Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι.

 


Παπαφλέσσας.

Άνοιξη του 1825, και η ελληνική επανάσταση βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση λόγω κυρίως του εμφύλιου σπαραγμού που κατάτρεχε τη χώρα.«Τα πάντα είχαν παραλύσει» γράφει ο Γιάνης Κορδάτος στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ «Στρατός υπολογίσιμος δεν υπήρχε και τα μίση και τα πάθη είχαν δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα. Από τη μια μεριά οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί χωρίζονταν σε κυβερνητικούς και αντικυβερνητικούς και από την άλλη η Ελλάδα χωριζόταν σε Ρουμελιώτες και Μοραΐτες που αλληλομισούντανε».Η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τη βοήθεια  του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και την καθοδήγηση του Κωλέττη είχε εξαπολύσει ρουμελιώτικα στρατεύματα στην Πελοπόννησο με την εντολή να καταπνίξουν κάθε αντίθετη φωνή και μην αφήσουν τίποτα όρθιο, ενώ  μια βδομάδα προτού μπει  ο Μπραήμης στο Μωρηά, φυλάκιζε τους πολιτικούς της αντιπάλους,  Κολοκοτρώνη, Δεληγιανναίους, Νοταράδες, Μητροπέτροβα και άλλους, στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.

Ο Σουλτάνος που έβλεπε ότι δυσκολευόταν να ξεμπλέξει με την ελληνική επανάσταση, ενώ υποπτευόταν κα στροφή της αγγλικής και της ρώσικης διπλωματίας, ζήτησε βοήθεια από τον ηγεμόνα του μισοανεξάρτητου κράτους της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή που διέθετε πολύ καλό στρατό και ναυτικό. Έχοντας πολλές φιλοδοξίες ο Αλής ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημα του Σουλτάνου γιατί πίστευε ότι καταπνίγοντας την ελληνική επανάσταση θα γινόταν κύριος του Αιγαίου, και θα μπορούσε έτσι όχι μόνο να ανακηρύξει την Αίγυπτο ανεξάρτητο κράτος, αλλά και να γίνει Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανέθεσε λοιπόν την εκστρατεία στο γιο του Ιμπραήμ που κατέπλευσε στο Αιγαίο με 24 τάγματα πεζικού, 10 πυροβολαρχίες και 15 ίλες ιππικού όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος. Και στο αιγυπτιακό ναυτικό αλλά και στο στρατό υπηρετούσαν πλήθος ευρωπαίοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Γερμανοί αξιωματικοί φυγάδες από τις χώρες τους  για πολιτικούς λόγους, πολλοί από τους οποίους είχαν έλθει στην Ελλάδα που όμως δεν μπόρεσε να τους κρατήσει. Σαν ένα πρώτο αντάλλαγμα της βοήθειας του Μεχμέτ Αλή ο Σουλτάνος του παραχώρησε την Κρήτη και την Κύπρο, και τον έκανε Πασά του Μοριά.

Άνοιξη του 1824 έβαλε πλώρη για το Αιγαίο ο Μπραήμης, και σε δυο μήνες κατέλαβε την Κρήτη. Ακολούθησε η καταστροφή της Κάσου και στη συνέχεια των Ψαρών. Είκοσι χιλιάδες Χιώτες πρόσφυγες είχαν μαζευτεί στα Ψαρά και 1500 Μακεδόνες πολεμιστές. Σφάχτηκαν οι 15.000  και οι περισσότεροι από τους 7.000 κατοίκους του νησιού, όλοι σχεδόν οι άνδρες και τα περισσότερα γυναικόπαιδα. Οι υπόλοιποι είτε αιχμαλωτίστηκαν, είτε ρίχτηκαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Πάνω στο νησί δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα.  Στις 20 Αυγούστου ο Αιγυπτιακός στόλος ενώθηκε με τον τουρκικό στα βορεινά της Αλικαρνασσού σε μια τεράστια αρμάδα, μια βδομάδα αργότερα όμως ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη τους χτύπησε στον κόλπο του Γέροντα βάζοντας μπουρλότο και σε μια Αιγυπτιακή φρεγάτα, προκαλώντας τους τον πανικό. Αργότερα ο Μιαούλης χτύπησε και τον Αιγυπτιακό στόλο και στο Ηράκλειο της Κρήτης και τον νίκησε. Χειμώνιασε όμως και ο ελληνικός στόλος αποσύρθηκε στις βάσεις του.

Ενώ η κυβέρνηση Κουντουριώτη με τον Μαυροκορδάτο και τις οδηγίες του Κωλέττη κατασπαταλά τα λεφτά του δανείου για να ισοπεδώσει την Πελοπόννησο και τους πολιτικούς της αντιπάλους χρησιμοποιώντας ως αιχμή δόρατος τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα, ο Ιμπραήμ πασάς εισπλέει ανενόχλητος με 50 πλοία στη Μεθώνη το πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη του 1825 και αποβιβάζει 4.000 στρατό, 600 ιππείς και σώμα ατάκτων, ενώ ύστερα από ένα μήνα με μια δεύτερη απόβαση φέρνει ακόμα 7.000 άνδρες και 400 ιππείς, εφόδια κλπ, και αργότερα και Τρίτη μέσα στον Απρίλιο. Αμέσως τράβηξε για τη Μεσσηνία και κατέλαβε τα αδύνατα κάστρα της Κορώνης, του Ναβαρίνου και της Πύλου.Προχωρεί ακάθεκτος, να κυριεύσει τα κάστρα της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου που από τον καιρό των Βενετσιάνων προστάτευαν το Μοριά, για να μπορέσει ανενόχλητος να προχωρήσει το κέντρο.

Ιμπραήμ πασάς

Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για την επανάσταση καθώς το ηθικό των Ελλήνων ήταν διαβρωμένο από τα πάθη και τα μίση του Εμφυλίου. Οι Πελοποννήσιοι δεν αισθάνονταν καμία εμπιστοσύνη να πολεμήσουν δίπλα στα Ρουμελιώτικα στρατεύματα που είχαν προξενήσει κάθε είδους καταστροφή στο Μοριά και κάθε είδους προσβολή βιάζοντας γυναίκες και άνδρες, ακόμα και δεκάχρονα παιδιά αγόρια και κορίτσια.. Την κατάσταση χειροτέρευε και η στάση της κυβέρνησης με τις αστοχίες της. Επέμενε να κρατεί φυλακισμένους τους πολιτικούς της αντιπάλους και να επιτηρεί και πολλούς από τους φίλους τους, παρόλο που στο Ναύπλιο είχαν αρχίσει διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες για την απελευθέρωσή τους για να ριχτούν στον αγώνα κατά του Ιμπραήμ. Παράλληλα ανάθεσε την Αρχιστρατηγία  στον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη – στρατηγό του γλυκού νερού τον χαρακτηρίζει ο Γιάνης Κορδάτος στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ – άξιο ναυτικό, αλλά άσχετο με τις επιχειρήσεις ξηράς, και παντελώς άγνωστον στους οπλαρχηγούς και καπεταναίους, στους οποίους ο διορισμός του προκάλεσε δυσαρέσκεια γιατί πολλοί θεώρησαν ότι η κυβέρνηση τους υποτιμούσε και τους πρόσβαλλε.

               Κάποια στιγμή το Εκτελεστικό (η Κυβέρνηση) αποφάσισε να αντιδράσει και οργάνωσε εκστρατεία κατά του Μπραήμη με επικεφαλής τον πρόεδρο Γεώργιο Κουντουργιώτη, τον γραμματέα του Αλ Μαυροκορδάτο, και τον υπουργό του πολέμου Αναγνωσταρά Παπαγεωργίου. Πραγματικός ιθύνον νους όμως του Εκτελεστικού τότε ήταν ο τετραπέρατος Μαυροκορδάτος,  « όστις πράγματι εδιοίκει τα πράγματα, ενώ ο Κουντουργιώτης είχε μόνον το όνομα» μας πληροφορεί ο Φωτάκος στα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ.

Φαιδρό και γελοίο άτομο αποκαλούσαν πολλοί τον Κουντουριώτη όπως μας πληροφορεί και ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος στο έργο του ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, που άσχετος με ιππασία ξεκίνησε να πολεμήσει τον Ιμπραήμ καβάλα σε ένα χρυσοστόλιστο άτι που  μόνο ένας πολύ  καλός ιππέας μπορούσε να το κουμαντάρει. Τον κρατούσαν δυο Αιγύπτιοι αιχμάλωτοι, ένας από τη μια  και ένας από την άλλη μεριά του αλόγου για να μην πέφτει. Στις 16 Μαρτίου ξεκίνησε ο Κουντουριώτης «μετά πολλής πομπής, υπό τιμητικούς κανονιοβολισμούς και εν μέσω δημοσίων εκδηλώσεων νίκης ….. έφερε μαζί του χρήματα δια τας δαπάνας της εκστρατείας και διπλώματα δι εκείνους που θα έπρεπε να ανταμειφθούν με στρατιωτικούς βαθμούς δια τα κατορθώματά των». Για να φτάσει με αυτό το άλογο, με την πομπή του από υπηρέτες, σωματοφύλακες και παρατρεχάμενους, από το Ναύπλιο στην Τριπολιτσά χρειάστηκαν τρεις ημέρες. Το στρατηγείο του το εγκατέστησε στη Σκάλα Μεσσηνίας κάπου δέκα ώρες μακριά από το ελληνικό στρατόπεδο, και από εκεί θα καθοδηγούσε την επιχείρηση κατά των «στραβαραπάδων» του Ιμπραήμ Πασά..

Στις 7 Απριλίου του 1825 γίνεται η περίφημη μάχη στο Κρεμμύδι – μεταξύ Μεθώνης και Πύλου – όπου τα ελληνικά στρατεύματα 8.000 στρατός κατά τον Φωτάκο (και με πληγωμένη τη μαχητικότητα και το ηθικό των Πελοποννησίων από τη συμπεριφορά των Ρουμελιωτών) ηττώνται κατά κράτος  από τους «στραβαραπάδες». Ακολουθεί η Σφακτηρία, και το Ναβαρίνο.  Ο Μπραήμης σαρώνει παντού τις αντιστάσεις των Ελλήνων, ο στρατός του είναι πολύς, διπλάσιος μπροστά στα  μαζώματα από άτακτους που τον αντιμάχονται, είναι καλά εκπαιδευμένος, και το Επιτελείο του απαρτίζεται από Ευρωπαίους αξιωματικούς που πάντα είναι καλά πληροφορημένοι για τους στόχους που προσβάλλουν.

Το μνημείο στο Κρεμμύδι.

Μετά από τη μάχη στο Κρεμμύδι και αφού οι Έλληνες το βάλανε στα πόδια προς την Τριπολιτσά, οι αραπάδες τους στρώσανε στο κυνήγι και πιάσανε πολλούς, αλλά  και πολλούς εσκότωσαν. Σε εκείνη τη μάχη πρωτοφάνηκε και ένας νεωτερισμός των αραπάδων. Αντί να κόβουν κεφάλια όπως κάνανε οι Τούρκοι, κόβανε αυτιά που τα στέλνανε στον πασά και παίρνανε μπαξίσι. «…. Όσον δε περισσότερα αυτιά ‘εφερεν έκαστος, τόσον περισσότερα δώρα ελάμβανεν. Ένεκα δε τούτου καμμίαν φοράν έκοβαν και των φονευμένων συντρόφων των τα αυτιά, και των ζωντανών ακόμη Ελλήνων τους οποίους αιχμαλώτιζαν. Άλλοτε πάλιν έξέχωναν και τους πεθαμένους όταν έβλεπαν το μνήμα των νωπόν, και έπαιρναν τα αυτιά των, χάριν των δώρων» μας πληροφορεί ο Φωτάκος.

                                        Ο ίδιος ο Ιμπραήμ έδειχνε ένα πολύ ήπιο χαρακτήρα στους αιχμαλώτους που .έπεφταν στα χέρια του. Τους καλούσε να δηλώσουν πίστη σε εκείνον και να τους αφήσει ελεύθερους, ή να καταταγούν στο στρατό του και να παίρνουν μισθό. Πάνω από 2.000 - Έλληνες επροσκύνησαν στη Σφακτηρία -  Παλιόκαστρο και παραδόθηκαν με τα όπλα και τους οπλαρχηγούς τους και τους άφησε ελεύθερους. Έτσι κάπως άρχισε το Προσκύνημα του Μοριά στο Μπραήμη.Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στη ΔΙΗΓΗΣΗ λέει ότι «Ο Ιμπραΐμης εφέρθηκε μέ γλυκό τρόπο εις αυτήν τήν περίστασιν διά νά τραβήξη τούς Έλληνας διά νά προσκυνήσουν». Αρχίζουν παράλληλα να διαδίδονται φήμες ότι οι Αραπάδες είναι μυριάδες και ανίκητοι, ότι ο Ιμπραήμ πασάς είναι ένας άλλος Βοναπάρτε, ή ένας καινούργιος Πύρρος της Ηπείρου, και άλλα τέτοια., και επί πλέον, διαπιστώνοντας οι Ρουμελιώτες ότι νικώνται από τον άριστα οργανωμένο και μαχητικότατο στρατό του Μπραήμη, αποφάσισαν να ζητήσουν τους μισθούς τους και να εγκαταλείψουν το Μοριά. Η κατάσταση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά για τον Ελλαδικό χώρο που φαίνεται πως η επανάσταση ψυχορραγεί. Ο αρχηγός της αποτυχημένης εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ την εγκαταλείπει, πηγαίνει στην Καλαμάτα, και από εκεί φεύγει στην Ϋδρα. Δικαιολογήθηκε ότι αρρώστησε. Άμαθος από την ιππασία είχαν πληγώσει τα κωλ@@@@ια του. Πολλοί τον πήραν στο «ψιλό» λέει ο Κασομούλης, και λέγανε ειρωνικά στα αρβανίτικα: «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρι» (= πήγε με άλογο, και γύρισε με γαϊδούρι).

Μέσα σε αυτή την ηττοπάθεια, στις σαρωτικές ήττες που είχαν υποστεί οι Έλληνες από τον Μπραήμη, στις φήμες που κυκλοφορούσαν ότι οι Αραπάδες ήσαν μυριάδες και αήττητοι, στο ότι πάνω από 2.000 με τα όπλα τους και τους οπλαρχηγούς τους είχαν υπογράψει υποταγή και είχαν προσκυνήσει, στη διαίρεση του λαού της Πελοποννήσου λόγω του εμφυλίου πολέμου, στο ότι πολιτικοί αντίπαλοι όπως ο Κολοκοτρώνης κρατούνταν στις φυλακές και  κάποιοι άλλοι όπως οι Αντρέηδες, ο Ανδρέας Λόντος και ο Ανδρέας Ζαΐμης κρύβονταν στα βουνά των Καλαβρύτων, στο ότι τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα που είχαν ρημάξει το Μοριά αρνούνταν να πολεμήσουν και έφευγαν για τον τόπο τους, ο Παπαφλέσσας με κάποιους δικούς του αντιστεκόταν.

Αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, φανατικός φίλος του Κουντουριώτη, συνεργάτης  του Κωλέττη αλλά και αντίπαλος πολλές φορές στις δολοπλοκίες του, προσπαθούσε για άλλη μια φορά να ξεσηκώσει το Μοριά, και πρότεινε στην κυβέρνηση στην οποία κι εκείνος ήταν μέλος – Μινίστρος των Εσωτερικών και της Αστυνομίας – την αποφυλάκιση  των πολιτικών της αντιπάλων για να ριχτούν όλοι στον κοινό Αγώνα. Και αφού οι Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος και Κωλέττης δεν συμφωνούσαν, ο Παπαφλέσσας – Γρηγόριος Δικαίος γεννημένος το 1786 ή 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας – αποφάσισε να κινηθεί μόνος του για να σώσει τον τόπο, υποσχόμενος ότι αν του ανέθεταν την γενική αρχηγία της επιχείρησης κατά των Αιγυπτίων θα τους σταματούσε και θα ανέτρεπε την καταστροφική τους πορεία στο Μοριά.

Θοδωράκης Κολοκοτρώνης

Είχε υποστηριχτές ο Παπαφλέσσας τότε, ήταν που και το κόμμα του Κουντουριώτη είχε αδυνατίσει από το στραπάτσο που έπαθε με την αποτυχία της εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ, αποφάσισαν το Εκτελεστικό και η Βουλή να του χορηγήσουν τα μέσα να μισθώσει στρατεύματα και τον όρισαν γενικό αρχηγό της καινούργιας εκστρατείας.  Υπολόγιζε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό σώμα και να αντιπαρατεθεί στον Ιμπραήμ ελπίζοντας σε μια – δύο νίκες που θα του έδιναν τη δύναμη και το απαιτούμενο κύρος να επιστρέψει νικητής στο Ναύπλιο και να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Θα αμνήστευε τους φυλακισμένους στην Ύδρα  και θα σχημάτιζε κυβέρνηση Κοινής  Σωτηρίας μαζί και με τους μέχρι τότε πολιτικούς αντιπάλους, Κολοκοτρώνη και τους άλλους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων θα θεωρούνταν πλέον σύμμαχοι και συνοδοιπόροι. Υπολόγιζε πως αν του έρχονταν ευνοϊκά τα πράγματα θα γινόταν ο ισχυρότερος άνδρας της Ελλάδας. Οι πιθανότητες όμως να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον σύγχρονο και πολυπληθέστερο στρατό του Ιμπραήμ ήσαν μηδαμινές. Από το Ναύπλιο τράβηξε για την Τριπολιτσά για να αρχίσει τη συγκέντρωση στρατευμάτων, κάνοντας γνωστό ότι οι στρατιώτες που θα τον ακολουθούσαν θα μισθοδοτούνταν με 70 γρόσια το μήνα.

                               Από την Τριπολιτσά τράβηξε για τη Μεσσηνία μαζεύοντας μπουλούκια στην πορεία του. Έτρεφε ελπίδες ότι μπορούσε να περιορίσει τον Ιμπραήμ στο Ναβαρίνο. Έπαιρνε μηνύματα και υποσχέσεις από οπλαρχηγούς ότι θα σπεύσουν να ενωθούν μαζί του. Ο Δ. Πλαπούτας του έστειλε επιστολή ότι ξεκινάει από τον Αετό με 1600, άλλοι Αρκαδιανοί οπλαρχηγοί τον ειδοποίησαν ότι θα έρθουν με 2.000 κλπ. Σύμφωνα με τα μηνύματα που έπαιρνε θα σπεύδανε εκεί πάνω από 10.000.

           Από τα βάθη των αιώνων οι Έλληνες δίνανε σημασία στους οιωνούς, στα σημάδια δηλαδή που (πίστευαν ότι τα) στέλναν οι θεοί και είχαν σχέσεις με τις αποφάσεις, τις θελήσεις, τη ζωή, τα εγχειρήματά τους, όπως π.χ ένας πόλεμος κλπ. Οι νεότεροι Έλληνες ακόμα δίνουν σημασία στους οιωνούς, που πέρα από τα όνειρα τους «βλέπουν» σε διάφορα σημάδια και μικρολεπτομέρειες τις καθημερινότητας. Στη σπάλα των σφαχτών (= το κόκκαλο της ωμοπλάτης)  συνήθιζε να διαβάζει τους οιωνούς ο Παπαφλέσσας, αλλά τα μηνύματα  που έβλεπε δεν ήσαν καθόλου ευνοϊκά για το εγχείρημά του. Ούτε και στα όνειρά του

                                 Στη Μεσσηνία, και καθώς περνούσαν οι ημέρες διαπίστωσε ότι από τις 10.000 στρατό που περίμενε να συγκεντρώσει, θα ήταν ευχαριστημένος αν μάζευε δυο με τρεις χιλιάδες. Έγραψε στην κυβέρνηση τα δυσάρεστα νέα, και για τελευταία φορά τους συνέστησε να αμνηστεύσουν τον Κολοκοτρώνη και να του αναθέσουν την αρχιστρατηγία. Στη Δραήνα που βρισκόταν και καθώς ήρθε η είδηση ότι ο Μπραήμης ετοιμάζεται να προελάσει, ρώτησε τον κόσμο να του πουν ποιο είναι το υψηλότερο σημείο από το οποίο θα μπορούσε να κατοπτεύει μέχρι το Ναβαρίνο, και του υπέδειξαν το χωριό Πεδεμένο και το Μανιάκι. Καταλάβαινε ότι με 2.000 περίπου άνδρες που είχε γύρω του, αλλά και με τρεις τέσσερεις χιλιάδες ακόμα που ώρα την ώρα περίμενε να καταφθάσουν με τον Πλαπούτα και τους Αρκαδιανούς, δύσκολα θα στεκόταν μπροστά στον τακτικό στρατό, το ιππικό και το πυροβολικό του Ιμπραήμ. Ήταν όμως αποφασισμένος να μείνει, δεν θα γύριζε στο Ναύπλιο με την ουρά στα σκέλια όπως ο Κουντουριώτης..

Παλαμήδι.

Απογοητευμένος καθώς ήταν ο Παπαφλέσσας από την απροθυμία των οπλαρχηγών να σπεύσουν, βλέποντας ότι η ώρα της μάχης πλησιάζει χωρίς να έχει συγκεντρώσει ικανή δύναμη να αντιμετωπίσει τα στίφη των Αιγυπτίων, πήρε και μια επιστολή από τον αδελφό του Νικήτα που του έγραφε πως δεν έκαμε καλά που πέρασε τα Κοντοβούνια και δεν έμεινε να συγκεντρώσει δυνάμεις στα βουνά της επαρχίας της Καλαμάτας για να προλάβει να του έλθουν και οι ενισχύσεις. Αλλά τώρα, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να κρίνει αν οι παρατηρήσεις του αδελφού του ήσαν σωστές, και του απάντησε: «Νικήτα, Έλαβα τήν επιστολήν σου καί εις απάντησιν σού λέγω ότι δεν είμαι σάν καί σέ καί σάν τόν κουμπάρο σου τόν Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σέ ράχη στούς Αηλιάδες ( σημ δική μου: εννοεί τα εξωκλήσια του Αηλιά στις βουνοκορφές). Εγώ άπαξ ωρκίσθην νά χύσω τό αίμα μου εις τήν ανάγκην τής πατρίδος, καί αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δέ εις τόν θεόν πρώτη μπάλα τού Ιμβραήμ νά μέ πάρη εις τό κεφάλι, διότι σάς γράφω νά ταχύνετε τόν ερχομόν σας καί σείς μού γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα, πρώτη καί τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την νά τήν διαβάζης καμμιά φορά νά μέ θυμάσαι καί νά κλαίς»

Αποφασισμένος να τιμήσει τον όρκο που είχε δώσει στο Εκτελεστικό και στο Βουλευτικό ,  οχυρώθηκε με 2.000 περίπου άνδρες στο Μανιάκι ανατολικά των Γαργαλιάνων στο βουνό Μάλια της Μεσηνίας, με σκοπό να κρατήσει το πέρασμα και να μην αφήσει τον Ιμπραήμ να προχωρήσει. Την ημέρα που πιάσανε τις θέσεις τους στο Μανιάκι, ξεκίνησαν από το πρωί να φτιάξουν τρία μεγάλα πρόχειρα ταμπούρια από ξερολιθιά, ύστερα από δυο περίπου ώρες φάνηκαν σε απόσταση μιας δυο ωρών οι δυνάμεις του Ιμπραήμ  να απλώνονται για να εγκλωβίσουν τις θέσεις των Ελλήνων. Στη θέα των εχθρικών δυνάμεων άρχισε η μουρμούρα στο ελληνικό στρατόπεδο, ότι είναι πολύ λίγοι, ότι μείνανε μόνοι τους κλπ, και άρχισαν αμέσως οι διαρροές. Μέσα σε λίγη ώρα κατά τον Φωτάκο,  χίλιοι περίπου άνδρες είχαν εγκαταλείψει το στρατόπεδο..

Ο νεκρός όρθιος.

Ο Παπαφλέσσας προσπάθησε να εμψυχώσει όσους μένανε, επιμένοντας ότι όπου να ΄ναι καταφθάνουν ο Πλαπούτας, οι Αρκαδιανοί, οι Μανιάτες και άλλοι  και θα μαζευτούν πάνω από 15.000, τους μίλησε για ένδοξες μάχες που είχαν δώσει οι Έλληνες, στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά και αλλού κατανικώντας χιλιάδες Τούρκων κλπ. Καθώς τους περικύκλωναν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, υπήρχαν φωνές που πρότειναν να φύγουν όσο ήταν ακόμα καιρός, ο Φλέσσας όμως ούτε να ακούσει δεν ήθελε. Στις 20 του Μάη το πρωί άρχισε η μάχη με ακροβολισμούς, με τα τμήματα του Ιμπραήμ να προσβάλλουν τις θέσεις των Ελλήνων κατά στήλες χωρίς να υπολογίζουν τις απώλειες. Οι διαρροές από το ελληνικό στρατόπεδο συνεχίζονταν,  και κατά το μεσημέρι είχαν μείνει γύρω στους 300. Πολλούς από εκείνους που λιποτακτούσαν τους πετσόκοβαν τα τμήματα των Αιγυπτίων που είχαν κυκλώσει ασφυκτικά το Μανιάκι, κυρίως το ιππικό που είχε αναλάβει αυτή την αποστολή.

Πιστός στο λόγο και τον όρκο του ο Παπαφλέσσας έκανε το Μανιάκι καινούργιες Θερμοπύλες.Μετά το μεσημέρι ύστερα από δυο τρεις εφόδους δεν έμεινε ζωντανός κανένας από τους υπερασπιστές. Λίγο πριν τελειώσει η μάχη είχε καταφθάσει και ο Πλαπούτας με το σώμα του πίσω από το βουνό, αλλά δεν πλησίασε στο Μανιάκι. Έβαλε τους άνδρες του και ντουφέκισαν κάνα δυο φορές στον αέρα για εκφοβισμό, ο Ιμπραήμ όμως δεν έδωσε σημασία. Σε 600 υπολογίζουν τους νεκρούς των Αιγυπτίων και σε άλλους τόσους τους τραυματίες, για 1200 Τούρκους νεκρούς γράφει ο Φωτάκος.

                      Κατά τον Μέντελσων Μπαρτόλντυ, ο Ιμπραήμ διέταξε να βρουν το πτώμα του Παπαφλέσσα, κι όταν το βρήκαν ακέφαλο, τους έβαλε να ψάξουν και βρήκαν και το κεφάλι του, «οπότε  ο Ιμβραΐμ επέθηκεν αυτό επί του πτώματος και ανεστήλωσεν αυτόν επί ξύλου …. Εφαίνετο ζών έτι και όρθιος ιστάμενος. Ο πολέμιος στρατηλάτης θεωρήσας αυτόν ακίνητος και σιωπηλός είπεν εις τους αξιωματικούς του: «Αληθώς, ούτος  ήτο ικανός και γενναίος ανήρ, κάλλιον ήθελεν είναι αντί διπλής ζημίας να συνελαμβάναμεν αυτόν ζωντανόν….».Άλλοι αναφέρουν ότι ο Ιμπραήμ αφού έστησε όρθιο το πτώμα, το εφίλησε στο μέτωπο, κλπ.


Μανιάκι.

Παραθέτω εδώ και το γνωστό παραδοσιακό δημ τραγούδάκι το σχετικό με το Μανιάκι:Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη

τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:

- Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,

μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;

- Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,

και παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.

τα μάζωξε, τα σύναξε τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.

Κάθονταν και τ’ αρμήνενε σαν μάνα σαν πατέρας:

- Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,

να κάμωμ’ έναν πόλεμο με τούς στραβαραπάδες

κι αν δεν σας ντύσω μ ά λ α μ α, Φλέσσα να μην με πούνε.

Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:

- Τού Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη

- Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,

να μην τ’ ακούσ’ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,

να μην τ’ ακούσουν τα ο ρ δ ι ά, μ ε ν τ ά τ ι δεν ελθούνε

να μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.

Ακόμη λόγος έστεκε και συτυχιά κρατιέται,

κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.

- Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.

Κι αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.

Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα.

- Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.

- Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω

κι εμέ μ ε ν τ ά τ ι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι

Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες

Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του

- Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.

Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.

Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.

 

 

 

 

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Η Προεπαναστατική Κλεφτουριά του Μοριά και τα αίτια του χαμού της.

 

 

 

 

 

Κλέφτης 

Παγιωμένη είναι η αντίληψη στο ευρύ κοινό ότι οι προεπαναστατκοί Κλέφτες και Αρματολοί του ελλαδικού χώρου ήσαν οι ήρωες που πολεμούσαν την Τουρκιά, και διάφορα τέτοια. Η επικρατούσα άποψη μάς τους παρουσιάζει εν γένει  σαν ήρωες, οι οποίοι διαπνέονταν, λέει, από σφοδρά αισθήματα ελευθερίας και πατριωτισμού και πως είχαν πάρει τάχα τα βουνά για να μας απελευθερώσουν από τους Τούρκους, πως περνοδιάβαιναν έφιπποι και  αρματωμένοι με αναπεπταμένες σημαίες προκαλώντας τον θαυμασμό στους ραγιάδες και τρόμο και δέος  στην Οθωμανική Εξουσία.

 Άλλωστε, επειδή όπως είναι γνωστό η Ιστορία με Μύθους (και παραμύθια) γράφεται, έπρεπε και η ιστορία της κλεφτουριάς να ωραιοποιηθεί κατά το δοκούν. 
Στην προσπάθεια να ηρωοποιηθούν οι Κλέφτες του Μοριά με υπεράνθρωπους ηρωισμούς και απίστευτα κατορθώματα, έχει παραποιηθεί ακόμα και η δημοτική μας παράδοση με πλαστά ηρωικά τραγούδια που εξυμνούν την Κλεφτουριά του Μοριά.
Δείτε ένα από τα δημοτικά μας τραγούδια που έχει πλάσει η κυρίαρχη αφήγηση, που μας παρασταίνει τον τρόπο που ζούσαν οι Κλέφτες, και την συμπάθεια που έτρεφε το χριστιανικό στοιχείο για ελόγου τους:
 Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια.
Έτσι λάμπει κ΄η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
 πώχουν τ΄ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες, 
 οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
 Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε.
  καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε.
 Καβάλα παίρνουν αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι.
 φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους
 και στον αφέντη το Χριστό, τις ασημένιες πάλες.
                  Σύμφωνα με τον ποιητικό θρύλο, τον πλασμένο για να ωραιοποιήσει και να εξηρωίσει την κλέφτικη ζωή, για να επιβιώσουν οι κλέφτες και να αντισταθούν στο κυνήγι της Οθωμανικής εξουσίας, γίνονται ένοπλες ομάδες και μεγαλύτερα τμήματα, με τον καπετάνιο τους και το μπαϊράκι τους,  και στήνουν τα λημέρια τους σε δυσπρόσιτα ορεινά συγκροτήματα που είναι αδύνατο να τους ακολουθήσουν τα τουρκικά αποσπάσματα.Ζούνε σκληρή ζωή πάνω στα βουνά, μαθαίνουν να αντέχουν στις κακουχίες, στις πολύωρες πορείες, στην πείνα και τη δίψα, αποχτάνε ικανότητες και δεξιότητες υπερφυσικές πολλές φορές. Η ικανότητα στο γρήγορο τρέξιμο ήταν μεγάλο πλεονέκτημα,  γι αυτό και κάποιοι έγιναν και έμειναν ονομαστοί για τη γρηγοράδα τους στα πόδια, όπως ο  Νικοτσάρας που ξεπερνούσε στο τρέξιμο ένα άλογο, ή ο Ζαχαριάς που όταν έτρεχε οι φτέρνες του άγγιζαν τα αυτιά του.
            Και βέβαια, για να ζήσουν μετέρχονται τις ληστείες, τις αρπαγές και το πλιάτσικο. Αρπάζουν και πλιατσικολογούν ολόκληρα κοπάδια ζώων, τρόφιμα και ρουχισμό, πυρομαχικά, κοσμήματα, ό,τι βρουν. Θύματά τους; οι Οθωμανοί προεστοί αλλά και χριστιανοί αξιωματούχοι, κοτζαμπάσηδες,  προσκυνημένοι και Τουρκολάτρες. Ιδιαίτερη αδυναμία δείχνουν στο να ληστεύουν καλογέρους και παπάδες όταν μάλιστα συμβαίνει να είναι και προεστοί χωριών. Δεν αποκλείονται όμως και οι ληστείες και το πλιάτσικο σε ολόκληρα χωριά, όπως επίσης και οι απαγωγές ακόμα και μικρών παιδιών για να εισπράξουν λύτρα, όπως και οι βιασμοί γυναικών (άθλημα στο οποίο επιδιδόταν ο κλεφτοκαπετάνιος Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης) ακόμα και για εκδίκηση
                  Όταν δεν επιχειρούν ληστείες ή πλιάτσικο, γυμνάζονται για να αντέχουν στις κακουχίες και τις ελλείψεις, με αθλήματα όπως το τρέξιμο και το άλμα, η σκοποβολή η σπαθασκία και η πάλη, ή διασκεδάζανε ρίχνοντας το λιθάρι ή παίζοντας αμάδες.  Και φυσικά, χορεύουνε και τραγουδάνε.
      Οι κλέφτες  στο Μοριά γίνονται ακόμα πιο δημοφιλείς μετά τα Ορλωφικά (1770) και περιβάλλονται με την αίγλη της αντίστασης κατά των Τούρκων όταν πολλοί διωκόμενοι για ανάμειξή τους στην εξέγερση παίρνουν τα βουνά με τις οικογένειές τους για να γλιτώσουν. Ανακατεύονται οι παλιοί με τους καινούργιους, αυξάνεται το μίσος κατά των Οθωμανών, ενισχύεται η εθνική συνείδηση και το πνεύμα της αντίστασης κατά των κατακτητών.Υποστηρίζεται από πολλούς ότι κατά την περίοδο των Ορλωφικών γίνανε χιλιάδες. Ο Γέρος του Μοριά υποστηρίζει ότι 1.000 Κλέφτες υπό την ηγεσία του πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη πήραν μέρος στην καταστροφή των Αλβανών στην Τριπολιτσά το 1779, ο Τάκης Κανδηλώρος στον ΑΡΜΑΤΩΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 1500 – 1821 υποστηρίζει ότι 3.000 Κλέφτες πολέμησαν μαζί με τους Τούρκους και συμβάλανε στην καταστροφή των Αλβανών στην Τριπολιτσά. Στο βιβλίο του Η ΓΟΡΤΥΝΙΑ, ο Τάκης Κανδηλώρος υποστηρίζει ότι δέκα χρόνια μετά τα Ορλωφικά, «η Πελοπόννησος επλημμύρησεν αύθις από κλέπτας» που περιφέρονταν με ανοιχτές σημαίες χωρίς να φοβούνται την εξουσία ασκούντες γοητεία στο λαό με το αγέρωχο παράστημα και τη μεγαλοπρέπειά τους.Ο Φιλήμονας, ο Φαλέζ (εγγονός του Γέρου του Μοριά), Ο Κολίνος, (γιος του Γέρου), αποθεώνουν τους Κλέφτες τους Κολοκοτρωναίους, και τους παρουσιάζουν να περιφέρονται έφιπποι χρυσοντυμένοι και αγέρωχοι με ανοιχτές τις σημαίες τους.
                    Αυτά και άλλα παρόμοια και εξωπραγματικά ισχυρίζονται όσοι προσπαθούν να ηρωοποιήσουν την προεπαναστατική Κλεφτουριά του Μοριά, η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική.
                Προτού όμως παραθέσω τα επιχειρήματά μου γι αυτό, αξίζει να δούμε τούτο το παλιό παραδοσιακό δημοτικό τραγουδάκι που μας δίνει τη δική του μαρτυρία για την κλέφτικη ζωή και μας προσγειώνει στην σκληρή πραγματικότητα:
 Παιδιά μ΄ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε.
 Εμένα να ρωτήσετε πως τα περνάν οι κλέφτες.
 Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος.
 Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια,
 Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα.
 Σε στρώμα δεν επλάγιασα, μαϊδέ σε μαξιλάρι.
 Το χέρι είχα προσκέφαλο, και το σπαθί μου στρώμα,
 Και το ντουφέκι μ’ αγκαλιά, σαν το παιδί η μάνα.
          Τις λέξεις «Μαύρα παιδιά» έχει σαν γύρισμα αυτό το τραγούδι, και καταλαβαίνετε τη θλίψη και τις μαύρες σκέψεις για την κλέφτικη ζωή που μετέδιδε όταν το τραγουδούσαν.Κλέφτες πρώτα και κύρια ήσαν ληστές και μετά κλέφτες. Ζούσαν κλέβοντας και ληστεύοντας τον χριστιανικό πληθυσμό, τους αγρότες και τη φτωχολογιά. Τους Άρχοντες Οθωμανούς και Χριστιανούς, και τους Κοτζαμπάσηδες – τουρκοκοτζαμπάσηδες τους αποκαλούσε ο λαός – δεν τολμούσαν να τους ενοχλήσουν, να τους κλέψουν ή να τους ληστέψουν, γιατί η Οθωμανική Εξουσία είχε αποσπάσματα έτοιμα να τρέξουν στο κατόπι τους με επικεφαλής Αρβανίτες μπουλούκμπασήδες (αποσπασματάρχες).
                    Στη βόρεια  Ελλάδα που είχε ισχυρό κίνημα  κλεφτών, η Οθωμανική Εξουσία, αλλά  και η τοπική των  Οθωμανών και των Χριστιανών προυχόντων και  κοτζαμπάσηδων  δημιούργησε τους Αρματολούς,  σώματα ενόπλων χριστιανών στην υπηρεσία των Οθωμανών, κάτι σαν μισθοφόρους χωροφύλακες -  πολιτοφύλακες. Ζουν στρατιωτική σχεδόν ζωή σε στρατόπεδα με ιεραρχία, αξιωματικούς κλπ, και διορίζονται από τον πασά, αφού πρώτα προσκυνήσουν.

Ο Θ Κολοκοτρώνης γύρω στα 1826.
Στο Μοριά όμως τακτικοί Αρματολοί ποτέ δεν υπήρξαν. Ο Γέρος του Μοριά στα απομνημονεύματά του αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στην κλέφτικη ζωή του και στην θητεία του ως Κάπος σε Κοτζαμπάσηδες. Με επίγνωση ότι ωραιοποιεί τα πράγματα για να ενισχύσει προφανώς την ιστορική του υστεροφημία του ίδιου και της Μοραΐτικης Κλεφτουριάς, πουθενά δεν λέει ότι ήταν Κλέφτης, και  μιλάει πάντα ως Αρματολός. Ο πρώτος διορισμός του ως Κάπος γίνεται  σε ηλικία 15 χρόνων το 1785. «άλλα μπουλούκια Κλέφτες με έβαλαν Αρματωλόν εις την επαρχίαν του Λεονταριού κατά των Κλεφτών. Δεκαπέντε χρονών ήμουν τότε. Έγινα είκοσι χρονών,  υπανδρεύθηκα … έχτισα σπίτια, επήρα προικιό, έγινα νοικοκύρης, εφύλαγα το βιλαέτι» λέει  στα απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά. Κι εδώ τα μπερδεύει συνειδητά, γιατί δεν θέλει να παραδεχτεί ότι τον διόρισαν Κάπο οι προύχοντες και οι Κοτζαμπάσηδες.Πράγματι, στο Μοριά δεν υπάρχουν αρματολίκια και αρματολοί, και ο λόγος είναι μάλλον η ισχυρή δύναμη και οι δεσμοί των προκρίτων με την Οθωμανική εξουσία.Στο Μοριά υπάρχουν οι κλέφτες και οι καπεταναίοι, οι Κάποι και οι Καπομπασήδες. Ένα είδος έμμισθων αγροτικών Αστυνόμων που τους διόριζαν οι ίδιοι οι προύχοντες και Κοτζαμπασήδες είναι οι Κάποι, που μαζί με σχετικό αριθμό ενόπλων, μπράβων και πιστολάδων, εκτός από σωματοφύλακες και σεκιουριτάδες όπως θα λέγαμε σήμερα, ήσαν επιφορτισμένοι με την φύλαξη και την ασφάλεια των περιουσιών των αφεντάδων τους, τον έλεγχο και περιφρούρηση των χτημάτων τους, τη σύναξη των φόρων, και γενικά την υποστήριξη των συμφερόντων τους, και παρόλο που πολλές φορές τα εύρισκαν  με τους Κλέφτες και ήσαν κάτι σαν συγκοινωνούντα δοχεία, δεν τους άφηναν και πολλά περιθώρια.

Είναι δε οι χριστιανοί προύχοντες του Μοριά η άρχουσα τάξη, η αριστοκρατία των ραγιάδων με μεγάλες περιουσίες και δύναμη. Ο Δεληγιάννης για παράδειγμα, ο πλουσιότερος Κοτζάμπασης του Μοριά, για δεκαετίες είχε Κάπο τον Κόλια Πλαπούτα, αλλά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για ένα διάστημα.

Η Κλεφτουριά του Μοριά που πολλοί θέλουν να την ταυτίζουν με τους Κολοκοτρωναίους, αν δεν ισχυρίζονται σοβαρά κιόλας πως ήταν δημιούργημά τους, αρχίζει να δραστηριοποιείται μετά τα Ορλωφικά και μετά το χαλασμό των Αλβανών στην Τριπολιτσά.Πολλοί από αυτούς ήσαν θύματα της λυσσαλέας και  εγκληματικής συμπεριφοράς των Αλβανών που τους είχαν φέρει οι Τούρκοι με τα Ορλωφικά, και είχαν πάρει τα βουνά είτε γιατί δεν τους είχε μείνει στον ήλιο μοίρα, είτε γιατί ήθελαν να πάρουν πίσω το αίμα τους, την τιμή και το βιός τους, να εκδικηθούν για τις προσβολές και τη διάλυση των οικογενειών τους και των τόσων άλλων καταστροφών που είχαν υποστεί.Κάποιοι υπολογίζουν πως οι Κλέφτες του Μοριά εκείνη την περίοδο και μέχρι το χαλασμό τους το 1806 γίνανε χιλιάδες, στους 7.000 κατά το 1800 τους υπολογίζει ο Αθ. Γρηγοριάδης, στους 5.000 τους υπολογίζει ο Α. Φραντζής, στους 300 έως 500 ο Ρήγας Παλαμήδης, ενώ ο Θ. Κολοκοτρώνης στη Διήγησή του λέει ότι 150 είχαν μείνει κατά το τέλος του 1805. Στους 150 τους υπολογίζουν και οι ξένοι περιηγητές που βρεθήκανε στο Μοριά εκείνη την εποχή..

Αντίθετα από την ωραιοποιημένη εικόνα που μας δίνουν όσοι τους λιβανίζουν, οι Κλέφτες και θεόφτωχοι ήσαν, και ούτε ιδιαίτερη εκτίμηση έτρεφαν για αυτούς οι ραγιάδες. Πως θα μπορούσε άλλωστε να τους εκτιμά ο κοσμάκης, αφού σε βάρος του ζούσαν, ληστεύοντας και κλέβοντας το βιός του; «… εστείλαμεν εις τα Βέρβενα να μας στείλει ψωμί και ζωοτροφίας, και αυτοί μας αποκρίθησαν: Έχομε βόλια και μπαρούτι ( που σημαίνει ότι είχαν οπλισθεί για να τους αντιμετωπίσουν, σημ δική μου), και επήγαμε και τους εχαλάσαμε», λέει ο Κολοκοτρώνης στην διήγησή του. Έτσι στην ψύχρα, ληστέψανε και εξανδραποδίσανε ένα κεφαλοχώρι λες και τους χρωστούσαν.

Ο Ζαχαριάς, πάλι, ο Βλαχομπαρμπιτσιώτης, ο ληστοπειρατής, σταματάει με τα παλικάρια του στη Μονή της Βελανιδιάς λίγο έξω από την Καλαμάτα, και ειδοποιεί τους προύχοντες των Καλαμών να του καταβάλουν χιλιάδες γρόσια για λουφέδες (μισθούς) των παλικαριών του την ίδια εκείνη μέρα, « ή την νύκτα εκείνην διέρχεται την πόλιν καίων και σφάζων ανιλεώς όσους αν απαντήσει». Αν τολμούσαν ας κάνανε κι αλλιώς. Αλλά ο G. Finlay που έζησε στην Ελλάδα και έγραψε για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γράφει ότι «Τα κατορθώματα του Ζαχαριά και του Κολοκοτρώνη, αν και δοξασμένα με «τραγούδια αντιποιητικά και με πεζογραφία παραγεμισμένη, δεν ήτανε παρά καμώματα ληστών και κατσικοκλεφτών» Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στους ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ 1715 – 1820 παρουσιάζει μαρτυρίες περιηγητών που περιγράφουν τους Κλέφτες «αγριοκάτσικα, ξεκομμένα από το κοπάδι το κοινωνικό, θεριά ξαγριεμένα από τον κατατρεγμό των Αρβανιτών μπουλουκμπασήδων» κλπ. 

Τους εξυμνούν και τους παρουσιάζουν χρυσοντυμένους κλπ, κλπ, όσοι τους λιβανίζουν, αλλά το δαχτυλίδι της μάνας του Γέρου του Μοριά στο Μουσείο είναι σιδερένιο.

Μετά τα 1800 τα πράγματα δυσκολεύουν για τους Κλέφτες, στα 1802 μάλιστα η Οθωμανική Εξουσία διατάσσει γενικό αφοπλισμό του Μοριά. Η καταδρομή αρχίζει στα 1804, πολλοί σκοτώνονται, άλλοι καταφέρνουν να φύγουν στα Φτάνησα (έτσι αποκαλούσαν τότε τα Εφτάνησα) που ισχύει ένα σχετικά ελεύθερο πολίτευμα με τους Γάλλους ( και τους Άγγλους σε επόμενη φάση) υπό την προστασία και των Ρώσων, και για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, κατατάσσονται μισθοφόροι στους Γάλλους, τους Ρώσους και τους Άγγλους. Ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα, βλέπετε, χρειαζόταν κρέας για τα κανόνια.. Οι Ρώσοι ειδικά στρατολογούσαν Ρουμελιώτες, Σουλιώτες κλπ και τους έστελναν στην κάτω Ιταλία να πολεμήσουν κατά του Ναπολέοντα, οι Γάλλοι στρατολογούσαν για τον Ναπολέοντα κλπ.

Οι 150 περίπου που μένουν ακόμα στο Μοριά εξοντώνονται συστηματικά σε διάστημα ενός μηνός μεταξύ Γενάρη και Φλεβάρη του 1806. Σφάζονται από τα οθωμανικά και τα μικτά από Οθωμανούς και Χριστιανούς αποσπάσματα, σφάζονται από τους χωριάτες όπου και όταν τους ξετρυπώνουν από κάποια λόχμη, και μόνο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με έναν από τους Πετιμεζαίους καταφέρνει να φθάσει στη Ζάκυνθο.Ο Κολοκοτρώνης αποδίδει την αιτία για τον αφανισμό της Κλεφτουριάς του Μοριά  σε γαλλικό δάκτυλο προς την Υψηλή Πύλη, επειδή φοβόταν «διατί μία ημέρα ημπορούν να κάμουν επανάστασιν». Για πολλούς ιστορικούς όμως δύο είναι οι αιτίες που οδήγησαν στον αφανισμό της κλεφτουριάς: Η μία είναι η καταστροφή που κάνανε στα Βέρβενα, και ή άλληη κυριότερη, είναι ότι τα βάλανε με το βαθύ κράτος και το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Με επίκεφαλής τον περίφημο Γιώργα από τον Αετό Τριφυλλίας στήσανε ενέδρα και αιχμαλωτίσανε τον πάμπλουτο κοτζάμπαση των Γαργαλιάνων, τον πρωτοσύγγελο Ανδριανουπόλεως, έμπιστο του πασά, που ταξίδευε προς την Τριπολιτσά με ένοπλη συνοδεία και πολλά χρήματα από φόρους του Πατριαρχείου. Τον Γιώργα που τον είχε στην δούλεψή του ως Κάπο ο πρωτοσύγγελος, τον απέλυσε αιφνιδίως χωρίς να του πληρώσει το καπηλίκι του ο αθεόφοβος, στέλνοντας συνάμα ξοπίσω του τα τούρκικα αποσπάσματα με ρητή εντολή να τον  φέρουν στα πόδια του  νεκρό ή ζωντανό. Τα πράγματα ωστόσο δεν πήγαν όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει ο Πρωτοσύγκελος Ανδριανουπόλεως, ο καπετάν Γιώργας πριν χάσει το κεφάλι του από προδοσία στο Ληνό της Αιμυαλούς κοντά στη Δημητσάνα, πρόλαβε να τον εκδικηθεί κανονικότατα: όχι μόνο του έστησε ενέδρα και τον απήγαγε (ζητώντας το δίκαιό του και τα σχετικά λύτρα, τα οποία έλαβε και με το παραπάνω), αλλά και τον ξεφτίλισε δεόντως (τον είχε γυμνό με νερό και ψωμί μέσα σε ένα ξεροπήγαδο για 40 ημέρες, οι σχετικές φήμες λένε πως τον βίασε κιόλας κατ’ επανάληψη παρουσία των παληκαριών του).

Μετά τη ληστεία και τον εξευτελισμό του Πρωτοσύγκελου η κατάσταση γύρω από τον αφανισμό των κλεφτών εξελίσσεται ταχύτατα. Ο Οσμάν Πασάς  - Μόρα Βαλεσής – θεωρεί ότι το ποτήρι ξεχείλισε. Καλεί προύχοντες και αρχιερείς στην Τριπολιτσά και τους προτρέπει να συντάξουν αναφορά προς την Υψηλή Πύλη (= Ανώτατη Οθωμανική Διοίκηση) ζητώντας τα κεφάλια των κλεφτών, και δείτε πως μας το μεταφέρει η δημοτική μας Μούσα:

Οι γέροντες κι’ οι προεστοί κ’ οι προύχοντες του τόπου

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στον Βασιληά στην Πόλι:

«Άκουσε Αφέντη Βασιληά και πολυχρονεμένε:

Οι κλέφτες πούνε στο Μωρηά γινήκαν βασιλειάδες

Ο Θοδωράκης  βασιληάς  κι ο Γιάννης είν’ Βεζύρης

Κι ο Γιώργος από τον Αητό είνε Κατής και κρένει.»

Ο Βασιληάς σαν τάκουσε πολύ του κακοφάνη

Κι ευθύς φερμάνι έβγαλε και στο Μωρηά το στέλνει

Τους κλέφτες να σκοτώσουνε τους Κολοκοτρωναίους.

Αλλά και το Πατριαρχείο δεν μπορούσε να καταπιεί τον εξευτελισμό του Πρωτοσύγκελου και τη ληστεία των δικαιωμάτων του από τους κλέφτες, και ο Πατριάρχης Καλλίνικος ο Ε’ έβγαλε συνοδικό επιτίμιο κατά των κλεφτών και εκείνων που με οποιονδήποτε τρόπο τους συμπαραστέκονται.Με το επιτίμιο υποχρεώνονται οι χριστιανοί όχι μόνο να μην δίνουν ψωμί ούτε νερό στους κλέφτες, αλλά να τους καταδίδουν στην εξουσία, να καταδίδουν εκείνους που τους υποθάλπουν και εκείνους που γνωρίζουν κάτι περί αυτών, και προθύμως να  παρέχουν στο στρατό κάθε ένοπλη συνδρομή για την εξόντωσή τους, αλλιώς να είναι αφορισμένοι και καταραμένοι εις τους αιώνας των αιώνων. Ήσαν τόσο τρομερές και φρικιαστικές οι κατάρες που επικρέμονταν επί των κεφαλών των  θεοσεβούμενων ραγιάδων με εκείνο το επιτίμιο, που ραγίζανε και οι πέτρες κατά τον Φραντζή.

Ο ληνός της Αιμυαλούς. Εδώ σφάχτηκε μια ομάδα κλεφτών υπό τον Γιάννη Κολοκοτρώνη.


                                 Η κατάσταση για όσους Κλέφτες απομένουν -  και δεν είναι και πολλοί – γίνεται τραγική πλέον, συνάμα και θλιβερή. Τους κυνηγάνε ακόμα και οι πέτρες. Τους κυνηγάει όχι μόνο η Οθωμανική Εξουσία αλλά και η ντόπια, οι προύχοντες του Μοριά και το Πατριαρχείο με το παπαδαριό. Κι επί πλέον έχει ξεσηκωθεί και η φτωχολογιά και συντάσσεται με τους διώκτες τους. «Όλος ο Μοριάς σηκώθηκε να κατατρέξει την Κλεφτουριά» μας πληροφορεί και ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ο λαός τους μισεί γιατί περισσότερο τυραννούσαν το ανυπεράσπιστο χριστιανικό στοιχείο. Όχι μόνο δεν τους δίνει ένα κομμάτι ψωμί, αλλά τους σκοτώνει όπου τους βρει. Η θλιβερή καταστροφή τους που συντελέστηκε μέσα σε ένα μήνα, το ντροπιαστικό τέλος μιας ομάδας Κλεφτών στον ληνό της Μονής της Αιμυαλούς που τους σφάξανε σαν αρνιά οι χωριάτες,  δείχνει ότι και απόλεμοι ήσαν, και οι ύμνοι και οι λιβανωτοί για καραούλια και κλέφτικα λημέρια φθηνά παραμύθια ήσαν.

Ετούτη η γενιά των Κλεφτών και όσοι κατέφυγαν στα Εφτάνησα που ήταν κέντρο διερχομένων και σταυροδρόμι διακίνησης ιδεών, θεωρήθηκαν από πολλούς ότι μπόλιασαν την προεπαναστατική Κλεφτουριά του Μοριά με πατριωτικά αισθήματα, και συνέβαλαν στη διαμόρφωση νέας προσωπικότητας με εθνική συνείδηση. Οι χιλιάδες που καταταχτήκανε μισθοφόροι σε ξένους στρατούς και εκπαιδευτήκανε στην τέχνη του πολέμου όπου πολλοί αναδειχτήκανε σε αξιωματικούς, ήσαν οι έμπειροι πολεμιστές που επάνδρωσαν αργότερα και στελέχωσαν τις επαναστατικές δυνάμεις και τα στρατιωτικά σώματα, αυτοί που αποτελέσανε  τη μαγιά της ένοπλης δύναμης του Ιερού Αγώνα. Λαμπρό παράδειγμα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που αναδείχτηκε σε ιδιοφυία του άτακτου πολέμου και Αρχηγός του στρατεύματος του Μοριά. Είχε καταταγεί με το βαθμό του λοχαγού στους Άγγλους στα Εφτάνησα και αργότερα προήχθη σε ταγματάρχη.

Επιπλέον, πολλοί πρώην κλέφτες ή αρματολοί ανέβηκαν στις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, και αρκετοί από αυτούς[ για προφανείς λόγους στα απομνημονεύματά τους εξωράισαν ως πατριωτική την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών.