Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Τα Ακριτικά τραγούδια.

                 

  

Ο Κωσταντίνος ο μικρός, κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος, και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμήτης . Ελάτε να ξεφύγουμε λίγο από την καθημερινότητα, και να δούμε ένα επικό ακριτικό ποιηματάκι που προέρχεται από παλιό παραδοσιακό τραγούδι με τις ρίζες του να ανιχνεύονται στα βάθη των αιώνων. Τραγουδάει και υμνεί τις πολεμικές αρετές και τους αγώνες των Ελλήνων Ακριτών κατά των Σαρακηνών.

               Κάπου εκεί στη δεκαετία του 1940, μαθητής στο δημοτικό σχολείο, μου είχε αναθέσει ο δάσκαλος να το απαγγείλω την ημέρα της εθνικής μας γιορτής, την 25η Μαρτίου. Έτσι γιορτάζαμε τότε την εθνική μας γιορτή, με απαγγελίες ηρωικών κυρίως ποιημάτων στο σχολείο με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων, με χορούς και τραγούδια, ενώ κάποιοι Ψαραίοι που διατηρούσαν ακόμα φουστανέλλες των παππούδων  στα φορτσέρια τους , τις φορούσαν για τις ανάγκες της ημέρας.

            Τα ακριτικά λεγόμενα τραγούδια είναι τα παλαιότερα δημοτικά και αναφέρονται στα κατορθώματα των Ακριτών, των φρουρών δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 8ο – 9ο αιώνα και μεταγενέστερα. Με τον λιτό αλλά πλούσιο και συνεκτικό λόγο τους λόγο τους και την αναφορά στα ηρωικά κατορθώματα, υμνούν και τραγουδούν την προσωπική λεβεντιά και τις πολεμικές ικανότητες του Ακρίτα, που μπροστά στους Σαρακηνούς και άλλους εισβολείς λαμβάνει μυθικές διαστάσεις.

 

Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι’ ο Αλέξης ο αντρειωμένος,

Καί τό μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης,

αντάμα τρών καί πίνουνε καί γλυκοκουβεντιάζουν,

κι’ αντάμα έχουν τούς μαύρους των ‘ς τόν πλάτανο δεμένους.

Τού Κώστα τρώει τά σίδερα, τ’ Αλέξη τά λιθάρια,

καί τού μικρού Βλαχόπουλου τά δέντρα ξεριζώνει.

Κι’ εκεί πού τρώγαν κι’ έπιναν καί πού χαροκοπούσαν,

Πουλάκι πήγε κι’ έκατσε δεξιά μεριά στήν τάβλα.

Δέν κελαϊδούσε σάν πουλί, δεν έλεε σάν αηδόνι,

Μόν’ ελαλούσε κι’ έλεγε νάθρωπινή κουβέντα.

«Εσείς τρώτε καί πίνετε καί λιανοτραγουδάτε,

Και πίσω σάς κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.

Πήραν τ’ Αλέξη τά παιδιά, τού Κώστα τή γυναίκα,

Και τού μικρού Βλαχόπουλου τήν αρραβωνιασμένη».

Ώστε να στρώση ο Κωσταντής καί νά σελλώση ο Αλέξης,

Εύρέθη τό Βλαχόπουλο ‘ς τό μαύρο καβαλλάρης.

«Για σύρε σύ Βλαχόπουλο ‘ς τή βίγλα νά βιγλίσης,

άν είν’ πενήντα κ’ εκατό χύσου μακέλλεψέ τους,

Κι άν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ μας».

Επήγε τό Βλαχόπουλο στή βίγλα νά  βιγλίση.

Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι’ Αράπηδες κουρσάρους.

Οί κάμποι επρασινίζανε, τά πλάγια κοκκινίζαν.

Άρχισε νά τούς διαμετράη, διαμετρημούς δέν είχαν.

 

Σαρακηνοί

Να πάη πίσω ντρέπεται, νά πάη εμπρός φοβάται.

Σκύβει φιλεί τό μαύρο του, στέκει καί τόν ρωτάει.

«Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι ς’ το γαίμα για να πλέξης;

-Δύνομαι αφέντη, δύνομαι ‘ς το γαίμα για να πλέξω,

Κι’ όσους θά κόψη τό σπαθί τόσους θέ νά πατήσω.

Μόν’ δέσε τό κεφάλι σου  μ’ ένα χρυσό μαντήλι,

Μήν  τύχη λάκκος καί ρηχτώ καί πέσης άπ’ τή ζάλη.

 

  Διγενής Ακρίτας

 -Σαΐταις μου αλεξαντριναίς, καμιά νά μη λυγίση,

καί σύ σπαθί μου διμισκί, νά μήν αποστομώσης.

Βόηθα μ’ ευχή τής μάννας μου καί τού γονιού μου βλόγια,

Ευχή τού πρώτου μ’ αδερφού, ευχή καί τού στερνού μου.

Μαύρε μου, άιντε νά μπούμε, κι’ όπου ό Θεός τά βγάλη!»

΄Σ τά έμπα του μπήκε σάν αιτός, ‘ς τά ξέβγα σάν πετρίτης

‘ς τά έμπα του χίλιους έκοψε, ΄ς τά ξέβγα δυό χιλιάδες,

Και ‘ς τό καλό  τό γύρισμα κανένα δέν αφήνει.

Πήρε τ΄Αλέξη τά παιδιά, τού Κώστα τή γυναίκα,

καί τό μικρό Βλαχόπουλο τήν αρραβωνιασμένη.

Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τούς παίρνει.

Στο δρόμο νόπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.

«Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι’ Αλέξη αντρειωμένε;

άν είστε εμπρός μου φύγετε κι’ οπίσω μου κρυφτήτε ,

τί θόλωσαν τά μάτια μου, μπροστά μου δέν σάς βλέπω,

καί τό σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,

κι’ ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τά κουφάρια.»

 

Σημ: το βρίσκετε και στα ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ  του Ν.Γ Πολίτη.