Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

ΚΟΛΛΙΑΣ ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ

 


 

 

Κόλιας Πλαπούτας.

Παλαιός κλεφτοκαπετάνιος και Αρματωλός του Μοριά κατά τον Φωτάκο στα Απομνημονεύματα της Ελληνικής Επαναστάσεως, που διέπρεψεν ως ένας των περίφημων κλεπτών της Πελοποννήσου, κ. ά.

Ως τέκνον του Έρωτος και της Ανδρείας τον παρουσιάζει ο Φαλέζ (= εγγονός του γέρου του Μοριά), και « ως την περιεργοτέραν Γορτυνιακήν φυσιογνωμίαν της Τουρκοκρατίας διά τε την μυστηριώδη και μυθικήν ούτως ειπείν, εμφάνισήν του και ιδία δια την απέριττον και βιαιοτάτην δράσίν του » ο Τάκης Κανδηλώρος στο βιβλίο του Η ΓΟΡΤΥΝΙΑ, ως ημίθεο της Γορτυνίας κάποιοι άλλοι. Γιός του Γιώργη Πλαπούτα γεννήθηκε στο αρβανιτοχώρι της Τριφυλίας Σουλιμά   το 1735, και έζησε κοντά στην οικογένειά του μέχρι τα δεκαοχτώ του χρόνια βοηθώντας τον πατέρα του στην καλλιέργεια των φτωχικών τους χωραφιών και στο φύλαγμα του κοπαδιού τους.   

Στα δεκαεφτά–δεκαοχτώ του χρόνια έτυχε να περνάει από ένα σημείο που δυο Σπαήδες είχαν στριμώξει έναν Σουλιμιώτη και τον ξυλοφόρτωναν. Ατίθασος, με πρωτόγονους τρόπους, βίαιο χαρακτήρα και ασυνήθιστη σωματική δύναμη ο Κόλλιας (κρατούσε λένε από τους περίφημους Ντρέδες) αλλά και με ακράτητο μίσος κατά των Τούρκων, σταμάτησε και τους ρώτησε για ποιο λόγο τον δέρνουν. Άρπαξε μάλιστα το χέρι του Σπαή και το έσφιξε σαν μέγγενη, κι εκείνος τράβηξε το πιστόλι του. Ο Κόλλιας έσυρε το μαχαίρι του και τον έσφαξε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τρομαγμένος ο δεύτερος Σπαής το έβαλε στα πόδια για να γλιτώσει και να ειδοποιήσει τον Αγά. Ο Κόλιας έτρεξε στο φτωχικό τους, χαιρέτησε τον πατέρα του και τη μάνα του, πήρε το όπλο του και έφυγε προτού  τον προλάβουν τα αποσπάσματα που εξαπολύθηκαν εναντίον του. Πέρασε στην Άνω Φιγαλία και κατέληξε στο Δραγώγι, περιοχή του ξακουστού καπόμπαση Καπετάν Θανάση Τζαβέλλα. Εντάχθηκε στη δύναμή του και στα δυο χρόνια που έμεινε εκεί του δόθηκε η ευκαιρία όχι μόνο να αναδείξει τα ιδιαίτερα σωματικά προσόντα του, αλλά και να γνωριστεί και με τους άλλους καπετάνιους της γύρω περιοχής.

Έξι παιδιά είχε ο καπετάν Τζαβέλλας, ανάμεσά τους και μια πανέμορφη κόρη που την είδε ο Αγάς της Παύλιτσας και σκλαβώθηκε από την ομορφιά της. Έστειλε και τη ζήτησε από τους Τζαβελλαίους, εκείνοι όμως αρνήθηκαν να του την δώσουν. Παρακάλεσε, έταξε, απείλησε, αλλά δεν δέχονταν κουβέντα. Μια μέρα που τον ειδοποίησαν οι άνθρωποί του ότι έλειπαν οι Τζαβελλαίοι σε διπλανό χωριό, ο Αγάς όρμησε με τους δικούς του, άρπαξε την κοπελιά και την έκλεισε στον πύργο του. Η κόρη μην αντέχοντας στη σκέψη ότι Αγάς θα μιάνει το κορμί της, στην πρώτη ευκαιρία που της δόθηκε άρπαξε ένα μαχαίρι και το έμπηξε στην καρδιά της. Από τη στιγμή εκείνη η τύχη του Αγά είχε κριθεί.  Οι Τζαβελλαίοι είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν. Ο Αγάς όμως είχε σαράντα σκυλιά φρουρούς και ήταν δύσκολο να τον πλησιάσουν. Η ευκαιρία τους δόθηκε μια μέρα που ο Αγάς θα πήγαινε στο Μαυρομάτι για το πανηγύρι του Αγιο Δημητριού.  Ο Κόλιας είχε έτοιμα κοψίδια από μια γίδα που είχε σφάξει, και στο κατάλληλο σημείο της διαδρομής που μπλοκάρανε τον Αγά, άρχισε να τα ρίχνει στα σκυλιά – φύλακες. Τα σκυλιά τρέξανε στο κρέας και τα Τζαβελλόπουλα  με τον Κόλια ορμήσανε στον  Αγά, τον  κομματιάσανε  και ρίξανε τα κομμάτια του στα σκυλιά του.

Μετά το φόνο του Αγά, οι Τζαβελλαίοι και ο Κόλιας Πλαπούτας που μαθεύτηκε ότι ήταν ο φονιάς του Σπαή στο Σουλιμά, δεν μπορούσαν πλέον να σταθούν στην περιοχή. Ανέβηκαν προς τα πάνω, πέρασαν τον Αλφειό, και από τη Γορτυνία σκορπίστηκαν στα πέντε σημεία του Μοριά, εκτός από έναν που τράβηξε και έφθασε στο Σούλι. Υποστηρίζεται (μαζί και ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του), ότι από εκείνον  προέρχεται  η περίφημη αργότερα γενιά των Τζαβελλαίων του Σουλίου.

 

Αλφειός.

Ο Πλαπούτας τράβηξε λίγο πιο πάνω από τον Αλφειό και σταμάτησε στα Γορτυνιακά βουνά της πάνω Ηραίας, κινούμενος σε μια δασώδη περιοχή ανάμεσα στα χωριά Παλούμπα, Ράφτη, Αράχωβα, Ψάρι, Σαρακίνι. Στη δασώδη περιοχή Λακαμάδα που σήμερα είναι ιδιοκτησία Ψαραίικη έφτιαξε το καλύβι του, και δεν άργησε να δημιουργήσει και το κοπάδι του με γιδοπρόβατα. «…έζη πλάνητα βίον εις τα ποιμενικά χωριά της Ηραίας…. Εύρε προστασίαν παρά τω Παλουμπιώτη Μαυροειδή Πιτσούνη και μετά τινα έτη απέκτησε μικράν περιουσίαν» γράφει ο Τάκης Κανδηλώρος.                                                                                                                    
Το Παλούμπα ήταν ένας μικρός οικισμός από καλύβες καμιά εικοσαριά τσοπάνηδων, και από τις μαρτυρίες φαίνεται πως πρώτος ο Κόλιας Πλαπούτας έχτισε εκεί κανονικό πέτρινο σπίτι, «…αλλά δια πολλούς λόγους απηγόρευσε την επέκτασιν του συνοικισμού και εκ τούτου το χωρίον έμεινεν αείποτε μικρόν, κατοικούμενον υπό μόνον των Πλαπουταίων και των οικειοτέρων του Κόλια παλληκαρίων». Ο Γ. Καρπούζος επίσης στο βιβλίο του ΚΟΛΙΑΣ ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ ο ημίθεος της Γορτυνίας, μας πληροφορεί ότι «οι Πιτσουναίοι, ο Μαυροειδής και ο Πανούσης, ήταν  προύχοντες και καπετάνιοι στου Παλούμπα, και τον πήραν κοντά τους για ταχυδρόμο, βοσκό και φύλακα. Ο Κόλιας όμως σε λίγον καιρό κατόρθωσε να αποκτήσει δικά του γιδοπρόβατα, να κτίσει καλύβια στη Λακαμάδα και σπίτι στου Παλούμπα».

Υπήρχαν και άλλοι οπλαρχηγοί στην γύρω περιοχή, όπως ο Δήμος από τους Αράπηδες που λημέριαζε στο βουνό Μαρτιάκο και στα Πέντε Αλώνια που τον τραγουδάει και η δημοτική παράδοση, ο Θανασάς ο Βλαχοραφτίτης, ο Τσάκαλης στου Κοκορά και άλλοι. Οι Παλουμπαίοι ήταν όλοι τους αρχηγοί και καπετάνιοι, κυκλοφορεί μάλιστα από παλιά και το περιπαικτικό: Δώδεκα Παλουμπαίοι δεκατρείς καπετάνιοι. Και όμως, ο Κόλιας κατόρθωσε να τους επιβληθεί ως ανώτερος και αξιότερός τους. Οι Πιτσουναίοι εκτιμώντας τα προσόντα του Κόλια τον είχαν «ρογιάσει»  για να τον έχουν όργανό τους, εκείνος όμως θεωρώντας τους πολύ κατωτέρους του για να τον εξουσιάζουν, πολύ σύντομα «εξερογιάσθη» και ανεξαρτητοποιήθηκε.                 

Εκείνο  τον καιρό, ο μεγαλύτερος άρχοντας του Μοριά ήταν ο Γιάννης Δεληγιάννης από τα Λαγκάδια. Πρώτος προύχοντας του Μοριά, γενικός αντιπρόσωπος των Μοραϊτών στην Πύλη, Μωραγιάννης της Πελοποννήσου, πάμπλουτος και πανίσχυρος, είχε τη δύναμη να διώχνει Αγάδες και Πασάδες. Η Καρύταινα μάλιστα (Γορτυνία), ήταν σαν ιδιοκτησία του Δεληγιάννη, ήταν υπό την απόλυτη διοίκησή του.    

Παλούμπα Αρκαδίας, το Καπετανοχώρι΄

Με τις ιδιαίτερες ικανότητες που είχε ο Πλαπούτας, ήταν αδύνατο να διαφύγει της προσοχής του Δεληγιάννη, και σύντομα καθώς είχε δικαίωμα να έχει ένοπλη φρουρά για να φυλάει και να προστατεύει τον ίδιο και την περιουσία του, τον διόρισε  Κάπο. Ο Κόλλιας έχοντας υπό τις διαταγές του ένα σώμα ενόπλων διατηρούσε την Τάξη στην περιοχή, την προστάτευε από τη ζωοκλοπή, φύλαγε την περιουσία των Δεληγιανναίων, φύλαγε και τους ίδιους από κάθε επιβουλή ληστών και ανταγωνιστών τους, αλλά και από επιβουλές των Τούρκων που ξέσπαγαν κατά καιρούς. Αργότερα ο Δεληγιάννης τον διόρισε Καπόμπαση, επικεφαλής δηλαδή των Κάπων. Έναν ακόμα Καπόμπαση είχε ο Δεληγιάννης, τον Παναγούλια Βαλτεσινιώτη από το Βαλτεσινίκο και σε αυτούς στηριζόταν για να τον φιλάνε από τις επιβουλές των Τούρκων για να μην δολοφονήσουν.

                            
Με την πάροδο του χρόνου οι σχέσεις του Κόλλια με τον Δεληγιάννη γίνανε πιο στενές. Ο Δεληγιάννης είχε δώσει το Αναζήρι το μεγάλο τσιφλίκι του στη Λιοδώρα στην οικογένεια του Κόλλια, που το καλλιεργούσαν και οι τέσσερεις γιοί του, και από εκεί ζούσαν τις οικογένειές τους. Έκαμε μάλιστα Κάπο και τον γιο του Κόλλια τον Δημητράκη, τον ήρωα στρατηγό αργότερα του Αγώνα, αλλά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για ένα διάστημα στο Λεοντάρι της Καρύταινας κ.α.  Έτσι,όταν για διάφορους λόγους οι Τούρκοι επιβουλεύονταν τον Δεληγιάννη έτρεχαν να τον βοηθήσουν οι Πλαπουταίοι, και όταν κινδύνευε το Πλαπουταίικο από τους Τούρκους, υποστηριζόταν από το Δεληγιανναίικο.  Όταν μάλιστα οι Τούρκοι πήρανε το κεφάλι του γέρο Δεληγιάννη το 1816 στα Λαγκάδια, ο Κόλλιας έτρεξε με τα παλικάρια του, πήρε την οικογένειά του και την έκρυψε στη Λακαμάδα, δυο χλμ από του Ψάρι και τρία τέσσερα χιλιόμετρα από του Παλούμπα. Για τη βοήθεια που διαχρονικά πρόσφερε ο Πλαπούτας με τα παλικάρια του στο Δεληγιανναίικο, τουλάχιστον τρεις φορές κάψανε το σπίτι του στου Παλούμπα οι Τούρκοι, και ισάριθμες φορές το ξαναχτίσανε οι Δεληγιανναίοι με δικές τους δαπάνες. 
 
Στρατηγός Δημητράκης Πλαπούτας.

Λέγεται ότι μετά την επανάσταση σε προχωρημένη ηλικία ο Κόλλιας, έμαθε ότι ο Δημητράκης μιλούσε εναντίον των  Δεληγιανναίων, κι επειδή δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό, «… Βρε Δημήτρη, του έλεγε, με τους αφεντάδες μας, με τους ευεργέτες μας θα τα βάλεις εσύ, όπου και τώρα αν ξύσωμεν τα δόντια μας είναι ακόμη το ψωμί τους, και με αυτών το ψωμί ζούμε έως τα σήμερα;» Γενικά όμως ο Κόλλιας τα πήγαινε καλά με την Εξουσία, αφού για να διοριστεί Κάπος έπρεπε να έχει την άδεια των Τούρκων, και για να του την δώσουν, να πάρει δηλ. κάποιος το ράι δήλωνε υποταγή στην Οθωμανική Εξουσία. Λένε ότι ήτα τόσο επιτυχημένο το έργο του που σε κάποια φάση η ζωοκλοπή στη Γορτυνία εξέλειπε παντελώς και υπήρχε απόλυτη τάξη, οπότε, συναινούντων και κάποιων άλλων λόγων ο Κόλλιας θεωρήθηκε περιττός, επαύθη από την Τουρκική Εξουσία. Κι επειδή στον Πλαπούτα δεν περνάγανε τέτοια τερτίπια, αφού άφησε να περάσει λίγος καιρός, έδωσε εντολή στα παλικάρια του και μέσα σε λίγες μέρες πολλά ζώα σε διάφορες περιοχές εξαφανίστηκαν. «Ουδενός δε τολμώντος νά καταδιώξη τούς κλέπτας, ο Κόλλιας διωρίζετο αύθις Καπόμπασης, κατ’ ανάγκην δε δια τον λόγον τούτον πολλάκις ανεκάλεσαν οι Τούρκοι την παύσίν του» λέει ο Κανδηλώρος.

                                      
Στην περιοχή του ο Κόλλιας ήταν απόλυτος άρχοντας, ούτε φύλλο δεν κινιόταν χωρίς να το γνωρίζει. Τον ειδοποίησαν κάποτε ότι στο χωριό Αγιάννης της κάτω Ηραίας έχει εμφανιστεί ένα μικρό τούρκικο απόσπασμα που λαφυραγωγούσε τους κατοίκους, έτρεξε και εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στο τραπέζι που τρωγοπίνανε σε κατάσταση κραιπάλης, με το γιαταγάνι του στο αριστερό χέρι και το πιστόλι του στο άλλο. Τραβώντας μια πιστολιά στον αέρα και  φωνάζοντας άγρια αναποδογύρισε το τραπέζι, οι Τούρκοι το βάλανε στα πόδια κατατρομαγμένοι κι ο Κόλλιας φώναζε πίσω τους αφρίζοντας από το θυμό: «Δεν φθάνει το μουσαφιριλίκι, μα θα κάνετε και τον ζορμπά στο βιλαέτι του Κόλλια".  Ο γνωστός κλέφτης Θανασάς ο Βλαχοραφτίτης ήταν ανεψιός του Κόλλια, αλλά τα είχε καταφέρει και του είχε χαλάσει την καρδιά. Όταν τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι έσμιγε με τους  Λαλαίους, με τον κολλητό του Λαλαίο Χάντζιο Φιδά ιδιαίτερα που ήταν κηρυγμένος εχθρός του Κόλλια, και λήστευαν τους Χριστιανούς στις εξορμήσεις τους στη Γορτυνία, κάτι που όπως ήταν φυσικό εξόργιζε τον Κόλλια αφού εκτός των άλλων έδειχνε και ασέβεια στο πρόσωπο και στη φήμη του. O Kόλλιας πήρε εντολή να πιάσει και τον Θανασά και τον Χάντζιο και να τους σκοτώσει ή να τους παραδώσει στην τούρκικη εξουσία. Με μπαμπεσιά έπιασε τον ανεψιό του. Τον ειδοποίησε να έρθει στον Πύργο του για να τον δει, και όταν εκείνος παρουσιάστηκε, τρεις μπιστολάδες του Κόλια πέσανε επάνω του και του περάσανε σίδερα στα πόδια. Ο Κόλλιας τον έστειλε δεμένο στη Ζάτουνα στον Σείντ Αγά Λαλιώτη που ήταν Βοεβόδας τότε, κι εκείνος τον παλούκωσε. 
                                                  
Ο ανδρείος Χάντζιος εξοργίστηκε για το θάνατο του φίλου του τού Θανασά, και πήγε με ένα απόσπασμα στου Παλούμπα να σκοτώσει τον Κόλλια, που μην βρίσκοντάς τον εκεί κάψανε τον Πύργο του. Απειλούσε να τον πιάσει τον Κόλλια, να τον ξυρίσει και να τον σουβλίσει ζωντανό. Ο Κόλλιας του την έστησε με τα παλικάρια του τους Παλουμπαίους  στο Βλόγγο τον Δεκαπενταύγουστο που  πήγαινε στο πανηγύρι της Ζάτουνας με εβδομήντα περίπου ενόπλους, και ύστερα από σκληρή μάχη τον έπιασε προσωπικά ο ίδιος αφού κατάφερε και τον γκρέμισε από τ άλογό του. Τον έδεσε ανάποδα πάνω στο άλογο και πήγανε στη Ζάτουνα.  

Ζάτουνα Αρκαδίας. 

Στην πανηγυρίστρα, αφού φάγανε, ήπιανε και χορέψανε, έβαλε και κουρέψανε και ξουρίσανε τον Χάντζιο που τον είχαν δεμένο στο δέντρο της εκκλησίας για να τον σουβλίσουν όταν ερχψόταν η κατάλληλη ώρα, και ρώτησε σε κάποια στιγμή αν ήταν έτοιμη η σούβλα. Όταν του απάντησαν ότι όλα ήταν έτοιμα για να περάσουν το Χάντζιο στη σούβλα, ζήτησε να τον λύσουν και να τον φέρουν μπροστά του. -«Θα γράψω έναν Τεσκερέ να τον πας ορέ Χάνζο να τον δώσης στον Πασά και στους Αγάδες, του λέει, και δεν θα σε σουγλίσω όπως ήθελες να κάνης εσύ εμένα. Μόνο, μπέσα για μπέσα να τον πας, να μην ντραπής». Είπε στον παπά και έγραψε: -«Με τους Τούρκους που δεν πειράζουν Χριστιανούς, ο Κόλιας είναι αδέρφι, μα όσοι τους πειράζουν, ας ιδούν το Χάντζο».  Έδωσε τον Τεσκερτέ στο Χάντζιο, και, «άει στο καλό τώρα, μην χαλάμε και το πανηγύρι της Παναγίας με παλουκώματα, και άλλοτε μην τα βάνεις με τον Κόλλια».                                                                                                               Σε ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του από τότε που μπήκε στην υπηρεσία των Δεληγιανναίων, βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με τους γνωστούς Τουρκαλβανούς και σκληρούς πολεμιστές Λαλαίους οι οποίοι εξορμούσαν από του Λάλα της Ηλείας και ρημάζανε τις γύρω περιοχές με ιδιαίτερη προτίμηση την (Γορτυνία) Καρύταινα, και κάποιοι ισχυρίζονται ότι σε αυτές τις διαμάχες οφείλεται κυρίως η δόξα του Κόλια Πλαπούτα για την οποία η λαϊκή μούσα έψαλλε πολλά: 

 Τό λέν’ οι Κούκοι στα βουνά κ’ ή πέρδικες στα πλάγια

 Τό λέει μιά Φαναριώτισα καί μιά Λαλιωτοπούλα

«Δέν σ’ τώπα Κεχαγιάμπεη και σένα Βέη – Ζουλάγα

«Τήν Κυριακή νά φύγετε στού Λάλα μη σταθήτε,

¨Γιατί έφτασεν ή κλεφτουργιά κι’ ό Κόλιας ό Πλαπούτας …»

Κι’ ακόμα ό λόγος έστεκε κι’ ακόμα ό λόγος λέει

Κι’ ό Γέρω Κόλιας έρχεται τό κάστρο νά τούς πάρη …

Κάποιοι επιμένουν πως ο Κόλλιας ήταν απροσκύνητος Κλέφτης και βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με την Τουρκιά. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης όμως στο εξαίρετο βιβλίο του ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ 1715 1820, γράφει ότι αυτά τα κατορθώματα του Κόλλια δεν ήταν παρά μαλώματα  με τους κατσικοκλέφτες που έρχονταν από του Λάλα στην Καρύταινα να αρπάξουν ζωντανά. Και αλήθεια, οι Λαλαίοι δεν μπορούσαν να βλάψουν τον Κόλλια αφού ήταν Κάπος αναγνωρισμένος από την Τούρκικη Εξουσία.Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Φραντζής, «…δεν ετόλμων να τον βλάψωσι… το μεν εκ τρόμου, το δε διότι έφερεν επίσημον διορισμόν της εξουσίας». 

Εκτός από τη γνωστή μάχη του Λάλα στην οποία σκοτώθηκε ο Γιωργάκης Πλαπούτας – υπάρχει και η εκδοχή ότι έπαθε αποπληξία από τη ζέστη – όπου οι Λαλαίοι στις 13 Ιουνίου του 1821 νικήθηκαν από τις οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις και έφυγαν από το  Μοριά, καμία άλλη σοβαρή μάχη δεν έγινε με τον Κόλλια Πλαπούτα και τους Λαλαίους, παρά μόνο αψιμαχίες και μικροσυγκρούσεις καθώς τους έστρωνε στο κυνήγι με τους Παλουμπαίους όταν εμφανίζονταν στη Γορτυνία για να κάμουν τις αρπαχτές τους.                                                                                                                                                                                                                                                                                                  

 

Καρύταινα Αρκαδίας. 

Δεν φαίνεται να ευσταθούν και πολλά από όσα λέγονται (Φαλέζ, Κανδηλώρος κ.ά.) για τη συμμετοχή του Κόλλια στα Ορλωφικά και την καταστροφή των Αρβανιτών στην Τριπολιτσά το 1779. Είναι γνωστό ότι η Καρύταινα δεν συμμετείχε και δεν πολέμησε στα Ορλωφικά και γι αυτό δεν καταστράφηκε. Ούτε οι Κάποι της, ούτε οι Κλέφτες ούτε οι προύχοντες, ούτε βέβαια ο Κόλλιας που ήταν προσκυνημένος, νόμιμος Κάπος. 

Ο Κόλλιας είχε πάρει μία νόμιμη γυναίκα την Κυράτσω, «…αλλά φιλήδονος ών έκ φύσεως και ανατροφής πολλάκις ενυμφεύθη καί διά τής αριστεράς χειρός» γράφει ο Κανδηλώρος. Από την Κυράτσω τη νόμιμη γυναίκα του έκανε το Γιωργάκη που σκοτώθηκε στη μάχη του Λάλα, τον Δημητράκη τον ήρωα στρατηγό του Αγώνα, και τρείς ακόμα θυγατέρες. Από τη Λιόσα την πανέμορφη Λαλιώτισσα που την είχε αιχμαλωτίσει σε μια επιδρομή του κατά των Λαλαίων και την είχε κρατήσει στο σπίτι του μέχρι το θάνατό του, είχε κάνει το Θανάση, τον Παρασκευά και την Παγώνα. Πανέξυπνη η Λιόσα είχε επιβληθεί στην οικογένεια και τους εξουσίαζε όλους. Έμεινε πιστή στον Κόλλια και τον συντρόφεψε βοηθώντας τον μέχρι το θάνατό του. Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι ο Δημητράκης την ζήλευε και την φθονούσε για αυτή της την υπεροχή σε σύγκριση με τη μάνα του, και μια μέρα καθώς η Λιόσα ζύμωνε ψωμί, σήκωσε το πλαστήρι τής το κοπάνισε στο κεφάλι και την άφησε στον τόπο. Φοβήθηκε την οργή του πατέρα του και κατέφυγε στους Κολοκοτρωναίους όπου έμεινε χρόνια κοντά τους κι εκεί ερωτεύτηκε τη Στεκούλα την κόρη του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη που την παντρεύτηκε αργότερα με τις ευλογίες και του Κόλλια που τον συγχώρησε.                              

Σχετικά με τον φιλήδονο χαρακτήρα και την ακράτητη ερωτική ζωή του Κόλλια διηγούνται ότι κάποτε που πέρασε ένα τούρκικο συμπεθεριό με τη νύφη από του Παλούμπα, τόσο πολύ αναστατώθηκε από την ομορφιά και τις χάρες της, που αποφάσισε να τις απολαύσει έστω και για λίγο. Υπολογίζοντας το σημείο που αναγκαστικά θα σταματούσε το συμπεθεριό για διανυκτέρευση, σχεδίασε την επιχείρηση και την έθεσε αμέσως σε εφαρμογή. Κάλεσε τον Σπαή που έμενε εκεί στου Παλούμπα και είχε στενή φιλία μαζί του, και του πρότεινε να την αράξουν έξω στο αλώνι και να παραβγούνε στο ποιος θα πιεί περισσότερο ρακί. Με χαρά το δέχτηκε ο Σπαής και ξεκίνησαν το πιοτό ο καθένας από την τσιότρα του. ¨Με τη διαφορά ότι η τσιότρα που έδωσε στον Σπαή ήταν γεμάτη ρακί, ενώ εκείνη από την οποία έπινε ο ίδιος ήταν γεμάτη καθαρό νεράκι (κόλπο που όπως λένε το χρησιμοποιούσε όποτε χρειαζόταν για να μεθάει τους συμπότες του). Δεν άργησε να πέσει ξερός ο Σπαής και ο Κόλλιας πήρε το άλογό του και όρμησε σαν σίφουνας μέσα στη νύχτα. Βρήκε το συμπεθεριό στο σημείο που είχε υπολογίσει. Γίγαντας, σίφουνας και αερικό μαζί, προκάλεσε μια ανακατωσούρα μέσα στο σκοτάδι και πετάχτηκαν όλοι αλλόφρονες να μαζέψουν τα άλογά τους που είχαν σκορπίσει τρομαγμένα. Ο Κόλλιας άρπαξε τη νύφη κι εξαφανίστηκε. Όταν ικανοποίησε τις ορέξεις του μαζί της, την επέστρεψε αφήνοντάς την κοντά στους συμπεθέρους που είχαν μαζευτεί ξανά και κάθονταν στα καρφιά ανησυχούντες για την τύχη της. «Ήλθ’ ένα θεριό μαύρο και μ’ άρπαξε, μ’ έσφιξε δυνατά πού δεν μπορούσα νά φωνάξω .. Είχε τ΄ αστήθι μαλλιαρό σάν τραγί καί κάτι μαστάρια κρεμασμένα σάν γυναίκα…» μας μεταφέρει ο Κανδηλώρος τη μαρτυρία της. 

 

Ο πύργος των Πλαπουταίων στου Παλούμπα Αρκαδίας. 

Όταν ο Κόλλιας  άφησε τη νύφη κοντά στους δικούς της, επέστρεψε στο αλώνι και έμεινε ξαπλωμένος δίπλα στον κοιμισμένο Σπαή, μέχρι που ανέβηκε καμιά οριά ο ήλιος το πρωί και ξυπνήσανε μαζί. Δημιουργήθηκε θέμα από τους Τούρκους, όλοι καταλάβανε ότι ο Κόλλιας ήταν ο δράστης, όταν όμως τον καλέσανε στην Τριπολιτσά επικαλέστηκε τη μαρτυρία του αγαθού Σπαή που ορκιζότανε ότι κοιμηθήκανε με τον Κόλλια στο αλώνι μέχρι το πρωί.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης το 1821, 86 χρονών ο Κόλλιας και σωματώδης καθώς ήταν, δεν μπορούσε να κινηθεί ούτε και να σταθεί πάνω σε άλογο. Τα Κολιόπουλα όμως όπως τα αποκαλούσε ο Κολοκοτρώνης, ο Γιώργος και ο Δημητράκης στις 21–22 Μαρτίου του 1821 με λειτουργεία στου Παλούμπα κηρύξανε την Επανάσταση. Λένε ότι κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς όμως, επειδή ανησυχούσε για την έκβαση των επιχειρήσεων, απαίτησε και τον μετέφεραν με ξυλοκρέβατο  εκεί και έδωσε τις κατάλληλες συμβουλές στον Κολοκοτρώνη που του είχε μεγάλη αδυναμία, για την καλύτερη οργάνωση της επιχείρησης.Αργότερα, όταν ο Μπραϊμης ασυγκράτητος ερήμωνε τη Γορτυνία, τα παιδιά του αλλά και ο Κολοκοτρώνης τον συμβούλεψαν να φύγει από του Παλούμπα για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, ο Κόλλιας όμως αρνήθηκε. «…εμένα αφήστε με εδώ, δεν φεύγω από τον Πύργο μου, δεν αφήνω το βιλαέτι μου». Τους είπε να του αφήσουν τα όπλα του και φυσέκια για να σκοτώσει μερικούς Τούρκους και να πληρώσουν για το αίμα του. 

 

Μονή Προδρόμου Δμητσάνα - Στεμνίτσα. 

Αργότερα, τα παιδιά του κατάφεραν και τον έπεισαν να τον μεταφέρουν στη Μονή του Προδρόμου κοντά στη Δημητσάνα, κι εκεί, την Άνοιξη του 1827, 92 χρόνων πλέον ο Πλαπούτας ξεψύχησε. Τον έθαψαν στου Παλούμπα.

Υ.Γ.: Ο πύργος των Πλαπουταίων αναπαλαιώθηκε στου Παλούμπα, και έχει δημιουργηθεί και Εταιρεία Ιστορικής και Πολιτισμικής Δράσης Μουσείου Δ. Πλαπούτα.

 

 

 

 

 

 



Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

 

 

 

Η σημαία του κόκκινου στρατού στο Ράιχσταγ

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεκίνησε το 1937 για την Ασία και το 1939 για την Ευρώπη, έληξε το 1945 με την πλήρη κατάρρευση των δυνάμεων του Άξονα  και την επικράτηση των Συμμάχων, αφού είχε προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές, και ανθρώπινα θύματα που υπολογίστηκαν μεταξύ 60 και 80 εκατομμυρίων. Δυνάμεις του Άξονα: Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία. Συμμαχικές Δυνάμεις: Η Μεγάλη Βρετανία επικεφαλής, Ην Πολιτείες, και Σοβιετική Ένωση.

Στα τέλη Απριλίου του 1945, 2.500.000 άνδρες του Κόκκινου Στρατού με χιλιάδες άρματα μάχης και πυροβόλα, και 8.400 αεροσκάφη περικύκλωσαν  το Βερολίνο που το υπεράσπιζε πανστρατιά γερμανικών στρατευμάτων και επιστρατευμένων πολιτών, ανδρών γυναικών και παιδιών, όσων μπορούσαν να κρατήσουν όπλο, αλλά και Σουηδοί, Νορβηγοί, Γάλλοι και Ισπανοί εθελοντές αντικομουνιστές και υποστηρικτές του ναζισμού.

. Το Βερολίνο ισοπεδώθηκε από τους βομβαρδισμούς, κάθε σπίτι έγινε πεδίο μάχης και αντίστασης υπέρ βωμών και εστιών των Γερμανών, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην οργή και το ιερό μένος ων Ρώσσων που οι Γερμανοί είχαν προκαλέσει τουλάχιστον 20 εκατομμύρια θύματα και τεράστιες καταστροφές στη χώρα τους, και το βράδυ της 30ης Απριλίου η Σοβιετική σημαία κυμάτιζε στο Ράιχσταγκ, ενώ στις 2 Μαΐου η αντίσταση κάμφθηκε εντελώς και η γερμανική πρωτεύουσα παραδόθηκε. Στις  8 Μαΐου 1945 υπογράφηκε η Συνθηκολόγηση της Γερμανίας με τις  Συμμαχικές Δυνάμεις, ενώ η Ιαπωνία συνθηκολόγησε τρεις μήνες αργότερα, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945.

Στις 8 Μαΐου γιορτάζεται και τιμάται η νίκη των αντιφασιστικών δυνάμεων κατά του φασισμού  και του ναζισμού, η Γερμανία όμως που προκάλεσε και τον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιους πολέμους, ξεχνώντας τα εκατομμύρια θύματα και τις τεράστιες ζημιές που προκάλεσε στην ανθρωπότητα, αλλά μην μπορώντας να  καταπιεί το στραπάτσο που έπαθε από τους Ρώσους, προσπαθεί μέσω της Ουκρανίας να συμπαρασύρει ολόκληρη την Ευρώπη σε πόλεμο κατά της Ρωσίας, να προκαλέσει δηλαδή τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που φυσικά οι συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες για την ανθρωπότητα. 

 

Οι ναζί στην Ακρόπολη.

 Η Ελλάδα με την Ρωσία είμαστε φίλου και σύμμαχοι από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Είναι μάλιστα η Ρωσία  η μία από τις τρεις δυνάμεις -  Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία – που υπογράψανε την σύσταση και τη δημιουργία της Ελλάδας σαν κράτους. Ξεχνώντας όμως την ιστορία μας και καθοδηγούμενοι από τη Γερμανία που κατέστρεψε και καταλήστεψε τη χώρα μας στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο προκαλώντας και εκατοντάδες χιλιάδες θύματα αμάχων κυρίως, κηρύξαμε τον πόλεμο  κατά της Ρωσίας στέλνοντας όπλα και πυρομαχικά στον Ζελένσκι για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον της.

Άξιοι της μοίρας μας που δυστυχώς οι ίδιοι την δημιουργούμε.