Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Η μπέσα

 



Μπέσα είναι ένα είδος συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους, κάτι σαν λόγος τιμής που δίνεται για το κλείσιμο και την επικύρωση μιας συμφωνίας. Είναι η εγγύηση ότι θα τηρηθεί κάποια υπόσχεση ή συμφωνία και μπορεί να αφορά όχι μόνο δύο άτομα, αλλά και ολόκληρες ομάδες. Η μπέσα είναι ισχυρότερη και από συμβόλαιο. Ένα συμβόλαιο, κάποιοι όροι του τέλοσπάντων, θα μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να αμφισβητηθούν, να  συζητηθούν. Η μπέσα όμως, ο λόγος τιμής ενός άνδρα, δεν συζητιούνται και δεν αμφισβητούνται.

                                 Ο μπεσαλής ο άνδρας κρατάει το λόγο του και τηρεί τις υποσχέσεις του, είναι δυνατός χαρακτήρας, έχει έμφυτη ευγένεια και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, γνωρίζει τη δύναμή του και τα όριά του, δεν έχει ανάγκη να επιδεικνύεται. Είναι αξιοπρεπής και εμπνέει εμπιστοσύνη στους άλλους. Σέβεται τον εαυτό του, και κατ’ επέκταση σέβεται και τους άλλους. Και… μπεσαλήδες δεν είναι μόνο οι άνδρες. Πολλές φορές συναντάμε τη μπέσα και σε αξιοπρεπέστατες γυναίκες

                                 Μπαμπέσης είναι ο χωρίς μπέσα άνθρωπος, ο αναξιόπιστος, εκείνος που δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για ένα πακέτο τσιγάρα. Το είδος αυτό της αξιοπρέπειας, η μπέσα, στα παλιότερα χρόνια είχε πέραση, ήταν καθοριστικό  στοιχείο της ζωής, στην εποχή μας μάλλον είναι ξεπερασμένη.

Γνωστές οι καλές σχέσεις του Κολοκοτρώνη προεπαναστατικά αλλά και κατά τα χρόνια του Αγώνα με τους Αλβανούς και η μπέσα που υπήρχε ανάμεσά τους, η εμπιστοσύνη που είχαν στο λόγο του, και αξίζει να δούμε μια πτυχή αυτής της πλευράς από την άλωση της Τριπολιτσάς, όπως μας την δίνει ο Φωτάκος στα απομνημονεύματα που έγραψε για τον Κολοκοτρώνη:

«Αλβανοί υπέρ τους 300 εκλείσθησαν μέσα εις τα καταλύματα (κονάκια) του Σεραγιού και κατά το δείλι εζήτησαν τον Κολοκοτρώνην ως φίλον των και πιστόν δια να παραδοθούν. Ήλθεν ο Κολοκοτρώνης, αλλά διότι δεν τον εγνώριζαν, επειδή και δεν ήτο κανένας μπουλούμπασης Αλβανός από εκείνους, οι οποίοι τον εγνώριζαν, να τους βεβαιώση, δεν έδιδαν πίστιν. Ο Κολοκοτρώνης τους έλεγε: «μα τον Θεόν μα τα τέσσερα κιτάπια του Θεού, μα τον προφήτην Χασρέτ Ισά (Χριστόν) εγώ είμαι». Αλλά αυτοί πάλιν δεν τον επίστευαν. Τότε τους είπε και αυτός, επειδή δεν παρεδίδοντο, «να είναι το κρίμα εις τον λαιμόν τους και ότι εγώ δεν είμαι παραβάτης (της μπέσας)». Έφυγεν έπειτα ο αρχηγός και οι στρατιώται αμέσως έβαλαν φωτιά εις τα κονάκια και τους έκαψαν όλους»

                    Αξίζει εδώ να αναφερθώ και σε μια άλλη περίπτωση σχετικά με τη μπέσα, που είχε άμεση σχέση με την ίδια τη ζωή του Κολοκοτρώνη. Είναι γνωστό ότι ο Κολοκοτρώνης την Άνοιξη του 1806 μετά τον άγριο διωγμό της κλεφτουριάς είχε καταφύγει στα Εφτάνησα που τότε ήσαν υπό Γαλλική κατοχή. Εκεί, την Άνοιξη του 1808 έλαβε πρόσκληση από τον Αλή Φαρμάκη  να έρθει στη Γορτυνία να τον βοηθήσει επειδή κινδύνευε από τους Τούρκους του Βελή Πασσά.                                 

 

Αλή Φαρμάκης.

 Αρχηγός της αλβανικής πατριάς από του Λάλα, Τουρκαλβανός από το σόι των Ισμαηλαίων ήταν ο Αλή Φαρμάκης. Κατοικούσε στα δυτικά της Γορτυνίας στο Μοναστηράκι που είχε οχυρότατον Πύργο από όπου εξορμούσε κατά της Αρκαδίας και της Ηλείας ασκώντας αληθινή δικτατορία. Μέχρι που ανέλαβε το πασαλίκι του Μωρηά ο Βελή Πασσάς, που  απαίτησε να του παραδώσει τον Πύργο του και να δηλώσει υποταγή. Ο Αλή Φαρμάκης έχοντας εμπιστοσύνη στο απόρθητο του οχυρού του αποφάσισε να αντισταθεί στα στρατεύματα του Βελή, και τότε ήταν που ζήτησε τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη. Ο Τάκης Κανδηλώρος στον ΑΡΜΑΤΩΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 1500 – 1821 μας πληροφορεί’ ότι «ο Κλοκοτρώνης απήντησε σωφρόνως ότι δεν κρίνει σκόπιμον να σπεύση, διότι η προσέλευσίς του θα  καταστήσει αναπόφευκτον την εκστρατείαν του Βελή. Ας προσπαθήσει λοιπόν να μην κηρύξει πόλεμον, αν όμως ο Βελής εκστρατεύση, τότε του γράφει και έρχεται».

                                     Όταν λοιπόν κατά τον Ιούλιο του 1806 Ο Βελή Πασσάς ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του και το έμαθε ο Αλή Φαρμάκης, ειδοποίησε τον Κολοκοτρώνη: «Τα στρατεύματα εκίνησαν, αν είσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι».

Ο Κολοκοτρώνης δεν γνώριζε προσωπικά τον Αλή Φαρμάκη, αλλά θεωρούσε υποχρέωσή του να σπεύσει σε βοήθεια επειδή όπως μας πληροφορεί και ο Νίκος Δ. Πλατής στο μικρο/Μέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ, «οι πρόγονοί τους είχαν δώσει όρκο φιλίας` συγκεκριμένα, ο παππούς του Αλή Φαρμάκη είχε γίνει αδελφοποιτός (κλέφτες και ληστές και οι μεν και οι δε) με τον γέρο Γιάννη Κολοκοτρώνη τον παππού του Κολοκοτρώνη: Και αυτόν τον δεσμό επικαλέστηκε ο Αλή Φαρμάκης και ζήτησε τη βοήθεια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη».  Καθώς ο Κ ετοιμαζόταν και συγκέντρωνε 100 μαχητές για να σπεύσει σε βοήθεια του Α. Φ, καπεταναίοι και φίλοι του προσπαθούσαν να τον κάνουν να αλλάξει γνώμη επισημαίνοντάς του τους κινδύνους του εγχειρήματος, εκείνος όμως απαντούσε: «Δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, διότι έδωκα τον λόγο μου. ( η μπέσα).

                                      Η Ζάκυνθος όμως ήταν υπό γαλλική κατοχή και οι Γάλλοι δεν είχαν καμία διάθεση να δυσαρεστήσουν τον Αλή Πασσά επιτρέποντας στον Κ. να πάει να πολεμήσει τον Βελή Πασσά που ήταν γιός του. Τελικά, ο Κολοκοτρώνης έφυγε λάθρα από τη Ζάκυνθο με μόνο δεκατέσσερεις άνδρες και αποβιβάστηκαν στην Κυλλήνη. Φθάσανε στο Μοναστηράκι και όταν νύχτωσε κατόρθωσαν να περάσουν  απαρατήρητοι από τους 8.000 άνδρες του Βελή Πασσά που συγκεντρώνονταν εκεί  και να μπουν στον Πύργο που βρήκαν τον Αλή Φαρμάκη με μόνο 90 άνδρες του. Την επομένη άρχισαν οι επιθέσεις κατά του Πύργου που άντεχε γερά, και στο μήνα περίπου επάνω οι Τούρκοι στείλανε μια επιτροπή προτείνοντας στον Αλή Φαρμάκη να αμνηστεύσουν αυτόν και τους υπερασπιστές του, αρκεί να τους παραδώσει τον Κολοκοτρώνη. Ο Αλή Φαρμάκης αρνήθηκε στα ίσα. «Αν είναι της τιμής και της παλληκαριάς να δώσω ένα φίλον μου, όστις ήλθε να με βοηθήση από τα νησιά, τότε ειμπορώ και εγώ να το κάμω αυτό».

                           Μετά την άρνηση του Φαρμάκη ο πόλεμος άρχισε αμέσως ξανά σφοδρότερος, και το βράδυ που συγκάλεσε συμβούλιο με τους αξιωματούχους του για να τους ενημερώσει για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, τους ανακοίνωσε ότι ο Βελής απαιτεί να του παραδώσουν τον Κολοκοτρώνη. Στο άκουσμα αυτής της απαίτησης αυθόρμητα όλοι με μια φωνή απάντησαν: «Χάσια, όλοι να χαθούμε, μα αυτό δεν ειμπορούμε να το κάμουμε».

Έτσι καταλάβαιναν τη μπέσα και το λόγο τιμής και εκείνοι οι άγριοι πολεμιστές παρόλο που η ζωή τους βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο.

                     Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στη Διήγησή του μας πληροφορεί ότι μόλις έμαθε τα νέα τούς πρότεινε: «Έρχεσθε να με δώσετε να ξεμπερδεύσουμε; Εγώ το ψωμί μου το έφαγα». Αλλά ο Αλή Φαρμάκης τον διέκοψε: «Δεν είνε δική σου δουλειά, είνε δική μας». Και προτίμησαν όλοι να θυσιαστούνε παρά να παραδώσουν τον φίλο και συμπολεμιστή που ήρθε να τους βοηθήσει. Επί 65 ημέρες σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη  - 70 κατά τον Φραντζή - αμύνονταν οι 120 πολιορκούμενοι στους 8.000 πολιορκητές και τέλος δέχτηκαν να παραδώσουν τον πύργο αφού εξασφαλιστεί η ασφαλής αποχώρηση του Κολοκοτρώνη με τους 14 συντρόφους του.

                Για την ιστορία, αργότερα κατάφερε και πήγε στη Ζάκυνθο και ο Αλή Φαρμάκης όπου μαζί με τον Κολοκοτρώνη καταστρώσανε σχέδιο για τη δημιουργία ενός κρατιδίου που θα συνυπήρχαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι και θα είχε σημαία με φεγγάρι και Σταυρό

Κάπου εκεί ο Αλή Φαρμάκης αρρώστησε από δυσεντερία – λυσσεντερία κατά τον Κολοκοτρώνη – και σε λίγο πέθανε.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου