Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Σελίδες από την επική μάχη των οχυρών τον Απρίλη του 1941

 






Όπλισε το Βάλτερ και έμεινε ακίνητος, λουφάζοντας μέσα στους θάμνους, σα ζώο του δάσους, αψηφώντας το τσουχτερό φλεβαριάτικο κρύο.
Πριν ένα χρόνο σχεδόν, κυνηγούσε τους Ιταλούς στο Αλβανικό Μέτωπο, τους κοκορόφτερους Ιταλούς, με τα οχτώ εκατομμύρια λόγχες, όπως περηφανευόταν ο Αρχηγός τους ο Μουσολίνι, που νόμιζαν πως θα έκαναν περίπατο στην Ελλάδα.
                              Την μονάδα του την είχαν προωθήσει στο Αλβανικό μέτωπο στα μέσα Νοέμβρη του ’40, όταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε πεισθεί πως η Ελλάδα δεν επρόκειτο να δεχθεί βουλγαρική επίθεση.
Τι αγώνας κι αυτός! Στις τρεις ημέρες μετά που φτάσανε στο μέτωπο πολεμώντας πέτρα-πέτρα, βράχο-βράχο, με υπεράνθρωπες προσπάθειες μπήκανε στην Κορυτσά! Στις είκοσι δύο του Νοέμβρη. Συνέχισαν το κυνήγι των Ιταλών με την ψυχή στα δόντια, με αντιπάλους, όχι μόνο τους υπεράριθμους Ιταλούς και την Αεροπορία τους, αλλά και τον αγριότερο χειμώνα των τελευταίων είκοσι χρόνων.
                          Μια τρομερή βαρυχειμωνιά που έφραζε τις διαβάσεις με τα χιόνια και δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν τα μαχόμενα τμήματα του ελληνικού στρατού, που στερούνταν μηχανοκίνητων και προσπαθούσαν να μεταφέρουν μέσα από τα χιονισμένα κατσάβραχα και τα άγρια ρουμάνια τα πυρομαχικά με τα μουλάρια.
             Έβλεπες την προσπάθεια που έκανε το ζώο, έβλεπες στα μάτια του την εξάντληση και το λυπόσουνα... που γκρεμοτσακιζότανε φορτωμένο ανήμπορο να αντιδράσει, όσο ανήμπορος ήσουνα και συ να το βοηθήσεις... Και σε απόκρημνα σημεία και διαβάσεις που δεν μπορούσαν να φτάσουν τα μουλάρια, έτρεχαν οι γυναίκες της περιοχής και κουβαλούσαν τα πυρομαχικά ζαλωμένες στην πλάτη.
               Χιλιάδες φαντάρους αχρήστευσε αυτός ο τρομερός χειμώνας με τα κρυοπαγήματα, πολύ περισσότερους από όσους αχρήστευσαν τα ιταλικά πυρά. Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο... Παραμονές Δεκέμβρη στις είκοσι δύο, ένα μήνα μετά την Κορυτσά, ο ελληνικός στρατός πήρε την Χιμάρα. Αρχές Γενάρη, μπροστά στην Κλεισούρα, ο Δήμος τραυματίστηκε. Ακόμα και τώρα δεν έχει καταλάβει γιατί δεν πετάξαμε τους Ιταλούς στην θάλασσα. Ένα μήνα στο νοσοκομείο, και ύστερα αντί να τον στείλουν στο Αλβανικό μέτωπο, τον ξαναστείλανε στη Μακεδονία, στα Οχυρά. Πεζικό Επιφανείας για προστασία των Οχυρών. Άλλη εποποιία εκεί. Φτιαγμένα τα Οχυρά για να αντιμετωπίσουν την Βουλγάρικη απειλή, δεν είχαν καμιά πιθανότητα να αντέξουν μπροστά στην τεράστια ατσάλινη μηχανή του Χίτλερ.


Με την έναρξη βέβαια του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβρη του ’40, η γραμμή Μεταξά έπαυε να έχει οποιαδήποτε αξία, γιατί ήταν αδύνατο να οργανωθεί σοβαρή άμυνα σ’ όλο αυτό το τεράστιο τόξο των ελληνικών συνόρων από το Ιόνιο ως τον Έβρο, εναντίων των τριών Αυτοκρατοριών, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Κι όμως, το θάρρος, η πίστη και η γενναιότητα των Ελλήνων, καθήλωσαν για τρεις ημέρες εκεί στα Οχυρά την πρωτοφανή και ακατάβλητη ως τότε πολεμική μηχανή της Βέρμαχτ, προκαλώντας της τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Πολλά από τα φρούρια άντεξαν και αντιστάθηκαν ως την ημέρα της ανακωχής, παρά την τεράστια πίεση που δεχτήκανε από ξηράς και αέρος, και παρά την ανυπαρξία της αεροπορίας μας. Κάποια άλλα οχυρά πέσανε μέχρι του τελευταίου πολεμιστή. Στο Κέλκαγια, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, βρήκαν τους τελευταίους Έλληνες υπερασπιστές, άλλους αποπνιγμένους και άλλους ως και τον φρούραρχο, λιπόθυμους από έλλειψη οξυγόνου.
               Μέσα στον ορυμαγδό από τις βόμβες των Στούκας που αλώνιζαν ανενόχλητα στον αέρα, τις οβίδες των κανονιών και τα βλήματα των όλμων, το γάζωμα των αυτόματων και των πολυβόλων, το Πεζικό Επιφανείας προστάτευε τα Οχυρά απ’ έξω.
Εκτός από το πεζικό των Γερμανών που έκανε συνεχείς εφόδους, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν με ειδικές αποστολές για να ανατινάξουν τα πολυβολεία και τα Οχυρά με κάθε μέσον.
                          Χρησιμοποιώντας ακόμα και ηλεκτρικά τρυπάνια, άνοιγαν τρύπες στο μπετόν, που τις γέμιζαν με εκρηκτικά και ανατίναζαν τα Οχυρά στον αέρα. Αλλού έριχναν αέρια αποπνιγμού και χειροβομβίδες μέσα από τις πολεμίστρες, αλλού έχτιζαν τις πολεμίστρες και τις οπές αερισμού για να σκάσουν μέσα στα Οχυρά οι υπερασπιστές τους από έλλειψη οξυγόνου, όπως στο Κέλκαγια. Εδώ το πάλεμα, όταν δεν προλάβαινες να πυροβολήσεις, γινόταν με την ξιφολόγχη, με νύχια και με δόντια. Σε μια τέτοια πτώση Αλεξιπτωτιστών, πολεμώντας μέσα από ένα λάκκο που είχε ανοίξει η βόμβα ενός Στούκας, κι όπως τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν σαν σπουργίτια στον αέρα προτού προλάβουν να πέσουν, είχε ρίξει άψυχο δίπλα του ένα Γερμανό Αλεξιπτωτιστή. Από αυτόν είχε πάρει το Βάλτερ που κρατούσε ο Δήμος τώρα στα χέρια του.




Τρεις μέρες τιτανομαχία στα Οχυρά, φωτιά και αίμα, σάρκες κομματιασμένες και ατσάλι, κουρνιαχτός και τρόμος. Ύστερα σύγχυση. Οι στρατηγοί είχαν υπογράψει Συνθηκολόγηση. Άλλοι πολεμούσαν ακόμα και άλλοι είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Ο Δήμος δεν χρειάστηκε τότε να το πολυσκεφτεί. Μπουλούκια-μπουλούκια κατέβαιναν οι φαντάροι προς τα κάτω. Ακόμα ήσαν ελεύθεροι να φύγουν, να πάνε στα σπίτια τους.
         Ο Χίτλερ, λόγω της γενναιότητας, λέει, που επέδειξε ο ελληνικός στρατός στο Μέτωπο, δεν τον θεωρούσε αιχμάλωτο. Ασυναίσθητα ο Δήμος, καθώς λούφαζε μέσα στους θάμνους, κούνησε το κεφάλι του και ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. Μπορεί ο Χίτλερ να αναγνώρισε την ανδρεία και την αυταπάρνηση του Έλληνα στρατιώτη, δεν έγινε όμως το ίδιο από κάποιες γυναίκες των ακριτικών περιοχών, που στην απελπισία και την τρομάρα τους, βλέποντας να εγκαταλείπονται στο έλεος των εισβολέων, κατηγορούσαν τους Έλληνες φαντάρους που έφευγαν για τον τόπο τους για δειλία...
- Δε βαριέσαι, τα ‘χει αυτά ο πόλεμος, σκέφτηκε με πίκρα. Μήπως σε άλλες περιοχές, όπως έφευγαν, δεν είδαν τη συμπόνια στα πρόσωπα των γυναικών, όπως στις Σέρρες, που τους περίμεναν με μια κανάτα νερό στα χέρια, όπως το ‘θελε η παράδοση για το στρατό;
              Εκεί στις Σέρρες, μέσα στην ανακατωσούρα, είχε ακούσει να φωνάζει κάποιος το όνομα του:
- Διαμαντόπουλε !
Ήταν ο λοχαγός του με μια ομάδα αξιωματικών.
- Κύριοι συνάδελφοι, είχε στραφεί ο λοχαγός του στους άλλους αξιωματικούς, ‘από δω ο Διαμαντόπουλος, ο καλύτερος σκοπευτής μου.
Γύρισε και έβαλε το ένα του χέρι προστατευτικά πάνω στην πλάτη του Δήμου καθώς συνέχισε:
- ‘Εφύτεψε πολλούς Γερμανούς στο Οχυρό να το φυλάνε με τα κόκαλα τους...’
Ο λοχαγός του... Παλικάρι με τα όλα του. Ολόκληρο λόχο Γερμανών είχαν στριμώξει σε ένα φαράγγι δίπλα στο Οχυρό και τους είχαν αιχμαλωτίσει, εκατόν είκοσι από δαύτους, μα σαν τους μαντρώσανε, ο λοχαγός του άκουσε έκπληκτος τον αξιωματικό τους να του λέει με συγκαταβατικό χαμόγελο:
    - ‘Εντάξει, είμαστε αιχμάλωτοι σας, αλλά και σεις είστε αιχμάλωτοι του Γερμανικού στρατού. Του είχε δείξει ένα ισχυρότατο για την εποχή και τα ελληνικά δεδομένα ραδιόφωνο που κρατούσε στο χέρι του, από όπου επαναλαμβανόταν η είδηση: ‘Οι Γερμανοί μπαίνουνε στη Θεσσαλονίκη... οι στρατηγοί της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας είχαν δώσει διαταγή για κατάπαυση πυρός.... ‘
- Διαμαντόπουλε, εμείς αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τον πόλεμο και τραβάμε για το μέτωπο της Αλβανίας. Είσαι; τον είχε ρωτήσει ο λοχαγός του.
Ήταν. Στο κάτω - κάτω, πιο κοντά θα ήταν από κει προς την ιδιαίτερη πατρίδα του την Πελοπόννησο. 
        Από τις όχθες του Στρυμόνα είχαν βγει στην Χαλκιδική, και από κει, δρόμο για την Ήπειρο. Στην Άρτα όμως, μια βόμβα που χτύπησε το καμιόνι που τους μετέφερε, σκότωσε τους περισσότερους, μαζί και τον λοχαγό του. Χαμός.
Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος είχε ήδη δώσει διαταγή κατάπαυσης του πυρός σε όλο το Μέτωπο, και ο Δήμος είχε πάρει το δρόμο προς την Πάτρα. Χιλιάδες φαντάροι έφευγαν προς τα κάτω, από χωράφια και φαράγγια, με τη σύγχυση στο μυαλό τους για το αν θα πρέπει να κρύβονται ή όχι. Σε είκοσι μέρες ο Δήμος ήταν στο χωριό του με μοναδικά κειμήλια από τον πόλεμο το τραύμα του, τη χλαίνη και το Βάλτερ που κρατούσε αυτή τη στιγμή στο χέρι του περιμένοντας τους Ιταλούς. Το Βάλτερ, που το είχε κρατήσει πάνω του ώσπου να φτάσει στο χωριό του, αψηφώντας τους κινδύνους.
                        Διακόσια μέτρα μακριά καθώς έστριβε ο δρόμος, φάνηκαν οι Ιταλοί στρατιώτες με το μουλάρι. Έρχονταν με το πάσο τους, συζητώντας μεγαλόφωνα.
Περίμενε σαν τον κυνηγό στο φύλαγμα. Καθώς πλησίαζαν άφησε δίπλα του το πιστόλι και έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους, για να ζεσταθούν τα δάχτυλά του. Εκατό μέτρα... Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στο Βάλτερ και κοκάλωσε ακίνητος. Πενήντα μέτρα... διέκρινε καθαρά τα χαρακτηριστικά τους.
Τριάντα μέτρα... είκοσι.... τώρα!

 

Σελίδες από βιβλίο μου. 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου