Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Η Προεπαναστατική Κλεφτουριά του Μοριά και τα αίτια του χαμού της.

 

 

 

 

 

Κλέφτης 

Παγιωμένη είναι η αντίληψη στο ευρύ κοινό ότι οι προεπαναστατκοί Κλέφτες και Αρματολοί του ελλαδικού χώρου ήσαν οι ήρωες που πολεμούσαν την Τουρκιά, και διάφορα τέτοια. Η επικρατούσα άποψη μάς τους παρουσιάζει εν γένει  σαν ήρωες, οι οποίοι διαπνέονταν, λέει, από σφοδρά αισθήματα ελευθερίας και πατριωτισμού και πως είχαν πάρει τάχα τα βουνά για να μας απελευθερώσουν από τους Τούρκους, πως περνοδιάβαιναν έφιπποι και  αρματωμένοι με αναπεπταμένες σημαίες προκαλώντας τον θαυμασμό στους ραγιάδες και τρόμο και δέος  στην Οθωμανική Εξουσία.

 Άλλωστε, επειδή όπως είναι γνωστό η Ιστορία με Μύθους (και παραμύθια) γράφεται, έπρεπε και η ιστορία της κλεφτουριάς να ωραιοποιηθεί κατά το δοκούν. 
Στην προσπάθεια να ηρωοποιηθούν οι Κλέφτες του Μοριά με υπεράνθρωπους ηρωισμούς και απίστευτα κατορθώματα, έχει παραποιηθεί ακόμα και η δημοτική μας παράδοση με πλαστά ηρωικά τραγούδια που εξυμνούν την Κλεφτουριά του Μοριά.
Δείτε ένα από τα δημοτικά μας τραγούδια που έχει πλάσει η κυρίαρχη αφήγηση, που μας παρασταίνει τον τρόπο που ζούσαν οι Κλέφτες, και την συμπάθεια που έτρεφε το χριστιανικό στοιχείο για ελόγου τους:
 Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια.
Έτσι λάμπει κ΄η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
 πώχουν τ΄ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες, 
 οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
 Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε.
  καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε.
 Καβάλα παίρνουν αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι.
 φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους
 και στον αφέντη το Χριστό, τις ασημένιες πάλες.
                  Σύμφωνα με τον ποιητικό θρύλο, τον πλασμένο για να ωραιοποιήσει και να εξηρωίσει την κλέφτικη ζωή, για να επιβιώσουν οι κλέφτες και να αντισταθούν στο κυνήγι της Οθωμανικής εξουσίας, γίνονται ένοπλες ομάδες και μεγαλύτερα τμήματα, με τον καπετάνιο τους και το μπαϊράκι τους,  και στήνουν τα λημέρια τους σε δυσπρόσιτα ορεινά συγκροτήματα που είναι αδύνατο να τους ακολουθήσουν τα τουρκικά αποσπάσματα.Ζούνε σκληρή ζωή πάνω στα βουνά, μαθαίνουν να αντέχουν στις κακουχίες, στις πολύωρες πορείες, στην πείνα και τη δίψα, αποχτάνε ικανότητες και δεξιότητες υπερφυσικές πολλές φορές. Η ικανότητα στο γρήγορο τρέξιμο ήταν μεγάλο πλεονέκτημα,  γι αυτό και κάποιοι έγιναν και έμειναν ονομαστοί για τη γρηγοράδα τους στα πόδια, όπως ο  Νικοτσάρας που ξεπερνούσε στο τρέξιμο ένα άλογο, ή ο Ζαχαριάς που όταν έτρεχε οι φτέρνες του άγγιζαν τα αυτιά του.
            Και βέβαια, για να ζήσουν μετέρχονται τις ληστείες, τις αρπαγές και το πλιάτσικο. Αρπάζουν και πλιατσικολογούν ολόκληρα κοπάδια ζώων, τρόφιμα και ρουχισμό, πυρομαχικά, κοσμήματα, ό,τι βρουν. Θύματά τους; οι Οθωμανοί προεστοί αλλά και χριστιανοί αξιωματούχοι, κοτζαμπάσηδες,  προσκυνημένοι και Τουρκολάτρες. Ιδιαίτερη αδυναμία δείχνουν στο να ληστεύουν καλογέρους και παπάδες όταν μάλιστα συμβαίνει να είναι και προεστοί χωριών. Δεν αποκλείονται όμως και οι ληστείες και το πλιάτσικο σε ολόκληρα χωριά, όπως επίσης και οι απαγωγές ακόμα και μικρών παιδιών για να εισπράξουν λύτρα, όπως και οι βιασμοί γυναικών (άθλημα στο οποίο επιδιδόταν ο κλεφτοκαπετάνιος Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης) ακόμα και για εκδίκηση
                  Όταν δεν επιχειρούν ληστείες ή πλιάτσικο, γυμνάζονται για να αντέχουν στις κακουχίες και τις ελλείψεις, με αθλήματα όπως το τρέξιμο και το άλμα, η σκοποβολή η σπαθασκία και η πάλη, ή διασκεδάζανε ρίχνοντας το λιθάρι ή παίζοντας αμάδες.  Και φυσικά, χορεύουνε και τραγουδάνε.
      Οι κλέφτες  στο Μοριά γίνονται ακόμα πιο δημοφιλείς μετά τα Ορλωφικά (1770) και περιβάλλονται με την αίγλη της αντίστασης κατά των Τούρκων όταν πολλοί διωκόμενοι για ανάμειξή τους στην εξέγερση παίρνουν τα βουνά με τις οικογένειές τους για να γλιτώσουν. Ανακατεύονται οι παλιοί με τους καινούργιους, αυξάνεται το μίσος κατά των Οθωμανών, ενισχύεται η εθνική συνείδηση και το πνεύμα της αντίστασης κατά των κατακτητών.Υποστηρίζεται από πολλούς ότι κατά την περίοδο των Ορλωφικών γίνανε χιλιάδες. Ο Γέρος του Μοριά υποστηρίζει ότι 1.000 Κλέφτες υπό την ηγεσία του πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη πήραν μέρος στην καταστροφή των Αλβανών στην Τριπολιτσά το 1779, ο Τάκης Κανδηλώρος στον ΑΡΜΑΤΩΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 1500 – 1821 υποστηρίζει ότι 3.000 Κλέφτες πολέμησαν μαζί με τους Τούρκους και συμβάλανε στην καταστροφή των Αλβανών στην Τριπολιτσά. Στο βιβλίο του Η ΓΟΡΤΥΝΙΑ, ο Τάκης Κανδηλώρος υποστηρίζει ότι δέκα χρόνια μετά τα Ορλωφικά, «η Πελοπόννησος επλημμύρησεν αύθις από κλέπτας» που περιφέρονταν με ανοιχτές σημαίες χωρίς να φοβούνται την εξουσία ασκούντες γοητεία στο λαό με το αγέρωχο παράστημα και τη μεγαλοπρέπειά τους.Ο Φιλήμονας, ο Φαλέζ (εγγονός του Γέρου του Μοριά), Ο Κολίνος, (γιος του Γέρου), αποθεώνουν τους Κλέφτες τους Κολοκοτρωναίους, και τους παρουσιάζουν να περιφέρονται έφιπποι χρυσοντυμένοι και αγέρωχοι με ανοιχτές τις σημαίες τους.
                    Αυτά και άλλα παρόμοια και εξωπραγματικά ισχυρίζονται όσοι προσπαθούν να ηρωοποιήσουν την προεπαναστατική Κλεφτουριά του Μοριά, η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική.
                Προτού όμως παραθέσω τα επιχειρήματά μου γι αυτό, αξίζει να δούμε τούτο το παλιό παραδοσιακό δημοτικό τραγουδάκι που μας δίνει τη δική του μαρτυρία για την κλέφτικη ζωή και μας προσγειώνει στην σκληρή πραγματικότητα:
 Παιδιά μ΄ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε.
 Εμένα να ρωτήσετε πως τα περνάν οι κλέφτες.
 Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος.
 Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια,
 Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα.
 Σε στρώμα δεν επλάγιασα, μαϊδέ σε μαξιλάρι.
 Το χέρι είχα προσκέφαλο, και το σπαθί μου στρώμα,
 Και το ντουφέκι μ’ αγκαλιά, σαν το παιδί η μάνα.
          Τις λέξεις «Μαύρα παιδιά» έχει σαν γύρισμα αυτό το τραγούδι, και καταλαβαίνετε τη θλίψη και τις μαύρες σκέψεις για την κλέφτικη ζωή που μετέδιδε όταν το τραγουδούσαν.Κλέφτες πρώτα και κύρια ήσαν ληστές και μετά κλέφτες. Ζούσαν κλέβοντας και ληστεύοντας τον χριστιανικό πληθυσμό, τους αγρότες και τη φτωχολογιά. Τους Άρχοντες Οθωμανούς και Χριστιανούς, και τους Κοτζαμπάσηδες – τουρκοκοτζαμπάσηδες τους αποκαλούσε ο λαός – δεν τολμούσαν να τους ενοχλήσουν, να τους κλέψουν ή να τους ληστέψουν, γιατί η Οθωμανική Εξουσία είχε αποσπάσματα έτοιμα να τρέξουν στο κατόπι τους με επικεφαλής Αρβανίτες μπουλούκμπασήδες (αποσπασματάρχες).
                    Στη βόρεια  Ελλάδα που είχε ισχυρό κίνημα  κλεφτών, η Οθωμανική Εξουσία, αλλά  και η τοπική των  Οθωμανών και των Χριστιανών προυχόντων και  κοτζαμπάσηδων  δημιούργησε τους Αρματολούς,  σώματα ενόπλων χριστιανών στην υπηρεσία των Οθωμανών, κάτι σαν μισθοφόρους χωροφύλακες -  πολιτοφύλακες. Ζουν στρατιωτική σχεδόν ζωή σε στρατόπεδα με ιεραρχία, αξιωματικούς κλπ, και διορίζονται από τον πασά, αφού πρώτα προσκυνήσουν.

Ο Θ Κολοκοτρώνης γύρω στα 1826.
Στο Μοριά όμως τακτικοί Αρματολοί ποτέ δεν υπήρξαν. Ο Γέρος του Μοριά στα απομνημονεύματά του αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στην κλέφτικη ζωή του και στην θητεία του ως Κάπος σε Κοτζαμπάσηδες. Με επίγνωση ότι ωραιοποιεί τα πράγματα για να ενισχύσει προφανώς την ιστορική του υστεροφημία του ίδιου και της Μοραΐτικης Κλεφτουριάς, πουθενά δεν λέει ότι ήταν Κλέφτης, και  μιλάει πάντα ως Αρματολός. Ο πρώτος διορισμός του ως Κάπος γίνεται  σε ηλικία 15 χρόνων το 1785. «άλλα μπουλούκια Κλέφτες με έβαλαν Αρματωλόν εις την επαρχίαν του Λεονταριού κατά των Κλεφτών. Δεκαπέντε χρονών ήμουν τότε. Έγινα είκοσι χρονών,  υπανδρεύθηκα … έχτισα σπίτια, επήρα προικιό, έγινα νοικοκύρης, εφύλαγα το βιλαέτι» λέει  στα απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά. Κι εδώ τα μπερδεύει συνειδητά, γιατί δεν θέλει να παραδεχτεί ότι τον διόρισαν Κάπο οι προύχοντες και οι Κοτζαμπάσηδες.Πράγματι, στο Μοριά δεν υπάρχουν αρματολίκια και αρματολοί, και ο λόγος είναι μάλλον η ισχυρή δύναμη και οι δεσμοί των προκρίτων με την Οθωμανική εξουσία.Στο Μοριά υπάρχουν οι κλέφτες και οι καπεταναίοι, οι Κάποι και οι Καπομπασήδες. Ένα είδος έμμισθων αγροτικών Αστυνόμων που τους διόριζαν οι ίδιοι οι προύχοντες και Κοτζαμπασήδες είναι οι Κάποι, που μαζί με σχετικό αριθμό ενόπλων, μπράβων και πιστολάδων, εκτός από σωματοφύλακες και σεκιουριτάδες όπως θα λέγαμε σήμερα, ήσαν επιφορτισμένοι με την φύλαξη και την ασφάλεια των περιουσιών των αφεντάδων τους, τον έλεγχο και περιφρούρηση των χτημάτων τους, τη σύναξη των φόρων, και γενικά την υποστήριξη των συμφερόντων τους, και παρόλο που πολλές φορές τα εύρισκαν  με τους Κλέφτες και ήσαν κάτι σαν συγκοινωνούντα δοχεία, δεν τους άφηναν και πολλά περιθώρια.

Είναι δε οι χριστιανοί προύχοντες του Μοριά η άρχουσα τάξη, η αριστοκρατία των ραγιάδων με μεγάλες περιουσίες και δύναμη. Ο Δεληγιάννης για παράδειγμα, ο πλουσιότερος Κοτζάμπασης του Μοριά, για δεκαετίες είχε Κάπο τον Κόλια Πλαπούτα, αλλά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για ένα διάστημα.

Η Κλεφτουριά του Μοριά που πολλοί θέλουν να την ταυτίζουν με τους Κολοκοτρωναίους, αν δεν ισχυρίζονται σοβαρά κιόλας πως ήταν δημιούργημά τους, αρχίζει να δραστηριοποιείται μετά τα Ορλωφικά και μετά το χαλασμό των Αλβανών στην Τριπολιτσά.Πολλοί από αυτούς ήσαν θύματα της λυσσαλέας και  εγκληματικής συμπεριφοράς των Αλβανών που τους είχαν φέρει οι Τούρκοι με τα Ορλωφικά, και είχαν πάρει τα βουνά είτε γιατί δεν τους είχε μείνει στον ήλιο μοίρα, είτε γιατί ήθελαν να πάρουν πίσω το αίμα τους, την τιμή και το βιός τους, να εκδικηθούν για τις προσβολές και τη διάλυση των οικογενειών τους και των τόσων άλλων καταστροφών που είχαν υποστεί.Κάποιοι υπολογίζουν πως οι Κλέφτες του Μοριά εκείνη την περίοδο και μέχρι το χαλασμό τους το 1806 γίνανε χιλιάδες, στους 7.000 κατά το 1800 τους υπολογίζει ο Αθ. Γρηγοριάδης, στους 5.000 τους υπολογίζει ο Α. Φραντζής, στους 300 έως 500 ο Ρήγας Παλαμήδης, ενώ ο Θ. Κολοκοτρώνης στη Διήγησή του λέει ότι 150 είχαν μείνει κατά το τέλος του 1805. Στους 150 τους υπολογίζουν και οι ξένοι περιηγητές που βρεθήκανε στο Μοριά εκείνη την εποχή..

Αντίθετα από την ωραιοποιημένη εικόνα που μας δίνουν όσοι τους λιβανίζουν, οι Κλέφτες και θεόφτωχοι ήσαν, και ούτε ιδιαίτερη εκτίμηση έτρεφαν για αυτούς οι ραγιάδες. Πως θα μπορούσε άλλωστε να τους εκτιμά ο κοσμάκης, αφού σε βάρος του ζούσαν, ληστεύοντας και κλέβοντας το βιός του; «… εστείλαμεν εις τα Βέρβενα να μας στείλει ψωμί και ζωοτροφίας, και αυτοί μας αποκρίθησαν: Έχομε βόλια και μπαρούτι ( που σημαίνει ότι είχαν οπλισθεί για να τους αντιμετωπίσουν, σημ δική μου), και επήγαμε και τους εχαλάσαμε», λέει ο Κολοκοτρώνης στην διήγησή του. Έτσι στην ψύχρα, ληστέψανε και εξανδραποδίσανε ένα κεφαλοχώρι λες και τους χρωστούσαν.

Ο Ζαχαριάς, πάλι, ο Βλαχομπαρμπιτσιώτης, ο ληστοπειρατής, σταματάει με τα παλικάρια του στη Μονή της Βελανιδιάς λίγο έξω από την Καλαμάτα, και ειδοποιεί τους προύχοντες των Καλαμών να του καταβάλουν χιλιάδες γρόσια για λουφέδες (μισθούς) των παλικαριών του την ίδια εκείνη μέρα, « ή την νύκτα εκείνην διέρχεται την πόλιν καίων και σφάζων ανιλεώς όσους αν απαντήσει». Αν τολμούσαν ας κάνανε κι αλλιώς. Αλλά ο G. Finlay που έζησε στην Ελλάδα και έγραψε για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γράφει ότι «Τα κατορθώματα του Ζαχαριά και του Κολοκοτρώνη, αν και δοξασμένα με «τραγούδια αντιποιητικά και με πεζογραφία παραγεμισμένη, δεν ήτανε παρά καμώματα ληστών και κατσικοκλεφτών» Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στους ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ 1715 – 1820 παρουσιάζει μαρτυρίες περιηγητών που περιγράφουν τους Κλέφτες «αγριοκάτσικα, ξεκομμένα από το κοπάδι το κοινωνικό, θεριά ξαγριεμένα από τον κατατρεγμό των Αρβανιτών μπουλουκμπασήδων» κλπ. 

Τους εξυμνούν και τους παρουσιάζουν χρυσοντυμένους κλπ, κλπ, όσοι τους λιβανίζουν, αλλά το δαχτυλίδι της μάνας του Γέρου του Μοριά στο Μουσείο είναι σιδερένιο.

Μετά τα 1800 τα πράγματα δυσκολεύουν για τους Κλέφτες, στα 1802 μάλιστα η Οθωμανική Εξουσία διατάσσει γενικό αφοπλισμό του Μοριά. Η καταδρομή αρχίζει στα 1804, πολλοί σκοτώνονται, άλλοι καταφέρνουν να φύγουν στα Φτάνησα (έτσι αποκαλούσαν τότε τα Εφτάνησα) που ισχύει ένα σχετικά ελεύθερο πολίτευμα με τους Γάλλους ( και τους Άγγλους σε επόμενη φάση) υπό την προστασία και των Ρώσων, και για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, κατατάσσονται μισθοφόροι στους Γάλλους, τους Ρώσους και τους Άγγλους. Ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα, βλέπετε, χρειαζόταν κρέας για τα κανόνια.. Οι Ρώσοι ειδικά στρατολογούσαν Ρουμελιώτες, Σουλιώτες κλπ και τους έστελναν στην κάτω Ιταλία να πολεμήσουν κατά του Ναπολέοντα, οι Γάλλοι στρατολογούσαν για τον Ναπολέοντα κλπ.

Οι 150 περίπου που μένουν ακόμα στο Μοριά εξοντώνονται συστηματικά σε διάστημα ενός μηνός μεταξύ Γενάρη και Φλεβάρη του 1806. Σφάζονται από τα οθωμανικά και τα μικτά από Οθωμανούς και Χριστιανούς αποσπάσματα, σφάζονται από τους χωριάτες όπου και όταν τους ξετρυπώνουν από κάποια λόχμη, και μόνο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με έναν από τους Πετιμεζαίους καταφέρνει να φθάσει στη Ζάκυνθο.Ο Κολοκοτρώνης αποδίδει την αιτία για τον αφανισμό της Κλεφτουριάς του Μοριά  σε γαλλικό δάκτυλο προς την Υψηλή Πύλη, επειδή φοβόταν «διατί μία ημέρα ημπορούν να κάμουν επανάστασιν». Για πολλούς ιστορικούς όμως δύο είναι οι αιτίες που οδήγησαν στον αφανισμό της κλεφτουριάς: Η μία είναι η καταστροφή που κάνανε στα Βέρβενα, και ή άλληη κυριότερη, είναι ότι τα βάλανε με το βαθύ κράτος και το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Με επίκεφαλής τον περίφημο Γιώργα από τον Αετό Τριφυλλίας στήσανε ενέδρα και αιχμαλωτίσανε τον πάμπλουτο κοτζάμπαση των Γαργαλιάνων, τον πρωτοσύγγελο Ανδριανουπόλεως, έμπιστο του πασά, που ταξίδευε προς την Τριπολιτσά με ένοπλη συνοδεία και πολλά χρήματα από φόρους του Πατριαρχείου. Τον Γιώργα που τον είχε στην δούλεψή του ως Κάπο ο πρωτοσύγγελος, τον απέλυσε αιφνιδίως χωρίς να του πληρώσει το καπηλίκι του ο αθεόφοβος, στέλνοντας συνάμα ξοπίσω του τα τούρκικα αποσπάσματα με ρητή εντολή να τον  φέρουν στα πόδια του  νεκρό ή ζωντανό. Τα πράγματα ωστόσο δεν πήγαν όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει ο Πρωτοσύγκελος Ανδριανουπόλεως, ο καπετάν Γιώργας πριν χάσει το κεφάλι του από προδοσία στο Ληνό της Αιμυαλούς κοντά στη Δημητσάνα, πρόλαβε να τον εκδικηθεί κανονικότατα: όχι μόνο του έστησε ενέδρα και τον απήγαγε (ζητώντας το δίκαιό του και τα σχετικά λύτρα, τα οποία έλαβε και με το παραπάνω), αλλά και τον ξεφτίλισε δεόντως (τον είχε γυμνό με νερό και ψωμί μέσα σε ένα ξεροπήγαδο για 40 ημέρες, οι σχετικές φήμες λένε πως τον βίασε κιόλας κατ’ επανάληψη παρουσία των παληκαριών του).

Μετά τη ληστεία και τον εξευτελισμό του Πρωτοσύγκελου η κατάσταση γύρω από τον αφανισμό των κλεφτών εξελίσσεται ταχύτατα. Ο Οσμάν Πασάς  - Μόρα Βαλεσής – θεωρεί ότι το ποτήρι ξεχείλισε. Καλεί προύχοντες και αρχιερείς στην Τριπολιτσά και τους προτρέπει να συντάξουν αναφορά προς την Υψηλή Πύλη (= Ανώτατη Οθωμανική Διοίκηση) ζητώντας τα κεφάλια των κλεφτών, και δείτε πως μας το μεταφέρει η δημοτική μας Μούσα:

Οι γέροντες κι’ οι προεστοί κ’ οι προύχοντες του τόπου

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον Βασιληά στην Πόλι:

«Άκουσε Αφέντη Βασιληά και πολυχρονεμένε:

Οι κλέφτες πούνε στο Μωρηά γινήκαν βασιλειάδες

Ο Θοδωράκης  βασιληάς  κι ο Γιάννης είν’ Βεζύρης

Κι ο Γιώργος από τον Αητό είνε Κατής και κρένει.»

Ο Βασιληάς σαν τάκουσε πολύ του κακοφάνη

Κι ευθύς φερμάνι έβγαλε και στο Μωρηά το στέλνει

Τους κλέφτες να σκοτώσουνε τους Κολοκοτρωναίους.

Αλλά και το Πατριαρχείο δεν μπορούσε να καταπιεί τον εξευτελισμό του Πρωτοσύγκελου και τη ληστεία των δικαιωμάτων του από τους κλέφτες, και ο Πατριάρχης Καλλίνικος ο Ε’ έβγαλε συνοδικό επιτίμιο κατά των κλεφτών και εκείνων που με οποιονδήποτε τρόπο τους συμπαραστέκονται.Με το επιτίμιο υποχρεώνονται οι χριστιανοί όχι μόνο να μην δίνουν ψωμί ούτε νερό στους κλέφτες, αλλά να τους καταδίδουν στην εξουσία, να καταδίδουν εκείνους που τους υποθάλπουν και εκείνους που γνωρίζουν κάτι περί αυτών, και προθύμως να  παρέχουν στο στρατό κάθε ένοπλη συνδρομή για την εξόντωσή τους, αλλιώς να είναι αφορισμένοι και καταραμένοι εις τους αιώνας των αιώνων. Ήσαν τόσο τρομερές και φρικιαστικές οι κατάρες που επικρέμονταν επί των κεφαλών των  θεοσεβούμενων ραγιάδων με εκείνο το επιτίμιο, που ραγίζανε και οι πέτρες κατά τον Φραντζή.

Ο ληνός της Αιμυαλούς. Εδώ σφάχτηκε μια ομάδα κλεφτών υπό τον Γιάννη Κολοκοτρώνη.


                                 Η κατάσταση για όσους Κλέφτες απομένουν -  και δεν είναι και πολλοί – γίνεται τραγική πλέον, συνάμα και θλιβερή. Τους κυνηγάνε ακόμα και οι πέτρες. Τους κυνηγάει όχι μόνο η Οθωμανική Εξουσία αλλά και η ντόπια, οι προύχοντες του Μοριά και το Πατριαρχείο με το παπαδαριό. Κι επί πλέον έχει ξεσηκωθεί και η φτωχολογιά και συντάσσεται με τους διώκτες τους. «Όλος ο Μοριάς σηκώθηκε να κατατρέξει την Κλεφτουριά» μας πληροφορεί και ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ο λαός τους μισεί γιατί περισσότερο τυραννούσαν το ανυπεράσπιστο χριστιανικό στοιχείο. Όχι μόνο δεν τους δίνει ένα κομμάτι ψωμί, αλλά τους σκοτώνει όπου τους βρει. Η θλιβερή καταστροφή τους που συντελέστηκε μέσα σε ένα μήνα, το ντροπιαστικό τέλος μιας ομάδας Κλεφτών στον ληνό της Μονής της Αιμυαλούς που τους σφάξανε σαν αρνιά οι χωριάτες,  δείχνει ότι και απόλεμοι ήσαν, και οι ύμνοι και οι λιβανωτοί για καραούλια και κλέφτικα λημέρια φθηνά παραμύθια ήσαν.

Ετούτη η γενιά των Κλεφτών και όσοι κατέφυγαν στα Εφτάνησα που ήταν κέντρο διερχομένων και σταυροδρόμι διακίνησης ιδεών, θεωρήθηκαν από πολλούς ότι μπόλιασαν την προεπαναστατική Κλεφτουριά του Μοριά με πατριωτικά αισθήματα, και συνέβαλαν στη διαμόρφωση νέας προσωπικότητας με εθνική συνείδηση. Οι χιλιάδες που καταταχτήκανε μισθοφόροι σε ξένους στρατούς και εκπαιδευτήκανε στην τέχνη του πολέμου όπου πολλοί αναδειχτήκανε σε αξιωματικούς, ήσαν οι έμπειροι πολεμιστές που επάνδρωσαν αργότερα και στελέχωσαν τις επαναστατικές δυνάμεις και τα στρατιωτικά σώματα, αυτοί που αποτελέσανε  τη μαγιά της ένοπλης δύναμης του Ιερού Αγώνα. Λαμπρό παράδειγμα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που αναδείχτηκε σε ιδιοφυία του άτακτου πολέμου και Αρχηγός του στρατεύματος του Μοριά. Είχε καταταγεί με το βαθμό του λοχαγού στους Άγγλους στα Εφτάνησα και αργότερα προήχθη σε ταγματάρχη.

Επιπλέον, πολλοί πρώην κλέφτες ή αρματολοί ανέβηκαν στις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, και αρκετοί από αυτούς[ για προφανείς λόγους στα απομνημονεύματά τους εξωράισαν ως πατριωτική την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου