Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Μαθιός Πόταγας, ο πρώτος παρτιζάνος του Μωρηά


 

          Η χώρα μας μπήκε στον Β` Παγκόσμιο πόλεμο τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν, εφαρμόζοντας ο ιταλικός στρατός τα επεκτατικά σχέδια του Μουσολίνι που είχε εγκαταστήσει φασιστικό καθεστώς στη γειτονική Ιταλία, αποπειράθηκε να εισβάλει στην ελληνική επικράτεια. Νωρίτερα εκείνες τις ώρες, η Ιταλία δια του Ιταλού πρέσβεως με τελεσίγραφο που είχε επιδώσει στον Μεταξά, είχε απαιτήσει την ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων από τη χώρα μας , όπως και την κατάληψη στρατηγικών θέσεων (λιμάνια, αεροδρόμια κλπ) για τις επιχειρησιακές τους ανάγκες. Το τελεσίγραφο είχε απορριφθεί φυσικά, και τα ιταλικά στρατεύματα είχαν ξεκινήσει επιχειρήσεις εισβολής από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, αφού είχαν ήδη καταλάβει την Αλβανία. Ο ελληνικός στρατός όχι μόνο αντιστάθηκε και απέκρουσε τις επιθέσεις των φασιστικών στρατευμάτων, αλλά πολύ γρήγορα αντεπετέθη και έστρωσε τους Ιταλούς στο κυνήγι μέσα στην Αλβανία, καταλαμβάνοντας πολλές μεγάλες πόλεις. 

           Ο πόλεμος είχε ξεκινήσει ήδη από την προηγούμενη χρονιά, από το πρωινό της 1ης Σεπτεμβρίου του 1939, όταν οι σιδερόφραχτες γερμανικές στρατιές της Βέρμαχτ είχαν εισέλθει στην Πολωνία, με αποτέλεσμα Γαλλία και Αγγλία να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας του Χίτλερ. Τον εξευτελισμό των φασιστικών δυνάμεων του Μουσολίνι από τον ελληνικό στρατό, ο Χίτλερ δεν μπορούσε να τον ανεχτεί γιατί ήσαν σύμμαχοί του, σύμμαχοι του χαλύβδινου Άξονα Ρώμης–Βερολίνου-Τόκιο, που αποτελούσαν οι δυνάμεις της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Έτσι, για να βοηθήσει τους συμμάχους του Ιταλούς, αλλά και για να έχει τον απόλυτο έλεγχο της βαλκανικής χερσονήσου, ο Χίτλερ επιτέθηκε κατά της μαχόμενης Ελλάδας, από τη Βουλγαρία που την είχε ήδη υποτάξει. 
      Η επίθεση των σιδερόφρακτων ναζιστικών δυνάμεων εκδηλώθηκε το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 στο μέτωπο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας. Ο ελληνικός στρατός δεν το έβαλε κάτω. Αμύνθηκε σθεναρά για τρείς ημέρες, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους εισβολείς, μέχρι που κάποιοι στρατηγοί συμφωνήσανε ανακωχή, με αποτέλεσμα, οι εχθροπραξίες να σταματήσουν και οι γερμανικές Μεραρχίες να αρχίσουν να προωθούνται προς την κεντρική και τη νότια Ελλάδα. Είκοσι μέρες περίπου αργότερα, το μεσημέρι της 2ας του Μάη, μια γερμανική φάλαγγα που πορευόταν από Τρίπολη προς Ολυμπία, αναγκάστηκε να σταματήσει λίγο έξω από τη Βυτίνα, μετά τη Γέφυρα Κουτρουμπή, μπροστά σε έναν περίεργο αντίπαλο: ένα αμούστακο παιδί. Ο νεαρός που στεκόταν σε ένα βράχο, άδειασε τις σφαίρες από το περίστροφο που κρατούσε στο χέρι του, πάνω στο θωρακισμένο άρμα το οποίο προπορευόταν της φάλαγγας. Το μυδράλιο του άρματος «γάζωσε» το παιδί και κάποιοι Γερμανοί που πετάχτηκαν έξω, αρπάξανε το άψυχο κορμί του και πολτοποιήσανε το κεφάλι του χτυπώντας το πάνω στο βράχο.
        Κατά μία άλλη εκδοχή, το παιδί πετάχτηκε άοπλο στη μέση του δρόμου μπροστά στη φάλαγγα, φωνάζοντας: «Σταθείτε! Δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι μόνος μου εδώ, αλλά ακολουθεί ολόκληρη η Ελλάδα!». Όταν ο διοικητής της φάλαγγας πληροφορήθηκε από τον διερμηνέα του τα λόγια του νεαρού, τον σκότωσε αδειάζοντας πάνω του μερικές σφαίρες από το αυτόματό του. Στη συνέχεια, έδωσε εντολή και πετάχτηκαν κάποιοι στρατιώτες που αρπάξανε το άψυχο κορμί και λιώσανε το κεφάλι του χτυπώντας το πάνω στο βράχο.

      Το αμούστακο αυτό παιδί, ήταν ο Μαθιός Πόταγας, μαθητής γυμνασίου από την Βυτίνα Αρκαδίας. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι το μεγαλείο της Ελλάδας, όπως το γνώριζε από τους καθηγητές του εκεί στο γυμνάσιο του χωριού του, θα το καταστρέφανε οι σιδερόφραχτοι Ούννοι και θα υποδουλώνανε τον ελληνικό λαό. Μαθαίνοντας δε,  ότι οι Γερμανοί θα περνούσανε από την Βυτίνα, αισθάνθηκε την ανάγκη να τους αντισταθεί, να τους πει με τη στάση του ότι τον Ελληνισμό, την Ελλάδα με τον πολιτισμό της και την προσφορά της στην ανθρωπότητα, δεν μπορούν να την σκλαβώσουν. Γιός αξιωματικού ο Μαθιός (Ματθαίος), πήρε το περίστροφο του πατέρα του, ο οποίος ήταν αξιωματικός και στήθηκε στη στροφή σε ένα βράχο λίγο πιο πέρα από τη γέφυρα. Γνώριζε ότι δεν μπορούσε να βλάψει τη φάλαγγα, αλλά πίστευε ότι το μήνυμα που έστελνε, θυσιάζοντας τη ζωή του, ήταν παγκόσμιο. Ήταν μήνυμα αντίστασης κατά της ναζιστικής και της φασιστικής βαρβαρότητας.


        Χωρίς να το γνωρίζει, ο Μαθιός Πόταγας, ο 17χρονος μαθητής, έγινε ο πρώτος αντιστασιακός κατά των ναζί στο Μωρηά, ο πρώτος παρτιζάνος. Ένα μήνα περίπου αργότερα, ακολουθούσαν άλλα δυο παιδιά, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας που σκαρφαλώσανε νυχτιάτικα στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και κατεβάσανε (και πήρανε) τη γερμανική σβάστικα.

     Ο Σάντας και ο Γλέζος καταφέρανε τουλάχιστον να επιβιώσουνε και η πολιτεία τους τιμά για την ηρωική τους πράξη. Θεωρούνται ότι είναι εκείνοι οι πρώτοι αντιστασιακοί, ό Γλέζος όμως, πολλές φορές είχε δηλώσει ότι ο τίτλος του πρώτου αντιστασιακού ανήκει επάξια στο Μαθιό Πόταγα. Εξήντα ένα χρόνια μετά την  ηρωική του θυσία,  οι Βυτιναίοι, τιμώντας το Μαθιό και την αντιστασιακή του πράξη, αποκαλύψανε ανδριάντα του που φιλοτέχνησε ύστερα από παραγγελία τους η αδελφή του, καταξιωμένη γλύπτρια.


Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Οι Κοτζαμπάσηδες του Μωρηά

 




Κοτζαμπάσηδες, οι προύχοντες του τόπου, προεστοί ή προεστώτες, δημογέροντες ή πρωτόγεροι που εκπροσωπούσαν το ελληνικό, το χριστιανικό στοιχείο, τους ραγιάδες στην Οθωμανική εξουσία, ασκώντας διοικητικά καθήκοντα σε θέματα οικονομίας, είσπραξης φόρων, επίλυσης διαφορών, τήρησης τάξης κλπ.
          Θεωρητικά οι προεστοί προέκυπταν από εκλογές που γίνονταν κάθε χρόνο, σιγά σιγά όμως από τις αρχές του 17ου αιώνα και δώθε που αρχίζει η φθορά και παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παραχωρεί δικαιώματα στους τοπικούς άρχοντες του χριστιανικού στοιχείου, καπελώθηκαν, και τη θέση τους πήραν οι κοτζαμπάσηδες που ήσαν οι αφέντες ελέω θεού και ανθρώπων χιλιάδων χριστιανών στην περιοχή τους. Προήλθαν από τις μεγάλες οικογένειες του Μωρηά όπως, των Δεληγιανναίων, των Λονταίων, των Νοταραίων των Ζαϊμηδων κ.α. που διατήρησαν και επαύξησαν τις κτηματικές τους περιουσίες, και σταδιακά τα συμφέροντά τους ταυτίστηκαν με εκείνα των Οθωμανών τσιφλικάδων και όλοι μαζί επιδίδονταν στην εκμετάλλευση και στυγνή καταπίεση των φτωχών ραγιάδων.
        Ήσαν, ουσιαστικά, οι μόνοι από το χριστιανικό στοιχείο που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αγράμματοι συνήθως αλλά με μεγάλη οικονομική και πολιτική επιρροή, που στις ιδιοκτησίες τους περιλαμβάνονταν ολόκληρες περιοχές με πολλά χωριά, ακόμα και μοναστήρια. Τουρκοκοτζαμπάσηδες Τουρκοχριστιανούς και Τουρκογέροντες τους αποκαλούσαν οι χριστιανοί ραγιάδες, χριστιανούς πασάδες, που τους ληστεύανε και τους τυραννούσανε,  και συμπεριφέρονταν έτσι που πολλές φορές οι Τούρκοι φάνταζαν άγιοι μπροστά τους. Διαπλεκόμενοι καθώς ήσαν με τον διοικητικό μηχανισμό των Τούρκων, προαγόραζαν τους φόρους της περιοχής τους που είχαν αποφασιστεί να καταβληθούν στην Οθωμανική διοίκηση, και τους εισπράττανε από τους ραγιάδες στο πολλαπλάσιο. Αρπάζανε τεράστιες εκτάσεις και δημευμένες περιουσίες δεινοπαθούντων σε στημένες δημοπρασίες, δάνειζαν με τόκο χρήματα σε φτωχούς  καλλιεργητές των τσιφλικιών τους αλλά και σε χωριά ολόκληρα, τους ενοικίαζαν χτήματα που τα καλλιεργούσαν και πληρώνονταν σε είδος, γδέρνοντας στην κυριολεξία τους ανυπεράσπιστους ραγιάδες που ζούσαν σε τραγική εξαθλίωση.
         Για την ασφάλειά τους αλλά και τον έλεγχο των ραγιάδων είχαν δικαίωμα και διόριζαν ενόπλους από τους κλέφτες και κάπους (οπλαρχηγούς, καπεταναίους) που φυλάγανε τις περιουσίες τους και προστάτευαν τα συμφέροντά τους. Πιστολάδες δηλαδή εκείνης της εποχής, ανθρωποφύλακες, σεκιουριτάδες κλπ. Στη Γορτυνία κάπος και καπόμπασης ήταν ο Κόλιας Πλαπούτας που κατοικούσε στο Παλούμπα της Ηραίας, και εξουσίαζε την περιοχή. Κάποτε μάλιστα που φάνηκε να έχει ησυχάσει η περιοχή από τις ζωοκλοπές η Εξουσία έπαυσε τον Κόλια από Κάπο. Αλλά σε λίγο παρατηρείται κύμα ζωοκλοπών και αρπαγών (τη ευγενή φροντίδι του Κόλια και των παλικαριών του), και πολύ γρήγορα ο Κόλιας διορίζεται Καπόμπασης ξανά για να … εξαλείψει τις ζωοκλοπές κλπ.

Το σπίτι των Πλαποταίων στου Παλούμπα

Τέτοια ήταν η απληστία τους,  βλ. (μικροΜέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ Νίκος Δ Πλατής). που: «Προεστοί (από την Πελοπόννησο)  προμήθευαν συστηματικά τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ με πολεμοφόδια και τρόφιμα, τινές εξ αυτών είχαν συστήσει μάλιστα και ειδική εταιρεία στη Σύρα που κρατούσε και λογιστικά βιβλία».
Εξουσιάζανε την περιοχή τους κατά το δοκούν και δεν γινότανε τίποτα χωρίς την έγκρισή τους.  Και Αγιάνηδες   αποκαλούσαν τους προεστούς, ενώ ο πρόεδρος των Αγιάνηδων ολόκληρου του Μωρηά ήταν ο Μωραγιάνης.

     
        Ο ελληνικός λαός ζούσε διπλή δουλεία, από τη μια μεριά την τούρκικη σκλαβιά, και από την άλλη τη στυγνή τυραννία των ντόπιων αφεντάδων που του πίνανε το αίμα. Πανούκλικη (από την πανούκλα) κατάρα του καιρού χαρακτηρίζει ο Σκαρίμπας τους κοτζαμπάσηδες και τους «γερόντους», ενώ ο Κ. Μένδελσων Βαρθόλδη μας πληροφορεί: «Τόσον δε και από τους Τούρκους τυραννικότεροι ήσαν γενικά οι Κοτζαμπάσηδες, που πολλές φορές πληθυσμοί και περιφέρειες και νησιά ζήταγαν προστασία … απ΄ το Σουλτάνο». Αλλά και ο Καποδίστριας, Τούρκους φέροντας όνομα χριστιανικόν τους χαρακτήριζε. 
         Πρόκριτοι, προεστοί, κοτζαμπάσηδες μαζί με το παπαδαριό, Δεσποτάδες Μητροπολίτες και Επισκόποι, αγωνιστήκανε και ιδρώσανε για την καταστροφή της Κλεφτουριάς το 1806. Δες τε πως μας μεταφέρει η δημοτική μας μούσα το κλίμα της εποχής:

Οι γέροντες κι' οι προεστοί κ' οι προύχοντες τού τόπου
πιάνουν καί γράφουν μιά γραφή στόν Βασιληά στην Πόλι: 
"Άκουσε Αφέντη Βασιληά καί πολυχρονεμένε
Οί κλέφτες  πούνε στό Μωρηά γινήκαν Βασιλειάδες' 
Ό Θοδωράκης βασιληάς καί ό Γιάννης είν' Βαζύρης
Κί ό Γιώργος από τόν Αητό είναι κατής καί κρένει."
Ό Βασιληάς σάν τ'ακουσε πολύ τού κακοφάνη. 
Κ' εύθύς φερμάνι έβγαλε καί στό Μωρηά τό στέλνει
Τούς κλέφτες νά σκοτώσουνε τούς Κολοκοτρωναίους.

Και κάπως έτσι  τον χειμώνα 1805 – 1806 ξεσηκώσανε και τις πέτρες κατά της μοραΐτικης  κλεφτουριάς και μέσα σε λίγους μήνες εξοντώσανε τους κλέφτες, και ο Κολοκοτρώνης κατάφερε τον Μάη του 1806 να φύγει στη Ζάκυνθο μόνο με 7 δικούς του.
Ο Δεληγιάννης –Ιωάννης Παπαγιαννόπουλος, με το παρατσούκλι που του έμεινε Ντεληγιάννης- ήταν ένας από τους ισχυρότερους κοτζαμπασήδες του Μωρηά με μεγάλη επιρροή και διασυνδέσεις στην Υψηλή Πύλη, και ήταν ο πρώτος προεστός του Μωρηά που έγινε Μωραγιάνης μετά τον αποκεφαλισμό του ισχυρότατου πρόκριτου του Μωρηά Ανδρουτσάκη Ζαΐμη το 1787.
       Είχε κάνει τεράστια περιουσία από τη στυγνή φορολογία που εισέπραττε από τους υποτελείς του, από χτήματα και τσιφλίκια ολόκληρα που αγόραζε σε στημένες δημοπρασίες που μόνο αυτός είχε  πρόσβαση, αλλά και από άλλες ακόμα δραστηριότητες, καταφέρνοντας να έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλες εκτάσεις στην Ηλεία, στην Ολυμπία και στη Γορτυνία. ¨Σύμφωνα με τον Τ. Κανδηλώρο στη ΓΟΡΤΥΝΙΑ του, το αξίωμα του Μωραγιάνη, του προέδρου δλδ των προεστών του Μωρηά, του υπέρτατου άρχοντα, ήταν ισότιμο με το αξίωμα υπουργού εν ενεργεία.
         Βασιλική ζωή «εν μεγίστη μεγαλοπρεπεία αυτόχρημα βασιλικώς» ζούσε ο Δεληγιάννης στο Μωρηά και «ως μικρός Βασιλίσκος» μετακινιόταν ανάμεσα στους ραγιάδες υποτελείς του συνοδευόμενος από ενόπλους κάπους και οπλοφόρους που είχε υπό τις διαταγές του ως Μωραγιάνης, και βεβαίως τους επέλεγε και τους στρατολογούσε. Κάπος του και καπόμπασης χρημάτισε και ο Κολοκοτρώνης τον οποίο σε κάποια φάση προσπάθησε ανεπιτυχώς να ξεπαστρέψει. «Ο Δεληγιάννης ορκώνει δυο προεστούς να με σκοτώσουν. Ήταν δύσκολο διότι ήμουν πολλά προφυλακτικός» μας πληροφορεί ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, στη "Διήγηση συμβάντων της Ελληνικής Φυλής".       
    Ήταν τέτοια η πολιτική επιρροή του στην Υψηλή Πύλη, που όταν ο Αλή Φαρμάκης ένας από τους ισχυρότατους τουρκαλβανούς Λαλαίους έχτισε οχυρότατο πύργο στο Μοναστηράκι της Γορτυνίας, θεωρώντας ο Δεληγιάννης ότι θίγονται τα συμφέροντα και τα κυριαρχικά του δικαιώματα στην  περιοχή, τον διέβαλε στην Οθωμανική Διοίκηση με  ψευδείς πληροφορίες περί αποστασίας κλπ,  και κατά την Άνοιξη του 1808 ο Βελή Πασάς έστειλε 8.000 στρατό που πολιόρκησαν τον πύργο του Αλή Φαρμάκη και τους 120 περίπου υπερασπιστές του, και σε δύο μήνες και κάτι ημέρες ακόμα, ύστερα από διαπραγματεύσεις λύθηκε η πολιορκία και κάψανε τον πύργο. Εκεί μάλιστα σε εκείνη την πολιορκία, είχε προστρέξει και ο Κολοκοτρώνης από τη Ζάκυνθο με 17 συντρόφους του  –ανάμεσά τους και ο Νικηταράς– που πολεμήσανε στο πλευρό του Αλή Φαρμάκη. 
           

Κολοκοτρώνης

Ο Κολοκοτρώνης και ο Αλή Φαρμάκης ήσαν αδελφοποιτοί φίλοι, τους ένωνε πατροπαράδοτη
 φιλία που κράταγε από τους παππούδες τους. Έτσι, όταν άρχισε η πολιορκία του πύργου του, ο Αλή Φαρμάκης παρόλο που δεν γνωρίζονταν προσωπικά με τον Κολοκοτρώνη έστειλε και τον κάλεσε από τη Ζάκυνθο. «Αν είσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι», του έγραψε. Και ο Κολοκοτρώνης πήγε.
 Γιατί, τότε, αυτά τα ήθη όπως η φιλία και η μπέσα είχαν μεγάλη αξία, ήσαν άγραφοι νόμοι ανάμεσα στους κλέφτες ιδιαίτερα, που βρίσκονταν σε συνεχή πόλεμο με την Οθωμανική εξουσία. Και οι Κολοκοτρωναίοι και οι Φαρμάκηδες κλέφτες και ληστές ήσαν από γενιά σε γενιά.

Κάπως έτσι όμως, από διαβολή άλλων κοτζαμπάσηδων έχασε και ο Δεληγιάννης το κεφάλι του από την Υψηλή Πύλη, και ιδού το ιστορικό:
Τον Γενάρη του 1815, ο Δεληγιάννης  που είχε και τη μια του ωμοπλάτη άχρηστη σχεδόν από τραυματισμό του σε απόπειρα δολοφονίας, αρρώστησε. Ήταν και περασμένης ηλικίας πλέον, και μεταβίβασε την Εξουσία του σαν Μωραγιάνης στο γιό του Θοδωράκη. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν άλλοι κοτζαμπάσηδες που την είδαν σαν ευκαιρία, και έκαναν ότι είχε κάνει κι εκείνος στον Αλή Φαρμάκη: Τον διέβαλαν –ο Ανδρέας Λόντος ιδιαίτερα-  στην Οθωμανική εξουσία ότι έχτιζε οχυρούς πύργους στα Λαγκάδια σχεδιάζοντας αποστασία κλπ, και στις 12 Φλεβάρη του 1816 με σουλτανικό φιρμάνι καθαιρείται και διατάσσεται ο αποκεφαλισμός του. Οι Τούρκοι τον πετυχαίνουν κατάκοιτο στο αρχοντικό του δίπλα στο παραγώνι και του κόβουν το κεφάλι. Από το παράθυρο πετάνε το ακέφαλο κορμί του στον κήπο, ενώ μπήγουν σε πάσσαλο το κεφάλι και το πηγαίνουν λάφυρο στην Τριπολιτσά στον Σιακήρ Πασά.
             Αξίζει να δούμε πως μας παρουσιάζει η δημοτική μας μούσα το θέμα με τούτο το τραγούδι που το δανείζομαι από τη ΓΟΡΤΥΝΙΑ του Τάκη Κανδηλώρου: 

Πάν οί γερόντοι στόν Πασά, πάνε νά προσκυνήσουν
Πάν τά Δελληγιαννόπουλα κί άτός τού ό Κύρ ... Κανέλλος
Κί από μακρυά τούς χαιρετά κί από κοντά τούς λέει:
-"Καλημερούδια σου Πασά!" "Καλώς τον τόν Κανέλλο. 
Καννέλο πούν' ό γέροντας, ό Γέρω Δεληγιάννης;"
-Κείνος Πασάμ' είν' άρρωστος τώρα πέντ' έξ ημέρες..
-Στείλτε Κανέλλο φέρτε τον ναρθή νά προσκυνήση. 
Κείνος Πασά δέν μάς ακούει, μόν' κάθεται καί λέει:
"Εγώ Πασά δέν προσκυνώ, Βεζύρη δέν φοβάμαι, 
Τί έχω στήν Πόλι δυό Παιδιά καί στά Λαγκάδια πέντε
Έχω καί στήν Τριπολιτσά αυτόν τόν  Θοδωράκη". 
Μά βαρυφάνη του Πασά καί στον Σουλτάνο γράφει
Κι ευθύς φερμάνι έβγαλε καί έστειλε νά τόν κόψη
Στού Λάλα σφάζουν πρόβατα, στου Μπαστηρά κριάρια
Καί στά Λαγκάδια στό χωριό σφάζουν τόν Ντεληγιάννη, 
Όγδόντα χρόνων γέροντα, σαράντα Μωραγιάνη...

           Βλέποντας αυτά για το βίο και την πολιτεία των κοτζαμπάσηδων, θα αναρωτηθεί κανείς για το αν θέλανε την επανάσταση. Αν δηλαδή, εκεί που ζούσαν σαν βασιλιάδες και πασάδες, είχαν κάνα συμφέρον να γίνουν απλοί πολίτες σε ένα κρατικό μόρφωμα που ΘΑ γεννιόταν. Ο λαός άλλωστε όπως δεν ήθελε τους Τούρκους, το ίδιο δεν ήθελε τους προεστούς και τους κοτζαμπασήδες που του ρουφούσαν το αίμα. Εγώ Ραγιάς δέν γίνομαι, Τούρκους δέν προσκυνάω. Δέν προσκυνώ τούς άρχοντες καί τούς κοτζαμπάσηδες, μον καρτερώ τήν Άνοιξη... τραγούδαγε για δαύτους ο λαός.


Ασφαλώς και δεν είχαν καμία διάθεση
 να χάσουν τα μεγαλεία τους, και πολλοί το δείξανε αμέσως με τη συμπεριφορά τους. «Πολλοί κοτζαμπάσηδες στο Μοριά και αλλού αντιδράσανε στα σχέδια των Φιλικών και προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Εθνικό Σηκωμό» λέει ο Κορδάτος. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς, συντάχτηκαν αναγκαστικά με την επανάσταση, γιατί τότε πλέον βρόνταγε το καριοφίλι και άστραφτε το γιαταγάνι. Και πολεμήσανε κατά των Οθωμανών προσπαθώντας σε κάθε ευκαιρία να καπελώνουν την επανάσταση (όπως και το πέτυχαν τελικά), και να αντικαταστήσουν την τούρκικη εξουσία με τη δική τους. Για αυτό  άλλωστε, για την αντιδραστική τους συμπεριφορά, πολλές φορές κατά τη διάρκεια του Ξεσηκωμού, στο Άστρος, στα Βέρβαινα και στη Ζαράκοβα, στις Καλτεζές, στην Τροιζήνα και στο Άργος, «εν στόματι μαχαίρας θα τους πέρναγε ο λαός», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σκαρίμπας.
        Στα Βέρβαινα ο επαναστατημένος λαός τους έκραζε σε πρώτη ευκαιρία «Τουρκοκοτζαμπάσηδες» και γύρευε το κεφάλι τους. Παλαιών Πατρών Γερμανός και Πρόκριτοι, είδαν στην κυριολεξία το χάρο με τα μάτια τους. Αν δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης να συνεφέρει τους εξεγερμένους ποπολάρους, δεν θα πήγαιναν ούτε εκατό μέτρα πιο κάτω από το σπίτι του Πετρόμπεη. Και βέβαια, αν προλάβαινε τότε και τους έσφαζε ο λαός, άλλη θα ήταν η πορεία τής επανάστασης. Στον εμφύλιο (του Ναυπλίου) ο εξαγριωμένος λαός ξεχύθηκε πάνω στον Αναγνώστη Δεληγιάννη που ήταν πολύ μισητό πρόσωπο να τον λιντσάρει. Του ρίξανε άγριο ξύλο, ξεσκίσανε τα ρούχα του, πάρα λίγο να τον ξεκάνουν.

             Και… καταφέρανε οι Έλληνες να απαλλαγούν από τους Τούρκους (ας είναι καλά οι ξένες δυνάμεις και τα συμφέροντά τους που βουλιάξανε το στόλο του Μπραήμη στο Ναβαρίνο), οι Κοτζαμπάσηδες όμως μείνανε και κυβερνήσανε τη χώρα κατά όπως τους βόλευε. «Μόλις φύγανε οι Τούρκοι τους αντικατέστησαν οι Έλληνες προεστοί  οι οποίοι κατέλαβον το μέγιστον μέρος των κτημάτων αυτών, μιμούμενοι τον νωχελή και σχετικώς πολυτελή τρόπον της ζωής τους». (ομ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ). Καπελώσανε την επανάσταση για να είναι εκείνοι που θα διαχειρίζονταν την όποια δοτή από τους ξένους αφέντες εξουσία στριμώχνοντας το λαό στη γωνία. Σας θυμίζει τη σημερινή μας υποτέλεια; 


Και οι αγωνιστές; Οι καπεταναίοι και οι οπλαρχηγοί; Θα περίμενε κανείς ότι θα ήσαν το υλικό με το οποίο θα δημιουργούταν ο στρατός του νεοϊδρυόμενου κράτους. Αμ δεν! Οι Έλληνες που πολεμήσανε και ελευθερώσανε την Ελλάδα δεν ήσαν άξιοι για το στρατό (δεν σας θυμίζει λίγο την τύχη των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης;), και έτσι, ο στρατός του ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε από καλοπληρωμένους Βαυαρούς χαραμοφάηδες και κηφήνες, ενώ οι Έλληνες αγωνιστές ξαναπήραν τα βουνά κάνοντας ληστείες για να επιβιώσουν. Όχι όμως όλοι... Γνωστή είναι η λεγόμενη «Γύρα του Μακρή» στην περιοχή Μεσολογγίου, που μια τεράστια έκταση «όσο πιάνει το μάτι» ήταν ιδιοκτησία του στρατηγού Μακρή με αυτό το όνομα. Ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε με τεράστια περιουσία όταν φύγανε οι Τούρκοι, αλλά ο επίσης γνωστός Νικηταράς που δεν καταδέχτηκε ποτέ να πάρει λάφυρα και πλιάτσικο, πέθανε ζητιανεύοντας.

 
 

 

 

 

 

 



Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Σελίδες από την επική μάχη των οχυρών τον Απρίλη του 1941

 






Όπλισε το Βάλτερ και έμεινε ακίνητος, λουφάζοντας μέσα στους θάμνους, σα ζώο του δάσους, αψηφώντας το τσουχτερό φλεβαριάτικο κρύο.
Πριν ένα χρόνο σχεδόν, κυνηγούσε τους Ιταλούς στο Αλβανικό Μέτωπο, τους κοκορόφτερους Ιταλούς, με τα οχτώ εκατομμύρια λόγχες, όπως περηφανευόταν ο Αρχηγός τους ο Μουσολίνι, που νόμιζαν πως θα έκαναν περίπατο στην Ελλάδα.
                              Την μονάδα του την είχαν προωθήσει στο Αλβανικό μέτωπο στα μέσα Νοέμβρη του ’40, όταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε πεισθεί πως η Ελλάδα δεν επρόκειτο να δεχθεί βουλγαρική επίθεση.
Τι αγώνας κι αυτός! Στις τρεις ημέρες μετά που φτάσανε στο μέτωπο πολεμώντας πέτρα-πέτρα, βράχο-βράχο, με υπεράνθρωπες προσπάθειες μπήκανε στην Κορυτσά! Στις είκοσι δύο του Νοέμβρη. Συνέχισαν το κυνήγι των Ιταλών με την ψυχή στα δόντια, με αντιπάλους, όχι μόνο τους υπεράριθμους Ιταλούς και την Αεροπορία τους, αλλά και τον αγριότερο χειμώνα των τελευταίων είκοσι χρόνων.
                          Μια τρομερή βαρυχειμωνιά που έφραζε τις διαβάσεις με τα χιόνια και δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν τα μαχόμενα τμήματα του ελληνικού στρατού, που στερούνταν μηχανοκίνητων και προσπαθούσαν να μεταφέρουν μέσα από τα χιονισμένα κατσάβραχα και τα άγρια ρουμάνια τα πυρομαχικά με τα μουλάρια.
             Έβλεπες την προσπάθεια που έκανε το ζώο, έβλεπες στα μάτια του την εξάντληση και το λυπόσουνα... που γκρεμοτσακιζότανε φορτωμένο ανήμπορο να αντιδράσει, όσο ανήμπορος ήσουνα και συ να το βοηθήσεις... Και σε απόκρημνα σημεία και διαβάσεις που δεν μπορούσαν να φτάσουν τα μουλάρια, έτρεχαν οι γυναίκες της περιοχής και κουβαλούσαν τα πυρομαχικά ζαλωμένες στην πλάτη.
               Χιλιάδες φαντάρους αχρήστευσε αυτός ο τρομερός χειμώνας με τα κρυοπαγήματα, πολύ περισσότερους από όσους αχρήστευσαν τα ιταλικά πυρά. Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο... Παραμονές Δεκέμβρη στις είκοσι δύο, ένα μήνα μετά την Κορυτσά, ο ελληνικός στρατός πήρε την Χιμάρα. Αρχές Γενάρη, μπροστά στην Κλεισούρα, ο Δήμος τραυματίστηκε. Ακόμα και τώρα δεν έχει καταλάβει γιατί δεν πετάξαμε τους Ιταλούς στην θάλασσα. Ένα μήνα στο νοσοκομείο, και ύστερα αντί να τον στείλουν στο Αλβανικό μέτωπο, τον ξαναστείλανε στη Μακεδονία, στα Οχυρά. Πεζικό Επιφανείας για προστασία των Οχυρών. Άλλη εποποιία εκεί. Φτιαγμένα τα Οχυρά για να αντιμετωπίσουν την Βουλγάρικη απειλή, δεν είχαν καμιά πιθανότητα να αντέξουν μπροστά στην τεράστια ατσάλινη μηχανή του Χίτλερ.


Με την έναρξη βέβαια του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβρη του ’40, η γραμμή Μεταξά έπαυε να έχει οποιαδήποτε αξία, γιατί ήταν αδύνατο να οργανωθεί σοβαρή άμυνα σ’ όλο αυτό το τεράστιο τόξο των ελληνικών συνόρων από το Ιόνιο ως τον Έβρο, εναντίων των τριών Αυτοκρατοριών, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Κι όμως, το θάρρος, η πίστη και η γενναιότητα των Ελλήνων, καθήλωσαν για τρεις ημέρες εκεί στα Οχυρά την πρωτοφανή και ακατάβλητη ως τότε πολεμική μηχανή της Βέρμαχτ, προκαλώντας της τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Πολλά από τα φρούρια άντεξαν και αντιστάθηκαν ως την ημέρα της ανακωχής, παρά την τεράστια πίεση που δεχτήκανε από ξηράς και αέρος, και παρά την ανυπαρξία της αεροπορίας μας. Κάποια άλλα οχυρά πέσανε μέχρι του τελευταίου πολεμιστή. Στο Κέλκαγια, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, βρήκαν τους τελευταίους Έλληνες υπερασπιστές, άλλους αποπνιγμένους και άλλους ως και τον φρούραρχο, λιπόθυμους από έλλειψη οξυγόνου.
               Μέσα στον ορυμαγδό από τις βόμβες των Στούκας που αλώνιζαν ανενόχλητα στον αέρα, τις οβίδες των κανονιών και τα βλήματα των όλμων, το γάζωμα των αυτόματων και των πολυβόλων, το Πεζικό Επιφανείας προστάτευε τα Οχυρά απ’ έξω.
Εκτός από το πεζικό των Γερμανών που έκανε συνεχείς εφόδους, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν με ειδικές αποστολές για να ανατινάξουν τα πολυβολεία και τα Οχυρά με κάθε μέσον.
                          Χρησιμοποιώντας ακόμα και ηλεκτρικά τρυπάνια, άνοιγαν τρύπες στο μπετόν, που τις γέμιζαν με εκρηκτικά και ανατίναζαν τα Οχυρά στον αέρα. Αλλού έριχναν αέρια αποπνιγμού και χειροβομβίδες μέσα από τις πολεμίστρες, αλλού έχτιζαν τις πολεμίστρες και τις οπές αερισμού για να σκάσουν μέσα στα Οχυρά οι υπερασπιστές τους από έλλειψη οξυγόνου, όπως στο Κέλκαγια. Εδώ το πάλεμα, όταν δεν προλάβαινες να πυροβολήσεις, γινόταν με την ξιφολόγχη, με νύχια και με δόντια. Σε μια τέτοια πτώση Αλεξιπτωτιστών, πολεμώντας μέσα από ένα λάκκο που είχε ανοίξει η βόμβα ενός Στούκας, κι όπως τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν σαν σπουργίτια στον αέρα προτού προλάβουν να πέσουν, είχε ρίξει άψυχο δίπλα του ένα Γερμανό Αλεξιπτωτιστή. Από αυτόν είχε πάρει το Βάλτερ που κρατούσε ο Δήμος τώρα στα χέρια του.




Τρεις μέρες τιτανομαχία στα Οχυρά, φωτιά και αίμα, σάρκες κομματιασμένες και ατσάλι, κουρνιαχτός και τρόμος. Ύστερα σύγχυση. Οι στρατηγοί είχαν υπογράψει Συνθηκολόγηση. Άλλοι πολεμούσαν ακόμα και άλλοι είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Ο Δήμος δεν χρειάστηκε τότε να το πολυσκεφτεί. Μπουλούκια-μπουλούκια κατέβαιναν οι φαντάροι προς τα κάτω. Ακόμα ήσαν ελεύθεροι να φύγουν, να πάνε στα σπίτια τους.
         Ο Χίτλερ, λόγω της γενναιότητας, λέει, που επέδειξε ο ελληνικός στρατός στο Μέτωπο, δεν τον θεωρούσε αιχμάλωτο. Ασυναίσθητα ο Δήμος, καθώς λούφαζε μέσα στους θάμνους, κούνησε το κεφάλι του και ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. Μπορεί ο Χίτλερ να αναγνώρισε την ανδρεία και την αυταπάρνηση του Έλληνα στρατιώτη, δεν έγινε όμως το ίδιο από κάποιες γυναίκες των ακριτικών περιοχών, που στην απελπισία και την τρομάρα τους, βλέποντας να εγκαταλείπονται στο έλεος των εισβολέων, κατηγορούσαν τους Έλληνες φαντάρους που έφευγαν για τον τόπο τους για δειλία...
- Δε βαριέσαι, τα ‘χει αυτά ο πόλεμος, σκέφτηκε με πίκρα. Μήπως σε άλλες περιοχές, όπως έφευγαν, δεν είδαν τη συμπόνια στα πρόσωπα των γυναικών, όπως στις Σέρρες, που τους περίμεναν με μια κανάτα νερό στα χέρια, όπως το ‘θελε η παράδοση για το στρατό;
              Εκεί στις Σέρρες, μέσα στην ανακατωσούρα, είχε ακούσει να φωνάζει κάποιος το όνομα του:
- Διαμαντόπουλε !
Ήταν ο λοχαγός του με μια ομάδα αξιωματικών.
- Κύριοι συνάδελφοι, είχε στραφεί ο λοχαγός του στους άλλους αξιωματικούς, ‘από δω ο Διαμαντόπουλος, ο καλύτερος σκοπευτής μου.
Γύρισε και έβαλε το ένα του χέρι προστατευτικά πάνω στην πλάτη του Δήμου καθώς συνέχισε:
- ‘Εφύτεψε πολλούς Γερμανούς στο Οχυρό να το φυλάνε με τα κόκαλα τους...’
Ο λοχαγός του... Παλικάρι με τα όλα του. Ολόκληρο λόχο Γερμανών είχαν στριμώξει σε ένα φαράγγι δίπλα στο Οχυρό και τους είχαν αιχμαλωτίσει, εκατόν είκοσι από δαύτους, μα σαν τους μαντρώσανε, ο λοχαγός του άκουσε έκπληκτος τον αξιωματικό τους να του λέει με συγκαταβατικό χαμόγελο:
    - ‘Εντάξει, είμαστε αιχμάλωτοι σας, αλλά και σεις είστε αιχμάλωτοι του Γερμανικού στρατού. Του είχε δείξει ένα ισχυρότατο για την εποχή και τα ελληνικά δεδομένα ραδιόφωνο που κρατούσε στο χέρι του, από όπου επαναλαμβανόταν η είδηση: ‘Οι Γερμανοί μπαίνουνε στη Θεσσαλονίκη... οι στρατηγοί της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας είχαν δώσει διαταγή για κατάπαυση πυρός.... ‘
- Διαμαντόπουλε, εμείς αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τον πόλεμο και τραβάμε για το μέτωπο της Αλβανίας. Είσαι; τον είχε ρωτήσει ο λοχαγός του.
Ήταν. Στο κάτω - κάτω, πιο κοντά θα ήταν από κει προς την ιδιαίτερη πατρίδα του την Πελοπόννησο. 
        Από τις όχθες του Στρυμόνα είχαν βγει στην Χαλκιδική, και από κει, δρόμο για την Ήπειρο. Στην Άρτα όμως, μια βόμβα που χτύπησε το καμιόνι που τους μετέφερε, σκότωσε τους περισσότερους, μαζί και τον λοχαγό του. Χαμός.
Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος είχε ήδη δώσει διαταγή κατάπαυσης του πυρός σε όλο το Μέτωπο, και ο Δήμος είχε πάρει το δρόμο προς την Πάτρα. Χιλιάδες φαντάροι έφευγαν προς τα κάτω, από χωράφια και φαράγγια, με τη σύγχυση στο μυαλό τους για το αν θα πρέπει να κρύβονται ή όχι. Σε είκοσι μέρες ο Δήμος ήταν στο χωριό του με μοναδικά κειμήλια από τον πόλεμο το τραύμα του, τη χλαίνη και το Βάλτερ που κρατούσε αυτή τη στιγμή στο χέρι του περιμένοντας τους Ιταλούς. Το Βάλτερ, που το είχε κρατήσει πάνω του ώσπου να φτάσει στο χωριό του, αψηφώντας τους κινδύνους.
                        Διακόσια μέτρα μακριά καθώς έστριβε ο δρόμος, φάνηκαν οι Ιταλοί στρατιώτες με το μουλάρι. Έρχονταν με το πάσο τους, συζητώντας μεγαλόφωνα.
Περίμενε σαν τον κυνηγό στο φύλαγμα. Καθώς πλησίαζαν άφησε δίπλα του το πιστόλι και έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους, για να ζεσταθούν τα δάχτυλά του. Εκατό μέτρα... Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στο Βάλτερ και κοκάλωσε ακίνητος. Πενήντα μέτρα... διέκρινε καθαρά τα χαρακτηριστικά τους.
Τριάντα μέτρα... είκοσι.... τώρα!

 

Σελίδες από βιβλίο μου.