![]() |
Ο Αγροτικός Ταχυδρόμος. |
Τα παλιά χρόνια οι επικοινωνίες μεταξύ των ανθρώπων δεν είχαν καμιά σχέση με τη σημερινή εποχή.
Από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τον Μεσαίωνα σχεδόν οι επικοινωνίες ήσαν οπτικές (με την ανακάλυψη της φωτιάς) και ηχητικές, με τα τύμπανα, τη φωνή κλπ. Στις ηχητικές μάλιστα επικοινωνίες να θυμίσω ότι και σήμερα ακόμα η Χριστιανική θρησκεία χρησιμοποιεί το ήχο της καμπάνας για να καλεί τους πιστούς στην εκκλησία, να γνωστοποιεί θανάτους κλπ. Αλλά και στα χωριά ό ήχος της καμπάνας χρησιμοποιείται για την μετάδοση και άλλων γενικότερων μηνυμάτων στους κατοίκους τους εκτός από τους θρησκευτικούς. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση κάνει την εμφάνισή του και ο τηλέγραφος που είναι και πρόδρομος του τηλεφώνου, κι από κοντά, αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται και ο ασύρματος που δεν αργεί να αναγνωριστεί ο σημαντικός του ρόλος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αρχές του εικοστού αιώνα, 1909– 1910 αναπτύσσεται η ραδιοτηλεγραφική ζεύξη σε μεγάλες αποστάσεις, ενώ το 1908 ιδρύεται το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα με 200 συνδρομητές. Το 1929 οι συνδρομητές του τηλεφώνου γίνονται 3.000, και στα επόμενα χρόνια αυξάνονται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς, το κόστος όμως μιας τηλεφωνικής σύνδεσης για δεκαετίες ακόμα παρέμενε πολύ μεγάλο. Κατά τις δεκαετίες του 1930-40-50 δεν υπήρχε τηλεόραση, και το ραδιόφωνο επίσης άργησε να φανεί, και ήταν και πανάκριβο.
Οι πόλεις είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουν την έντυπη πληροφόρηση, και μετά τον πόλεμο άρχισε δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή του και το ραδιόφωνο. Μαθητής γυμνασίου στη Δημητσάνα Αρκαδίας το 1948 στην κορύφωση του Εμφύλιου, θυμάμαι πως ο ιδιοκτήτης του κεντρικού καφενείου της πόλης – ήταν γεμάτη από κόσμο η Δημητσάνα τότε, χωροφύλακες, ανταρτόπληκτοι, χίτες κλπ – είχε ανέβει στην Αθήνα για μια ολόκληρη βδομάδα για να προμηθευτεί ραδιόφωνο, να φέρει ειδικό τεχνίτη να εγκαταστήσει μια τεράστια κεραία πάνω από τη στέγη, να κάνει τη σωστή σύνδεση για να μπορέσει να μπορέσει να πετύχει λήψη κ.λ.π κλπ, ιστορία ολόκληρη για μια υποτυπώδη έστω πληροφόρηση μέσω των ερτζιανών.
Σε κάθε χωριό έμπαινε και μια τέτοια τηλεφωνική συσκευή στο σπίτι του προέδρου της κοινότητας συνήθως, από όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να συνδέονται με οποιοδήποτε σημείο της χώρας και να συνδιαλέγονται. Όπως επίσης, αν κάποιος από μια πόλη ήθελε να μιλήσει με κάποιον δικό του στο χωριό, καλούσε το κοινοτικό τηλέφωνο και τους έλεγε ότι την αυριανή ημέρα στις 10 το πρωί - για παράδειγμα – θέλει να μιλήσει με τη μάνα του ή οποιονδήποτε άλλον κάτοικο του χωριού.. Στις αρχές φρόντιζε ο πρόεδρος να στέλνει κάποιον και να ειδοποιεί την/τον καλούμενη/ο ότι αύριο στις 10 το πρωί έπρεπε να στηθεί στο τηλέφωνο γιατί την καλούσε ο γιος της κλπ.
Με τον καιρό όμως, και επειδή ο πρόεδρος δεν είχε πάντα κάποιον να στέλνει στην άλλη άκρη του χωριού για να κάνει τον αγγελιοφόρο αλλά ούτε και ήταν υποχρεωμένος, κλπ, κλπ, τα 3 Τ φρόντισαν να τοποθετήσουν μεγάφωνα στο χωριό ώστε να μπορεί ο Πρόεδρος ή ο οποιοσδήποτε άλλος στου οποίου ήταν εγκαταστημένο το τηλέφωνο να ειδοποιεί για τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τα τηλεγραφήματα.
Το εναέριο τηλεφωνικό – τηλεγραφικό δίκτυο των 3Τ στηριζόταν σε ξύλινους στύλους που μπήγονταν στο έδαφος. Στην κορυφή τους βιδωνόταν ένας ισχυρός μεταλλικός γάντζος στον οποίον φύτευαν κάτι σαν κούπα από πορσελάνη στην οποία συνδεόταν το σύρμα και ξεκινούσε για τον επόμενο στύλο. Από το ένα χωριό στο επόμενο, σε ολόκληρη τη χώρα. Κυκλοφορούσε και κάτι σαν ανέκδοτο γύρω από τους τηλεφωνικούς στύλους: Ρωτούσε κάποιος τον άλλο να του πει αν ξέρει τι εστί τηλέφωνο. Ναι, του απαντούσε εκείνος, τηλέφωνο εστί, παλούκι εδώ παλούκι εκεί, παλούκι στο χωράφι σου, παλούκι στο αμπέλι μου, παλούκι πάρα πέρα¨ γαντζούρι – ο γάντζος - στο παλούκι, φλυτζάνι – η πορσελάνινη κούπα – στο γαντζούρι, πατάς την ουρά του σκύλου εδώ (στην Αρκαδία π.χ,) κάνει γαβ στο Καρπενήσι.
Η πραγματοποίηση όμως μιας τηλεφωνικής σύνδεσης καταντούσε πραγματικός άθλος πολλές φορές, καθώς το δίκτυο αντιμετώπιζε συνεχή προβλήματα. Πότε είχε πέσει κάποιος στύλος που στήριζε τα τηλεφωνικά σύρματα, πότε είχαν κοπεί τα σύρματα, πότε κάποιος μικροκτηνοτρόφος είχε αφαιρέσει μερικές δεκάδες μέτρα σύρμα από τη γραμμή για να μπαλώσει τους φράχτες στη στάνη του, πότε δεν υπήρχε καλή επαφή με τον επόμενο σταθμό, και μια σειρά άλλα, και δεν ήταν και λίγες οι προσπάθειες που έμεναν απραγματοποίητες
![]() |
Τηλέγραφος |
Ο πιο κοινός και δημοφιλής τρόπος επικοινωνίας στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο ήταν οι επιστολές, τα γράμματα όπως τις αποκαλούσαμε, που διακινούνταν μέσω των Ταχυδρομείων με τους ταχυδρόμους.
Αγροτικός λεγόταν ο ταχυδρόμος που διακινούσε το ταχυδρομείο στα χωριά, ή Αγροτικός Διανομέας. Η δουλειά του ήταν να παραλαμβάνει το ταχυδρομείο από το κεντρικό Ταχυδρομικό Γραφείο της περιοχής και να το κάνει διανομή στα χωριά, αλλά και αντίστροφα. Να παίρνει δηλαδή τα γράμματα που ήθελαν να ταχυδρομήσουν οι κάτοικοι των χωριών προς οποιαδήποτε περιοχή ή τα έγγραφα προς Δημόσιες Υπηρεσίες που έστελναν πρόεδροι των κοινοτήτων, ιερείς, δάσκαλοι κλπ, να τα μεταφέρει στο Γραφείο όπου τα ταξινομούσαν και παίρνανε το δρόμο για τον προορισμό τους.
Είχα την τύχη να υπηρετεί ο πατέρας μου ως Αγροτικός Ταχυδρόμος στην Αρκαδία
από το 1940 μέχρι τη δεκαετία των 80ς και έχω σωστή γνώση και των υπηρεσιών που πρόσφερε, αλλά και των πάρα πολύ δύσκολων προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη δουλειά του.
Μέσω των ταχυδρομείων, εκτός από επιστολές και ταχυδρομικά δελτάρια, διακινούνταν και δημόσια έγγραφα από και προς τις διάφορες υπηρεσίες, μικροδέματα, συντάξεις ιερέων, δημοδιδασκάλων κλπ, αθηναϊκές εφημερίδες, αλλά και τηλεγραφήματα σε όποια χωριά δεν λειτουργούσε το κοινοτικό τηλέφωνο. Τα Ταχυδρομεία διακινούσαν επίσης γραμματόσημα και χαρτόσημα.
Στη Γορτυνία – επαρχία του νομού Αρκαδίας - το κεντρικό ταχ/κό Γραφείο βρισκόταν στη Δημητσάνα που ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας. Παραλάβαινε το Ταχυδρομείο από την Τρίπολη, το ταξινομούσε και το διοχέτευε στις δημοτικές ενότητες της Γορτυνίας. Τη δική μας ενότητα, της ορεινής και της πεδινής Ηραίας την αποτελούσαν 30 περίπου οικισμοί – Κοινότητες, και την εξυπηρετούσαν δυο Αγροτικοί Ταχυδρόμοι που είχαν την έδρα τους στο ταχυδρομικό γραφείο που βρισκόταν στο χωριό Παλούμπα Ηραίας
Το ταχυδρομείο ερχόταν στου Παλούμπα από τη Δημητσάνα δυο τρεις φορές την εβδομάδα, το ταξινομούσαν ο προϊστάμενος και ένας δυο άλλοι ταχυδρομικοί, σφράγιζαν τα γράμματα, έγγραφα κλπ με την σφραγίδα του ταχυδρομικού γραφείου Παλούμπα και το παραλάβαιναν οι δυο ταχυδρόμοι για διανομή στα χωριά της Ηραίας, ο καθένας στη δική του περιοχή.
Στο δρομολόγιο του πατέρα μου ανήκαν τα χωριά Παλούμπα που βρισκόταν το Γραφείο, Ψάρι, Λυκούρεση, Σέρβου, Αράπηδες, Μπούζα (Κοκκινοράχη σήμερα), Ζουλάτικα (Αετορράχη), Βλάχοι (Χρυσοχώρι) Γαρατζινού Τσιούκα (Λιοδώρα} Μπέτσι (Αγιονέρι σήμερα) Καρασάνι ( Όχθια), Μπουγιάτι (Λυσσαρέα),Σαρακίνι
![]() | |
Δημητσάνα Γορτυνίας |
Ξεκινούσε πρωινές ώρες από το Ψάρι το χωριό μας και πήγαινε στου Παλούμπα για την παραλαβή. Παραλάβαινε με τις σχετικές γραφειοκρατικές διαδικασίες το ταχυδρομείο, απλές επιστολές, συστημένα και δημόσια έγγραφα, κάνα μικρό δέμα, γραμματόσημα, χαρτόσημα, φύλο πορείας, υπογραφές κ.λ.π, και μεσημέρι σχεδόν επέστρεφε στου Ψάρι όπου αφού γευμάτιζε, ξεκινούσε για τη συνηθισμένη πορεία του από την ορεινή στην πεδινή Ηραία εξηνταπέντε εβδομήντα περίπου χιλιομέτρων ανάμεσα σε μουλαρόδρομους, κατσικόδρομους και χέρσα χωράφια πολλές φορές για να «κόβει δρόμο», που ολοκληρωνόταν την επομένη με την επιστροφή του στου Παλούμπα.
Ξεινώντας από του Ψάρι, το πρώτο χωριό στο δρομολόγιο σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων ήταν του Λυκούρεση, στη συνέχεια Σέρβου, Αράπηδες, Κοκκινοράχη, Αετορράχη και τέλος για εκείνη την ημέρα οι Βλάχοι στην Κάτω Ηραία, όπου όπως προβλεπόταν από την υπηρεσία ο ταχυδρόμος έκανε διανυκτέρευση.
Πρωί – πρωί την επομένη ξεκινούσε με τη σειρά πάλι, πεταγόταν μέχρι του Γαραντζινού στο Λάδωνα, και στη συνέχεια έκανε στροφή και τραβούσε για την Τσιούκα, του Μπέτσι, και συνέχιζε για την ορεινή Ηραία στου Καρασάνι, στου Μουγιάτι, στου Σαρακίνη, και κατέληγε στο Τταχυδρομικό Γραφείο του Παλούμπα για να παραδώσει τα προς αποστολήν που είχε συγκεντρώσει στα χωριά.
Ο εξοπλισμός του ταχυδρόμου από την Υπηρεσία ήταν μια στολή με κουμπιά που έφεραν τα διακριτικά των 3Τ, ένα υπηρεσιακό πηλήκιο, μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα με χωρίσματα, και η καραμούζα του. Όσο ήταν νέος το δρομολόγιο αυτό των εξήντα εβδομήντα χιλιομέτρων το έκανε με τα πόδια, σπάνια πήγαινε με το μουλάρι του, και μην φανταστεί κανείς ότι απολάμβανε την πορεία μέσα στην άγρια φύση και στο πράσινο.
΄Φορτωμένος την τσάντα του που από μόνη της χωρίς το ταχυδρομείο ζύγιζε τρεις τέσσερεις οκάδες, έπρεπε να διαβεί βουνά λαγκάδια και ρουμάνια, βαδίζοντας μέσα από μουλαρόδρομους και γιδόστρατες. Μετά τα πρώτα πέντε δέκα χιλιόμετρα η πορεία έστω και με καλό καιρό γινόταν κουραστική και επίπονη. Το χειμώνα όμως γινόταν μαρτυρική. Έβρεχε ή χιόνιζε το δρομολόγιο έπρεπε να γίνει, δεν δικαιολογιόταν καθυστέρηση ή αναβολή.
Στην ορεινή Ηραία, άνοιξη καλοκαίρι οι θερμοκρασίες είναι μηδενικές τις πρωινές ώρες και μέχρι να ανέβει ψηλά ο ήλιος, το έδαφος καλύπτεται πολλές φορές από την παγωμένη πάχνη. Το χειμώνα το χιόνι μερικές φορές έφτανε μέχρι το γόνατο και καθιστούσε το περπάτημα αδύνατο. Αλλά και με τις βροχές δεν ήταν καθόλου εύκολη η κατάσταση. Σκεφτείτε τώρα, να έβρεχε επί ώρες, και ο ταχυδρόμος να προσπαθεί να προστατευθεί με την ομπρέλα του (δύσκολοι οι καιροί, πολλά τα στόματα που είχε να ταΐσει, ούτε σκέψη για αδιάβροχο και μπότες). Το να σταθεί έστω για λίγο κάτω από κάνα πουρνάρι μέσα στη ερημιά για να γλιτώσει τη βροχή, δεν ήτανε λύση. Ύστερα από λίγη ώρα και κάτω από το δέντρο βρεχόταν και τον έτρωγε και η υγρασία.
![]() | |
Παλούμπα Ηραίας |
Σε μια τέτοια κατεβασιά της Γκούρας, στην προσπάθειά του να περάσει ο πατέρας μου κατασκοτώθηκε και παρά τρίχα να πνιγεί. Από του Σέρβου κατέβαινε προς του Ψάρι με καταρρακτώδη βροχή βρεγμένος ήδη και ταλαιπωρημένος, και όταν έφτασε στη Γκούρα τη βρήκε κατεβασμένη. Στη διασταύρωση του δρόμου (4 χιλιόμετρα από το Ψάρι), το ρέμα που είναι το φυσικό σύνορο με το Ψαραίικο και το Σερβαίικο, έφερνε πολύ νερό και η διάβαση ήταν αδύνατη. Είχε περάσει εκατοντάδες φορές από εκείνο το σημείο και δεν απογοητεύτηκε, κατέβηκε λίγο χαμηλότερα που στενεύει η Γκούρα και προσπάθησε να περάσει πάνω από τις κορυφές των βράχων που βρίσκονταν καταμεσής στη ρεματιά και εξείχαν από το νερό. Κάτι όμως δεν του βγήκε όπως τα υπολόγισε, και πηδώντας από τον ένα βράχο στον άλλο γλίστρησε και σφηνώθηκε ανάμεσά τους χωρίς να μπορεί να μετακινηθεί
Σέρβου Ηραίας |
Ευτυχώς πρόλαβε να αγκαλιάσει την κορυφή ενός βράχου και δεν ανατράπηκε, καταφέρνοντας να κρατιέται σε όρθια στάση αλλιώς θα τον είχε παρασύρει το ρέμα.
Έμεινε ώρες εκεί εγκλωβισμένος να τον δέρνει η
κατεβασιά με τα αγριεμένα νερά και τα φερτά υλικά. Όταν σταμάτησε η νεροποντή
και χαμήλωσε η στάθμη της Γκούρας, με το κορμί του γεμάτο πληγές κατάφερε και
απελευθερώθηκε, και με χίλια βάσανα έφθασε στο χωριό σέρνοντας. Μέχρι το πρωί
το κορμί του από την περιποίηση που του είχαν κάνει τα αγριεμένα νερά και τα φερτά υλικά που τον χτυπούσαν τόσες ώρες είχε
πρηστεί και είχε γίνει τούμπανο. Τον φορτώσανε στο μουλάρι και τον πήγαν στη
Δημητσάνα – εικοσιπέντε χιλιόμετρα μουλαρόδρομο - που κάποιος γιατρός του έδωσε
τις πρώτες βοήθειες.
Ο αγροτικός ταχυδρόμος ήταν πρόσωπο αγαπητό στα χωριά, τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο γιατί με τα γράμματα που τους έφερνε, ήταν συνήθως ο κομιστής καλών και ευχάριστων νέων. Γυναίκες λαχταρούσανε να πάρουν ένα γράμμα ή κάποια επιταγή από τους άντρες και τα παιδιά τους που λείπανε μήνες τώρα με τα μπουλούκια για μαστοριά. Κάποια μάνα που δεν έχανε τις ελπίδες της να πάρει ένα γράμμα από το γιό της που τον είχαν αρπάξει οι Γερμανοί και από τότε είχε να δώσει σημείο ζωής. Γυναίκες και γονείς που πολεμούσαν οι άντρες και τα παιδιάς τους στο Μέτωπο.Άλλοι είχαν ξενιτεμένους στην Αμερική, στα σκλαβοπάζαρα της Γερμανίας, στην Αυστραλία, και ένα γράμμα από τα αγαπημένα τους πρόσωπα ή και μια επιταγή ήταν βάλσαμο για τους γονείς και για τα αδέλφια.
Και στα γράμματα όμως που έρχονταν από την Αμερική ή την Αυστραλία, πολλές φορές υπήρχε ένα πεντοδόλαρο ή ένα δεκαδόλαρο μέσα στο φάκελο, που στην Ελλάδα λόγω της νομισματικής διαφοράς που υπήρχε τότε η αξία τους ήταν πολλαπλάσια, και τονώνανε κάπως την … οικονομία του χωριού.
Μπαίνοντας ο ταχυδρόμος στο χωριό σάλπιζε την καραμούζα του και σταματούσε συνήθως στο κεντρικό καφενείο όπου μαζεύονταν ηλικιωμένοι και γυναίκες με δεμένα τα τσεμπέρια στο κεφάλι τους περιμένοντας με λαχτάρα ένα γράμμα από κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο.
Έβγαζε το δέμα με τα γράμματα, έγγραφα, ειδοποιήσεις κλπ όπως το είχε παραλάβει από το γραφείο στου Παλούμπα, και άρχιζε να εκφωνεί τα ονόματα που έβλεπε, δίνοντάς τα στους τυχερούς που άπλωναν τα χέρια τους.
Όταν τελείωνε το μοίρασμα της αλληλογραφίας, παραλάβαινε τα γράμματα που έφερναν κάποιοι προς ταχυδρόμηση. Επικολλούσε επάνω τους τα απαραίτητα γραμματόσημα τα οποία του τα εξοφλούσαν εκεί, και τα έβαζε στην τσάντα του. Θα τα σφραγίζανε στου Παλούμπα με την υπηρεσιακή σφραγίδα, και θα παίρνανε την άγουσα για το κεντρικό ταχυδρομείο.
Όχθια Ηραίας (Καρασάνι). |
Τύχαινε καμιά φορά να υπάρχει κάποιο συστημένο γράμμα, μια επιταγή ή και ένα μικροδέμα, και αν δεν υπήρχε εκεί η/ο παραλήπτρια/ης τα πήγαινε στα σπίτια τους, γιατί έπρεπε οι ίδιοι ή κάποιος της οικογένειας να υπογράψει για την παραλαβή. Το ίδιο γινότανε και με το δάσκαλο, τον παππά και τον πρόεδρο της κοινότητας που πολλές φορές ήταν παραλήπτες αλλά και αποστολείς υπηρεσιακών εγγράφων. Ο παππάς και ο δάσκαλος ιδιαίτερα σαν δημόσιοι υπάλληλοι που ήταν, περίμεναν με λαχτάρα τον ταχυδρόμο που τους έφερνε και τη σύνταξή τους. Τον πρόεδρο της κοινότητας έπρεπε οπωσδήποτε να τον συναντήσει κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό, για να του υπογράψει και να σφραγίσει το υπηρεσιακό του φύλλο πορείας. Να βεβαιώσει δηλαδή ο πρόεδρος ότι την συγκεκριμένη ημέρα ταχυδρόμος έφερε το ταχυδρομείο στο χωριό.
Αν τύχαινε να απουσιάζει ο πρόεδρος, του υπέγραφε το φύλλο στο επόμενο δρομολόγιο.
Με το πέρασμα των χρόνων ο ταχυδρόμος αποχτούσε και τις σχετικές συμπάθειες στα χωριά. Τύχαινε κάποια χαροκαμένη γριούλα να θέλει να ταχυδρομήσει ένα γράμμα και δεν είχε το αντίτιμο για το γραμματόσημο. Τον έπιανε παράμερα και, «πάρτο Παναγιώτη μου, βάλε τα γραμματόσημα και στείλτο και την άλλη φορά που θα ‘ρθείς θα σου τα δώκω τα λεφτά». Το έπαιρνε, την εξυπηρετούσε. Και τον συνόδευε η αγάπη της, οι ευχές της και οι ευχαριστίες της. Τα δέματα επίσης, έπρεπε οι παραλήπτες να πάνε στο γραφείο στου Παλούμπα να τα παραλάβουν, να περπατήσουν δηλαδή δέκα και είκοσι χιλιόμετρα και άλλα τόσα στην επιστροφή. Αν ήταν μια - δυο οκάδες το βάρος του, το έπαιρνε ο Ταχυδρόμος και του το παράδινε στο χωριό. Και πάλι, αν ήταν βαρύτερο ή ογκώδες ένα δέμα, το φόρτωνε στο μουλάρι του και του και γλίτωνε ο χριστιανός μιας ημέρας ταλαιπωρία. Το ίδιο φυσικά γινόταν και με τα δέματα που κάποιοι ταχυδρομούσαν στους ανθρώπους τους στην ξενιτιά και έπρεπε να τα πάνε στου Παλούμπα για να τα καταθέσουν. Τέτοιες μικροεξυπηρετήσεις του ταχυδρόμου δημιουργούσαν σχέσεις συμπάθειας, φιλίας και ευγνωμοσύνης με τους χωρικούς που τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο, και τον καλοδέχονταν πάντα στα χωριά.
Ψάρι Ηραίας |
Κάπως έτσι ήταν το συνηθισμένο πέρασμα του Ταχυδρόμου από το κάθε χωριό, που μόλις τελείωνε ξεκινούσε για το επόμενο, μέχρι να περάσει από όλα και να φθάσει στου Παλούμπα και να παραδώσει. Αυτά τον περασμένο αιώνα, στην εποχή μας πλέον η επικοινωνία και η ενημέρωση έχουν κάνει τέτοια πρόοδο που τότε ούτε να τα φανταστεί ούτε να τα ονειρευτεί κανείς μπορούσε.