Ο Γεροκαπετάνιος και οι κλέφτες Του Θ Βρυζάκη Εθνική Βιβλιοθήκη. |
Αρματολοί και Κλέφτες. Αρματολός και Κλέφτης για τα προεπαναστατικά χρόνια είναι
λέξεις με εντελώς διαφορετικές έννοιες, στην Πελοπόννησο όμως, επειδή οι κλέφτες
ληστές και άρπαγες ήσαν που ζούσαν σε βάρος της αγροτιάς κυρίως, που σκοτώνανε,
ληστεύανε, καίγανε σπαρτά, κάνανε απαγωγές, καίγανε σπίτια κλπ, γίνανε πολλές
και συνειδητές προσπάθειες ιδιαίτερα μετά την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού,
και για λόγους υστεροφημίας, ώστε η έννοια «κλέφτης» να χάσει την πραγματική
σημασία της, να μην έχει καμία σχέση με τον πριν την επανάσταση κλέφτη και
ληστή, και να σημαίνει τον ανυπότακτο ραγιά το αρματωμένο παλικάρι που βγήκε στο
βουνό για να πολεμήσει την τούρκικη εξουσία.
Το ίδιο έγινε και γίνεται και με
τον αρματολό, που παραβλέπουμε το ότι διορισμένος ένοπλος από τον πασά και
προσκυνημένος ήταν για να (στη βόρεια Ελλάδα) προστατεύει την Οθωμανικη εξουσία,
και δεχόμαστε αυτό που και για τον κλέφτη παραδεχόμαστε, ότι ήταν άνθρωπος των
αρμάτων που βγήκε κι εκείνος στο βουνό γιατί δεν ανεχόταν τους Τουρκους.
Γιαυτόν
κυρίως το λόγο οι κλέφτες με πρώτον τον Γέρο του Μοριά, αναφερόμενοι στον καιρό
της κλεφτουριάς αποφεύγουν συστηματικά τη λέξη κλέφτης και αναφέρονται ως
αρματολοί. «Σάν εκαθόμαστε εκεί, άλλα μπουλούκια κλέφτες μέ έβαλαν Αρματολό εις
τήν επαρχίαν τού Λεονταριού κατά τών κλεφτών, καί εμπόδιζα τό βιλαέτι μέ χατίρι
– δεκαπέντε χρονών ήμουν τότε», λέει ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης στη Διήγηση
Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής. Τώρα, οι κλέφτες τον διορίσανε Αρματολό να
κυνηγάει τους κλέφτες… κάπου δεν κολλάει. Κάπο τον διορίσανε, αλλά δεν θέλει να
το παραδεχτεί, γιατί τους κάπους τους διορίζανε οι προεστοί και οι κοτζαμπάσηδες
για να τους προστατεύουν και να φυλάνε την περιουσία τους. Γνωστό είναι ότι ο
Γέρος του Μοριά για πολλά χρόνια υπήρξε κάπος των Δεληγιανναίων που εξουσιάζανε
την περιοχή της Καρύταινας (Γορτυνίας). Και βέβαια, είναι ιστορικά ξεκαθαρισμένο
πλέον ότι Αρματολίκια και Αρματολούς δεν είχε ο Μοριάς.
Η επίσημη ιστορία μας
παρουσιάζει τους κλέφτες σαν ήρωες, οι οποίοι διαπνέονταν, λέει, από έντονα
αισθήματα ελευθερίας και πατριωτισμού, και πως είχαν πάρει τα βουνά για να μας
απελευθερώσουν από τους Τούρκους, πως περνοδιάβαιναν έφιπποι και αρματωμένοι
ντυμένοι στο χρυσό και στο ασήμι, με αναπεπταμένες σημαίες προκαλώντας τον
θαυμασμό στους ραγιάδες και τρόμο και δέος στην Οθωμανική εξουσία.
Άλλωστε,
επειδή όπως είναι γνωστό η Ιστορία με Μύθους (και παραμύθια) γράφεται, έπρεπε
και η ιστορία της κλεφτουριάς να ωραιοποιηθεί κατά το δοκούν. Στην προσπάθεια να
ηρωοποιηθούν οι κλέφτες του Μοριά με υπεράνθρωπους ηρωισμούς και απίστευτα
κατορθώματα, έχει παραποιηθεί ακόμα και η δημοτική μας παράδοση με πλαστά ηρωικά
τραγούδια που εξυμνούν την κλεφτουριά του Μοριά. Δείτε ένα από τα δημοτικά μας
τραγούδια που έχει πλάσει η κυρίαρχη αφήγηση, που μας παρασταίνει τον τρόπο που
ζούσαν οι κλέφτες, και την συμπάθεια που έτρεφε το χριστιανικό στοιχείο για
ελόγου τους:
Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια.
Έτσι λάμπει κ΄ η
κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
πώχουν τ΄ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα
πολεμάνε.
Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε.
Καβάλα παίρνουν αντίδωρο
απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους
Και στον αφέντη το Χριστό, τις ασημένιες πάλες.
Θ. Κολοκοτρώνης. Λιθογραφία υπό Α. Friedel. |
Ζούνε σκληρή ζωή
πάνω στα βουνά, μαθαίνουν να αντέχουν στις κακουχίες, στις πολύωρες πορείες,
στην πείνα και τη δίψα, αποχτάνε ικανότητες και δεξιότητες υπερφυσικές πολλές
φορές. Η ικανότητα στο γρήγορο τρέξιμο ήταν μεγάλο πλεονέκτημα, γι αυτό και
κάποιοι έγιναν και έμειναν ονομαστοί για τη γρηγοράδα τους στα πόδια, όπως ο
Νικοτσάρας που ξεπερνούσε στο τρέξιμο ένα άλογο, ή ο Ζαχαριάς που όταν έτρεχε οι
φτέρνες του άγγιζαν τα αυτιά του.
Και βέβαια, για να ζήσουν μετέρχονται τις
ληστείες, τις αρπαγές και το πλιάτσικο. Αρπάζουν και πλιατσικολογούν ολόκληρα
κοπάδια ζώων, τρόφιμα και ρουχισμό, πυρομαχικά, κοσμήματα, ό,τι βρουν. Θύματά
τους; οι Οθωμανοί προεστοί αλλά και χριστιανοί αξιωματούχοι, κοτζαμπάσηδες,
προσκυνημένοι και Τουρκολάτρες. Ιδιαίτερη αδυναμία δείχνουν στο να ληστεύουν
καλογέρους και παπάδες όταν μάλιστα συμβαίνει να είναι και προεστοί χωριών. Δεν
αποκλείονται όμως οι ληστείες και το πλιάτσικο σε ολόκληρα χωριά, όπως επίσης
και οι απαγωγές ακόμα και μικρών παιδιών για να εισπράξουν λύτρα, ακόμα και οι
βιασμοί γυναικών (άθλημα στο οποίο επιδιδόταν ο κλεφτοκαπετάνιος Ζαχαριάς
Μπαρμπιτσιώτης) για εκδίκηση.
Όταν δεν επιχειρούν ληστείες ή πλιάτσικο,
γυμνάζονται για να αντέχουν στις κακουχίες και τις ελλείψεις, με αθλήματα όπως
το τρέξιμο και το άλμα, η σκοποβολή η σπαθασκία και η πάλη, ή διασκεδάζουν
ρίχνοντας το λιθάρι ή παίζοντας αμάδες. Και φυσικά, χορεύουνε και τραγουδάνε.
![]() |
Οι κλέφτες. |
Παιδιά μ΄ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε.
Εμένα να
ρωτήσετε πως τα περνάν οι κλέφτες.
Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες
καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια,
τον ύπνο δεν εχόρτασα,
του ύπνου τη γλυκάδα.
σε στρώμα δεν επλάγιασα, μαϊδέ σε μαξιλάρι,
το χέρι είχα
προσκέφαλο, και το σπαθί μου στρώμα,
και το ντουφέκι μ’ αγκαλιά, σαν το παιδί η
μάνα.
Τις λέξεις «Μαύρα παιδιά» έχει σαν γύρισμα αυτό το τραγούδι, και
καταλαβαίνετε τη θλίψη και τις μαύρες σκέψεις για την κλέφτικη ζωή που μετέδιδε
όταν το τραγουδούσαν.
Οι κλέφτες πρώτα και κύρια ήσαν ληστές και μετά κλέφτες.
Ζούσαν κλέβοντας και ληστεύοντας τον χριστιανικό πληθυσμό, τους αγρότες και τη
φτωχολογιά. Τους Άρχοντες, Οθωμανούς και Χριστιανούς, και τους Κοτζαμπάσηδες –
τουρκοκοτζαμπάσηδες τους αποκαλούσε ο λαός – δεν τολμούσαν να τους ενοχλήσουν,
να τους κλέψουν ή να τους ληστέψουν, γιατί η Οθωμανική Εξουσία είχε αποσπάσματα
έτοιμα να τρέξουν στο κατόπι τους με επικεφαλής Αρβανίτες μπουλούκμπασήδες
(αποσπασματάρχες).
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στους ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ 1715 – 1820
παρουσιάζει μαρτυρίες περιηγητών που περιγράφουν τους Κλέφτες «αγριοκάτσικα,
ξεκομμένα από το κοπάδι το κοινωνικό, θεριά ξαγριεμένα από τον κατατρεγμό των
Αρβανιτών μπουλουκμπασήδων» κλπ.
Γδυτούς, ξυπόλητους, κατατρεγμένους, νηστικούς
και διψασμένους τους παρουσιάζει ο Κασομούλης, και το σιδερένιο δαχτυλίδι της
μάνας του Θ. Κολοκοτρώνη στο Μουσείο, αλλά, και το ότι ο ίδιος ο Θοδωράκης
αναγκάστηκε να κάνει το επάγγελμα του χασάπη και του τσαμπάση για να εξοικονομεί
τα προς το ζην όταν κατέφυγε στη Ζάκυνθο, ακόμα και μισθοφόρος των Άγγλων να
γίνει, μαρτυρούν ότι τα υποστηριζόμενα από κάποιους για κλέφτες που περιφέρονταν
ντυμένοι στα χρυσά και στα ασήμια, φθηνά παραμύθια ήσαν. Παρουσία κλεφτών στο
Μοριά βρίσκουμε από τον καιρό της φραγκοκρατίας, μετά την κατάκτηση της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας όμως από τους Οθωμανούς, λίγο πριν την άλωση της
Κωνσταντινούπολης, τα βουνά του ελλαδικού χώρου και της βαλκανικής γεμίζουν σιγά
σιγά από κλέφτες και ληστές.
Μπορεί κάποιοι, ελάχιστοι, να βγαίναν στο βουνό
γιατί δεν άντεχαν την τούρκικη εξουσία – εγώ ραγιάς δεν γίνομαι Τούρκους δεν
προσκυνάω, δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες, μαρτυρεί το
ανυπότακτο πνεύμα η δημοτική μας παράδοση, - τα κίνητρα όμως που ωθούσαν κάποιον
να βγει στο κλαρί ,ήταν η φτώχεια και η ανέχεια κυρίως, οι άδικες τιμωρίες και
οι αγγαρείες, η τοκογλυφία και άλλα παρεμφερή, της ληστείας και της κλεψιάς μη
εξαιρουμένων.
![]() |
Προεστός του 18ου αιώνα. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. |
Τον καιρό της Ενετοκρατίας φαίνεται ότι στο Μοριά παράγινε το κακό
με τους κλέφτες, και οι Βενετσιάνοι δημιούργησαν ειδικό σώμα για να τους
αντιμετωπίσουν. Οργάνωσαν τους λεγόμενους Μεϊντάνηδες που προέρχονταν από τους
ίδιους τους Κλέφτες, ένα είδος αγροφυλακής με αστυνομικά καθήκοντα που ανέλαβαν
να καθαρίσουν το Μοριά από τους κακοποιούς. Ακόμα και Ρουμελιώτες ληστές είχαν
περάσει στην Πελοπόννησο εκείνο τον καιρό και κάνανε μεγάλες καταστροφές, ενώ
στη θάλασσα ανθούσε η πειρατεία Μετά τους Βενετσιάνους, από το 1715 και εδώθε
που ξαναπάρθηκε ο Μοριάς από τους Τούρκους, και μέχρι τα Ορλωφικά το 1769, δεν
παρατηρείται αξιόλογη παρουσία κλεφτών. Ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης τότε γεννήθηκε,
το 1770, και ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης είχε γεννηθεί μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα.
Οι ισχυρισμοί του Α . Φραντζή ότι από το 1740 αρχίζει να πληθαίνει η κλεφτουριά
στο Μοριά, και μάλιστα ότι υποστηριζόταν από τους Κοτζαμπάσηδες, θεωρούνται (
Ρήγας Παλαμήδης, Finlay, Leak, Γιάννης Βλαχογιάννης κ.α.) αστήρικτοι.
Η
κλεφτουριά του Μοριά που πολλοί θέλουν να την ταυτίζουν με τους Κολοκοτρωναίους,
αν δεν ισχυρίζονται σοβαρά κιόλας πως ήταν δημιούργημά τους, αρχίζει να
δραστηριοποιείται μετά τα Ορλωφικά και μετά το χαλασμό των Αλβανών στην
Τριπολιτσά (1779). Πολλοί από αυτούς ήσαν θύματα της λυσσαλέας και εγκληματικής
συμπεριφοράς των Αλβανών που τους είχαν φέρει οι Τούρκοι με τα Ορλωφικά, και
είχαν πάρει τα βουνά είτε γιατί δεν τους είχε μείνει στον ήλιο μοίρα, είτε γιατί
ήθελαν να πάρουν πίσω το αίμα τους, την τιμή και το βιός τους, να εκδικηθούν για
τις προσβολές και τη διάλυση των οικογενειών τους και των τόσων άλλων
καταστροφών (τουλάχιστον 20.000 Μοραΐτες είχαν πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα) που
είχαν υποστεί.
Κάποιοι υπολογίζουν πως οι κλέφτες του Μοριά εκείνη την περίοδο
και μέχρι το χαλασμό τους το 1806 γίνανε χιλιάδες, στους 7.000 κατά το 1800 τους
υπολογίζει ο Αθ. Γρηγοριάδης, στους 5.000 τους υπολογίζει ο Α. Φραντζής, στους
300 έως 500 ο Ρήγας Παλαμήδης, ενώ ο Θ. Κολοκοτρώνης στη Διήγησή του λέει ότι
150 είχαν μείνει κατά το τέλος του 1805. Στους 150 τους υπολογίζουν και οι ξένοι
περιηγητές που βρεθήκανε στο Μοριά εκείνη την εποχή. Αντίθετα από την
ωραιοποιημένη εικόνα που μας δίνουν όσοι τους λιβανίζουν, οι κλέφτες και
θεόφτωχοι ήσαν, και ούτε ιδιαίτερη εκτίμηση έτρεφαν για αυτούς οι ραγιάδες. Πως
θα μπορούσε άλλωστε να τους εκτιμά ο κοσμάκης, αφού σε βάρος του ζούσαν,
ληστεύοντας και κλέβοντας το βιός του; «… εστείλαμεν εις τα Βέρβενα να μας
στείλει ψωμί και ζωοτροφίας, και αυτοί μας αποκρίθησαν: Έχομε βόλια και μπαρούτι
( που σημαίνει ότι είχαν οπλισθεί για να τους αντιμετωπίσουν, σημ δική μου), και
επήγαμε και τους εχαλάσαμε», λέει ο Κολοκοτρώνης στην διήγησή του. Έτσι στην
ψύχρα, σκοτώσανε, ληστέψανε και εξανδραποδίσανε ένα κεφαλοχώρι λες και τους
χρωστούσαν. Και μετά λέμε ότι ο κοσμάκης τους λάτρευε.
Πολύ λίγα σημάδια
Μοραΐτικης κλεφτουριάς φαίνονται από το 1780 (τότε με την εκκαθάριση του
Παναγιώταρου και του πατέρα τού Θοδωράκη, του Κ. Κολοκοτρώνη), μέχρι το 1801.
Ο
Τάκης Σταματόπουλος στο Ο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟΣ ΜΟΡΙΑΣ γράφει ότι εκείνα τα χρόνια 1781 –
1801, και λόγω της λαίλαπας και των καταστροφών που είχαν προκαλέσει οι Αλβανοί,
αλλά και λόγω της πείνας, των βαρειών φόρων, της αναπαραδιάς και τόσων άλλων
ακόμα, αναγκάστηκαν πολλοί να βγούνε στα βουνά που γεμίσανε από κλέφτες, Θεωρεί
ότι εκείνη η εικοσαετία ήταν η δεύτερη περίοδος της ακμής της κλεφτουριάς στην
Πελοπόννησο. Με τους Κολοκοτρωναίους, τους Πετιμεζαίους, τον Αναγνωσταρά, το
Γιαννια, το Μαντα, το Μαντζάρη, το Γιώργα (από τον Αετό), το Ντάρα, τους
Μέλιους, το Σταματέλο Τουρκολέκα (πατέρα του Νικηταρά), τον Κόλια Πλαπούτα, τον
Κεφάλα, το Θ. Καράμπελα, τον περίφημο πρωτοκλέφτη Ζαχαριά, κ.ά, που εύρισκαν
καταφύγιο στους Μανιάτες.
![]() |
Ο Κόλιας Πλαπούτας στο σπίτι του στο Παλούμπα Αρκαδίας. |
Ισχυρό κίνημα κλεφτών υπήρξε και στη Βόρεια Ελλάδα, η
Οθωμανική Εξουσία όμως, αλλά και η τοπική των Οθωμανών και των Χριστιανών
προυχόντων και κοτζαμπάσηδων, δημιούργησε εκεί τους Αρματολούς, σώματα ενόπλων
χριστιανών στην υπηρεσία των Οθωμανών, κάτι σαν μισθοφόρους χωροφύλακες -
πολιτοφύλακες που πολλές φορές προέρχονταν από τους ίδιους τους κλέφτες.
Στη βόρεια Ελλάδα είχαν δημιουργηθεί 17 Αρματολίκια. Ζούσαν στρατιωτική σχεδόν ζωή
σε στρατόπεδα με ιεραρχία, αξιωματικούς κλπ, και διορίζονταν από τον πασά, αφού
πρώτα προσκυνήσουν.
Οι Αρματολοί ήσαν επικεφαλής στρατιωτικής ομάδας, καπετάνιοι
των βουνών, Ήσαν οι αρχιαστυνόμοι – φοροεισπράκτορες του σουλτάνου, και γι αυτό
είχαν το ελεύθερο αυτοί και τα παλικάρια τους να οπλοφορούν
Αρματολίκι
ονομαζόταν η περιοχή που οριζόταν και εκτεινόταν η δικαιοδοσία τους, και δουλειά
τους ήταν η τήρηση της τάξης και της ασφάλειας, η καταπολέμηση της ληστείας, η
προστασία της περιοχής – επαρχίας τους, και φυσικά η συλλογή των φόρων.
Απαλλάσσονταν από τους φόρους και πολλές φορές τα βρίσκανε και τα κάνανε
πλακάκια με τους κλέφτες.
Τους μισθοδοτούσαν και τους συντηρούσαν οι προύχοντες
της κάθε επαρχίας – οι λουφέδες (μισθοί) τους βέβαια και τα έξοδα, στο λαό
χρεώνονται – για να φυλάνε τα αγαθά τους και να τους προστατεύουν από τις
επιβουλές των εχθρών και των ανταγωνιστών τους, αλλά και να τους χρησιμοποιούν
οι ίδιοι κατά των αντιπάλων τους. Ο θεσμός του Αρματολικιού ήταν ένα διοικητικό
μέτρο, νόμος, θεσμός, μεταφοράς της κεντρικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. « … οι
προύχοντες διατηρούσαν λίγους αρματωμένους φύλακες πρώτα για να επιβάλλουν το
αξίωμά τους και να συνάζουν τους φόρους, και ύστερα να φυλάνε τα χτήματά τους»
μας πληροφορεί ο Φίνλεϊ στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως.
![]() |
Γεώργιος Καραϊσκάκης. |
Ενδεικτικά,
κάποιοι από τους γνωστούς αρματολούς: Βαρνακιώτης, Ίσκος, Γώγος Μπακόλας,
Βαλτινός, Ράγκος, Καραϊσκάκης, Στορνάρης, Ανδρούτσος κ.ά.
Μετά τα 1800 τα
πράγματα δυσκολεύουν για τους Κλέφτες, στα 1802 μάλιστα η Οθωμανική Εξουσία
διατάσσει γενικό αφοπλισμό του Μοριά. Η καταδρομή αρχίζει στα 1804, πολλοί
σκοτώνονται, άλλοι καταφέρνουν να φύγουν στα Φτάνησα (έτσι αποκαλούσαν τότε τα
Εφτάνησα) που ισχύει ένα σχετικά ελεύθερο πολίτευμα με τους Γάλλους ( και τους
Άγγλους σε επόμενη φάση) υπό την προστασία και των Ρώσων, και για να
εξασφαλίσουν τον επιούσιο, κατατάσσονται μισθοφόροι στους Γάλλους, τους Ρώσους
και τους Άγγλους. Ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα, βλέπετε, χρειαζόταν κρέας για τα
κανόνια.. Οι Ρώσοι ειδικά στρατολογούσαν Ρουμελιώτες, Σουλιώτες κλπ και τους
έστελναν στην κάτω Ιταλία να πολεμήσουν κατά του Ναπολέοντα, οι Γάλλοι
στρατολογούσαν για τον Ναπολέοντα.
Οι 150 περίπου που μένουν ακόμα στο Μοριά
εξοντώνονται συστηματικά σε διάστημα ενός μηνός μεταξύ Γενάρη και Φλεβάρη του
1806.
Τους κυνηγάνε ακόμα και οι πέτρες. Τους κυνηγάει όχι μόνο η Οθωμανική
Εξουσία αλλά και η ντόπια, οι προύχοντες του Μοριά και το Πατριαρχείο με το
παπαδαριό. Κι επί πλέον έχει ξεσηκωθεί και η φτωχολογιά και συντάσσεται με τους
διώκτες τους. «Όλος ο Μοριάς σηκώθηκε να κατατρέξει την Κλεφτουριά» μας
πληροφορεί και ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης.
Ο λαός τους μισεί γιατί περισσότερο
τυραννούσαν το ανυπεράσπιστο χριστιανικό στοιχείο. Όχι μόνο δεν τους δίνει ένα
κομμάτι ψωμί, αλλά τους σκοτώνει όπου τους βρει. Η θλιβερή καταστροφή τους που
συντελέστηκε μέσα σε ένα μήνα, το ντροπιαστικό τέλος μιας ομάδας πρωτοκλεφτών,
όπως ο Γιάννης ο Ζορμπάς και ο Γιώργας από τον Αετό στον ληνό της Μονής της
Αιμυαλούς που τους σφάξανε σαν αρνιά οι χωριάτες, δείχνει ότι και απόλεμοι ήσαν,
και οι ύμνοι και οι λιβανωτοί για καραούλια και κλέφτικα λημέρια φθηνά παραμύθια
ήσαν.
Ετούτη όμως η γενιά των Κλεφτών και όσοι κατέφυγαν στα Εφτάνησα που ήταν
κέντρο διερχομένων και σταυροδρόμι διακίνησης ιδεών, θεωρήθηκαν από πολλούς ότι
μπόλιασαν την προεπαναστατική Κλεφτουριά του Μοριά με πατριωτικά αισθήματα, και
συνέβαλαν στη διαμόρφωση νέας προσωπικότητας με εθνική συνείδηση. Οι χιλιάδες
που καταταχτήκανε μισθοφόροι σε ξένους στρατούς και εκπαιδευτήκανε στην τέχνη
του πολέμου όπου πολλοί αναδειχτήκανε σε αξιωματικούς, ήσαν οι έμπειροι
πολεμιστές που επάνδρωσαν αργότερα και στελέχωσαν τις επαναστατικές δυνάμεις και
τα στρατιωτικά σώματα, αυτοί που αποτελέσανε τη μαγιά της ένοπλης δύναμης του
Ιερού Αγώνα. Λαμπρό παράδειγμα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που αναδείχτηκε σε
ιδιοφυία του ανορθόδοξου πολέμου και Αρχηγός του στρατεύματος του Μοριά. Είχε
καταταγεί με το βαθμό του λοχαγού στους Άγγλους στα Εφτάνησα και αργότερα
προήχθη σε ταγματάρχη.
Όπως πολύ εύστοχα, ο Δημήτριος Καμπούρογλου, στο βιβλίο
του «Αρματωλοί και Κλέφτες» παρατηρεί: «Οι τελευταίοι ούτοι κλέφτες της
Ρούμελης, όπως και οι περισωθέντες κλέφτες του Μοριά και οι κουρσάροι των νήσων,
τα πρωτοπαλίκαρα και αυτά τα μικρά κλεφτόπουλα και ναυτόπουλα ακόμη, γίνονται
τώρα οι Στρατηγοί και οι οπλαρχηγοί, γίνονται οι ναυμάχοι και οι πυρποληταί του
Αγώνος. Η αντίδρασις γίνεται τώρα δράσις και οι αλυσίδες των σκλάβων αρχίζουν να
σπάζουν μία, μία…»
Το ότι αρκετοί από αυτούς που ανέβηκαν στις ανώτερες βαθμίδες
της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της ελληνικής κοινωνίας
του 19ου αιώνα, για προφανείς λόγους (υστεροφημίας κυρίως) προσπάθησαν με τα
απομνημονεύματά τους και τις μαρτυρίες τους να συσκοτίσουν το ταπεινό ξεκίνημά
τους, και να εξωραΐσουν ως πατριωτική και παλικαρίσια την προεπαναστατική δράση
των κλεφτών και αρματολών, φυσικό και ανθρώπινο είναι.