Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Οι Κοτζαμπάσηδες του Μωρηά

 




Κοτζαμπάσηδες, οι προύχοντες του τόπου, προεστοί ή προεστώτες, δημογέροντες ή πρωτόγεροι που εκπροσωπούσαν το ελληνικό, το χριστιανικό στοιχείο, τους ραγιάδες στην Οθωμανική εξουσία, ασκώντας διοικητικά καθήκοντα σε θέματα οικονομίας, είσπραξης φόρων, επίλυσης διαφορών, τήρησης τάξης κλπ.
          Θεωρητικά οι προεστοί προέκυπταν από εκλογές που γίνονταν κάθε χρόνο, σιγά σιγά όμως από τις αρχές του 17ου αιώνα και δώθε που αρχίζει η φθορά και παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παραχωρεί δικαιώματα στους τοπικούς άρχοντες του χριστιανικού στοιχείου, καπελώθηκαν, και τη θέση τους πήραν οι κοτζαμπάσηδες που ήσαν οι αφέντες ελέω θεού και ανθρώπων χιλιάδων χριστιανών στην περιοχή τους. Προήλθαν από τις μεγάλες οικογένειες του Μωρηά όπως, των Δεληγιανναίων, των Λονταίων, των Νοταραίων των Ζαϊμηδων κ.α. που διατήρησαν και επαύξησαν τις κτηματικές τους περιουσίες, και σταδιακά τα συμφέροντά τους ταυτίστηκαν με εκείνα των Οθωμανών τσιφλικάδων και όλοι μαζί επιδίδονταν στην εκμετάλλευση και στυγνή καταπίεση των φτωχών ραγιάδων.
        Ήσαν, ουσιαστικά, οι μόνοι από το χριστιανικό στοιχείο που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αγράμματοι συνήθως αλλά με μεγάλη οικονομική και πολιτική επιρροή, που στις ιδιοκτησίες τους περιλαμβάνονταν ολόκληρες περιοχές με πολλά χωριά, ακόμα και μοναστήρια. Τουρκοκοτζαμπάσηδες Τουρκοχριστιανούς και Τουρκογέροντες τους αποκαλούσαν οι χριστιανοί ραγιάδες, χριστιανούς πασάδες, που τους ληστεύανε και τους τυραννούσανε,  και συμπεριφέρονταν έτσι που πολλές φορές οι Τούρκοι φάνταζαν άγιοι μπροστά τους. Διαπλεκόμενοι καθώς ήσαν με τον διοικητικό μηχανισμό των Τούρκων, προαγόραζαν τους φόρους της περιοχής τους που είχαν αποφασιστεί να καταβληθούν στην Οθωμανική διοίκηση, και τους εισπράττανε από τους ραγιάδες στο πολλαπλάσιο. Αρπάζανε τεράστιες εκτάσεις και δημευμένες περιουσίες δεινοπαθούντων σε στημένες δημοπρασίες, δάνειζαν με τόκο χρήματα σε φτωχούς  καλλιεργητές των τσιφλικιών τους αλλά και σε χωριά ολόκληρα, τους ενοικίαζαν χτήματα που τα καλλιεργούσαν και πληρώνονταν σε είδος, γδέρνοντας στην κυριολεξία τους ανυπεράσπιστους ραγιάδες που ζούσαν σε τραγική εξαθλίωση.
         Για την ασφάλειά τους αλλά και τον έλεγχο των ραγιάδων είχαν δικαίωμα και διόριζαν ενόπλους από τους κλέφτες και κάπους (οπλαρχηγούς, καπεταναίους) που φυλάγανε τις περιουσίες τους και προστάτευαν τα συμφέροντά τους. Πιστολάδες δηλαδή εκείνης της εποχής, ανθρωποφύλακες, σεκιουριτάδες κλπ. Στη Γορτυνία κάπος και καπόμπασης ήταν ο Κόλιας Πλαπούτας που κατοικούσε στο Παλούμπα της Ηραίας, και εξουσίαζε την περιοχή. Κάποτε μάλιστα που φάνηκε να έχει ησυχάσει η περιοχή από τις ζωοκλοπές η Εξουσία έπαυσε τον Κόλια από Κάπο. Αλλά σε λίγο παρατηρείται κύμα ζωοκλοπών και αρπαγών (τη ευγενή φροντίδι του Κόλια και των παλικαριών του), και πολύ γρήγορα ο Κόλιας διορίζεται Καπόμπασης ξανά για να … εξαλείψει τις ζωοκλοπές κλπ.

Το σπίτι των Πλαποταίων στου Παλούμπα

Τέτοια ήταν η απληστία τους,  βλ. (μικροΜέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ Νίκος Δ Πλατής). που: «Προεστοί (από την Πελοπόννησο)  προμήθευαν συστηματικά τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ με πολεμοφόδια και τρόφιμα, τινές εξ αυτών είχαν συστήσει μάλιστα και ειδική εταιρεία στη Σύρα που κρατούσε και λογιστικά βιβλία».
Εξουσιάζανε την περιοχή τους κατά το δοκούν και δεν γινότανε τίποτα χωρίς την έγκρισή τους.  Και Αγιάνηδες   αποκαλούσαν τους προεστούς, ενώ ο πρόεδρος των Αγιάνηδων ολόκληρου του Μωρηά ήταν ο Μωραγιάνης.

     
        Ο ελληνικός λαός ζούσε διπλή δουλεία, από τη μια μεριά την τούρκικη σκλαβιά, και από την άλλη τη στυγνή τυραννία των ντόπιων αφεντάδων που του πίνανε το αίμα. Πανούκλικη (από την πανούκλα) κατάρα του καιρού χαρακτηρίζει ο Σκαρίμπας τους κοτζαμπάσηδες και τους «γερόντους», ενώ ο Κ. Μένδελσων Βαρθόλδη μας πληροφορεί: «Τόσον δε και από τους Τούρκους τυραννικότεροι ήσαν γενικά οι Κοτζαμπάσηδες, που πολλές φορές πληθυσμοί και περιφέρειες και νησιά ζήταγαν προστασία … απ΄ το Σουλτάνο». Αλλά και ο Καποδίστριας, Τούρκους φέροντας όνομα χριστιανικόν τους χαρακτήριζε. 
         Πρόκριτοι, προεστοί, κοτζαμπάσηδες μαζί με το παπαδαριό, Δεσποτάδες Μητροπολίτες και Επισκόποι, αγωνιστήκανε και ιδρώσανε για την καταστροφή της Κλεφτουριάς το 1806. Δες τε πως μας μεταφέρει η δημοτική μας μούσα το κλίμα της εποχής:

Οι γέροντες κι' οι προεστοί κ' οι προύχοντες τού τόπου
πιάνουν καί γράφουν μιά γραφή στόν Βασιληά στην Πόλι: 
"Άκουσε Αφέντη Βασιληά καί πολυχρονεμένε
Οί κλέφτες  πούνε στό Μωρηά γινήκαν Βασιλειάδες' 
Ό Θοδωράκης βασιληάς καί ό Γιάννης είν' Βαζύρης
Κί ό Γιώργος από τόν Αητό είναι κατής καί κρένει."
Ό Βασιληάς σάν τ'ακουσε πολύ τού κακοφάνη. 
Κ' εύθύς φερμάνι έβγαλε καί στό Μωρηά τό στέλνει
Τούς κλέφτες νά σκοτώσουνε τούς Κολοκοτρωναίους.

Και κάπως έτσι  τον χειμώνα 1805 – 1806 ξεσηκώσανε και τις πέτρες κατά της μοραΐτικης  κλεφτουριάς και μέσα σε λίγους μήνες εξοντώσανε τους κλέφτες, και ο Κολοκοτρώνης κατάφερε τον Μάη του 1806 να φύγει στη Ζάκυνθο μόνο με 7 δικούς του.
Ο Δεληγιάννης –Ιωάννης Παπαγιαννόπουλος, με το παρατσούκλι που του έμεινε Ντεληγιάννης- ήταν ένας από τους ισχυρότερους κοτζαμπασήδες του Μωρηά με μεγάλη επιρροή και διασυνδέσεις στην Υψηλή Πύλη, και ήταν ο πρώτος προεστός του Μωρηά που έγινε Μωραγιάνης μετά τον αποκεφαλισμό του ισχυρότατου πρόκριτου του Μωρηά Ανδρουτσάκη Ζαΐμη το 1787.
       Είχε κάνει τεράστια περιουσία από τη στυγνή φορολογία που εισέπραττε από τους υποτελείς του, από χτήματα και τσιφλίκια ολόκληρα που αγόραζε σε στημένες δημοπρασίες που μόνο αυτός είχε  πρόσβαση, αλλά και από άλλες ακόμα δραστηριότητες, καταφέρνοντας να έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλες εκτάσεις στην Ηλεία, στην Ολυμπία και στη Γορτυνία. ¨Σύμφωνα με τον Τ. Κανδηλώρο στη ΓΟΡΤΥΝΙΑ του, το αξίωμα του Μωραγιάνη, του προέδρου δλδ των προεστών του Μωρηά, του υπέρτατου άρχοντα, ήταν ισότιμο με το αξίωμα υπουργού εν ενεργεία.
         Βασιλική ζωή «εν μεγίστη μεγαλοπρεπεία αυτόχρημα βασιλικώς» ζούσε ο Δεληγιάννης στο Μωρηά και «ως μικρός Βασιλίσκος» μετακινιόταν ανάμεσα στους ραγιάδες υποτελείς του συνοδευόμενος από ενόπλους κάπους και οπλοφόρους που είχε υπό τις διαταγές του ως Μωραγιάνης, και βεβαίως τους επέλεγε και τους στρατολογούσε. Κάπος του και καπόμπασης χρημάτισε και ο Κολοκοτρώνης τον οποίο σε κάποια φάση προσπάθησε ανεπιτυχώς να ξεπαστρέψει. «Ο Δεληγιάννης ορκώνει δυο προεστούς να με σκοτώσουν. Ήταν δύσκολο διότι ήμουν πολλά προφυλακτικός» μας πληροφορεί ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, στη "Διήγηση συμβάντων της Ελληνικής Φυλής".       
    Ήταν τέτοια η πολιτική επιρροή του στην Υψηλή Πύλη, που όταν ο Αλή Φαρμάκης ένας από τους ισχυρότατους τουρκαλβανούς Λαλαίους έχτισε οχυρότατο πύργο στο Μοναστηράκι της Γορτυνίας, θεωρώντας ο Δεληγιάννης ότι θίγονται τα συμφέροντα και τα κυριαρχικά του δικαιώματα στην  περιοχή, τον διέβαλε στην Οθωμανική Διοίκηση με  ψευδείς πληροφορίες περί αποστασίας κλπ,  και κατά την Άνοιξη του 1808 ο Βελή Πασάς έστειλε 8.000 στρατό που πολιόρκησαν τον πύργο του Αλή Φαρμάκη και τους 120 περίπου υπερασπιστές του, και σε δύο μήνες και κάτι ημέρες ακόμα, ύστερα από διαπραγματεύσεις λύθηκε η πολιορκία και κάψανε τον πύργο. Εκεί μάλιστα σε εκείνη την πολιορκία, είχε προστρέξει και ο Κολοκοτρώνης από τη Ζάκυνθο με 17 συντρόφους του  –ανάμεσά τους και ο Νικηταράς– που πολεμήσανε στο πλευρό του Αλή Φαρμάκη. 
           

Κολοκοτρώνης

Ο Κολοκοτρώνης και ο Αλή Φαρμάκης ήσαν αδελφοποιτοί φίλοι, τους ένωνε πατροπαράδοτη
 φιλία που κράταγε από τους παππούδες τους. Έτσι, όταν άρχισε η πολιορκία του πύργου του, ο Αλή Φαρμάκης παρόλο που δεν γνωρίζονταν προσωπικά με τον Κολοκοτρώνη έστειλε και τον κάλεσε από τη Ζάκυνθο. «Αν είσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι», του έγραψε. Και ο Κολοκοτρώνης πήγε.
 Γιατί, τότε, αυτά τα ήθη όπως η φιλία και η μπέσα είχαν μεγάλη αξία, ήσαν άγραφοι νόμοι ανάμεσα στους κλέφτες ιδιαίτερα, που βρίσκονταν σε συνεχή πόλεμο με την Οθωμανική εξουσία. Και οι Κολοκοτρωναίοι και οι Φαρμάκηδες κλέφτες και ληστές ήσαν από γενιά σε γενιά.

Κάπως έτσι όμως, από διαβολή άλλων κοτζαμπάσηδων έχασε και ο Δεληγιάννης το κεφάλι του από την Υψηλή Πύλη, και ιδού το ιστορικό:
Τον Γενάρη του 1815, ο Δεληγιάννης  που είχε και τη μια του ωμοπλάτη άχρηστη σχεδόν από τραυματισμό του σε απόπειρα δολοφονίας, αρρώστησε. Ήταν και περασμένης ηλικίας πλέον, και μεταβίβασε την Εξουσία του σαν Μωραγιάνης στο γιό του Θοδωράκη. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν άλλοι κοτζαμπάσηδες που την είδαν σαν ευκαιρία, και έκαναν ότι είχε κάνει κι εκείνος στον Αλή Φαρμάκη: Τον διέβαλαν –ο Ανδρέας Λόντος ιδιαίτερα-  στην Οθωμανική εξουσία ότι έχτιζε οχυρούς πύργους στα Λαγκάδια σχεδιάζοντας αποστασία κλπ, και στις 12 Φλεβάρη του 1816 με σουλτανικό φιρμάνι καθαιρείται και διατάσσεται ο αποκεφαλισμός του. Οι Τούρκοι τον πετυχαίνουν κατάκοιτο στο αρχοντικό του δίπλα στο παραγώνι και του κόβουν το κεφάλι. Από το παράθυρο πετάνε το ακέφαλο κορμί του στον κήπο, ενώ μπήγουν σε πάσσαλο το κεφάλι και το πηγαίνουν λάφυρο στην Τριπολιτσά στον Σιακήρ Πασά.
             Αξίζει να δούμε πως μας παρουσιάζει η δημοτική μας μούσα το θέμα με τούτο το τραγούδι που το δανείζομαι από τη ΓΟΡΤΥΝΙΑ του Τάκη Κανδηλώρου: 

Πάν οί γερόντοι στόν Πασά, πάνε νά προσκυνήσουν
Πάν τά Δελληγιαννόπουλα κί άτός τού ό Κύρ ... Κανέλλος
Κί από μακρυά τούς χαιρετά κί από κοντά τούς λέει:
-"Καλημερούδια σου Πασά!" "Καλώς τον τόν Κανέλλο. 
Καννέλο πούν' ό γέροντας, ό Γέρω Δεληγιάννης;"
-Κείνος Πασάμ' είν' άρρωστος τώρα πέντ' έξ ημέρες..
-Στείλτε Κανέλλο φέρτε τον ναρθή νά προσκυνήση. 
Κείνος Πασά δέν μάς ακούει, μόν' κάθεται καί λέει:
"Εγώ Πασά δέν προσκυνώ, Βεζύρη δέν φοβάμαι, 
Τί έχω στήν Πόλι δυό Παιδιά καί στά Λαγκάδια πέντε
Έχω καί στήν Τριπολιτσά αυτόν τόν  Θοδωράκη". 
Μά βαρυφάνη του Πασά καί στον Σουλτάνο γράφει
Κι ευθύς φερμάνι έβγαλε καί έστειλε νά τόν κόψη
Στού Λάλα σφάζουν πρόβατα, στου Μπαστηρά κριάρια
Καί στά Λαγκάδια στό χωριό σφάζουν τόν Ντεληγιάννη, 
Όγδόντα χρόνων γέροντα, σαράντα Μωραγιάνη...

           Βλέποντας αυτά για το βίο και την πολιτεία των κοτζαμπάσηδων, θα αναρωτηθεί κανείς για το αν θέλανε την επανάσταση. Αν δηλαδή, εκεί που ζούσαν σαν βασιλιάδες και πασάδες, είχαν κάνα συμφέρον να γίνουν απλοί πολίτες σε ένα κρατικό μόρφωμα που ΘΑ γεννιόταν. Ο λαός άλλωστε όπως δεν ήθελε τους Τούρκους, το ίδιο δεν ήθελε τους προεστούς και τους κοτζαμπασήδες που του ρουφούσαν το αίμα. Εγώ Ραγιάς δέν γίνομαι, Τούρκους δέν προσκυνάω. Δέν προσκυνώ τούς άρχοντες καί τούς κοτζαμπάσηδες, μον καρτερώ τήν Άνοιξη... τραγούδαγε για δαύτους ο λαός.


Ασφαλώς και δεν είχαν καμία διάθεση
 να χάσουν τα μεγαλεία τους, και πολλοί το δείξανε αμέσως με τη συμπεριφορά τους. «Πολλοί κοτζαμπάσηδες στο Μοριά και αλλού αντιδράσανε στα σχέδια των Φιλικών και προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Εθνικό Σηκωμό» λέει ο Κορδάτος. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς, συντάχτηκαν αναγκαστικά με την επανάσταση, γιατί τότε πλέον βρόνταγε το καριοφίλι και άστραφτε το γιαταγάνι. Και πολεμήσανε κατά των Οθωμανών προσπαθώντας σε κάθε ευκαιρία να καπελώνουν την επανάσταση (όπως και το πέτυχαν τελικά), και να αντικαταστήσουν την τούρκικη εξουσία με τη δική τους. Για αυτό  άλλωστε, για την αντιδραστική τους συμπεριφορά, πολλές φορές κατά τη διάρκεια του Ξεσηκωμού, στο Άστρος, στα Βέρβαινα και στη Ζαράκοβα, στις Καλτεζές, στην Τροιζήνα και στο Άργος, «εν στόματι μαχαίρας θα τους πέρναγε ο λαός», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σκαρίμπας.
        Στα Βέρβαινα ο επαναστατημένος λαός τους έκραζε σε πρώτη ευκαιρία «Τουρκοκοτζαμπάσηδες» και γύρευε το κεφάλι τους. Παλαιών Πατρών Γερμανός και Πρόκριτοι, είδαν στην κυριολεξία το χάρο με τα μάτια τους. Αν δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης να συνεφέρει τους εξεγερμένους ποπολάρους, δεν θα πήγαιναν ούτε εκατό μέτρα πιο κάτω από το σπίτι του Πετρόμπεη. Και βέβαια, αν προλάβαινε τότε και τους έσφαζε ο λαός, άλλη θα ήταν η πορεία τής επανάστασης. Στον εμφύλιο (του Ναυπλίου) ο εξαγριωμένος λαός ξεχύθηκε πάνω στον Αναγνώστη Δεληγιάννη που ήταν πολύ μισητό πρόσωπο να τον λιντσάρει. Του ρίξανε άγριο ξύλο, ξεσκίσανε τα ρούχα του, πάρα λίγο να τον ξεκάνουν.

             Και… καταφέρανε οι Έλληνες να απαλλαγούν από τους Τούρκους (ας είναι καλά οι ξένες δυνάμεις και τα συμφέροντά τους που βουλιάξανε το στόλο του Μπραήμη στο Ναβαρίνο), οι Κοτζαμπάσηδες όμως μείνανε και κυβερνήσανε τη χώρα κατά όπως τους βόλευε. «Μόλις φύγανε οι Τούρκοι τους αντικατέστησαν οι Έλληνες προεστοί  οι οποίοι κατέλαβον το μέγιστον μέρος των κτημάτων αυτών, μιμούμενοι τον νωχελή και σχετικώς πολυτελή τρόπον της ζωής τους». (ομ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ). Καπελώσανε την επανάσταση για να είναι εκείνοι που θα διαχειρίζονταν την όποια δοτή από τους ξένους αφέντες εξουσία στριμώχνοντας το λαό στη γωνία. Σας θυμίζει τη σημερινή μας υποτέλεια; 


Και οι αγωνιστές; Οι καπεταναίοι και οι οπλαρχηγοί; Θα περίμενε κανείς ότι θα ήσαν το υλικό με το οποίο θα δημιουργούταν ο στρατός του νεοϊδρυόμενου κράτους. Αμ δεν! Οι Έλληνες που πολεμήσανε και ελευθερώσανε την Ελλάδα δεν ήσαν άξιοι για το στρατό (δεν σας θυμίζει λίγο την τύχη των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης;), και έτσι, ο στρατός του ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε από καλοπληρωμένους Βαυαρούς χαραμοφάηδες και κηφήνες, ενώ οι Έλληνες αγωνιστές ξαναπήραν τα βουνά κάνοντας ληστείες για να επιβιώσουν. Όχι όμως όλοι... Γνωστή είναι η λεγόμενη «Γύρα του Μακρή» στην περιοχή Μεσολογγίου, που μια τεράστια έκταση «όσο πιάνει το μάτι» ήταν ιδιοκτησία του στρατηγού Μακρή με αυτό το όνομα. Ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε με τεράστια περιουσία όταν φύγανε οι Τούρκοι, αλλά ο επίσης γνωστός Νικηταράς που δεν καταδέχτηκε ποτέ να πάρει λάφυρα και πλιάτσικο, πέθανε ζητιανεύοντας.

 
 

 

 

 

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου