Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Ο Ταχυδρόμος του χωριού.

 


 

 

Ο Αγροτικός Ταχυδρόμος.

Τα παλιά χρόνια  οι επικοινωνίες μεταξύ των  ανθρώπων δεν είχαν καμιά σχέση με τη σημερινή εποχή.

Από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τον Μεσαίωνα σχεδόν οι επικοινωνίες ήσαν οπτικές (με την ανακάλυψη της φωτιάς) και ηχητικές, με τα τύμπανα, τη φωνή κλπ. Στις ηχητικές μάλιστα επικοινωνίες να θυμίσω ότι και σήμερα ακόμα η Χριστιανική θρησκεία χρησιμοποιεί το ήχο  της καμπάνας για να καλεί τους πιστούς στην εκκλησία, να γνωστοποιεί θανάτους κλπ. Αλλά και στα χωριά ό ήχος της καμπάνας χρησιμοποιείται για την μετάδοση και άλλων γενικότερων μηνυμάτων στους κατοίκους τους εκτός από τους θρησκευτικούς. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση κάνει την εμφάνισή του και ο τηλέγραφος που είναι και πρόδρομος του τηλεφώνου, κι από κοντά, αρχές του 20ου αιώνα  εμφανίζεται και ο ασύρματος που δεν αργεί να αναγνωριστεί ο σημαντικός του ρόλος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αρχές του εικοστού αιώνα, 1909– 1910 αναπτύσσεται η ραδιοτηλεγραφική ζεύξη σε μεγάλες αποστάσεις, ενώ το 1908  ιδρύεται το πρώτο τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα με 200 συνδρομητές. Το 1929 οι συνδρομητές του τηλεφώνου γίνονται 3.000, και στα επόμενα χρόνια αυξάνονται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς, το κόστος όμως μιας τηλεφωνικής σύνδεσης για δεκαετίες ακόμα παρέμενε πολύ μεγάλο. Κατά τις δεκαετίες του 1930-40-50 δεν υπήρχε τηλεόραση, και το ραδιόφωνο επίσης άργησε να φανεί, και ήταν και πανάκριβο.

Οι πόλεις είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουν την έντυπη πληροφόρηση, και μετά τον πόλεμο άρχισε δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή του και το ραδιόφωνο. Μαθητής γυμνασίου στη Δημητσάνα Αρκαδίας το 1948 στην κορύφωση του Εμφύλιου, θυμάμαι πως ο ιδιοκτήτης του κεντρικού καφενείου της πόλης – ήταν γεμάτη από κόσμο η Δημητσάνα τότε, χωροφύλακες, ανταρτόπληκτοι, χίτες κλπ – είχε ανέβει στην Αθήνα για μια ολόκληρη βδομάδα για να προμηθευτεί ραδιόφωνο, να φέρει ειδικό τεχνίτη να εγκαταστήσει μια τεράστια κεραία  πάνω από τη στέγη, να κάνει τη σωστή σύνδεση για να μπορέσει να μπορέσει να πετύχει λήψη  κ.λ.π κλπ, ιστορία ολόκληρη για μια υποτυπώδη έστω πληροφόρηση μέσω των ερτζιανών.

Στην επαρχία υπήρχε ένα υποτυπώδες εναέριο τηλεφωνικό δίκτυο των τριών Τ. ( Ταχυδρομεία Τηλεγραφεία Τηλέφωνα) με αρχέγονες τηλεφωνικές συσκευές που λειτουργούσαν με χειροκίνητη μανιβέλα – καβουρντιστήρια τις αποκαλούσαμε τότε. Οι τηλεφωνικές αυτές συσκευές τοποθετούνταν στα κατά τόπους ταχυδρομικά και τηλεγραφικά γραφεία από τα οποία οι πολίτες μπορούσαν να συνδεθούν με κάποιο αντίστοιχο τηλεφωνικό κέντρο στην ύπαιθρο ή σε πόλη και να συνδιαλεχτούν, να μιλήσουν δηλαδή για ελάχιστο χρόνο, ή να στείλουν κάποιο τηλεγράφημα. Γιατί και το τηλεγράφημα ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας . Και για τους πολίτες που μπορούσαν έτσι να στέλνουν έστω τηλεγραφικά μηνύματα, αλλά και για το κράτος, που με αυτόν τον τρόπο διαβίβαζε εντολές, οδηγίες, αλλά και ολόκληρες εγκυκλίους  στις Δημόσιες Υπηρεσίες κλπ. . Με την πάροδο του χρόνου σημειώθηκε κάποια πρόοδος και η εναέρια τηλεφωνική σύνδεση άρχισε να εξαπλώνεται και στα χωριά.

Σε κάθε χωριό έμπαινε και μια τέτοια τηλεφωνική συσκευή στο σπίτι του προέδρου της κοινότητας συνήθως, από όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να συνδέονται με οποιοδήποτε σημείο της χώρας και να συνδιαλέγονται. Όπως επίσης, αν κάποιος από μια πόλη ήθελε να μιλήσει με κάποιον δικό του στο χωριό, καλούσε το κοινοτικό τηλέφωνο και τους έλεγε ότι την αυριανή ημέρα στις 10 το πρωί - για παράδειγμα – θέλει να μιλήσει με τη μάνα του ή οποιονδήποτε άλλον κάτοικο του χωριού.. Στις αρχές φρόντιζε ο πρόεδρος να στέλνει κάποιον και να ειδοποιεί την/τον καλούμενη/ο ότι αύριο στις 10 το πρωί έπρεπε να στηθεί στο τηλέφωνο γιατί την καλούσε ο γιος της κλπ.     

Με τον καιρό όμως, και επειδή ο πρόεδρος δεν είχε πάντα κάποιον να στέλνει στην άλλη άκρη του χωριού για να κάνει τον αγγελιοφόρο αλλά ούτε και ήταν υποχρεωμένος, κλπ, κλπ, τα 3 Τ φρόντισαν να τοποθετήσουν μεγάφωνα στο χωριό ώστε να μπορεί ο Πρόεδρος ή ο οποιοσδήποτε άλλος στου οποίου ήταν εγκαταστημένο το τηλέφωνο να ειδοποιεί για τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τα τηλεγραφήματα.

Το εναέριο τηλεφωνικό – τηλεγραφικό δίκτυο των 3Τ στηριζόταν σε ξύλινους στύλους που μπήγονταν στο έδαφος. Στην κορυφή τους βιδωνόταν ένας ισχυρός μεταλλικός γάντζος στον οποίον φύτευαν κάτι σαν κούπα από πορσελάνη στην οποία συνδεόταν το σύρμα και ξεκινούσε για τον επόμενο στύλο. Από το ένα χωριό στο επόμενο, σε ολόκληρη τη χώρα. Κυκλοφορούσε και κάτι σαν ανέκδοτο γύρω από τους τηλεφωνικούς στύλους: Ρωτούσε κάποιος τον άλλο να του πει αν ξέρει τι εστί τηλέφωνο. Ναι, του απαντούσε εκείνος, τηλέφωνο εστί, παλούκι εδώ παλούκι εκεί, παλούκι στο χωράφι σου, παλούκι στο αμπέλι μου, παλούκι πάρα πέρα¨ γαντζούρι – ο γάντζος -  στο παλούκι, φλυτζάνι – η πορσελάνινη κούπα – στο γαντζούρι, πατάς την ουρά του σκύλου εδώ (στην Αρκαδία π.χ,)  κάνει γαβ στο Καρπενήσι.

Η πραγματοποίηση όμως μιας τηλεφωνικής σύνδεσης καταντούσε πραγματικός άθλος πολλές φορές, καθώς το δίκτυο αντιμετώπιζε συνεχή προβλήματα. Πότε είχε πέσει κάποιος στύλος που στήριζε τα τηλεφωνικά σύρματα, πότε είχαν κοπεί τα σύρματα, πότε κάποιος μικροκτηνοτρόφος είχε αφαιρέσει μερικές δεκάδες μέτρα σύρμα από τη γραμμή για να μπαλώσει τους φράχτες στη στάνη του, πότε δεν υπήρχε καλή επαφή με τον επόμενο σταθμό, και μια σειρά άλλα, και δεν ήταν και λίγες οι προσπάθειες που έμεναν απραγματοποίητες

 

Τηλέγραφος

Ο πιο κοινός και δημοφιλής τρόπος επικοινωνίας στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο ήταν οι επιστολές, τα γράμματα όπως τις αποκαλούσαμε, που διακινούνταν μέσω των Ταχυδρομείων με τους ταχυδρόμους.

Αγροτικός λεγόταν ο ταχυδρόμος που διακινούσε το ταχυδρομείο στα χωριά, ή Αγροτικός Διανομέας. Η δουλειά του ήταν να παραλαμβάνει το  ταχυδρομείο από το κεντρικό Ταχυδρομικό Γραφείο της περιοχής και να το κάνει διανομή στα χωριά, αλλά και αντίστροφα. Να παίρνει δηλαδή τα γράμματα που ήθελαν να ταχυδρομήσουν οι κάτοικοι των χωριών προς οποιαδήποτε περιοχή ή τα έγγραφα προς Δημόσιες Υπηρεσίες που έστελναν πρόεδροι των κοινοτήτων, ιερείς, δάσκαλοι κλπ, να τα μεταφέρει στο Γραφείο  όπου τα ταξινομούσαν και παίρνανε το δρόμο για τον προορισμό τους. 

Είχα την τύχη να υπηρετεί ο πατέρας μου ως Αγροτικός Ταχυδρόμος στην Αρκαδία

 από το 1940 μέχρι τη δεκαετία των 80ς και έχω σωστή γνώση και των υπηρεσιών που πρόσφερε, αλλά και των πάρα πολύ δύσκολων προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη δουλειά του.

Μέσω των ταχυδρομείων, εκτός από επιστολές και ταχυδρομικά δελτάρια, διακινούνταν και δημόσια έγγραφα από και προς τις διάφορες υπηρεσίες, μικροδέματα, συντάξεις ιερέων, δημοδιδασκάλων  κλπ, αθηναϊκές εφημερίδες, αλλά και τηλεγραφήματα σε όποια χωριά δεν λειτουργούσε το κοινοτικό τηλέφωνο. Τα Ταχυδρομεία διακινούσαν επίσης γραμματόσημα και χαρτόσημα.

Στη Γορτυνία – επαρχία του νομού Αρκαδίας -  το κεντρικό ταχ/κό Γραφείο βρισκόταν στη Δημητσάνα που ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας.  Παραλάβαινε το Ταχυδρομείο από την Τρίπολη, το ταξινομούσε και το διοχέτευε στις δημοτικές ενότητες της Γορτυνίας. Τη δική μας ενότητα, της ορεινής και της πεδινής Ηραίας την αποτελούσαν 30 περίπου οικισμοί – Κοινότητες, και την εξυπηρετούσαν δυο Αγροτικοί Ταχυδρόμοι που είχαν την έδρα τους στο ταχυδρομικό γραφείο που βρισκόταν στο χωριό Παλούμπα Ηραίας

Το ταχυδρομείο ερχόταν στου Παλούμπα από τη Δημητσάνα δυο τρεις φορές την εβδομάδα, το ταξινομούσαν ο προϊστάμενος και ένας δυο άλλοι ταχυδρομικοί, σφράγιζαν τα γράμματα, έγγραφα κλπ με την σφραγίδα του ταχυδρομικού γραφείου Παλούμπα και το παραλάβαιναν οι δυο ταχυδρόμοι για διανομή στα χωριά της Ηραίας, ο καθένας στη δική του περιοχή.

Στο δρομολόγιο του πατέρα μου ανήκαν τα χωριά Παλούμπα που βρισκόταν το Γραφείο, Ψάρι, Λυκούρεση, Σέρβου, Αράπηδες, Μπούζα (Κοκκινοράχη σήμερα), Ζουλάτικα (Αετορράχη), Βλάχοι (Χρυσοχώρι) Γαρατζινού Τσιούκα (Λιοδώρα}  Μπέτσι (Αγιονέρι σήμερα)  Καρασάνι ( Όχθια), Μπουγιάτι (Λυσσαρέα),Σαρακίνι

 

Δημητσάνα Γορτυνίας
                                                                 

Ξεκινούσε πρωινές ώρες από το Ψάρι το χωριό μας και πήγαινε στου Παλούμπα για την παραλαβή. Παραλάβαινε με τις σχετικές γραφειοκρατικές διαδικασίες το ταχυδρομείο, απλές επιστολές, συστημένα και δημόσια έγγραφα, κάνα μικρό δέμα, γραμματόσημα, χαρτόσημα, φύλο πορείας, υπογραφές κ.λ.π, και μεσημέρι σχεδόν επέστρεφε στου Ψάρι όπου αφού γευμάτιζε, ξεκινούσε για τη συνηθισμένη πορεία του από την ορεινή στην πεδινή Ηραία εξηνταπέντε εβδομήντα περίπου χιλιομέτρων ανάμεσα σε μουλαρόδρομους, κατσικόδρομους και χέρσα χωράφια πολλές φορές για να «κόβει δρόμο», που ολοκληρωνόταν την επομένη με την επιστροφή του στου Παλούμπα.

Ξεινώντας από του Ψάρι, το πρώτο χωριό στο δρομολόγιο σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων ήταν του Λυκούρεση, στη συνέχεια Σέρβου, Αράπηδες, Κοκκινοράχη, Αετορράχη και τέλος για εκείνη την ημέρα οι  Βλάχοι στην Κάτω Ηραία, όπου όπως προβλεπόταν από την υπηρεσία ο ταχυδρόμος έκανε διανυκτέρευση.

Πρωί – πρωί την επομένη ξεκινούσε με τη σειρά πάλι, πεταγόταν μέχρι του Γαραντζινού στο Λάδωνα, και στη συνέχεια έκανε στροφή και τραβούσε για την Τσιούκα, του Μπέτσι, και συνέχιζε για την ορεινή Ηραία στου Καρασάνι, στου Μουγιάτι, στου Σαρακίνη, και κατέληγε στο Τταχυδρομικό Γραφείο του Παλούμπα για να παραδώσει τα προς αποστολήν  που είχε συγκεντρώσει στα χωριά.

Ο εξοπλισμός του ταχυδρόμου από την Υπηρεσία ήταν μια στολή με κουμπιά που έφεραν τα διακριτικά των 3Τ, ένα υπηρεσιακό πηλήκιο, μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα με χωρίσματα, και η καραμούζα του. Όσο ήταν νέος το δρομολόγιο αυτό των εξήντα εβδομήντα χιλιομέτρων το έκανε με τα πόδια, σπάνια πήγαινε με το μουλάρι του, και μην φανταστεί κανείς ότι απολάμβανε την πορεία μέσα στην άγρια φύση και στο πράσινο.   

 

΄Φορτωμένος την τσάντα του που από μόνη της χωρίς το ταχυδρομείο ζύγιζε τρεις τέσσερεις οκάδες, έπρεπε να διαβεί βουνά λαγκάδια και ρουμάνια, βαδίζοντας μέσα από μουλαρόδρομους και γιδόστρατες. Μετά τα πρώτα πέντε δέκα χιλιόμετρα η πορεία έστω και με καλό καιρό γινόταν κουραστική και επίπονη. Το χειμώνα όμως γινόταν μαρτυρική. Έβρεχε ή χιόνιζε το δρομολόγιο έπρεπε να γίνει, δεν δικαιολογιόταν καθυστέρηση ή αναβολή.

Στην ορεινή Ηραία, άνοιξη καλοκαίρι οι θερμοκρασίες είναι μηδενικές τις πρωινές ώρες και μέχρι να ανέβει ψηλά ο ήλιος, το έδαφος καλύπτεται πολλές φορές από την παγωμένη πάχνη. Το χειμώνα το χιόνι μερικές φορές έφτανε μέχρι το γόνατο και καθιστούσε το περπάτημα αδύνατο. Αλλά και με τις βροχές δεν ήταν καθόλου εύκολη η κατάσταση.  Σκεφτείτε τώρα, να έβρεχε επί ώρες, και ο ταχυδρόμος να προσπαθεί να προστατευθεί με την ομπρέλα του (δύσκολοι οι καιροί, πολλά τα στόματα που είχε να ταΐσει, ούτε σκέψη για αδιάβροχο και μπότες). Το να σταθεί έστω για λίγο κάτω από κάνα πουρνάρι μέσα στη ερημιά για να γλιτώσει τη βροχή, δεν ήτανε λύση. Ύστερα από λίγη ώρα και κάτω από το δέντρο βρεχόταν και τον έτρωγε και η υγρασία.

 

Παλούμπα Ηραίας
   Ο τόπος καλλιεργούταν μέχρι την τελευταία σπιθαμή, τα δένδρα ήταν ελάχιστα, και  οι βροχές δημιουργούσαν κατεβασιές και νεροσυρμές στα επικλινή εδάφη, αλλά και τεράστιες λίμνες στα επίπεδα σημεία με δέκα είκοσι εκατοστά νερό, καθιστώντας την πεζοπορία μαρτυρική. Πέρα όμως από αυτά ήταν και οι φυσικές ρεματιές και τα ξεροπόταμα  που με τις βροχές φουσκώνανε κατεβάζοντας πολλά νερά και φερτά υλικά, κάνοντας επικίνδυνη κάθε απόπειρα διάβασής τους.

Σε μια τέτοια κατεβασιά της Γκούρας, στην προσπάθειά του να περάσει ο πατέρας μου κατασκοτώθηκε και παρά τρίχα να πνιγεί. Από του Σέρβου κατέβαινε προς του Ψάρι με καταρρακτώδη βροχή βρεγμένος ήδη και ταλαιπωρημένος, και όταν έφτασε στη Γκούρα τη βρήκε κατεβασμένη. Στη διασταύρωση του δρόμου (4 χιλιόμετρα από το Ψάρι), το ρέμα που είναι το φυσικό σύνορο με το Ψαραίικο και το Σερβαίικο, έφερνε πολύ νερό και η διάβαση ήταν αδύνατη. Είχε περάσει εκατοντάδες φορές από εκείνο το σημείο και δεν απογοητεύτηκε, κατέβηκε λίγο χαμηλότερα που στενεύει η Γκούρα και προσπάθησε να περάσει πάνω από τις κορυφές των βράχων που βρίσκονταν καταμεσής στη ρεματιά και εξείχαν από το νερό. Κάτι όμως δεν του βγήκε όπως τα υπολόγισε, και πηδώντας από τον ένα βράχο στον άλλο γλίστρησε και σφηνώθηκε ανάμεσά τους χωρίς να μπορεί να μετακινηθεί

Σέρβου Ηραίας

 Ευτυχώς πρόλαβε να αγκαλιάσει την κορυφή ενός βράχου και δεν ανατράπηκε, καταφέρνοντας να κρατιέται σε όρθια στάση αλλιώς θα τον είχε παρασύρει το ρέμα.

Έμεινε ώρες εκεί εγκλωβισμένος να τον δέρνει η κατεβασιά με τα αγριεμένα νερά και τα φερτά υλικά. Όταν σταμάτησε η νεροποντή και χαμήλωσε η στάθμη της Γκούρας, με το κορμί του γεμάτο πληγές κατάφερε και απελευθερώθηκε, και με χίλια βάσανα έφθασε στο χωριό σέρνοντας. Μέχρι το πρωί το κορμί του από την περιποίηση που του είχαν κάνει  τα αγριεμένα νερά και τα  φερτά υλικά που τον χτυπούσαν τόσες ώρες είχε πρηστεί και είχε γίνει τούμπανο. Τον φορτώσανε στο μουλάρι και τον πήγαν στη Δημητσάνα – εικοσιπέντε χιλιόμετρα μουλαρόδρομο - που κάποιος γιατρός του έδωσε τις πρώτες βοήθειες.

Ο αγροτικός ταχυδρόμος ήταν πρόσωπο αγαπητό στα χωριά, τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο γιατί με τα γράμματα που τους έφερνε, ήταν συνήθως ο κομιστής καλών και ευχάριστων νέων. Γυναίκες λαχταρούσανε να πάρουν ένα γράμμα ή κάποια επιταγή από τους άντρες και τα παιδιά τους που λείπανε μήνες τώρα με τα μπουλούκια για μαστοριά. Κάποια μάνα που δεν έχανε τις ελπίδες της να πάρει ένα γράμμα από το γιό της  που τον είχαν αρπάξει οι Γερμανοί και από τότε είχε να δώσει σημείο ζωής. Γυναίκες και γονείς που πολεμούσαν οι άντρες και τα παιδιάς τους στο Μέτωπο.Άλλοι είχαν ξενιτεμένους στην Αμερική, στα σκλαβοπάζαρα της Γερμανίας, στην Αυστραλία, και ένα γράμμα από τα αγαπημένα τους πρόσωπα ή και μια επιταγή ήταν βάλσαμο για τους γονείς και για τα αδέλφια.

Και στα γράμματα όμως που έρχονταν από την Αμερική ή την Αυστραλία, πολλές φορές υπήρχε ένα πεντοδόλαρο ή ένα δεκαδόλαρο μέσα στο φάκελο, που στην Ελλάδα λόγω της νομισματικής διαφοράς που υπήρχε τότε η αξία τους ήταν πολλαπλάσια, και τονώνανε κάπως την … οικονομία του χωριού.

Μπαίνοντας ο ταχυδρόμος στο χωριό σάλπιζε την καραμούζα του και σταματούσε συνήθως στο κεντρικό καφενείο όπου μαζεύονταν ηλικιωμένοι και γυναίκες με δεμένα τα τσεμπέρια στο κεφάλι τους περιμένοντας με λαχτάρα ένα γράμμα από κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο.

Έβγαζε το δέμα με τα γράμματα, έγγραφα, ειδοποιήσεις κλπ όπως το είχε παραλάβει από το γραφείο στου Παλούμπα, και άρχιζε να εκφωνεί τα ονόματα που έβλεπε, δίνοντάς τα στους τυχερούς που άπλωναν τα χέρια τους.

Όταν τελείωνε το μοίρασμα της αλληλογραφίας, παραλάβαινε τα γράμματα που έφερναν κάποιοι προς ταχυδρόμηση. Επικολλούσε επάνω τους τα απαραίτητα γραμματόσημα τα οποία του τα εξοφλούσαν εκεί, και τα έβαζε στην τσάντα του. Θα τα σφραγίζανε στου Παλούμπα με την υπηρεσιακή σφραγίδα, και θα παίρνανε την άγουσα για το κεντρικό ταχυδρομείο.

 

Όχθια Ηραίας (Καρασάνι).

 

Τύχαινε καμιά φορά να υπάρχει κάποιο συστημένο γράμμα, μια επιταγή ή και ένα μικροδέμα, και αν δεν υπήρχε εκεί η/ο παραλήπτρια/ης τα πήγαινε στα σπίτια τους, γιατί έπρεπε οι ίδιοι ή κάποιος της οικογένειας να υπογράψει για την παραλαβή. Το ίδιο γινότανε και με το δάσκαλο, τον παππά και τον πρόεδρο της κοινότητας που πολλές φορές ήταν παραλήπτες αλλά και αποστολείς υπηρεσιακών εγγράφων.  Ο παππάς και ο δάσκαλος ιδιαίτερα σαν δημόσιοι υπάλληλοι που ήταν, περίμεναν με λαχτάρα τον ταχυδρόμο που τους έφερνε και τη σύνταξή τους. Τον πρόεδρο της κοινότητας έπρεπε οπωσδήποτε να τον συναντήσει κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό, για  να του υπογράψει και να σφραγίσει το υπηρεσιακό του φύλλο πορείας. Να βεβαιώσει δηλαδή ο πρόεδρος ότι την συγκεκριμένη ημέρα ταχυδρόμος  έφερε το ταχυδρομείο στο χωριό.

Αν τύχαινε να απουσιάζει ο πρόεδρος, του υπέγραφε το φύλλο στο επόμενο δρομολόγιο.

Με το πέρασμα των χρόνων ο ταχυδρόμος αποχτούσε και τις σχετικές συμπάθειες στα χωριά. Τύχαινε κάποια χαροκαμένη γριούλα να θέλει να ταχυδρομήσει ένα γράμμα και δεν είχε το αντίτιμο για το γραμματόσημο. Τον έπιανε παράμερα και, «πάρτο Παναγιώτη μου, βάλε τα γραμματόσημα και στείλτο και την άλλη φορά που θα ‘ρθείς θα σου τα δώκω τα λεφτά». Το έπαιρνε, την εξυπηρετούσε. Και τον συνόδευε η αγάπη της, οι ευχές της και οι ευχαριστίες της. Τα δέματα επίσης, έπρεπε οι παραλήπτες να πάνε στο γραφείο στου Παλούμπα να τα παραλάβουν, να περπατήσουν δηλαδή δέκα και είκοσι χιλιόμετρα και άλλα τόσα στην επιστροφή. Αν ήταν μια - δυο οκάδες το βάρος του, το έπαιρνε ο Ταχυδρόμος και του το παράδινε στο χωριό. Και πάλι, αν ήταν βαρύτερο ή ογκώδες ένα δέμα, το φόρτωνε στο μουλάρι του και του και γλίτωνε ο χριστιανός μιας ημέρας ταλαιπωρία. Το ίδιο φυσικά γινόταν και με τα δέματα που κάποιοι ταχυδρομούσαν στους ανθρώπους τους στην ξενιτιά και έπρεπε να τα πάνε στου Παλούμπα για να τα καταθέσουν. Τέτοιες μικροεξυπηρετήσεις του ταχυδρόμου δημιουργούσαν σχέσεις συμπάθειας, φιλίας και ευγνωμοσύνης  με τους χωρικούς που τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο, και τον καλοδέχονταν πάντα στα χωριά.

 

Ψάρι Ηραίας

Κάπως έτσι ήταν το συνηθισμένο πέρασμα του Ταχυδρόμου από το κάθε χωριό, που μόλις τελείωνε ξεκινούσε για το επόμενο, μέχρι να περάσει από όλα και να φθάσει στου Παλούμπα και να παραδώσει. Αυτά τον περασμένο αιώνα, στην εποχή μας πλέον η επικοινωνία και η ενημέρωση έχουν κάνει τέτοια πρόοδο που τότε ούτε να τα φανταστεί ούτε να τα ονειρευτεί κανείς μπορούσε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Οι μετοικήσεις των Αλβανών στον ελλαδικό χώρο από τους αρχαίους χρόνους.

 


 

Έλληνες Αρβανίτες.
     Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι ο εποικισμός ορισμένων περιοχών του ελλαδικού χώρου από τους Αρβανίτες ξεκίνησε τον 13ο αιώνα και συνδέθηκε με κοινωνικές και πολιτικοστρατιωτικές ανακατατάξεις και δρώμενα σε εκείνες τις περιοχές, ιδιαίτερα κατά την παρακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι ταραγμένες συνθήκες εκείνων των εποχών και η φτώχεια τους ανάγκαζαν να εκπατριστούν και να αναζητήσουν μια πιο υποφερτή ζωή σε ξένους τόπους. Ήσαν εκ φύσεως μαχητικοί και επαγγελματίες πολεμιστές, και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους  ως μισθοφόροι που ήσαν περιζήτητοι γιατί θεωρούνταν οι καλύτεροι πολεμιστές, με αντάλλαγμα να τους παραχωρηθούν χώροι εγκατάστασης για αυτούς και τα κοπάδια τους, και γη να καλλιεργούν.      

Στο εξαίρετο βιβλίο του Κώστα Η. Μπίρη ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ βρίσκουμε στοιχεία ότι « η πρώτη κάθοδος των Αρβανιτών στην Πελοπόννησο έγινε μαζί με Σλάβους κατά την εποχή των Αβάρων στα τέλη του έκτου αιώνα».

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η μετανάστευση των Αλβανών προς τον ελλαδικό χώρο ξεκίνησε τον 8ο αιώνα, οι περισσότεροι όμως ιστορικοί υποστηρίζουν ότι  σημαντική παρουσία τους σημειώνεται στη χώρα μας από τον 13ο αιώνα.

Θα πρέπει εδώ να θυμίσω ότι το ελληνικό έθνος – κράτος, σύνορα απόκτησε στις 3 Φεβρουαρίου 1830 που δημιουργήθηκε και αναγνωρίστηκε ως Έθνος με συμφωνία Αγγλίας Γαλλίας και Ρωσίας, με την υπογραφή τού γνωστού Πρωτόκολλου του Λονδίνου. Πριν δηλαδή από το 1830, ιδιαίτερα πριν το 1821 που  ξεσηκώθηκαν οι ρωμιοί ραγιάδες κατά των Οθωμανών κατακτητών, ούτε ελληνικό κράτος υπήρχε, ούτε καν ελλαδικός χώρος.

 Πόλεις – κράτη αυτόνομα υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα, όπως, η Αθήνα, η Σπάρτη, η Κόρινθος, η Θήβα κ.α. Ήρθε μετά η Μακεδονική κυριαρχία κατά τον 4ο π.χ αιώνα, η αρχή της σκλαβιάς των Ελλήνων κατά τον Πολύβιο  «την Μακεδόνων δυναστείαν αρχήν γεγονέναι τοις Έλλησι δουλείας»,  ήρθαν οι Συμπολιτείες, η Ρωμαϊκή κυριαρχία, η Βυζαντινή, η εποχή της Φραγκοκρατίας, τα Δεσποτάτα και οι Δεσπότες Φεουδάρχες, η Ενετοκρατία, και τέλος η Τουρκοκρατία.

Σύνορα δεν υπήρχαν εκείνες τις εποχές και οι λαοί, Έλληνες, Αρβανίτες,

Βούλγαροι, Βλάχοι, κ.α,  μετανάστευαν σε ξένες χώρες,  μετακινούνταν ελεύθερα ανάλογα με τις ανάγκες και τις ασχολίες τους. Έμποροι,  ξυλοκόποι, χτίστες, καρβουνιάρηδες, σκαφτιάδες κ.α.
Οι κατά τόπους Δεσπότες Αφέντες όπως και οι Τούρκοι αργότερα δεν τους ξεχώριζαν – δεν υπήρχαν καν εθνότητες άλλωστε και το όνομα Αλβανία αρχίζει να χρησιμοποιείται μετά τον 12ο αιώνα – τους θεωρούσαν  όλους ίδιους.
Εκείνα τα χρόνια, κατά τον 14ο και 15ο αιώνα οι κάτοικοι ήσαν ανακατωμένοι: Έλληνες, Αλβανοί, Σέρβοι, Καταλανοί, Φράγκοι κλπ .


Αλβανίδα.

Οι Τούρκοι δεν ξεχώριζαν τους Αρβανίτες από τους Έλληνες, αλλά και οι Βενετοί σαν Έλληνες τους έβλεπαν. Στην περιοχή της Θεσσαλίας που τότε – 1268 - περιλάμβανε την Αιτωλία και την Ακαρνανία σημειώνεται «εγκατάστασις Αρβανιτών δια χρυσοβούλλου και προστάγματος βασιλικού» όπως αναφέρει ο Κώστας Μπίρης. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος  χρειαζόταν φρουρές για τα κάστρα αλλά και ιππείς πολεμιστές για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του και όσους τον αμφισβητούσαν. Οι Αρβανίτες, ατίθασοι, σκληροτράχηλοι και καλοί πολεμιστές, ήσαν πάντα πρόθυμοι να σπεύσουν, αρκεί να τους έδιναν οι Άρχοντες τόπο να εγκατασταθούν στις περιοχές τους, και χωράφια να καλλιεργούν και να τρέφουν και τα κοπάδια τους.

Δεν άργησαν όμως να δημιουργηθούν αντιδράσεις κατά των Αρβανιτών εποίκων από τον τοπικό πληθυσμό, όχι μόνο γιατί του είχαν αφαιρεθεί μεγάλες εκτάσεις που τους παραχωρήθηκαν, αλλά και επειδή την λεηλασία και την αρπαγή την είχαν στο αίμα τους, «ελεηλατούσαν τη χώρα, ελήστευαν  τους γηγενείς κατοίκους, και εζούσαν με κάθε δόλον και με κάθε πονηρίαν».

Μισόν αιώνα αργότερα κατά το 1318 – 1320  φάρες Αρβανιτών (κάποιοι μιλούν για 12.000) περνούν την Πίνδο χωρίς την άδεια των αρχών και λύνουν το πρόβλημα της εγκατάστασής τους με το «άστε ντούα» όπως λένε στα Αλβανικά,  με το έτσι θέλω δηλαδή, κυριεύοντας τη Θεσσαλία, διώχνοντας  τους ντόπιους από τον τόπο τους, παίρνοντας τα κοπάδια και το βιός τους, καταντώντας πραγματική μάστιγα. Αλλού έμεναν μόνιμοι και αλλού μετακινούνταν. Υποτίθεται ότι την περιοχή είχαν υπό την κυριαρχία τους οι Βυζαντινοί, που όμως δεν κατόρθωναν πάντα να την υπερασπίσουν και να την διαφυλάξουν.

Τελικά ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος, εκστρατεύει εναντίον τους και ύστερα από σκληρό αγώνα καταφέρνει να τους υποτάξει και τους υποχρεώνει να επιστρέψουν στους κατοίκους (σε όσους είχαν μείνει) τις περιουσίες που τους είχαν αρπάξει.          Η Θεσσαλία που έγινε γνωστή και ως η Μεγάλη Βλαχία υπήρξε ο σταθμός και ορμητήριο των Αλβανών, και αρχές του 15ου αιώνα – 1405 – 1413 κατέχουν ολόκληρες περιοχές, όπως Αιτωλία, Ακαρνανία, Άρτα, Γιάννενα, και έχουν δημιουργήσει Δεσποτάτα υπό την ηγεσία τους.
Ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο όρος Αρβανίτης είναι παράγωγο της λέξης Άρβανο που προσδιορίζεται στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου.

Αργότερα ξεχύθηκαν προς το νοτιότερο ελλαδικό χώρο και εξαπλώθηκαν στη Βοιωτία, την Αττική, στην Εύβοια, την Πελοπόννησο, στα νησιά του Αργοσαρωνικού κλπ.


Ρητινοσυλλέκτης.

Ο Γιάνης Κορδάτος λέει πως η πρώτη Αλβανική εγκατάσταση στην Πελοπόννησο γίνεται μεταξύ 1370 και 1380. Αργότερα, αρχές του 16ου αιώνα, κατά τη διάρκεια διαφόρων φάσεων του πολέμου Βενετών και Τούρκων στην Πελοπόννησο, από την Ερμιονίδα κάποιες οικογένειες Αρβανιτών μετοικούν στην ερειπωμένη από τους πειρατές Ύδρα, όπου ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης και τη συλλογή ρετσινιού, και με τον καιρό   χτίζουν τον πρώτο οικισμό στο λόφο του Κιάφα                

Με το πέρασμα των χρόνων καταφεύγουν στην Ύδρα και άλλοι Αρβανίτες από Ήπειρο, Εύβοια, Κρήτη, Μικρά Ασία κλπ,  ο οικισμός μεγαλώνει και γίνεται η πόλη της Ύδρας. Μέσα στους επόμενους τρεις αιώνες το νησί παράλληλα και με τις Σπέτσες θα εξελιχθεί σε αξιόλογη ναυτική δύναμη, και κατά την έναρξη του Ιερού Αγώνα το 1821 θα διαθέτει έναν από τους ισχυρούς εμπορικούς στόλους της Μεσογείου.

Λόγω της σκληρής ζωής τους, της ορεινής τους καταγωγής και της ενασχόλησής τους με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και, επειδή ήσαν εκ φύσεως μαχητικοί και εξ επαγγέλματος πολεμιστές, οι κατά τόπους Δεσπότες – Αφέντες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας όπως και οι Βενετοί, χρησιμοποιούσαν τους Αλβανούς ως μισθοφορικό στρατό στις συγκρούσεις με τους αντιπάλους τους,
 για την φύλαξη των κάστρων κυρίως, για την είσπραξη διοδίων σε κλεισούρες – δερβένια και στενά περάσματα, την είσπραξη φόρων κλπ.
Τους παραχωρούσαν περιοχές για να εγκατασταθούν και να ασκούν τις γεωργικές και νομαδικές δραστηριότητές τους, με την υποχρέωση να διαθέτουν έναν ορισμένο αριθμό πολεμιστών, ιππέων κλπ για τις ανάγκες της εκάστοτε εξουσίας.
Συνέβαινε όμως λόγω του ατίθασου χαρακτήρα τους και της έμφυτης ροπής τους προς την ανταρσία, να τους ξεσηκώνουν οι Βυζαντινοί φεουδάρχες και οι αυτοκράτορες πολλές φορές από τον τόπο τους και τους μετακινούν σε άλλες περιοχές πιστεύοντας ότι θα τους έκαναν να  αλλάξουν  ιδιοσυγκρασία.
Άλλες φορές πάλι, και με σκοπό να τις τονώσουν πληθυσμιακά, τους εγκαθιστούσαν σε αραιοκατοικημένες περιοχές  που οι ίδιοι οι Βυζαντινοί είχαν φροντίσει να αραιώσουν τον πληθυσμό περνώντας από μαχαίρι τους ρωμιούς, κάνοντας γενοκτονία  όπως θα λέγαμε σήμερα. . Για τους ίδιους ή παράλληλους λόγους, με την πλήρη κατάκτηση του ελλαδικού χώρου τον 17ο και αρχές του 18ου αιώνα τους μετακινούσαν και οι Οθωμανοί.
 Προσαρμόζονταν εύκολα στις περιοχές που πήγαιναν, μάθαιναν εύκολα τα ελληνικά που ήταν κάτι σαν διεθνής γλώσσα και μιλιόταν σε ολόκληρη τη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία, από Τούρκους, Αρμένηδες, Αρβανίτες, Βουλγάρους και Βλάχους. Η χριστιανική θρησκεία αλλά και η  ελληνική γλώσσα αποτελούσαν ένα είδος συνδετικού κρίκου με το ελληνικό στοιχείο και ήταν ένα βήμα προς τον εξελληνισμό τους.

Και το Πατριαρχείο όμως που προωθούσε τον εξελληνισμό Αρβανιτών, Βουλγάρων Βλάχων κλπ, δεν παρέλειπε να προπαγανδίζει και να προσπαθεί να τους πείσει ότι ήταν συμφέρον τους και ανάγκη να μάθουν την ελληνική γλώσσα για να μπορέσουν να προκόψουν.


Αρβανίτης πολεμιστής.

Ο Δεσπότης ηγεμόνας του Μυστρά Θ Παλαιολόγος έφερε Αρβανίτες και τους εγκατέστησε στη Μάνη από το 1384.  Αρχές του 15ου αιώνα το 1405, κατεβαίνουν στο Μωρηά και κατασκηνώνουν στον Ισθμό 10.000 Αρβανίτες με τις οικογένειές τους. Ζητούν από τον Δεσπότη του Μωρηά Θ Παλαιολόγο αδελφό του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Παλαιολόγου να τους επιτρέψει να εγκατασταθούν στην επικράτειά του, υποσχόμενοι να κάνουν ό,τι τους διατάξει. Για τον Θ Παλαιολόγο που είχε πολλά προβλήματα ανοιχτά, η φουρνιά αυτή των Αρβανιτών που διέθετε 3.000 εμπειροπόλεμους πολεμιστές, ήταν ουρανοκατέβατο δώρο, και τους δέχτηκε με χαρά.
                     Από τον 14ο και 15ο αιώνα που άρχισε να ξεφτίζει η Βυζαντινή αυτοκρατορία, και μέχρι τον 19ο που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, ο όρος Αλβανός ή Αρβανίτης χρησιμοποιούταν παράλληλα στον ελλαδικό χώρο.
Αρβανίτης σήμαινε τον Ορθόδοξο, τον αρβανιτόφωνο  Έλληνα που ζούσε παράλληλα με το ελληνικό στοιχείο, εξελληνιζόταν από επιγαμίες και τα συμπεθεριάσματα, ενστερνιζόταν και ακολουθούσε τα ήθη και τα έθιμα του τόπου που ζούσε, αγωνιζόταν για τα ίδια προβλήματα, αφομοιωνόταν με την πάροδο του χρόνου και δεν παρουσίαζε καμιά διαφορά από τους Έλληνες.
                                     Αρβανιτιά όμως, και Αλβανούς, Τουρκαλβανούς, ο λαός εννοούσε τους ένοπλους Μουσουλμάνους Αλβανούς που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι σαν μισθοφορικό στρατό, τους Γκέκηδες κυρίως, ή αποσπάσματα για να καταδιώκουν ανυπότακτους ραγιάδες, να εισπράττουν φόρους κλπ. «Έβγα μανούλα μ’ να με ιδείς και να με καμαρώσεις, το πως με πάει η Αρβανιτιά, με πάει να με κρεμάσει…..» έλεγε ένα δημοτικό τραγουδάκι. 
Ο όρος Αλβανός καθιερώθηκε κυρίως  μετά  την ίδρυση του ελληνικού κράτους και χρησιμοποιούταν για τους εκτός της Ελλάδας αλβανόφωνους πληθυσμούς της βόρειας Μακεδονίας  και του Κοσσόβου, ενώ η Αλβανία δημιουργήθηκε το 1913.

Μια πολύ μελανή, κατάμαυρη σελίδα για τους Τουρκαλαβανούς είναι η επιδρομή τους στο Μωρηά κατά τη δεκαετία των 1770. Τότε που τους κατέβασαν οι Τούρκοι για να τιμωρήσουν τους Μοραΐτες για τη συμμετοχή τους στα Ορλωφικά. «Έκαστος Αλβανός εκέκτητο προνόμιον το αρπάζειν, ατιμάζειν και φονεύειν όποιον ήθελεν». Ήσαν «κράτος εν κράτει». Κάποιοι αναφέρουν ότι ο αριθμός των επιδραμόντων Αλβανών έφθασε και τις 120.000. Αρπάζανε γυναίκες από τα παιδιά και τους άντρες τους, αρπάζανε κορίτσια για να κορέσουν τις κτηνώδεις ορέξεις τους, κι αν τολμούσε να μιλήσει κάποιος που του παίρνανε την κόρη ή τη γυναίκα του τον σφάζανε ή τον παίρνανε για να τον πουλήσουν σκλάβο. Αρπάζανε ολόκληρες οικογένειες, αρπάζανε τους κατοίκους ολόκληρων χωριών με τα κοπάδια και τα ζωντανά τους και τους πουλούσαν στους μπέηδες και τους αγάδες της Ρούμελης, ή τους μετέφεραν στην Αλβανία για να τους πουλήσουν στους μαύρους της Αφρικής ή σε εμπόρους σκλάβων. Επί 9 χρόνια η αλβανική πανούκλα λεηλατούσε βίαζε, σκότωνε, σκλάβωνε και κατέστρεφε τα πάντα στον κατακαημένο το Μωρηά. Εκεί που πριν από λίγο υπήρχαν πόλεις και κωμοπόλεις πολυάνθρωπες και ευτυχισμένες, τώρα έβλεπε κανείς την ερήμωση του θανάτου και φλογισμένα ερείπια. Όλη η Πελοπόννησος είχε σχεδόν απογυμνωθεί από τους κατοίκους της, γιατί άλλοι είχαν σφαχτεί, άλλοι είχαν πουληθεί ως δούλοι και άλλοι είχαν μεταναστεύσει, ενώ κάποιοι κρύφτηκαν σε απρόσιτα βουνά και σε απόκρυφα σπήλαια, και 4 – 5 χιλιάδες περίπου γίνανε κλέφτες.  Από 40 μέχρι 100 χιλιάδες υπολογίζουν κάποιες πηγές τους σκοτωμένους και πουλημένους ως σκλάβους Μοραΐτες από τους Τουρκαλβανούς.

Το κοινό όλων των Ελλήνων Αρβανιτών, όπου και αν εγκαταστάθηκαν, είναι ότι μπολιάσανε τον ελλαδικό χώρο και το ελληνικό στοιχείο με γενιές και γενιές από άξιους ανθρώπους, σκληραγωγημένους καλλιεργητές της γης και αγωνιστές της ζωής, άριστους πολεμιστές που δώσανε καινούργια ζωή στον τόπο, καλλιεργήσανε τη γη και αγωνιστήκανε για την διατήρηση, την ανεξαρτησία και την ελευθερία του. Με την πάροδο των χρόνων, με τις επιγαμίες κλπ εξελληνιστήκανε, αφομοιώθηκαν από το ελληνικό στοιχείο, απόχτησαν ελληνική συνείδηση και δεν παρουσίαζαν καμιά διαφορά από τους Έλληνες.


Αρβανίτες στην επανάσταση.

Απλωθήκανε στον ελλαδικό χώρο, προοδεύσανε και αναδειχτήκανε, και κάποιοι υποστηρίζουν ότι κατά το 1821 αποτελούσαν το 40% του ελληνικού πληθυσμού.

Κατά την διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, οι από αιώνες ριζωμένοι στον ελλαδικό χώρο Αρβανίτες, συνειδητοποιημένοι Έλληνες πλέον, πολέμησαν συνειδητά κατά των αλλόθρησκων μουσουλμάνων για να ελευθερώσουν τον τόπο, και πολλοί αναδείχτηκαν μπροστάρηδες και άξιοι καπεταναίοι και στρατηγοί.
Οι Αλβανοί θεωρούνται αδελφός λαός, «Οί Έλληνες είνε Αλβανοί καί οί Αλβανοί είνε Έλληνες»  έγραφε ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδος «Ακρόπολις»(1883)
 «..Είτε το θέλουμε εμείς ή εκείνοι είτε όχι, είμαστε αδελφοί λαοί, με κοινή ιστορία κοινή καταγωγή και κοινές παραδόσεις»: υποστηρίζει ο Ιωάννης Κούμαρης (εγκυκλοπαιδικό λεξικό «ΗΛΙΟΣ»).
               Καλά και ωραία όλα τούτα και πολλοί τα πιστεύουν ακόμα αλλά, από τότε που η Αλβανία  έγινε κράτος άρχισαν τα διακρατικά προβλήματα που όσο πάνε και οξύνονται. Οι Αλβανοί εθνικιστές ιδιαίτερα Ισχυρίζονται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας το κατοικούν Αλβανοί. «….ο αλβανικός πληθυσμός στην Ελλάδα εκτείνεται από την περιοχή της Ηπείρου μέχρι τη Θράκη, τα νησιά της Κέρκυρας, των Σπετσών, της Ύδρας, των Ψαρών, της Άνδρου, αλλά και στην Πελοπόννησο». Θέτουν μάλιστα το ερώτημα «σε ποιον ανήκει αυτή η χώρα;» Αλβανοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι σχεδόν όλοι οι ήρωες του 1821 ήταν Αλβανοί και πως ουσιαστικά οι Αλβανοί απελευθέρωσαν την Ελλάδα από τον οθωμανικό ζυγό! 


Μάρκος Μπότσαρης.

Ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Αντώνης Κριεζής, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Καραϊσκάκης και ο Μιαούλης και πολλοί άλλοι ήταν Αλβανοί που είχαν έρθει (προφανώς όχι οι ίδιοι, αλλά οι πρόγονοί τους...) στην  Ελλάδα πριν από αιώνες! Σκεφτείτε, να ζούσε σήμερα ο Μιαούλης και να του λέγανε  ότι είναι Αλβανός!
Ο Μέγας Αλέξανδρος Αλβανός ήταν, λένε, κι ακόμα αν πάμε πιο παλιά, και ο Όμηρος  Αλβανός ήταν, και η ομηρική γλώσσα είναι αλβανική, όπως διδάσκουν τα αλβανικά  Πανεπιστήμια.
Άλλη θεωρία λέει ότι στην ελληνική επικράτεια ζουν μόνο Αλβανοί και οι απόγονοί τους από τα χρόνια του Τρωικού πολέμου.
Μια Αλβανική θεωρία  που την υποστήριξε και ο Fallmerayer λέει ότι οι Έλληνες Σλαύοι που κατοικούσαν την Ελλάδα εδιώχθησαν από τους Αλβανούς αποίκους κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, και ως εκ τούτου η Ελληνική Επανάσταση του δέκατου ένατου αιώνα υπήρξε στην πραγματικότητα έργο των Αλβανών. Ακόμα,  λένε ότι η Ελλάδα είναι κρατικό μόρφωμα που δημιούργησε η Ευρώπη, και πολλά άλλα τέτοια που τελειωμό δεν έχουν.
Ένα από τα σοβαρά θέματα αλυτρωτισμού που προβάλλουν τελευταία  οι Αλβανοί είναι το ζήτημα των Τσάμηδων και της Τσαμουριάς. Όπως είναι γνωστό, η ελληνική θέση είναι ότι οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής που τους είχαν εξοπλίσει, διέπραξαν σοβαρά εγκλήματα κατά του ελληνικού πληθυσμού σκοτώνοντας, βιάζοντας, λεηλατώντας περιουσίες κ.ά, και με την απελευθέρωση αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ελλάδα φοβούμενοι τις συνέπειες των εγκλημάτων τους, ενώ το Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων καταδίκασε πολλούς από αυτούς αμετάκλητα ως προδότες και δήμευση των περιουσιών τους. 
                                Άλλες πηγές ισχυρίζονται ότι πέρα από τα άλλα εγκλήματά τους, οι Τσάμηδες κατά τον Εμφύλιο του 1946 – 49 συνεργάστηκαν και με τους κομουνιστοσυμμορίτες.


Ανδρέας Μιαούλης.

Για τους Αλβανούς, τα εγκλήματα και τα δεινά σε βάρος της μειονότητας των Τσάμηδων και η καταστροφή της από τους Έλληνες, γίνανε ύστερα από πολιτική βούληση και μεθόδευση των τότε κυβερνήσεων, με παράλληλη οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα από φόνους, συστηματικούς βιασμούς Μουσουλμανίδων, λεηλασίες περιουσιών κ.λ.π από Έλληνες εθνικιστές, ιδιαίτερα από την Χ Μεραρχία του ΕΔΕΣ του Ναπ Ζέρβα. 
                                Για το πρόβλημα υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις,  έχουν γραφτεί πολλά  από διάφορες πλευρές, και όπως καταλαβαίνετε τούτο το σημείωμα ούτε για να τις αναφέρει έχει χώρο. Ομόφωνα η Αλβανική Βουλή έχει καθιερώσει την 27η Ιουνίου ως ημέρα γενοκτονίας των Τσάμηδων, ενώ τον Φεβρουάριο του 2016 οι τελευταίοι προσέφυγαν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης καταθέτοντας φάκελο με τις διεκδικήσεις τους που έγινε δεκτός από τον Εισαγγελέα.. Πέρα από τις οικονομικές αποζημιώσεις (περιουσίες τους κλπ), ζητούν ολόκληρες περιοχές της Ηπείρου, όπως Ηγουμενίτσας, Πάργας κλπ.

                                      Ανάμεσα στα τόσα
άλλα προβλήματα έχουμε και το πρόβλημα της ελληνικής μειονότητας στη Χιμάρα που τα δικαιώματά της παραβιάζουν συνεχώς οι Αλβανοί. Ακόμα, δεν έχουμε επικυρώσει τα Πρωτόκολλα Φλωρεντίας και Παρισίων  -1919 και 1925 – που καθορίζουν τις  συντεταγμένες και τις λεπτομέρειες των ελληνοαλβανικών συνόρων, και αν θυμάμαι καλά δεν έχουμε υπογράψει και ελληνοαλβανικό Σύμφωνο Φιλίας.

Ας ελπίσουμε να επικρατήσει καλή θέληση μεταξύ μας και να εξομαλύνουμε τις διαφορές μας, γιατί οι καλές σχέσεις ανάμεσα στους δυο λαούς από την αρχαιότητα είναι ριζωμένες στο είναι μας και υπήρξαν πάντα εποικοδομητικές και ωφέλιμες

 

 

Ενδικτικά κάποιες πηγές:

- Μαρία Ευθυμίου  Διαλέξεις.

- Κ.Η. Μπιρη  ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

- A.A. VASILIEY ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ 324 -1453

- Γιάνης Κορδάτος  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

- ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ   Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες.