδεύει ακόμα.

Μεγάλωσε σε μια οικογένεια Σαρακατσάνων, στα 15 του όμως την εγκατέλειψε και δημιούργησε μια ομάδα κλεφτών με συνομηλίκους του. Τρία περίπου χρόνια διήρκεσε η κλέφτικη ζωή με την ομάδα του, και κάπου εκεί έπεσε στα χέρια του Αλή Πασσά που εκτιμώντας τον ισχυρό χαρακτήρα του τον πήρε στη σωματοφυλακή του.



Είχε στηθεί ένας πρόχειρος χορός εκεί στην αυλή των ανακτόρων γράφει ο Δ. Φωτιάδης, και τη στιγμή που χόρευε μπροστά ο Καραϊσκάκης έτυχε να περνάει από εκεί ο γιός του Αλή Πασά, ο Βελής, εκείνος που αργότερα κατά το 1805 – 1806 κατάφερε και εξολόθρευσε την κλεφτουριά του Μωρηά. Κάπως έγινε και ο γιός της καλογριάς έκανε μια χορευτική φιγούρα ακριβώς τη στιγμή που ΄περνούσε δίπλα σε απόσταση αναπνοής ο Βελής, κι εκείνος θεώρησε ότι ήταν προσβλητική γι αυτόν, ότι ο Καραϊσκάκης την είχε κάνει για να τον μειώσει. Φουρκισμένος έτρεξε μέσα στον οντά του πατέρα του: Το και το, το κερατά το Καραισκάκι… μου έδειξε τα…απαυτά του!

-Έτσι ε; Έκανε γελώντας ο Αλής, για πάμε όξω να δούμε.

Ο χορός σταμάτησε καθώς πλησίαζε ο Αλή Πασάς με το γιό του, αλλά εκείνος έκανε νεύμα να συνεχίσουν, και απευθύνθηκε στον Καραϊσκάκη:

-Έλα ωρέ μπίρο μου, ρίξε μια φούρλα ρε να σε ιδώ!

Ο Καραϊσκάκης ήρεμος έσυρε το χορό και καθώς βρέθηκε σε απόσταση τριών περίπου μέτρων από τον Αλή εκτέλεσε την περιβόητη φιγούρα: Στηρίχτηκε με το αριστερό του χέρι στον χορευτή που τον κρατούσε, και τίναξε με χάρη και τα δυο του πόδια στον αέρα σε ενάμισι περίπου μέτρο ύψος, χαϊδεύοντας με μια ταυτόχρονη κίνηση τις φούντες και των δυο τσαρουχιών του. Ήταν μια συνηθισμένη φιγούρα που εκτελείται από μερακλήδες και ευκίνητους χορευτές  στον τσάμικο χορό, με τη διαφορά όμως ότι ο Καραϊσκάκης δεν φορούσε βρακί κάτω από τη φουστανέλα και καθώς τίναξε τα πόδια του στον αέρα φάνηκαν τα καλαμπαλίκια του σε όλο τους το μεγαλείο! Αυτή άλλωστε ήταν και η αιτία που είχε κάνει το νεαρό Βελή να παρεξηγηθεί θεωρώντας ότι ο Καραϊσκάκης την  είχε κάνει για να του μοστράρει τα …. απαυτά του!

-Χο χο χο!!! Έσκασε τα γέλια ο Αλή Πασσάς, μπράβο ωρέ μπίρο μου, ρίξε κι άλλη ωρέ, έτσι μπράβο!

Και ο χορός συνεχίστηκε με περισσότερα κέφια.

Καραϊσκάκης ο γιός της καλογριάς, ο Στρατηγός.

 



Με τους γιορτασμούς αυτές τις μέρες, τα ταραταντζούμ και τις παράτες, θυμήθηκα μια μικρή πιπεράτη ιστοριούλα που διάβασα πριν από καμιά 60ριά  χρόνια στη μονογραφία « ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» του Δημ Φωτιάδη. Ένα μικρό επεισόδιο στην αυλή του Αλή Πασσά που δείχνει και τον ανυπότακτο χαρακτήρα του όπως από τα μικράτα του διαμορφωνόταν.

 Το βιβλίο βρίσκεται  στη βιβλιοθήκη μου στο χωριό και δυστυχώς απλησίαστο σήμερα λόγω του περιορισμού μας (lock down) στην Αθήνα, και έτσι, θα σας διηγηθώ τη σύντομη ιστοριούλα με δικά μου λόγια όπως τη θυμάμαι.

Καρπός παράνομου έρωτα ο Καραϊσκάκης, η μάνα του από τη ντροπή της τον εγκατέλειψε πολύ μικρό και έγινε καλογριά, κι έτσι εκείνος κληρονόμησε το προσωνύμιο «ο γιός της καλογριάς» που τον συνοδεύει ακόμα.

Μεγάλωσε σε μια οικογένεια Σαρακατσάνων, στα 15 του όμως την εγκατέλειψε και δημιούργησε μια ομάδα κλεφτών με συνομηλίκους του. Τρία περίπου χρόνια διήρκεσε η κλέφτικη ζωή με την ομάδα του, και κάπου εκεί έπεσε στα χέρια του Αλή Πασσά που εκτιμώντας τον ισχυρό χαρακτήρα του τον πήρε στη σωματοφυλακή του.

Είχε στηθεί ένας πρόχειρος χορός εκεί στην αυλή των ανακτόρων γράφει ο Δ. Φωτιάδης, και τη στιγμή που χόρευε μπροστά ο Καραϊσκάκης έτυχε να περνάει από εκεί ο γιός του Αλή Πασά, ο Βελής, εκείνος που αργότερα κατά το 1805 – 1806 κατάφερε και εξολόθρευσε την κλεφτουριά του Μωρηά. Κάπως έγινε και ο γιός της καλογριάς έκανε μια χορευτική φιγούρα ακριβώς τη στιγμή που ΄περνούσε δίπλα σε απόσταση αναπνοής ο Βελής, κι εκείνος θεώρησε ότι ήταν προσβλητική γι αυτόν, ότι ο Καραϊσκάκης την είχε κάνει για να τον μειώσει. Φουρκισμένος έτρεξε μέσα στον οντά του πατέρα του: Το και το, το κερατά το Καραισκάκι… μου έδειξε τα…απαυτά του!

-Έτσι ε; Έκανε γελώντας ο Αλής, για πάμε όξω να δούμε.

Ο χορός σταμάτησε καθώς πλησίαζε ο Αλή Πασάς με το γιό του, αλλά εκείνος έκανε νεύμα να συνεχίσουν, και απευθύνθηκε στον Καραϊσκάκη:

-Έλα ωρέ μπίρο μου, ρίξε μια φούρλα ρε να σε ιδώ!

Ο Καραϊσκάκης ήρεμος έσυρε το χορό και καθώς βρέθηκε σε απόσταση τριών περίπου μέτρων από τον Αλή εκτέλεσε την περιβόητη φιγούρα: Στηρίχτηκε με το αριστερό του χέρι στον χορευτή που τον κρατούσε, και τίναξε με χάρη και τα δυο του πόδια στον αέρα σε ενάμισι περίπου μέτρο ύψος, χαϊδεύοντας με μια ταυτόχρονη κίνηση τις φούντες και των δυο τσαρουχιών του. Ήταν μια συνηθισμένη φιγούρα που εκτελείται από μερακλήδες και ευκίνητους χορευτές  στον τσάμικο χορό, με τη διαφορά όμως ότι ο Καραϊσκάκης δεν φορούσε βρακί κάτω από τη φουστανέλα και καθώς τίναξε τα πόδια του στον αέρα φάνηκαν τα καλαμπαλίκια του σε όλο τους το μεγαλείο! Αυτή άλλωστε ήταν και η αιτία που είχε κάνει το νεαρό Βελή να παρεξηγηθεί θεωρώντας ότι ο Καραϊσκάκης την  είχε κάνει για να του μοστράρει τα …. απαυτά του!

-Χο χο χο!!! Έσκασε τα γέλια ο Αλή Πασσάς, μπράβο ωρέ μπίρο μου, ρίξε κι άλλη ωρέ, έτσι μπράβο!

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Η μπέσα

 



Μπέσα είναι ένα είδος συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους, κάτι σαν λόγος τιμής που δίνεται για το κλείσιμο και την επικύρωση μιας συμφωνίας. Είναι η εγγύηση ότι θα τηρηθεί κάποια υπόσχεση ή συμφωνία και μπορεί να αφορά όχι μόνο δύο άτομα, αλλά και ολόκληρες ομάδες. Η μπέσα είναι ισχυρότερη και από συμβόλαιο. Ένα συμβόλαιο, κάποιοι όροι του τέλοσπάντων, θα μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να αμφισβητηθούν, να  συζητηθούν. Η μπέσα όμως, ο λόγος τιμής ενός άνδρα, δεν συζητιούνται και δεν αμφισβητούνται.

                                 Ο μπεσαλής ο άνδρας κρατάει το λόγο του και τηρεί τις υποσχέσεις του, είναι δυνατός χαρακτήρας, έχει έμφυτη ευγένεια και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, γνωρίζει τη δύναμή του και τα όριά του, δεν έχει ανάγκη να επιδεικνύεται. Είναι αξιοπρεπής και εμπνέει εμπιστοσύνη στους άλλους. Σέβεται τον εαυτό του, και κατ’ επέκταση σέβεται και τους άλλους. Και… μπεσαλήδες δεν είναι μόνο οι άνδρες. Πολλές φορές συναντάμε τη μπέσα και σε αξιοπρεπέστατες γυναίκες

                                 Μπαμπέσης είναι ο χωρίς μπέσα άνθρωπος, ο αναξιόπιστος, εκείνος που δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για ένα πακέτο τσιγάρα. Το είδος αυτό της αξιοπρέπειας, η μπέσα, στα παλιότερα χρόνια είχε πέραση, ήταν καθοριστικό  στοιχείο της ζωής, στην εποχή μας μάλλον είναι ξεπερασμένη.

Γνωστές οι καλές σχέσεις του Κολοκοτρώνη προεπαναστατικά αλλά και κατά τα χρόνια του Αγώνα με τους Αλβανούς και η μπέσα που υπήρχε ανάμεσά τους, η εμπιστοσύνη που είχαν στο λόγο του, και αξίζει να δούμε μια πτυχή αυτής της πλευράς από την άλωση της Τριπολιτσάς, όπως μας την δίνει ο Φωτάκος στα απομνημονεύματα που έγραψε για τον Κολοκοτρώνη:

«Αλβανοί υπέρ τους 300 εκλείσθησαν μέσα εις τα καταλύματα (κονάκια) του Σεραγιού και κατά το δείλι εζήτησαν τον Κολοκοτρώνην ως φίλον των και πιστόν δια να παραδοθούν. Ήλθεν ο Κολοκοτρώνης, αλλά διότι δεν τον εγνώριζαν, επειδή και δεν ήτο κανένας μπουλούμπασης Αλβανός από εκείνους, οι οποίοι τον εγνώριζαν, να τους βεβαιώση, δεν έδιδαν πίστιν. Ο Κολοκοτρώνης τους έλεγε: «μα τον Θεόν μα τα τέσσερα κιτάπια του Θεού, μα τον προφήτην Χασρέτ Ισά (Χριστόν) εγώ είμαι». Αλλά αυτοί πάλιν δεν τον επίστευαν. Τότε τους είπε και αυτός, επειδή δεν παρεδίδοντο, «να είναι το κρίμα εις τον λαιμόν τους και ότι εγώ δεν είμαι παραβάτης (της μπέσας)». Έφυγεν έπειτα ο αρχηγός και οι στρατιώται αμέσως έβαλαν φωτιά εις τα κονάκια και τους έκαψαν όλους»

                    Αξίζει εδώ να αναφερθώ και σε μια άλλη περίπτωση σχετικά με τη μπέσα, που είχε άμεση σχέση με την ίδια τη ζωή του Κολοκοτρώνη. Είναι γνωστό ότι ο Κολοκοτρώνης την Άνοιξη του 1806 μετά τον άγριο διωγμό της κλεφτουριάς είχε καταφύγει στα Εφτάνησα που τότε ήσαν υπό Γαλλική κατοχή. Εκεί, την Άνοιξη του 1808 έλαβε πρόσκληση από τον Αλή Φαρμάκη  να έρθει στη Γορτυνία να τον βοηθήσει επειδή κινδύνευε από τους Τούρκους του Βελή Πασσά.                                 

 

Αλή Φαρμάκης.

 Αρχηγός της αλβανικής πατριάς από του Λάλα, Τουρκαλβανός από το σόι των Ισμαηλαίων ήταν ο Αλή Φαρμάκης. Κατοικούσε στα δυτικά της Γορτυνίας στο Μοναστηράκι που είχε οχυρότατον Πύργο από όπου εξορμούσε κατά της Αρκαδίας και της Ηλείας ασκώντας αληθινή δικτατορία. Μέχρι που ανέλαβε το πασαλίκι του Μωρηά ο Βελή Πασσάς, που  απαίτησε να του παραδώσει τον Πύργο του και να δηλώσει υποταγή. Ο Αλή Φαρμάκης έχοντας εμπιστοσύνη στο απόρθητο του οχυρού του αποφάσισε να αντισταθεί στα στρατεύματα του Βελή, και τότε ήταν που ζήτησε τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη. Ο Τάκης Κανδηλώρος στον ΑΡΜΑΤΩΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 1500 – 1821 μας πληροφορεί’ ότι «ο Κλοκοτρώνης απήντησε σωφρόνως ότι δεν κρίνει σκόπιμον να σπεύση, διότι η προσέλευσίς του θα  καταστήσει αναπόφευκτον την εκστρατείαν του Βελή. Ας προσπαθήσει λοιπόν να μην κηρύξει πόλεμον, αν όμως ο Βελής εκστρατεύση, τότε του γράφει και έρχεται».

                                     Όταν λοιπόν κατά τον Ιούλιο του 1806 Ο Βελή Πασσάς ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του και το έμαθε ο Αλή Φαρμάκης, ειδοποίησε τον Κολοκοτρώνη: «Τα στρατεύματα εκίνησαν, αν είσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι».

Ο Κολοκοτρώνης δεν γνώριζε προσωπικά τον Αλή Φαρμάκη, αλλά θεωρούσε υποχρέωσή του να σπεύσει σε βοήθεια επειδή όπως μας πληροφορεί και ο Νίκος Δ. Πλατής στο μικρο/Μέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ, «οι πρόγονοί τους είχαν δώσει όρκο φιλίας` συγκεκριμένα, ο παππούς του Αλή Φαρμάκη είχε γίνει αδελφοποιτός (κλέφτες και ληστές και οι μεν και οι δε) με τον γέρο Γιάννη Κολοκοτρώνη τον παππού του Κολοκοτρώνη: Και αυτόν τον δεσμό επικαλέστηκε ο Αλή Φαρμάκης και ζήτησε τη βοήθεια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη».  Καθώς ο Κ ετοιμαζόταν και συγκέντρωνε 100 μαχητές για να σπεύσει σε βοήθεια του Α. Φ, καπεταναίοι και φίλοι του προσπαθούσαν να τον κάνουν να αλλάξει γνώμη επισημαίνοντάς του τους κινδύνους του εγχειρήματος, εκείνος όμως απαντούσε: «Δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, διότι έδωκα τον λόγο μου. ( η μπέσα).

                                      Η Ζάκυνθος όμως ήταν υπό γαλλική κατοχή και οι Γάλλοι δεν είχαν καμία διάθεση να δυσαρεστήσουν τον Αλή Πασσά επιτρέποντας στον Κ. να πάει να πολεμήσει τον Βελή Πασσά που ήταν γιός του. Τελικά, ο Κολοκοτρώνης έφυγε λάθρα από τη Ζάκυνθο με μόνο δεκατέσσερεις άνδρες και αποβιβάστηκαν στην Κυλλήνη. Φθάσανε στο Μοναστηράκι και όταν νύχτωσε κατόρθωσαν να περάσουν  απαρατήρητοι από τους 8.000 άνδρες του Βελή Πασσά που συγκεντρώνονταν εκεί  και να μπουν στον Πύργο που βρήκαν τον Αλή Φαρμάκη με μόνο 90 άνδρες του. Την επομένη άρχισαν οι επιθέσεις κατά του Πύργου που άντεχε γερά, και στο μήνα περίπου επάνω οι Τούρκοι στείλανε μια επιτροπή προτείνοντας στον Αλή Φαρμάκη να αμνηστεύσουν αυτόν και τους υπερασπιστές του, αρκεί να τους παραδώσει τον Κολοκοτρώνη. Ο Αλή Φαρμάκης αρνήθηκε στα ίσα. «Αν είναι της τιμής και της παλληκαριάς να δώσω ένα φίλον μου, όστις ήλθε να με βοηθήση από τα νησιά, τότε ειμπορώ και εγώ να το κάμω αυτό».

                           Μετά την άρνηση του Φαρμάκη ο πόλεμος άρχισε αμέσως ξανά σφοδρότερος, και το βράδυ που συγκάλεσε συμβούλιο με τους αξιωματούχους του για να τους ενημερώσει για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, τους ανακοίνωσε ότι ο Βελής απαιτεί να του παραδώσουν τον Κολοκοτρώνη. Στο άκουσμα αυτής της απαίτησης αυθόρμητα όλοι με μια φωνή απάντησαν: «Χάσια, όλοι να χαθούμε, μα αυτό δεν ειμπορούμε να το κάμουμε».

Έτσι καταλάβαιναν τη μπέσα και το λόγο τιμής και εκείνοι οι άγριοι πολεμιστές παρόλο που η ζωή τους βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο.

                     Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στη Διήγησή του μας πληροφορεί ότι μόλις έμαθε τα νέα τούς πρότεινε: «Έρχεσθε να με δώσετε να ξεμπερδεύσουμε; Εγώ το ψωμί μου το έφαγα». Αλλά ο Αλή Φαρμάκης τον διέκοψε: «Δεν είνε δική σου δουλειά, είνε δική μας». Και προτίμησαν όλοι να θυσιαστούνε παρά να παραδώσουν τον φίλο και συμπολεμιστή που ήρθε να τους βοηθήσει. Επί 65 ημέρες σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη  - 70 κατά τον Φραντζή - αμύνονταν οι 120 πολιορκούμενοι στους 8.000 πολιορκητές και τέλος δέχτηκαν να παραδώσουν τον πύργο αφού εξασφαλιστεί η ασφαλής αποχώρηση του Κολοκοτρώνη με τους 14 συντρόφους του.

                Για την ιστορία, αργότερα κατάφερε και πήγε στη Ζάκυνθο και ο Αλή Φαρμάκης όπου μαζί με τον Κολοκοτρώνη καταστρώσανε σχέδιο για τη δημιουργία ενός κρατιδίου που θα συνυπήρχαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι και θα είχε σημαία με φεγγάρι και Σταυρό

Κάπου εκεί ο Αλή Φαρμάκης αρρώστησε από δυσεντερία – λυσσεντερία κατά τον Κολοκοτρώνη – και σε λίγο πέθανε.

 

 

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Από την Ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων.

 





Στη Ρόδο μπροστά στο Ακταίον πριν από κάποιες δεκαετίες την ημέρα του εορτασμού της Ενσωμάτωσης, με τη Γιαννούλα ντυμένη με παραδοσιακή στολή Μπονιάτισσας (= από το χωριό Εμπωνα ) την ημέρα της καθιερωμένης παρέλασης για την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου.
                 Τα Δωδεκάνησα που είναι 14 και μαζί με τις ακατοίκητες νησίδες φθάνουν τα 27, έχουν δεχτεί για πάνω από 600 χρόνια πολλούς επιδρομείς και κατακτητές, από Πέρσες, Σαρακηνούς Βενετούς Γενουάτες, Σταυροφόρους και Τούρκους, με τελευταίους τους Ιταλούς που τα είχαν πάρει το 1912 από τους Τούρκους, και τους Γερμανούς που τα κράτησαν μετά την κατάρρευση της Ιταλίας στο Β¨ Παγκόσμιο πόλεμο το 1943.

                                        Άποψη της Μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου.
               Τα τείχη της οφείλονται στους Ιωαννίτες Ιππότες (Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου)
                 που κατείχαν το νησί από το 1309 έως το 1522 

Στη Διάσκεψη Ειρήνης των νικητριών Δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Παρίσι το 1946, η Ελλάδα πρόβαλλε το θέμα της Βορείου Ηπείρου, της διευθέτησης των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, των Δωδεκανήσων, και της Κύπρου.
Δικαιώθηκε στο θέμα των Δωδεκανήσων και στις 31 Μαρτίου του 1947 έγινε η τελετή παράδοσης από τις βρετανικές αρχές στη Ρόδο, ενώ στις 7 Μαρτίου 1948 έγινε η επίσημη τελετή της Ενσωματωσης που καθιερώθηκε και γιορτάζεται κάθε χρόνο. 


                                Από την τελετή της Ενσωμάτωσης το 1948 στη Ρόδο

Η τελευταία εικόνα είναι από τον ναό της Λινδίας Αθηνάς στη Λίνδο της Ρόδου που τον έχτισε ο Δαναός με τις 50 κόρες του όταν έφυγε από την Αίγυπτο και κατέπλευσε στη Λίνδο.
Ήταν, βλέπετε, και μεγάλη ναυτική δύναμη η Ρόδος, και εκεί δημιουργήθηκε ο πρώτος γνωστός κώδικας Ναυτικού Δικαίου, γνωστός ως «Νόμος Ροδίων Ναυτικός».