Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Τους κλέφτες να σκοτώσετε τους Κολοκοτρωναίους!



Γνωστή λίγο πολύ είναι η ιστορία γύρω από τους διωγμούς  της κλεφτουριάς και τον αφανισμό των Κολοκοτρωναίων κατά το 1805 -  1806 στην Πελοπόννησο επειδή είχαν γίνει πολύ ενοχλητικοί για τους κοτζαμπάσηδες περισσότερο, αλλά και για τους Τούρκους. Την εικόνα και το κλίμα της εποχής μάς τα δίνει πολύ παραστατικά η δημοτική μας Μούσα και πιστεύοντας  πως αξίζει τον κόπο  μεταφέρω εδώ  και όσο επιτρέπει ο χώρος ελάχιστα στοιχεία:

 Οι γέροντες κι οι προεστοί κι οι προύχοντες του τόπου
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον Βασιληά στην Πόλι:
«Άκουσε Αφέντη Βασιληά και πολυχρονεμένε:
Οι κλέφτες πούνε στο Μωρηά γενήκαν  βασιλιάδες
Ο Θοδωράκης  βασιληάς κι ο Γιάννης είν Βεζύρης
Κι ο Γιώργος από τον Αητό είνε Κατής και  κρένει».
Κι ο  Βασιληάς σαν τάκουσε πολύ του κακοφάνη
Κι ευθύς φιρμάνι  έβγαλε και  στον Μωρηά  το στέλνει
Τους κλέφτες να σκοτώσουνε τους Κολοκοτρωναίους.

Συνέβαλε πολύ και ο αφορισμός τους από την Εκκλησία, που υποχρέωνε τους πιστούς όχι μόνο να μην βοηθούν τους κλέφτες και να μην τους δίνουν ούτε νερό ούτε ψωμί, αλλά και να τους καταδίδουν στα τουρκικά αποσπάσματα αλλιώς ο αφορισμός έπεφτε στο κεφάλι τους, θα ήσαν καταραμένοι από τον Θεό, θα ψήνονταν στην κόλαση κλπ.
Ο Τάκης Κανδηλώρος στην ΓΟΡΤΥΝΙΑ του που έγραψε το  1898 μας πληροφορεί πως ο Οσμάν Πασάς με το  που μπήκε το 1806 έστειλε μέσα στον βαρύ χειμώνα τον Κεχαγιά που εστρατοπέδευσε με μεγάλη δύναμη  στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας «άγων μεγάλην δύναμιν και πλήθος βασανιστικών οργάνων…  συνέταξε κατάλογον προγραφών, ως άλλος Σύλλας, και συλλαμβάνων πλείστους αθώους ως υποθάλποντας τους κλέπτας ανεσκολόπιζεν ή διεμέλιζεν εις τέσσαρα ή έψηνεν επί της σούβλας ή συνέτριβεν επί άκμονος…» ΄Αγρια τρομοκρατία, θρήνος και κλαυθμός στο Μωρηά, και ο λαός φοβούμενος  τους Τούρκους αλλά και την οργή  του θεού έσπευδε στα τούρκικα αποσπάσματα να καταδώσει την παρουσία των κλεφτών που μέσα  στον βαρύ χειμώνα ρακένδυτοι γδυτοί και πεινασμένοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν σε κατοικημένους χώρους για να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί.
Δείτε τι μας λέει η δημοτική μας παράδοση:

Ένα μεγάλο σύγνεφο  κι  ένα κομμάτι ακόμα
Στους κάμπους ρίχνει τα νερά και στα βουνά τα χιόνια
Δεν είναι χιόνια και νερά μον’ είναι μαύρα δάκρυα
Που χύνει όλος ο  Μωρηάς για  το φιρμάνι πούρθε
«Τούρκοι! Ρωμαίοι! Στ’ άρματα! Τους κλέφτες να σκοτώστε,
Τους κλέφτες τους αρματωλούς τους Κολοκοτρωναίους»!

Ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης και σίγουρος ότι δεν θα επιβιώσουν μέσα στο βαρύ χειμώνα μάζεψε εκεί στην Πιάνα της Αρκαδίας τους άνδρες του που ανάμεσά τους ήσαν και 36 Κολοκοτρωναίοι, και πρότεινε να διαλυθούν ώσπου να περάσει ο δύσκολος καιρός:
Κατά πως μαρτυρεί ο λαϊκός ποιητής:

Προψές το βράδυ πέρναγα, απ’ τα βουνά της Πιάνας
Πώχουν τα πεύκα τα πολλά και τα πολλά λημέρια
Πώχουν τους κλέφτες τους πολλούς τους Κολοκοτρωναίους,
Κι ακώ τον Γέρω – Θοδωρή να λέη στα παλληκάρια:
«Παιδιά μ’ ήρθε ο χινόπωρος, παιδιά μ’ ήρθε ο χειμώνας
Εχιονιστήκαν η κορφές, κρουστάλλιασαν η βρύσες
Πέσαν τα φύλ’ απ’ τα κλαργιά, ξισκιώσαν τα λιμέρια…
Παιδιά μου!... να χωρίσωμε να γίνωμε μπουλούκια
Σύρτ΄ άλλοι στ’ Αρκουδόρρεμα, κι άλλοι κατά τον κάμπο
Να βρήτε φίλους μας παληούς να βρήτε και κουμπάρους
Κι εγώ θα  πάω ‘ς τη Ζάκυνθο να σμίξω με τους Φράγγους
Όσο να ξεπεράσωμε τον φετεινόν χειμώνα.
Κι απέ σαν πάρη η άνοιξι και λειώσουνε τα χιόνια
Κι ανοίξη ο γράβος κ’ η οξυά, κ’ ισκιώσουν τα λιμέρια
Εδώ να ξανασμίξωμε..

Οι κλέφτες αρνήθηκαν να διαλυθούν όπως πρότεινε ο αρχηγός τους και σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης κατά της Εξουσίας στο Μωρηά. Με τα τούρκικα αποσπάσματα όμως που είχαν πλημμυρίσει την Αρκαδία ιδιαίτερα δεν μπορούσαν –  και για λόγους επιμελητηριακούς – να σταθούν και τους χώρισε  σε δυο σώματα που τράβηξαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εκείνος με 120 παλικάρια τράβηξε προς τον Άγιο Πέτρο, ενώ το άλλο σώμα υπό τον εικοσαετή ανεψιόν του Μήτρον ύστερα από τέσσερεις ημέρες συνεπλάκη με δύναμη 500 Τούρκων, και 44 από τους άνδρες του ανάμεσά τους και 7 νεαροί Κολοκοτρωναίοι πέσανε μαχόμενοι ηρωικώς ο ένας δίπλα από τον άλλον. Κάποιοι από τους υπόλοιπους σκοτωθήκανε στα Μαγούλιανα και κάποιοι λίγοι που είχαν επιζήσει από τις δυο αυτές συγκρούσεις «ακέφαλοι και άσιτοι εξωλοθρεύθησαν δια προδοσιών και ενέδρας».
Το υπό τον Θ Κολοκοτρώνη σώμα χωρίς τροφές  και πολεμοφόδια πέφτοντας σε   ενέδρες και προδοσίες, δίνοντας συνεχείς μάχες διέτρεξε σχεδόν ολόκληρο τον Μωρηά μειούμενο συνεχώς από τις απώλειες και τέλος ο ίδιος επέστρεψε στη Γορτυνία με 17 μόνο συγγενείς του. Ίδια κατάσταση  και στη Γορτυνία με πιο γνωστή την ιστορία με τον χαμό μιας ομάδας Κολοκοτωναίων υπό τον αδελφό του Γιάννη τον επιλεγόμενο Ζορμπά  που κατέφυγαν στο μοναστήρι της Αιμυαλούς κοντά στην Δημητσάνα  για τροφή.

 Μαρτυράει η δημοτική παράδοση:

Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλι
Βλέπει από πέρα νάρχωνται τον Γιώργα και τον Γιάννη
Από μακρυά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
«Για κρύψε μας Καλόγερε, κρύψε μας Μπουραζέρη
Ψωμί κρασί για φέρε μας τ’ είμαστε πεινασμένοι»
Ελάτε μπάτε στο ληνό να κάνετε λημέρι,
Που ο τόπος είν’ απόμερος κι αλάργ’ από την στράταν

Ο καλόγερος έβαλε την ομάδα στο ληνό και πήγε στη Μονή να τους ετοιμάσει φαγητό ενώ έστειλε τον υπηρέτη του στη Στεμνίτσα να ειδοποιήσει το Απόσπασμα. Τους πήγε φαγητό και κρασί, κι έσπευσε  κι εκείνος στην Δημητσάνα να ειδοποιήσει το άλλο απόσπασμα. Δεν αργήσανε τα τούρκικα αποσπάσματα να περικυκλώσουν το ληνό, και επειδή οι Κολοκοτρωναίοι δεν παραδίνονταν, οι Τούρκοι:
Ρίξαν φωτιά μεσ’ το ληνό κουβάρια θειαφοκέρι,
Πιάσαν οι κληματόβεργες…
Ασφυκτιούντες και πνιγόμενοι από τους καπνούς οι Κολοκοτρωναίοι κάναν ηρωική έξοδο με τα σπαθιά στα χέρια και σκοτώθηκαν από τα πυρά των Τούρκων.
Κατά τον Μάη εκείνης της χρονιάς ο Κολοκοτώνης κατάφερε να φθάσει στη Μάνη και να φύγει με πλεούμενο για την Ζάκυνθο με μόνον εφτά συγγενείς του που  είχαν απομείνει από τους 36, και κάπως έτσι τελείωσε ο αρματωλισμός τότε στο Μωρηά.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου