![]() |
Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες Αρβανίτες με καταγωγή από τους πανάρχαιους Έλληνες Ιλλυριούς που κατέβηκαν από την Βόρεια Ήπειρο το 1380 περίπου στην Πελοπόννησο, ύστερα από πρόσκληση των Δεσποτών του Μιστρά Μανουήλ Καντακουζηνού και Θεοδώρου Α Παλαιολόγου.Οι πηγές μιλάνε για σαράντα οικογένειες με ελληνική συνείδηση που εγκαταστάθηκαν στα νοτιοδυτικά του όρους Τετράζι, στα ορεινά του Δωρίου και της Αυλώνας της Άνω Μεσσηνίας. Σε σκηνές και καλύβες εγκαταστάθηκαν στην αρχή ζώντας πρωτόγονη ζωή ως μικροκτηνοτρόφοι και καλλιεργητές της γης κυρίως, αναμίχτηκαν με τους λιγοστούς κατοίκους της περιοχής, και από αυτούς αναδείχτηκαν οι περίφημοι Ντρέδες όπως έμειναν γνωστοί στην ιστορία.
Οι Δεσπότες του Μιστρά κατεβάζανε τότε Αρβανίτες στο Μοριά είτε γιατί είχε αραιώσει ο πληθυσμός από τους πολέμους, τις επιδημίες, και άλλες αιτίες όπως οι σφαγές που κάνανε κατά καιρούς οι Βυζαντινοί στο ελληνικό στοιχείο, είτε για να τους αναθέσουν τη φύλαξη περιοχών, στενών και περασμάτων, αλλά και να τους χρησιμοποιούν ως στρατιώτες και συνοριοφύλακες έναντι των Φράγκων που κατείχαν ακόμα τμήματα του Μωρηά. Τους παραχωρούσαν μια περιοχή στην οποία ζούσαν ασχολούμενοι με την καλλιέργεια της γης και την μικροκτηνοτροφία, και όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη έτρεχαν οπλισμένοι με τα άλογά τους να πολεμήσουν για τα συμφέροντα του Αφέντη. Με το πέρασμα των χρόνων, γενιά με τη γενιά, έχτισαν τα 12 χωριά τους, Σουλιμά, Ψάρι, Κούβελα, Βλάκα (Χρυσοχώρι), Γκλιάτα, Κλέσουρα κ.α. που όλα μαζί ονομάστηκαν Σουλιμοχώρια
Αργότερα επί Τουρκοκρατίας που είχε αυξηθεί ο πληθυσμός τους, ζούσαν ανεξάρτητοι με δική τους αυτοδιοίκηση έθιμα και νόμους υπό την ηγεσία της Δημογεροντίας των Σουλιμοχωρίων που την συγκροτούσαν οι εκλεγμένοι δημογέροντες των χωριών.
![]() |
Σουλιμά |
Φαίνεται ότι και οι Τούρκοι δεν έδειχναν διάθεση να ασχοληθούν μαζί τους έτσι καθώς ήταν ατίθασοι και απομονωμένοι στα ορεινά, ενώ παράλληλα μπορούσαν να παρατάξουν μέχρι και 7.000 σκληραγωγημένους πολεμιστές.
H ονομασία του χωριού Σουλιμά που ήταν και το πρώτο που χτίστηκε, αποδίδεται στον αρχηγό των πρώτων εποίκων που είχε το όνομα Σουλιμάν Μπέης. Μια άλλη άποψη είναι ότι προέρχεται από τις λέξεις Σούλι και Μαδ που στα αρβανίτικα σημαίνουν Μεγάλο Σούλι. Για τη σημασία της ονομασίας τους έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με την επικρατέστερη, «Ντρες» σημαίνει ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος και πιθανότατα προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη «ντρέιτ» που σημαίνει «ίσιος». Με την πάροδο του χρόνου η έννοιά της έγινε ταυτόσημη με τον ανδρείο, τον γενναίο, τον δυνατό, το παλικάρι, τον ψηλόκορμο. Πριν τα τέλη της δεκαετίας του ’40 που έφυγα από το χωριό μου το Ψάρι Γορτυνίας – Ψάρι είναι και ένα από τα 12 Σουλιμοχώρια - όταν θέλανε να αναφερθούν σε κάποιο εντυπωσιακό άνδρα, όμορφο, ψηλό, παλληκάρι, τον λέγανε «Ντερέκι».
Εκτός του ότι ήταν ξακουστοί πολεμιστές οι Ντρέδες, ήταν και μπεσαλήδες (τηρούσαν το λόγο τους, σημαντικό προτέρημα για έναν άνδρα), ήταν θρήσκοι μέχρι δεισιδαιμονίας, είχαν ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και σεβόντουσαν υπέρμετρα τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέροντες. Ήταν πεισματάρηδες και εριστικοί, δεν υποχωρούσαν από ένα επεισόδιο αν και το είχαν προκαλέσει, ήταν φιλότιμοι, φιλόξενοι και θρήσκοι. Οι Ντρέδες ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα πολεμιστές. Κυκλοφορούσαν πάντοτε οπλισμένοι και είναι χαρακτηριστικό ότι οπλοφορούσαν και οι γυναίκες που σε περίπτωση πολέμου, μάχονταν στο πλευρό των ανδρών. Στη μάχη του Ψαρίου (24/4/27) ενάντια στον Ιμπραήμ, η Γιαννούλα Ντάρα έπεσε μαχόμενη μαζί με άλλες 7 γυναίκες των Ντρέδων!
Πολυτραγουδισμένη είναι και η ομορφιά αυτών των γυναικών, θυμηθείτε το τραγουδάκι για τις Σουλιμιώτισσες:
Δεν φταίνε τα γλυκά κρασιά, δεν φταίν’ τα γιοματάρια
Μα φταίνε οι Σουλιμιώτισσες, που βάζουν το φτιασίδι…. Κλπ, κλπ
Έχοντας ενσωματωθεί με το ντόπιο στοιχείο και αποκτήσει ελληνική συνείδηση οι Ντρέδες, αγωνίστηκαν πάντα για την ανεξαρτησία του τόπου τους, και στον αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 έδωσαν πολλούς αγωνιστές, όπως Παπατσώρης, Γκρίτζαλης, Μέλιος, Ντούφας, Πετιμεζαίοι, Ντάβος, Ρούσης, Σουλιμιώτης, Ριπεσιώτης κ.ά..
![]() |
Επίσης οι Ντρέδες ήταν φίλοι και συμπολεμιστές του Κολοκοτρώνη, ο οποίος τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε πολύ : «Ήλθαν και οι Αρκαδιανοί, οι πλέον δυνατοί στρατιώται της Πελοποννήσου, οι λεγόμενοι Ντρέδες» . γράφει ο Φωτάκος, ο υπασπιστής του Γέρου του Μοριά.
Όταν
ο Ιμπραήμ πασάς το 1827 που έκαιγε και εδήωνε
το Μοριά τους κάλεσε να δηλώσουν υποταγή, «Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν
και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι» του απάντησαν περήφανα. Και
πράγματι, ο Ιμπραήμ δεν μπόρεσε να υποτάξει τα Σουλιμοχώρια. Πήραν μέρος σε πολλές μάχες, Βαλτέτσι, Τριπολιτσά,
Δερβενάκια, Μέγα Σπήλαιο, Νιόκαστρο, Λάλα, Ναύπλιο, Πάτρα, Άργος, Δραμπάλα,
Καρυές, Ίσαρι, Πιάνα, Λάπι, Ψάρι, Αετό, Λυκουδέσι, Γουβαλάρια κ.ά.
Από τους Ντρέδες κατάγονται και αγωνιστές που για διαφορές με τους Τούρκους κυρίως φύγανε από τα Σουλιμοχώρια και ανέβηκαν στη Γορτυνία και αλλού για να γλιτώσουν την οργή τους. Οι Τζαβελλαίοι, ο Κόλλιας Πλαπούτας, ο Ντάρας και άλλοι. Ο Καπετάν Θανάσης Τζαβέλλας ήταν ξακουστός Καπόμπασης στην άνω Φιγαλία στο Δραγώιγι, κι εκεί είχε καταφύγει ο δεκαοχτάχρονος Κόλλιας Πλαπούτας ύστερα από το φόνο ενός Σπαχή στο χωριό του το Σουλιμά. Έξι παιδιά είχε ο καπετάν Τζαβέλλας, ανάμεσά τους και μια πανέμορφη κόρη που την είδε ο Αγάς της Παύλιτσας και σκλαβώθηκε από την ομορφιά της. Έστειλε και τη ζήτησε από τους Τζαβελλαίους, εκείνοι όμως αρνήθηκαν να του την δώσουν. Παρακάλεσε, έταξε, απείλησε, αλλά δεν δέχονταν κουβέντα.
Μια μέρα που τον ειδοποίησαν οι άνθρωποί του ότι έλειπαν οι Τζαβελλαίοι σε διπλανό χωριό, ο Αγάς όρμησε με τους δικούς του, άρπαξε την κοπελιά και την έκλεισε στον πύργο του. Η κόρη μην αντέχοντας στη σκέψη ότι Αγάς θα μιάνει το κορμί της, στην πρώτη ευκαιρία που της δόθηκε άρπαξε ένα μαχαίρι και το έμπηξε στην καρδιά της. Από τη στιγμή εκείνη η τύχη του Αγά είχε κριθεί. Οι Τζαβελλαίοι είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν. Ο Αγάς όμως είχε σαράντα σκυλιά φρουρούς και ήταν δύσκολο να τον πλησιάσουν. Η ευκαιρία τους δόθηκε μια μέρα που ο Αγάς θα πήγαινε στο Μαυρομάτι για το πανηγύρι του Αγιο Δημητριού. Ο Κόλιας είχε έτοιμα κοψίδια από μια γίδα που είχε σφάξει, και στο κατάλληλο σημείο της διαδρομής που μπλοκάρανε τον Αγά, άρχισε να τα ρίχνει στα σκυλιά – φύλακες. Τα σκυλιά τρέξανε στο κρέας και τα Τζαβελλόπουλα με τον Κόλλια ορμήσανε στον Αγά, τον κομματιάσανε και ρίξανε τα κομμάτια του στα σκυλιά του.
![]() |
Μετά το φόνο του Αγά, οι Τζαβελλαίοι και ο Κόλλιας Πλαπούτας που μαθεύτηκε ότι ήταν ο φονιάς του Σπαή στο Σουλιμά, δεν μπορούσαν πλέον να σταθούν στην περιοχή. Ανέβηκαν προς τα πάνω, πέρασαν τον Αλφειό, και από τη Γορτυνία σκορπίστηκαν στα πέντε σημεία του Μοριά, εκτός από έναν που τράβηξε και έφθασε στο Σούλι. Υποστηρίζεται (μαζί και ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του), ότι από εκείνον προέρχεται η περίφημη αργότερα γενιά των Τζαβελλαίων του Σουλίου.
Ο Πλαπούτας ανέβηκε πιο πάνω από τον Αλφειό και περιφερόταν στα ορεινά της Γορτυνίας, ανάμεσα στα χωριά Ράφτη, Παλούμπα, Σαρακίνι, Ψάρι, Σέρβου κ. ά. Και τελικά είχε καταλήξει στου Παλούμπα. Λόγω των ιδιαίτερων σωματικών του ικανοτήτων, του ατρόμητου χαρακτήρα του (ημίθεο της Γορτυνίας τον αποκαλεί ο Τάκης Κανδηλώρος) και της εξυπνάδας του, ο Κόλλιας είχε ξεχωρίσει και γρήγορα κατέληξε Καπόμπασης στην υπηρεσία του πλουσιότερου και μεγαλύτερου Άρχοντα του Μωρηά, του Μωραγιάννη Γιάννη Δεληγιάννη. Επικοί είναι οι αγώνες του Κόλλια με τους περίφημους Τουρκαλβανούς Λαλαίους οι οποίοι έκαναν συχνές επιδρομές από του Λάλα ( περιοχή Ηλείας που ήταν το χωριό τους), στην Καρύταινα – Γορτυνία για ληστείες και πλιάτσικο.
Αν και υπερήλικας ο Κόλλιας πρόσφερε πολλά στην Επανάσταση, ένα από τα παιδιά του ο ήρωας Γώργος Πλαπούτας έπεσε στη μάχη του Λάλα τον Ιούλη του 1821, ένας άλλος γυιός του είναι ο γνωστός αγωνιστής και ήρωας Δημητράκης Πλαπούτας.
Σέρβου Γορτυνίας.
Από τους Ντρέδες καταγόταν και ο Γιαννάκης Ντάρας που σε ηλικία περίπου είκοσι χρονών έφυγε κυνηγημένος από του Μελιγαλά ύστερα από το φόνο ενός Τούρκου και εγκαταστάθηκε στο απρόσιτο τότε Σέρβου της Γορτυνίας. Ένας από τα παιδιά του ο Φώτης Δάρας που γεννήθηκε το 1795, εξελίχθηκε σε οπλαρχηγό και προσέφερε πολλά στην υπόθεση της Επαναστάσεως. Έλαβε μέρος ως οπλαρχηγός υπό τον Γενναίο Θ. Κολοκοτρώνη και γραμματικός του στρατηγού Δ. Πλαπούτα. Πολέμησε σε πολλές μάχες, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου