Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι.

 


Παπαφλέσσας.

Άνοιξη του 1825, και η ελληνική επανάσταση βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση λόγω κυρίως του εμφύλιου σπαραγμού που κατάτρεχε τη χώρα.«Τα πάντα είχαν παραλύσει» γράφει ο Γιάνης Κορδάτος στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ «Στρατός υπολογίσιμος δεν υπήρχε και τα μίση και τα πάθη είχαν δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα. Από τη μια μεριά οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί χωρίζονταν σε κυβερνητικούς και αντικυβερνητικούς και από την άλλη η Ελλάδα χωριζόταν σε Ρουμελιώτες και Μοραΐτες που αλληλομισούντανε».Η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τη βοήθεια  του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και την καθοδήγηση του Κωλέττη είχε εξαπολύσει ρουμελιώτικα στρατεύματα στην Πελοπόννησο με την εντολή να καταπνίξουν κάθε αντίθετη φωνή και μην αφήσουν τίποτα όρθιο, ενώ  μια βδομάδα προτού μπει  ο Μπραήμης στο Μωρηά, φυλάκιζε τους πολιτικούς της αντιπάλους,  Κολοκοτρώνη, Δεληγιανναίους, Νοταράδες, Μητροπέτροβα και άλλους, στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.

Ο Σουλτάνος που έβλεπε ότι δυσκολευόταν να ξεμπλέξει με την ελληνική επανάσταση, ενώ υποπτευόταν κα στροφή της αγγλικής και της ρώσικης διπλωματίας, ζήτησε βοήθεια από τον ηγεμόνα του μισοανεξάρτητου κράτους της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή που διέθετε πολύ καλό στρατό και ναυτικό. Έχοντας πολλές φιλοδοξίες ο Αλής ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημα του Σουλτάνου γιατί πίστευε ότι καταπνίγοντας την ελληνική επανάσταση θα γινόταν κύριος του Αιγαίου, και θα μπορούσε έτσι όχι μόνο να ανακηρύξει την Αίγυπτο ανεξάρτητο κράτος, αλλά και να γίνει Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανέθεσε λοιπόν την εκστρατεία στο γιο του Ιμπραήμ που κατέπλευσε στο Αιγαίο με 24 τάγματα πεζικού, 10 πυροβολαρχίες και 15 ίλες ιππικού όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος. Και στο αιγυπτιακό ναυτικό αλλά και στο στρατό υπηρετούσαν πλήθος ευρωπαίοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Γερμανοί αξιωματικοί φυγάδες από τις χώρες τους  για πολιτικούς λόγους, πολλοί από τους οποίους είχαν έλθει στην Ελλάδα που όμως δεν μπόρεσε να τους κρατήσει. Σαν ένα πρώτο αντάλλαγμα της βοήθειας του Μεχμέτ Αλή ο Σουλτάνος του παραχώρησε την Κρήτη και την Κύπρο, και τον έκανε Πασά του Μοριά.

Άνοιξη του 1824 έβαλε πλώρη για το Αιγαίο ο Μπραήμης, και σε δυο μήνες κατέλαβε την Κρήτη. Ακολούθησε η καταστροφή της Κάσου και στη συνέχεια των Ψαρών. Είκοσι χιλιάδες Χιώτες πρόσφυγες είχαν μαζευτεί στα Ψαρά και 1500 Μακεδόνες πολεμιστές. Σφάχτηκαν οι 15.000  και οι περισσότεροι από τους 7.000 κατοίκους του νησιού, όλοι σχεδόν οι άνδρες και τα περισσότερα γυναικόπαιδα. Οι υπόλοιποι είτε αιχμαλωτίστηκαν, είτε ρίχτηκαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Πάνω στο νησί δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα.  Στις 20 Αυγούστου ο Αιγυπτιακός στόλος ενώθηκε με τον τουρκικό στα βορεινά της Αλικαρνασσού σε μια τεράστια αρμάδα, μια βδομάδα αργότερα όμως ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη τους χτύπησε στον κόλπο του Γέροντα βάζοντας μπουρλότο και σε μια Αιγυπτιακή φρεγάτα, προκαλώντας τους τον πανικό. Αργότερα ο Μιαούλης χτύπησε και τον Αιγυπτιακό στόλο και στο Ηράκλειο της Κρήτης και τον νίκησε. Χειμώνιασε όμως και ο ελληνικός στόλος αποσύρθηκε στις βάσεις του.

Ενώ η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τον Μαυροκορδάτο και τις οδηγίες του Κωλέττη κατασπαταλά τα λεφτά του δανείου για να ισοπεδώσει την Πελοπόννησο και τους πολιτικούς της αντιπάλους χρησιμοποιώντας ως αιχμή δόρατος τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα, ο Ιμπραήμ πασάς εισπλέει ανενόχλητος με 50 πλοία στη Μεθώνη το πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη του 1825 και αποβιβάζει 4.000 στρατό, 600 ιππείς και σώμα ατάκτων, ενώ ύστερα από ένα μήνα με μια δεύτερη απόβαση φέρνει ακόμα 7.000 άνδρες και 400 ιππείς, εφόδια κλπ, και αργότερα και Τρίτη μέσα στον Απρίλιο. Αμέσως τράβηξε για τη Μεσσηνία και κατέλαβε τα αδύνατα κάστρα της Κορώνης, του Ναβαρίνου και της Πύλου.Προχωρεί ακάθεκτος, να κυριεύσει τα κάστρα της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου που από τον καιρό των Βενετσιάνων προστάτευαν το Μοριά, για να μπορέσει ανενόχλητος να προχωρήσει το κέντρο.

Ιμπραήμ πασάς

Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για την επανάσταση καθώς το ηθικό των Ελλήνων ήταν διαβρωμένο από τα πάθη και τα μίση του Εμφυλίου. Οι Πελοποννήσιοι δεν αισθάνονταν καμία εμπιστοσύνη να πολεμήσουν δίπλα στα Ρουμελιώτικα στρατεύματα που είχαν προξενήσει κάθε είδους καταστροφή στο Μοριά και κάθε είδους προσβολή βιάζοντας γυναίκες και άνδρες, ακόμα και δεκάχρονα παιδιά αγόρια και κορίτσια.. Την κατάσταση χειροτέρευε και η στάση της κυβέρνησης με τις αστοχίες της. Επέμενε να κρατεί φυλακισμένους τους πολιτικούς της αντιπάλους και να επιτηρεί και πολλούς από τους φίλους τους, παρόλο που στο Ναύπλιο είχαν αρχίσει διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες για την απελευθέρωσή τους για να ριχτούν στον αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Παράλληλα ανάθεσε την Αρχιστρατηγία  στον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη – στρατηγό του γλυκού νερού τον χαρακτηρίζει ο Γιάνης Κορδάτος στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ – άξιο ναυτικό, αλλά άσχετο με τις επιχειρήσεις ξηράς, και παντελώς άγνωστον στους οπλαρχηγούς και καπεταναίους, στους οποίους ο διορισμός του προκάλεσε δυσαρέσκεια γιατί πολλοί θεώρησαν ότι η κυβέρνηση τους υποτιμούσε και τους πρόσβαλλε.

               Κάποια στιγμή το Εκτελεστικό (η Κυβέρνηση) αποφάσισε να αντιδράσει και οργάνωσε εκστρατεία κατά του Μπραήμη με επικεφαλής τον πρόεδρο Γεώργιο Κουντουργιώτη, τον γραμματέα του Αλ Μαυροκορδάτο, και τον υπουργό του πολέμου Αναγνωσταρά Παπαγεωργίου. Πραγματικός ιθύνον νους όμως του Εκτελεστικού τότε ήταν ο τετραπέρατος Μαυροκορδάτος,  « όστις πράγματι εδιοίκει τα πράγματα, ενώ ο Κουντουργιώτης είχε μόνον το όνομα» μας πληροφορεί ο Φωτάκος στα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ.

Φαιδρό και γελοίο άτομο αποκαλούσαν πολλοί τον Κουντουριώτη όπως μας πληροφορεί και ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος στο έργο του ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, που άσχετος με ιππασία ξεκίνησε να πολεμήσει τον Ιμπραήμ καβάλα σε ένα χρυσοστόλιστο άτι που  μόνο ένας πολύ  καλός ιππέας μπορούσε να το κουμαντάρει. Τον κρατούσαν δυο Αιγύπτιοι αιχμάλωτοι, ένας από τη μια  και ένας από την άλλη μεριά του αλόγου για να μην πέφτει. Στις 16 Μαρτίου ξεκίνησε ο Κουντουριώτης «μετά πολλής πομπής, υπό τιμητικούς κανονιοβολισμούς και εν μέσω δημοσίων εκδηλώσεων νίκης ….. έφερε μαζί του χρήματα δια τας δαπάνας της εκστρατείας και διπλώματα δι εκείνους που θα έπρεπε να ανταμειφθούν με στρατιωτικούς βαθμούς δια τα κατορθώματά των». Για να φτάσει με αυτό το άλογο, με την πομπή του από υπηρέτες, σωματοφύλακες και παρατρεχάμενους, από το Ναύπλιο στην Τριπολιτσά χρειάστηκαν τρεις ημέρες. Το στρατηγείο του το εγκατέστησε στη Σκάλα Μεσσηνίας κάπου δέκα ώρες μακριά από το ελληνικό στρατόπεδο, και από εκεί θα καθοδηγούσε την επιχείρηση κατά των «στραβαραπάδων» του Ιμπραήμ Πασά..

Στις 7 Απριλίου του 1825 γίνεται η περίφημη μάχη στο Κρεμμύδι – μεταξύ Μεθώνης και Πύλου – όπου τα ελληνικά στρατεύματα 8.000 στρατός κατά τον Φωτάκο (και με πληγωμένη τη μαχητικότητα και το ηθικό των Πελοποννησίων από τη συμπεριφορά των Ρουμελιωτών) ηττώνται κατά κράτος  από τους «στραβαραπάδες». Ακολουθεί η Σφακτηρία, και το Ναβαρίνο.  Ο Μπραήμης σαρώνει παντού τις αντιστάσεις των Ελλήνων, ο στρατός του είναι πολύς, διπλάσιος μπροστά στα  μαζώματα από άτακτους που τον αντιμάχονται, είναι καλά εκπαιδευμένος, και το Επιτελείο του απαρτίζεται από Ευρωπαίους αξιωματικούς που πάντα είναι καλά πληροφορημένοι για τους στόχους που προσβάλλουν.

Το μνημείο στο Κρεμμύδι.

Μετά από τη μάχη στο Κρεμμύδι και αφού οι Έλληνες το βάλανε στα πόδια προς την Τριπολιτσά, οι αραπάδες τους στρώσανε στο κυνήγι και πιάσανε πολλούς, αλλά  και πολλούς εσκότωσαν. Σε εκείνη τη μάχη πρωτοφάνηκε και ένας νεωτερισμός των αραπάδων. Αντί να κόβουν κεφάλια όπως κάνανε οι Τούρκοι, κόβανε αυτιά που τα στέλνανε στον πασά και παίρνανε μπαξίσι. «…. Όσον δε περισσότερα αυτιά ‘εφερεν έκαστος, τόσον περισσότερα δώρα ελάμβανεν. Ένεκα δε τούτου καμμίαν φοράν έκοβαν και των φονευμένων συντρόφων των τα αυτιά, και των ζωντανών ακόμη Ελλήνων τους οποίους αιχμαλώτιζαν. Άλλοτε πάλιν έξέχωναν και τους πεθαμένους όταν έβλεπαν το μνήμα των νωπόν, και έπαιρναν τα αυτιά των, χάριν των δώρων» μας πληροφορεί ο Φωτάκος.

                                        Ο ίδιος ο Ιμπραήμ έδειχνε ένα πολύ ήπιο χαρακτήρα στους αιχμαλώτους που .έπεφταν στα χέρια του. Τους καλούσε να δηλώσουν πίστη σε εκείνον και να τους αφήσει ελεύθερους, ή να καταταγούν στο στρατό του και να παίρνουν μισθό. Πάνω από 2.000 - Έλληνες επροσκύνησαν στη Σφακτηρία -  Παλιόκαστρο και παραδόθηκαν με τα όπλα και τους οπλαρχηγούς τους και τους άφησε ελεύθερους. Έτσι κάπως άρχισε το Προσκύνημα του Μοριά στο Μπραήμη.Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στη ΔΙΗΓΗΣΗ λέει ότι «Ο Ιμπραΐμης εφέρθηκε μέ γλυκό τρόπο εις αυτήν τήν περίστασιν διά νά τραβήξη τούς Έλληνας διά νά προσκυνήσουν». Αρχίζουν παράλληλα να διαδίδονται φήμες ότι οι Αραπάδες είναι μυριάδες και ανίκητοι, ότι ο Ιμπραήμ πασάς είναι ένας άλλος Βοναπάρτε, ή ένας καινούργιος Πύρρος της Ηπείρου, και άλλα τέτοια., και επί πλέον, διαπιστώνοντας οι Ρουμελιώτες ότι νικώνται από τον άριστα οργανωμένο και μαχητικότατο στρατό του Μπραήμη, αποφάσισαν να ζητήσουν τους μισθούς τους και να εγκαταλείψουν το Μοριά. Η κατάσταση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά για τον Ελλαδικό χώρο που φαίνεται πως η επανάσταση ψυχορραγεί. Ο αρχηγός της αποτυχημένης εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ την εγκαταλείπει, πηγαίνει στην Καλαμάτα, και από εκεί φεύγει στην Ϋδρα. Δικαιολογήθηκε ότι αρρώστησε. Άμαθος από την ιππασία είχαν πληγώσει τα κωλ@@@@ια του. Πολλοί τον πήραν στο «ψιλό» λέει ο Κασομούλης, και λέγανε ειρωνικά στα αρβανίτικα: «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρι» (= πήγε με άλογο, και γύρισε με γαϊδούρι).

Μέσα σε αυτή την ηττοπάθεια, στις σαρωτικές ήττες που είχαν υποστεί οι Έλληνες από τον Μπραήμη, στις φήμες που κυκλοφορούσαν ότι οι Αραπάδες ήσαν μυριάδες και αήττητοι, στο ότι πάνω από 2.000 με τα όπλα τους και τους οπλαρχηγούς τους είχαν υπογράψει υποταγή και είχαν προσκυνήσει, στη διαίρεση του λαού της Πελοποννήσου λόγω του εμφυλίου πολέμου, στο ότι πολιτικοί αντίπαλοι όπως ο Κολοκοτρώνης κρατούνταν στις φυλακές και  κάποιοι άλλοι όπως οι Αντρέηδες, ο Ανδρέας Λόντος και ο Ανδρέας Ζαΐμης κρύβονταν στα βουνά των Καλαβρύτων, στο ότι τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα που είχαν ρημάξει το Μοριά αρνούνταν να πολεμήσουν και έφευγαν για τον τόπο τους, ο Παπαφλέσσας με κάποιους δικούς του αντιστεκόταν.

Αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, φανατικός φίλος του Κουντουριώτη, συνεργάτης  του Κωλέττη αλλά και αντίπαλος πολλές φορές στις δολοπλοκίες του, προσπαθούσε για άλλη μια φορά να ξεσηκώσει το Μοριά, και πρότεινε στην κυβέρνηση στην οποία κι εκείνος ήταν μέλος – Μινίστρος των Εσωτερικών και της Αστυνομίας – την αποφυλάκιση  των πολιτικών της αντιπάλων για να ριχτούν όλοι στον κοινό Αγώνα. Και αφού οι Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος και Κωλέττης δεν συμφωνούσαν, ο Παπαφλέσσας – Γρηγόριος Δικαίος γεννημένος το 1786 ή 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας – αποφάσισε να κινηθεί μόνος του για να σώσει τον τόπο, υποσχόμενος ότι αν του ανέθεταν την γενική αρχηγία της επιχείρησης κατά των Αιγυπτίων θα τους σταματούσε και θα ανέτρεπε την καταστροφική τους πορεία στο Μοριά.

Θοδωράκης Κολοκοτρώνης

Είχε υποστηριχτές ο Παπαφλέσσας τότε, ήταν που και το κόμμα του Κουντουριώτη είχε αδυνατίσει από το στραπάτσο που έπαθε με την αποτυχία της εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ, αποφάσισαν το Εκτελεστικό και η Βουλή να του χορηγήσουν τα μέσα να μισθώσει στρατεύματα και τον όρισαν γενικό αρχηγό της καινούργιας εκστρατείας.  Υπολόγιζε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό σώμα και να αντιπαρατεθεί στον Ιμπραήμ ελπίζοντας σε μια – δύο νίκες που θα του έδιναν τη δύναμη και το απαιτούμενο κύρος να επιστρέψει νικητής στο Ναύπλιο και να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Θα αμνήστευε τους φυλακισμένους στην Ύδρα  και θα σχημάτιζε κυβέρνηση Κοινής  Σωτηρίας μαζί και με τους μέχρι τότε πολιτικούς αντιπάλους, Κολοκοτρώνη και τους άλλους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων θα θεωρούνταν πλέον σύμμαχοι και συνοδοιπόροι. Υπολόγιζε πως αν του έρχονταν ευνοϊκά τα πράγματα θα γινόταν ο ισχυρότερος άνδρας της Ελλάδας. Οι πιθανότητες όμως να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον σύγχρονο και πολυπληθέστερο στρατό του Ιμπραήμ ήσαν μηδαμινές. Από το Ναύπλιο τράβηξε για την Τριπολιτσά για να αρχίσει τη συγκέντρωση στρατευμάτων, κάνοντας γνωστό ότι οι στρατιώτες που θα τον ακολουθούσαν θα μισθοδοτούνταν με 70 γρόσια το μήνα.

                               Από την Τριπολιτσά τράβηξε για τη Μεσσηνία μαζεύοντας μπουλούκια στην πορεία του. Έτρεφε ελπίδες ότι μπορούσε να περιορίσει τον Ιμπραήμ στο Ναβαρίνο. Έπαιρνε μηνύματα και υποσχέσεις από οπλαρχηγούς ότι θα σπεύσουν να ενωθούν μαζί του. Ο Δ. Πλαπούτας του έστειλε επιστολή ότι ξεκινάει από τον Αετό με 1600, άλλοι Αρκαδιανοί οπλαρχηγοί τον ειδοποίησαν ότι θα έρθουν με 2.000 κλπ. Σύμφωνα με τα μηνύματα που έπαιρνε θα σπεύδανε εκεί πάνω από 10.000.

           Από τα βάθη των αιώνων οι Έλληνες δίνανε σημασία στους οιωνούς, στα σημάδια δηλαδή που (πίστευαν ότι τα) στέλναν οι θεοί και είχαν σχέσεις με τις αποφάσεις, τις θελήσεις, τη ζωή, τα εγχειρήματά τους, όπως π.χ ένας πόλεμος κλπ. Οι νεότεροι Έλληνες ακόμα δίνουν σημασία στους οιωνούς, που πέρα από τα όνειρα τους «βλέπουν» σε διάφορα σημάδια και μικρολεπτομέρειες τις καθημερινότητας. Στη σπάλα των σφαχτών (= το κόκκαλο της ωμοπλάτης)  συνήθιζε να διαβάζει τους οιωνούς ο Παπαφλέσσας, αλλά τα μηνύματα  που έβλεπε δεν ήσαν καθόλου ευνοϊκά για το εγχείρημά του. Ούτε και στα όνειρά του

                                 Στη Μεσσηνία, και καθώς περνούσαν οι ημέρες διαπίστωσε ότι από τις 10.000 στρατό που περίμενε να συγκεντρώσει, θα ήταν ευχαριστημένος αν μάζευε δυο με τρεις χιλιάδες. Έγραψε στην κυβέρνηση τα δυσάρεστα νέα, και για τελευταία φορά τους συνέστησε να αμνηστεύσουν τον Κολοκοτρώνη και να του αναθέσουν την αρχιστρατηγία. Στη Δραήνα που βρισκόταν και καθώς ήρθε η είδηση ότι ο Μπραήμης ετοιμάζεται να προελάσει, ρώτησε τον κόσμο να του πουν ποιο είναι το υψηλότερο σημείο από το οποίο θα μπορούσε να κατοπτεύει μέχρι το Ναβαρίνο, και του υπέδειξαν το χωριό Πεδεμένο και το Μανιάκι. Καταλάβαινε ότι με 2.000 περίπου άνδρες που είχε γύρω του, αλλά και με τρεις τέσσερεις χιλιάδες ακόμα που ώρα την ώρα περίμενε να καταφθάσουν με τον Πλαπούτα και τους Αρκαδιανούς, δύσκολα θα στεκόταν μπροστά στον τακτικό στρατό, το ιππικό και το πυροβολικό του Ιμπραήμ. Ήταν όμως αποφασισμένος να μείνει, δεν θα γύριζε στο Ναύπλιο με την ουρά στα σκέλια όπως ο Κουντουριώτης..

Παλαμήδι.

Απογοητευμένος καθώς ήταν ο Παπαφλέσσας από την απροθυμία των οπλαρχηγών να σπεύσουν, βλέποντας ότι η ώρα της μάχης πλησιάζει χωρίς να έχει συγκεντρώσει ικανή δύναμη να αντιμετωπίσει τα στίφη των Αιγυπτίων, πήρε και μια επιστολή από τον αδελφό του Νικήτα που του έγραφε πως δεν έκαμε καλά που πέρασε τα Κοντοβούνια και δεν έμεινε να συγκεντρώσει δυνάμεις στα βουνά της επαρχίας της Καλαμάτας για να προλάβει να του έλθουν και οι ενισχύσεις. Αλλά τώρα, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να κρίνει αν οι παρατηρήσεις του αδελφού του ήσαν σωστές, και του απάντησε: «Νικήτα, Έλαβα τήν επιστολήν σου καί εις απάντησιν σού λέγω ότι δεν είμαι σάν καί σέ καί σάν τόν κουμπάρο σου τόν Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σέ ράχη στούς Αηλιάδες ( σημ δική μου: εννοεί τα εξωκλήσια του Αηλιά στις βουνοκορφές). Εγώ άπαξ ωρκίσθην νά χύσω τό αίμα μου εις τήν ανάγκην τής πατρίδος, καί αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δέ εις τόν θεόν πρώτη μπάλα τού Ιμβραήμ νά μέ πάρη εις τό κεφάλι, διότι σάς γράφω νά ταχύνετε τόν ερχομόν σας καί σείς μού γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα, πρώτη καί τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την νά τήν διαβάζης καμμιά φορά νά μέ θυμάσαι καί νά κλαίς»

Αποφασισμένος να τιμήσει τον όρκο που είχε δώσει στο Εκτελεστικό και στο Βουλευτικό ,  οχυρώθηκε με 2.000 περίπου άνδρες στο Μανιάκι ανατολικά των Γαργαλιάνων στο βουνό Μάλια της Μεσηνίας, με σκοπό να κρατήσει το πέρασμα και να μην αφήσει τον Ιμπραήμ να προχωρήσει. Την ημέρα που πιάσανε τις θέσεις τους στο Μανιάκι, ξεκίνησαν από το πρωί να φτιάξουν τρία μεγάλα πρόχειρα ταμπούρια από ξερολιθιά, ύστερα από δυο περίπου ώρες φάνηκαν σε απόσταση μιας δυο ωρών οι δυνάμεις του Ιμπραήμ  να απλώνονται για να εγκλωβίσουν τις θέσεις των Ελλήνων. Στη θέα των εχθρικών δυνάμεων άρχισε η μουρμούρα στο ελληνικό στρατόπεδο, ότι είναι πολύ λίγοι, ότι μείνανε μόνοι τους κλπ, και άρχισαν αμέσως οι διαρροές. Μέσα σε λίγη ώρα κατά τον Φωτάκο,  χίλιοι περίπου άνδρες είχαν εγκαταλείψει το στρατόπεδο..

Ο νεκρός όρθιος.

Ο Παπαφλέσσας προσπάθησε να εμψυχώσει όσους μένανε, επιμένοντας ότι όπου να ΄ναι καταφθάνουν ο Πλαπούτας, οι Αρκαδιανοί, οι Μανιάτες και άλλοι  και θα μαζευτούν πάνω από 15.000, τους μίλησε για ένδοξες μάχες που είχαν δώσει οι Έλληνες, στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά και αλλού κατανικώντας χιλιάδες Τούρκων κλπ. Καθώς τους περικύκλωναν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, υπήρχαν φωνές που πρότειναν να φύγουν όσο ήταν ακόμα καιρός, ο Φλέσσας όμως ούτε να ακούσει δεν ήθελε. Στις 20 του Μάη το πρωί άρχισε η μάχη με ακροβολισμούς, με τα τμήματα του Ιμπραήμ να προσβάλλουν τις θέσεις των Ελλήνων κατά στήλες χωρίς να υπολογίζουν τις απώλειες. Οι διαρροές από το ελληνικό στρατόπεδο συνεχίζονταν,  και κατά το μεσημέρι είχαν μείνει γύρω στους 300. Πολλούς από εκείνους που λιποτακτούσαν τους πετσόκοβαν τα τμήματα των Αιγυπτίων που είχαν κυκλώσει ασφυκτικά το Μανιάκι, κυρίως το ιππικό που είχε αναλάβει αυτή την αποστολή.

Πιστός στο λόγο και τον όρκο του ο Παπαφλέσσας έκανε το Μανιάκι καινούργιες Θερμοπύλες.Μετά το μεσημέρι ύστερα από δυο τρεις εφόδους δεν έμεινε ζωντανός κανένας από τους υπερασπιστές. Λίγο πριν τελειώσει η μάχη είχε καταφθάσει και ο Πλαπούτας με το σώμα του πίσω από το βουνό, αλλά δεν πλησίασε στο Μανιάκι. Έβαλε τους άνδρες του και ντουφέκισαν κάνα δυο φορές στον αέρα για εκφοβισμό, ο Ιμπραήμ όμως δεν έδωσε σημασία. Σε 600 υπολογίζουν τους νεκρούς των Αιγυπτίων και σε άλλους τόσους τους τραυματίες, για 1200 Τούρκους νεκρούς γράφει ο Φωτάκος.

                      Κατά τον Μέντελσων Μπαρτόλντυ, ο Ιμπραήμ διέταξε να βρουν το πτώμα του Παπαφλέσσα, κι όταν το βρήκαν ακέφαλο, τους έβαλε να ψάξουν και βρήκαν και το κεφάλι του, «οπότε  ο Ιμβραΐμ επέθηκεν αυτό επί του πτώματος και ανεστήλωσεν αυτόν επί ξύλου …. Εφαίνετο ζών έτι και όρθιος ιστάμενος. Ο πολέμιος στρατηλάτης θεωρήσας αυτόν ακίνητος και σιωπηλός είπεν εις τους αξιωματικούς του: «Αληθώς, ούτος  ήτο ικανός και γενναίος ανήρ, κάλλιον ήθελεν είναι αντί διπλής ζημίας να συνελαμβάναμεν αυτόν ζωντανόν….».Άλλοι αναφέρουν ότι ο Ιμπραήμ αφού έστησε όρθιο το πτώμα, το εφίλησε στο μέτωπο, κλπ.


Μανιάκι.

Παραθέτω εδώ και το γνωστό παραδοσιακό δημ τραγούδάκι το σχετικό με το Μανιάκι:Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη

τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:

- Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,

μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;

- Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,

και παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.

τα μάζωξε, τα σύναξε τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.

Κάθονταν και τ’ αρμήνενε σαν μάνα σαν πατέρας:

- Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,

να κάμωμ’ έναν πόλεμο με τούς στραβαραπάδες

κι αν δεν σας ντύσω μ ά λ α μ α, Φλέσσα να μην με πούνε.

Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:

- Τού Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη

- Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,

να μην τ’ ακούσ’ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,

να μην τ’ ακούσουν τα ο ρ δ ι ά, μ ε ν τ ά τ ι δεν ελθούνε

να μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.

Ακόμη λόγος έστεκε και συτυχιά κρατιέται,

κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.

- Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.

Κι αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.

Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα.

- Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.

- Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω

κι εμέ μ ε ν τ ά τ ι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι

Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες

Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του

- Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.

Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.

Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου